Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
(φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα)

Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί:

Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ «η περιέργεια του Κοινού».
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη.  Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. «Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα» ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να «ποζάρει» είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:
-Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η «περίεργειά» του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων.
(…)

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
περιοδικό
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933

 

Πώς δύναταί τις να γίνη ανήρ χωρίς ν’ αγαπήση δεκάκις τουλάχιστον, και δεκάκις ν’ απατηθή; 

 «ΟΛΟΓΥΡΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ» 

 

Μία δυστυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη της. 

«Η ΧΤΥΠΗΜΕΝΗ» 

 

Ό,τι είναι παράδοσι εν τη ιστορία, ό,τι έχει την χροιάν του θρύλου και της φήμης από γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως εξήλθεν.

Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν.  

«ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΙΑ» 

 

Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης. 

Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. 

Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων.

 «ΟΙ ΧΑΛΑΣΣΟΧΩΡΗΔΕΣ» 

 

 Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι. 

«ΟΙ ΕΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΙ»

 

Ο άνθρωπος, αν και ως κοινωνικόν ζώον έπρεπε ν’ αγαπά τους πάντας, όλον τον κόσμον, επειδή έχει την ανάγκην των και δεν ημπορεί μόνος να ζήση, μ’ όλα ταύτα, κατ’ ουσίαν, ουδένα αγαπά, ειμή μόνον τον εαυτόν του, τον οποίον και φθείρει από την πολλήν φιλαυτίαν… 

«ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ» 

 

Φαίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο, όσο σιγουράρει κανείς, τόσο περίπλοκος βρίσκεται. 

«ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΝΟ» 

 

Ο κόσμος θα εξακολουθή πάντοτε να βαδίζη εμπρός, πότε κούτσα – κούτσα, πότε σήκω – πέσε με σκιρτήματα μονοπόδαρα, με  σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου. Και αλλοίμονον εις τους όσοι εγήρασαν κι εκουράσθησαν και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν. 

«ΤΑ ΜΑΓΙΑ ΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΣ» 

 

Ω, η λύπη, ο οίκτος αυτός, ο υβριστικώτερος πάσης ύβρεως! 

 «Η ΠΙΤΡΟΠΙΣΣΑ» 

.

Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει ένα «αδίκημα» του Παπαδιαμάντη:

Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να, όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε… Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα.
Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλά ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κι είδε την κοπέλα να… γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του.  Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πήγε επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ, ΚΡΙΤΙΚΑ, ΣΟΛΩΜΙΚΑ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Το απόσπασμα προέρχεται από το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Σοφίας Κανταράκη Ρωμιές στη χώρα του Παπαδιαμάντη.

Εξίσου ενδιαφέρον όμως είναι και ένα άλλο άρθρο της Σοφίας, το: Ο Παπαδιαμάντης και ο Θεόφιλος

 .

Ιδού τώρα, σας παρακαλώ, τι θα ειπή νεανική κεφαλή, ήτις γυρίζει εις τον άνεμον ως μαγνητική βελόνη.

Να αλλάξει τις τα συμβάντα δεν ημπορεί, αλλ’ ημπορεί ν’ αλλάξη τον εαυτόν του. 

Τι θα εγίνετο η ανθρωπότης, αν έκαστος κατεβάλλετο υπό της πρώτης συμφοράς, ήτις τω επέρχεται; 

«Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ» 

 

Άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται. 

«ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΟΝΗΣ» 

 

Ο θάνατος επέρχεται ή πολύ γρήγορα ή πολύ αργά. Ή κλείει τις τα όμματα προτού να ιδή τον σκοπόν του κατωρθωμένον, ή απέρχεται εις τα αιωνίους μονάς αφού τον ιδή ναυαγήσαντα, ή επιτυχόντα προς στιγμήν και καταστραφέντα διά πάντοτε, όπερ είναι το αυτό και κάτι χειρότερον. 

Το αυτό χώμα θα σκεπάση τους σοφούς και τους αμαθείς, η αυτή φωτιά θα καύση τους πλουσίους και τους φτωχούς, τους ισχυρούς και τους αδυνάτους. 

Η κόλασις μας έδωκε προς ανάμνησίν της το πυρ των παθών όπερ είναι μικρόν μέρος του αιωνίου πυρός. 

