Έλλη Λαμπέτη: σκληρή και εύθραυστη
Πώς έγινε κι εσύ, η Λαμπέτη, που ένα βασικό εργαλείο της δουλειάς σου είναι αυτή η φωνή σου, η θρυμματισμένη μα πάντα στιλπνή, διάλεξες να παίξεις τον ρόλο μιας κωφάλαλης;
Ένας φίλος μου ‘χε μιλήσει για τη Σάρα. Βρέθηκα στην Αμερική. Είδα την παράσταση. Και ξετρελάθηκα! Και την ίδια στιγμή αποφάσισα να γίνω εγώ η Σάρα.
Μα εδώ δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο έργο, όπου μελετάς έναν ρόλο, κάνεις πρόβες και βγαίνεις για παράσταση…
Ακριβώς. Στην Αμερική το έργο παιζόταν από κωφάλαλους. Για να μπορέσω, λοιπόν, κι εγώ να το υπερασπιστώ πάνω στη σκηνή, έπρεπε να εισχωρήσω σ’ αυτό τον παγερό κι άγνωστο σε όλους μας κόσμο των κωφαλάλων. Επί τρεις μήνες δεν έκανα τίποτ’ άλλο από το να μαθαίνω τη «γλώσσα» των κωφαλάλων. Να μιλάω με τα χέρια μου. Με τα δάχτυλά μου. Πήρα και δασκάλα. Και για μένα και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς του θιάσου. Και μάθαμε όλοι μας να συνεννοούμαστε με τα σύμβολα της δακτυλολογίας.
Σηκώνεται. Αρχίζει να παίζει. Η μαγεία που έλεγα. Παίζει χωρίς να μιλάει. Κι είναι βυθισμένη όλη σ’ αυτό που παίζει. Κι ας χτυπάει το τηλέφωνο. Και το κουδούνι της εξώπορτας από τον ταχυδρόμο. Εκείνη παίζει. Και δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο να τη διακόψεις. Γιατί είναι σκληρή. Όσο ακριβώς και εύθραυστη.
Ήρθαν κωφάλαλοι στο θέατρο να δουν την παράσταση;
Και βέβαια ήρθαν. Τριάντα κωφάλαλα παιδιά. Ήταν κάτι άγριο και συγκλονιστικό συνάμα. Τα παιδιά καταλάβαιναν τα πάντα που συνέβαιναν στη σκηνή. Και αντιδρούσαν. Έβγαζαν άναρθρες κραυγές, που δεν μπορούσαν να ελέγξουν, γιατί, βέβαια, δεν ακούνε. Κι η αίθουσα γέμιζε απ’ αυτές τις άναρθρες φωνές, που σ’ έκαναν να ριγείς. Ήταν μια συνταρακτική εμπειρία.
απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε η Έλλη Λαμπέτη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 14/3/1981
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Ευάγγελος Π. Παπανούτσος: όπως ο Βάρναλης…
Θα θέλατε να μιλήσουμε για λίγο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση;
Βεβαίως. Το 1957, επί πρωθυπουργίας Καραμανλή, είχα την περίεργη τύχη να κληθώ στη μεγάλη Επιτροπή Παιδείας. Υπουργός Παιδείας ήταν ο Γεροκωστόπουλος και Προεδρίας ο Τσάτσος – μάλλον ο τελευταίος με πρότεινε. Επί ενάμιση χρόνο αγωνίστηκα όσο μπορούσα, μαζί με τον Λούρο, τον Ζέρβα και τον Μπούη, για να επικρατήσει ένα νεότερο πνεύμα στην εκπαίδευση. Και το πετύχαμε. Τα πρώτα σπέρματα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μπαίνουν στα πορίσματα αυτής της επιτροπής.
Η συνέχεια;
Το 1963, με πρωθυπουργό και υπουργό Παιδείας τον Γ. Παπανδρέου, αρχίζει η πραγματική δουλειά για την αναμόρφωση της εκπαιδευτικής νομοθεσίας. Μπαίνουμε στη Βουλή και η μεταρρύθμιση γίνεται νόμος του κράτους. Ε, ναι, το παγοθραυστικό που θα σπάσει τον πάγο. Η δημοτική γίνεται ισότιμη γλώσσα με την καθαρεύουσα. Η υποχρεωτική εκπαίδευση πάει στα εννέα χρόνια, από τα έξι που ήταν. Το μονολιθικό Γυμνάσιο διαχωρίζεται σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Η διδασκαλία των αρχαίων κειμένων γίνεται από μεταφράσεις. Ιδρύεται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, με επικεφαλής σπουδαίους επιστήμονες, σαν τον Ι. Κακριδή και τον Ν. Κρητικό. Και καθιερώνεται το ακαδημαϊκό απολυτήριο.
