Μνημόνιο Καλαβρύτων: 13/12/1943

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει εκτεταμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Καλδίρη «Το δράμα των Καλαβρύτων», το οποίο αναφέρεται στη σφαγή των Καλαβρύτων, τη μαζική εξολόθρευση δηλαδή από τους Γερμανούς του ανδρικού πληθυσμού της πόλης των Καλαβρύτων και γειτονικών χωριών στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 (ακριβείς εκτιμήσεις για τον το συνολικό αριθμό των θυμάτων δεν υπάρχουν. Οι νεκροί υπολογίζονται από 650 έως 1.300). Η σφαγή αυτή έγινε με αφορμή την εκτέλεση 77 Γερμανών αιχμαλώτων, από αντάρτες του ΕΑΜ.

Όσο για τον τίτλο της ανάρτησης και ιδιαίτερα για τη λέξη Μνημόνιο, θα πρέπει να σημειώσουμε πως Μνημόνιο σύμφωνα με το λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη, σημαίνει υπόμνημα, και υπόμνημα, πάντα σύμφωνα με το ίδιο λεξικό, είναι το «σημείωμα με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι». Αυτή λοιπόν την έννοια έχει ο τίτλος Μνημόνιο: την έννοια της υπενθύμισης. Και βέβαια κάθε συσχετισμός με γεγονότα της επικαιρότητας, μόνο τυχαίος δεν είναι…

 

Ο Γιώργης Γιωργαντάς διηγείται τις αναμνήσεις του από τη σφαγή των Καλαβρύτων:

Τότε έδωσε το σύνθημα του θανάτου ο Πυράρχης στα πολυβόλα, που άρχισαν να μας γαζώνουν. Τον πρώτο που είδα να πέφτει από τις πρώτες ριπές, ήταν ο Αθανασιάδης, που θέλησε να διαμαρτυρηθεί. Εγώ με τις πρώτες ριπές έπεσα αμέσως κάτω και άλλοι έπεσαν πάνω μου, γι’ αυτό και δεν έπαθα τίποτα από τους πολυβολισμούς. (…) Κάποτε τα πολυβόλα σταμάτησαν και νομίσαμε ότι θα γλυτώναμε. Για κακή μας τύχη όμως άφησαν τα πολυβόλα οι στρατιώτες και πλησίασαν στο σωρό των πτωμάτων. Τραβούσαν ένα – ένα από το πόδι ή το χέρι και, αν ανάσαινε, του ‘διναν τη χαριστική. Ο Πανταζής που ήταν δίπλα μου με ρώτησε τι είναι αυτοί. Του εξήγησα, ότι πρόκειται για χαριστική βολή. Τότε απελπίσθηκε. Όταν μας πλησίασαν οι Γερμανοί στρατιώτες, αποχαιρετισθήκαμε για πάντα. Είπα στον Πανταζή να κρατήσει την ψυχραιμία του, μήπως και τους ξεγελάσουμε, κάνοντας το σκοτωμένο. Δυστυχώς, όταν τον έσυρε ένας Γερμαναράς, δεν μπόρεσε να κρατήσει το φριχτό του πόνο και βόγγηξε. Δεν άκουσα πάλι τη φωνή του. Μόνο μια ντουφεκιά, που τον αποτέλειωσε. Ο φαρμακοποιός Πανταζής ήταν πλέον νεκρός. Εγώ, όπως ήμουν κάτω από δυο πτώματα, έπεφτε το αίμα τους όλο στα μούτρα μου, και με τα χέρια μου άλειφα το πρόσωπό μου με αίμα, γιατί σκέφθηκα, πως μόνο, αν τους ξεγελάσω, κάνοντας τον πεθαμένο, μπορούσα να γλυτώσω. (…) Ο πρώτος, που μ’ έσυρε, πράγματι ξεγελάστηκε. Νόμισε πως ήμουνα σκοτωμένος και με φιλοδώρησε με μια κλωτσιά φεύγοντας. Κοντά από τον πρώτο ήλθε και δεύτερος στρατιώτης. (…) Τελικά δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο την αναπνοή μου και ανάσανα. Τότε με πυροβόλησε με το πιστόλι του στο λαιμό κι έφυγε αμέσως. Το αίμα άρχισε να τρέχει πολύ και να με πνίγει. Έβηξα λίγο και ανέπνευσα. Σε λίγο έχασα τις αισθήσεις μου από τη μεγάλη αιμορραγία. Στην αρχή δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου. Μόνο το μυαλό μου λειτουργούσε. Στην πληγή μου κόλλησε χώμα κι έτσι σταμάτησε η αιμορραγία. Τότε άρχισα να επανέρχομαι στη ζωή και ένιωθα πως μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου και τα πό