Πάσαν σημαντικήν κάκωσιν δύναται η φύσις να υπομείνη, την πείναν, το ψύχος, την οδύνην και την ένδειαν. Αλλ’ η ένδεια της καρδίας, ώ, αύτη μαραίνει το σώμα και την ψυχήν. 

Ή εις την καρδίαν πρέπει ν’ απευθύνεται διήγησίς τις ή εις την φαντασίαν. Όστις δε στοχάζεται τους ενός, εξ ανάγκης αστοχεί του ετέρου. Αλλ’ όστις και του πρώτου αστοχεί και του δευτέρου αποτυγχάνει, είναι ατυχής συγγραφεύς, άξιος οίκτου. 

«Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ» 

 

Είμεθα πολύ ευφυέστερος λαός από τα άλλα της Ανατολής εθνάρια. Πλην, αναντιρρήτως, είμεθα επιπολαιότερος λαός και από αυτούς τους Ανατολίτας και από πολλούς άλλους. 

Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη. 

«ΙΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ» 

 

Για ν’ αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είναι, πρέπει νάχη μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είναι αυτός μ’ ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα  εκατό θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι. 

«ΤΑ ΒΕΝΕΤΙΚΑ» 

 

Ο Θεός, όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τα μυίας, παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι, διά να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί. 

«Ο ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΟΣ» 

 

Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. 

«Η ΦΟΝΙΣΣΑ» 

 

Η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι, οι τρελλοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία. 

Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας διά να ωριμάση, είναι ο σατανικός έρως. 

Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. 

Ο κόσμος τοιούτος είναι κατεσκευασμένος, διά να κλέφτη κανείς και να σκοτώνη. Και αυτοί όπου κάμνουν τον αφέντην έχουν κλέψει και σκοτώσει πολύ περισσότερα. 

Αν ο δήμιος είναι άξιος περιφρονήσεως, ο δικαστής όστις κρύπτεται όπισθεν αυτού, είναι συνένοχός του, αίτιος της ενοχής του δημίου μάλιστα, και είναι άξιος πολλαπλασίας περιφρονήσεως. 

«ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ» 

1abc14a

Νίκος Εγγονόπουλος “Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”

  

Αυτός ο κόσμος είναι μάταιος. Ανόητος είναι όστις περιμένει ευτυχίαν εδώ. 

“ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ” 

 

Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς.

«ΟΙ ΧΑΛΑΣΟΧΩΡΗΔΕΣ»

 

Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγε τις, ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν.

“ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΙΑ”

 

Υπάρχει, νομίζω, απόφθεγμά τι καθ’ ο ο όχλος έχει δύο ώτα, διά να εισέρχωνται αι νουθεσίαι διά του ενός και να εξέρχωνται διά του άλλου.

“ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΙΑ”

 

Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγεν την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησεν την πολιτικήν.

“ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ”

 

Για ν’ αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είναι, πρέπη νάχει μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είναι αυτός μ’ ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.

“ΤΑ ΒΕΝΕΤΙΚΑ”

 

Ο Θεός, όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τας μυίας, παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι, διά να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί.

“Ο ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΟΣ”

 

Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας διά να ωριμάση, είναι ο σατανικός έρως.

“ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ”

 

Απορώ, πάτερ μου, πώς ο Θεός επιτρέπει να υπάρχη εν τη υπ’ αυτού δημιουργηθείση φύσει αίσθημα ισχυρότερον της εις αυτόν πίστεως.

“ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ”

 

-Και τα κουνούπια πώς να ηύραν τρόπον κι εσώθησαν εις την Κιβωτόν; Κι η μύγα; και τα μυιγαράκια; κι οι μουσίτσες;
-Και τα μικρόβια;
(…)
-Κι ο ψύλλος, τάχα, πού να ετρύπωσε, και κατώρθωσε να γλυτώση; είπεν η δασκάλα.
-Δεν αμφιβάλλω, ότι στην κάλτσα της Νώενας θα εχώθη, απήντησεν η μεγαλόσωμος.
Όλοι εκάγχασαν.
-Μα η ψείρα;
-Ω, η ψείρα; χωρίς άλλο θα εκόλλησε στη γενειάδα του Νώε.

