Archive for Μαΐου 2011

η Παναγία των Παρισίων και η κουφή δικαιοσύνη

28/05/2011

Τα κατάφερα τελικά και διάβασα την «Παναγία των Παρισίων» που έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Δε με δυσκόλεψε ιδιαίτερα, το βιβλίο είχε πολύ ενδιαφέρον, η δράση εξελισσόταν γρήγορα και όσα κεφάλαια μου φάνηκαν βαρετά, π.χ. το Παρίσι από ψηλά ή η περιγραφή της Παναγίας των Παρισίων, τα πέρασα «επί τροχάδην».
Η υπόθεση, λίγο πολύ είναι γνωστή: ο πανάσχημος κωδωνοκρούστης του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων, ο Κουασιμόδος, ερωτεύεται τη νεαρή τσιγγάνα Εσμεράλδα, η οποία όμως αγαπάει έναν όμορφο αξιωματικό ο οποίος φυσικά δεν της δίνει σημασία. Την Εσμεράλδα διεκδικεί όμως κι ένας διεστραμμένος κληρικός που είναι παράφορα ερωτευμένος μαζί της, κι όλα αυτά κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τραγικό τέλος.


Ο Καθεδρικός Ναός της Παναγίας των Παρισίων.
(Η φωτογραφία είναι από το http://hotelbeam.blogspot.com/, όπου υπάρχουν και ωραίες φωτογραφίες από το εσωτερικό του ναού)

Ο Βίκτωρ Ουγκώ άρχισε να γράφει την Παναγία των Παρισίων το 1829. Ασχολήθηκε όμως στο ενδιάμεσο με άλλα έργα, καθυστερώντας την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος και έτσι το καλοκαίρι του 1830 ο εκδότης του τον πίεσε να έχει τελειώσει μέχρι το Φεβρουάριο του 31. Ο Ουγκώ αγόρασε μελάνι, ένα γκρι μάλλινο χιτώνα και κάθισε στο γραφείο του, αρνούμενος να βγει έξω, με εξαίρεση τα βράδια που επισκεπτόταν την Παναγία των Παρισίων. Είχε ήδη μελετήσει καλά την ιστορία του ναού, διαβάζοντας παλιά συγγράμματα, βιβλία και κείμενα νομοθεσίας. Κολλημένος κυριολεκτικά στο  γραφείο του για έξι μήνες, κατάφερε, τον Ιανουάριο του 1831, να τελειώσει το μυθιστόρημα.
Το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία και σύντομα ο Ουγκώ έγινε ο διασημότερος, εν ζωή, συγγραφέας στην Ευρώπη. Υπήρξε όμως και μια άλλη θετική επίπτωση της επιτυχίας του βιβλίου του: η παλιά και ερειπωμένη εκκλησία της Notre-Dam άρχισε να προσελκύει χιλιάδες τουρίστες, που όμως απογοητεύονταν βλέποντας την οικτρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν το κτήριο. Έτσι στα 1845 αποφασίστηκε να γίνουν έργα αποκατάστασης, τα οποία κράτησαν 19 χρόνια, μέχρι να πάρει ο ναός τη σημερινή του μορφή.

Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το
http://hugo-online.org/works/novels/1831-the-hunchback-of-notre-dame/

  
Εικόνα από την πρώτη έκδοση της Παναγίας των Παρισίων (1831)
από τη Βικιπαίδεια

Μια από τις καλύτερες σκηνές του βιβλίου είναι η δίκη του κουφού -από τις καμπάνες- Κουασιμόδου, στην οποία ο δικαστής είναι κι αυτός κουφός! Προσέξτε την ειρωνεία. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στο έτος 1482, αλλά είναι φανερό πως ο Ουγκώ θέλει να καυτηριάσει την αδικία στην απονομή της δικαιοσύνης που επικρατούσε στην εποχή του, δηλαδή στα 1830.
Ο Ουγκώ ήταν ένας άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε υπέρ του δικαίου και υπερασπίστηκε με πάθος τις φιλελεύθερες ιδέες του, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί από τη Γαλλία και να ζήσει για 20 χρόνια σε ένα μικρό νησί της Αγγλίας.
Στο απόσπασμα περιγράφεται με κωμικοτραγικό τρόπο το αδύνατο της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου όταν ο δικαστής είναι προκατειλημμένος
εναντίον του.

-Τ’ όνομά σου;
Αλλά να που του τύχαινε τώρα μια περίπτωση που δεν την είχε προβλέψει ο νόμος: ένας κουφός να ανακρίνει έναν άλλον κουφό.
Ο Κουασιμόδος, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την ερώτηση που του είχαν απευθύνει, εξακολουθούσε να κοιτάζει σταθερά τον δικαστή και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Ο δικαστής, κουφός κι αυτός, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την κουφαμάρα του κατηγορουμένου, πίστεψε πως εκείνος του είχε απαντήσει, όπως έκαναν συνήθως όλοι οι κατηγορούμενοι, κι εξακολούθησε να ανακρίνει με τη μηχανική και χαυνωμένη απάθειά του:
-Πολύ καλά. Ηλικία;
Ο Κουασιμόδος δεν απάντησε ούτε σ’ αυτή την ερώτηση. Ο δικαστής νόμισε πάλι ότι είχε πάρει απάντηση και συνέχισε:
-Και τώρα πες μου το επάγγελμά σου.
Πάντα η ίδια σιωπή. Στο μεταξύ, σιγανοί ψίθυροι είχαν αρχίσει στο ακροατήριο, που αλληλοκοιτάζονταν με απορία.
-Αρκεί, συνέχισε ο μακάριος δικαστής, πιστεύοντας ότι ο κατηγορούμενος είχε ολοκληρώσει την τρίτη του απάντηση.
Κατηγορείσαι ενώπιον του δικαστηρίου, πρώτον, για διατάραξη της νυχτερινής ησυχίας, δεύτερον για ατιμωτική βιαιοπραγία εις βάρος γυναικός ελευθερίων ηθών, τρίτον για αντίσταση και ανυπακοή στους τοξοβόλους της φρουράς του βασιλιά και αφέντη μας. Απολογήσου για όλα αυτά. Εσύ, γραμματέα, κατέγραψες όσα είπε ο κατηγορούμενος ως τώρα;
Σ’ αυτή τη στενόχωρη ερώτηση ακούστηκε ένα ξέσπασμα γέλιου που ξεκίνησε από τον γραμματέα κι έφτασε ως το ακροατήριο, ένα γέλιο τόσο ξέφρενο, τόσο τρελό, τόσο μεταδοτικό, τόσο καθολικό, που ακόμη και οι δύο κουφοί το αντιλήφθηκαν. Ο Κουασιμόδος στράφηκε ορθώνοντας επιτιμητικά την καμπούρα του, ενώ ο κύριος Φλοριάν, κατάπληκτος, και νομίζοντας τελικά ότι οι θεατές γελούσαν επειδή ο κατηγορούμενος είχε δώσει κάποια θρασύτατη απάντηση –και αυτή του την εντύπωση την ενίσχυε το σήκωμα των ώμων του Κουασιμόδου-, του είπε αγανακτισμένος:
-Θα έπρεπε να σε κρεμάσουν για την απάντησή σου, ηλίθιε! Ξέρεις σε ποιον μιλάς;

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη

Η απολογία του Κουασιμόδου υπάρχει στο παρακάτω απόσπασμα από την ταινία «Η Παναγία των Παρισίων», παραγωγής 1939.
Ο Κουασιμόδος εμφανίζεται ενώπιον του δικαστή στο 5΄και 40΄΄ και η στιχομυθία μεταξύ …των δύο κουφών διαρκεί μέχρι το 7΄και 35΄΄:


Τον Κουασιμόδο στην ταινία ενσαρκώνει ο Τσαρλς Λότον

Για τους αρχαίους Έλληνες η δικαιοσύνη ήταν τυφλή. Για τον Ουγκώ η δικαιοσύνη, εκτός από τυφλή, είναι και κουφή! Και δυστυχώς από το περιστατικό με τον Φώτη Δήμου, φαίνεται πως ακόμη και στις μέρες μας, η δικαιοσύνη παραμένει, αν όχι κουφή, τουλάχιστον βαρύκοη…

 
Η Μορίν Ο΄Χάρα παίζει στην ταινία του 1939 την Εσμεράλδα
(από το http://www.dvdbeaver.com/film/Reviews/hunchback_of_notre_dame.htm)

Ο Ουγκώ περιγράφει με μοναδικό τρόπο την αγάπη του Κουασιμόδου για τις καμπάνες του, μια αγάπη που φτάνει συχνά στα όρια του πρωτόγονου πάθους:  