Η δικτατορία τι έκανε;
Κατάργησε τον νόμο, αλλά όχι και το ακαδημαϊκό απολυτήριο. Αλλά το 1974, στην πρώτη Βουλή της μεταπολίτευσης, με πρωθυπουργό τον Καραμανλή και υπουργό Παιδείας τον Γ. Ράλλη, εισάγουμε τα νέα μέτρα. Και για πρώτη φορά συμπολίτευση και αντιπολίτευση συμφωνούν σ’ έναν εκπαιδευτικό νόμο.
(…)
Νύχτα φεύγω από το διαμέρισμα της Αναγνωστοπούλου, όπου ο Ευάγγελος Παπανούτσος, εδώ και εφτά χρόνια, από τον θάνατο της γυναίκας του, ζει μόνος, ανάμεσα στα βιβλία του, στα χαρτιά του, στους πίνακες που αγαπάει.
Γράφετε τα βράδια; τον ρωτάω στην πόρτα.
Είναι το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω. Καμιά φορά σκέφτομαι τι ωραίο θα ήταν να ‘χα μάθει να πηγαίνω και σε καμιά ταβέρνα, όπως ο Βάρναλης…
απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Ε. Π. Παπανούτσος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 28/11/1980
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Παναγιώτης Κανελλόπουλος: αγνοούσα…
Από τότε που ένιωσα τον εαυτό μου, είχα συνδέσει το όνομά του με τη Δεξιά. Υπήρξε και εποχή που τον τοποθετούσα στην ακραία Δεξιά. Την αντικομουνιστική και μόνο. Και βέβαια, ρόλο σ’ αυτό είχε παίξει η δήλωση που του αποδίδεται για τη Μακρόνησο – το νέο Παρθενώνα.
Το 1949, εξομολογείται, που ανέλαβα το Υπουργείο Στρατιωτικών, αγνοούσα την ύπαρξη της Μακρονήσου. Και σίγουρα αγνοούσα τα βασανιστήρια που είχαν γίνει εκεί. Φαίνεται πως μια νύχτα συνέβησαν φοβερά πράγματα. Εξ ου και το ποίημα του Ρίτσου για τους κουλούς, τους κουτσούς και τους νεκρούς… Το σίγουρο είναι πως έπρεπε, τότε, να λειτουργήσει ένα στρατόπεδο, ειδικά για αριστερούς που δεν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον των συντρόφων τους. Στρατιώτες ήσαν και όφειλαν να υπηρετήσουν. Άλλο όμως στρατόπεδο και άλλο τόπος βασανιστηρίων. Φαίνεται πως μερικοί θα προκαλούσαν. Και φαίνεται, επίσης, πως μερικοί από την άλλη μεριά, σαν τον Ιωαννίδη, θα βασάνιζαν χωρίς λόγο. Όλα αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια… Πάντως, τώρα που με ξαναρωτάτε, δεν θυμάμαι να είπα ποτέ τη φράση που μου αποδίδουν. Θυμάμαι, αντίθετα, ότι, όταν ένας στρατηγός έκανε εκτεταμένες προληπτικές συλλήψεις στην Πελοπόννησο κι έστειλε τους συλληφθέντες στη Μακρόνησο, πήγα ο ίδιος στο νησί, τους μίλησα, διέταξα να απολυθούν και έβαλα και την μπάντα της Μεραρχίας να παιανίζει στον Ισθμό καθώς περνούσαν.
(…)
Βασιλόφρονας ως το 1923 και έκτοτε αντιβασιλικός, ακαδημαϊκός από το 1959, δύο φορές πρωθυπουργός και αναρίθμητες υπουργός, ιδρυτής του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος και της ΠΕΑΝ στην Κατοχή, έχει τόσα να πει και δεν ξέρεις τι να πρωτοκρατήσεις στο σημειωματάριό σου – τα πάντα είναι εξόχως ενδιαφέροντα.