“Η ΚΑΛΤΣΑ ΤΗΣ ΝΩΕΝΑΣ”

 

Το 1892 ο Α. Παπαδιαμάντης προσλήφθηκε ως μεταφραστής  στην «Ακρόπολη». Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετά μα δούλευε ατελείωτες ώρες συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα μεταφράζοντας κείμενα από γαλλικές και αγγλικές εφημερίδες, χωρίς διακοπή ούτε τις Κυριακές. Σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις. Μια τέτοια μέρα τον βρήκε στο δρόμο ο Π. Νιρβάνας: «Για πού τόσο βιαστικός;» τον ρώτησε. «Άφησέ με», του απάντησε απότομα ο Παπαδιαμάντης. «Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει».

Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη στο βιβλίο «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ

 

Εντυπωσιακή είναι και η μαρτυρία του Π. Νιρβάνα, που δούλεψε μαζί του στο “ΑΣΤΥ” την περίοδο 1899-1902:

Μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά, που είχε έρθει ν’ αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά, που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού. -Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές… του είπε. Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με το νου του. -Μήπως είναι λίγα του είπε δειλά ο κ. Κακλαμάνος, έτοιμος ν’ αυξήσει το ποσό, που είχε προτείνει. Τότε άκουσα απ’ τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. -Πολλές είναι 150… είπε. Με φτάνουνε 100… Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέσει λέξη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ

 

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στην οδό Σαρρή, κοντά στου Ψυρή. Εκεί έτρωγε, εκεί έπινε, εκεί συναντούσε τους φίλους του, και όποτε είχε έμπνευση, αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα. Ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου, ο κυρ Δημήτρης ο Καχριμάνης τον σεβόταν και του έκανε πίστωση, ενώ του είχε πάντα φυλαγμένο φαγητό εκτός από Τετάρτες και Παρασκευές που ο Παπαδιαμάντης νήστευε και του έφερναν λαδερό φαγητό από το γειτονικό μαγειρείο του μπαρμπα-Γιώργη. Συχνά ο Παπαδιαμάντης καλούσε και τον εξάδελφό του Α. Μωραϊτίδη για να φάνε μαζί. Το μπακάλικο του Καχριμάνη το προτιμούσε γιατί διέθετε πολύ καλό κρασί. Καθόταν ώρες αμίλητος και παρατηρούσε τον κόσμο που έμπαινε για να ψωνίσει. Είκοσι ολόκληρα χρόνια σύχναζε σ’ αυτό το μαγαζί και αρκετά απ’ τα διηγήματά του τα εμπνεύστηκε από εμπειρίες που έζησε εκεί.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗΣ

 

Ο Γιώργος Σεφέρης θυμάται μια επίσκεψή του στη Σκιάθο, το 1930:

Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Η γριά αδερφή του έκλαιγε καθώς μας μιλούσε γι’ αυτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινή ράτσα. Το σπιτάκι καθαρό και ασπρισμένο, μια μεγαλωμένη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στον τοίχο στην κάμαρα όπου πέθανε. Από το παράθυρο ως το μικρό σκιαθίτικο τζάμι, ένα στρώμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ένα κιλίμι. Εκεί πάνω ξεψύχησε (2 Ιανουαρίου), αφού ζήτησε να τον σηκώσουν και να τον καθίσουν κοντά στη φωτιά. Το μόνο βιβλίο του που είδα πάνω στο μικρό τραπέζι, μια φτηνή αγγλική έκδοση (Omnibus) του Σαίξπηρ.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΜΕΡΕΣ Α΄» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

διαβάζοντας το «Όνειρο στο κύμα»

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το “Όνειρο στο Κύμα” του Παπαδιαμάντη. Τι ωραίο, τι γοητευτικό διήγημα! Κι ας είναι στην καθαρεύουσα. Κανένα πρόβλημα. Μόλις αρχίσεις το διάβασμα, ξεχνιούνται αμέσως οι δυσκολίες και παραδίδεσαι αμαχητί στη μαγεία του συγγραφέα.