…εκείνο που του έδινε λίγη ευτυχία ήταν οι καμπάνες. Τις αγαπούσε, τις χάιδευε, μιλούσε μαζί τους, τις κατανοούσε. Από τις μικρές καμπανούλες του καμπαναριού, πάνω από τη διασταύρωση, μέχρι τη χοντρή καμπάνα του πρόπυλου, ένιωθε για όλες την ίδια στοργή. (…)
Ωστόσο, ήταν αυτές οι ίδιες καμπάνες που τον είχαν κουφάνει. Όμως, είναι γνωστό πως οι μητέρες αγαπούν συνήθως περισσότερο το παιδί που τους έχει χαρίσει τις μεγαλύτερες πίκρες.
Η αλήθεια είναι ότι η φωνή τους ήταν η μοναδική φωνή που του ήταν δυνατό να ακούει ακόμη. Κι έτσι, η πιο μεγάλη καμπάνα ήταν και η πιο αγαπημένη του. Αυτή την προτιμούσε απ’ όλη εκείνη την οικογένεια των φωνακλάδικων κοριτσιών που αναπηδούσαν τριγύρω του τις γιορτινές μέρες. Τούτη η βαριά καμπάνα άκουγε στο όνομα Μαρία. Ήταν μόνη στον κάτω πύργο, μαζί με την αδελφή της, τη Ζακλίν, μια μικρότερη καμπάνα κλεισμένη σε ένα κλουβί μικρότερο από της πρώτης. (…) Ο Κουασιμόδος είχε, λοιπόν, δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του.
Αλλά η χοντρή Μαρία ήταν η ευνοούμενή του.
Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς την έκταση της χαράς του τις μέρες της μεγάλης καμπανοκρουσίας. Τη στιγμή που ο αρχιδιάκος τον άφηνε και του έλεγε: «Εμπρός, πήγαινε!», αυτός ανέβαινε την περιστροφική σκάλα του καμπαναριού πιο γρήγορα απ’ όσο θα την κατέβαινε κάποιος άλλος. Ορμούσε ξεφυσώντας από την τρεχάλα στον εναέριο θάλαμο όπου βρισκόταν η χοντρή, βαριά καμπάνα, και στεκόταν μια στιγμή να την κοιτάξει με ευλάβεια και αγάπη, Ύστερα άρχιζε να της μιλά γλυκά, να τη χαϊδεύει παντού, σαν ένα καλό άλογο που το ετοιμάζουμε για να κάνει μεγάλο δρόμο. Την παρηγορούσε για τον κόπο που την περίμενε. Ύστερα απ’ αυτά τα πρώτα χάδια φώναζε στους βοηθούς του, που ήταν στο κάτω πάτωμα του πύργου, να αρχίσουν. Και τότε αυτοί κρεμιούνταν από τα σχοινιά, το μάγκανο έτριζε και το γιγαντιαίο μεταλλικό κουδούνι λικνιζόταν αργά. (…)
Ξαφνικά η φρενίτιδα της καμπάνας τον συνέπαιρνε ολότελα. Το βλέμμα του γινόταν αλλόκοτο, περίμενε το πέρασμα της καμπάνας, σαν την αράχνη που καραδοκεί τη μύγα, και απότομα ριχνόταν με όλο του το σώμα πάνω της. Και τότε, κρεμασμένος πάνω από το βάραθρο, εκτοξευμένος στη φοβερή ταλάντωση της καμπάνας, γράπωνε το μπρούτζινο τέρας απ’ τα αυτιά, το καβαλίκευε σφιχτά με τα γόνατά του, το σπιρούνιζε με τις φτέρνες του και διπλασίαζε με όλη του την ορμή και με όλο το βάρος του κορμιού του την παραφορά της καμπάνας. Τότε ο πύργος τρανταζόταν ολόκληρος. Εκείνος ούρλιαζε και τα δόντια του έτριζαν, τα αγριοκόκκινα μαλλιά του ορθώνονταν, το στήθος του ξεφυσούσε δυνατά σαν φυσερό, τα μάτια του αστραποβολούσαν και η τερατώδης καμπάνα χρεμέτιζε ξεφυσώντας από κάτω του.

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη


Ο Λον Τσάνεϊ ως Κουασιμόδος σε μια παλαιότερη ταινία, του 1923.
Η φωτογραφία δείχνει μια ακόμα συγκινητική και ανθρώπινη σκηνή του βιβλίου. Ο Κουασιμόδος, μετά την ποινή της μαστίγωσης, αφήνεται στον τόπο του μαρτυρίου του να υποφέρει. Μάταια εκλιπαρεί για λίγο νερό. Κανείς δεν τον πλησιάζει, μέχρι που η Εσμεράλδα, αψηφώντας τις κραυγές και κοροϊδίες του κόσμου, του προσφέρει να πιει νερό από μια κανάτα.

Ύστερα από λίγα λεπτά ο Κουασιμόδος περιέφερε το γεμάτο αγωνία βλέμμα του στον κόσμο κι επανέλαβε με ακόμη πιο σπαρακτική κραυγή:
-Νερό!
Κι όλοι ξανάβαλαν  τα γέλια.
Τότε ο Ρομπέν Πουσπέν του πέταξε στα μούτρα ένα σφουγγάρι που το είχε μουσκέψει στο βούρκο.
-Πιες αυτό εδώ! φώναξε. Έλα, πιάσ’ το, βρομιάρη κουφέ! Στο χρωστάω.
Ταυτόχρονα μια γυναίκα του έριξε μια πέτρα που τον βρήκε στο κεφάλι.
-Άρπα την! Για να μάθεις να μας ξυπνάς τη νύχτα με τα αναθεματισμένα τα καμπανάκια σου, ούρλιαξε. (…)
-Νερό! επανέλαβε τρίτη φορά ο Κουασιμόδος ασθμαίνοντας.
Την ίδια στιγμή είδε το πλήθος να παραμερίζει. Μια κοπέλα με αλλόκοτη φορεσιά και με ένα ντέφι στο χέρι πρόβαλε μέσα από τον κόσμο. Τη συνόδευε ένα μικρό, κάτασπρο κατσικάκι με χρυσωμένα κερατάκια.
Το μοναδικό μάτι του Κουασιμόδου άστραψε. Είδε τη γυφτοπούλα που ο ίδιος είχε προσπαθήσει να απαγάγει την περασμένη νύχτα και που γι’ αυτήν είχε την αόριστη εντύπωση ότι τον τιμωρούσαν τώρα. Βέβαια, αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού η καταδίκη του οφειλόταν απλώς στην κακοτυχία του ότι αφενός ήταν κουφός και αφετέρου τον είχε δικάσει ένας κουφός. Όμως ήταν σίγουρος ότι το κορίτσι είχε έρθει για να τον εκδικηθεί με τη σειρά του και να του δώσει ένα ακόμη χτύπημα όπως όλοι οι άλλοι. (…)
Η κοπέλα πλησίασε αμίλητη τον κατάδικο, που στριφογύριζε μάταια για να της ξεφύγει, και τραβώντας ένα παγούρι από τη ζώνη της το έφερε απαλά στα κατάξερα χείλη του.
Και τότε, απ’ αυτό το ως τώρα ολόστεγνο και πυρωμένο μάτι είδαν ένα χοντρό δάκρυ να κυλά αργά σε όλο το κακάσχημο και παραμορφωμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό του. Ίσως ήταν το πρώτο δάκρυ που είχε χύσει ποτέ ο άμοιρος.
Παρ’ όλα αυτά ξεχνούσε να πιει. Η τσιγγανοπούλα έκανε πάλι τη γνωστή της γκριμάτσα και με ένα ανυπόμονο χαμόγελο ακούμπησε το στόμιο του παγουριού στα χείλη του Κουασιμόδου με τα σουβλόδοντα. Εκείνος ήπιε άπληστα, με ασίγαστη δίψα.

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη

 
Η Εσμεράλδα δίνει νερό στον Κουασιμόδο (από 4΄07΄΄ έως 7΄48΄΄)

Η Παναγία των Παρισίων, εκτός από ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, είναι μια συγκλονιστική καταγγελία της ανισότητας στην απονομή δικαιοσύνης, της κοινωνικής αδικίας, της υποκρισίας του εκκλησιαστικού κατεστημένου και βέβαια της θανατικής ποινής.
Είναι όμως και ένας ύμνος στην ανθρωπιά, στην καλοσύνη και στον έρωτα. Με λίγα λόγια, ένα σπουδαίο βιβλίο από ένα σπουδαίο συγγραφέα και άνθρωπο.

οι πλανόδιοι πωλητές της Πόλης

24/05/2011

Στην ανάρτηση για τη Λωξάντρα αναφέρθηκαν οι πλανόδιοι πωλητές της Κωνσταντινούπολης, για τους οποίους γίνεται εκτενής αναφορά στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Σούλας Μπόζη «Πολίτικη Κουζίνα».

Οι πλανόδιοι μπογατσατζήδες και οι πλανόδιοι τζιερτζήδες (αυτοί που πουλούσαν συκωταριές) ήταν πάντα Αλβανοί ή Ηπειρώτες.
Οι πλανόδιοι πωλητές τηγανητού συκωτιού ήταν συνήθως Ηπειρώτες, Σαφραμπολίτες, Καππαδόκες, Αλβανοί, Ρωμιοί και Αρμένιοι. Μέσα σε μια γυάλινη πιατέλα με καπάκι είχαν μπουκιές από τηγανητό συκώτι γαρνιρισμένες με ψιλοκομμένο μαϊντανό και κρεμμύδι (το αρναούτ-τζιερί). Στην άκρη της πιατέλας είχαν φασόλι πιάζ. Σε ένα καλάθι φύλαγαν τέταρτα από καρβέλι. Σύμφωνα με την παραγγελία, άνοιγαν το ψωμί στη μέση και το γέμιζαν, όπως το σάντουιτς.

Κάποιοι άλλοι πλανόδιοι πωλητές κουβαλούσαν μέσα σε πανέρια ή ταψιά (και πουλούσαν) λαδερά ντολμαδάκια γιαλαντζί, μύδια ή σκουμπριά γεμιστά, που τα έφτιαχναν οι ίδιοι.

