Archive for Ιανουαρίου 2011

η απάντηση του Σεφέρη στον Μπέργκμαν

30/01/2011

Από το άρθρο του Παντελή Μπουκάλα, στην Καθημερινή της Κυριακής (16/1/2011): Γιατί είναι ασήμαντη η σημερινή Ελλάδα θα δημοσιεύσουμε σήμερα μόνο ό,τι έχει σχέση με το ερώτημα «γιατί είναι τόσο ασήμαντη η συμβολή της Ελλάδας στα πολιτιστικά θέματα;» που έθεσε ο Ίγκμαρ Μπέργκμαν στο Γιώργο Σεφέρη και την ευγενική και «μετρημένη» απάντηση του μεγάλου Έλληνα ποιητή.


Ίγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007)
από το http://www.ingmarbergman.se/

Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή του, πρέπει να επιστρέψουμε στο 1964. Τότε, ο σπουδαίος Σουηδός σκηνοθέτης Ινγκμαρ Μπέργκμαν, με αφορμή την παράσταση της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ιππόλυτος» που, με δική του σκηνοθεσία, θα ανέβαζε το Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης τον Ιανουάριο του 1965, υπέβαλε στον Γιώργο Σεφέρη το ερώτημα που μας απασχολεί, με τη συνοδεία του εξής κειμένου:
«Η σημερινή Ελλάδα δεν κατέχει ηγετική θέση στα πολιτισμικά πράγματα. Η παρακμή ενός πολιτισμού αυτή καθεαυτή δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο. Είναι όμως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο ελληνικός πολιτισμός εξακολουθεί να επιβιώνει σε κάθε προοδευτική κοινωνία. Τα ιδανικά που χαρακτήριζαν την αρχαία Αθήνα εξακολουθούν να είναι η βάση για ό,τι αποκαλούμε σήμερα δημοκρατία, επιστήμη και τέχνη. Που οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, το γεγονός ότι είναι τόσο ασήμαντη η συμβολή της σημερινής Ελλάδας στα πολιτισμικά θέματα;»

«Το ερώτημά σας δεν είναι εύκολο», απαντά ο Σεφέρης, που μόλις ένα χρόνο νωρίτερα είχε τιμηθεί με το Νομπέλ, «γιατί δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Είναι όμοιο με άλλα προβλήματα που κάθε στοχαστικός άνθρωπος πρέπει να έχει θέσει στον εαυτό του: λ.χ. γιατί η Αγγλία γέννησε έναν μονάχα Σαίξπηρ ή γιατί η Ιταλία γέννησε έναν μονάχα Ντάντε;» Η κατ’ ανάγκην «πρόχειρη και βιαστική απάντηση» του Ελληνα ποιητή (που υπάρχει στον τρίτο τόμο των «Δοκιμών» του, εκδ. Ικαρος) «περιορίστηκε σε τρία σημεία»:
«α) Μπορεί ο σύγχρονος κόσμος, εννοώ στο σύνολό του, να έχει ανοίξει στον αστροναύτη τους αστρικούς δρόμους, μπορεί να έχει συσσωρεύσει, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ένα υπέρογκο -και πιθανότατα επικίνδυνο- όγκο επιστημονικών γνώσεων, αλλά από πολλές πλευρές δεν έφτασε τη στάθμη των αρχαίων. Δεν μπόρεσε να παρουσιάσει έναν Ομηρο ή έναν Αισχύλο, έναν Ηράκλειτο ή έναν Πλάτωνα.
β) Τη σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να την κρίνουμε μέσα στις αναλογίες του σύγχρονου κόσμου (ιστορικές, πλουτοπαραγωγικές, πληθυσμικές κ.λπ.) και, για να είμαι πολύ σύντομος, πρέπει να μην ξεχνούμε πως είναι ένας τόπος που δοκιμάστηκε επί τέσσερις αιώνες από τη χειρότερη ξένη σκλαβιά που γνώρισε λαός της γης, και με τις πιο καταστρεπτικές συνέπειες.
γ) Από τον καιρό που ελευθερώθηκε ένα μικρό μέρος της (μόλις το τρίτο του σημερινού εδάφους) με πληθυσμό, στα 1828, 750 χιλιάδες ψυχές, η Ελλάδα είχε να υπομείνει ατέλειωτους πολέμους, χωρίς να λησμονήσω τον τελευταίο».
Στην τελευταία παράγραφο της σύντομης, πάντως περιεκτικής απάντησης του Σεφέρη δεν θα μπορούσε να λείπει ένας τόνος ευγενικής ειρωνείας:
«Και τώρα συλλογίζομαι τη Σουηδία που από τα 1813 χαίρεται χωρίς διακοπή τα αγαθά της ειρήνης. Και συλλογίζομαι ακόμη τον Αγγλο ιστορικό που παρατήρησε ότι οι ιστορικοί που έζησαν σε καιρούς ευημερίας και ειρήνης δεν είναι συνήθως επιτυχείς όταν κρίνουν περιόδους πολέμων και δυστυχίας». Σε λιγότερο διπλωματική γλώσσα, θα μπορούσε να θυμίσει κανείς εδώ το παροιμιώδες «απ’ έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρεις», με την έννοια ότι, αν ζεις σε χώρα ομαλής διαδρομής, δυσκολεύεσαι να αξιολογήσεις την πορεία τόπων που η ιστορία δεν τους αφήνει να ειρηνεύσουν. Στα χρόνια, λ.χ., που ακολούθησαν τον διάλογο Μπέργκμαν – Σεφέρη, για μεν τη Σουηδία είχαν γραφτεί οι ίδιοι χοροί «ειρήνης και ευημερίας», για δε την Ελλάδα, μια επτάχρονη δικτατορία που την πήγε δεκαετίες πίσω.

απόσπασμα από τη στήλη του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16/1/2011 

Την επόμενη Κυριακή (23/1/2011) ο Π. Μπουκάλας με το άρθρο του: Εστάθη εν ζυγώ και ευρέθη υστερούσα συνέχισε το σχολιασμό και του ερωτήματος και της απάντησης:

Αλλοτε πάλι οδηγούμαστε σε δογματικά συμπεράσματα, όπως ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, που, όπως είδαμε την περασμένη Κυριακή, υπέβαλε τηλεγραφικά στον Γιώργο Σεφέρη, το 1964, το ερώτημα-βεβαιότητα «Γιατί είναι ασήμαντη η σημερινή Ελλάδα», για να λάβει μια μετρημένη και διπλωματικά ειρωνική απάντηση. Την εποχή εκείνη, θυμίζω, εκτός από τον Σεφέρη δρούσαν ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Θεοδωράκης, ο Ιάνης Ξενάκης, ο Τσιτσάνης, ο Μάνος Χατζιδάκις αλλά κι ο Μανόλης Χατζηδάκης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Τσαρούχης, ο Σβορώνος, ο Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός και ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Μινωτής, η Παξινού, ο Κουν κι όσοι άλλοι έρχονται στο νου όταν μας παίρνει η νοσταλγία κι αρχίζουμε το παραπονιάρικο «τότε που υπήρχαμε…». Τότε που, ωστόσο, για τους ξένους, και τους πιο ευαίσθητους, ήμασταν «ασήμαντοι πολιτισμικά». Και το ’60, υποτίθεται πως η Ελλάδα πως «εστάθη εν ζυγώ και ευρέθη υστερούσα», για να θυμηθούμε τη Βίβλο.

