μονομαχία Αχιλλέα – Έκτορα

Νάτος, έρχεται! Πλησιάζει τις Σκαιές Πύλες με γρήγορες δρασκελιές, τρεχάτος σαν άλογο σε αρματοδρομίες. Κουνάει γρήγορα γόνατα και πόδια κι η πανοπλία του αστράφτει σαν το αστέρι του Ωρίωνα. Όλοι έχουν κρυφτεί πίσω απ’ τα τείχη, βρίσκοντας καταφύγιο σαν ελαφάκια που στεγνώνουν με ασφάλεια τον ιδρώτα τους. Μόνο ο Έκτορας έχει μείνει έξω. Ο Πρίαμος υψώνει τα χέρια και, κλαίγοντας, τον εκλιπαρεί να κρυφτεί κι αυτός. Το ίδιο κι η Εκάβη. Μάταιες οι προσπάθειές τους. Όχι πως δεν το σκέφτεται ο Έκτορας. Αναρωτιέται μάλιστα:
«Τι να κάνω; Αν τρυπώσω στο κάστρο πώς θα αντικρίσω τους υπόλοιπους Τρώες που πήρα τόσο στρατό στο λαιμό μου και δεν τους άκουσα όταν με συμβούλευαν να γυρίσουμε πίσω πριν βγει εκείνος στη μάχη; Θα καθίσω λοιπόν εδώ να τον αντιμετωπίσω είτε να τον σκοτώσω και να γυρίσω νικητής είτε έντιμα να σκοτωθώ απ’ αυτόν εδώ μπροστά στα τείχη. Ή μήπως να παρατήσω την ασπίδα και το κράνος μου, ν’ ακουμπήσω το δόρυ μου στο τείχος και να πάω να του τάξω την Ελένη και όσα πολύτιμα έφερε ο Πάρης κι ύστερα να μοιράσουμε μισά μισά με τους Αχαιούς όσα βρίσκονται στην Τροία; Μα τι είναι αυτά που κάθομαι και συλλογιέμαι; Αν πάω να τον παρακαλέσω και δε με λυπηθεί και με σφάξει άοπλο σα να ήμουν γυναίκα; Όχι, όχι, καλύτερα να χτυπηθούμε, μια ώρα αρχύτερα να δούμε σε ποιον θα δώσει τη νίκη ο Ολύμπιος Δίας».

Όταν όμως τον είδε να πλησιάζει κι άλλο, κρατώντας στο δεξί του χέρι το φριχτό εκείνο όπλο απ’ το Πήλιο, κι είδε το χαλκό απ’ την πανοπλία του να αντιφεγγίζει σα φλόγα ήλιου που ανατέλλει, ο Έκτορας δεν άντεξε να μείνει εκεί. Άφησε πίσω του τις Πύλες κι έτρεξε αλαφιασμένος να σωθεί. Εκείνος χύμηξε πίσω του σαν γεράκι που χύνεται να κυνηγήσει δειλό περιστέρι.
Τρεις φορές είχαν γυρίσει γύρω απ’ τα τείχη της Τροίας όταν ο Δίας είπε στους άλλους θεούς: «Τον κλαίει η ψυχή μου τον Έκτορα που έχει θυσιάσει για μένα πολλά βόδια στην Ίδη αλλά και μέσα στην ακρόπολη. Αποφασίστε λοιπόν, θεοί του Ολύμπου, τι λέτε, να τον σώσουμε απ’ το θάνατο, τέτοιο γενναίο άνδρα ή να τον αφήσουμε να σκοτωθεί;»
Αμέσως η Αθηνά τού απάντησε πως δεν κάνει να γλυτώσει απ’ το θάνατο έναν άνθρωπο θνητό, που από καιρό τον έχει σημαδέψει η μοίρα. Έτσι ο Δίας της έδωσε την άδεια να βοηθήσει τον σγαπημένο της ήρωα. Τότε η Αθηνά μ’ ένα πήδημα κατέβηκε απ’  τις κορφές του Ολύμπου κι έφτασε στην Τροία όπου οι δύο άντρες έτρεχαν ακόμη γύρω απ’ τα τείχη. Όπως το ελαφάκι κυνηγιέται απ’ το σκύλο, μέσα από λάκκους και φαράγγια, έτσι έτρεχε κι ο Έκτορας χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ’ το διώκτη του αλλά κι εκείνος δεν μπορούσε να τον πιάσει.   

