Στέφαν Τσβάιχ

Για τη μάχη του Βατερλώ (Waterloo) που έγινε στις 18/6/1815 και η οποία κατέληξε σε συντριβή των δυνάμεων του Ναπολέοντα, όλοι λίγο πολύ ξέρουμε. Ο Στέφαν Τσβάιχ γράφει για μια λεπτομέρεια της μάχης που θα μπορούσε να αλλάξει την έκβασή της:

Το λάθος του Γκρουσύ:

Ο Γκρουσύ, που κράτησε ανάμεσα στα χέρια του την τύχη του Ναπολέοντα, είχε αρχίσει, απ’ τις 17 Ιουνίου, να ψάχνει για τους Πρώσους, σύμφωνα με τις διαταγές που έλαβε. Ακολουθούσε την κατεύθυνση που του είπανε. Η βροχή έπαψε. Οι νέες μονάδες, που πήρανε χθες το βάπτισμα του πυρός βαδίζουν τώρα ξένοιαστες, σα να πηγαίνουν περίπατο. Ο εχθρός δε φαίνεται πουθενά, ο πρωσικός στρατός παραμένει άφαντος.
Ξαφνικά, ενώ ο στρατάρχης έτρωγε βιαστικά σε μια καλύβα, το έδαφος άρχισε να τρέμει αλαφρά κάτω απ’ τα πόδια του. Έστησε τ’ αυτί του. Ακούγεται ασταμάτητα ένα υπόκωφο μουγκρητό που όσο πάει και ξεμακραίνει. Είναι πυροβολικό, που χτυπάει πολύ μακριά από δω, βέβαια, όχι όμως και σε απόσταση μεγαλύτερη από τρεις ώρες. Μερικοί αξιωματικοί πέφτουν καταγής, σαν τους ινδιάνους, για ν’ ακούσουν καθαρότερα από πού έρχονται οι βροντές.
Ο κρότος είναι αδιάκοπος. Είναι το κανονίδι του Σαιν Ζεν η αρχή της μάχης του Βατερλό. Ο Γκρουσύ, συγκροτεί συμβούλιο. Ο υπασπιστής του, Ζεράρ, φωνάζει με ορμή: «Πρέπει να βαδίσουμε προς τα κει όπου ακούγονται τα κανόνια!» Ένας άλλος αξιωματικός, συμφωνεί: «Εμπρός και ολοταχώς!» Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο αυτοκράτορας επιτίθεται κατά των Άγγλων και πως έχει αρχίσει μεγάλη μάχη.
Ο Γκρουσύ τάχει χαμένα. Συνηθισμένος να υπακούει πάντοτε, ακολουθεί κατά γράμμα τις διαταγές του αυτοκράτορα. Ο Ζεράρ γίνεται έξω φρενών, βλέποντας το δισταγμό του: «Βαδίσατε προς τα κανόνια!» φωνάζει. Η φράση αυτή του κατωτέρου του, μπροστά σε είκοσι άλλους αξιωματικούς φαίνεται πιο πολύ σα διαταγή παρά σαν παράκληση. Κι αυτό δεν αρέσει καθόλου στον Γκρουσύ. Δηλώνει αποφασιστικά και απότομα πως δεν μπορεί να παρεκκλίνει απ’ την αποστολή του αν δεν πάρει νέα διαταγή απ’ τον αυτοκράτορα. Οι αξιωματικοί απογοητεύονται και τα κανόνια εξακολουθούν να βροντάνε μέσα σε μια σιωπή γεμάτη αποδοκιμασία.
Ο Ζεράρ κάνει μια τελευταία απόπειρα: Παρακαλεί να του επιτρέψουν τουλάχιστον να πάει αυτός με τη μεραρχία του και μερικές ίλες ιππικού και θα τα καταφέρει να φτάσει έγκαιρα. Ο Γκρουσύ σκέφτεται. Σκέφτεται ένα λεπτό.

 

Ένα λεπτό που κρίνει την ιστορία του κόσμου: 

