«Ποτέ δεν μπόρεσα να αντικρίσω, ώρα πολλή, το φωτόδεντρο», γράφει ο Νίκος Δήμου. «Αντέχω το κείμενο σε μικρές δόσεις. Κάθε λίγο αναστέλλω. Αλλάζω βλέμμα. Η συμπύκνωση της ουσίας, η ευφορία των στιγμών ζαλίζει, σαν το πολύ οξυγόνο».
Πάντως ολόκληρο το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» υπάρχει στο http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971. Εμείς θα περιοριστούμε σε κάποια αποσπάσματα πλαισιωμένα από μια συνέντευξη του Ελύτη καθώς και μια ιστορία από τα χρόνια που πολεμούσε στο αλβανικό μέτωπο.
Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ ‘ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ
Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα
που πάω κι είπα για να μη μ’ έχει του χεριού της η ερημιά να
βρω εκκλησάκι να’χω να μιλήσω.
(…)
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ’ όλα τα
χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που’φερνε ο Βοριάς
κι εγώ περίμενα
(…)
Ύστερα μου’ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
.
λίγο βόρειον άνεμο, λίγο λουλακί θαλάσσης, λίγο δέρμα νέας κοπέλας, λίγη κατάνυξη αγιότητας.
Μιλώ για την ποιητική λειτουργία και ως προς αυτήν υπάρχουνε δύο μέθοδοι. Υπάρχει η μέθοδος η εξομολογητική, που αποτελεί, ας πούμε, τον κανόνα. Ο ποιητής, δεχόμαστε ότι εκφράζει την γύρω του πραγματικότητα. Στα έργα του, που αποτελούν ένα είδος εσωτερικού ημερολογίου, καταγράφει τις ψυχικές του αντιδράσεις, που, βέβαια, είναι οδυνηρές, αφού ζητούν ν’ αποδώσουν τη δυσαρμονία του με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Στο βαθμό μάλιστα που η θλίψη του ή η διαμαρτυρία του είναι οξύτερες, αξιολογείται και η ποιότητα της ευαισθησίας του. Οπόταν εγώ, με τέτοια κριτήρια, ευρέθηκα να είμαι τέρας αναισθησίας, άμοιρος των δεινών που μαστίζουν την ανθρωπότητα, με άλλα λόγια ένας απερίσκεπτος έφηβος που τα βρίσκει όλα ωραία και τα εξυμνεί. Ενώ εγώ ήμουν, απλά και μόνον, ένας χημικός που έβαζε λίγο βόρειον άνεμο, λίγο λουλακί θαλάσσης, λίγο δέρμα νέας κοπέλας, λίγη κατάνυξη αγιότητας, για να βγάλει το αποτέλεσμα που η ζωή του στερούσε. Ήταν ο μηχανισμός του εξορκισμού που λειτουργούσε μέσα μου; Δεν ξέρω. Πάντως ήταν η αντίδραση που θα δοκίμαζε φερ’ ειπείν ένας αρχιτέκτονας που βλέπει ένα φριχτό οικοδόμημα και ξέρει ότι με τα ίδια υλικά θα μπορούσε να είχε γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι που να «στέκει» καλύτερα. Σημειωτέον ότι τα «υλικά» που είχα βαλθεί να επικαλούμαι δεν ήταν διόλου φανταστικά πράγματα. Υπήρχαν δοσμένα απ’ την ίδια τη ζωή – πλην καταδικασμένα σε αδράνεια από τους ίδιους τους ανθρώπους, από την άγνοια και τις προκαταλήψεις αιώνων.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800
ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος
Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξι-
δεύανε όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύ-
σες και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε πριχού σπάσει σε δρόσο
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα το κορίτσι μου σαν όρκο που’φτασα να πιάνω τον ήλιο απ’ τα
φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών
Μ’ ένα τίποτα έζησα.