Μόλις έφτασαν για τέταρτη φορά μπροστά στις Πύλες, ο Δίας πήρε τη χρυσή του ζυγαριά, έβαλε πάνω τις μοίρες των δύο αντρών και έγειρε η μοίρα του Έκτορα τραβώντας τον στον Άδη. Τότε ο Απόλλωνας σταμάτησε να τον βοηθάει. Κι η Αθηνά παίρνοντας τη μορφή του Διήφοβου, πήγε κοντά στον Έκτορα και του είπε: «Έλα, Έκτορα, να σταθούμε οι δυο μας να τον αντιμετωπίσουμε». Ο Έκτορας δεν κατάλαβε την απάτη της Αθηνάς και απάντησε με χαρά: «Διήφοβε, πάντα ήσουν ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά τώρα, πιο πολύ από πριν, θα σ’ έχω στην καρδιά μου που άφησες τα τείχη κι ήρθες εδώ να με βοηθήσεις ενώ οι άλλοι μένουν κλεισμένοι μέσα». Και παίρνοντας θάρρος, πλησίασε τον αντίπαλό του και είπε:
«Δεν τρέχω άλλο, γιε του Πηλέα. Η καρδιά μου λέει τώρα να αναμετρηθώ μαζί σου, έλα λοιπόν να βάλουμε τους θεούς για μάρτυρες και να κάνουμε μια συμφωνία. Αν δώσει ο Δίας και σου πάρω τη ζωή, εγώ δε θα φερθώ άτιμα στο πτώμα σου. Μονάχα τα άρματά σου θα πάρω, το λείψανο θα το δώσω πίσω στους Αχαιούς. Το ίδιο πρέπει κι εσύ να κάνεις».
Κι εκείνος του απάντησε:
«Έκτορα, που τα εγκλήματά σου είναι άσβηστα, μην πας να με τυλίξεις με όρκους. Όπως δε δίνουν ποτέ όρκους οι άνθρωποι με τα λιοντάρια, όπως δεν είδες ποτέ λύκο κι αρνί συντροφιασμένους, έτσι κι εμείς οι δύο δε γίνεται  να δώσουμε όρκους ούτε να φιλιωθούμε ποτέ. Βάλε μόνο όλη σου την τέχνη και προσπάθησε να φανείς γενναίος πολεμιστής γιατί ήρθε η ώρα να πεθάνεις!»
Και τελειώνοντας τα λόγια του τίναξε το μακρόσκιο κοντάρι του. Μα πρόλαβε ο Έκτορας και το απέφυγε. Το κοντάρι σφύριξε από πάνω του και καρφώθηκε στη γη. Το άρπαξε τότε η Αθηνά και, χωρίς να την αντιληφθεί ο Έκτορας, το έδωσε πίσω στον γιο του Πηλέα! Τότε είπε ο Έκτορας:
«Αστόχησες, ισόθεε Αχιλλέα! Μην περιμένεις πια να το βάλω στα πόδια για να με σκοτώσεις πισώπλατα. Κοίτα τώρα να σωθείς απ’ το δικό μου κοντάρι».
Έτσι είπε και τίναξε με δύναμη το κοντάρι του πετυχαίνοντας αλάθευτα τον Αχιλλέα στη μέση της ασπίδας. Μα το όπλο πήδησε μακριά. Στάθηκε τότε ο Έκτορας με βαριά καρδιά και φώναξε το Δηίφοβο να του δώσει άλλο κοντάρι. Μα ο Δηίφοβος δεν ήταν πια κοντά του! Τότε μόνο κατάλαβε ο Έκτορας τι συμβαίνει και φώναξε:
«Αλήθεια είναι πως οι θεοί με κράζουν στον Άδη. Εγώ νόμιζα πως ο Δηίφοβος είναι κοντά μου κι εκείνος βρίσκεται μέσα στο τείχος κι όλα αυτά ήταν μια παγίδα της θεάς. Τώρα καταλαβαίνω πως ο θάνατος είναι κοντά μου. Δε θα αργήσει να έρθει. Τουλάχιστον να μην πεθάνω χωρίς να πολεμήσω. Δε θέλω να πέσω άδοξα. Ας καταφέρω τουλάχιστον ένα τρανό κατόρθωμα να το θυμούνται οι επόμενες γενιές».
Σαν είπε αυτά τα λόγια τραβάει ο Έκτορας τ’ ακονισμένο του σπαθί και σκύβοντας χυμάει σαν τον αϊτό που χύνεται στον κάμπο ν’ αρπάξει τρυφερό αρνί ή ανήσυχο λαγό. Ορμάει κι ο Αχιλλέας¹ με άγριο θυμό μες στην ψυχή του, κοιτάζοντας με προσοχή το κορμί του Έκτορα να δει πού θα μπορούσε πιο εύκολα να το χτυπήσει, γιατί ο Έκτορας φορούσε την πανώρια χάλκινη αρματωσιά του Πάτροκλου που άφηνε ακάλυπτο μόνο το σημείο που οι κλειδώσεις χωρίζουν το λαιμό απ’ τους ώμους, στο φάρυγγα, στο μέρος δηλαδή που έρχεται πιο γρήγορα ο θάνατος. Εκεί τον κάρφωσε με το κοντάρι ο Αχιλλέας κι η βαριά χάλκινη αιχμή πέρασε τον τρυφερό λαιμό και βγήκε απ’ το άλλο μέρος χωρίς όμως ν’ αγγίξει το λάρυγγα! Για να ‘χει την ευκαιρία να πει κι ο Έκτορας δυο λόγια πριν πεθάνει!
Σωριάστηκε κάτω στη σκόνη ο Έκτορας και φώναξε ο Αχιλλέας από πάνω:
«Έκτορα, σίγουρα θα σκέφτηκες όταν σκότωνες τον Πάτροκλο πως γλύτωσες, κι εμένα δε με λογαριάσες καθόλου γιατί ήμουν μακριά. Ανόητε! Δικός του εκδικητής είχα απομείνει εγώ πίσω στα καράβια, εγώ που σε γονάτισα! Κι εσένα τώρα τα σκυλιά θα σε τραβολογούν και τα όρνια, ενώ τον Πάτροκλο με τιμές θα τον θάψουνε οι Αχαιοί».
Ο Έκτορας του είπε τότε, αχνά αναπνέοντας:
«Σε εξορκίζω στη ζωή σου και στη ζωή των γονιών σου, μη μ’ αφήσεις να με σπαράξουν τα σκυλιά μα δώσε πίσω το κορμί μου στους δικούς μου για να αξιωθούν να μου το κάψουν στην πυρά!»
Κι ο Αχιλλέας κοιτάζοντάς τον άγρια του είπε:
«Σκύλε, μη με ξορκίζεις στη ζωή μου ούτε στους γονιούς μου. Μακάρι να είχα το κουράγιο να σου φάω εγώ τις σάρκες για το κακό που μου ‘καμες! Μάνα σε νεκρικό κρεβάτι δε θα σε θάψει, μα τα σκυλιά και τα όρνια θα σε φάνε ολόκληρο!»
Ο Έκτορας τότε του είπε ξεψυχώντας:
«Το ήξερα πως δεν πρόκειται να σε μαλακώσω γιατί εσύ αντί για καρδιά έχεις σίδερο στα στήθια. Πρόσεξε όμως μη γίνω αφορμή να οργιστούν μαζί σου οι θεοί τη μέρα που ο Πάρις κι ο Απόλλωνας θα σε σκοτώσουν μπρος στις Σκαιές Πύλες²».
Μόλις τα ‘πε αυτά τον σκέπασε του θανάτου η καταχνιά κι η ψυχή του πέταξε μακριά απ’ το σώμα για να πάει στον Άδη.
Μα και νεκρό ακόμα του φώναξε ο Αχιλλέας:
«Ψόφα εσύ τώρα, κι έπειτα ας μου ‘ρθει εμένα ο Χάρος σα θέλει ο Δίας κι οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν».
Είπε κι έσυρε απ’ το κορμί το χαλκωτό κοντάρι κι εκεί κοντά παράμερα το άφησε. Κατόπιν άρχισε να τον γυμνώνει απ’ την πανώρια αρματωσιά. Κι έτρεξε γύρω ο στρατός να δούνε σαν τι να ήταν τάχα η όψη κι η κορμοστασιά του. Και κανείς δεν πήγαινε εκεί κοντά χωρίς να τον πληγώσει! Κι έλεγε ο καθένας στο διπλανό του: «Πόσο τώρα ξέγνοιαστα τον Έκτορα μαλάζεις, όχι όπως όταν με φωτιά μας έκαιγε τα πλοία!» και ζύγωνε κοντά και τον τρυπούσε!

¹Όπως και στη μονομαχία Έκτορα – Πάτροκλου, έχουμε και εδώ μια άνιση μάχη, μόνο που τώρα οι ρόλοι είναι αντεστραμμένοι. Ο Αχιλλέας κρατάει το κοντάρι που του έχει δώσει η Αθηνά, ενώ ο Έκτορας, χωρίς τη βοήθεια του Απόλλωνα, μάχεται μόνο με το σπαθί του.

 ²Ο Έκτορας τη στιγμή του θανάτου του προλέγει το επικείμενο τέλος του Αχιλλέα.

Η μονομαχία Αχιλλέα – Έκτορα περιέχεται στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας του Ομήρου. Για την περιγραφή της μονομαχίας χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις των: α) Ν. Φίλιππα, εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ και β) Αλεξάνδρου Πάλλη.

Advertisement

7 Σχόλια to “μονομαχία Αχιλλέα – Έκτορα”

  1. Τελευταίος Says:

    Θωμά, η στιγμή της μονομαχίας είναι γεμάτη νοήματα και εικόνες που θέλει πολύ μεγάλη ανάλυση για να αναφερθούν όλα. Από τη μια έχουμε το «λυσσασμένο» Αχιλλέα που έχει ξεχάσει ακόμα και τους στοιχειώδεις κανόνες συμπεριφοράς λόγω του τυφλού του μίσους κι από την άλλη έναν Έκτορα που εμφανίζει τα κλασικά σημάδια του ανθρώπινου φόβου. Όμως, καταφέρνει να ξεπεράσει το φόβο του γνωρίζοντας τον επικείμενο θάνατό του και κάθεται να πολεμήσει σε έναν άνισο αγώνα. Νομίζω ότι ο Όμηρος εδώ μας δείχνει ότι γενναίος δεν είναι εκείνος που ορμά αλλά εκείνος που ξέρει τη μοίρα του κι αντί να φύγει κάθεται και την υπομένει. Ο δε Αχιλλέας δείχνει το ψυχρό και απάνθρωπο πρόσωπό του σε μια επίδειξη ισχύος, ακόμα και τη στιγμή που ο αντίπαλός του ξεψυχά, που δεν τον τιμά καθόλου. Δείχνει την ωμή δύναμη αλλά και την υπεροψία του ισχυρού που δε λογαριάζει ούτε καν τους Θεούς.

    Την καλημέρα μου Θωμά και μπράβο για την ανάρτηση που παρά το γεγονός ότι είναι ένα δύσκολο σημείο της Ιλιάδας την έχεις αποδώσει άψογα αποδίδοντας το νόημα χωρίς να έχεις αφήσει τίποτα απ’ έξω.

  2. Σοφία Says:

    Μια χαρά τα κατάφερες και πάλι και με παρασύρεις για μια ακόμη φορά στον ομηρικό κόσμο.
    Ωραίο και το θέμα που θέτει ο Τελευταίος, διαχρονικό. Το να ξέρει κανείς ότι θα πεθάνει αλλά να μπαίνει στη μάχη είναι ολόκληρη φιλοσοφία ζωής και έχει υμνηθεί στα δημοτικά τραγούδια αλλά και από ποιητές. Για τον ομηρικό ήρωα όμως ήταν πολύ σημαντικός ο δοξασμένος θάνατος και η υστεροφημία, το καλό όνομα στους απογόνους.
    Αν εξετάσω την μονομαχία με το βλέμμα της σημερινής εποχής θα τοποθετηθώ με τον Έκτορα, διότι αυτός είναι ο αδύναμος και ο ανυπεράσπιστος που μάχεται για την τιμή και για τη δόξα με τις δικές του δυνάμεις. Ο Αχιλλέας κέρδισε με απάτη και τη βοήθεια της Αθηνάς. Είναι δίκαιο αυτό; Με τα σημερινά δεδομένα όχι. Αλλά στην ομηρική εποχή η βοήθεια των ανθρώπων ήταν κατακριτέα και αφαιρούσε δόξα όχι η θεϊκή βοήθεια. Αυτή αντιθέτως προσέθετε δόξα δεν αφαιρούσε. Η νίκη δεν είναι δυνατή χωρίς τη θεϊκή θέληση και η θεϊκή εγκατάλειψη προοιωνίζει την ήττα και τη συμφορά. Οι θεοί στην ομηρικοί εποχή μπορούν να είναι καλοί και κακοί, να εξυψώσουν ή να συνθλιψουν έναν άνθρωπο. Αυτό το γνωρίζουν οι άνθρωποι και το βλέπουμε στην αντίδραση και συμπεριφορά του Έκτορα.
    Τελικά τα γεγονότα , τις ανθρώπινες δράσεις και συμπεριφορές πάντα πρέπει να τα εντάσσουμε στην εποχή τους για να τα κατανοήσουμε , διαφορετικά βγάζουμε λάθος συμπεράσματα.

    Καλό απόγευμα

  3. Όλγα Says:

    Νομίζω πως ο Αχιλλέας φέρεται «ψυχρά και απάνθρωπα», όπως λέει και ο Τελευταίος, όχι όμως από έπαρση αλλά επειδή η οργή και το μίσος του τον έχουν τυφλώσει. Είναι λογικό να είναι σ’ αυτήν την κατάσταση αφού από δικό του πείσμα ο Πάτροκλος είναι νεκρός και η εκδίκηση είναι ο μόνος τρόπος να εξιλεωθεί.

    Συμφωνώ ως προς τη γενναιότητα του Έκτορα, αλλά όταν αποφασίζει να μονομαχήσει δεν γνωρίζει την τελική έκβαση της μονομαχίας, ενώ ο Αχιλλέας που ξέρει πως θα σκοτωθεί κι ο ίδιος, δε διστάζει να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του φίλου του.

    Βέβαια το γεγονός πως ο Αχιλλέας έχει τη βοήθεια της Αθηνάς, ενώ ο Έκτορας μάχεται μόνο με τις δικές του δυνάμεις, του αφαιρεί πολλούς πόντους από την αντρεία και τη γενναιότητά του…

    Θωμά, σ’ ευχαριστώ για τις αναρτήσεις σου, είμαι στη ραψωδία Ζ. 😀

  4. GB Says:

    Εάν την μονομαχία υποκαταστήσουμε με παιχνίδι Ηρακλήτειο τότε αναδεικνύεται η μπλόφα τού Δήϊ,Φόβου τού ψυχολογικού τού Πάτροκλου στην οποία εάν δεν είχε υποπέσει όταν ρίχνει τή ζαριά του, υποθέτω δεν θα έγερνε η πλάστιγγα τών θεών

  5. Θωμάς Says:

    Αισθάνομαι ευγνώμων για τα τόσο σημαντικά σας σχόλια. Τα διάβασα πολλές φορές και δεν έχω να προσθέσω παρά μόνο τη λύπη μου που το ταξίδι μου στον ομηρικό κόσμο φτάνει σιγά σιγά στο τέλος του. Θα υπάρξει όμως μια ακόμα ανάρτηση σχετική με τον χάλκινο ύπνο…

  6. Mantra Says:

    Ο Έκτορας ήθελε να πάρει το πτώμα του Πέτροκλου και να το ρίξει στα σκυλιά της Τροίας. Οπότε η συμπεριφορά του Αχιλλέα είναι όμοια με αυτή που επεδίωξε ο Έκτορας για τον Πάτροκλο. Απλά ο Αχιλλέας κατάφερε να κάνει αυτό που ήθελε σε αντίθεση με τον Έκτορα

    • Θωμάς Says:

      Πράγματι έτσι είναι. Η ηθική της ομηρικής εποχής διαφέρει αρκετά από τη δική μας ηθική.
      Σας ευχαριστώ που μου θυμίσατε μια αγαπημένη σειρά αναρτήσεων.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Αρέσει σε %d bloggers: