Τζον Στάινμπεκ

Ο Τζον Στάινμπεκ περιγράφει τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου του 1943:

…Πηγαίνεις να δειπνήσεις σ’ ένα μικρό εστιατόριο. Απέναντι από το εστιατόριο υπάρχει ένα ερείπιο, ένα διαλυμένο, καταστρεμμένο πέτρινο σπίτι. Ο σύντρόφός σου λέει:
-Ένα από τα προηγούμενα βράδια είχα ένα ραντεβού για να δειπνήσω με μια κυρία σ’ αυτό ακριβώς το εστιατόριο. Θα με συναντούσε εδώ. Είχα έρθει νωρίς και σε λίγο μια βόμβα έπληξε αυτό το κτίριο.
Δείχνει το ερείπιο.
-Βγήκα στο δρόμο. Έβλεπες ολοκάθαρα, οι φλόγες φώτιζαν όλη την πόλη. Εκείνος ο μπροστινός τοίχος είχε πέσει συντρίμμια στο δρόμο. Έβλεπες τη μουσούδα ενός ταξί να εξέχει κάτω από το σωρό τις πεσμένες πέτρες. Πεσμένο ακριβώς μπροστά στα πόδια μου τη στιγμή που βγήκα από την πόρτα ήταν ένα γαλάζιο βραδινό γοβάκι. Η μύτη του ήταν στραμμένη προς το μέρος μου.

Ένας άλλος δείχνει προς έναν τοίχο· το κτίριο έχει γκρεμιστεί αλλά υπάρχουν πέντε τζάκια, το ένα πάνω από το άλλο, στον απέναντι τοίχο. Ο σύντροφός σου δείχνει το πιο πάνω από τα τζάκια.
-Ήταν πολύ ισχυρή βόμβα, λέει. Βλέπεις εκείνο το τζάκι; Επί έξι μήνες μήνες κρεμόταν ένα ζευγάρι μακριές κάλτσες μπροστά σ’ εκείνο το τζάκι. Θα πρέπει να ήταν καρφωμένες εκεί. Κρέμονταν εκεί επί μήνες όπως ακριβώς τις είχαν βάλει για να στεγνώσουν.

-Περνούσα από το Χάιντ Παρκ, λέει ένας άλλος άντρας, όταν άρχισε ένας φοβερός βομβαρδισμός. Χώθηκα στο χαντάκι. Πάντα αυτό να κάνεις όταν δεν μπορείς να βρεις καταφύγιο. Είδα ένα μεγάλο δέντρο, ένα σαν εκείνα εκεί, να τινάζεται στον αέρα και να πέφτει όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόμουν – ακριβώς εκεί που βλέπεις εκείνη τη σκούπα. Και τότε ένα σπουργίτι έπεσε ακριβώς δίπλα μου στο χαντάκι. Ήταν νεκρό. Τα τραντάγματα σκοτώνουν εύκολα τα πουλιά. Χωρίς να ξέρω γιατί, το σήκωσα και το κράτησα για αρκετή ώρα. Δεν είχε πουθενά αίμα. Το πήρα στο σπίτι μου. Αστείο μου φαίνεται γιατί δεν το πέταξα αμέσως.

Μια νύχτα, όταν οι βόμβες μαίνονταν, ένας πρόσφυγας που είχε μεταφερθεί από τόπο σε τόπο και παντού βασανιστεί μέχρι τελικά να φτάσει στο Λονδίνο, δε μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο. Έκοψε το λαιμό του και πήδησε από ένα ψηλό παράθυρο. Μια κοπέλα, που εκείνη τη νύχτα οδηγούσε ένα ασθενοφόρο, λέει:
-Θυμάμαι πόσο είχα θυμώσει μαζί του. Τώρα τον καταλαβαίνω κάπως, αλλά κείνο το βράδυ ήμουν έξαλλη από θυμό μαζί του. Υπήρχαν τόσοι που βρήκαν το θάνατο εκείνη τη νύχτα χωρίς να το επιδιώκουν. Του φώναξα πως έλπιζα να πεθάνει και τελικά πέθανε.