(…)
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα’ να μ’ έλεγαν τρελό πως από’να τί-
ποτα γίνεται ο Παράδεισος.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
η μειωμένη αντίληψη
Ανέκαθεν, έτσι, από μειωμένη αντίληψη γράφεται η Ιστορία. Ειλικρινά θα προτιμούσα να ‘ναι από κακοπιστία. Και όμως είναι από μειωμένη αντίληψη. Να τι με δυσκόλεψε περισσότερο κι από τους πολέμους κι από τις δικτατορίες κι από τους διωγμούς στη ζωή μου: η μειωμένη αντίληψη. Που, ευτυχώς, αντί να εξουδετερώνει το πνεύμα μου, το γιγάντωνε.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800

Προμετωπίδα του Οδυσσέα Ελύτη για τα “Ρω του έρωτα” (1972)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
“ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ”
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που
καθόμουν να τον φυλάγω
(…)
Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα τέσσερα αλόγα:
το μαύρο το ασημί το ένοχο και τ’ ονειροπαρμένο δίχως σέλα
ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε
Και πως τα πλήθη πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να κα-
ταποθούν από τη γέννα του Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
.
με γνώμονα πάντοτε την καθαρότητα
Εάν εξαιρέσω μερικά φωτεινά διαλείμματα –που γι’ αυτά θα σας μιλήσω παρακάτω- δε θυμάμαι παρά πένθη της οικογένειας, μαυροντυμένους συγγενείς, επαναστάσεις, βομβαρδισμούς από στόλους ξένων δυνάμεων, διωγμούς του πατέρα μου που ήταν αντίθετος με το Παλάτι. Βλέπετε, την εποχή εκείνη οι αστοί – πρέπει να το παραδεχθούμε – ακολουθούσαν μια πολιτεία που δικαίωνε την ύπαρξή τους. Στις ημέρες μας είναι που αποξενώθηκαν από οτιδήποτε δεν είναι κέρδος υλικό, κι έχουν χωρίς να το αντιλαμβάνονται, υπογράψει την καταδίκη τους. Ας είναι.
Στα δεκαοχτώ μου χρόνια, λοιπόν, κάτω από τέτοιες συνθήκες, εάν εκφραζόμουν αυτοβιογραφικά, μπορείτε να φανταστείτε τι μαύρα ποιήματα θα είχα γράψει. Ο νους μου όμως εμένα ήταν αλλού. Ήταν σε μιαν ιδανική κατάσταση, ξεσηκωμένη από την τρέχουσα και όμως διαφορετική στο βαθμό που άλλαζα τη διάταξη των στοιχείων της. Καλώς ή κακώς υπήρχε σχηματισμένος μέσα μου ένας μύθος πέραν του πιθανού ή του απίθανου, που έπρεπε, με κάθε ποίημα – όπως ένα κτίριο με κάθε πέτρα – να λαμβάνει υπόσταση, να υλοποιείται και συνάμα, ν’ αποσπάται από μένα, θέλω να πω από την προσωπική μου περίπτωση. Να γιατί δεν έγραφα στο Λονδίνο για ομίχλες και στο Παρίσι για μετρό, αλλά εκεί, όταν ζούσα στις πόλεις αυτές, έβαζα τα θεμέλια του «Άξιον Εστί» και αργότερα ολοκλήρωνα έργα όπως το «Φωτόδεντρο» ή το «Μονόγραμμα». Με γνώμονα πάντοτε την καθαρότητα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800
ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα’θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
.
Ο πατέρας μου, που ήταν ερασιτέχνης ναυτικός, με ανέβαζε στη γέφυρα ενώ ταξιδεύαμε, άλλοτε για την Τήνο και τη Σαντορίνη, άλλοτε για τη Μυτιλήνη κι άλλοτε για τα κοντινά νησιά, Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, Σπέτσες.
Αυτό που έβλεπα δεν ήταν με κανένα τρόπο απλώς «τοπίο». Ήταν ένα αλφάβητο από φυσικά στοιχεία που αργότερα θα ζητούσα να βρω την ηθική τους αντιστοιχία στο πνεύμα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα
γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές
όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο
Να κοιτάζω
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
.