Οι πλανόδιοι μπουρεκτζήδες και τυροπιτάδες κατάγονταν από τη Σαφράμπολη. Οι πλανόδιοι κανταϊφτζήδες ήταν από την ευρύτερη περιοχή της Κασταμονής.
Οι πλανόδιοι μάγειρες τηγανητής παλαμίδας είχαν τα στέκια τους σε βάρκες που στεγάζονταν στις δύο πλευρές της Γέφυρας του Γαλατά. Οι πλανόδιοι πωλητές τουρσιών κυκλοφορούσαν με τα βαρέλια στην πλάτη, κρατώντας στα χέρια άσπρα εμαγιέ δοχεία με λάχανο, αγγουράκι, ντομάτα, μελιτζανάκι και πιπεριές τουρσί. Οι πλανόδιοι πωλητές πιλαφιού γαρνιρισμένου με ρεβίθι, όπως και οι πλανόδιοι κεφτετζήδες, με τα τηγανητά κεφτεδάκια, εκτελούσαν χρέη υπαίθριου μαγειρείου στα εμπορικά κέντρα και στις λαϊκές αγορές.
Από τους πλανόδιους πωλητές είναι και ο γαλατάς με τα γυαλιστέρα «γκιούμια» του, ένα μεγάλο και ένα μικρό, που προμήθευε με γάλα τις νοικοκυρές. Ακολουθούσε ο μανάβης με το άλογο ή το γαϊδουράκι του φορτωμένο δεξιά-ζερβά με ποικιλία λαχανικών μέσα σε κοφίνια. Οι πλανόδιοι γιαουρτάδες τριγυρνούσαν τις γειτονιές κουδουνίζοντας ένα μικρό καμπανάκι, ενώ είχαν κρεμασμένα δύο τεράστια ταψιά με γιαούρτι Σηλυβρίας, μα παχύ καϊμάκι σ’ ένα κοντάρι περασμένο στους ώμους.
Οι πλανόδιοι ψωμάδες, Αρμένιοι οι περισσότεροι, πουλούσαν καρβέλια και άσπρες χάσικες φραντζόλες μέσα σε κοφίνια και αργότερα σε τσίγκινα ντουλάπια, φορτωμένα σε άλογα ή μουλάρια. Οι Χιώτες πλανόδιοι ψωμάδες, στις αρχές του 20ου αιώνα, πουλούσαν μικρές φραντζόλες μπίρας προς 20 παράδες.

 
Σερμπετζής στη γέφυρα του Γαλατά
(από το βιβλίο της Σούλας Μπόζη «Πολίτικη Κουζίνα»)

Αμέτρητοι πλανόδιοι πωλητές αλώνιζαν αδιάκοπα τις γειτονιές της Πόλης: οι χαλβατζήδες, οι στραγαλάδες, οι σερμπετζήδες, οι παγωτατζήδες (ντοντουρματζήδες), οι σαλεπιτζήδες, οι ασουρετζήδες, οι μποζατζήδες, οι σιρατζήδες, οι ματζουντζήδες (καραμελάδες), οι παγοπώλες, οι γιαουρτάδες, οι αυγουλάδες, οι καϊμακτζήδες, οι γαλατάδες, οι πωλητές φύλλου κρούστας, οι κουλουράδες, οι πωλητές βρασμένων καλαμποκιών, οι πλανόδιοι φρουτάδες και ζαρζαβατζήδες (λαχανοπώλες) με την πραμάτεια φορτωμένη σε άλογο ή γαϊδουράκι, οι ραδικούδες με ραδίκια, γούβες, ζοχούς, μολόχες, λάπατα, μαστίχες κ.ά.
Το Σεπτέμβρη εμφανίζονταν οι πωλητές σταφυλιών, φορτωμένοι με τεράστιες κούφες στολισμένες με κληματόφυλλα, διαλαλώντας τα αρωματικά ροζακιά, τα τσαούσια και τα γιαπιντζάκια. Το καλοκαίρι, ίσως οι ίδιοι πωλητές, κουβαλώντας ξύλινες ολοστρόγγυλες τάβλες στολισμένες με αμπελόφυλλα, διαλαλούσαν τα μελάτα σύκα από τα Καβάκια του Βοσπόρου ή τα μελένια μαύρα και άσπρα μούρα, προσελκύοντας γύρω τους ένα σμήνος από μέλισσες.
Γραφικό θέαμα παρουσίαζαν αυτοί που πουλούσαν σάλιαγκες, αραδιασμένους σε ξύλινους ταβλάδες, καθώς προσπαθούσαν κάθε τόσο να περιμαζέψουν τους… δραπέτες.

Ανάμεσα στις αξέχαστες παιδικές μνήμες της δεκαετίας του 1950 είναι και κάποιοι άλλοι πωλητές που την άνοιξη –το Μάη- περνούσαν από τις γειτονιές του Πέραν, κρατώντας πανέρια, όπου φύλαγαν, μέσα σε καρό πετσέτες, τα ευωδιαστά τριαντάφυλλα. Θυμάμαι την ανησυχία της μητέρας μη τυχόν και προσπεράσουν. Αν είναι δυνατόν να μην προλάβει να φτιάξει και φέτος τριαντάφυλλο γλυκό του κουταλιού, στο χρώμα του ρουμπινιού! Έπειτα ακολουθούσαν οι πωλητές με τα καλάθια γεμάτα πράσινα άγουρα συκαλάκια, τα οποία αγόραζαν ανά εκατό –αυτή ήταν η δόση για ένα κιλό ζάχαρη- οι επιτήδειες Πολίτισσες. Και πάνω απ’ όλα η μοσχομυρωδάτη μεγαρευμιώτικη φράουλα μέσα σε ειδικά καλαθάκια, μακρόστενα με ψηλό χεράκι. Αυτή τη φράουλα την περίμεναν πώς και πώς οι νοικοκυρές, μα και ολόκληρη η οικογένεια.
Παραλίγο να ξεχάσουμε το βύσσινο –«το αφιλότιμο, με το που φαίνεται, χάνεται»- για το γλυκό του κουταλιού, τη δροσιστική βυσσινάδα για τα καλοκαιρινά απογεύματα και το σπιτικό λικέρ με κανέλα και γαρίφαλα για τις χειμωνιάτικες βεγγέρες.

αποσπάσματα από το βιβλίο της ΣΟΥΛΑΣ ΜΠΟΖΗ «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ»
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Το βιβλίο περιέχει και άλλα ενδιαφέροντα κεφάλαια που αναφέρονται στη σπιτική πολίτικη κουζίνα, στα γιορτινά έθιμα, στα σαρακοστιανά εδέσματα, σε ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές συνήθειες, στα ελληνικά εστιατόρια της Πόλης, στα καφενεία, στις γειτονιές της Πόλης, στη ζαχαροπλαστική, στα πανηγύρια και σε άλλα πολλά, που κάνουν το βιβλίο όχι ένα ακόμα βιβλίο μαγειρικής μα κυριολεκτικά μια εγκυκλοπαίδεια της καθημερινής ζωής του χαμένου ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης!

Και, βέβαια, αφού μιλάμε για τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, δε γίνεται να μην αναφέρουμε τη συγκλονιστική αφήγηση της Ιωάννας Τσάτσου, που μέσα σε λίγες γραμμές καταφέρνει να περιγράψει είκοσι χρόνια διώξεων των Ελλήνων της Πόλης:

“Τώρα φυλάγω κόκκαλα” από την Ι. Τσάτσου

Η Ιωάννα Τσάτσου θυμάται δύο επισκέψεις της στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη:

Το 1951 οι Έλληνες της Πόλης είχαν καλέσει τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να μιλήσει στην ελληνική παροικία, με θέμα “ο χώρος του Παλαμά”. Μας δέχτηκε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με ενθουσιασμό και αισιοδοξία. “Πόσους ορθόδοξους αριθμεί το ποίμνιό σας, Παναγιώτατε;” ρώτησα δειλά. “Σύντομα, παιδί μου, θα είναι τριακόσιες χιλιάδες. Αυτό είναι η φιλοδοξία μου”. Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην Πόλη, ευτυχώς πολυήμερο. Κάθε πρωί πήγαινα στην Αγιά Σοφιά. Το 1972 ήμουν πάλι στην Πόλη για δύο μέρες. Ήθελα να δω τον Αθηναγόρα. Γνώριζα πως ήταν φαρμακωμένος και οι έγνοιες του πολλές. Και του έκανα πάλι την ίδια ερώτηση. “Πόσους ορθόδοξους, Παναγιώτατε, έχετε τώρα στη Βασιλεύουσα;”. “Αμέτρητους, παιδί μου”, απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο, “τώρα φυλάγω κόκκαλα”.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να συμπεριλάβουμε και κάτι ακόμα: το πικρό παράπονο του Πέτρου Μάρκαρη σχετικά με την ονομασία της Πόλης:

 

Φτάνει να μην είναι Ισταμπούλ ή Κωνσταντινούπολη

Η κοινωνία που περιγράφει η Μαρία Ιορδανίδου δεν υπάρχει πια. Σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, που κοντεύουμε να ακυρώσουμε και αυτό ακόμα το όνομα της Πόλης. Θα σας πω αμέσως τι εννοώ. Πέρσι πήγα να βγάλω καινούριο διαβατήριο. Στο τετραγωνάκι της αίτησης για τον τόπο γέννησης έγραψα «Ισταμπούλ». Αυτό γράφω πάντα, επειδή έτσι λέγεται πια επίσημα η Πόλη, είτε μας αρέσει είτε όχι. Η υπάλληλος που πήρε την αίτησή μου μου είπε: «Δεν μπορείτε να γράψετε Ισταμπούλ, εμείς δεν δεχόμαστε αυτή την ονομασία». «Θέλετε να γράψω Κωνσταντινούπολη;» τη ρώτησα. «Όχι, γιατί Κωνσταντινούπολη δεν το δέχονται οι Τούρκοι». «Και τι θέλετε να γράψω;» φώναξα αγανακτισμένος. Γύρισε και με κοίταξε με το χαρακτηριστικό, βαριεστημένο βλέμμα της δημόσιας υπαλλήλου. «Γράψτε ό,τι θέλετε», μου είπε. «Φτάνει να μην είναι Ισταμπούλ ή Κωνσταντινούπολη».
Αυτή είναι η ακύρωση της ίδιας της Πόλης, δεν μπορείς πια να γράψεις ούτε το όνομά της. Τουλάχιστον υπάρχουν, και χαίρομαι που υπάρχουν, τα βιβλία της Μαρίας Ιορδανίδου και η ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, για να μας θυμίζουν ότι ο χώρος αυτός υπήρξε και αγαπήθηκε πολύ.

ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ «Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΩΞΑΝΤΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ»
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1764

Έχω την τιμή να δουλεύω σε ένα δημοτικό σχολείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο πριν από δύο χρόνια αδελφοποιήθηκε με ένα από τα παλαιότερα ελληνικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης, το ιστορικό Ζάππειο και βλέπω, στα έγγραφα της αλληλογραφίας που ανταλλάσσουν τα δύο σχολεία, πως οι άνθρωποι του Ζαππείου έχουν βρει μια μέση λύση στο θέμα της ονομασίας της Κωνσταντινούπολης: την αναφέρουν ως «Πόλη».

Απόφοιτη του Ζαππείου -τότε Παρθεναγωγείου- ήταν και η Ελένη Χαλκούση που, στο βιβλίο της «Πόλη, αγάπη μου», διηγείται τι συνέβη στην Κωνσταντινούπολη, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, που βρήκε τους Τούρκους στο πλευρό των ηττημένων.

Στη χώρα των Παλαιολόγων

Και μια μέρα έρχεται η μεγάλη είδηση: 11 Νοεμβρίου 1918! ΑΝΑΚΩΧΗ!
Φεύγουν τα σουβλερά κράνη και οι δρόμοι στις πόλεις γεμίζουν από Γάλλους με Berets Basques και ροδοκόκκινα Εγγλεζάκια.
Τι λέω!
Σε λίγο, στη Μεγάλη οδό του Πέραν (το σημερινό Istiklar Djadessi) εκεί που ο δρόμος στενεύει αντίκρυ στο «σοκάκι» που βρίσκεται η Αγία Τριάδα και το Ζάππειο, πριν βγεις στην πλατεία του Ταξίμ, δυο λεβέντες Κρητικοί με τα στιβάλια και τις βράκες τους, θα φυλάνε την είσοδο της Ελληνικής Αρμοστείας, όπου μια ολομέταξη Ελληνική σημαία κρέμεται από τον τέταρτο όροφο ως κάτω στο πεζοδρόμιο!
Στην υποστολή της καντήλια ανάβουν στις βιτρίνες με την εικόνα του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο κόσμος σταυροκοπιέται γονατιστός και η κυκλοφορία σταματά επί μισή ώρα, μπρος στα κατάπληκτα μάτια των Συμμάχων.
Ο «Αβέρωφ» φουντάρει στα νερά της Προποντίδας, γεύματα και δεξιώσεις δίνονται, κόσμος πολύς πήγε και, ίσως, πρώτες και καλύτερες οι κοπέλες που φοιτούσαν στο Γερμανικό σχολείο.
Γιορτές και ανθεστήρια οργανώνονται στον κήπο του Ταξιμιού, για πρώτη φορά ευζωνάκια ψήνουν κοκορέτσι και οβελία στη χώρα των Παλαιολόγων και των Κομνηνών, και μεις που χρόνια μας νανούρισε ένα όνειρο και μας έθρεψε μια πίστη λέμε πως ήρθε η ώρα η ευλογημένη.
Ξαναγυρίζουμε στο οικοτροφείο, στις τάξεις και στους κοιτώνες, στις μεγαλοπρεπείς του αίθουσες δεξιωνόμαστε τον «δαφνοστεφή στρατηγό» Παρασκευόπουλο, μας το ανταποδίδει με πρόσκληση στο ξενοδοχείο Πέρα – Παλάς.
Και μας φαίνεται απίστευτο ότι η Ελληνική στρατιωτική μπάντα με διευθυντής ορχήστρας το Μανώλη Καλομοίρη και τενόρο τον Πέτρο Επιτροπάκη, βροντοφωνεί τα τραγούδια που περισώθηκαν ψιθυριστά από μάνα σε παιδί.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΛΚΟΥΣΗ «ΠΟΛΗ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 

 

 

 

γλυκό του κουταλιού

20/05/2011

Ο Ζακ Λακαριέρ (1926-2005) ήταν συγγραφέας, δοκιμιογράφος και στοχαστής που αγάπησε με πάθος την Ελλάδα. Το βιβλίο του «Ελληνικό Καλοκαίρι» (1976), θεωρείται από τα καλύτερα που γράφτηκαν για την Ελλάδα στο εξωτερικό. Μετά το θάνατό του, το 2005, η σορός του αποτεφρώθηκε και η στάχτη του σκορπίστηκε στη θάλασσα στα ανοιχτά των Σπετσών, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Στο βιβλίο του «Ερωτικό Λεξικό της Ελλάδας» ο Λακαριέρ μιλάει για όλα όσα αγαπάει από την Ελλάδα: από το Σολωμό, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Γκάτσο, τον Καζαντζάκη μέχρι την ελληνική γλώσσα, τα δελφίνια, το κυπαρίσσι, το ζεϊμπέκικο ή το γλυκό του κουταλιού.
Στην εισαγωγή του βιβλίου γράφει ο Βασίλης Βασιλικός για το μεγάλο επίτευγμα του Λεξικού: «Στον δύσπιστο ξένο, που αναρωτιέται τι σχέση έχει η αρχαία με τη νέα Ελλάδα, στις άδικες περιγραφές των περιηγητών του 19ου αιώνα που τόνιζαν αυτό το χάσμα, ο Λακαριέρ έρχεται να δώσει τη δική του ερμηνεία, αφού αποδεικνύει, με τον πιο έξυπνο τρόπο, πως τέτοιο χάσμα δεν υπήρξε ποτέ».
Και αν αναρωτιέστε με ποιον τρόπο τα καταφέρνει ο Λακαριέρ, διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα.

ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ
Παλαιά ελληνική παράδοση που ελπίζω να μην έχει τελείως χαθεί: προσφέρουν στον επισκέπτη, είτε τον περίμεναν είτε όχι, τόσο στα καλά σπίτια όσο και στα πιο ταπεινά καλυβάκια, ένα γλυκό, ένα γλύκισμα φτιαγμένο από την κυρία του σπιτιού, συνήθως από σταφύλι, σύκο ή περγαμόντο. Το σερβίρουν πάνω σ’ ένα δίσκο μαζί με ένα μεγάλο ποτήρι νερό και ένα κουταλάκι, απ’ όπου πήρε και τ’ όνομά του: γλυκό του κουταλιού. Τίποτα το ιδιαίτερο ή το εξωτικό σ’ αυτό, έξω από το γεγονός ότι αυτό το τυπικό του καλωσορίσματος συνοδεύεται πάντα από ένα πλατύ χαμόγελο της οικοδέσποινας. Θα πρέπει να κατανάλωσα δεκάδες επί δεκάδων τέτοια «γλυκάκια του κουταλιού» στην Ελλάδα μέσα σε όλα τούτα τα χρόνια, δε μου μένει όμως τόσο η ελαφρά πικρή γεύση του νεραντζιού ή του σιροπιού από το συκαλάκι, όσο η ανάμνηση από εκείνες τις δεκάδες επί δεκάδων τα χαμόγελα, ορισμένα από τα οποία θα μπορούσαν να συναγωνισθούν με εκείνο της Κόρης της Ακρόπολης.

ΖΑΚ ΛΑΚΑΡΙΕΡ «ΕΡΩΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»
Εκδόσεις ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ


Κόρη από την Ακρόπολη
από το http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/AR/Kore%20682.htm

η Λωξάντρα και η μαγειρική (ε)

17/05/2011

Επιστρέφουμε στην επικαιρότητα. Όχι στην επικαιρότητα που έχει να κάνει με το μνημόνιο, τη φοβερή δολοφονία στο κέντρο της Αθήνας ή τη σύλληψη του Στρος Καν, αλλά σε μια άλλη επικαιρότητα, αυτή που θέλει να μας υπενθυμίζει πως είμαστε ακόμη άνθρωποι κι έχουμε ανάγκη να διαβάζουμε καλά βιβλία, να ακούμε καλό ραδιόφωνο ή να βλέπουμε καλό θέατρο, όπως τη θεατρική παράσταση «Λωξάντρα» που, από ό,τι μαθαίνω, είχε μεγάλη επιτυχία και στην Αθήνα.
Η σημερινή ανάρτηση περιέχει δύο νέα κείμενα που πλαισιώνουν όσα είχαν αναρτηθεί παλαιότερα.

