Μαρία Ιορδανίδου

Αν δε φας θεριό δε θεριεύεις.

«ΛΩΞΑΝΤΡΑ»

  

Γιατί να υπάρχει τέτοια ανισότητα, τέτοια σκληρότητα, τέτοια απανθρωπιά; Ποιος φταίει; Και τι κάνει επιτέλους αυτός ο πανάγαθος Πλάστης που στέκεται και σεργιανά αυτή την ασυναρτησία που δημιούργησε;

«ΣΑΝ ΤΑ ΤΡΕΛΑ ΠΟΥΛΙΑ»

 

 

Μουχαλεμπί και γκιουλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου
και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου.
Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος,
και σαν του Αϊβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος.

Μόνο Ανατολίτης ποιητής θα μπορούσε να γράψει αυτά τα ωραία λόγια.
Μεγάλη σημασία δίνουν οι ανατολίτες στο ζήτημα της τροφής. Ο Κομφούκιος, λέει, χώρισε τη γυναίκα του γιατί «το ρύζι δεν ήταν ποτέ αρκετά λευκό ούτε ο κιμάς αρκετά καλά κοπανισμένος», και όταν ξαναπαντρεύτηκε πήρε γυναίκα μερακλού στο φαγητό γιατί «η τύχη μας, λέει, δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά στα χέρια εκεινού που μαγειρεύει την τροφή μας».
Και ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό; Πώς τη βλέπεις τη γυναίκα σου ύστερα από ένα καλομαγειρεμένο φαγητό και πώς τη βλέπεις όταν έρχεσαι κουρασμένος στο σπίτι σου να φας και βρίσκεις σούπα του μπακάλη, κονσέρβα και σάλτσα μποτιλιαρισμένη;
Καλοτάισε τον άντρα σου, αν θέλεις να έχεις άντρα. Βάλε μπόλικο κρεμμύδι στο γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις το ντολμά νόστιμο, όμως ρίξε μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό. Στο κυδωνάτο που είναι στυφτικό ρίξε μαζί να βράσουν και τα κουκούτσια του κυδωνιού που είναι τόσο μαλαχτικά για να φέρεις την ισορροπία. Το λάδι μην το λυπάσαι στο λαδερό γιατί η λαϊκή παροιμία λέει: «Φάε λάδι κι έλα βράδυ». Κάθε λαχανικό στην εποχή του είναι και πιο ωραίο και πιο φτηνό, τι να την κάνεις την κονσέρβα;
Οι Ευρωπαίοι λένε πως οι ανατολίτισσες είναι αντροχωρίστρες. Δεν είναι αντροχωρίστρες οι ανατολίτισσες, είναι καλοφαγούδες, γι’ αυτό οι ξένοι σαν έρθουν στην Ανατολή δεν τους κάνει καρδιά να φύγουν. Και σπιτικό που ο ακρογωνιαίος λίθος του δεν είναι κάτω απ’ την κουζίνα, δε θεμελιώνεται καλά.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

 
Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989)

 

“Δημήτρη, τα πούλησα όλα!”

Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει πως ξεκίνησε να γράφει η Μαρία Ιορδανίδου:  

 Συχνά μας έλεγε ιστορίες της Πόλης σκιαγραφώντας τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα.
-Μαρίκα, δεν κάθεσαι να τα γράψεις όλ’ αυτά που μας ανιστοράς, της έλεγα.
-Λωλάθηκες! μου αποκρινόταν. Εγώ το μόνο που έμαθα να κάνω είναι να γράφω αιτήσεις.
-Γράψε τα όπως τα λες, κι αυτό φτάνει.
Η Μαρίκα τίποτα. Αμετάπειστη! Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο.
-Δημήτρη, έγραψα τη Λωξάντρα.
-Τι;
-Να, τα όσα σου ανιστορούσα για την Πόλη.
-Μπράβο, Μαρίκα.
Τι μπράβο κάθεσαι και μου λες. Κανείς εκδότης δεν το βγάζει.
-Να το τυπώσεις μόνη σου.
-Και πού θα βρεθούν τα λεφτά;
-Να δανειστείς.
Έπειτα από κάμποσο καιρό έρχεται η Μαρίκα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ήταν η Λωξάντρα. Το διάβασα και συναρπάστηκα. Η αφήγησή της ή, πιο σωστά, ο τρόπος που ζωντάνευε τα περασμένα, ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου.
Ύστερα από δυο μήνες, η Μαρίκα μου τηλεφωνά.
-Πούλησα 200 βιβλία. Έβγαλα τα μισά μου έξοδα.
-Θα τα πουλήσεις όλα, Μαρίκα.
-Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί.
Πέρασαν ακόμη λίγοι μήνες και με παίρνει στο τηλέφωνο.
-Δημήτρη, τα πούλησα όλα!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 

