Κώστας Ουράνης

Αν είναι νάρθει θε ναρθεί – αλλιώς θα προσπεράσει…

«Η ΑΓΑΠΗ»

 

Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε!

«Η ΖΩΝΤΑΝΗ ΝΕΚΡΗ»

  

 “Χιόνια στην Πάρνηθα του 1930″

Πριν το χιόνι να μαζέψει τις τέντες του και να χαθεί, το ίδιο άξαφνα και μυστηριώδικα όπως ήρθε, οι Αθηναίοι που έχουν αυτοκίνητα έτρεξαν να χαρούν την παραμυθένια αυτή παρουσία… Τις δύο – τρεις τελευταίες αυτές μέρες ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος της Πάρνηθος παρουσίαζε τις πρώτες απογευματινές ώρες μια μεγάλη κίνηση ανοιχτών και κλειστών αυτοκινήτων – από τις πολυτελείς “Πακάρ” ίσαμε τις κατσαριδοειδείς “Μόρις”.

Όσο ανεβαίναμε τα χιόνια πλήθαιναν. Στα παραπέτα και στις στροφές του δρόμου οι σωροί τους έφθαναν ως τα γόνατα και τ’ αυτοκίνητα περνούσαν ανάμεσα στις δύο μαύρες γραμμές που είχαν χαράξει μέσα στα χιόνια τ’ άλλα αυτοκίνητα, που είχαν προηγηθεί. Ο αέρας τώρα ήταν δροσερότατος – χωρίς να γίνει ούτε στιγμή παγερός. Διάφοροι, που φοβήθηκαν ν’ ανεβούν ως το τέρμα του δρόμου, μήπως και τ’ αυτοκίνητά τους κολλήσουν στα χιόνια, είχαν σταματήσει στις τελευταίες στροφές και χαίρονταν το ονειρικό θέαμα των άσπιλων χιονιών που αστραποβολούσαν παντού μέσα στον ήλιο. Άλλοι έπαιρναν φωτογραφίες, άλλοι έπαιζαν χιονιές, άλλοι φόρτωναν τις βαθμίδες του αυτοκινήτου τους με χιόνια, για να τα μεταφέρουν… σαν δείγμα στα σπίτια τους, κι άλλοι τσαλαβουτούσαν ίσαμε τα γόνατα μέσα στο στρώμα του χιονιού με παιδική χαρά… Ήταν ακόμα κι άνθρωποι που είχαν εκδράμει πεζή στις κορυφές της Πάρνηθος από το πρωί – και που γυρνούσαν την ώρα εκείνη, ντυμένοι σαν αλπινιστές, μ’ ένα σάκκο τρόφιμα στον ώμο κι ένα μυτερό μπαστούνι στο χέρι.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Υπαίθρια εξοχικά κέντρα”

Τα υπαίθρια εξοχικά κέντρα! Πόσες εκατοντάδες να υπάρχουν; Πόσες χιλιάδες; Να μια στατιστική που κανένας δε σκέφθηκε να κάνει και που εν τούτοις θα ‘χε ενδιαφέρον γιατί θα μπορούσαν να βγουν ένα σωρό συμπεράσματα – ακόμα και κοινωνικά… Οπωσδήποτε είναι βέβαιο ότι υπάρχουν άπειρα. Τα συναντάτε στο δρόμο σας, πολυαριθμότερα κι από σαλιγκάρια ύστερα από βροχή, οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν πάρετε με τ’ αυτοκίνητο. Δεν υπάρχει τόσο στις ακτές της Αττικής, όσο και στα Μεσόγεια, ένα απόκεντρο μέρος, που να μη δείτε εγκαταστημένο ένα από τα “κέντρα” αυτά…