 .

Βάλε μπόλικο κρεμμύδι στο γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις το ντολμά νόστιμο, όμως ρίξε μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 
Η Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989) ήταν 66 χρονών όταν έγραψε το πρώτο της βιβλίο, τη Λωξάντρα. Στη συνέχεια έγραψε τρία ακόμη βιβλία.

“Δημήτρη, τα πούλησα όλα!”

Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει πως ξεκίνησε να γράφει η Μαρία Ιορδανίδου:

 Συχνά μας έλεγε ιστορίες της Πόλης σκιαγραφώντας τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα.
-Μαρίκα, δεν κάθεσαι να τα γράψεις όλ’ αυτά που μας ανιστοράς, της έλεγα.
-Λωλάθηκες! μου αποκρινόταν. Εγώ το μόνο που έμαθα να κάνω είναι να γράφω αιτήσεις.
-Γράψε τα όπως τα λες, κι αυτό φτάνει.
Η Μαρίκα τίποτα. Αμετάπειστη! Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο.
-Δημήτρη, έγραψα τη Λωξάντρα.
-Τι;
-Να, τα όσα σου ανιστορούσα για την Πόλη.
-Μπράβο, Μαρίκα.
Τι μπράβο κάθεσαι και μου λες. Κανείς εκδότης δεν το βγάζει.
-Να το τυπώσεις μόνη σου.
-Και πού θα βρεθούν τα λεφτά;
-Να δανειστείς.
Έπειτα από κάμποσο καιρό έρχεται η Μαρίκα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ήταν η Λωξάντρα. Το διάβασα και συναρπάστηκα. Η αφήγησή της ή, πιο σωστά, ο τρόπος που ζωντάνευε τα περασμένα, ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου.
Ύστερα από δυο μήνες, η Μαρίκα μου τηλεφωνά.
-Πούλησα 200 βιβλία. Έβγαλα τα μισά μου έξοδα.
-Θα τα πουλήσεις όλα, Μαρίκα.
-Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί.
Πέρασαν ακόμη λίγοι μήνες και με παίρνει στο τηλέφωνο.
-Δημήτρη, τα πούλησα όλα!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Το λάδι μην το λυπάσαι στο λαδερό γιατί η λαϊκή παροιμία λέει: «Φάε λάδι κι έλα βράδυ». Κάθε λαχανικό στην εποχή του είναι και πιο ωραίο και πιο φτηνό, τι να την κάνεις την κονσέρβα;

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 
Η Μπέτυ Βαλάση ως Λωξάντρα στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ  (1980)
η φωτογραφία είναι από τη Βικιπαίδεια

Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται. Και όλη την ώρα δοκιμάζει το φαϊ στ’ αλάτι του. Τρώει εκείνη, δίνει και στον Ταρνανά.
-Διες και συ, πώς σε φαίνεται στ’ αλάτι του;
-Μμμμ… δυσκολεύεται να απαντήσει ο Ταρνανάς, πρέπει να ξαναδοκιμάσει.
Η Σουλτάνα, η υπηρέτρια, πατάει τις φωνές:
-Καλέ κυρία, αύριο θα μεταλάβετε, κοτόπουλο τρώτε;
-Ποιος έφαε, μωρή, κοτόπουλο;
Το φαΐ δοκίμασε η γυναίκα στ’ αλάτι του.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

“Οι σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων στην Πόλη”

Με την άνω τάξη -των Τούρκων- κανένα πάρε δώσε. Ποτέ Ρωμιός δεν πατούσε το πόδι του σε τούρκικο σπίτι, ποτέ Τούρκος δεν έμπαινε στο δικό μας. Ούτε αυτοί οι πλανόδιοι… Δεν έμπαιναν μές στο σπίτι, ποτέ. Στο κατώφλι ήταν οι αγάπες όλες. Η γιαγιά μου έψηνε το πρωί καφεδάκι, κάθονταν στο κατώφλι της. Και κάθονταν κι ο μπεχτσής, ο νυχτοφύλακας.
-Έλα δω, μπρε Αχμέτ, τα ‘μαθες τα νέα; (ο μπεχτσής καταλάβαινε ελληνικά κι η γιαγιά μου καταλάβαινε τούρκικα) Σφαή πάλι… Σφαή πάλι στα Άδανα, κακό χρόνο να ‘χουνε τα βρωμόσκυλα…
-Βαχ, βαχ, έλεγε αυτός.
Τώρα ποιοι είναι τα βρωμόσκυλα δεν ήξερε.
-Πάλι σφάξαν, σηκώθηκαν και σφάξαν.
Ποιοι ήταν αυτοί;
Για τους Ρωμιούς της Πόλης οι Τούρκοι ήτανε ένα πράγμα ακαθόριστο… ένα πράγμα σα να λέμε… χολέρα, πλημμύρα, σεισμός… ένα τέτοιο πράγμα, οι Τούρκοι γενικά. Αλλά ειδικά ο Μεχμέτ, ο Αλής, ο Χασάν που ήταν δίπλα τους, τι σχέση είχαν με αυτά τα πράματα, αυτοί ήταν αγαπημένοι μεταξύ τους. Κατάλαβες πώς ήταν οι σχέσεις;

από αφήγηση της Μαρίας Ιορδανίδου στην εκπομπή της ΕΡΤ «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ»

-Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός! Σήμερα τι να ψήσω!
Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει. Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά, ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι…

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

  Ο Αλμπέρτο Εσκενάζι έπαιζε στη Λωξάντρα το ρόλο του Γιωργάκη

Να φας μύδια τσακιστά απ’ της Λωξάντρας το χέρι και να πεθάνεις. Να φας χουνκιάρ – μπεγιεντί και γιαουρτλού κεμπάμπ, και κρεατερά ντολμαδάκια τυλιγμένα όχι σε κληματόφυλλα, που το χειμώνα δεν υπάρχουνε, αλλά σε φύλλα πουράντζας, που λιώνει στο στόμα (είναι και εφιδρωτικά και διουρητικά). Να φας χτένια ψημένα μέσα στο καύκαλό τους πάνω σε χόβολη και να πεθάνεις. Να πεθάνεις και να ξαναζωντανέψεις για να ξαναφάς.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

“Δεν έπαιρνε κόλλυβο μαζί της”

Η Λωξάντρα όταν πήγαινε στο νεκροταφείο και ήθελε να επικοινωνήσει, να μνημονεύσει τους νεκρούς της δεν έπαιρνε κόλλυβο μαζί της. Έπαιρνε το καλαθάκι της με το κολατσό της. Και το κολατσό συνήθως ήταν πράματα που αγαπούσαν οι νεκροί της. Η γιαγιά της έφτιαχνε ωραίους γιαλαντζί ντολμάδες. Έπαιρνε λίγους γιαλαντζί ντολμάδες. Η μάνα της αγαπούσε τις τσακιστές ελιές. Ο αδελφός της τον παστουρμά. Τα ‘παιρνε αυτά, πήγαινε, κάθονταν στον τάφο τους, έτρωγε σιγά σιγά και τους μνημόνευε. «Θεός σχωρέσ’ την ψυχή σου, μανούλα μου», έλεγε «που αγαπούσες  τις τσακιστές ελιές».
Ένα είδος περίεργο, ένα μνημόσυνο που θα έκανε μια γυναίκα στην εποχή του Περικλή, αρχαϊκού, παγανιστικού, ένα τέτοιο περίεργο πράγμα

από αφήγηση της Μαρίας Ιορδανίδου στην εκπομπή της ΕΡΤ «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ»

“Η Λωξάντρα στο νεκροταφείο”

Ανοίγει η Λωξάντρα το καλαθάκι της και βγάζει ένα γιαλαντζί – ντολμά. Κοιτάζει ένα γύρο… Μια γυναίκα είναι γονατισμένη στο παραπέρα μνήμα και ανάβει κερί. Δυο άλλες παραπέρα κλαίνε, δεν την κοιτάζουνε. Χώνει μάνι – μάνι στο στόμα της το ντολμά. Σε λίγο σκύβει και μπουκώνει στο στόμα της άλλους δυο ντολμάδες, και ένα κομμάτι ψωμί, και ένα ραπανάκι.
-Μμ… ωραίοι γίνανε οι ντολμάδες!
Θεός σχωρέσ’ τηνα τη γιαγιά, που έβαζε δυόσμο στους γιαλαντζί – ντολμάδες! Χώνει στο στόμα της μια τσακιστή ελιά και αναστενάζει κοιτάζοντας τον ουρανό. Και άξαφνα βλέπει τη μητέρα της. Και δίπλα στη μητέρα στέκεται ο Νικολός που αγαπούσε τις τσακιστές ελιές. Θεός σχωρέσ’ τονα το Νικολό!
Τελειώσαν οι ντολμάδες. Τελειώσαν οι τσακιστές ελιές. Από το βάθος του νεκροταφείου ακούστηκε ψαλμωδία.
«Μνημόσυνο θα έχουνε» συλλογίζεται η Λωξάντρα δαγκάνοντας ένα κομμάτι παστουρμά. «Κακόν καιρό νάχεις, Ταρνανά, χοντρό τον έκοψες τον παστουρμά!»

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ


Ο Αλέκος Μαυρίδης είχε ερμηνεύσει με μεγάλη επιτυχία το ρόλο του Ταρνανά στην τηλεοπτική σειρά του 1980

Αθάνατη κυρα-Μαρία Λωξάντρα! 