 
Η Μπέτυ Βαλάση ως Λωξάντρα στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ  (1980)

Κάθε πρωί σαν άνοιγε το παράθυρό της και αντίκριζε το πέλαγος έλεγε: «Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός!» και ρουφούσε με τα μεγάλα ρουθούνια της τη θαλασσινή αρμύρα ηδονικά, λες και ρουφούσε όλο τον πλούτο που κρύβει μέσα της εκείνη η ωραία θάλασσα: τα λαυράκια, τα μερτζάνια, τους στακούς, τα στρείδια…
-Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός! Σήμερα τι να ψήσω!
Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει. Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά, ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι…
Η μέρα της άρχιζε με τον καφέ του Δημητρού που τον έψηνε πάντα μόνη της, γιατί, σαν τις μαχαρανές, η Λωξάντρα πίστευε πως απ’ το χέρι της γυναίκας του ο άντρας πρέπει να τρώει και να πίνει. Ύστερα τον βοηθούσε να ντυθεί, τον φιλούσε, τον σταύρωνε και κατέβαινε μαζί του τη σκάλα την πλατιά, που ένωνε τα δυο της μπράτσα στο πλατύσκαλο για να σε κατεβάσει απαλά στη μεγάλη μαρμαροστρωμένη αυλή που είχε κατάντικρα την ξώπορτα.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

 Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται. Και όλη την ώρα δοκιμάζει το φαϊ στ’ αλάτι του. Τρώει εκείνη, δίνει και στον Ταρνανά.
-Διες και συ, πώς σε φαίνεται στ’ αλάτι του;
-Μμμμ… δυσκολεύεται να απαντήσει ο Ταρνανάς, πρέπει να ξαναδοκιμάσει.
Η Σουλτάνα, η υπηρέτρια, πατάει τις φωνές:
-Καλέ κυρία, αύριο θα μεταλάβετε, κοτόπουλο τρώτε;
-Ποιος έφαε, μωρή, κοτόπουλο;
Το φαΐ δοκίμασε η γυναίκα στ’ αλάτι του.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Οι σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων στην Πόλη”

Με την άνω τάξη -των Τούρκων- κανένα πάρε δώσε. Ποτέ Ρωμιός δεν πατούσε το πόδι του σε τούρκικο σπίτι, ποτέ Τούρκος δεν έμπαινε στο δικό μας. Ούτε αυτοί οι πλανόδιοι… Δεν έμπαιναν μές στο σπίτι, ποτέ. Στο κατώφλι ήταν οι αγάπες όλες. Η γιαγιά μου έψηνε το πρωί καφεδάκι, κάθονταν στο κατώφλι της. Και κάθονταν κι ο μπεχτσής, ο νυχτοφύλακας.
-Έλα δω, μπρε Αχμέτ, τα ‘μαθες τα νέα; (ο μπεχτσής καταλάβαινε ελληνικά κι η γιαγιά μου καταλάβαινε τούρκικα) Σφαή πάλι… Σφαή πάλι στα Άδανα, κακό χρόνο να ‘χουνε τα βρωμόσκυλα…
-Βαχ, βαχ, έλεγε αυτός.
Τώρα ποιοι είναι τα βρωμόσκυλα δεν ήξερε.
-Πάλι σφάξαν, σηκώθηκαν και σφάξαν.
Ποιοι ήταν αυτοί;
Για τους Ρωμιούς της Πόλης οι Τούρκοι ήτανε ένα πράγμα ακαθόριστο… ένα πράγμα σα να λέμε… χολέρα, πλημμύρα, σεισμός… ένα τέτοιο πράγμα, οι Τούρκοι γενικά. Αλλά ειδικά ο Μεχμέτ, ο Αλής, ο Χασάν που ήταν δίπλα τους, τι σχέση είχαν με αυτά τα πράματα, αυτοί ήταν αγαπημένοι μεταξύ τους. Κατάλαβες πώς ήταν οι σχέσεις;