Σ’ όλο το δρόμο που φέρνει στη Βάρκιζα δεν κάνετε άλλο, παρά να συναντάτε, γραμμένη στους τοίχους των καλυβιών, τη ρεκλάμα αυτή: “Μπαρ Τρεζολί. Βάρκιζα”! Μπαρ στη Βάρκιζα και μάλιστα “τρεζολί” – τι ευχάριστη έκπληξη, λέτε. Πηγαίνετε, χαλάτε τον κόσμο σ’ αναζήτησή του, κι επιτέλους ανακαλύπτετε ότι το ρεκλαμαρισμένο “μπαρ” δεν είναι -κι αυτό- παρά μια μικροσκοπική παράγκα, σκεπασμένη με ξερά κλαριά πεύκου και όμοια με κιβωτό του Νώε, γιατί μέσα της ζουν αρμονικά και φύρδην – μίγδην ο καταστηματάρχης, η οικογένειά του, οι κότες του, ένα σκυλί, άπειρες μύγες, μερικοί άδειοι ντενεκέδες βενζίνης, δυο βαρέλια, μια φουφού και διάφορα άλλα ζωντανά ή άψυχα είδη. Εννοείται ότι το μόνο είδος που βρίσκετε στο τρεζολί μπαρ είναι λίγη ρετσίνα – που άλλοτε προσφέρεται σαν σώσμα κι άλλοτε σαν γιοματάρι, χωρίς βέβαια αυτό ν’ αλλάζει την ποιότητά της, που είναι άθλια…

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

  

 “Τέμπη”

Ο δρόμος που διασχίζει τα Τέμπη είναι στο πλευρό της Όσσας, γιατί ο Όλυμπος πέφτει εντελώς κάθετος, μόλις αφήνοντας λίγη θέση στη σιδηροδρομική γραμμή. Η λέξη “δρόμος” είναι ευφημισμός. Το πολύ πολύ μουλαρόδρομος. Εγώ τον πέρασα με …αυτοκίνητο. Η εξήγηση είναι ότι το αυτοκίνητο δεν ανήκε στο σωφέρ που το οδηγούσε. Έτσι κανείς φόβος να το ιδεί να εξαρθρώνεται σε κομμάτια δεν τάραζε το φλέγμα, με το οποίο το περνούσε από ακροβατικούς κατηφόρους κι ανηφόρους, από κοτρώνια που τα ‘χαν κυλήσει οι χείμαρροι, ανάμεσα από κλώνους που έξυναν τη μπογιά του, πάνω από ξερές κοίτες όπου οι ρόδες του γλιστρούσαν στα χαλίκια και σε πλαγιές που το σάπιο χώμα τους απειλούσε να συμπαρασυρθεί μαζί με το αυτοκίνητο.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Στο Βατοπέδι του Αγίου Όρους”

Το μεγάλο και πλούσιο Βατοπέδι με τ’ απέραντα κτήματα, το πλήθος των εξαρτημάτων του και τους αναπτυγμένους μοναχούς του, εμφανίζεται αιρετικό ή τουλάχιστον επικίνδυνα φιλελεύθερο. Το κατηγορούν ότι άνοιξε τη βαριά του πύλη σε μοντερνισμούς σκανδαλώδεις για έναν τόπο ταγμένο στην απάρνηση και τον ασκητισμό. Σε ποιους; Ότι υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο, ότι έβαλε ηλεκτρικό φως και …ευρωπαϊκά W.C. και ότι -αμάρτημα θανάσιμο!- παραβίασε δυο φορές το πανάρχαιο καταστατικό του Όρους που το επέβαλε ένα χρυσόβουλλο του Κωνσταντίνου του Μονομάχου, και που δεν επιτρέπει την παρουσία θηλυκών στη μοναστική πολιτεία: τη μια φορά επιτρέποντας σε μια επίσημη κυρία ν’ αποβιβασθεί και ν’ ανέβει ως την εξώπορτά του, όπου και της παρουσίασαν τ’ άγια λείψανα να τ’ ασπασθεί, και τη δεύτερη μπάζοντας μέσα στα τείχη του …κότες!