Τον Ιανουάριο του 1985 μαθαίνω ότι είναι άρρωστη. Πηγαίνω να την ιδώ.
Τη βρίσκω στο μικρό διαμέρισμά της στη Νέα Σμύρνη, όπου ζούσε με την κόρη της τη Νέλλη, αποστεωμένη, ανήμπορη ακόμα και να σηκωθεί, ν’ ακούσει, να μιλήσει.
– Εγώ τώρα αποχαιρετάω, λέει κάποια στιγμή.
– Τι αποχαιρετάτε;
– Τα χρόνια που έφυγαν. Ξέρεις πόσο γρήγορα φεύγει ο χρόνος όταν γερνάς και πώς φαίνεται; Πώς ήμουν πριν δύο χρόνια και πώς είμαι τώρα… Δεν μπορώ να γράψω ούτε με μαρκαδόρο… Εσένα τώρα ούτε που σε βλέπω… σαν σκιά… Και όσο πάω ακούω και πιο λίγο…
(…)
– Για πείτε μου τώρα, πώς περνάτε την ημέρα σας;
– Σφαλώ τα μάτια και πηγαίνω πίσω και ζω… Θυμούμαι τις παλιές ζωές -γιατί έχω περάσει πολλές ζωές- και ξαφνικά μια απ’ αυτές έρχεται μόνη της. Μια είμαι μωρό παιδί στα Ταταύλα, μια είμαι κοπέλα στη Ρωσία… Ζωή μια φορά…
– Πονάτε από τίποτα, υποφέρετε;
– Δεν πονώ, αλλά υποφέρω πολύ… Αυτό που μου λες, τι κάνω, τι ονειρεύομαι… Φαγιά ονειρεύομαι… Σκέφτομαι εδώ ότι τρώγω ρούσικα φαγητά, δικά μας, πολίτικα…
– Τελικά τι τρώτε;
– Λίγα, γιατί δεν έχω δόντια και δεν μπορώ να μασήξω…
Νομίζω πως την έχω κουράσει:
– Δεν θέλω να σας ταλαιπωρήσω περισσότερο. Ηρθα να ιδώ πώς είστε και χάρηκα που σας βρήκα καλά.
– Κι ώσπου να τα γράψεις δεν θα είμαι!
– Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε για κανέναν.
Γελάει. Κάνω να φύγω.
– Τι φαγητό σε περιμένει στο σπίτι σου, ρωτάει.
– Νομίζω φασολάδα.
– Αλήθεια λες; Δύο φορές την εβδομάδα την έκανα όταν ήμουν καλά. Φάγε λίγη και για μένα!
Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα -τον Νοέμβριο του 1989, σε ηλικία ενενήντα δύο ετών, αφού αργά αλλά σταθερά έχανε τις δυνάμεις που της είχαν απομείνει.
«Αθάνατη κυρα-Μαρία Λωξάντρα!» τελείωνα το αποχαιρετιστήριο κομμάτι που της έγραψα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΩΝΗΣ
απόσπασμα από άρθρο του στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 4/1/2003

.

Κοιτάζει η Λωξάντρα τη θάλασσα και η καρδιά της σκιρτά.
-Χαρίκλεια. Εμένα διες. Νοτιά φυσά σήμερα. Σαρδέλα πολλή θα πέσει. Να πάρεις να την κάνεις στη σχάρα. Άμα, να την τυλίξεις σε κληματόφυλλα. Λαδώνεις καλά – καλά το κληματόφυλλο, τυλίζεις μέσα τη σαρδέλα και τη βάζεις στη σχάρα. Να φας και τι να φας… Μμμμμ…!

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

.

Ήθελα να γνωρίσω τη Λωξάντρα

Για μένα, η Μαρία Ιορδανίδου, όπως απέδειξε όχι μόνο με τη Λωξάντρα αλλά και με τα βιβλία που έγραψε στη συνέχεια, είχε πετύχει αυτό ακριβώς: να χωρέσει με θαυμαστό τρόπο στους μικρούς χαρτόδετους τόμους της «Εστίας» τη ζωή, το ήθος εκείνου του ελληνισμού και τη διαδρομή του από την υπέρλαμπρη αυτοκρατορική Πόλη ως τα στενόχωρα διαμερίσματα των πολυκατοικιών του Παλαιού Φαλήρου, της Καλλιθέας και της Νέας Σμύρνης.

Το βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου μέσα στην απλότητά του έχει διάφορα επίπεδα και μυστικές σημασίες. Μια απ’ αυτές είναι και η συμπάθεια προς τον απλό Τούρκο. «Αδικιωρισμένος» ο Σουλτάνος, φίλος της ο μπεχτσής, που τον περίμενε να του δώσει ένα ζεστό, όταν τελείωνε την ολονύχτια βάρδια του.

Εκείνη που θα ήθελα να γνωρίσω ήταν η ίδια η Λωξάντρα. Θα ήθελα να διασχίσω την αυλή της με το πλατάνι, να μπω στο σπίτι της, που μοσχοβολάει πάστρα, να ρίξω κλεφτά μια ματιά στην κουζίνα της. (Τέτοια ώρα κι ακόμα ξεπουπουλιάζει τα κοτόπουλα ο Ταρνανάς!…) Ύστερα να καθίσω δίπλα της, στο μιντέρι στο χαμηλό ονταδάκι. Κι εκεί δε θα ήθελα να τη ρωτήσω τι γνώμη έχει για το τάδε και το δείνα, όπως κάνουμε εμείς οι δημοσιογράφοι, ούτε για αυτά τα τραγικά του τελευταίου καιρού που έπληξαν την Πόλη για μια ακόμη φορά στην ιστορία της. Θα ήθελα να ανοίξουμε μαζί τον μπόγο της με τα κουρέλια και να αρχίσουμε να τα κοιτάζουμε ένα ένα: τις βατίστες από τις νυχτικές που φορούσε κουκουλωμένη στο πουπουλένιο πάπλωμά της, δίπλα στον Δημητρό που κοιμόταν σαν παιδάκι τις μαλακές φανελίτσες, αποκόμματα από μωρουδιακά εμπριμέ τσιτάκια από καλοκαιρινά φορέματα… Και εκείνο το γυαλιστερό μπροκάρ, τη μελιτζανιά στόφα από το φόρεμα που είχε ράψει για κάποιο γάμο. «Από πότε ήταν αυτό, κυρα-Λωξάντρα;» «Από πότε για;» Από πότε;

αποσπάσματα από κείμενο της Μαρίας Καραβία που δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1764

Το αυγουστιάτικο παπάκι τρώγεται ωραία με τη μπάμια. Είναι αμαρτία να περάσει ο Αύγουστος και να μη φας παπάκι με τη μπάμια.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

διαβολική ιδιοφυΐα

14/05/2011

Γνώρισα το έργο του Μικελάντζελο Μερίζι, περισσότερο γνωστού ως Καραβάτζιο ή Καραβάτζο (1571-1610), προετοιμάζοντας τις αναρτήσεις για τα «Πάθη του Χριστού». Οι αριστουργηματικοί του πίνακες μα και ο ιδιόρρυθμος και αυτοκαταστροφικός του χαρακτήρας με οδήγησαν στη σκέψη πως για μια πλήρη γνωριμία με τον Καραβάτζιο απαιτείται μια ανάρτηση αποκλειστικά αφιερωμένη σ’ αυτόν.

Τα λίγα χρόνια που έζησε είναι γιομάτα περιπέτειες. Τις νύχτες τις περνάει στις κακόφημες ταβέρνες, συντροφιά με τους απόκληρους της ζωής ή με τα «καλά κορίτσια». Μέθυσος και οξύθυμος, καταντάει ακόμα και δολοφόνος. Όλα αυτά όμως δεν μειώνουν την αξία του έργου του, και την πρωτεύουσα θέση που κατέχει σα δημιουργός μιας καινούριας ευαισθησίας που οι απηχήσεις της φτάνουν ως τις αρχές του αιώνα μας.

Το «Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου», ένα από τα αριστουργήματά του, πραγματοποιημένο στα 20 του χρόνια, δίνει όλο το μέτρο της ιδιοφυΐας του. Ο γερός ρεαλισμός στην απόδοση του θέματος –μοιάζει περισσότερο σε δολοφονία μέσα σε κακόφημη ταβέρνα, παρά σε ιερή σκηνή-, η τεχνική των βίαιων αντιθέσεων φωτός και σκιάς που αποδίδει με τόσον εύγλωττο τρόπο την τραγική ατμόσφαιρα, (…) δείχνουν πόσο πρωτοπόρος στάθηκε στις συλλήψεις του.

ΤΩΝΗΣ ΣΠΗΤΕΡΗΣ
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 28/3/1965


Καραβάτζιο: «Το Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου»
από το http://www.friendsofart.net/en/art/caravaggio/the-martyrdom-of-st-matthew-1

Ο Μικελάντζελο Μερίζι από το Καραβάτζιο αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία της τέχνης. Είναι ο μεγάλος καλλιτέχνης που στα 41 μόλις χρόνια της ζωής του κατάφερε να επηρεάσει όσοι λίγοι την τέχνη του καιρού του, να τον θαυμάσουν, να τον μιμηθούν, μα και να τον φθονήσουν και να τον καταδιώξουν. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του, μετά τις μεγάλες δόξες, τα πέρασε φυγάς, μετά ένα φόνο που διέπραξε. Φύση θυελλώδης και ριζοσπαστική, νατουραλιστής μα και θρησκευτικός ζωγράφος, εξέφρασε την εποχή της Αντιμεταρρύθμισης με τη μεγαλύτερη ίσως δύναμη και αυθεντικότητα από οποιονδήποτε σύγχρονό του, και χαρακτηρίστηκε ήδη όσο ζούσε «διαβολική ιδιοφυΐα».

Ν. Γ. Ξυδάκης
από το
http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathfiles_1_13/06/2006_156222

 

…ο Καραβάτζο, πνεύμα «πιο ταραγμένο κι από τη θάλασσα της Μεσσήνης με τα μανιασμένα ρεύματα, που πότε σηκώνεται ψηλά και πότε πέφτει», μπήκε στο ναό της Μαντόνα ντελ Πιλέρο. Του πρόσφεραν αγιασμένο νερό για να αποπλύνει τις μικροαμαρτίες του, οπότε εκείνος αποκρίθηκε: «Τι να το κάνω; Αφού όλες μου οι αμαρτίες είναι θανάσιμες».

από το βιβλίο της ΕΛΕΝ ΛΑΝΓΚΤΟΝ «ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ»
Μετάφραση Σ. Τσούγκος
Εκδόσεις ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Πίνακες του Καραβάτζιο που ξεσήκωσαν αντιδράσεις:


από το http://en.wikipedia.org/wiki/Death_of_the_Virgin_(Caravaggio)
Στην «Κοίμηση της Παρθένου», απεικόνισε την Παναγία ζωγραφίζοντας το πρόσωπο μιας πόρνης που μάλιστα ήταν και ερωμένη του!

  
Στον πίνακα «Η ανάπαυση κατά τη φυγή στην Αίγυπτο», ζωγράφισε την Παναγία με μαλλιά σε έντονο κόκκινο χρώμα, σε αντιδιαστολή με τα ξανθά μαλλιά του Χριστού.


Ο πίνακας «Η Παναγία με το φίδι» θεωρήθηκε ιερόσυλος και ασεβής. Η Παναγία έμοιαζε με κοινή θνητή, η αγία Άννα με άσχημη και γερασμένη γυναίκα, ο δε Χριστός ήταν εντελώς γυμνός αν και δε βρισκόταν σε βρεφική ηλικία. Το έργο φυσικά απορρίφθηκε, στερώντας από τον Καραβάτζιο την ευκαιρία να λάβει επίσημη αναγνώριση ως ζωγράφος.

από τη Βικιπαίδεια


Στον πίνακα «Ο Άγιος Ματθαίος και ο άγγελος», ο Ματθαίος απεικονίζεται όχι ως ευσεβής πατέρας αλλά ως κοινός αγρότης ή εργάτης – και μάλιστα με μια δόση αφέλειας ή βλακείας – ενώ ο άγγελος του σπρώχνει το χέρι για να γράψει το Ευαγγέλιο σαν να καθοδηγεί αναλφάβητο. Τόσο πολύ ενοχλήθηκε η Εκκλησία από αυτή την ερμηνεία του Καραβάτζιο ώστε ο ζωγράφος αναγκάστηκε να ξαναφτιάξει τον πίνακα.

από το http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=172811


Στον πίνακα «Η Σύλληψη του Χριστού» ζωγράφισε τον εαυτό του πίσω από τους στρατιώτες να κρατάει το φανάρι
(από το
http://www.artknowledgenews.com/Caravaggio.html)


από το http://en.wikipedia.org/wiki/The_Raising_of_Lazarus_(Caravaggio)

Όταν ζωγράφιζε τον πίνακα «Η Ανάσταση του Λαζάρου» υποχρέωνε τους εργάτες που χρησιμοποιούσε ως μοντέλα να κρατάνε ένα πτώμα που βρισκόταν ήδη σε κατάσταση αποσύνθεσης. Εξαγριωμένος με τα σχόλια των κριτικών της Μεσσήνης, κομμάτιασε τον πίνακα με το μαχαίρι του, κατόπιν όμως προσφέρθηκε να ζωγραφίσει άλλον.

από το βιβλίο της ΕΛΕΝ ΛΑΝΓΚΤΟΝ «ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ»
Μετάφραση Σ. Τσούγκος, Εκδόσεις ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

 

Παρ’ όλα αυτά η φήμη του όλο και μεγάλωνε, το ίδιο όμως και ο εκρηκτικός του χαρακτήρας:

H φήμη του μεγάλωνε, το ίδιο και τα εισοδήματά του, όμως φαίνεται πως ήταν αναπόφευκτο ο ατίθασος χαρακτήρας του να σφραγίσει, εκτός από την τέχνη του, και τη ζωή του. Μπορεί ο ζωγράφος να είχε καλύψει μεγάλη απόσταση από τα πρώτα χρόνια του στη Ρώμη, όμως δεν έπαψε ποτέ να έχει διαρκή προβλήματα με τον νόμο. Το 1600 ένας ζωγράφος τον κατηγόρησε για βιαιοπραγία, ενώ την επόμενη χρονιά ο Καραβάτζιο τραυμάτισε έναν στρατιώτη. Το 1603 φυλακίστηκε βάσει της διαμαρτυρίας ενός άλλου ζωγράφου. Το 1604 κατηγορήθηκε ότι εκσφενδόνισε μια πιατέλα με αγκινάρες στο κεφάλι ενός σερβιτόρου και λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά, ότι πέταξε πέτρες σε μια στρατιωτική φρουρά. Τον Μάιο του 1605 συνελήφθη για κατάχρηση όπλων και τον Ιούλιο αναγκάστηκε να κρυφτεί για ένα διάστημα, επειδή είχε τραυματίσει κάποιον που υπερασπιζόταν τη μνηστή του. Τελικά την επόμενη χρονιά, κατά τη διάρκεια έντονης διαφωνίας για μια παρτίδα παλακόρντα (μορφή πρώιμου τένις), ο Καραβάτζιο σκότωσε κάποιον Ρανούτσιο Τομασόνι.
Τρομοκρατημένος – ίσως όχι τόσο από την πράξη του αλλά από τις πιθανές συνέπειές της – ο Καραβάτζιο εγκατέλειψε τη Ρώμη και περιπλανήθηκε αρκετά προτού καταλήξει πρώτα στη Νάπολη και ύστερα στη Μάλτα, στις αρχές του 1608. Αρχικά τον υποδέχτηκαν με τιμές, ως μεγάλος ζωγράφος που ήταν, και εκεί ο Καραβάτζιο ζωγράφισε ένα από τα πιο μεγάλα αριστουργήματά του, τον «Αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή» για τον Καθεδρικό Ναό της Βαλέτα. Ωστόσο, είτε επειδή έφτασε η είδηση για το έγκλημα που είχε διαπράξει στη Ρώμη είτε επειδή υπέπεσε σε νέα παραπτώματα, φυλακίστηκε για μία ακόμη φορά. Απέδρασε ωστόσο και κατέφυγε στη Σικελία.

από το http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=172811

 

Για το φόνο που διέπραξε ο Καραβάτζιο, μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες η Έλεν Λάνγκτον:

Λίγες μέρες νωρίτερα ο Καραβάτζο είχε φιλονικήσει με το Ρανούτσιο Τομασσόνι, η αλαζονική οικογένεια του οποίου κυριαρχούσε στην περιοχή. Ο Καραβάτζο και οι φίλοι του έψαχναν αφορμή για φασαρία, και ο Τόπα καραδοκούσε για να υποστηρίξει το ζωγράφο σε ενδεχόμενο καβγά του με το Ρανούτσιο. Καθώς περνούσαν έξω από το σπίτι των Τομασσόνι, μόλις έφτασαν στη γωνία με την Πιάτσα ντι Σαν Λορέντσο ιν Λουτσίνα, ο Ρανούτσιο τους είδε και πήρε το όπλο του για να τους αντιμετωπίσει. Ακολούθησε βίαιη συμπλοκή. (…)
Ο Καραβάτζο πρωταγωνίστησε στη συμπλοκή αντιμετωπίζοντας το Ρανούτσιο για αρκετή ώρα, ένας προς έναν. Όμως τη στιγμή της υποχώρησης ο Ρανούτσιο έπεσε και ο Καραβάτζο, που είχε στόχο το μηρό του ή το βουβώνα του, τον πέτυχε ψηλότερα στο στομάχι, γεγονός μοιραίο. Ο Ρανούτσιο έμεινε στο έδαφος αιμορραγώντας και ο αδελφός του όρμησε να τον υπερασπιστεί. Ο Πετρόνιο Τόππα έσπευσε να βοηθήσει τον Καραβάτζο, εμποδίζοντάς τον να σκοτώσει τον Τζοβάνι Φραντσέσκο, γεγονός που του στοίχισε μερικά σοβαρά τραύματα. Ο Καραβάτζο πληγώθηκε επίσης άσχημα στο κεφάλι…

ΕΛΕΝ ΛΑΝΓΚΤΟΝ «ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ»
Μετάφραση Σ. Τσούγκος
Εκδόσεις ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Ενώ στην αρχή φάνηκε πως ο Καραβάτζιο μπορεί και να έπαιρνε χάρη διότι το έγκλημα δεν ήταν προμελετημένο και ο ίδιος είχε τραυματιστεί, τελικά, την επόμενη χρονιά,  του επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου, μια ποινή ιδιαίτερα σκληρή γιατί σήμαινε πως μπορούσε να εκτελεστεί από οποιονδήποτε και σε οποιοδήποτε μέρος! Έτσι εξηγείται ο μόνιμος φόβος και το άγχος που είχε κυριεύσει τον Καραβάτζιο τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του

 

Πού οφείλεται όμως ο θάνατος του Καραβάτζιο;

Η ελονοσία αποτελεί μια πιθανότητα: στις αρχές του 17ου αιώνα, η παράκτια περιοχή στην οποία περιπλανιόταν ο Καραβάτζιο, που περιελάμβανε και το Πόρτο Ερκολε, όπου σκόπευε απλώς να κάνει μια στάση για να ξεκουραστεί προτού ανταμώσει ξανά με τους πανίσχυρους μαικήνες του στην Αιώνια Πόλη, μαστιζόταν από κουνούπια. Η σύφιλη αποτελεί επίσης μια πιθανότητα, αφού η συχνότητα με την οποία ο Καραβάτζιο συνευρισκόταν με πόρνες βεβαιώνεται από επίσημες αστυνομικές αναφορές της εποχής, αλλά και από την ίδια την τέχνη του: η πόρνη Αννα Μπιανκίνι είχε ποζάρει ως μοντέλο για τη «Μετανοούσα Μαγδαληνή», το ίδιο και η Φιλίντε Μελαντρόνι…
από το http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=4602756

Μια καινούρια θεωρία που προέκυψε τελευταία είναι ο θάνατος να οφείλεται σε δηλητηρίαση από μόλυβδο, αν και ο ερευνητής Βιντσέντι που διατύπωσε αυτή την άποψη θεωρείται από πολλούς επιστήμονες τουλάχιστον «αμφιλεγόμενος»:

Οπως αποκαλύπτεται όμως από τα οστά που αποκαλύφθηκαν τέσσερις αιώνες μετά τον θάνατό του στην Τοσκάνη, δεν τον σκότωσαν ούτε οι καταχρήσεις ούτε οι εχθροί του, όπως πιστευόταν ως σήμερα. Σύμφωνα με τον Σιλβάνο Βιντσέντι, τον επικεφαλής της έρευνας για την ταυτοποίηση της σορού, στα οστά του μεγάλου ιταλού καλλιτέχνη βρέθηκαν τεράστιες ποσότητες μολύβδου, βασικού συστατικού πολλών χρωστικών ουσιών της εποχής. Τα επίπεδα μολύβδου ήταν τέτοια που θα αρκούσαν όχι μόνο για να τρελάνουν τον Καραβάτζιο αλλά και για να συμβάλουν σημαντικά στον θάνατό του. «Ο μόλυβδος προήλθε από τις μπογιές του, είναι γνωστό ότι ήταν εξαιρετικά απρόσεκτος με αυτές. Πιστεύουμε πράγματι ότι είχε και άλλα προβλήματα υγείας, όμως η μολυβδίαση τον αποτελείωσε» λέει ο κ. Βιντσέντι.

από το http://www.tovima.gr/world/article/?aid=338308

 

Η σύντομη ζωή του Καραβάτζιο ήταν αρκετή για να σημαδέψει μ’ ένα φωτεινό ορόσημο την πορεία της ζωγραφικής. Δε δημιούργησε σχολή. Στάθηκε όμως από τα εκλεκτά πλάσματα, τα διαλεγμένα από τη μοίρα για να συγκεντρώσουν και να εκφράσουν το πνεύμα και τις επιδιώξεις μιας εποχής.

ΤΩΝΗΣ ΣΠΗΤΕΡΗΣ
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 28/3/1965

 

ακούγοντας καλό ραδιόφωνο

11/05/2011

Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να ξεκινάς τη μέρα σου ακούγοντας καλό ραδιόφωνο. Κι εγώ ανακάλυψα, πρόσφατα, μια πολύ ωραία εκπομπή, στο δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ, την εκπομπή του Δαυίδ Ναχμία, ο οποίος όχι μόνο επιλέγει όμορφα παλιά τραγούδια, μα αφηγείται στους ακροατές του την ιστορία κάθε τραγουδιού. 
Στην εκπομπή της Τρίτης, ακούστηκε -ανάμεσα σε άλλα- το τραγούδι του Κάρλος Γκαρντέλ «Por una cabeza»,
 ο οποίος θεωρείται παγκοσμίως από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία του ταγκό.

 
Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935)
συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός
από το http://en.wikipedia.org/wiki/Carlos_Gardel

Ο Κάρλος Γκαρντέλ άρχισε να ηχογραφεί δίσκους από το 1917 και έγινε σύντομα δημοφιλής σε όλη την Αμερική και την Ευρώπη. 
Σκοτώθηκε το 1935, σε αεροπορικό δυστύχημα στην Κολομβία, όπου πήγαινε για συναυλίες. Εκατομμύρια θαυμαστές του θρήνησαν για το θάνατό του, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική.
Ακόμα και σήμερα το όνομά του δεν έχει ξεχαστεί. Στον τάφο του προσέρχονται εκατοντάδες άνθρωποι, κάθε μέρα, για να αφήσουν ένα λουλούδι στο άγαλμα που έχει τοποθετηθεί δίπλα στον τάφο του.


Άγαλμα του Κάρλος Γκαρντέλ έχει τοποθετηθεί και σε κεντρικό σημείο του Μπουένος Άιρες κοντά στη γειτονιά που μεγάλωσε 

Μεγάλη εφεύρεση το youtube! Υπάρχουν τα πάντα. Έτσι βρήκαμε τον Κάρλος Γκαρντέλ στο
http://www.youtube.com/watch?v=pvngPHv-zE4
να τραγουδάει το «Por una cabeza», σε μια από τις πολλές ταινίες του.

Στη συνέχεια ο Ναχμίας μας θύμισε την ορχηστρική εκδοχή του τραγουδιού, που έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου χάρη στο ταγκό που χόρεψε ο Αλ Πατσίνο στην ταινία «Άρωμα Γυναίκας»:


Για την ταινία «Άρωμα Γυναίκας» (1992), ο Αλ Πατσίνο βραβεύθηκε με Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου.

Το αφιέρωμα της εκπομπής στον Κάρλος Γκαρντέλ τελείωσε με μια τρίτη εκδοχή του τραγουδιού που ακούστηκε στην ταινία «Η Λίστα του Σίντλερ»:

http://www.youtube.com/watch?v=UfGgYVAkNoU

Ψάχνοντας στο ίντερνετ για τον Κάρλος Γκαρντέλ διαπίστωσα πως είναι αδύνατο να μιλήσεις για το ταγκό και την ιστορία του, χωρίς να αναφερθείς στον Κάρλος Γκαρντέλ.

Και τελειώνουμε με μια σκηνή από μια άλλη κλασική ταινία, το Il Postino, στην οποία ο Φιλίπ Νουαρέ χορεύει ταγκό με τη μουσική ποιου άλλου; του Κάρλος Γκαρντέλ:
http://www.youtube.com/watch?v=CUch3xqwRyo

 

με γνώρισε, μόλις χαμογέλασα

08/05/2011

Πέρσι, στη γιορτή της μητέρας, δημοσιεύσαμε τρία κείμενα των Ν. Καζαντζάκη, Χ. Μίσσιου και Π. Παλαιολόγου στην ανάρτηση με τίτλο μητέρα. Φέτος θα τιμήσουμε τη γιορτή με ένα κείμενο του Χ. Μίσσιου, στο οποίο θυμάται πώς επισκέφθηκε τη μητέρα του για πρώτη φορά μετά από εννέα χρόνια φυλακή.

Φτάνω σπίτι ξημερώματα, χτυπάω την πόρτα, ανοίγει η μάνα μου, τη βλέπω, με κοιτάει και μου λέει, τι θέλετε, κύριε. Χαμογέλασα, έβγαλε ένα αχ, Παναγιά μου, κι έπεσε ξερή. Βλέπεις η μάνα μου με θυμόταν δεκάξι χρονών, κάνα δυο φορές που με είδε πίσω από τη σίτα του επισκεπτηρίου, δεν της έλεγε και πολλά πράγματα η φάτσα μου, και τώρα είμαι είκοσι πέντε χρονώ και με μουστάκι. Αφού στη φυλακή, όταν μου έστελνε κανένα δέμα με εσώρουχα, τα φανελάκια δε φτάναν ούτε μέχρι το στομάχι μου και τα σώβρακα μπαίνανε μόνο στο ένα μου πόδι. Με γνώρισε, που λες, μόλις χαμογέλασα. Την αγκάλιασα, της έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο, συνήρθε, με κοίταξε, μ’ έψαχνε σ’ όλο μου το κορμί, με χάιδευε, και κάποια στιγμή την ακούω να ξεφωνίζει, ααχ, τα σκυλιά,, μου το μαύρισαν το παιδίμ’! Μέχρι που πέθανε, ισχυριζόταν πως όταν με πιάσανε, είχα κόκκινα μαλλιά, κι απ’ τα βάσανα μου τά ‘καναν μαύρα…

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ «…ΚΑΛΑ, ΕΣΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ»
Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Σε μια συνέντευξή του, που είχε δημοσιευτεί νομίζω στην Ελευθεροτυπία, ο Κομαντάντε Μάρκος θυμόταν μια επίσκεψη στη μητέρα του, μετά από πολλά χρόνια παρανομίας. Αφού τον αγκάλιασε και τον φίλησε, το πρώτο πράγμα που τον ρώτησε ήταν: «Έφαγες σήμερα, παιδάκι μου;»