από αφήγηση της Μαρίας Ιορδανίδου στην εκπομπή της ΕΡΤ «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ»

 

Να δεις, λέει, τη Νεάπολη και να πεθάνεις. Λόγια! Να φας μύδια τσακιστά απ’ της Λωξάντρας το χέρι και να πεθάνεις. Να φας χουνκιάρ – μπεγιεντί και γιαουρτλού κεμπάμπ, και κρεατερά ντολμαδάκια τυλιγμένα όχι σε κληματόφυλλα, που το χειμώνα δεν υπάρχουνε, αλλά σε φύλλα πουράντζας, που λιώνει στο στόμα (είναι και εφιδρωτικά και διουρητικά). Να φας χτένια ψημένα μέσα στο καύκαλό τους πάνω σε χόβολη και να πεθάνεις. Να πεθάνεις και να ξαναζωντανέψεις για να ξαναφάς.
Απ’ το Βόσπορο, απ’ το Καντίκιοϊ, απ’ τα Ταταύλα ξεκινούσανε οι συγγενείς να έρθουν στο Μακροχώρι για να φάνει της Λωξάντρας το φαΐ. Δύο φορές το χρόνο ερχότανε απαραιτήτως όλο το σόι της στο σπίτι. Ερχότανε με τους μπόγους του, με τα παιδιά τους και τα σκυλιά τους, να μείνουν λίγες μέρες μαζί. Ποιος πήγαινε τότε μονομερίτικα επίσκεψη;
Ερχότανε μια φορά το φθινόπωρο, στου Δημητρού τη γιορτή, και μια της Ορθοδοξίας που γιόρταζε η Λωξάντρα. Ρωξάνη τη λέγαν τη Λωξάντρα και οι Ρωξάνες γιορτάζουν της Ορθοδοξίας.
Την Πρωτοχρονιά ανήμερα ερχότανε μόνο τα παιδιά με τις γυναίκες τους, και κείνη την ημέρα η Λωξάντρα παραγέμιζε τη γαλοπούλα – τον «κούρκο» που της έστελνε κάθε χρόνο δώρο ο χασάπης της. «Κόσκοτζαμάμ κούρκο!» στολισμένο τον έστελνε ο χασάπης με παρδαλά χαρτιά, με ασημένιες τρες από πάνω ως κάτω. «Για την κοκόνα».
-Είδες τι μ’ έστειλε εμένα ο χασάπης μου;

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Δεν έπαιρνε κόλλυβο μαζί της”

Η Λωξάντρα όταν πήγαινε στο νεκροταφείο και ήθελε να επικοινωνήσει, να μνημονεύσει τους νεκρούς της δεν έπαιρνε κόλλυβο μαζί της. Έπαιρνε το καλαθάκι της με το κολατσό της. Και το κολατσό συνήθως ήταν πράματα που αγαπούσαν οι νεκροί της. Η γιαγιά της έφτιαχνε ωραίους γιαλαντζί ντολμάδες. Έπαιρνε λίγους γιαλαντζί ντολμάδες. Η μάνα της αγαπούσε τις τσακιστές ελιές. Ο αδελφός της τον παστουρμά. Τα ‘παιρνε αυτά, πήγαινε, κάθονταν στον τάφο τους, έτρωγε σιγά σιγά και τους μνημόνευε. «Θεός σχωρέσ’ την ψυχή σου, μανούλα μου», έλεγε «που αγαπούσες  τις τσακιστές ελιές».
Ένα είδος περίεργο, ένα μνημόσυνο που θα έκανε μια γυναίκα στην εποχή του Περικλή, αρχαϊκού, παγανιστικού, ένα τέτοιο περίεργο πράγμα

από αφήγηση της Μαρίας Ιορδανίδου στην εκπομπή της ΕΡΤ «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ»

 

“Η Λωξάντρα στο νεκροταφείο”

