Archive for Μαρτίου 2010

μονάχα την ηλικία του μάθαμε

31/03/2010

Μονάχα την ηλικία του νεκρού μάθαμε την πρώτη μέρα. Δεκαπεντάχρονος. Μόνο την ηλικία της βαριά τραυματισμένης αδερφής του. Δεκάχρονη. Και πάλι, μόνο την ηλικία της ελαφρότερα λέει, της βαρύτατα πες και αγιάτρευτα, τραυματισμένης μάνας τους. Σαρανταπεντάχρονη. Αλλο όνομα κανένα. Και να γραφτεί κάποιο, Αλί ή Ραμίζ, τι ήχο να ’χει στα δικά μας αυτιά, τι νόημα να αποδώσει. Μένουν οι ηλικίες και η καταγωγή. Αφγανοί. Πρόσφυγες. Ενα κοριτσάκι, ένας έφηβος, μια μάνα στο μεσοστράτι της ζωής της με τους δικούς μας όρους, στο τέρμα με τους δικούς της. Μια ζωή που κόπηκε άγουρη, άλλες δύο που άρχισαν πια να μετράνε ανάποδα τον χρόνο, αν έτυχε να τον μετρήσουν και ποτέ σωστά, με το μέτρο της ελπίδας δηλαδή ή των ονείρων.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
απόσπασμα από τη στήλη του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 31/3/2010

για της γιαγιάς μου την αγάπη…

30/03/2010

ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Πήραν στρατί στρατί το μονοπάτι
Βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
Από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
Και καβαλλάρηδες απάνω στ’ άτι.

Και γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
Ανάμεσ’ από δυο χλωμές λαμπάδες,
Περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες
Της τραγουδούσαν -ποιος το ξέρει;- κάτι.

Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη,
Δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη,
Και να της φέρη αθάνατο νερό.
Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
Μα πάνω -μια φορά κι έναν καιρό-
Ο Αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ

9 ποίηματα του Λ. Πορφύρα στο περιοδικό:
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 155, 1/6/1933

«ποιος ανακάλυψε το ρυζόγαλο» και άλλα ανέκδοτα

27/03/2010

«Ποιος ανακάλυψε το ρυζόγαλο»

Ο Δημήτρης Φωτιάδης διηγείται το παρακάτω περιστατικό με ήρωα τον Μυτιληνιό λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Αναστασέλλη:

Το 1973 φέρνουν τα κόκαλα του ποιητή και μεταφραστή της «Οδύσσειας» Αργύρη Εφταλιώτη, για να τα θάψουν στο Μόλυβο της Μυτιλήνης όπου γεννήθηκε το 1849. Ο πρόεδρος της «Φιλολογικής Στέγης Εφταλιώτης» Γ. Βαλέτας στέλνει στη Μυτιλήνη τηλεγραφήματα να παραβρεθούν στην άφιξη του πλοίου διάφορα πρόσωπα. Ένα από αυτά κι ο Αναστασέλλης.
Οι παραλήπτες φτάνουν στην αποβάθρα και περιμένουν νάρθει το βαπόρι. Όταν πλεύρισε στο μώλο, προχωρούν πρώτοι και καλύτεροι οι παπάδες. Ο υπαξιωματικός του λιμενικού τους αφήνει με μεγάλο σεβασμό να περάσουν. Πάει να περάσει κι ο Στρατής, απότομα τον σταματά ο λιμενικός.
-Απαγορεύεται.
– Εμ, πώς πέρασαν οι παπάδες;
-Αυτοί είναι οι ιερεύς.
-Και οι άλλοι;
-Αυτοί είναι οι επισήμους.
-Μα κι εγώ είμαι επίσημος.
Ρίχνει ο λιμενικός μια ματιά στο Στρατή, μα δεν του γεμίζει το μάτι.
-Να, πάρε το τηλεγράφημα.
Το παίρνει ο λιμενικός κι αφού εμβριθώς το μελέτησε, ρωτά τον Στρατή:
-Δε μου λες, τέλος πάντων, τι ήταν αυτός ο Εφταλιώτης;
-Δεν τον ξέρεις;
-Όχι.
-Δεν τον έχεις ούτε καν ακουστά;
-Όχι.
-Ήταν αυτός που ανακάλυψε… το ρυζόγαλο!
Έκθαμβος ο λιμενικός λέει στο Στρατή:
-Τι λες; Μα τότε πέρασε!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ»
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