Η πρώτη αντιβασιλική μου εκδήλωση έγινε το 1935 με δύο άρθρα που έγραψα στην Ακρόπολη. Έβλεπα τότε ότι επίκειται να επιστρέψει ο βασιλιάς με πραξικόπημα, μετά το κίνημα, και αντέδρασα. Όπως και το 1943, που ήρθαν και με βρήκαν στο Κάιρο ο Καρτάλης, ο Ρούσσος, ο Τζήμας και ο Τσιριμώκος για την υπογραφή πρωτοκόλλου περί μη επιστροφής του βασιλιά στην Ελλάδα, χωρίς δημοψήφισμα. Και το υπέγραψα. Αλλά παρενέβησαν οι Άγγλοι, ο Τσώρτσιλ, και το πρωτόκολλο δεν τηρήθηκε. Αν είχε τηρηθεί, ίσως να μην είχε συμβεί η τραγωδία του Εμφυλίου πολέμου…
απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 18/4/1981
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Μάνος Χατζιδάκις: είμαι γέννημα μιας εποχής
Μάνο Χατζιδάκι, ποιος είσαι; Μέσα από ποιες συνθήκες, μέσα από ποιο κλίμα βγήκες και ξεχώρισες κι έδωσες ένα έργο που λογαριάζεται σαν προικιό του τόπου μας;
Είναι λιγάκι δύσκολο, βέβαια, να μιλάω για μένα όταν με ξεχωρίζουν. Εν πάση περιπτώσει, εγώ είμαι γέννημα μιας εποχής, μάλλον είμαι ένας καθυστερημένος εκπρόσωπος της μουσικής, σε μια ομάδα ανθρώπων που ήδη είχαν δώσει ένα σημαντικό έργο και σφραγίσανε τον τόπο μας για μια μεγάλη περίοδο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας, ο Τσαρούχης, ο Πικιώνης, ο Μόραλης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκω. Και αν μπορούσα να το πω, είμαι ο βενιαμίν και συγχρόνως ο μαθητής. Και εκπροσωπώ, βέβαια, τη μουσική. Που την εποχή εκείνη είχε μια τεράστια απόσταση από την ελληνική ποίηση, την ελληνική ζωγραφική, την αρχιτεκτονική.
Η μουσική ήταν εντελώς άσχετη με την ποίηση και με την ελληνική παιδεία. Τον καιρό εκείνο το όνομα του Σεφέρη δεν το ήξερε ουδείς μουσικός εν Ελλάδι! Οι αληθινά πρωτογενείς φυσιογνωμίες, όπως ο Σκαλκώτας, ζούσαν κάτω από μια τέτοια καταδίωξη, μέσα σε μια τέτοια απομόνωση, που δεν μπορούσαν να ενεργήσουν σαν προσωπικότητες του τόπου. Ο Σκαλκώτας… Γι’ αυτό πέθανε ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο. Ο δε Μητρόπουλος, που θα μπορούσε να είναι ακόμα και αρχηγός αυτών που προανέφερα, έλειπε στο εξωτερικό και πέθανε εξόριστος. Λοιπόν, οι ντόπιοι κάθε άλλο παρά ήταν του αναστήματος του Σεφέρη, του Μόραλη ή του Πικιώνη. Οι μουσικοί εννοώ.
Όσο για το Σεφέρη και τους άλλους, εκπροσωπούσαν τον ελληνικό χώρο μια πολύ κρίσιμη εποχή. Η Ελλάς είχε χάσει τον πόλεμο. Ο τόπος μας είχε ανάγκη να σκύψει στον εαυτό του. Όταν λέω είχε χάσει τον πόλεμο, θέλω να τονίσω ότι η Ελλάς είχε νικήσει κατ’ επιφάνειαν, αλλά είχε χάσει κατ’ ουσίαν. Δηλαδή, ονειρεύτηκε μια διαφορετική μετέπειτα τοποθέτηση των πραγμάτων και η πραγματικότητα την απογοήτευσε. Την απογοήτευσε ακόμα και στα πρόσωπα που την κυβερνούσαν. Ηχούσε το γκονγκ στο ραδιόφωνο και ακουγόταν μια φωνή που μιλούσε για τους από 3.000 ετών Έλληνες!
Ήρθαν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν πάρα πολύ σημαντικοί, και σκύψανε στον κορμό του τόπου και ανακαλύψανε το στοιχείο εκείνο το χαρακτηριστικό που έδινε ταυτότητα στον τόπο, έξω απ’ αυτές τις αυθαίρετες συνδέσεις με το παρελθόν. Η ταυτότητα του τόπου, δηλαδή, δεν ήταν το ότι ήμασταν οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που είναι μια εντελώς αφελής και ηλίθια άποψη. Ήταν κάτι άλλο. Και το ‘φεραν στην επιφάνεια αυτοί οι άνθρωποι.
Έτσι ανακαλύψαμε το Αιγαίο, τον Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη, τον Καραγκιόζη – ό,τι θα μας έδινε μια ταυτότητα αληθινή. Αγνοώντας τα μεγαλεία, αυτά τα αυθαίρετα και αφελή μεγαλεία του επισήμου κράτους. Και αυτά τα στοιχεία, τα αληθινά, δημιουργούσαν τη νεότερη Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτή την υπόθεση της ανευρέσεως της ταυτότητάς μας, ένας βενιαμίν, ένας μαθητής υπήρξα και του λόγου μου. Το αποτέλεσμα της δουλειάς μου είναι ακριβώς αυτό.
απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 27/3/1978
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Αντώνης Σαμαράκης: αισθάνομαι ένοχος
…Δεν θα ‘πρεπε να υπάρχει ένας δορυφόρος, τηλεοπτικός δορυφόρος, που να μεταδίδει κάθε μέρα σ’ όλες τις τηλεοράσεις του κόσμου τι συμβαίνει, πώς εξελίσσονται τα πράγματα στην Αιθιοπία; Δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως δορυφόρος που μας πληροφορεί καθημερινώς για τον πόλεμο Ιράν και Ιράκ, μια και εκεί υπάρχουν πετρέλαια και συμφέροντα.
Ξέρεις τι είπε φέτος τον Ιούνιο στο Λονδίνο, στη Διεθνή Διάσκεψη Τροφίμων, ο πρόεδρός της; Ζήτησε από τους Αμερικανούς και τους Σοβιετικούς να φτιάξουν το 1984 από έναν πύραυλο λιγότερο και τα λεφτά αυτά να τα διαθέσουν για την Αιθιοπία, να της λύσουν όλα τα προβλήματα! Μπαίνουμε στο 1985 κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Εδώ, Λευτέρη, στην Αιθιοπία δεν έχουμε να κάνουμε με την πυρηνική βόμβα. Έχουμε να κάνουμε με τη βόμβα της πείνας, την έκρηξη της πείνας. Κι αυτή είναι η αρχή του Γ’ Παγκοσμίου πολέμου.
Η απάθειά μας γι’ αυτή την τραγωδία είναι ύβρις, με την αρχαία έννοια του όρου. Κι αυτή η ύβρις, που την ανέχεται η χριστιανική ανθρωπότητα, δεν μπορεί να περάσει έτσι, χωρίς τιμωρία. Η πείνα της Αιθιοπίας δεν είναι η αρρώστια. Άλλη και αλλού είναι η αρρώστια.
Ο Αντώνης Σαμαράκης είναι κάθιδρος. Σαν από πυρετό, κάτι τέτοιο. Κάθιδρος και κάτωχρος. Ωστόσο συνεχίζει.
Ντρέπομαι που με λόγια προσπαθώ να μιλήσω για τον θάνατο. Αισθάνομαι ένοχος. Και αισθάνομαι επίσης ότι δεν έχω φύγει από την Αιθιοπία. Ένα κομμάτι ζωτικό του εαυτού μου έχει μείνει εκεί παντοτινά. Και θα με δικάζει. Και θα με καταδικάζει.
Το ίδιο ισχύει για τον καθένα μας, Αντώνη…
Για μένα ένα περισσότερο. Γιατί εγώ έζησα, είδα! Και ένιωσα την ντροπή τού να ζητάς από έναν άνθρωπο να ζήσει για λίγο ακόμα, να μην πεθάνει, για να προφτάσεις να τον φωτογραφίσεις ζωντανό! Να εύχεσαι να μην πεθάνει ένας άνθρωπος όχι για να ζήσει, μα για να τον πάρεις σε ταινία! Καταλαβαίνεις τι ντροπή είναι αυτή, Λευτέρη.
Στη χούφτα έχω τις χουφτίτσες δεκάδων παιδιών που μου ‘δωσαν το χέρι. Αυτά τα χεράκια τα παιδικά, που χώραγαν, σκελετωμένα καθώς ήταν, τρία και τέσσερα στην κάθε χούφτα μου με καίνε! Δεν μ’ αφήνουν να ησυχάσω! Και σκέφτομαι και την τραγωδία εκείνων που βρίσκονται στην εμπόλεμη περιοχή κι είναι καταδικασμένοι εκατό τοις εκατό σε θάνατο, γιατί εκεί η βοήθεια δεν μπορεί να φτάσει, και μου σαλεύει ο νους.
Παλιά σ’ αυτή τη χώρα θερίζανε τρεις φορές τον χρόνο. Τώρα το μόνο που θερίζει είναι ο θάνατος. Καθημερινές σοδειές θανάτου.
απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Αντώνης Σαμαράκης στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 30/12/1984
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Γιώργος Δαλαμάγκας
Με τον Τσιτσάνη πώς γνωρίστηκες;
Είναι μεγάλη ιστορία. Είχα τα «Κούτσουρα», αλλά δεν έβαζα μέσα μπουζούκια. Δεν είχανε καλό όνομα. Ο Βασίλης τότε δούλευε σ’ ένα άλλο μαγαζί στην οδό Ειρήνη, στου «Κέρκυρα». Μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος – είχε υπηρετήσει στο Τάγμα Τηλεγραφητών. Περαστικός από του «Κέρκυρα» ένα βράδυ ο Μουσχουντής, ο διευθυντής της Αστυνομίας, άκουσε τον Τσιτσάνη και τρελάθηκε. Έρχεται και μου λέει: «Ρε Γιώργη, αυτός ο Τσιτσάνης είναι άλλο πράμα, πρέπει να τον πάρεις στο μαγαζί σου». «Δεν γουστάρω μπουζούκια, κύριε διευθυντά», του λέω. Με το πες πες όμως, με κατάφερε. Πήρα τον Τσιτσάνη και την κομπανία του, του ‘δωσα δέκα τα εκατό από τα ακαθάριστα και γέμισα λίρες.
(…)
Εσένα, Γιώργη, σ’ αρέσει το πιοτό;
Αυτό έλειπε, να μη μ’ αρέσει το πιοτό…
Ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο για σένα;
Το μπαρμπούτι!
Σώπα, μωρέ Γιώργη, δεν είναι δυνατόν.
Το μπαρμπούτι σου λέω… Εγώ ήμανε μεγάλος κουμαρτζής. Το κουμάρι, το μπαρμπούτι, είναι γλυκό σαν τον χαλβά.
Πού έμαθες να παίζεις μπαρμπούτι;
Στη φυλακή!
Έχεις κάνει και φυλακή;
Δεκαεφτά φορές!
Και στη φυλακή έπαιζες μπαρμπούτι;
Αλλά τι έκανα; Διάβαζα; Μια φορά που ήμανε στις φυλακές Πολυγύρου έκανα τον μάγερα και μαγέρευα φίνα. Στις φυλακές αυτές η μια μέρα μετράει μιάμιση. Λοιπόν, που λες, θέλαμε να παίξουμε μπαρμπούτι με κάτι άλλα παιδιά, αλλά δεν είχαμε ζάρια. Τι να κάνω, τι να κάνω, θα ‘σκαγα. Στο τέλος το βρήκα. Πήρα μια πλάκα άσπρο σαπούνι, έφτιαξα δυο ζάρια, ζωγράφισα μ’ ένα μολύβι τους αριθμούς κι αυτό ήτανε. Μας ανακάλυψε όμως ο διευθυντής, μας πήρε τα ζάρια, μου πήρε και το σαπούνι. Και τότε αναγκαστήκαμε να παίξουμε μπαρμπούτι με λουκούμια.
Πώς γίνεται; Μπαρμπούτι με λουκούμια, πρώτη φορά το ακούω.
Παίρνεις δυο λουκούμια. Βάζεις το ένα μπροστά σου και το άλλο απέναντι, μπροστά στον αντίπαλό σου. Σ’ όποιο λουκούμι κάτσει η μύγα, αυτός κερδίζει!
απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Γ. Δαλαμάγκας στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα “Τα Νέα” 12/8/1972
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Σχολιάστε