Ο ήρωας του διηγήματος, ένας νεαρός βοσκός που βόσκει κάθε μέρα τις κατσίκες του, αισθάνεται, περιδιαβαίνοντας στη φύση πως “οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός και τα βουνά” είναι δικά του! Ακόμα και τα χωράφια των γεωργών. Ναι, ο νεαρός βοσκός δε δίσταζε να παίρνει και κάτι απ’ τα χωράφια όποτε ήταν νηστικός. Σαν τους “πεινασμένους μαθητές του Σωτήρος”. Και από την “άμπελο της άτυχης χήρας” το ίδιο. Τα σταφύλια της ήταν και δικά του. Μόνοι του αντίζηλοι οι αγροφύλακες όχι γιατί επιτελούσαν με ζήλο το καθήκον τους αλλά γιατί εννοούσαν οι ίδιοι “να εκλέγουν τας καλλιτέρας οπώρας”. Όμως το θέμα του διηγήματος είναι άλλο. Αφορά δύο πλάσματα με το ίδιο όνομα: Μοσχούλα. Η όμορφη ανηψιά του πλούσιου γαιοκτήμονα της περιοχής, “ωχρά, ρόδινη και χρυσαυγίζουσα” και η “μικρή στέρφα αίγα” που ο νεαρός βοσκός -λόγω της ιδιαίτερης αδυναμίας που της είχε- την είχε ονομάσει κι αυτή Μοσχούλα! Όλα συνέβησαν “μίαν εσπέραν” όταν ο βοσκός είχε κατεβάσει τα γίδια του “εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους”. Αύγουστος μήνας. Άφησε τα γίδια του “να αρμυρίσουν εις την θάλασσαν” κι έπεσε να κολυμπήσει. Δε φοβόταν μη του φύγουν τα ζώα. “Επτά ή οκτώ εξ’ αυτών ήσαν τράγοι κωδωνοφόροι” και θα τους άκουγε “αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας”. Μόλις είχε βασιλέψει ο ήλιος. Κολύμπησε για λίγα λεπτά κι ύστερα βγήκε γιατί “τα ερίφια ήσαν δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδία”. Ειδικά τη Μοσχούλα, για να είναι βέβαιος πως δε θα τη χάσει την είχε δέσει “μ’ ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου”. Μόλις βγήκε απ’ τη θάλασσα, φόρεσε το παντελόνι του κι ετοιμάστηκε να λύσει τη Μοσχούλα όταν άκουσε “σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν” από το μέρος όπου ήξερε πως “ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου και ελούετο εις την θάλασσαν”! Όχι, δε θα τολμούσε ποτέ να έλθει τόσο κοντά στα “σύνορά της” αν ήξερε πως έρχεται για μπάνιο “με το φως της σελήνης”. Είχε την εντύπωση πως λουζόταν μόνο με την ανατολή του ήλιου. Έκανε δυο τρία αθόρυβα βήματα και διαπίστωσε πως πράγματι “η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα, γυμνή, κι ελούετο…” Την αναγνώρισε “πάραυτα, εις το φως της σελήνης”. Για να μπορέσει να φύγει ο βοσκός, θα έπρεπε να περάσει από την κορυφή του βράχου και να λύσει τη Μοσχούλα, οπότε μάλλον θα γινόταν αντιληπτός απ’ το κορίτσι. Άρχισε να σκέφτεται τι θα κάνει, αλλά η μόνη ιδέα που του ήρθε στο μυαλό ήταν να ρίξει ένα ακόμα βλέμμα “καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων”.


Δημήτρης Μοράρος “Όνειρο στο κύμα” από το http://www.moraros.gr/dhm_mor/ektheseis_2010.htm