μια ελληνική γραφή
Εάν είμαι μια «ελληνική γραφή» όπως λέτε, μπορώ να πεθάνω ήσυχος. Κάθε ποιητής πραγματώνεται μέσ’ απ’ τη γλώσσα του. Κι ακόμη πιο βαθιά: μέσ’ απ’ το δεύτερο και τρίτο στρώμα της γλώσσας του. Στο κεφάλαιο αυτό, είναι αλήθεια, ο Έλληνας – ο σε όλα του άτυχος – βγαίνει τυχερός. Καμιά γλώσσα δε διαθέτει μια τέτοιαν απέραντη προοπτική προς τα πίσω και – το κυριότερο – με αδιάσπαστη συνέχεια. Δεν το λέω με υπερηφάνεια, το λέω με δέος, αφού οι ευθύνες του ποιητή σε μια τέτοια περίπτωση, πολλαπλασιάζονται. Και με πιάνει αληθινή απόγνωση όταν βλέπω συναδέλφους μου ν’ απομακρύνονται και ν’ αδιαφορούν για αυτό που είναι η διακλάδωση των νεύρων μέσα στο σώμα της γλώσσας, ένα σώμα, που, όπως και να το κάνουμε, είναι τριών χιλιετιών και όμως αγέραστο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800
.
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά μια ν’ ανεβαί-
νουνε ως τα ύψη πάλι
Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ’ ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι ποιος να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας
μπατάρει
Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε
Πρόσω
Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ
(…)
Δόξα να’χει ο Θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ’ αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλά-
κια με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες
Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη που
την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή
μου παραστέκει
(…)
Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο
σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:
Η άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
.
μου αναλογεί το λευκό
Πρέπει να το καταλάβουμε ότι ο ποιητής π ο ι ε ί. Εάν θέλει να βγάζει από μαύρο, μαύρο – λογαριασμός δικός του. Αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης που αναλογεί στην ψυχή του. Εμένα, όπως σας είπα και στην αρχή, μου αναλογεί το λ ε υ κ ό. Και σας εξομολογούμαι πως η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου. Αλλά πώς να κάνω αλλιώς; Σε τι θα ωφελούσε να γίνω ένας απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα; Είναι κάτι που το ξέρουμε και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαμβάνουμε. Τουλάχιστον εγώ αποβλέπω στην μεταμόρφωση.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΓΕΩΜΕΤΡΗΣΗ»
περιοδικό «η λέξη», τ. 27
από μια συνομιλία του με τον Δημήτρη Άναλι
http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=32602&code=1337&zoom=800
ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ
Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά κι από το μέ-
ρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα εκατον-
τάδες αρπαγμένα εφ’ όρου ζωής απ’ το άγνωστο
Ακριβώς όπως εμείς Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω ας
πέθαιναν οι άνθρωποι ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού ξα-
νασταλμένος ο απόηχος του πολέμου τίποτε αυτό μια στιγμή
σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ’ αντέξει
Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως όπως ο Ιησούς
Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι.
(…)
(Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην παν-σέληνο είσαι και αστείρευτη παραμυθία μες στον ύπνο μου να ρυ-
μουλκείς μοσχονήσια με αναμμένο το μισό στερέωμα ένας
Αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω)Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες απ’ το πέρασμα του θυ-
μιατού στης κοντινής Ανατολής τους λόφους χρυσοποίκιλτα σερά-
για και σοφία χυμένη στο γυαλί
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
.
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΥΩΧΕΙΡ
Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ’ ακούς;
το αχ που βγάνει ο σκοτωμός το αχ που βγάν’ η αγάπη
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν
έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την
αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκι-
κες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστή-
σεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο
Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε
Όπως γίνεται για τις συμφορές
Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να
‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να
δώσει μιαν αλήθεια
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ»
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
http://www.scribd.com/doc/8660655/-1971
.
“Το βιβλίο που με κράτησε στη ζωή”
Το ένιωσα αυτό, πολύ περισσότερο κι από τη σκηνή στο μέτωπο που διηγήθηκα πριν, δυο μήνες αργότερα, όταν βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ. Πριν από τ’ αντιβιοτικά, ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου. Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά, με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα ή πορτοκαλόζουμο για τροφή, όλες τις ατέλειωτες μέρες που βαστούσε ο πυρετός, σαράντα ακατέβατα. Κι ο Θεός βοηθός. Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση τις ημέρες ακριβώς που άρχισε η επίθεση των Γερμανών. Δεν ήταν και τόσο ρόδινα τα πράγματα. Το κρεβάτι μου βρισκότανε πλάι στο παράθυρο και κάθε φορά, θυμάμαι, που σήμαινε συναγερμός όλοι οι άλλοι άρρωστοι (το νοσοκομείο ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες) μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια.