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΔΙΡΗΣ “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ” Εκδόσεις ΣΗΜΑΝΤΡΟ

 

Μαριγώ Φερφελή: Όταν βγήκα από το σχολειό, κράταγα στα χέρια τον Αλέξη μου, που ήταν τότε δέκα χρονώ. Τα τρία άλλα παιδιά μου τα χώρισαν με τους άνδρες. Ο Κίμωνας μάλιστα, που ήταν 13 χρονώ, την ώρα του χωρισμού έκλαιγε και ήθελε να πάει με τους άνδρες. Τον τράβηξα κοντά μου, αλλά μου ξέφυγε και μπήκε στην αίθουσα των ανδρών. (…)
Πήδαγα τα πτώματα, πάταγα κι απάνω, χωρίς να θυμάμαι ποιοι ήσαν, κι έφθασα κοντά του. Πλησίασα το παιδί μου και αφού είδα, πως δεν ήταν σοβαρά, το ρώτησα:
-Πού είναι, Αργύρη μου, ο Βασίλης μας;
-Νάτος, μάνα, μου λέει, και έδειξε δίπλα το αναίσθητο πτώμα του Βασίλη.
-Ο Κίμωνας πού είναι;
-Να και ο Κίμωνας. Κοντά του και το παιδάκι μου κουβαριασμένο.
-Τον άκουσα τον Κίμωνα, μάνα, να φωνάζει στους Γερμανούς, γιατί με σκοτώνετε εμένα. Είμαι μικρός, δεν έκανα τίποτα. Όταν σταμάτησε όμως η φωνή του, σταμάτησε και η ζωή του.

 

Για την εκτέλεση των 77 Γερμανών αιχμαλώτων από το ΕΑΜ πολλά έχουν γραφτεί. Αρκετοί ισχυρίζονται πως η εκτέλεση ήταν μια λανθασμένη ενέργεια γιατί ήταν βέβαιο πως οι Γερμανοί θα προχωρούσαν σε τερατώδη αντίποινα. Συστήθηκε και μία επιτροπή από προκρίτους του Αιγίου που προσπάθησε – χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα – να αλλάξει την απόφαση των ανταρτών. Μέλος της επιτροπής εκείνης ήταν ο πατήρ Κωνστάντιος που υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας της Μητρόπολης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας:

Πατήρ Κωνστάντιος: Ο σκοπός της αποστολής μου, άγνωστον πώς, ήτο τοις πάσι γνωστός. Διάφοροι δε ανταρτικαί ομάδες καθ’ οδόν και συναγωνισταί του ΕΑΜ μας έλεγαν ότι θα ήτο μάταιος κόπος και ότι θα έπρεπε να προσέχωμεν μήπως κρατηθώμεν και ημείς αιχμάλωτοι. Τα ίδια ηκούσαμεν και εν Σκεπαστώ παρά των διαφόρων επισήμων και ανεπισήμων μέχρι της 10 π.μ. της Κυριακής οπότε εγίναμεν δεκτοί υπό του αρχηγού.
Η συζήτησις μετά τούτου υπήρξεν οργίλου χαρακτήρος, θυελλώδης και κυρίως μεταξύ εμού και αυτού μόνον, διότι τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής εφοβήθησαν, ο δε του Εργατικού Κέντρου, επήρε μάλλον το μέρος των ανταρτών.(…)
Εγώ έφθασα εις το σημείον να του είπω να προσέξουν, διότι θα τους πάρωμεν όλοι «με τις πέτρες», αν επιβληθώσιν αντίποινα, πράγμα όπερ εθεώρησαν προσβολήν και εγένετο επεισόδιον.
«Είναι απειλή και πρόσεξε», μου είπεν ένας εξ Αιγίου ιατρός εκ των αρχηγών του ΕΑΜ, που παρίστατο κατά την συζήτησιν.
«Δεν υπολογίζω την ζωήν μου, όπως σεις, που κρύπτεσθε υπό ψευδώνυμα και κάνετε τον παλληκαρά εν ασφαλεία εδώ ευρισκόμενοι», του απήντησα, «και αδιαφορείτε διά τους υπολοίπους».
(…)
Ενώ δηλαδή περίπου τριακόσιοι κάτοικοι των Καλαβρύτων (άνδρες και γυναίκες) με περιεστοίχισαν και ηρώτων περί του αποτελέσματος των ενεργειών της επιτροπής, κάποιος αντάρτης του εκεί τμήματος παρενέβη κι είπεν, ότι δεν θ’ απολυθούν κ.λ.π., οπότε κι εγώ αγανακτήσας τους είπα ότι «θα πάρουν τον κόσμο στο λαιμό τους», διότι αυτοί, όταν οι Γερμανοί κάνουν προς τα επάνω θα το σκάσουν, ως πάντοτε, και θα πληρώσουν οι αθώοι, απευθυνόμενος δε προς τους Καλαβρυτινούς τους είπα επί λέξει: «Εάν δεν απολυθούν οι αιχμάλωτοι, όταν μάθετε, ότι έρχονται οι Γερμανοί, να φύγετε, διότι θα σας εκτελέσουν, ή, εάν έλθουν αεροπλάνα, να κρυβήτε διότι θα σας βομβαρδίσουν…»

από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΔΙΡΗ “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ” Εκδόσεις ΣΗΜΑΝΤΡΟ

 

Μερικά ακόμη ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Καλδίρη είναι τα παρακάτω:

ο αποχωρισμός

Κάθε μια οικογένεια, κάθε μια γειτονιά, που έμπαινε στη σιδερένια εξώπορτα του σχολειού, περνούσε στις αίθουσες, χωρισμένη πλέον. Σ’ άλλη αίθουσα οι άνδρες από 12 ως 80 χρονώ και σ’ άλλη τα γυναικόπαιδα.
Εκείνος ο χωρισμός ήτανε πραγματικός σπαραγμός.
Οι άνδρες φιλούσανε τα παιδιά τους, έριχναν στ’ απεγνωσμένα πρόσωπά τους μια τελευταία ματιά, σφούγγιζαν τα δάκρυά τους και προχωρούσαν. Κείνη η στιγμή ήτανε ανεπανάληπτη, μοναδική.
Ήτανε αιώνιος χωρισμός.
Χωρίζονταν αιώνια ανδρόγυνα, οικογένειες, αδελφοί, φίλοι, συγγενείς.

Το πλιάτσικο

Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε 12 το μεσημέρι όταν ξαναγύρισαν οι Διευθυντές των Τραπεζών και ο ταμίας. Όλοι τους ήτανε κίτρινοι και κατσουφιασμένοι. Τους πλησιάζουν οι άλλοι ανάστατοι και ρωτούν να μάθουν τι γίνεται στην πόλη.
«Γερμανοί αξιωματικοί, είπανε, αφού μας διέταξαν κι ανοίξαμε τα χρηματοκιβώτια, σούφρωσαν ό,τι υπήρχε μέσα. Λήστεψαν και μας τους ίδιους. Μας έψαξαν και μας πήραν τα ρολόγια, δακτυλίδια, τις βέρες μας και ό,τι άλλο πολύτιμο αντικείμενο είχαμε».
Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια οι άλλοι μούδιασαν. Σκέψεις εφιαλτικές περάσανε από το μυαλό τους.

Λιλή Μαρλέν

Οι Γερμανοί πλησιάζουν κι αρχίζουν τις χαριστικές. Όσοι δεν κορέσθηκαν από το αίμα, δείχνουν όλη τη σαδιστική τους λαιμαργία.
Όσους ανάσαιναν, τους σέρνουν και τους πυροβολούν με τα πιστόλια και τα ατομικά τους όπλα. Σε πολλούς σχίζουν τα κεφάλια με τα τσεκούρια. Εκεί φάνηκε όλη η αγριότητά τους και η βρωμιά της ψυχής τους.
Όταν χόρτασαν από αίμα, μαζεύονταν απο τη φαλακρή ράχη του Τσιλίρα τ’ αλώνια και του Καπή μπροστά στο σωρό των νεκρών. Τα μυδράλια σκύψανε τις μουσούδες τους στο χώμα, ο ουρανός καθάρισε από το θανατερό κρότο τους. Το Καλαβρυτινό κορμί ήταν κατάκοιτο και τρύπιο από τις πληγές.
Έμειναν λίγο ακόμα οι Γερμανοί μπροστά στους νεκρούς ανασαίνοντας τη μυρουδιά του αίματος. Μπαίνουν ύστερα όλοι στη γραμμή και, χαρούμενοι για τη «νίκη» τους, προχωρούν πίσω από το νεκροταφείο προς το σταθμό, τραγουδώντας τη «Λιλή Μαρλέν»…

Ο δρόμος μέχρι το Νεκροταφείο ήταν κατακόκκινος

Με τι κουράγιο ν’ αρχίσουν το θάψιμο των νεκρών οι άμοιρες και ανήμπορες γυναίκες; Πώς να τους μεταφέρουν στο Νεκροταφείο; Με τι να σκάψουν να τους χώσουν; Σε τούτη τη δύσκολη ώρα ο Θεός έστειλε κουράγιο και δύναμη σ’ όλες.
Κάθε μια, αφού αναγνώρισε τον δικό της, τον τραβούσε πιο πέρα και παρακαλούσε, ζητούσε βοήθεια.
Οι γέροι που γλύτωσαν έβαζαν πάνω σε μια ξύλινη σκάλα τα πτώματα και τα σώριαζαν στο Νεκροταφείο. Οι γυναίκες που ‘χαν ένα νεκρό, τον δίπλωναν σε μια κουβέρτα και τον έσερναν. Η μια βοηθούσε την άλλη στο θάψιμο των ηρώων.
Ο δρόμος από τον τόπο της εκτέλεσης μέχρι το Νεκροταφείο ήταν κατακόκκινος από το αίμα.

Τι επακολούθησε

Τι θα ‘τρωγαν τώρα τα γυναικόπαιδα; Με τι θα άλλαζαν τα ματωμένα ρούχα τους; Τι θα ‘καναν τους τραυματίες, που δεν είχαν τα μέσα να τους περιποιηθούν; Πού θα ‘μεναν τα μικρά παιδιά στην περίοδο του χειμώνα; Το θαύμα, όμως, βρίσκεται πάντα πολύ κοντά στην απελπισία.
Από τα γύρω χωριά, μόλις κόπασε η θύελλα, έφθασαν οι εθελοντές της αγάπης και πρόσφεραν τις πρώτες τους βοήθειες.
Από την Κέρτεζη, το Σκεπαστό, από τα Βραχνέικα ακόμη έφθασαν χωρικοί με ψωμί, γάλα, σταφίδα, τυρί και ό,τι άλλο βρέθηκε στο σπιτικό τους, για να προλάβουν τα σκελετωμένα ορφανά από τον βέβαιο θάνατο. Η προσφορά μιας κουβέρτας, μιας χωριάτικης βελέντζας, μιας κουρελούς στις χήρες και στα ορφανά, που έτρεμαν φοβισμένα σαν παρασυρμένα από τον αέρα φύλλα, ήταν μια σωτήρια χειρονομία.
Οι ίδιοι οι χωρικοί βοηθούσαν τη νύχτα -γιατί φοβόντουσαν τη μέρα, μήπως ξανάρθουν οι βάρβαροι- για την καλή ταφή των νεκρών. Έμπαιναν τα βράδια στην ερειπωμένη πόλη και το πρωί έφευγαν.
Τα λίγα σπίτια, που τυλίχθηκαν στους καπνούς και γλύτωσαν τη φωτιά, ήσαν γεμάτα από γυναικόπαιδα.
Όσες οικογένεις δεν είχαν «πού την κεφαλήν κλίναι», χώθηκαν στους αχυρώνες, στα κοτέτσια, κάτω από μερικούς τσίγκους, που έστησαν πρόχειρα, και πολεμούσαν με την πείνα, το κρύο, τις ψείρες, τον ψυχρό θάνατο, με τον ίδιο τέλος εαυτό τους.

από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΔΙΡΗ “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ” Εκδόσεις ΣΗΜΑΝΤΡΟ

 

Ίσως ο καλύτερος επίλογος για τη σημερινή ανάρτηση είναι το παρακάτω απόσπασμα από ένα κείμενο του Γιώργου Ιωάννου που αναφέρεται σε μια επίσκεψή του στα Καλάβρυτα είκοσι χρόνια μετά τη σφαγή:

Ίσως θα ‘ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών. Μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. (…)
Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα μ’ ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλυνε λίγο με κόκκινο κρασί, τ’ αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ’ αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονώ όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα είχε αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι’ αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.
Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο. Είχα γίνει ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε. Ίσως και να το ζήλεψε.

απόσπασμα από το πεζογράφημα του Γιώργου Ιωάννου «13-12-43»
από τη συλλογή «ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ»
από τα «ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ ΟΕΔΒ 1983

8 Σχόλια to “Μνημόνιο Καλαβρύτων: 13/12/1943”

  1. Τελευταίος Says:

    Πω, πω, ρε Θωμά. Με συγκίνησες πρωί πρωί…

  2. Β.Π. Says:

    Ημέρα μνήμης η σημερινή. Πριν ακριβώς 67 χρόνια, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, οι Ναζί κατακτητές εκτέλεσαν εκατοντάδες Έλληνες πατριώτες στη περιοχή των
    Καλαβρύτων.
    Στον τόπο της εκτέλεσης ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.
    Αιωνία τους η μνήμη.

  3. newagemama Says:

    Δεν άντεξα να το διαβάσω. Τόσος πόνος, τόσος θάνατος…

    http://newagemama.com

  4. GB Says:

    Νομίζω πως ενδιαφέρον έχει η εξέταση των γεγονότων τού «Μνημονίου Καλαβρύτων» στα πλαίσια τού ανταγωνισμού Γερμανών-Αγγλων στην Ελληνική πολιτική.

  5. Θωμάς Says:

    Αφού πρώτα ευχαριστήσω τους φίλους του blog για τα σχόλια και τους προβληματισμούς τους θα ήθελα να πω πως από τα γεγονότα των Καλαβρύτων δεν πρόκειται να ξεχάσω το 13χρονο αγόρι που ξέφυγε από την αγκαλιά της μάνας του για να αποδείξει το καημένο πως είναι κι αυτό άντρας, το πλιάτσικο που έγινε πριν από τη σφαγή και βέβαια τον υπερβάλλοντα ζήλο που έδειξαν οι Γερμανοί στρατιώτες εκτελώντας την απίστευτη και απάνθρωπη εντολή που τους δόθηκε.
    ΕΊναι αλήθεια πως ο άνθρωπος που έδωσε την εντολή για τη σφαγή τιμωρήθηκε από τους ίδιους τους συμπατριώτες του. Μόλις αντιλήφθηκαν το μέγεθος του εγκλήματος τον μετέθεσαν δυσμενώς στο ρωσικό μέτωπο, όπου και συνελήφθη. Πέθανε φυλακισμένος στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
    Αντιλαμβάνομαι πως είναι δυνατό να υπάρξει ένας αρρωστημένος νους ικανός να δώσει μια τέτοια τερατώδη εντολή. Όμως δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς γίνεται εκατό ή διακόσιοι Γερμανοί στρατιώτες να συναγωνίζονται ποιος θα εκτελέσει με μεγαλύτερο ζήλο και πειθαρχία την εντολή που πήραν, ποιος θα πετύχει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη χαριστική βολή, ποιος θα σημαδέψει δωδεκάχρονα παιδιά και άλλα φριικαστικά. Δε συνεχίζω περισσότερο γιατί παραβαίνω μια βασική μου αρχή στη δημιουργία αυτού του blog που είναι να μη διατυπώνω προσωπικές απόψεις παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις -αν και έχω πει σε μια παλαιότερη ανάρτηση πως η επιλογή αποσπασμάτων συνιστά φυσικά και αυτή από μόνη της μία άποψη.
    Ήδη θα σας έχω κουράσει όμως χρειάζεται να πω και κάτι ακόμα. Στην ιστοσελίδα: http://www.snowclub.gr/forums/lofiversion/index.php/t13184.html
    μπορείτε να διαβάσετε τη συνέχεια και το τέλος του διηγήματος του Γιώργου Ιωάννου. Επιτρέψτε μου να δικαιολογηθώ γιατί δε δημοσίευσα ολόκληρο το απόσπασμα. Δεν ήταν μόνο λόγω έλλειψης χώρου μα και λόγω της εξέλιξής του. Ειλικρινά δεν μπορώ να πιστέψω πως είναι δυνατό να υπάρξει «ντόπιος» επισκέπτης, δηλαδή Έλληνας, και μάλιστα μόλις 20 χρόνια μετά τα γεγονότα, που να είπε, έστω και μονολογώντας, τη φράση «καλά τους έκαναν» αλλά ακόμη και αν την είπε θεώρησα πως δεν είχε να προσφέρει τίποτα σε μια ανάρτηση με θέμα της τη σφαγή των Καλαβρύτων. Ίσως να δημοσιευόταν ολόκληρο το διήγημα, αν η ανάρτηση είχε ως θέμα της τον Γιώργο Ιωάννου, για τον οποίο παρεμπιπτόντως, και λόγω καταγωγής αλλά και γιατί πιστεύω πως είναι αδικημένος λογοτέχνης, το blog θα αφιερώσει στο μέλλον αρκετές αναρτήσεις. Τελειώνοντας και επειδή ο «maestros 1», στον οποίο οφείλεται η δημοσίευση της συνέχειας του διηγήματος, συνδέει το τέλος με το ερώτημα αν έπρεπε οι αντάρτες να σκοτώσουν ή όχι τους 77 αιχμαλώτους, και προσπαθώντας να είμαι όσο μπορώ πιο δίκαιος, δημοσιεύω εδώ και ένα σύνδεσμο από άρθρο του Ριζοσπάστη στο οποίο απορρίπτονται οι ισχυρισμοί -ανεπιτυχώς κατά τη γνώμη μου- όλων όσοι κατηγορούν τους αντάρτες του ΕΑΜ για τη δολοφονία των αιχμαλώτων:
    http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=1060972&publDate=9/12/2001

  6. Β.Π. Says:

    Η παρακάτω δήλωση του μεγάλου Έλληνα Κυβερνήτη αειμνήστου Ιωάννη Καποδίστρια αφιερώνεται εξαιρετικά στους αννθρώπους που μας κυβερνούν και ορίζουν τις τύχες μας :
    ¨Εφόσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον των ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν ¨.

  7. Τελευταίος Says:

    Β.Π. Οι σύγχρονοι κυβερνώντες τούτο τον τόπο είναι πένητες. Πρέπει να ζήσουν κι αυτοί κι ας είναι κι αχόρταγοι…

  8. Θωμάς Says:

    Συμφωνώ. Πένητες σε νέες ιδέες, ηθικό ανάστημα και πολιτικό μυαλό…

Σχολιάστε