Οι άνθρωποι κοιτάνε να διασώσουν τα πιο περίεργα πράγματα. Ένας ηλικωμένος άντρας έχασε όλο του το σπίτι από τη φωτιά. Διέσωσε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα. Την κουβαλούσε παντού μαζί του· δεν την άφηνε ούτε στιγμή. Όλη του η οικογένεια είχε σκοτωθεί, αλλά εκείνος δεν αποχωριζόταν την κουνιστή πολυθρόνα του. Ποτέ δεν καθόταν πάνω της. Καθόταν δίπλα της στο χώμα, αλλά δε μπορούσες να του την αποσπάσεις.

Δυο δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν ένα βομβαρδισμό στο ξενοδοχείο Σαβόι παίζοντας σκάκι. Όταν οι βόμβες πλησίασαν κοντά, χώθηκαν κάτω απ’ το τραπέζι.
-Κάπου – κάπου ο ένας από τους δυο μας άπλωνε το χέρι του στη σκακιέρα κι έκλεβε, λέει ο ένας από τους δημοσιογράφους.

Εκατοντάδες ιστορίες και όλες τους τελειώνουν μ’ ένα μικρό περιστατικό, ένα μικρό, απλό γεγονός που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη σου.

-Θυμάμαι τα μάτια των ανθρώπων που ξεκινάνε το πρωί για τη δουλειά τους, λέει ένας άντρας. Υπήρχε μια κούραση στα μάτια τους που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν πέρα από κάθε κούραση που μπορείς να φανταστείς – ένα απελπισμένο είδος εξαντλήσεως από την οποία δε φαντάζεσαι πώς θα μπορέσεις ν’ απαλλαγείς. Τα μάτια των ανθρώπων μοιάζουν να είναι χωμένα βαθιά μέσα στα κεφάλια τους και οι φωνές τους μοιάζουν να έρχονται από πολύ μακριά. Και θυμάμαι ακόμα στην διάρκεια ενός βομβαρδισμού πως είδα έναν τυφλό να στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου, να χτυπάει το μπαστούνι στο πλακόστρωτο και να περιμένει κάποιον να τον οδηγήσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Αυτοκίνητα φυσικά δεν κυκλοφορούσαν, η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη φλόγες, αλλά ο τυφλός στεκόταν εκεί και χτυπούσε το μπαστούνι του, ώσπου κάποιος πλησίασε και τον οδήγησε σ’ ένα καταφύγιο.

Σ’ όλες αυτές τις σύντομες ιστορίες είναι το συνηθισμένο, το κοινότοπο γεγονός ή περιστατικό που με υπόβαθρο το βομβαρδισμό δημιουργεί την ανεξίτηλη εικόνα.

-Μια γριά πουλούσε φτηνές κολόνιες από λεβάντα. Η πόλη έτρεμε κάτω από τις βόμβες και τα φλεγόμενα κτίρια έκαναν τη νύχτα να φαντάζει σα μέρα. Οι εκρήξεις από τις βόμβες ήταν εκκωφαντικές. Και μέσα σ’ όλα αυτό το πανδαιμόνιο ακουγόταν η φωνή της – μια στριγγλιά φωνή: «Λεβάντα!» έλεγε. «Αγοράστε λεβάντα για γούρι».

Με τον καιρό οι βομβαρδισμοί ξεθωριάζουν και φαντάζουν σαν όνειρα. Οι μικρές εικόνες παραμένουν το ίδιο ζωντανές όπως όταν ήταν νωπές.