απόσπασμα από τη στήλη του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23/1/2011

 

ξέρει ότι η ζωή του θα είναι πιο σύντομη

27/01/2011

Ο Ορχάν Παμούκ είναι Τούρκος συγγραφέας που τιμήθηκε το 2006 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ποτέ στην ιστορία δεν ήταν τόσο μεγάλο το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι την επιτυχία τους οι πλούσιοι λαοί τη χρωστούν στον εαυτό τους κι έτσι δικαιούνται να μην αισθάνονται υπεύθυνοι για τη φτώχεια στον κόσμο. Ποτέ όμως άλλοτε οι φτωχοί του κόσμου δεν είχαν τέτοια πρόσβαση, μέσω της τηλεόρασης και του Χόλιγουντ, στη ζωή των πλουσίων. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι φτωχοί πάντοτε γοητεύονταν από παραμύθια για βασίλισσες και βασιλιάδες. Όμως ποτέ πριν οι πλούσιοι και ισχυροί δεν επέβαλλαν τη λογική, και τα δικαιώματά τους, με τόση βία.
Ο κοινός πολίτης που ζει σε μια φτωχική, μουσουλμανική, μη δημοκρατική χώρα, ο δημόσιος υπάλληλος που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε μια χώρα δορυφόρο της πρώην Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας ή σε κάποια άλλη χώρα του Τρίτου Κόσμου, ξέρει πολύ καλά ότι η μερίδα που αναλογεί στη χώρα του από τον πλούτο του κόσμου είναι ελάχιστη· επίσης, ξέρει ότι η ζωή του είναι πολύ πιο δύσκολη από τη ζωή του πολίτη σε μια δυτική χώρα, όπως επίσης ξέρει και ότι η ζωή του θα είναι πολύ πιο σύντομη. Δεν σταματάει όμως εδώ, επειδή κάπου στο μυαλό του υπάρχει η υποψία ότι υπεύθυνοι για τη μιζέρια του είναι ο πατέρας του κι ο παππούς του. Είναι ντροπή που ο δυτικός κόσμος δίνει τόση λίγη σημασία στη δυσβάσταχτη ταπείνωση που νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο, ταπείνωση την οποία αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεπεράσουν χωρίς να χάνουν τον κοινό νου ή τον τρόπο ζωής τους, χωρίς να γίνουν τρομοκράτες, υπερεθνικιστές ή φονταμενταλιστές. Τα μυθιστορήματα μαγικού ρεαλισμού εξωραΐζουν την ανοησία και τη φτώχεια τους, οι συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων στην αναζήτηση του εξωτικού κλείνουν τα μάτια στον προβληματικό ιδιωτικό τους κόσμο, όπου οι καθημερινές προσβολές και εξευτελισμοί αντιμετωπίζονται με καρτερία και πονεμένο χαμόγελο. Η Δύση δεν πρέπει να ικανοποιείται απλώς όταν μαθαίνει σε ποια σκηνή, σε ποια σπηλιά ή σε ποιο μακρινό λιμάνι της πόλης ο τρομοκράτης φτιάχνει την επόμενη βόμβα του, ούτε όταν τον εξαφανίζει από προσώπου γης με βομβαρδισμούς· πραγματική πρόκληση για τη Δύση είναι να καταλάβει τον ψυχισμό των φτωχών, περιφρονημένων, ντροπιασμένων ανθρώπων που έχει αποκλείσει από τους κόλπους της.

ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ «ΑΛΛΑ ΧΡΩΜΑΤΑ»
Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ

μια δίκη

25/01/2011

Δεν είναι λίγες οι δίκες που απασχόλησαν τελευταία την κοινή γνώμη. Η δίκη για τις γερμανικές αποζημιώσεις που διεκδικούν οι κάτοικοι του Δίστομου, η δίκη των Κεντέρη – Θάνου, η δίκη για Βατοπαίδι και Siemens -αυτές δε θα γίνουν ποτέ λόγω 200ετούς παραγραφής-, η δίκη του ΠΑΟΚ για τα επεισόδια στο Βόλο, η δίκη για την υπεξαίρεση αρκετών εκατομμυρίων ευρώ από το ταμείο του Δήμου Θεσσαλονίκης κ.ά.
Ωστόσο υπάρχει και μια δίκη με διαχρονικό ενδιαφέρον, η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η οποία αν και διεξήχθη το 1834 συνεχίζει ακόμα να ενδιαφέρει πολύ κόσμο – ανάρπαστη έγινε η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία που είχε ως προσφορά το σχετικό βιβλίο.
Το blog δημοσιεύει σήμερα δύο αποσπάσματα όχι από το βιβλίο – προσφορά της Ελευθεροτυπίας, αυτό δεν προλάβαμε ακόμα να το διαβάσουμε, αλλά από το βιβλίο του Δημήτρη Φωτιάδη «Κολοκοτρώνης»: 


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843)

Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει τον αγώνα των δικαστών Τερτσέτη – Πολυζωίδη να πείσουν τους υπόλοιπους δικαστές να μην καταδικάσουν σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη:

Ο Τερτσέτης όχι μονάχα δεν τ’ αρνιέται πως γύρεψε, μ’ όλους τους τρόπους να τους συγκινήσει, μα στην απολογία του περηφανεύεται γι’ αυτό.
-Ναι, παραδέχτηκε, έκλαψα ενώπιον των τριών… Η εντολή «ου φονεύσεις» μ’ εφόβιζεν απαρηγόρητα, επειδή φόνος ασυγχώρητος είναι ο άδικος αποκεφαλισμός ανθρώπου. Ναι! σχεδόν εγονάτισα, φιλώντας τα χέρια των τριών. 
Μα όλα πήγαν χαμένα -κι οι παρακλήσεις, και τα επιχειρήματα, και τα δάκρυα. Οι τρεις άλλοι δικαστές μένουν ψυχροί κι αμετάπειστοι -προτιμάνε από τη δόξα που απόχτησαν ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, να μείνουν, όπως τόσοι άλλοι πριν κι έπειτα απ’ αυτούς δικαστές σκοπιμότητας.
-Με τέτοια αποδεικτικά, τους φωνάζει για μια στιγμή ο Τερτσέτης ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται σε θάνατο!
Τίποτα… Ήταν από τους ανθρώπους που δεν έχουν ανάστημα να το ορθώσουν ενάντια στην εξουσία. 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ»
Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ


Γεώργιος Τερτσέτης (1800-1873)
Ένας από τους δύο δικαστές που μειοψήφισαν υπέρ του Κολοκοτρώνη
από την ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Ο Γέρος σαν άκουσε το «καταδικάζονται εις θάνατον» μισοσταυροκοπήθηκε μ’ απορία και λέει:
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου…
Ύστερα βγάζει την ταμπακιέρα του, παίρνει μια πρέζα ταμπάκο κι αφού την ρούφηξε, πρόσφερε και σ’ όσους τον είχανε περιτριγυρίσει γυρεύοντας να τον παρηγορήσουν, που ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε κι οι συνήγοροι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης.
-Αντίκρυσα, τους λέει, τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι.
Άλλοι αναστενάζουν, άλλοι βουρκώνουν, άλλοι κλαίνε μ’ αναφυλλητά. Μερικοί σκύβουν κι ευλαβικά φιλάνε το δοξασμένο γέρικο χέρι. Κάποιος απ’ αυτούς, με πνιγμένη φωνή, του λέει:
-Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ!
-Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια… του αποκρίνεται.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ»
Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

 

 

μια δικαιοσύνη που άντεξε 46 χρόνια

21/01/2011

Η είδηση για την καταστροφή 86 έργων του ζωγράφου Θεόφιλου στο Μουσείο Θεόφιλου της Μυτιλήνης δεν πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων. Αντιθέτως η Ελευθεροτυπία τη δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα την Πέμπτη 20/1/2011 και ήδη την αναπαράγουν μεγάλα ειδησεογραφικά sites.

 
Θεόφιλος (1870-1934): «Λήμνιος Κεχαγιάς»
από το http://odysseus.culture.gr/h/1/gh1560.jsp?obj_id=3435

 Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο

Σαν κεραυνός έπεσε η πρώτη καταγγελία για την πραγματική καταστροφή των 86 πρωτότυπων έργων του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, που φιλοξενούνται στο ομώνυμο Μουσείο της Μυτιλήνης.
(…..)
Στο Μουσείο Θεόφιλου, λοιπόν, διαπιστώθηκε η εξαφάνιση πραγματικά μεγάλου μέρους γνωστών έργων από τον ήλιο, στον οποίο εκτίθενται οι καμβάδες απροστάτευτοι. Αλλωστε, από τον ήλιο προέρχεται και ο μοναδικός φωτισμός του Μουσείου, αν εξαιρέσει κανείς κάποια φώτα οροφής! Ακόμα, τα έργα είναι εκτεθειμένα στη σκόνη από τα παράθυρα που ανοίγουν, ως μόνη μέθοδος εξαερισμού. Η υγρασία μπαίνει από παντού, ακόμα και από τα κεραμίδια που, ασυντήρητα, επιτρέπουν στα νερά της βροχής να τρέχουν πάνω στα έργα. Θέρμανση δεν υπάρχει καμία. Κάποιοι θερμοσυσσωρευτές της δεκαετίας του ’80 είναι και αυτοί εκτός λειτουργίας.
Σύμφωνα με τη συντηρήτρια κ. Μαρσινοπούλου, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Εκρουσε, μάλιστα, τον κώδωνα του κινδύνου για το Μουσείο και τη συλλογή λέγοντας πως, στο βαθμό που η ίδια μπορεί να εκτιμήσει, υπάρχουν αρκετές φθορές και θα είναι δύσκολο «να κλείσει κανείς τα μάτια και να εφησυχάσει ή να πει «ας αφήσουμε το θέμα λίγο ακόμα»».

απόσπασμα από το άρθρο του ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΑΛΑΣΚΑ
«Κατέστρεψαν τον Θεόφιλο» ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/1/2011

  


Θεόφιλος: «Οδός Μυτιλήνης επί Τουρκοκρατίας το 1888» 
από το http://odysseus.culture.gr/h/1/gh1560.jsp?obj_id=3435

  

Το Μουσείο Θεόφιλου χτίστηκε στη Μυτιλήνη το 1964 με έξοδα του γνωστού Μυτιληνιού τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη – Τεριάντ. Ο Οδυσσέας Ελύτης μας θυμίζει τις προσπάθειες που έγιναν για την ανέγερση αυτού του Μουσείου:

“Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο” από τον Ο. Ελύτη

Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι, που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του “αχμάκη”, του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. (…) Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ήθελε, βέβαια, να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα ‘λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του “αχμάκη” που, σίγουρα, σ’ όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων.

Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.

Μια μέρα, Ιούλιος του ’65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. (…) Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.

αποσπάσματα από το βιβλίο του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ

Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφοντας το παραπάνω κείμενο προφανώς δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάντια που θα έφτανε το νεοελληνικό κράτος κάμποσα χρόνια αργότερα…



Θεόφιλος: «Οι τρεις καπεταναίοι συμφιλιωθέντες»
τοιχογραφία, 1898
από το Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή

“Ένας φτωχός φουστανελάς” από τον Γ. Σεφέρη

Ο Γιώργος Σεφέρης μιλάει για τον Θεόφιλο στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”

 

 
Θεόφιλος (1870-1934)
από το http://www.transalpforum.gr/index.php?topic=13584.0

  

“Ήταν δημιουργός πραγματικός” από τον Αλέκο Φασιανό

Το 1959 μας πήγε μερικά παιδιά ο αρχιτέκτων Π. Μυλωνάς στη Μυτιλήνη να καταγράψουμε ταβάνια, σπίτια και έργα. Τότε όλα αυτά ήταν εν τη γενέσει. Εγώ ζήτησα από τον Π. Μυλωνά να με στείλει στην Αγιάσσο να αντιγράψω έργα του Θεόφιλου σε καφενεία, σε τοίχους που ήταν ετοιμόρροποι. Και πράγματι, βρήκα ένα εγκαταλελειμμένο καφενείο και άρχισα να αντιγράφω με διαφανές την τοιχογραφία. Σε λίγο έρχεται μια γριά μαυροφόρα και άρχισε να σπάει καρύδια στο σκαλί του καφενείου. Μου λέει: “Παιδάκι μου τον ήξερα τον Θεόφιλο εγώ. Φορούσε μια φουστανέλα λερή, που μπορούσες ν’ ακονίσεις μαχαίρια απ’ τη λίγδα, ήταν παλιοελλαδίτης”. Προφανώς γιατί είχε μακριά φουστανέλα κι όχι βράκες. “Και τι έγινε;” τη ρωτώ. “Αχ παιδάκι μου, του λέω, τι είναι αυτό που ζωγραφίζεις; Μου λέει: Είναι μια γυναίκα που θυσίασε τη ζωή της για να σώσει την Ελλάδα”. Πραγματικά, ο Θεόφιλος είχε ζωγραφίσει τη θυσία της Ιφιγένειας και το αισθάνθηκε έτσι ακριβώς. Ότι θυσιάστηκε στην κυριολεξία για το καλό των Ελλήνων. Βλέπουμε λοιπόν το μεγαλείο του Θεόφιλου. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους ζωγράφους τους Έλληνες της σχολής του Μονάχου, ή από τους άλλους που πήγαν στη Γαλλία ή στην Ολλανδία και μας έφεραν τα φώτα του ρομαντισμού, τον εμπρεσιονισμό και τις καραβογραφίες. Δεν ήταν εισαγωγέας τέχνης. Ήταν δημιουργός πραγματικός.

απόσπασμα από το κείμενο “ΘΕΟΦΙΛΟΣ, Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ” του ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ που γράφτηκε στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ (Νοέμβρης – Δεκέμβρης 2002) 

  

έργο του Θεόφιλου από τη Συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας
από το http://www.in2life.gr/article_print.aspx?amid=188677

  

“Μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν” από τον Κίτσο Μακρή

Ένα του ανέκδοτο θα αποτελέσει την αφετηρία της ερευνητικής πορείας της σκέψης μας. Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτραίτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στο φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο -όπως είναι φυσικό- έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σα μια γραμμή, το γύρισε κάθετα να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται”. Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφρασθεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δεν μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι. Κι ο Θεόφιλος ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής -ειδικά στις τοιχογραφίες- πρέπει να την αποδόσουμε στην καλλιτεχνική του αντίληψη γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια κι όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: “Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο” (που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του τοίχου).

ΚΙΤΣΟΣ ΜΑΚΡΗΣ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ”  

   


έργο του Θεόφιλου από το Μουσείο Teriade

  

«είχε στείλει περίπατο την προοπτική» από τον Κώστα Ουράνη

Πριν από λίγα χρόνια, πηγαίνοντας από την πόλη της Μυτιλήνης στην Αγιάσσο, ένα από τα γραφικότερα και ορεινότερα χωριά του νησιού, είχα σταματήσει για να ξεκουραστώ λίγο από τη ζέστη και τα τραντάγματα του αυτοκινήτου, σ’ ένα σημείο του δρόμου όπου μεγάλα αιωνόβια πλατάνια έριχναν τον πυκνό ίσκιο τους πάνω από μια γάργαρη πηγή κι ένα εξοχικό καφενεδάκι.
Συνήθως, τα εξοχικά καφενεδάκια ατιμάζουν στην Ελλάδα τα τοπία, όπως οι πηχυαίες ρεκλάμες σοκολάτας τα ελβετικά. Είναι ξεχαρβαλωμένες και βρωμερές παράγκες, εφοδιασμένες, σ’ επίμετρο, μ’ έναν απαίσιο βραχνό και μερακλωμένο φωνογράφο. Το καφενεδάκι όμως εκείνο ήταν ένα επιπλέον στόλισμα της γραφικής αυτής τοποθεσίας. Μερικά δοκάρια, μπηγμένα εμπρός από την πρόσοψή του υποβάσταζαν μια περικοκλάδα μ’ αναρίθμητα γαλάζια λουλούδια, ενώ δεξιά κι αριστερά στην είσοδό του ήταν παραταγμένες γλάστρες με γαρίφαλα και βασιλικό «ωσάν μικρές μαθήτριες σε μιαν υποδοχή».
Η κυριότερη όμως –κι εντελώς απροσδόκητη- ομορφιά του ήταν ένα πλήθος έγχρωμες τοιχογραφίες με τις οποίες είχαν σκεπαστεί, σαν με περσικά χαλιά, κι οι τέσσεροι εξωτερικοί τοίχοι του.
Οι τοιχογραφίες αυτές, που παράσταιναν συγκεντρώσεις ληστών οπλισμένων σαν αστακοί, χωριάτισσες να χορεύουν συρτό, έναν περίπατο του Αλή Πασά με βάρκα στη λίμνη των Ιωαννίνων και… θεούς της αρχαίας Ελλάδας, θάκαναν έναν καθηγητή της ζωγραφικής να χαμογελάσει ή να συνοφρυωθεί που είναι το ίδιο. Όλα σ’ αυτές –σχέδιο, χρωματισμοί, σύνθεση- έδειχναν μια απλοϊκότητα που θα τη χαρακτήριζε ως απειρία. Πραγματικά ο ζωγράφος τους είχε στείλει περίπατο την προοπτική, αντέτασσε τα ζωηρότερα και πιο ανόμοια χρώματα, παρουσίαζε πλήρη άγνοια των διαστάσεων, παραγέμιζε τη σύνθεσή του μ’ ό,τι του περνούσε από το κεφάλι και ζωγράφιζε ένα θεό Άρη που ήταν κάτι μεταξύ του Κολοκοτρώνη και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως ο τελευταίος αυτός εμφανίζεται στον Καραγκιόζη για να σκοτώσει τον «όφι»… Ήταν προφανές ότι ο ζωγράφος αυτός δεν είχε πάρει ποτέ κανένα μάθημα ζωγραφικής.
Κι ήταν ευτύχημα.

Το εξοχικό καφενεδάκι κάτω απ’ τα πλατάνια και πλάι στη δροσερή πηγή, μου είχε φανεί σαν ένα μαγικό κλουβί, ποικιλμένο με πολύχρωμα αστραφτερά πετράδια, μέσα στο οποίο τραγουδούσε σαν πουλί, η ελληνική λαϊκή ψυχή…
Ρώτησα τότε κι έμαθα ότι ο ζωγράφος αυτών των τοιχογραφιών ήταν ένας γέρος φουστανελάς που λεγόταν Θεόφιλος και περιερχόταν πλάνης το νησί, ζωγραφίζοντας πάνω σε τοίχους και σε τενεκέδες του πετρελαίου, κι όταν γύρισα στην Αθήνα, έγραψα στο «Ελεύθερο Βήμα» το θαυμασμό μου γι’ αυτόν.
Ο θαυμασμός όμως δεν είχε καμιάν απήχηση, κι ο μεγάλος αυτός λαϊκός μας ζωγράφος θα παρέμενε για πάντα άγνωστος, αν δεν τύχαινε να τον ανακαλύψει ο φίλος μου τεχνοκριτικός Teriade που κάνει μια λαμπρή σταδιοδρομία στο Παρίσι. Χάρις σ’ αυτόν ο Θεόφιλος είναι σήμερα διάσημος.

απόσπασμα από άρθρο του ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 218, 15/1/1936

  

 

 
Πίνακας του Θεόφιλου, 1933
Μουσείο Θεόφιλου

τα μουστάκια θα το δείξουν!