Οι επισκέπτες του Βατοπεδίου ανήκουν σ’ όλες τις κατηγορίες και σ’ όλες τις εθνικότητες. Φυλλομέτρησα το ογκωδέστατο βιβλίο που διατηρεί η μονή κι όπου γράφουν τα ονόματά τους και τις εντυπώσεις τους. Τι ποικιλία από ονόματα… κι ανοησίες! Βλέπει κανείς σ’ αυτό υπογραφές από του Γεωργίου της Αγγλίας και του Βίκτωρος Εμμανουήλ, ίσαμε των ανορθόγραφων νωματαρχών της αστυνομίας του Αγίου Όρους. Όσο για τ’ αυτόγραφα, εκείνο που περισσότερο με διασκέδασε ήταν ένα ταρταρινικό αυτόγραφο του Πάγκαλου, που έλεγε ότι “ο Αρχιστράτηγος του Στρατού του Έβρου σταμάτησε για λίγο το δρόμο του προς την Αγιά Σοφιά (;) για να προσκυνήσει… ” κτλ.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

  “Η Καλαμάτα του 1930″

Η πόλη είναι πάνω στην ανάπτυξή της. Το λιμάνι της είναι πιο ζωντανό από της Πάτρας, το εμπόριο σημαντικό, τα υποκαταστήματα των Τραπεζών αφθονούν – και τη νιώθετε ανυπόμονη ν’ απλωθεί και να συγχρονισθεί πολύ περισσότερο. Χτίζονται σπίτια από μπετόν, δρόμοι ασφαλτοστρώνονται, οι κεντρικές αρτηρίες παρουσιάζουν ζωηρή κίνηση και οι κάτοικοι ζητάν μεγάλα δημόσια έργα: να μεγαλώσει το λιμάνι, να τακτοποιηθεί η κοίτη του Νέδωνα…
Τις τρεις μέρες που έμεινα στην Καλαμάτα τις πέρασα μεταξύ της συντροφιάς ενός ντόπιου τραπεζίτη και της συντροφιάς ενός ντόπιου, επίσης, ποιητή. Ο πρώτος ήταν η σύνθεση της σύγχρονης πόλης: άνθιζε σε στρογγυλότητες, αυτοπεποίθηση και κυριαρχικότητα και δε σκεφτόταν παρά την καλοζωία. Με πήγε ένα βράδυ με το αυτοκίνητό του, από μια μεγάλη ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο, σ’ ένα παράλιο κέντρο, που τα τραπεζομάντηλά του άσπριζαν κάτω από τα πράσινα φυλλώματα ηλεκτροφωτισμένων δέντρων – κι εκεί μου παράθεσε ένα πλούσιο γεύμα. Ο δεύτερος ήταν απλός, σιωπηλός και μελαγχολικός, όπως το παρελθόν. Μαζί του γύρισα τους μικρούς δρόμους της παλιάς Καλαμάτας και σεργιάνισα στην κεντρική πλατεία, που δεν είναι παρά ένας πολύ φαρδύς δρόμος, ακανόνιστος και γεμάτος από τη γραφική κίνηση ενός υπαίθριου λαχανοπάζαρου και γυναικών του λαού με μαύρα τσεμπέρια και παρδαλά φορέματα, που γεμίζουν τα βαρελάκια τους και τις στάμνες τους από τα μεγάλα δημόσια πηγάδια που χάσκουν στη μέση της πλατείας.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Μυτιλήνη”

Η πόλη της Μυτιλήνης είναι από τις πιο σύνθετες που έχω ιδεί, ύστερα από το Αλγέρι. Υπάρχουν σ’ αυτή τρεις πόλεις, καθεμιά με το δικό της χαρακτήρα: μια ανατολίτικη, μια ελληνική και μια ευρωπαϊκή.