Αυτό το λεπτό στην καλύβα του Βαλχαίν κλείνει μέσα του τα πεπρωμένα του Γκρουσύ, του Ναπολέοντα και όλου του κόσμου. Θα καθορίσει ολόκληρο το 19ο αιώνα, αυτό το αλησμόνητο λεπτό που βρίσκεται στα χέρια ενός γενναίου αλλά χωρίς καμιά ιδιοφυΐα ανθρώπου, που σφίγγει νευρικά ανάμεσα στα δάχτυλά του το χαρτί με τη μοιραία διαταγή του αυτοκράτορα. Αν αυτή τη στιγμή ο Γκρουσύ έδειχνε αποφασιστικότητα, αν φαινότανε αρκετά θαρραλέος για να πιστέψει στον εαυτό του , στο δικό του άστρο, και να παραβεί την εντολή, η Γαλλία θα σωνότανε. Αλλά ο άνθρωπος που γεννήθηκε υφιστάμενος, υπακούει μόνο στον αρχηγό και ποτέ στο κάλεσμα του πεπρωμένου.
Έτσι αρνήθηκε κατηγορηματικά. Όχι, δε θάτανε σωστό να διαχωρίσει ένα σώμα στρατού που έτσι κι έτσι ήτανε αρκετά αδυνατισμένο. Έχει την αποστολή να κυνηγήσει τους Πρώσους και τίποτα παραπάνω. Δε θα πάει κόντρα στη θέληση του αρχηγού του.
Οι αξιωματικοί σωπαίνουν δυσαρεστημένοι. Οι πράξεις και τα λόγια είναι από δω και μπρος άχρηστα πραγματικά: Η αποφασιστική στιγμή πέρασε και δεν ξαναγυρίζει πια. Ο Ουέλιγκτον έχει τώρα θριαμβεύσει.
Συνεχίσουν την πορεία τους, ο Ζεράρ και ο Βαντάμ δαγκώνοντας τα δάχτυλά τους, ο Γκρουσύ όλο και πιο αναποφάσιστος, όλο και πιο ανήσυχος, γιατί, πράγμα παράξενο, οι Πρώσοι εξακολουθούν να είναι άφαντοι! Θα πρέπει να εγκατέλειψαν το δρόμο προς τις Βρυξέλες.
Σε λίγο οι ανιχνευτές φέρνουν άσχημα νέα: Οι Πρώσοι μετέτρεψαν την υποχώρησή τους σε πορεία προς τα πλευρά του πεδίου της μάχης. Ήτανε καιρός ακόμα να τρέξουν να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα κι ο Γκρουσύ περιμένει όλο και με πιο μεγάλη ανυπομονησία τη διαταγή να κάμει μισή στροφή στην πορεία του. Αλλά τίποτε δεν έρχεται. Ακούγεται μόνο όλο και πιο ξέμακρα το υπόκωφο μούγκρισμα του κανονιού που τραντάζει το έδαφος: Είναι τ’ ατσάλινα ζάρια της Μοίρας.

ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ «ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ»

  
Ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) ήταν Αυστριακός (εβραϊκής καταγωγής) συγγραφέας. Έφυγε από την Αυστρία, λόγω των αντιναζιστικών του πεποιθήσεων και έζησε στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και τέλος στη Βραζιλία, όπου το 1942 αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του.

Ο Στέφαν Τσβάιχ επισκέφτηκε την Αμερική κάπου ανάμεσα στα 1900 και 1910. Στις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό περιγράφει κυριολεκτικά μια “γη της επαγγελίας” σε σχέση με την εύρεση εργασίας. Και μιλάει για σχετικά εύκολες εργασίες, όχι για “περπάτημα πάνω σε ατσάλι”. Βρισκόμαστε όμως πριν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και πολύ πριν το κραχ του 1929, που άλλαξε τις συνθήκες εργασίας στην Αμερική και σε άλλες χώρες.

Στο τέλος το συναίσθημα πως οι περιπλανήσεις μου ήταν άσκοπες έγινε τόσο δυνατό, ώστε για να το υπερνικήσω σκέφτηκα να το κάνω πιο ελκυστικό με τη βοήθεια ενός τεχνάσματος. Επινόησα πραγματικά ένα παιχνίδι που το έπαιζα ολομόναχος. Υπόβαλα στον εαυτό μου, καθώς περιπλανιόμουνα τελείως μόνος, ότι ήμουν ένας από τους αναρίθμητους μετανάστες που δεν ήξεραν τι θα γίνουν και πως δεν είχα παρά επτά δολάρια στην τσέπη. Κάνε λοιπόν για το κέφι σου εκείνο που αυτοί κάνουν αναγκαστικά! Φαντάσου ότι είσαι αναγκασμένος μέσα σε τρεις μέρες το πολύ να κερδίζεις το ψωμί σου. Σκέψου με τι τρόπο θα βρεις αμέσως μια απασχόληση. Όπως είσαι ξένος, χωρίς σχέσεις, χωρίς φίλους. Άρχισα να πηγαίνω από το ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας στο άλλο, και να μελετώ τα τοιχοκολλημένα χαρτιά στις πόρτες. Εδώ γύρευαν ένα φούρναρη, εκεί έναν υπεράριθμο υπάλληλο που έπρεπε να ξέρει γαλλικά και ιταλικά, αλλού ένα βοηθό σε ένα βιβλιοπωλείο, η τελευταία αυτή δουλειά μ’ όλα ταύτα ήταν η πρώτη τύχη για το φανταστικό μου εγώ. Ανέβηκα τρία πατώματα από μια σιδερένια γυριστή σκάλα, πληροφορήθηκα για το μισθό και έκανα τη σύγκριση με την τιμή που είχαν αναγγείλει στις εφημερίδες για ένα δωμάτιο στο Μπρονξ. Ύστερα από δυο μέρες που έψαξα για να βρω δουλειά, είχα βρει θεωρητικά πέντε θέσεις που θα μπορούσαν να μου εξασφαλίσουν τη ζωή μου· έτσι μπόρεσα να πεισθώ, πολύ καλύτερα παρά αν γύριζα άσκοπα στους δρόμους, για τις πολυάριθμες δυνατότητες που προσφέρονταν σ’ αυτή τη νέα χώρα στον άνθρωπο που ήθελε να δουλέψει κι αυτό μου έκανε εντύπωση. Μπόρεσα να καταλάβω, τρέχοντας από το ένα γραφείο στο άλλο και ρωτώντας στα εμπορικά, τη θεία ελευθερία που έχαιραν σ’ αυτό το τόπο. Κανένας δε ρωτούσε να μάθει την εθνικότητά μου, τη θρησκεία μου, την καταγωγή μου…