Το θέαμα της νεαρής κοπέλας “ήταν απόλαυσις, όνειρον, θαύμα”. Ο νεαρός βοσκός έβλεπε με θαυμασμό την “χρυσίζουσα αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης”. Σε λίγο η διήγηση γίνεται ακόμη πιο τολμηρή. Ο βοσκός αρχίζει τώρα να βλέπει “την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζομένα εις το κύμα”. Η κοπέλα ήταν “πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρο επιπλέον εις το κύμα. Ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…” Εδώ θα περίμενε κανείς, ο Παπαδιαμάντης, που απέφευγε -τόσο στα διηγήματα όσο και στην πραγματικότητα- τη σαρκική επαφή, να σταματήσει τη διήγηση. Όμως δεν το κάνει. Δεν έχει φτάσει ακόμη στην κορύφωση. Σε λίγο θα βάλει τον ήρωά του σε πονηρές σκέψεις: ”Να εκινδύνευεν άξαφνα! να έβανε μια φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζε βοήθειαν!…” Και τότε συμβαίνει το αναπάντεχο. Η μικρή κατσίκα αρχίζει να βελάζει και η ιστορία παίρνει δραματική τροπή. Η όμορφη κοπέλα, ακούγοντας το βελασμό της κατσίκας και βλέποντας συγχρόνως τον ίσκιο του βοσκού ανάμεσα στους θάμνους βγάζει “μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου”. Μια βάρκα, που έτυχε να περνάει από μακριά, αντί να την ηρεμήσει “επέτεινε τον τρόμο της. Αφήκε δευτέραν κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας”. Πλέον άρχισε να βυθίζεται και να γίνεται άφαντη εις το κύμα’”. Ο βοσκός δε διστάζει άλλο. “Πάραυτα” πέφτει στη θάλασσα. “Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών” φτάνει κοντά της και βλέπει “το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθό του πόντου”, “εγγύτερον του θανάτου”. Βουτάει προς τα κάτω, αρπάζει την κοπέλα “εις τας αγκάλας” του και ανεβαίνει πάλι στην επιφάνεια για να αισθανθεί με ανακούφιση “την χλιαρήν πνοήν της εις την παρειάν” του. Ήταν ζωντανή “δόξα τω Θεώ!…” Την στηρίζει στις πλάτες του κι αρχίζει να κολυμπάει προς την ξηρά αισθανόμενος συγχρόνως ότι “προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω” του. “Ήθελε τη ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα” του βοσκού. Νάτος πάλι ο αγνός και αμόλυντος Παπαδιαμάντης! Οι προηγούμενες πονηρές σκέψεις του έχουν κάνει φτερά. Η καρδιά του βοσκού “πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας” δεν ενδιαφέρεται για την παραμικρή αμοιβή! Του φτάνει που θα θυμάται για όλη του τη ζωή εκείνο “το απαλόν σώμα της αγνής κόρης” που στηρίχτηκε πάνω του για λίγα λεπτά της ώρας… “Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή!” Νάτη και η πικρία του Παπαδιαμάντη για τις ανθρώπινες σχέσεις και η απογοήτευσή του για την κακία του κόσμου. Η Μοσχούλα έζησε λοιπόν. Η άλλη Μοσχούλα, η κατσίκα, δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Το καημένο το ζωντανό περιτυλίχτηκε με το σκοινί που ήταν δεμένο και πνίγηκε! Ήταν “τα λύτρα” που έπρεπε να πληρώσει ο βοσκός για τη ζωή της κοπέλας. Τα λύτρα για τον άθλο που πέτυχε “να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του…”

διαβάζοντας τη Σταχομαζώχτρα

Η θεια – Αχτίτσα “είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού” και τώρα μετά το θάνατο της κόρης της είχε μείνει “έρημος και χήρα”, προσπαθώντας να αναθρέψει τα δύο ορφανά εγγόνια της. Ο πατέρας των παιδιών ζούσε, αλλά ήταν “χαρτοπαίκτης, μέθυσος και με άλλας αρετάς ακόμη”. Στήριγμα άλλο δεν είχε μείνει στη θεια – Αχτίτσα. Δυο γιοι της “επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 1864″, ενώ ο τρίτος γιος της, “ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί” βρισκόταν ξενιτεμένος στην Αμερική. “Ευτυχής ο μακαρίτης, ο μπαρμπα – Μιχαλιός, όστις προηγήθη εις τον τάφον της συμβίας Αχτίτσας, χωρίς να ιδή τα δεινά τα επικείμενα αυτή μετά τον θάνατόν του”.


Νικόλας Ανδρικόπουλος “Η Σταχομαζώχτρα 1″ από το http://nikolas-art.gr/taxonomy/term/70

Το βασικό εισόδημα της θειας – Αχτίτσας “προήρχετο εκ του σταχομαζώματος”, να ο τίτλος του διηγήματος: “Σταχομαζώχτρα”. Κάθε Ιούνιο έπαιρνε το καράβι και “έπλεεν υπερπόντιος” μέχρι την …Εύβοια. Δεν την ένοιαζε που της είχαν κολλήσει το “ονειδιστικόν επίθετον της καραβωμένης”, γιατί “όνειδος ακόμη εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη”. Στην Εύβοια, μαζί με άλλες φτωχές γυναίκες, “ησχολείτο συλλέγουσα τους αστάχεις” που έπεφταν απ’ τα κάρα των θεριστών! Ναι, μαζεύοντας τα πεσμένα στάχυα απ’ το δρόμο, συγκέντρωνε τρία ή τέσσερα σακιά σιτάρι, δηλαδή “ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι’ εαυτήν και διά τα ορφανά”. Όμως εκείνο το έτος “αφορία είχε μαστίσει την Εύβοιαν”. Αφορία και στο μικρό νησί που κατοικούσε η Σταχομαζώχτρα, αφορία παντού, και επειδή “ουδέν κακόν έρχεται μόνον”, ενέσκυψε και βαρύς χειμώνας. Άρχισε να χιονίζει από Νοέμβριο μήνα και “μέχρι των Χριστουγέννων, ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου”. Στις 23 Δεκεμβρίου το απόγευμα, ο μικρός εγγονός επέστρεψε απ’ το σχολείο, πεινασμένος και άνοιξε το ντουλάπι “αλλ’ ουδέ ψωμόν άρτου εύρεν εκεί”. Η αδελφή του καθόταν ζαρωμένη κοντά στο σβηστό τζάκι και σκάλιζε τη στάχτη, “νομίζουσα εν τη παιδική αφελεία της ότι η εστία έχει πάντοτε την ιδιότητα να θερμαίνη, και ας μη καίη”. Και τα δύο παιδιά “επείνων τα κακόμοιρα”. Η γιαγιά τους, που είχε βγει έξω “προς ζήτησιν άρτου”, επέστρεψε μετά από λίγο έχοντας εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί “τις οίδε αντί ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων!” Μετά το φαγητό, “η ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τα δύο ορφανά, ίνα κοιμηθώσιν, ανεκλίθη και αυτή πλησίον των, τοις είπε να φυσήσωσιν υποκάτω του σκεπάσματός των διά να ζεσταθούν, τοις υπεσχέθη, ψευδομένη, αλλ’ ελπίζουσα να επαληθεύση, ότι αύριον ο Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός και έμεινεν άυπνος πέραν του μεσονυκτίου, αναλογιζομένη την πικράν τύχην της”. Η ”πικρά τύχη” όμως χαμογέλασε την επόμενη μέρα (παραμονή Χριστουγέννων). Ο παπα – Δημήτρης έφερε στη θεια – Αχτίτσα ένα γράμμα από τον ξενιτεμένο της γιο που περιείχε μέσα κι ένα γραμμάτιο σε συνάλλαγμα. Τι να κάνει η γυναίκα, το πήγε στον κυρ – Μαργαρίτη, ο οποίος ήταν “προεξοφλητής, ή τοκιστής, ή έμπορος”, τοκογλύφος δηλαδή. Ο κυρ – Μαργαρίτης άρχισε να κοιτάζει με προσοχή το γραμμάτιο. “Έρχεται απ’ την Αμέρικα; είπε. Σ’ εθυμήθηκε, βλέπω, ο γιος σου. Μπράβο, χαίρομαι. Είτα επανέλαβεν: Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονάδα να είναι, δέκα σελίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολονάτα, δέκα…” δεν πρόλαβε να πει λίρες γιατί θυμήθηκε τα χρέη του συχωρεμένου του άντρα της, του Μιχαλιού κι ύστερα σκέφτηκε πως “κι εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δύο τάλλαρα θαρρώ…” και μ’ αυτά και μ’ εκείνα μόνο χρωστούμενη δεν την έβγαλε την κακομοίρα τη Σταχομαζώχτρα μέχρι που εμφανίστηκε κατά τύχη (δεύτερη θεία επέμβαση της “πικράς τύχης”) ένας Συριανός έμπορος, που βλέποντας το γραμμάτιο είπε με θαυμασμό: ‘Συναλλαγματική διά δέκα αγγλικάς λίρας από την Αμερική”! Εκεί τέλειωσαν τα βάσανα της Σταχομαζώχτρας. Ο κυρ – Μαργαρίτης δεν μπορούσε άλλο να την κοροϊδεύει και με βαριά καρδιά “εμέτρησεν εις την χείρα της θεια – Αχτίτσας και προ των εκθάμβων οφθαλμών αυτής, εννέα στιλπνοτάτας αγγλικάς λίρας”. Κράτησε φυσικά μία για την προμήθειά του. “Και ιδού διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή άδολην μανδήλαν, τα δε ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια διά τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδησιν διά τους παγωμένους πόδας των”.

Η Σταχομαζώχτρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στη χριστουγεννιάτικη “Εφημερίδα” το 1889.