Με τους Γερμανούς δεν ήτανε φρόνιμο να παρασταίνουν το παλικάρι. Πριν φύγουν από το θάλαμο μού άνοιγαν τα τζάμια, μήπως και σπάσουν και με χτυπήσουν τα θραύσματα. Κι απόμενα έτσι ολομόναχος μέσα στον άδειο θάλαμο, που μου φαινότανε ξαφνικά ότι μεγάλωνε, γινότανε απέραντος, με τα ξέστρωτα κρεβάτια, τα κουβαριασμένα σεντόνια, τις εφημερίδες, τα σακίδια, μια σταματημένη απότομα ζωή, ένα είδος Πομπηίας του κλειστού χώρου, απ’ όπου αναδυόμουν και επέπλεα μετέωρος, βουτηγμένος μέσα σε μια παράξενη ηρεμία. Ώσπου σε λίγο άρχιζαν οι εκρήξεις, που ολοένα πλήθαιναν και πλησίαζαν. Αυτό πια δεν ήταν πόλεμος, ήταν μια μονομαχία. Δεν υπήρχανε στρατεύματα, όπλα, υπηρεσίες, επιτελεία. Τίποτε. Μονάχα το αόρατο εκείνο τέρας που μπουμπούνιζε από ψηλά. Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη και το κομμάτι τ’ ουρανού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου αναπηδούσε τώρα μέσα μου, πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε: “πρέπει, πρέπει, πρέπει να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα”.
Θα ‘ναι φαίνεται, στη μοναξιά και στον άνισο αγώνα που ξυπνάει όλος ο άντρας. Και ο ποιητής. Η ιδέα ενός βιβλίου με κρατούσε – όπως άλλους ένα εικόνισμα. Το έβλεπα, το φυλλομετρούσα, τα ποιήματα που δεν είχα γράψει, και που θα ήθελα να είχα γράψει, γεμίζανε με το εξωτερικό τους σχήμα τις σελίδες του, δεν απόμενε παρά να τα “γεμίσω”, όπως γεμίζεις μια σειρά από άδεια ποτήρια, και αμέσως τι δύναμη, τι ελευθερία, τι αψηφησιά στις βόμβες και στο θάνατο. Να ‘χεις βγάλει τον εαυτό σου τον πραγματικό, από τον άλλο τον καθημερινό, έξω, και να τον βλέπεις αντίκρυ σου άτρωτον, άφθαρτον, προσιτό στα μέλλοντα όπου πια εσύ δε θα συμμετέχεις, τι ανακούφιση!
(…)
Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι, μόνο που δε γάβγισα. Το ‘βαλε στα πόδια, και οι άλλοι άρρωστοι, θαρρώ, γελούσανε. Όμως εγώ δε βάσταξα πια κι έβαλα τα κλάματα. Οι γιατροί μαζεύτηκαν γύρω μου, κάτι είπανε μεταξύ τους, και στο τέλος ένας απ’ αυτούς μου έκανε μια ένεση. Βυθίστηκα στον ύπνο για ώρες πολλές. Και την άλλη μέρα – κάτι απίστευτο – ξύπνησα σχεδόν απύρετος. Είχα περάσει τη μεγάλη κρίση. Το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει.
Και τώρα, βέβαια, που γράφω, ύστερα από τόσα χρόνια, το ιδανικό αυτό βιβλίο δεν έγινε. Αλλά τι σημαίνει; Η ελπίδα του με κράτησε στη ζωή, και τότε που δεν ήξερα και τώρα που κατάλαβα ότι τα ιδανικά βιβλία δε γίνονται ποτέ. “Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.” Να πάλι το passe-partout Καβάφη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ “ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ”
από τα “ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