Ανοίγει η Λωξάντρα το καλαθάκι της και βγάζει ένα γιαλαντζί – ντολμά. Κοιτάζει ένα γύρο… Μια γυναίκα είναι γονατισμένη στο παραπέρα μνήμα και ανάβει κερί. Δυο άλλες παραπέρα κλαίνε, δεν την κοιτάζουνε. Χώνει μάνι – μάνι στο στόμα της το ντολμά. Σε λίγο σκύβει και μπουκώνει στο στόμα της άλλους δυο ντολμάδες, και ένα κομμάτι ψωμί, και ένα ραπανάκι.
-Μμ… ωραίοι γίνανε οι ντολμάδες!
Θεός σχωρέσ’ τηνα τη γιαγιά, που έβαζε δυόσμο στους γιαλαντζί – ντολμάδες! Χώνει στο στόμα της μια τσακιστή ελιά και αναστενάζει κοιτάζοντας τον ουρανό. Και άξαφνα βλέπει τη μητέρα της. Και δίπλα στη μητέρα στέκεται ο Νικολός που αγαπούσε τις τσακιστές ελιές. Θεός σχωρέσ’ τονα το Νικολό!
Τελειώσαν οι ντολμάδες. Τελειώσαν οι τσακιστές ελιές. Από το βάθος του νεκροταφείου ακούστηκε ψαλμωδία.
«Μνημόσυνο θα έχουνε» συλλογίζεται η Λωξάντρα δαγκάνοντας ένα κομμάτι παστουρμά. «Κακόν καιρό νάχεις, Ταρνανά, χοντρό τον έκοψες τον παστουρμά!»

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

Το τραπέζι ήταν στρωμένο φαρδύ – πλατύ σ’ όλο το μάκρος της κάμαρας και το κάτασπρο λινό τραπεζομάντιλο δε φαίνουνταν απ’ τους πολλούς μεζέδες.
Το καρυδένιο μπουφεδάκι, που σαν λεπτοκόκαλη γυναίκα δεν έδειχνε τον όγκο του, ήταν φορτωμένο με τ’ αγιοβασιλιάτικα τα φρούτα: μήλα, αχλάδια, ρόδια, πορτοκάλια, καρύδια, φουντούκια, μύγδαλα, κάστανα, φυστίκια, σταφίδες, σύκα, χαρούπια και γλυκοσούτζουκο από χυμό σταφυλιών. Σωστό κέρας της Αμάλθειας.
-Ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου…
Με κατάνυξη κάθισαν όλοι γύρω στο τραπέζι και άρχισαν να δένουν στο λαιμό τους τις πετσέτες τους. Το φαγητό άρχισε αργά, ιεροτελεστικά και βαθυστόχαστα, με τις στερεότυπες ευχές και τα «γεια στα χέρια σου, Λωξάντρα μου».

(…..)

Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Ταρνανάς βαστώντας όσο μπορούσε πιο αψηλά τη μεγάλη πιατέλα με τη γαλοπούλα. Ακούστηκε μουγκρητό. Ήτα η Λουγγρού που προσπαθούσε να ξεκουμπώσει τη ζώνη της.
Έγινε σιωπή. Στο τραπέζι είχε μπει το καινούργιο σερβίτσιο που έφερε ο Θεόδωρος απ’ την Αγγλία, χοντρή πορσελάνη και απάνω ζωγραφισμένα δάση, λιβάδια, σπιτάκια εξοχικά, βουνοπλαγιές και πύργοι παραμυθένιοι.
Κόπηκε η γαλοπούλα και μοιράστηκε. Ο καθένας συγκεντρώθηκε στο πιάτο του. Ο Ταρνανάς ξετάπωσε ένα μπουκάλι γαλλικό κρασί και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια. Ο Κοτκοτίνος σηκώθηκε απάνω να κάνει πρόποση. Η Λουγγρού ξεκούμπωσε και το γιακά της. Το ρολόι του τοίχου χτύπησε τέσσερις.
Τρεις ώρες κάθονταν στο τραπέζι. Και βέβαια τρεις ώρες, ποιο ήταν το βιαστικό τους; Όλοι εκεί θα μνήσκαν. Δόξα τω θεώ στρώματα δεν είχε το σπίτι; Για παπλώματα; Και εξακολούθησε το φαγοπότι ως το τέλος. Κι όταν πια τελείωσαν, πήρε η Λωξάντρα μια βούκα ψωμί, το έκοψε με το χέρι της στα τρία, και τίναξε τα κομμάτια πάνω στο τραπέζι.
-Αβραάμ, Ισάκ και Ιακώβ, είπε, καλά, τρία.
Και ύστερα ήρθε ένας – ένας να φιλήσει το χέρι της.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