διαβάζοντας «Το Χριστόψωμο» 

Ο Καπετάν Καντάκης ήταν εφτά χρόνια παντρεμένος με την Διαλεχτή, αλλά δυστυχώς παιδιά δεν είχαν κάνει. Εκείνα τα χρόνια βέβαια σ’ αυτές τις περιπτώσεις φταίχτρα ήταν πάντα η γυναίκα. Και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, άλλωστε, το παραδέχεται γράφοντας, με όλη του την καλοσύνη, για τη Διαλεχτή ”εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος;” “Δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις της έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος”. Λέξη για το σπορέα, καμιά αμφιβολία για την ποιότητα του σπόρου. Μόνη υπεύθυνη η Διαλεχτή. Και από γύφτισσες πήρε διάφορα θαυματουργά, και από καλόγερο “ηγιασμένον κομβολόγιον”. Μάταια κάθε προσπάθεια. Κάποια στιγμή η Διαλεχτή το πήρε απόφαση, όχι όμως και η πεθερά της, η γρια-Καντάκαινα. Ο γιος της ήταν το μόνο της παιδί και αν δε γεννούσε η Διαλεχτή θα χανόταν η γενιά. “Περίεργον δε, ότι πας Έλλην της εποχής μας ιεωράτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισην του γένους του”. Κάθε φορά που γυρνούσε ο καπετάν Καντάκης από ταξίδι με τη βρατσέρα του -και ήταν τολμηρός θαλασσοπόρος- η μητέρα του “ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζεν, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε μόνα τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε. Δεν ήτο μόνο μαρμάρα, τουτέστι στείρα, η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ’ ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κτλ.”. Το “απασσάλωτη” δεν το καταλαβαίνω αλλά το “άπαστρη”, είναι σίγουρα βαριά κουβέντα για μια νοικοκυρά της εποχής. Και ο καπετάν Καντάκης ξαναμμένος από τα λόγια της μάνας του περνούσε από το καφενείο, “έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, της εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του”…


“Το Χριστόψωμο” του Α. Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα” το 1887 και έμεινε ξεχασμένο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1941, οπότε ο Γιώργος Βαλέτας το συμπεριέλαβε στο τιμητικό για τον Παπαδιαμάντη τεύχος της Νέας Εστίας.

Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1867. Ο καπετάν Καντάκης έλειπε εδώ και πέντε μέρες. Είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων”. Είχε την ελπίδα πως θα κάνει Χριστούγεννα σπίτι του αλλά ένας έντονος βοριάς που ξέσπασε στο μεταξύ κρατούσε όλα τα πλοία στους όρμους. Κανείς δεν τον περίμενε να επιστρέψει. Έλα όμως που ο καπετάν Καντάκης ήταν -όπως είπαμε- ιδιαίτερα τολμηρός. Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος κόπασε, για λίγο, κι ο καπετάν Καντάκης αποφάσισε να σαλπάρει. Η σύζυγός του όμως δεν τον περίμενε. Ούτε και η μητέρα του που έφτασε το απόγευμα στο σπίτι της νύφης της κρατώντας ένα χριστόψωμο. “Το ζύμωσα μοναχή μου” της είπε. “Με γεια να το φας”. “Θα το φυλάξω για τα Φώτα” απάντησε η Διαλεχτή. “Όχι, όχι” επέμεινε η γριά. “Το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά για τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται”. Η Διαλεχτή “ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακόν τι”. Άφησε το χριστόψωμο δίπλα στο τζάκι κι έπεσε νωρίς να κοιμηθεί για να ξυπνήσει τα μεσάνυχτα να πάει στην εκκλησία. “Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν”. Σε μισή ώρα έμαθε από μια γειτόνισσα πως επέστρεψε ο άντρας της. Έτρεξε στο σπίτι και βρήκε τον καπετάν Καντάκη. “Είμαι μισοπνιγμένος” της είπε αυτός, “αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά”… “Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες, αραγμένη και καθισμένη”. Η Διαλεχτή δεν είχε ετοιμάσει φαγητό, έτσι έριξε μια μπριζόλα στη φωτιά, κι έφυγε πίσω στην εκκλησία. “Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν’ ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ’ αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγε ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος…” “Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ’ εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν”. “Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφη της”. “Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. Ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου. Σημειωτέον ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφη της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων”.

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

 

 

Αρχική σελίδα