Η “ελληνική” πόλη είναι η πόλη των τραπεζιτικών υποκαταστημάτων, των γραφείων, των κοινοτικών ιδρυμάτων, της εμπορικής και λιμενικής κίνησης, των καφενείων που διαδέχονται το ένα το άλλο – μια πόλη δίχως χάρη, μ’ ένα θέατρο που θα μπορούσε κανείς να το πάρει για αποθήκη ξυλείας, μ’ ένα πάρκο που έχει περισσότερες καρέκλες μικοκαφενείων παρά δέντρα, μια πόλη που περιμένει ακόμα να γίνει πόλη. Τη βρήκα χωρίς ηλεκτρικό φως -γιατί το εργοστάσιο είχε καεί-, να ψήνεται κάτω από έναν ανήλεο ήλιο, με το λιμάνι της -που ετοιμάζουν τη διαρρύθμισή του- άδειο από καράβια και πεσμένο σε μαρασμό εξαιτίας της μεγάλης υποτίμησης του κυριότερου προϊόντος του νησιού, του λαδιού, στις ξένες αγορές.

Η θέα απλώνεται σ’ όλο το ήσυχο και φωτεινό λιμάνι της Μυτιλήνης και στην “ευρωπαϊκή” συνοικία, που την αποτελούν ωραίες επαύλεις σκαρφαλωμένες ως τα μισά μιας πλαγιάς και περιτριγυρισμένες από μεγάλους κήπους και περιβόλια. Στρέφοντας κανείς το μάτι στο απέναντι μέρος αυτού του οράματος της ομορφιάς και της οργιαστικής πρασινάδας, διακρίνει κατακάθαρα τις μικρασιατικές κηλίδες που κάνουν τα σπίτια μιας κωμόπολης που οι κάτοικοί της ήταν όλοι Έλληνες πριν από την καταστροφή.
Τι θα είναι η νοσταλγία κι ο κρυφός καημός των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων που ζουν σήμερα στη Μυτιλήνη, όταν βλέπουν κάθε μέρα, έτσι κοντά αντίκρυ τους, την πατρίδα τους, τη γη των προγόνων τους και των τάφων τους, που την παράτησαν σε μιαν αξιοθρήνητη έξοδο και που τους είναι για πάντα απαγορευμένη!…
Σα να μην αρκούσε το ψυχικό αυτό μαρτύριο, οι δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι ζουν ακόμα εδώ μια ζωή γεμάτη αθλιότητα και αγωνία, γιατί το πρόβλημα της αποκατάστασής τους δεν έχει ακόμα λυθεί. Χιλιάδες απ’ αυτούς ζουν στριμωγμένοι στα πόδια του κάστρου και στο μάκρος του παλιού λιμανιού, στη συνοικία που ζούσαν άλλοτε οι Τούρκοι, κι η ζωή τους αντιγράφει τόσο πιστά τη ζωή εκείνων, που παραξενεύεται κανείς, χωρίς να το θέλει, βλέποντας χωροφύλακες αντί ζαπτιέδες ή διαβάζοντας στην πόρτα ενός τζαμιού την επιγραφή Πωλείται άχυρον!…

 

Σεβαστή διαμάχη

Όλα ξεκίνησαν με ένα χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα στη Νέα Εστία (1/3/1934), στο οποίο ο Νιρβάνας διατύπωνε αντιρρήσεις για την προσφώνηση “σεβαστός”, την οποία χρησιμοποιούσαν αρκετοί συνάδελφοί του όταν απευθύνονταν στον ίδιο:

Ένας αγαπητός -όχι σεβαστός- συνάδελφος μούλεγε αυτές τις μέρες:
-Δεν καταλαβαίνω τι έχουν πάθει όλοι οι συγγραφείς που μου κάνουν την τιμή να μου στέλνουν τα βιβλία τους, και με γράφουν στην αφιέρωσή τους “σεβαστό”. Κι αυτό δε συμβαίνει τώρα μόνο που έχω, τελοσπάντων, κάποια ηλικία. Γινότανε και όταν ήμουν πολύ νεώτερος. Και δεν είναι μόνο παιδιά που με γράφουν “σεβαστό”. Με γράφουν έτσι και αρκετοί ηλικιωμένοι. Ακόμα και συνομήλικοί μου. Αλλά τι θα πη “σεβαστός”, σε παρακαλώ; Και τι θέλουν να μου δείξουν όλοι αυτοί οι κύριοι, γράφοντάς με “σεβαστό”; Θέλουν να με περιποιηθούν ή να με κολακέψουν; Ποιος κολακεύεται, όμως, όταν του θυμίζουν τα χρόνια του; Διότι τα χρόνια σου σού θυμίζει εκείνος που σε τιτλοφορεί “σεβαστό”. Και ο Μαθουσάλας ακόμα αμφιβάλλω πολύ αν θα δεχόταν ευχαρίστως τον αμφίβολον αυτόν τίτλο. Και όμως όλοι αυτοί οι κύριοι επιμένουν στο “σεβαστός”, σα να χάθηκαν όλα τα άλλα επίθετα. Φαντάζονται πως κάνουν μια φιλοφρόνηση, ενώ, απλούστατα, χωρίς να το καταλαβαίνουν, κάνουν μια γαϊδουριά.
(…)
Το περίεργο όμως -το μεγάλο περίεργο- είναι ότι γίνεται τόση κατάχρηση σεβασμού σ’ έναν τόπο όπου ο σεβασμός είναι άγνωστος. Σ’ έναν τόπο που δεν υπάρχει κανένας πραγματικός σεβασμός ούτε σε πρόσωπα, ούτε σε πράγματα, ούτε σε αρχές, ούτε σε ιδέες, ούτε σε τίποτε αξιοσέβαστο όλα είναι “σεβαστά”.

από το χρονογράφημα του ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 173, 1/3/1934

 

Ο Κώστας Ουράνης θεώρησε τον εαυτό του θιγμένο από το παραπάνω χρονογράφημα και στο επόμενο τεύχος απάντησε στον Παύλο Νιρβάνα, γράφοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Τιτλοφόρησα κι εγώ τον κ. Νιρβάνα “σεβαστό φίλο”, τόσο σε μια αφιέρωση βιβλίου μου όσο και σ’ ένα μου γράμμα στη “Νέα Εστία” σχετικό με τον Λεμπέγκ. Ομολογώ δε ότι εφανταζόμουν πως έκανα μια φιλοφρόνηση. Το χρονογράφημά του όμως δε μ’ έπεισε ότι έκανα μια γαϊδουριά.
Αν ο τίτλος του “σεβαστού” ενοχλεί τόσο πολύ τον κ. Νιρβάνα, γιατί του φέρνει την πικρόχολη σκέψη, ότι δεν είναι πια νέος, δε σημαίνει ότι το επίθετο αυτό περιέχει στην ουσία του την έννοια του “ηλικιωμένου”. Σεβαστός λένε τα λεξικά είναι ο ά ξ ι ο ς σεβασμού.
(…)
Ανεξαρτήτως όλων αυτών, η ενόχληση του κ. Νιρβάνα από τον τίτλο του “σεβαστού”, μου μένει ακατανόητη και για ένα άλλο λόγο. Του θυμίζει, γράφει τα χρόνια του. Τα χρόνια όμως δεν είναι ζήτημα μνήμης ώστε να δικαιολογείται η ενόχληση και η μελαγχολία του γιατί του τα θυμίζουν. Τα χρόνια μας τα ξέρουμε ο καθένας μας. Το ζήτημα είναι αν τα αισθανόμαστε απάνω μας ή αν δεν τα αισθανόμαστε. Και αν μεν τα αισθανόμαστε οι ίδιοι, δεν είναι η υπόμνηση αυτό που θα μας προσθέσει το βάρος τους. Αν πάλι δεν τα αισθανόμαστε, ούτε και τότε η υπόμνηση προσθέτει τίποτα. Απομένει δε ως μόνη εξήγηση ότι ο φίλος κ. Νιρβάνας, όπως άλλωστε κι εγώ που του απαντώ, βρήκε στο ζήτημα αυτό, απλούστατα, άλλο ένα θέμα για χρονογράφημα.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 174, 15/3/1934

 

Σειρά του Παύλου Νιρβάνα να απαντήσει, στο τεύχος 175 (1/4/1934), τελειώνοντας όμως ευτυχώς τη διαμάχη με έναν ιδιαίτερα συμφιλιωτικό επίλογο.

Ήθελα να ξέρω τι καταγίνεται ν’ αποδείξη στο τελευταίο του απαντητικό χρονογράφημα ο “σεβαστός” μου -αφού του αρέσει- φίλος και συνάδελφος κ. Κώστας Ουράνης. Θέλει να αποδείξη ότι τα αντίστοιχα του “σεβαστός” υπάρχουν και στα ξένα λεξικά; Ότι “σεβαστός” σημαίνει άξιος σεβασμού; Ότι “σεβαστός” λεξικογραφικώς δεν σημαίνει γέρος; Ότι ο Ρακίνας, οι Πορτογάλοι και οι Κινέζοι μεταχειρίζονται τη φράση “με σεβασμό” όταν απευθύνονται σε βασιλικά πρόσωπα και διάφορες εξοχότητες; Τον ευχαριστώ για την ειδοποίηση. Λυπούμαι μόνο για τον κόπο που έλαβε ν’ αποδείξη τα αυταπόδειχτα. Γιατί δεν υπάρχει ματαιότερος κόπος από το να βιάζη κανείς, όπως λένε και οι συμπατριώτες του Ρακίνα, ανοιχτές θύρες.
Ωρισμένως, δεν καταλαβαινόμαστε. Αν δεν κάνω λάθος, τίποτε από όλα αυτά τα ωραία και θεάρεστα πράγματα, που καταγίνεται ν’ αποδείξη με ντοκουμέντα, παραπομπές και τσιτάτες, ο “σεβαστός” μου κ. Ουράνης, δεν αρνήθηκα στα γραφόμενά μου. Δεν είμαι ούτε τόσο ηλίθιος, ούτε τόσο αγράμματος. Το νόημα των γραφομένων μου, διατυπωμένο καθαρά, με τύπο συμπεράσματος για τους χοντροκέφαλους, ήταν ότι, σ’ έναν τόπο όπου δεν υπάρχει πραγματικός σεβασμός για τίποτε, γίνεται τόση κατάχρηση του όρου “σεβαστός”. Ή μήπως δεν γίνεται; Σε κάθε περίσταση, που άλλοι όχι λιγότερο από μάς πολιτισμένοι λαοί, ενώ έχουν στα λεξικά τους τη λέξη “σεβαστός” -αυτό που καταγίνεται ν’ αποδείξη ο κ. Ουράνης- μεταχειρίζονται τους όρους cher, dear, carro, lieben, εμείς μεταχειριζόμαστε αράδα το “σεβαστός”.
(…)
Αυτά όμως, όπως είπα, φέρνει ο σεβασμός. Ο καλός μου Ουράνης μ’ αγαπούσε μια φορά. Είχαμε γνωριστή σε πονεμένες ημέρες. Και είχαμε, για καιρό, και μια τρυφερή αλληλογραφία. Άξαφνα άρχισε να με “σέβεται”. Και, από τη στιγμή που του έγινα “σεβαστός”, με πήρε ο Διάβολος της κριτικής του. Τώρα του προτείνω ένα φιλικό συμβιβασμό: Να πάρει πίσω το “σεβασμό” του και να μου ξαναχαρίση την αγάπη του. Τη δική μου δεν έπαυσε ποτέ -quand même- να την έχη.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 175, 1/4/1934

 

Κώστας Ουράνης (1890-1953)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Ποιήματα του Κ. Ουράνη

Κ. Ουράνης: Βιογραφικό και ποιήματα

Κ. Ουράνης: Βιογραφικό και ποιήματα

Αρχική σελίδα

Σχολιάστε