απόσπασμα από το βιβλίο του ΤΖΟΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ «ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΟΣ»
Εκδόσεις ΤΣΕΠΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ Μετάφραση: Ειρ. Μπαρτζινοπούλου

 

Λ ο ν δ ί ν ο, 1 2  Ι ο υ λ ί ο υ  1 9 4 3. Αυτή είναι η ιστορία ενός τραγουδιού. Το λένε «Λιλί Μαρλέν» και γράφτηκε στη Γερμανία το 1938 από το Νόρμπερτ Σουλτς και το Χανς Λέιτ. Στη συνέχεια προσπάθησαν να το βγάλουν σε δίσκους αλλά τους το απέρριψαν κάπου δυο ντουζίνες εταιρίες δίσκων. Τελικά το πήρε μια τραγουδίστρια, η Λάλα Άντερσον, μια Σουηδέζα, που το χρησιμοποίησε σαν το σουξέ της. Η Λάλα Άντερσον είχε μια βραχνή φωνή και ήταν ακριβώς ο τύπος της φωνής που χρειαζόταν για ένα τέτοιο τραγούδι.
Το «Λιλί Μαρλέν» είναι ένα πολύ απλό τραγούδι. Η πρώτη του στροφή λέει: «Κάτω από τα φανάρια, κοντά στην πλατεία των στρατώνων, συναντούσα τη Μαρλέν και ήταν νέα και καλή». Τόσο απλό ήταν το τραγούδι. Συνέχιζε μιλώντας για τη Μαρλέν που στην αρχή της άρεσαν τα σειρήτια και μετά τα γαλόνια. Η Μαρλέν γνώριζε όλο και περισσότερους άντρες ώσπου, τελικά, γνώρισε έναν ταξίαρχο, που ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσε τόσον καιρό. Έχουμε κι εμείς ένα τραγούδι με τον ίδιο σχεδόν σκωπτικό κυνισμό.

 
Η Lale Andersen τραγουδάει τη «Λιλί Μαρλέν»

Τελικά η Λάλα γύρισε ένα δίσκο μ’ αυτό το τραγούδι, αλλά κι αυτός δε σημείωσε επιτυχία. Μια νύχτα, όμως, ο γερμανικός ραδιοσταθμός του Βελιγραδίου, που έκανε προγράμματα για το Άφρικα Κορπς του Ρόμμελ, ανακάλυψε πως, εξαιτίας ενός μικρού βομβαρδισμού, δεν του είχαν απομείνει πολλοί δίσκοι, αλλά ανάμεσα στους ελάχιστους ανέπαφους δίσκους ήταν και το τραγούδι «Λιλί Μαρλέν». Το μετέδωσαν στην Αφρική κι από το άλλο πρωί το σιγοσφύριζε όλο το Άφρικα Κορπς κι άρχισαν να καταφθάνουν γράμματα στρατιωτών που απαιτούσαν να μεταδοθεί και πάλι.
Η ιστορία της δημοτικότητάς του στην Αφρική μεταδόθηκε αμέσως στο Βερολίνο και η κυρία Γκαίρινγκ, που άλλοτε ήταν τραγουδίστρια της όπερας, τραγούδησε το τραγούδι της άστατης «Λιλί Μαρλέν» σε μια διαλεχτή ομάδα Ναζί, αν βέβαια υπήρχε τέτοιο πράγμα. Το τραγούδι έγινε αμέσως δημοφιλές και μεταδινόταν συνεχώς από το γερμανικό ραδιόφωνο, ώσπου ο ίδιος ο Γκαίρινγκ το σιχάθηκε, και λέγεται πως μια και η αστάθεια είναι ένα θέμα καθόλου ευχάριστο για τ’ αυτιά ορισμένων υψηλά ισταμένων Ναζιστών, επικράτησε η άποψη να δολοφονηθεί αθόρυβα το τραγούδι. Μα στο μεταξύ το «Λιλί Μαρλέν» είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η Λάλα Άντερσον ήταν πια πασίγνωστη σαν «Η αγαπημένη των στρατιωτών». Τη φωτογραφία της την καρφίτσωναν στους θαλάμους τους. Η βραχνή φωνή της ακουγόταν από φορητα γραμμόφωνα.