Κοιτάζει η Λωξάντρα τη θάλασσα και η καρδιά της σκιρτά.
-Χαρίκλεια. Εμένα διες. Νοτιά φυσά σήμερα. Σαρδέλα πολλή θα πέσει. Να πάρεις να την κάνεις στη σχάρα. Άμα, να την τυλίξεις σε κληματόφυλλα. Λαδώνεις καλά – καλά το κληματόφυλλο, τυλίζεις μέσα τη σαρδέλα και τη βάζεις στη σχάρα. Να φας και τι να φας… Μμμμμ…!

 

Και πού δε βρίσκει παρηγοριά η Λωξάντρα. Και στην ωραία θάλασσα που βλέπει απ’ το παράθυρό της κάθε πρωί, και στον ήλιο, και στη βροχή, που όταν σταματήσει, βγαίνουν εκείνοι οι μεγάλοι οι σαλιαγκοί στον κήπο τους, μα τι σαλιαγκοί… άσπροι – άσπροι και τέ-ε-ε-ε-τοιος ο καθένας. Εκείνοι οι σαλιαγκοί γίνουνται γιαχνί με μπόλικια ρίγανη μέσα.

 

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην τραπεζαρία ο Ταρνανάς, και ακούμπησε μπροστά στη Λωξάντρα τη μεγάλη πιατέλα με τις μελιτζάνες. Λαδερές μελιτζάνες, παραγεμιστές. Και μέσα μπόλικα κουκουνάρια και σταφίδες.

 

Το αυγουστιάτικο παπάκι τρώγεται ωραία με τη μπάμια. Είναι αμαρτία να περάσει ο Αύγουστος και να μη φας παπάκι με τη μπάμια.

 

 Η Λωξάντρα έδιωξε την Ευτέρπη και την Ελεγκάκη, μπήκε στο σπίτι, και περπατώντας στις μύτες των ποδιών, τράβηξε ίσια στην κουζίνα. Δίπλα στη γωνιά καθότανε η υπηρέτρια τρομαγμένη.
-Αχ, κυρία…
-Εσύ σους! Σους είπα! Εσένα λόγος δε σε πέφτει.
Ανασκούμπωσε το δεξί το μανίκι της:
-Κατέβασέ με εκείνο το καβανόζι απ’ εκεί.
Έβγαλε μελιτζανάκι και καρότο τουρσί. Ύστερα έβγαλε λακέρδα. Έκοψε και λίγο αυγοτάραχο.
-Έτσι μπράβο. Φέρε και λίγες τσακιστές ελιές.
Μονολογεί η Λωξάντρα:
-Ωωωχ, μοσχοβόλησε το μάλαθρο.
-Και τώρα πάν’ τα στην τραπεζαρία, λέει στην υπηρέτρια. Στάσου, πάρε και το καραφάκι με το ντούζικο. Άφεριμ.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ “ΛΩΞΑΝΤΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989)

Ενδιαφέρουσες ιστοσελίδες:

Η Μ. Ιορδανίδου μιλάει στην εκπομπή της ΕΡΤ «Μονόγραμμα»

708 λέξεις για τη Λωξάντρα της Μ. Ιορδανίδου

705 λέξεις για το «Σαν τα τρελά πουλιά» της Μ. Ιορδανίδου

Η αιώνια λιακάδα ενός λαμπρού μυαλού

Η κυρα-Λωξάντρα σαραντάρισε

Απόσπασμα από ένα τηλεοπτικό επεισόδιο της Λωξάντρας

 

 

Αρχική σελίδα

 

  

 

Ένα Σχόλιο to “Μαρία Ιορδανίδου”

  1. Μαρία Ιορδανίδου …. ΛΩΞΑΝΔΡΑ | Τάδε έφη... ΕΦΗ Says:

    […] https://logomnimon.wordpress.com/%CE%BC-%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B4%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%B4%CE%BF%CF%85/ […]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Αρέσει σε %d bloggers: