μητέρα

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σα να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσε πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σα να ‘χε κατέβει από τον Παράδεισο, σα να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σα να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ»
Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

 

Αλλά σου έλεγα για τις λαχτάρες που έκανα στη μάνα μου. Όταν, που λες, είσαι για εκτέλεση, έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο. Ε, ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου την πρώτη μέρα να με δει. Για να πάω στο στρατοδικείο, μου είχαν φέρει ένα κοστούμι του αδερφού μου, γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα. Αφού είδα τη μάνα μου, την αγκάλιασα, της λέω, κοίτα να δεις, αύριο που θα ‘ρθεις, να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω, γιατί, ε, αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν, να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι. Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή. Κάναμε επισκεπτήριο μαζί με τον Μαύρο, οπότε μου σφυρίζει μια σφαλιάρα, και μου λέει, τι λες, ρε τσόγλανε, στη μάνα σου, είναι κουβέντες αυτές; Όχι, δεν το ‘κανα επίτηδες, τα είχα χαμένα και γω ο φουκαράς, δεν ήξερα τι να της πω όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου… Τέλος, χέσ’ τα. Το κακό είναι πως ποτέ δεν μπόρεσα να της εξηγήσω μερικά πράγματα, όπως να πούμε πόσο πολύ την αγαπούσα και τι καταφύγιο ήταν για μένα στα μεγάλα μου ζορίσματα… Αλλά έτσι είναι πάντα, ποτέ δεν προλαβαίνουμε να πούμε τα πιο ουσιαστικά πράγματα, και το καταλαβαίνουμε μόνο σα χαθούμε.

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ «…ΚΑΛΑ, ΕΣΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ»
Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 

Θυσίες μητέρων
Του Παύλου Παλαιολόγου

Η κυρία Ευαγγελία ή Βαγγελιώ, σύζυγος του Αντώνη του σοβατζή, αδάμαστη ξενοδουλεύτρα, πρωταθλήτρια στη σκούπα και στη σκάφη, από το Μόντε Μπύθουλα όπου είναι η βίλλα της – δυάρι σε παράγκα – ταχυδρόμησε επιστολή με προορισμό το Μόντε Κάρλο, όπου η Σοφία Λόρεν είναι καλεσμένη του πρίγκιπα Ρενιέ και της πριγκίπισσας Γκραίης σε χορό μεταμφιεσμένων.
Χορός με όλα τα μεγάλα ονόματα. Η Τέχνη, ο πλούτος, το γαλάζιο αίμα.
Από το χορό αυτό επωφελείται η κυρά Ευαγγελία για να απευθύνη στην κυρία Σοφία την εκδήλωση του θαυμασμού της, για το τάλαντο αλλά και για την έκταση της θυσίας απέναντι του τέκνου της στην οποία η ένδοξη σκιά υποβάλλει τον εαυτό της.
«Μεγάλο άστρο της οθόνης, χαίρε! Πολύ σε χαίρομαι όταν σε τυχαίνω στο σινεμά τρίτης προβολής της γειτονιάς μου, όπου στη σειρά των επικαιρότητων περνούν γεγονότα που ανήκουν πια στην ιστορία και προβάλλονται στο 1969 ταινίες γυρισμένες εδώ και 15 χρόνια.
Παλιά λοιπόν η γνωριμία μας. Γι’ αυτό σε θαύμασα και με πήραν τα κλάματα, όταν είδα πόσο σπουδαία μητέρα είσαι.
Τόγραψαν οι εφημερίδες μας. Ν’ αφήσης, λέει, νύχτα μεσάνυχτα το χορό και να επιστρέψης με ειδικό αεροπλάνο στη Ρώμη για να ταΐσης το μωρό σου…
Το ίδιο, με είχαν πάρει τα κλάματα όταν διάβασα στις εφημερίδες το «ευτυχές γεγονός» και σε είδα σε φωτογραφίες, μακιγιαρισμένη ευθύς μετά τον τοκετό με το νεογέννητο στην αγκαλιά σου.
Το πέρασα κι εγώ κυρά Σοφία μου· μόνο που για το δικό μου ευτυχές γεγονός δεν ασχολήθηκε ούτε του Μόντε Μπύθουλα η τοπική εφημεριδούλα. Ίσως επειδή στους δικούς μου κύκλους δεν είναι και τόσο ευτυχές το γεγονός ν’ αποκτάς ένα μωρό όταν δεν έχεις πού να τ’ ακουμπήσεις. Αφού, αξημέρωτα, πριν φύγω για την ξένη δούλεψη, το δένω με σχοινάκι πάνω στην κούνια του για να μη μου κάνει όσο λείπω καμιά λαχτάρα. Γι’ αυτό, φροντίζω τα σπίτια όπου δουλεύω να είναι κοντά στην παράγκα μου, για να φεύγω σκαστή και να θηλάζω το μωρό μου. Τα καλά, δηλαδή, τα δικά σου.
Όσο για τον Αντώνη μου, σε μεροκάματο δουλεύει κι αυτός. Θάβγαινε το καθημερινό αν δεν του άρεζε η τεμπελιά, το κρασί, η πρέφα και ο ιππόδρομος. Κάποτε κι εγώ. Δεν έχω παράπονο. Τακτικός όσο κι απρόσεχτος. Τρία παιδιά κιόλας τρέχουν από πίσω του και τον φωνάζουν πατέρα.
Επειδή, λοιπόν, κάτι ξέρω κι εγώ από παιδιά, ένιωσα πόσο μεγάλη είναι η θυσία σου όταν διάβασα ότι «η Σοφία Λόρεν θ’ αναγκασθή -ω ηρωισμοί!- να εγκαταλείψη την διασκέδασιν και να επιστρέψη εις την Ρώμην με αεροπλάνο ειδικά ναυλωμένο, διά να ταΐση το μωρόν της». Αυτό θα πη μάνα, σκέφθηκα και σκούπισα τα μάτια.
Θάγραφε στη Σοφία Λόρεν – Πόντι η Βαγγελιώ του Αντώνη του σοβατζή, αν είχε οικειότητα με τη γραφή.
Εμείς όμως οι άλλοι δε θ’ αρχίσουμε καμιά φορά να σοβαρευόμαστε; Ανισότητες που παρουσιάζει η γενεά μας… Ικανή για τα μέγιστα, δεν περιορίζεται να ετάζη, όπως ο Ύψιστος, αλλά και μεταμοσχεύει καρδίας και νεφρούς. Η ίδια γενεά που είναι ικανή να ψαύσει το φεγγάρι, είναι ανίκανη να συλλάβη το κωμικό και φθάνει στο σημείο να ασχολήται με φθηνούς καμποτινισμούς ηθοποιών που κάνουν περισσότερο θέατρο όταν διαφημίζουν τις μετριότητές τους, παρά όταν εμφανίζονται στη σκηνή και στην οθόνη.
Ένας κόσμος που παρασύρεται από χοντρά διαφημιστικά κόλπα και εκδηλώνει ενδιαφέρον για την ιδιωτική ζωή όχι καν πραγματικά μεγάλων μορφών, αλλά προσωπικοτήτων μίνι που ζούνε όσο κρατάει η φυσική τους ζωή και δεν πρόκειται νάχουν επόμενη.
Να σε απορροφούν αστράκια που τρεμοσβήνουν και ν’ αγνοής ακόμα και την ύπαρξη εγκεφάλων που αποθέτουν στην ιστορία της οικουμένης τη σφραγίδα τους. Το φαινόμενο του αιώνα μας και όλων μου φαίνεται των αιώνων.

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/3/1969
Ιστορικό Αρχείο Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη

Σχολιάστε