«Η εξήγηση του Ευαγγελίου»

Ο Μιχάλης Παπαμαύρος, όταν ήταν μαθητής στη Χίο, κάθε Κυριακή εξηγούσε το Ευαγγέλιο στον πατέρα του μιλώντας όμως στην καθαρεύουσα.

Μα αυτό δεν τον πείραζε το γέρο πατέρα του. Αντίθετα τόσο πιο πολύ τον εντυπωσίαζε το κήρυγμα όσο πιο λίγα καταλάβαινε απ’ αυτό. Μα κάποτε έγινε και τούτο το χαριτωμένο. Είχε μεγαλώσει πια ο Μιχάλης κι είχε πάει να σπουδάσει στη Γερμανία. Γυρίζοντας, ήρθε και στο χωριό να δει τους δικούς του. Ο πατέρας του του ζήτησε να εξηγήσει και πάλι το Ευαγγέλιο την Κυριακή στην εκκλησία, όπως γινόταν και παλιότερα. Για να μην του χαλάσει το χατήρι δέχτηκε. Μίλησα, μας διηγιόταν ο Μιχάλης Παπαμαύρος και το εξήγησα με λόγια όσο μπορούσα πιο απλά και με γλώσσα, βέβαια, απλή, δημοτική. Είχα τώρα μια μόρφωση πιο μεγάλη από κείνη του μαθητή του γυμνασίου κι είχα βάλει τα δυνατά μου να είναι η ομιλία μου όσο γίνεται πιο ωραία. Ποια όμως ήταν η έκπληξή μου όταν, βγαίνοντας έξω απ’ την εκκλησία, ακούω τον πατέρα μου να μου λέει φανερά απογοητευμένος: «Δε μου έκανες τίποτα σήμερα…» Παραξενεύτηκα. «Γιατί, πατέρα;» τον ρωτάω. Κι εκείνος μ’ έναν τρόπο κατηγορηματικό: «Τα κατάλαβα όλα, βρε παιδί μου!…»

ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ «ΜΙΧ. ΠΑΠΑΜΑΥΡΟΣ  Η ΖΩΗ – ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ – ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ» Εκδόσεις GUTEMBERG

 

«Πάτερ, δώσε μου το χέρι σου»

Η Βάλια Μουρατίδου άκουσε το παρακάτω ανέκδοτο τη δεκαετία του 1930 όταν ήταν μαθήτρια στο ελληνικό σχολείο του Βατούμ.

Κάποτε έπεσε στο ποτάμι ένας παπάς και μη ξέροντας κολύμπι, κινδύνεψε να πνιγεί. Σε βοήθειά του έτρεξε ένας νεαρός να τον σώσει, φωνάζοντας: «Πάτερ, δώσε μου το χέρι σου». Ο παπάς όμως δεν ήξερε να δίνει, αλλά μόνο να παίρνει. Κι έτσι κινδύνευε να πνιγεί. Τότε ο νέος του είπε: «Πάτερ, πάρε το χέρι μου», κι έτσι σώθηκε ο παπάς.

ΒΑΛΙΑ Δ. ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ «ΕΚΑΤΟΧΡΟΝΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ»

 

«Θα γελάσω το βασιλιά»

Το 1834, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά με την ενηλικίωση του Όθωνα του δόθηκε χάρη. Ο Κολοκοτρώνης, μόλις άκουσε πως ο βασιλιάς Όθων του έδινε χάρη μετατρέποντας την ποινή του θανάτου σε ποινή φυλάκισης 20 ετών, είπε τα παρακάτω λόγια: «Θα γελάσω το βασιλιά, δε θα ζήσω τόσους χρόνους…»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ» Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

 

 «Κηδεία ηθοποιού» (σε δύο παραλλαγές)

Γυρίζοντας από την κηδεία ενός άσημου συνταξιούχου ηθοποιού, στα γραφεία του Σωματείου Ηθοποιών, η πληθωρική Μαριάννα Άννινου, ήταν ιδιαίτερα σιωπηλή και περίλυπη. Συνάδελφοι, που τους ξένισε το ύφος της, τη ρώτησαν: “Τι συμβαίνει, Μαριάννα; Πήγες στην κηδεία; Είχε καθόλου κόσμο;” “Τι να σας πω, βρε, παιδιά. Είχε τόσο λίγο κόσμο που κάποια στιγμή φοβήθηκα πως θ’ αναβληθεί!!!” (από αφήγηση Αντρέα Μοθωνιού)

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ “ΥΠΟ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΝ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Άτυχος ήτανε και στο θάνατό του, ακόμα ο φουκαράς ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ. Πέθανε την ίδια μέρα με τον Αιμίλιο Βεάκη κι η κηδεία του έγινε την ίδια ώρα, που κηδεύτηκε κι ο μεγάλος Έλληνας καλλιτέχνης. Όπως ήτανε φυσικό, όλο το θέατρο, όλος ο κόσμος, έτρεξε συγκλονισμένος στην κηδεία του πρώτου των πρώτων.
Στην κηδεία του Μιχαήλ, δεν πήγε παρά μόνο η παλιά του φίλη η Μαριάννα Αννίνου, που την άλλη μέρα, όταν την ρωτήσαμε πώς ήταν η κηδεία του Μιχαήλ, είπε:
-Δεν είχε καθόλου κόσμο. Παραλίγονα την αναβάλουμε.

ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ «ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ» Εκδόσεις ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ

 

“C’ est un crime!…”

 Ο Τάκης Λαμπρίας διηγείται το παρακάτω ανέκδοτο για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή:

Καλεσμένος του Μεντζελόπουλου, σ’ ένα από τα διάσημα επίσης ρεστοράν της επαρχιακής Γαλλίας, στην περιοχή της Λυών. (…) Ανασύρεται από την κάβα ένα παμπάλαιο κρασί, ο sommelier (ας τον πούμε οινοχόο ή γευσιγνώστη) το προσκομίζει ιερατικά, με όλες τις τιμές και τις αράχνες του, το “σαμπράρει” (το εκπωματίζει και το αφήνει για να φύγει η αψάδα του και να προσαρμοσθεί στο περιβάλλον), το δοκιμάζει ο ίδιος με το μικροσκοπικό ασημένιο ποτηράκι του και, τέλος, γεμίζει ευλαβικά το κρυστάλλινο ποτήρι του Καραμανλή. Κι εκείνος: “Βάλτε μου κι ένα παγάκι, παρακαλώ!” Κεραυνός να είχε πέσει στην αίθουσα, δεν θα είχε κάνει τόση εντύπωση. Ο οινοχόος είχε μείνει αποσβολωμένος. Ο Καραμανλής επαναλαμβάνει με τα τραχιά γαλλικά του: “Un glacon s.v.p.” και βλέποντας την κατάπληξή του προσθέτει συγκαταβατικά: “Je sais, s’ est une sottise” (Γνωρίζω, είναι βλακεία). Κι ο άλλος έτοιμος να λιποθυμήσει: “No monsieur, c’ est un crime!… (Όχι, κύριε, είναι έγκλημα).

 ΤΑΚΗΣ ΛΑΜΠΡΙΑΣ “ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ Ο ΦΙΛΟΣ” Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ

 

«Υπό το βάρος των τύψεων»

Ο Σπύρος Μαρκεζίνης περιγράφει ένα εύθυμο στιγμιότυπο που συνέβη στην ελληνική βουλή την εποχή της πρωθυπουργίας του Χαρίλαου Τρικούπη:

Μια άλλη φορά ο Ευταξίας παρέτεινε αδικαιολόγητα το λόγο του επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια. Τότε ο Τρικούπης έσκυψε το κεφάλι του και ελαφρώς αποκοιμήθηκε. Ο Ευταξίας βλέποντάς τον να χαμηλώνει το κεφάλι και μη έχοντας αντιληφθεί ότι ο Τρικούπης κοιμόταν είπε:
-Ιδού, κύριοι, ότι και αυτός ο ένοχος πρωθυπουργός την στιγμήν ταύτην κλίνει την κεφαλήν υπό το βάρος των τύψεων του συνειδότος. Οι περισσότεροι γέλασαν ενώ ο Ευταξίας δεν κατάλαβε τι έγινε.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Ευταξίας ανέβηκε πάλι στο βήμα να μιλήσει και ο Τρικούπης είπε χαμογελώντας:
-Πολύ φοβούμαι ότι θα καταληφθώ πάλιν σήμερον υπό των τύψεων του συνειδότος.

από την «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1828-1964» του ΣΠ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ
Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ

 

“Πώς έλεγαν τη μάνα μου”

Ο Νίκος Βαρμάζης διηγείται πώς έμαθε το όνομα της μητέρας του:

Θυμούμαι βεβαίως πολύ καλά την πρώτη μέρα μου στο σχολείο, το Σεπτέμβρη του 1942. Θυμούμαι καλά τη μέρα αυτή γιατί τότε έμαθα το όνομα της μάνας μου. Ο πρώτος δάσκαλός μου, ο Γιάννης Παπαδημητρίου, συνομήλικος και συμμαθητής της μάνας μου, με ρώτησε παρόντος και του πατέρα μου: -Πώς λένε τη μάνα σου; -Νύφη, του απάντησα αμέσως. Γέλασε κι αυτός και ο πατέρας μου και με ξαναρώτησε: -Αλλιώς; -Δημήτραινα, του απάντησα εγώ και ξαναγέλασαν δυνατότερα ο δάσκαλος και ο πατέρας μου. Φαίνεται όμως ότι μέσα μου κακοφάνηκε που γελούσαν και συμπλήρωσα την απάντησή μου: -Έτσι τη λέει η γιαγιά μου. Νύφη και Δημήτραινα άκουγα συνεχώς να τη φωνάζει η γιαγιά μου. Εκείνη τη μέρα έμαθα ότι τη μάνα μου την έλεγαν Ευγενία, ένα όνομα που δεν άκουγα να λέγεται μέσα στο σπίτι.

ΝΙΚΟΣ Δ. ΒΑΡΜΑΖΗΣ “ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ” Εκδόσεις ΜΑΤΙ

 

«Εις το κέντρον της κολάσεως»

Υπήρχε ποτέ αμαρτωλός, όστις έλεγεν εις τον πνευματικόν του, ότι αφού έφθασεν ήδη εις το κέντρον της κολάσεως, δεν τω μένει ειμή να πράξη άλλας τόσας αμαρτίας, ίσως εξέλθη από την άλλην άκραν.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ τόμος 1, αρ. 19 (1851)

 

 

Δημήτριος Υψηλάντης: νομίζων εαυτόν αρχηγόν…

26/03/2010

Ο Χρήστος Βυζάντιος περιγράφει κάποια ενδιαφέροντα γεγονότα που συνέβησαν λίγο πριν και λίγο μετά την άλωση της Τριπολιτσάς:

 

Μετά δέκα ημέρας από της αφίξεως του τακτικού σώματος εις Τρίπολιν, ανηγγέλθη εις το εκεί στρατόπεδον ότι ο εμφανισθείς εις Καλάμας τουρκικός στόλος παραπλέων την Αχαΐαν εισήλθεν εις τον Κορινθιακόν κόλπον, επαπειλών τα παράλια αυτού. Ο Υψηλάντης, καθό νομίζων εαυτόν αρχηγόν της Πελοποννήσου, προσεκάλεσε πολλούς των εν τη πολιορκία οπλαρχηγών να δράμωσι μετά των υπ’ αυτούς σωμάτων προς υπεράσπισιν των εκεί επαπειλουμένων παραλίων χωρών. Αλλ’ ουδείς υπήκουσεν αυτώ διότι άπαντες οι πολιορκούντες την πόλιν ταύτην Έλληνες περιμένοντες την όσον ούπω άλωσιν αυτής, δεν ήθελον ν’ απομακρυνθώσιν εξ αυτής στερούμενοι των προσδοκωμένων πλουσίων λαφύρων, ώστε και ει τις των εκεί οπλαρχηγών ήθελε να υπακούση εις την διαταγήν του Υψηλάντου, ουδείς των υπ’ αυτόν απεμακρύνετο της θέσεως ταύτης ακολουθών τον καπιτάνον του· καθόσον και φόβος επρόκειτο μη οι Λάκωνες (Μανιάται) οίτινες συν γυναιξί και τέκνοις συνήχθησαν εκεί προς λαφυραγωγίαν, διαρπάσωσι την πόλιν, όπως και εγένετο μετ’ ου πολύ. Ο δε Υψηλάντης, φροντίζων μόνον περί της προόδου της Επαναστάσεως και της υπερασπίσεως του ελληνικού λαού, εκ των προσβολών του εχθρού, προσλαβών το τακτικόν σώμα, και πεντακοσίους άνδρας, ους έδωκεν αυτώ ο Θ. Κολοκοτρώνης υπό τους δύο υιούς αυτού Πάνον και Γενναίον, ανεχώρησε και απήρχετο εις Αίγιον, ένθα ο τουρκικός στόλος εφαίνετο ότι απεπειράτο ν’ αποβιβάση στρατόν. Το δε μικρόν τούτο τακτικόν σώμα κατά την δεινήν περίστασιν ταύτην έδειξεν ότι εμπνεόμενον υπό της πειθαρχίας και πατριωτισμού κατά πόσον εσέβετο και εξετέλει τας διαταγάς των ανωτέρων του


Δημήτριος Υψηλάντης (1793 ή 94-1832)
έργο του Σπυρίδωνος Προσαλέντη
από την ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

 Απερχόμενος ο Υψηλάντης εις Αίγιον μετά του σώματος, πληροφορηθείς δε καθ’ οδόν, εν τω χωρίω της Σικυώνος Βασιλικά, ότι ο τουρκικός στόλος, αντί της αποβιβάσεως στρατού εις τα παράλια της Πελοποννήσου, επυρπόλησε τα εν Γαλαξιδίω ελλιμενιζόμενα ελληνικά εμπορικά πλοία και μετά ταύτα εξήλθε του Κορινθιακού κόλπου, εστράφη μετά του τακτικού σώματος εις Τρίπολιν. Αλλά καθ’ οδόν ανηγγέλθη αυτώ η άλωσις της πόλεως ταύτης, γενομένη τη 23 Σεπτεμβρίου 1821, ως και η εν αυτή τη πόλει γενομένη σφαγή των Τούρκων εναντίον της συνομολογηθείσης περί παραδόσεως αυτών συμβάσεως.
Αι αγγελίαι αύται τοσούτον κατετάραξαν αυτόν, ως άνδρα γενναίον και φιλάνθρωπον, και γνωρίζοντα οποίαν θλιβεράν εντύπωσιν ήθελον προξενήσει ταύτα καθ’ άπαντα τον πολιτισμένον κόσμον, απεφάσισε να μεταβή μετά του τακτικού σώματος εις Αθήνας. Αλλ’ οι εν Τριπόλει στρατιωτικοί αρχηγοί της Πελοποννήσου, λαβόντες γνώσιν της αποφάσεως ταύτης του Υψηλάντου και μη θέλοντες την αναχώρησιν αυτού εκ της πατρίδος των, διότι ο λαός της Πελοποννήσου και ιδίως οι φέροντες τα όπλα αρχηγοί τε και στρατιώται ηγάπων και εσέβοντο αυτόν, εξαπέστειλαν προς αυτόν επιτροπήν εξ επισήμων ανδρών, δικαιολογούμενοι ότι τα εν τη αλώσει της Τριπόλεως ήσαν τυχαία συμβάντα εναντίον της θελήσεως των εκεί στρατιωτικών αρχηγών, ιδίως δε απέδιδον ταύτα πάντα εις την προς λαφυραγωγίαν ανέκαθεν τάσιν των Μανιατών· προς δε υπέσχοντο ότι μετά την επάνοδον αυτού εις Τρίπολιν, ήθελον δώσει και μέρος των λαφύρων της πόλεως εις το υπ’ αυτόν τακτικόν σώμα.

Παναγιώτης Ζωγράφος
(κατά παραγγελία και με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη)
“Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων”
από τη Βικιπαίδεια

Ο Υψηλάντης, ως ανήρ αγαθός, εύπιστος και αδυνάτου χαρακτήρος, μη θέλων δε να δυσαρεστήση τινά, πολύ μάλλον δε να λυπήση τους ικετεύοντας αυτόν, επανήλθε μετά του τακτικού σώματος εις Τρίπολιν. Αλλά μάτην οι περί τούτον υποσχέσεις αυτών· το τακτικόν σώμα εισελθόν εις Τρίπολιν δεν εύρε ειμή τα θύματα των σφαγών και της λεηλασίας· τα πάντα είχον διαρπαγή, ώστε ουδέ τακτικήν τροφή ελάμβανε· ει και ο δυστυχής συνταγματάρχης Παλέσας διεμαρτύρετο κατά της ακηδίας ταύτης των εν Τριπόλει αρχόντων, ουδείς έδιδεν ακρόασιν εις τα περί του σώματος αυτού παράπονα. Ένεκα τούτου οι υπ’ αυτόν στρατιώται καθεκάστην ελιποτάκτουν.
Ο δε Υψηλάντης, επιθυμών την συντήρησιν του τακτικού σώματος, του οποίου την παραλυσίαν προέβλεπεν, αν τούτο διέμενεν εισέτι εν Τριπόλει, ελθών δε και εις νέας έριδας μετά των πολιτικών αρχηγών, διαφωνούντων προς τους στρατιωτικούς λίαν συμπαθούντας προς αυτόν, συνεννοηθείς μετά του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και λοιπών οπλαρχηγών, προσέλαβε το τακτικόν σώμα και ήλθεν εις Άργος.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΑΥΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ, ΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΣΧΕΝ Ο ΤΑΚΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥ 1821 ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ 1833″ ΑΘΗΝΑΙ 1901

από το βιβλίο του ΑΠΟΣΤ. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ “ΕΠΙΛΕΚΤΕΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ” ΤΟΜΟΣ Α΄
Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ

Ελευθερία

24/03/2010

Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά¹. 

ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ “ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ”
¹γνωμικό του Ελβετού φιλοσόφου Albrecht von Haller, που ο Ρήγας παραθέτει στο βιβλίο του.
(από την έκδοση των ΝΕΩΝ: «ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ» του Π. Μ. ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ)

 

Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ «ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ»
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
 

 

Ακριβή πραμάτεια η λευτεριά. 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ «ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ» Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ 

 

Ελευθερία για το πνεύμα είναι ό,τι το οξυγόνο για το σώμα… 

ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ «ΟΙ ΠΑΝΘΕΟΙ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 

 

Λεφτεριά θα πει δύναμη. 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 

 

Ελευθεριά, για σένα ζω, για σε μόνον παλεύω. 

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ  

 

Αλλά πόσας φοράς πρέπει να εκφωνήσω ότι η Ελευθερία είναι αναγκαιοτέρα και από την ιδίαν ύπαρξιν εις τον άνθρωπον; 

ΑΝΩΝΥΜΟΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ»
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
 

 

Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; 

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ «ΔΙΑΛΟΓΟΣ»
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
 

 

Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία. 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ «Ο ΒΡΑΧΟΚΗΠΟΣ»
μετάφραση Π. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ Εκδόσεις ΕΛ. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
 

  

Όσο δύσκολο είναι να αποκτήσει κανείς την ελευθερία, τόσο εύκολο είναι να τη χάσει. 

ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ 

 

Τι θα πει λεύτερη ψυχή; Να βάνεις τη λευτεριά πιο πάνω απ’ τη ζωή! 

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ «Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 

 

Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον! 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ «ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ» Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ 

 

Η ελευτεριά καταχτιέται, δε χαρίζεται από άλλους. 

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΟΣΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ» Εκδόσεις ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ 

 

Αν δε βρεθεί να πεθάνει κανείς για τη λευτεριά τότε θα πεθάνει η ίδια η λευτεριά. 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ «ΘΥΜΩΜΕΝΑ ΣΤΑΧΥΑ» Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 

 

Ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που εξαρτάται μόνον από τις τιράντες του. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ «ΘΡΥΨΑΛΑ»
από το βιβλίο του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΑΝΘΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ
 

 

Η ελευθερία προϋποθέτει τη σκληρότητα. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος όταν ενδίδω. 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ «ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ» Εκδόσεις ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ 

 

Ελευθερία της σκέψης είναι πρώτα απ’ όλα ελευθερία του πλανάσθαι. 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ «ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ» Δ΄ Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 

 

Ο άνθρωπος έχει γεννηθεί για να ποθεί την ελευθερία μέσα σ’ ένα κόσμο που δεν την ανέχεται. 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ «ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ» Εκδόσεις ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ 

 

Κανείς δεν μπορεί να υποδουλώσει κάποιον που σκέπτεται ελεύθερα. 

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ «ΟΙ ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ 

 

Ελευθερία είναι να κάνεις αυτό που θεωρείται κακό και μη επιτρεπόμενο και οι άνθρωποι να το παραδέχονται. 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 

  

Ο άνθρωπος γίνεται λεύτερος με τη δύναμη του λογισμού και με τη δύναμη την αθάνατη της τέχνης. Δε γίνεται λεύτερος με την πίστη. 

Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ «ΜΕΒΛΑΝΑ Ο ΕΞΑΙΣΙΟΣ» 

 

Ωραίον πράγμα είναι η ελευθερία. Ο Θεός αναπαύσαι την ψυχήν του, όστις την εφεύρε! 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ «Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ» Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ 

 

Η Ελευθερία είναι εκείνη η δύναμις οπού έχει ο άνθρωπος εις το να κάμη όλον εκείνο, οπού δεν βλάπτει εις τα δίκαια των γειτόνων του. 

ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ «ΤΑ ΔΙΚΑΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ» 

 

Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και τη χαρίζουνε. Όσοι την πήραν χάρισμα τη χαράμισαν. 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ «ΘΥΜΩΜΕΝΑ ΣΤΑΧΥΑ» Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 

 

Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος. 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ «ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ» Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

 

Δεν είμαι ένοχος, δεν είμαι αθώος, είμαι ελεύθερος.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟΣ «ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ» Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ

 

Ο αγωνιστής της ελευθερίας νιώθει μέσα του ότι ελευθερία θα πει υποταγή σε κάτι που εμείς οι ίδιοι δουλεύουμε για να το βάλουμε από πάνω μας. 

ΝΙΚΟΣ Γ. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ «Ο ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ» Εκδόσεις ΑΓΡΑ

  

Η πείνα και η στέρηση είναι βασικές μορφές ανελευθερίας. 

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ «ΟΙ ΝΕΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ

 

Δε σημαίνει τίποτα αν η ελευθερία μάς ωφελεί ή μας βλάφτει. Χρωστούμε να είμαστε ελεύθεροι. Δεν είναι δικαίωμα, αλλά μια υποχρέωση. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας για το έθνος και για τον κάθε πολίτη, ζήτημα αυτοσεβασμού… 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ «ΑΡΓΩ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Ελευθερία χωρίς δικαιοσύνην είναι καθαρά ληστεία.

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΛΩΤΟ» 25/6/1792
«ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ Α»  ΟΜΙΛΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

 

Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λεφτεριά η δικιά του θα ναι λεφτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα χεις κανενός Θεού.
 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΣΤΥΛΙΤΗΣ» 

 

Τη λεφτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν, με τα δικά τους χέρια, μοναχοί. 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΛΕΦΤΕΡΙΑ» 

 

Μισή λεφτεριά δεν τη θέλει ο λαός μας.                            

ΨΥΧΑΡΗΣ «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ» 

 

Καλή η Λογική κ’ η Σωφροσύνη
όταν όμως υπάρχει Λευτεριά.
Οι τυραννίες γκρεμίζονται με αγώνες
της Λευτεριάς το παραμύθι με αίμα γράφεται.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ «ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ»

 

Τι η Λευτεριά πιο δυσκολόφταστ’ είν’ απ’ όλα
και πρέπει πριν να τη λογιάσεις για δική σου
ν’ αγωνιστείς να την κερδίσεις για τους άλλους.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ «Ο ΔΑΙΔΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ»

 

Ελευθερία και ευθύνη είναι έννοιες αλληλένδετες.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ «Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ» Εκδόσεις ΝΟΗΣΗ

 

Ο Θεός έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος, δεν την παίρνει οπίσω.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ «ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ»
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

 

Θεμέλιον της ευτυχίας είναι η ελευθερία και της ελευθερίας η ευψυχία.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΑΙ» μετάφραση ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

 

Εάν η ελευθερία είναι έπαθλον θυσιών, δεν υπάρχει επί της γης έθνος δυνάμενον να είπη, ότι υπέστη προς ανάκτησιν αυτής θυσίας πλείονας του Ελληνικού.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
από το βιβλίο του Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑ «Κ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ»
Εκδόσεις ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ

 

έτσι ήτανε

21/03/2010

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει το διήγημα του Γιάννη Βλαχογιάννη «Έτσι ήτανε», από τη συλλογή διηγημάτων «Μεγάλα Χρόνια» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Παππού, σήκου, παππούλη: Σήμερα είναι μέρα επίσημη: Τι φυλάς το στρώμα και βογγάς; Όλο βογγάς κι όλο μαλώνεις – σώνεις πια: Έβγα να ιδής: Έλα ν’ αλλάξης και να πας στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα – Σάββατο Λαζάρου:
Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Τόξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή. Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανή – μήτε ο θεός να δώση:
Τόξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα νάτανε ναρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά – του κάκου:
Μα του μικρού ταγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθή και να του γίνη πειρασμός και πάλι.
-Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνης αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά:
-Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι…
-Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!
Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα τούχυσε στα σωτικά· ο νους του σάλεψε άξαφνα.
-Έφτασα: Τ’ άρματά μου:
Ορθός τινάχτηκε σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.
Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητή. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’ άρματα κρατούν – και ρίχνουν:
Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψη τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δη «πώς ήτανε» – κι ο γέρος πάει να το πιστέψη.
Βρίσκεται με ταγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερή…
-Ωρέ, δεν ήταν έτσι: κράζει με δυνατή φωνή.
Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.
Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.
-Να, ωρέ, έτσι ήτανε:
Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καϊμό του.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ 16/12/1911
«ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ» από το βιβλίο «ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

τούτο όμως είναι ιστορία

17/03/2010

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου: «Κυδαθηναίων 9» Εκδόσεις Αστρολάβος / Ευθύνη

 

Αντιγράφω πάλι από τη Ημερολόγιό μου:

27 Νοέμβρη 1943
Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη. Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:
«Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη». Έμεινα σαν απολιθωμένη. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα. Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός. Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό.
-Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
-Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού.
Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω:
«Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα». Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων.
Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι. Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες.

 

28 Νοέμβρη 1943
Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τούτο όμως είναι ιστορία. Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). Ο γερμανός αρνήθηκε. Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.
-Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα.
Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Όταν μάζεψαν τους νεκρούς στο Μονοδένδρι, ο Χρήστος Καρβούνης είχε το μπράτσο σπασμένο».

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ «ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΩΝ 9» Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ / ΕΥΘΥΝΗ

Η φωτογραφία του Χρήστου Καρβούνη είναι από το http://pallaconian.tripod.com/monodendri.html