Λάλε Άντερσεν (1905-1972)
η φωτογραφία είναι από το: tovima.gr

Μέχρις εδώ το «Λιλί Μαρλέν» ήταν ένα αποκλειστικά γερμανικό πρόβλημα, αλλά ήδη η Όγδοη Βρετανική Στρατιά άρχισε να πιάνει αιχμαλώτους κι ανάμεσα στα λάφυρα ήταν και το «Λιλί Μαρλέν». Και το τραγούδι διαδόθηκε σ’ ολόκληρη την Όγδοη Στρατιά. Οι Αυστραλοί το σιγοσφύριζαν και του πρόσθεταν καινούργιες λέξεις. Οι ανώτεροι αδρανούσαν, προσπαθώντας να καταλήξουν σε μια γνώμη αν θα ήταν σωστό να επιτρέψουν σ’ ένα γερμανικό τραγούδι για μια κοπέλα που δεν ήταν εξαιρετικά ηθική να γίνει το αγαπημένο τραγούδι του Βρετανικού Στρατού, γιατί στο μεταξύ το τραγούδι είχε διεισδύσει και στην Πρώτη Στρατιά και οι Αμερικανοί είχαν αρχίσει να πειραματίζονται πάνω του με φυσαρμόνικες και του πρόσθεταν κι ένα ρεφραίν. Δε θα έκανε καθόλου καλό στους ανωτέρους αν είχαν στραφεί εναντίον του τραγουδιού.
Είχε ξεφύγει πια από τον έλεγχό τους. Η Όγδοη Στρατιά τα κατάφερνε μια χαρά στο πεδίο της μάχης κι έτσι αποφασίστηκε να θεωρηθεί η «Λιλί Μαρλέν» αιχμάλωτος πολέμου, πράγμα που οπωσδήποτε θα συνέβαινε άσχετα με το ποια στάση θα τηρούσαν οι ανώτεροι. Τώρα η «Λιλί Μαρλέν» έχει διεισδύσει στις αμερικανικές δυνάμεις στην Αφρική. Το Γραφείο Πολεμικών Πληροφοριών ανέλαβε το θέμα κι αποφάσισε να διατηρήσει τη μελωδία, αλλά να προσθέσει νέα λόγια εναντίον των Γερμανών. Το αν θα πετύχει ή όχι αυτό το σχέδιο είναι κάτι που θα μας το δείξει το μέλλον. Η «Λιλί Μαρλέν» είναι διεθνής πια. Είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή θα προβάλλει και στους τοίχους των θαλάμων – νεά, ξανθιά και αμετακίνητα ουδέτερη.


Η Vera Lynn τραγουδάει την αγγλική εκδοχή της «Λιλί Μαρλέν»
(Πάντως το musicheaven.gr, γράφει πως η πρώτη αγγλόφωνη τραγουδίστρια που το ερμήνευσε ήταν η Anne Shelton)

(…)
Η «Λιλί» είναι αθάνατη. Ο απλός πόθος της να συναντήσει έναν ταξίαρχο κάθε άλλο παρά γερμανικό πρότυπο είναι. Η πολιτική μπορεί να περιορίζεται και να εθνικοποιείται, αλλά τα τραγούδια έχουν τον τρόπο τους να πηδάνε σύνορα.
Και θάταν αστείο αν, μετά από τόσες φανφάρες και ζητωκραυγές, τόσες παρελάσεις και διδασκαλίες, το «Λιλί Μαρλέν» αποδειχτεί η μόνη συνεισφορά των Ναζί στον κόσμο.

ΤΖΟΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ «ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»
Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑΣ, Μετάφραση: Ειρ. Μπαρτζινοπούλου


Η Lale Andersen τραγουδάει τη «Λιλί Μαρλέν» το 1968 σε τηλεοπτικό πρόγραμμα