Ο Θεόφιλος δεν πέρασε όλη τη ζωή του στο νησί της Σαπφούς. Έζησε πολλά χρόνια και στο Πήλιο που τ’ αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του και όπου άφησε μιαν αξιοπρόσεχτη καλλιτεχνική εργασία.
Όσοι έχουν επισκεφθεί τα γραφικά χωριά του βουνού αυτού, τον Άνω Βόλο, την Άλλη Μεριά, την Πορταριά, την Μακρυνίτσα, το Κατηχώρι, τη Δράκεια κλπ. δεν μπορεί παρά να παρατήρησαν τις ιδιότυπες ζωγραφιές του Θεόφιλου πάνω στους ασπρογάλακτους τοίχους των καφενείων, των κρεοπωλείων και των λογής λογής μαγαζιών.
(…) Αλλά ο Θεόφιλος δεν ήταν μονάχα ένας «ζωγράφος». Μέσα του έκλεινε κι έναν ευχάριστο άνθρωπο, με διάθεση πλούσια, που συχνά την άφηνε να ξεχειλίζει σ’ ένα λεπτό χιούμορ.
Κάποτε ζωγράφιζε στον Άνω Βόλο ένα σώμα, λογαριάζοντας να κάνει τον Μέγ’ Αλέξαντρο. Τον είχε αρχίσει από τα πόδια και προχωρούσε προς τα επάνω.
Όταν έφτασε στο πρόσωπο, οι χωριάτες που τον παρακολουθούσαν ανυπόμονα, τον ρώτησαν ποιος θάναι τέλος πάντων ο νέος «ήρωας».
-Τα… μουστάκια θα το δείξουν, απάντησε αποφθεγματικά ο Θεόφιλος, αν θάναι ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Κολοκοτρώνης!…

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΜΑΚΗΣ απόσπασμα από κείμενό του στο περιοδικό
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 220, 15/2/1936
 

το λεπτό που έκρινε την ιστορία και τα ομόλογα…

17/01/2011

Για τη μάχη του Βατερλώ (Waterloo) που έγινε στις 18/6/1815 και η οποία κατέληξε σε συντριβή των δυνάμεων του Ναπολέοντα, όλοι λίγο πολύ ξέρουμε. Ο Στέφαν Τσβάιχ γράφει για μια λεπτομέρεια της μάχης που θα μπορούσε να αλλάξει την έκβασή της:


Ο Ουέλινγκτον με τους στρατιώτες του στη μάχη του Βατερλώ

Το λάθος του Γκρουσύ:

Ο Γκρουσύ, που κράτησε ανάμεσα στα χέρια του την τύχη του Ναπολέοντα, είχε αρχίσει, απ’ τις 17 Ιουνίου, να ψάχνει για τους Πρώσους, σύμφωνα με τις διαταγές που έλαβε. Ακολουθούσε την κατεύθυνση που του είπανε. Η βροχή έπαψε. Οι νέες μονάδες, που πήρανε χθες το βάπτισμα του πυρός βαδίζουν τώρα ξένοιαστες, σα να πηγαίνουν περίπατο. Ο εχθρός δε φαίνεται πουθενά, ο πρωσικός στρατός παραμένει άφαντος.
Ξαφνικά, ενώ ο στρατάρχης έτρωγε βιαστικά σε μια καλύβα, το έδαφος άρχισε να τρέμει αλαφρά κάτω απ’ τα πόδια του. Έστησε τ’ αυτί του. Ακούγεται ασταμάτητα ένα υπόκωφο μουγκρητό που όσο πάει και ξεμακραίνει. Είναι πυροβολικό, που χτυπάει πολύ μακριά από δω, βέβαια, όχι όμως και σε απόσταση μεγαλύτερη από τρεις ώρες. Μερικοί αξιωματικοί πέφτουν καταγής, σαν τους ινδιάνους, για ν’ ακούσουν καθαρότερα από πού έρχονται οι βροντές.
Ο κρότος είναι αδιάκοπος. Είναι το κανονίδι του Σαιν Ζεν η αρχή της μάχης του Βατερλό. Ο Γκρουσύ, συγκροτεί συμβούλιο. Ο υπασπιστής του, Ζεράρ, φωνάζει με ορμή: «Πρέπει να βαδίσουμε προς τα κει όπου ακούγονται τα κανόνια!» Ένας άλλος αξιωματικός, συμφωνεί: «Εμπρός και ολοταχώς!» Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο αυτοκράτορας επιτίθεται κατά των Άγγλων και πως έχει αρχίσει μεγάλη μάχη.
Ο Γκρουσύ τάχει χαμένα. Συνηθισμένος να υπακούει πάντοτε, ακολουθεί κατά γράμμα τις διαταγές του αυτοκράτορα. Ο Ζεράρ γίνεται έξω φρενών, βλέποντας το δισταγμό του: «Βαδίσατε προς τα κανόνια!» φωνάζει. Η φράση αυτή του κατωτέρου του, μπροστά σε είκοσι άλλους αξιωματικούς φαίνεται πιο πολύ σα διαταγή παρά σαν παράκληση. Κι αυτό δεν αρέσει καθόλου στον Γκρουσύ. Δηλώνει αποφασιστικά και απότομα πως δεν μπορεί να παρεκκλίνει απ’ την αποστολή του αν δεν πάρει νέα διαταγή απ’ τον αυτοκράτορα. Οι αξιωματικοί απογοητεύονται και τα κανόνια εξακολουθούν να βροντάνε μέσα σε μια σιωπή γεμάτη αποδοκιμασία.
Ο Ζεράρ κάνει μια τελευταία απόπειρα: Παρακαλεί να του επιτρέψουν τουλάχιστον να πάει αυτός με τη μεραρχία του και μερικές ίλες ιππικού και θα τα καταφέρει να φτάσει έγκαιρα. Ο Γκρουσύ σκέφτεται. Σκέφτεται ένα λεπτό.


Μετά την ήττα του, ο Ναπολέων παραιτήθηκε, παραδόθηκε στους Βρετανούς και εξορίστηκε στην Αγία Ελένη, όπου και πέθανε το 1821

 

Ένα λεπτό που κρίνει την ιστορία του κόσμου: 

Αυτό το λεπτό στην καλύβα του Βαλχαίν κλείνει μέσα του τα πεπρωμένα του Γκρουσύ, του Ναπολέοντα και όλου του κόσμου. Θα καθορίσει ολόκληρο το 19ο αιώνα, αυτό το αλησμόνητο λεπτό που βρίσκεται στα χέρια ενός γενναίου αλλά χωρίς καμιά ιδιοφυΐα ανθρώπου, που σφίγγει νευρικά ανάμεσα στα δάχτυλά του το χαρτί με τη μοιραία διαταγή του αυτοκράτορα. Αν αυτή τη στιγμή ο Γκρουσύ έδειχνε αποφασιστικότητα, αν φαινότανε αρκετά θαρραλέος για να πιστέψει στον εαυτό του , στο δικό του άστρο, και να παραβεί την εντολή, η Γαλλία θα σωνότανε. Αλλά ο άνθρωπος που γεννήθηκε υφιστάμενος, υπακούει μόνο στον αρχηγό και ποτέ στο κάλεσμα του πεπρωμένου.
Έτσι αρνήθηκε κατηγορηματικά. Όχι, δε θάτανε σωστό να διαχωρίσει ένα σώμα στρατού που έτσι κι έτσι ήτανε αρκετά αδυνατισμένο. Έχει την αποστολή να κυνηγήσει τους Πρώσους και τίποτα παραπάνω. Δε θα πάει κόντρα στη θέληση του αρχηγού του.
Οι αξιωματικοί σωπαίνουν δυσαρεστημένοι. Οι πράξεις και τα λόγια είναι από δω και μπρος άχρηστα πραγματικά: Η αποφασιστική στιγμή πέρασε και δεν ξαναγυρίζει πια. Ο Ουέλιγκτον έχει τώρα θριαμβεύσει.
Συνεχίσουν την πορεία τους, ο Ζεράρ και ο Βαντάμ δαγκώνοντας τα δάχτυλά τους, ο Γκρουσύ όλο και πιο αναποφάσιστος, όλο και πιο ανήσυχος, γιατί, πράγμα παράξενο, οι Πρώσοι εξακολουθούν να είναι άφαντοι! Θα πρέπει να εγκατέλειψαν το δρόμο προς τις Βρυξέλες.
Σε λίγο οι ανιχνευτές φέρνουν άσχημα νέα: Οι Πρώσοι μετέτρεψαν την υποχώρησή τους σε πορεία προς τα πλευρά του πεδίου της μάχης. Ήτανε καιρός ακόμα να τρέξουν να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα κι ο Γκρουσύ περιμένει όλο και με πιο μεγάλη ανυπομονησία τη διαταγή να κάμει μισή στροφή στην πορεία του. Αλλά τίποτε δεν έρχεται. Ακούγεται μόνο όλο και πιο ξέμακρα το υπόκωφο μούγκρισμα του κανονιού που τραντάζει το έδαφος: Είναι τ’ ατσάλινα ζάρια της Μοίρας.

ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ «ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ»


Εμανουέλ Γκρουσύ (1766-1847)

 Η μάχη του Βατερλώ στοίχισε στους Γάλλους περισσότερους από 40.000 άνδρες, στους Βρετανούς 15.000 και στους Πρώσους 7.000.

 Ο Ναπολέων έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Βατερλώ! Ημέρα ακατανόητη… ανήκουστη συρροή κακοτυχιών!… Γκρουσύ, Νέυ! Ήταν προδοσία ή απλώς το πεπρωμένο; Άτυχη Γαλλία! Μεγάλη εκστρατεία… Και όμως είχα τα πάντα προείδει… Θα είχα κατατροπώσει σε κάθε περίπτωση τους εχθρούς μου στο Βατερλώ, αν καθένας εκπλήρωνε το χρέος του, αν οι διαταγές εκτελούντο πιστά».
από το περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, τ. 45, ΝΟΕ 2005
Ξ. ΜΠΑΛΩΤΗ

 

Η μάχη του Βατερλώ και τα βρετανικά ομόλογα

Η παρακάτω ιστορία που έχει σχέση με τη μάχη του Βατερλώ και η οποία -εφόσον βέβαια είναι αληθινή- έχει διαχρονικό ενδιαφέρον, αφορά τη φημισμένη τραπεζική οικογένεια των Ρότσιλντ (Ρόθτσαϊλντ είναι η σωστή προφορά) και κάποια ομόλογα της βρετανικής κυβέρνησης:

Ο Ρότσιλντ (Ρόθτσαϊλντ) τοποθέτησε έναν έμπιστο πράκτορα που ονομαζόταν Ρόθγουορθ, στη βόρεια πλευρά του πεδίου της μάχης, κοντά στη θάλασσα της Μάγχης. Μόλις οριστικοποιήθηκε το αποτέλεσμα της σύγκρουσης, ο Ρόθγουορθ αναχώρησε για την Αγγλία. Μετέφερε τα νέα στον Νέιθαν Ρότσιλντ 24 ώρες πριν από τον αγγελιοφόρο του Γουέλινγκτον! Ο Ρότσιλντ κατευθύνθηκε βιαστικά στο χρημαστιστήριο και πήρε τη συνηθισμένη του θέση, μπροστά από μια αρχαία κολώνα. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω του. Οι Ρότσιλντ είχαν ένα θρυλικό δίκτυο επικοινωνιών. Αν ο Γουέλινγκτον είχε ηττηθεί και ο Ναπολέων ήταν ξανά ο απόλυτος κυρίαρχος της Ευρώπης, η οικονομική κατάσταση της Αγγλίας θα είχε «μαύρα χάλια». Ο Ρότσιλντ φαινόταν μελαγχολικός. Στεκόταν ακίνητος και κατσούφης. Τότε αναπάντεχα άρχισε να πουλάει. Κάποιοι νευρικοί επενδυτές είδαν ότι ο Ρότσιλντ πουλούσε. Αυτό μόνο ένα πράγμα μπορεί να σήμαινε. Ο Ναπολέων έπρεπε να είναι ο νικητής. Και ο Γουέλινγκτον ο νικημένος. Η χρηματαγορά κατρακύλησε. Σύντομα όλοι πουλούσαν τα ομόλογα της βρετανικής κυβέρνησης και όποιες άλλες μετοχές είχαν, και οι τιμές έπεσαν φυσικά κατακόρυφα. Και τότε ο Ρότσιλντ άρχισε μυστικά να αγοράζει τα ομόλογα μέσω πρακτόρων του.
(…) Μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι μια μέρα μετά τη μάχη του Βατερλώ, και μέσα σε λίγες ώρες, ο Νέιθαν Ρότσιλντ εξουσίαζε όχι μόνο τη χρηματιστηριακή αγορά, αλλά και την Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας επίσης.

Περισσότερα για αυτή την ιστορία στο http://www.youtube.com/watch?v=Dntar3UJ1nA

Πάντως στο http://en.wikipedia.org/wiki/Nathan_Mayer_Rothschild αναγράφεται πως αυτή η ιστορία είναι μύθος.


Nathan Meyer Rothchild (1777-1836)
από το http://splashinthepacific.wordpress.com/2010/04/15/3791/

 

Οι υπόλοιπες εικόνες της ανάρτησης είναι από την Βικιπαίδεια

ένας Έλληνας

12/01/2011

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης (1794-1864) ήταν πολεμιστής, έμπορος, στρατηγός και ήρωας της ελληνικής επανάστασης του 1821.

  

Το θερίον είπαν θερίον κι ο άνθρωπος είναι χερότερος.

 Η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”

 

Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει “εγώ”. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε “εμείς”. Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”

  

είχα έναν τενεκέ και τα ‘βανα μέσα

Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη:

Το χειρόγραφο αυτό, τυπωμένο, πιάνει πάνω από 460 πυκνές σελίδες μεγάλου σχήματος. Ο Μακρυγιάννης το αρχίζει στις 26 Φεβρουαρίου 1829, τρίαντα δύο περίπου χρονώ, στο Άργος, όπου τον βρίσκουμε «Αρχηγό της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης», είτε καταγράφοντας παλαιότερα γεγονότα, είτε σημειώνοντας γεγονότα παρόντα σαν ένα ημερολόγιο. Περισσότερο από το μισό είναι γραμμένο, ως φαίνεται, στο Άργος, ως τα 1832. Το συνεχίζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, ως τα 1840, οπότε και το κλείνει βιαστικά για να το κρύψει. Η εξουσία έχει υποψίες εναντίον του. «Είχαν μεγάλην υποψίαν από μένα» σημειώνει «και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε γράμματα». Το εμπιστεύεται λοιπόν σ’ ένα κουμπάρο, που το παίρνει στην Τήνο. Στα 1844, ύστερα δηλαδή από τη συνωμοσία για το Σύνταγμα, όπου παίζει μεγάλο ρόλο, και τα Σεπτεμβριανά, πηγαίνει και τα παίρνει· αντιγράφει τις σημειώσεις που κρατούσε στο αναμεταξύ με πολλές προφυλάξεις· «σημείωνα» μας λέει «και είχα έναν τενεκέ και τα ‘βανα μέσα και τα ‘χωνα» – γράφει ως τον Απρίλη του 1850, και μετά ένα χρόνο περίπου το συμπληρώνει μ’ έναν πρόλογο και μ’ έναν αρκετά μακρύ επίλογο. Η έξοχα μελετημένη έκδοση του Γιάννη Βλαχογιάννη, η μοναδική που έχουμε ως τα σήμερα, δημοσιεύτηκε στα 1907, αφού πέρασε δηλαδή μισός αιώνας που το πολύτιμο αυτό κείμενο έμεινε χαμένο μέσα στ’ απόλυτο σκοτάδι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
από τις «ΔΟΚΙΜΕΣ» Α’
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 


Ο Μακρυγιάννης σε λιθογραφία του Karl Krazeisen
από τη Βικιπαίδεια

η ιστορία αυτή των Απομνημονευμάτων είναι τόσο εκπληκτική

Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει για την ιστορία των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη:

…την εποχή της έκδοσης του έργου, δε δημοσιεύτηκε κανένα σχόλιο απολύτως. Η κυκλοφορία του ήταν ασήμαντη. Αργότερα, τον καιρό του πρώτου Μεγάλου Πολέμου, ο Βλαχογιάννης, που είχε οικονομικές στενοχώριες, αναγκάστηκε να πουλήσει το έργο με την οκά, σα χαρτί περιτυλίγματος, στο βιβλιοπώλη Βασιλείου. Η ιστορία αυτή των Απομνημονευμάτων είναι τόσο εκπληκτική ώστε θα δίσταζα να την πιστέψω, αν δεν την ήξερα από το στόμα του ίδιου του εκδότη τους. Περίεργη είναι και η ανακάλυψη του έργου την αυγή του 20ου αιώνα. Η οικογένεια Μακρυγιάννη δεν ήξερε την ύπαρξη των Απομνημονευμάτων. Ο Βλαχογιάννης, οδηγημένος από κάποια πληροφορία που είχε βρει σε κάποιο παλιό βιβλίο ή χειρόγραφο (δε θυμάται πια) αποτάθηκε στο συνταγματάρχη Κίτσο Μακρυγιάννη, γιο του Στρατηγού, και τον παρακίνησε να ψάξει. Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες ο Κίτσος τον ειδοποίησε πως είχε βρει ένα χειρόγραφο, χωμένο σ’ ένα τενεκέ παραριγμένο σε μια απόμερη γωνιά του σπιτιού. Το χειρόγραφο ήτανε μουχλιασμένο από την υγρασία, μα δεν είχε ακόμα αποσυντεθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι θαύμα πως διατηρήθηκε απάνω από πενήντα χρόνια.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ “ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς (Derigny Anri Gautier, Γάλλος ναύαρχος) να με ιδή. Μου λέγει. ‘Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού;’ – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν»

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ»
από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Οι άνθρωποι -γνωρίζει ένας του άλλου τα χείλη κι όχι την καρδιά.

 Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, διά να δοξάζεται ο πλάστης του παντός.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”

  

γράψιμο απελέκητο

Ο Γιώργος Σεφέρης σχολιάζει το γράψιμο του Μακρυγιάννη:

Το γράψιμό του είναι, σχεδόν ολότελα, μια δική του εφεύρεση. ”Γράψιμο απελέκητο” το ονομάζει. Δεκαεφτά μήνες έβαλε ο Βλαχογιάννης για να το ξεδιαλύνει, να το αποκρυπτογραφήσει θα έπρεπε να πούμε, και να το αντιγράψει. Όταν αντικρίσει κανείς μια σελίδα του πυκνού χειρογράφου καταλαβαίνει αμέσως το γιατί. Φωνητική αποτύπωση της ρουμελιώτικης προφοράς με ιδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, που μοιάζουν ένα ατέλειωτο αραβούργημα. Πουθενά διακοπή, παράγραφος ή στίξη. Κάποτε μόνο μια κάθετη γραμμή δείχνει ένα σταμάτημα. Το κατεβατό μοιάζει σαν κάτι παλιούς τοίχους, που, κοιτάζοντάς τους, θαρρείς πως συλλαβίζεις την κάθε κίνηση του χτίστη που συναρμολόγησε την αμέσως επόμενη πέτρα με την προηγούμενη, την αμέσως επόμενη προσπάθεια με την προηγούμενη, αποτυπώνοντας πάνω στην τελειωμένη οικοδομή τις περιπέτειες μιας αδιάσπαστης ανθρώπινης ενέργειας -αυτό το πράγμα που μας συγκινεί και λέγεται ύφος ή ρυθμός. Στο γράψιμο του Μακρυγιάννη, που είναι αδιάβαστο για τον απροειδοποίητο αναγνώστη, συλλαβίζεις, πολύ περισσότερο από τις λέξεις, την επίμονη βούληση του συγγραφέα να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”
από τις «ΔΟΚΙΜΕΣ» Α
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι’ ένα βασιλόπουλο ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες· τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τα ’χαν πάρη κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν. Άντεσε κ’ εγώ εκεί, πέρναγα· πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα· «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν». (Βγάζω και τους δίνω τρακόσια πενήντα τάλλαρα.)· κι’ όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη, (ότι τρωγόμαστε), τα δίνω και σας δίνει ό,τι του ζητήσετε διά να μείνουν εις την πατρίδα απάνου». Και τα ’χα κρυμμένα. Τότε με την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμέψουν διά την πατρίδα.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” τόμος Β΄
(από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ)

  

αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα…

Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για τη μόρφωση του Μακρυγιάννη:

Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου», καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς· θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως ένα Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε. Και θα ήταν μεγάλο κρίμα. Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του· είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ’21.
Γι’αυτό η λαϊκή μας παράδοση είναι τόσο σπουδαία.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
«ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄»
από τη Μυριόβιβλο

  

Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν.

Γλυκύτερον πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία.

Όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θανά είμαι.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ»

  

Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε!

Στο ξέσπασμα της επανάστασης, στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης ακούει έναν μπέη να μιλά στους φίλους τους αυτά τα λόγια, που σημειώνει:
«Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! […] Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε το ντονφέκι. Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται· τον γελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν…». (Β’ 24).
Την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των τυράννων τη διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με μιά λέξη στο στόμα ενός αντιπάλου, όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την καταστροφή της Σαλαμίνας. «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε». Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
«ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄»
από τη Μυριόβιβλο

 

Οι Tούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από ’να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Tούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ’ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ’ έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει, «Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε… το παίρνω κι’ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομεν»… η μητέρα του κι’ ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα ’λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς. Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο οπού πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ»
(από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ)

.

οι διώξεις του Μακρυγιάννη

Ο Σεφέρης γράφει για τις διώξεις του Μακρυγιάννη από το βαυαρικό καθεστώς:

Ο Όθων ποτέ δεν του συγχώρεσε τη συνωμοσία του ’43. Ο Μακρυγιάννης είναι πάντα γι’αυτούς ένα άγριο θηρίο που πρέπει να κλειστεί στο κλουβί. Έτσι κατά το Σεπτέμβριο του ’51 αρχίζουν και κυκλοφορούν οι κατηγορίες -ανυπόστατες, αστήριχτες, που δεν αποδείχτηκαν ποτέ: Ο Μακρυγιάννης θέλει να σκοτώσει το βασιλιά, θέλει να κάνει δημοκρατία. Ο Μακρυγιάννης συνεννοείται με κάτι πρόσφυγες Πολωνούς που κυκλοφορούν ανατρεπτικές προκηρύξεις. Ο Μακρυγιάννης είπε ύποπτες κουβέντες σ’έναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας στη δίκη του. Έτσι τον περιορίζουν στο σπίτι του. Ο Μακρυγιάννης είναι σάπιος από τις εφτά πληγές που μάζεψε στον αγώνα. «Αι πληγαί συχνά ηνοίγοντο αιμορροούσαι» γράφει ο γιατρός Γούδας που μίλησε στη κηδεία του· «ο εξ αυτών πυρετός κατεβίβρωσκεν αυτόν. Βαρείαι νόσοι επήρχοντο, η δε ανάρρωσις εγένετο βραδυτάτη. Ταύτα ήσαν τα αγαθά ων έλαχεν ο Μακρυγιάννης ως αμοιβήν των υπέρ πατρίδος εξόχων υπηρεσιών αυτού. Πληγαί και ασθένειαι πολυώδυνοι και μετ’αυτών πενία δυσθεράπευτος ως εκείναι (Α΄ μη’). Οι πληγές του κεφαλιού, που πήρε στη μάχη του Σερπετζέ, τον κάνουν κάποτε έξαλλο. Τρεις μέρες προτού τον πάνε στις φυλακές του Μεντρεσέ, μη έχοντας άλλον κριτή να τον δικαιώσει, όπως στα νιάτα του στην εκκλησιά του Αϊγιάννη, κάθεται και γράφει στον ίδιο το Θεό:

«Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις […]. Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη δυστυχιμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου πνιγμένα στα κλάματα και ξυπόλυτα. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν’αφήνουν κανένα να πλησιάσει νά μας ιδεί. […]. Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνονν ανάκρισες ολωνών, κατ’ οίκον έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου […]. Και στις 13 τουτουνού του μήνα […] ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του, όπου μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ, όπου φυλακώνουν τους κακούργους…» (Α΄ πα’ ).

Αλλά τούτη τη φορά δεν μπόρεσε να κλείσει τις συμφωνίες με το Θεό. Είχαν αλλάξει τα χρόνια. Και τον πήγαν στο Μεντρεσέ, και τον ραπίσανε, και τον προπηλακίσανε, και τον κρίνανε σε μια δίκη που ήτανε μια μεγάλη αδιαντροπιά, και τον καταδικάσανε σε θάνατο, που έγινε ύστερα δεσμά και του χαρίστηκαν στις 2 Σεπτεμβρίον 1854. Ο Μακρυγιάννης είναι ένα λεβέντικο κουρέλι. Δε μιλά παρά με το Θεό και τα μικρότερα παιδιά του. Το σπίτι του και το περιβόλι του είναι ρημάδια. Ο τελευταίος ήχος της φωνής τους -ο τελευταίος που ξέρουμε και που θ’άκούσετε τώρα- έρχεται από μακριά, πολύ μακριά. Θαρρείς πως μια ολόκληρη φυλή πάει να ξεψυχήσει:

«Αφού με λευτέρωσαν και πήγα στο χαλασμένο μου σπίτι και στην ταλαίπωρή μου οικογένεια, μ’ανάδωσαν οι πληγές, τη μια Λαμπρή επέρσι και τη Λαμπρή που πέρασε πάγει δυο χρόνια τώρα. Πήγα στη σπηλιά πού ‘ναι στο περιβόλι μου να ξανασάνω. Και με το στανιό και ακουμπώντας με το ξύλο έσωσα εκεί. Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: ‘Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσεις πού ‘θελες να κάμεις σύνταμα!’ Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα κι από τ’αγκυλώματα […]· εσάπισα, εσκουλήκιασα. Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού ‘δωκε. Και εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Και ανήμερα με χτύπησαν πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος…»(Α΄ πς’) 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
«ΔΟΚΙΜΕΣ Α΄»
από τη Μυριόβιβλο


Νίκος Ξυλούρης «Μπαρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη»
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, Στίχοι: Νίκος Γκάτσος


 
 

 

κρύα ψυχή

10/01/2011

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει ένα απόσπασμα από το κείμενο «Κρύα ψυχή» του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ το Σάββατο 8/1/2011:

Εχω εφτά δεκαετίες στην πλάτη µου. Πέρασα και Κατοχή. Και Εµφύλιο.
Πέρασα, δηλαδή, πολλά δύσκολα Χριστούγεννα. Κάποιες φορές µε τον τρόµο πλάι µου, µε µια µπουκιά µποµπότα για ψωµί και άγριες λαχανίδες, χωρίς µια στάλα λαδάκι. Εφέτος τα Χριστούγεννα µου φάνηκαν πιο παγερά, πιο φτωχά. Και όχι από άποψη οικονοµική. Ο κόσµος όλος ήταν θλιµµένος. Μπήκε µεν το ταψί µε το κρέας στον φούρνο, αγοράστηκαν γλυκά και παιχνίδια, λιγοστά, έστω, αλλά η παγωνιά της ψυχής δεν ζεσταινόταν µε τίποτα.
Λεφτά υπάρχουν. Οχι αυτά που έλεγε ο Παπανδρέου. Υπάρχουν όσα λεφτά χρειάζονται για να µπορεί µια οικογένεια να τα φέρει βόλτα. Με ζόρι. Εκείνο που δεν υπάρχει, που λείπει, είναι το κουράγιο. Η προοπτική. Στην Κατοχή ανέβαινε ο πατέρας µου σ’ ένα καφάσι, στην αυλή του σπιτιού µας και φώναζε στους γειτόνους, «θα φύγουνε οι Γερµανοί, έρχονται οι Εγγλέζοι, θα τρώµε µε χρυσά κουτάλια..!».
Τώρα;
Αυτή η ανασφάλεια, η κατεβασµένη µούρη, η σκουντουφλιά, είχαν απλώσει τα δίχτυα τους παντού, όλες τις γιορτινές µέρες…

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
απόσπασμα από το κείμενο «Κρύα ψυχή» 
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 8/1/2011