 

Και ξεσπάει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος θέτοντας τέλος στην εποχή οικονομικής ευμάρειας και “ξενοιασιάς” που ζούσαν μέχρι τότε οι άνθρωποι. Ο Στέφαν Τσβάιχ περιγράφει πώς αντιμετώπισαν οι Αυστριακοί πολίτες την κήρυξη αυτού του καταστροφικού πολέμου:

Την άλλη μέρα το πρωί στην Αυστρία! Σε κάθε σταθμό ήταν τοιχοκολλημένες οι ειδοποιήσεις που ανάγγελναν την γενική επιστράτευση. Τα τρένα γέμιζαν από νεοσύλλεκτους, που πήγαιναν να αναλάβουν υπηρεσία, οι σημαίες κυμάτιζαν, η μουσική αντηχούσε, στη Βιέννη βρήκα όλη την πόλη σε παραλήρημα. Ο πρώτος φόβος που ενέπνευσε ο πόλεμος, που κανένας δεν τον ήθελε, ούτε οι λαοί, ούτε οι κυβερνήσεις, αυτός ο πόλεμος που είχε γλιστρήσει εναντίον των προθέσεών τους από τα αδέξια χέρια των διπλωματών που έπαιζαν και μπλόφαραν μ’ αυτόν, είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν ξαφνικό ενθουσιασμό. Στους δρόμους σχηματίζονταν διαδηλώσεις, παντού ανεμίζονταν σημαίες, ταινίες, μουσικές, οι νεοσύλλεκτοι προχωρούσαν θριαμβευτικά, και τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν, γιατί στο πέρασμά τους ξεφώνιζαν χαρούμενα, γι’ αυτούς, τους μικρούς ανθρωπάκους της καθημερινής ζωής που, ως τα τότε, κανένας δεν τους είχε προσέξει και επευφημήσει.
Για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να ομολογήσω ότι σ’ αυτό το ξεσήκωμα της μάζας υπήρχε κάτι το μεγαλοπρεπές, κάτι που σε συνέπαιρνε και που σε έθελγε, και που ήταν πολύ δύσκολο να του αντισταθείς. Και μ’ όλο το μίσος και τη φρίκη μου για τον πόλεμο, δεν θα ήθελα να στερήσω τη ζωή μου από την ανάμνηση αυτών των πρώτων ημερών. Οι χιλιάδες και οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ένιωθαν όπως ποτέ, εκείνο που θα έπρεπε να το νιώθουν να το νιώθουν καλύτερα στον καιρό της ειρήνης, δηλαδή ως ποιο σημείο ήταν αλληλέγγυοι. Μια πόλη από δυο εκατομμύρια κατοίκους, μια χώρα με σχεδόν πενήντα εκατομμύρια ένιωθαν εκείνη την ώρα ότι ζούσαν μια σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας, μια στιγμή που δεν θα ξαναρχόταν ποτέ πια, και τον καθέναν τον καλούσαν να ρίξει το ελάχιστο εγώ του σ’ αυτή τη φλεγόμενη μάζα, για να εξαγνιστεί εκεί μέσα από κάθε εγωισμό. Όλες οι διαφορές βαθμού, γλώσσας, τάξης, θρησκείας είχαν καταλυθεί για μια στιγμή από το συναίσθημα της αδερφοσύνης που μας πλημμύριζε. Άγνωστοι μιλούσαν ο ένας στον άλλον στους δρόμους, άνθρωποι που απόφευγαν χρόνια ολόκληρα  ο ένας τον άλλον έσφιγγαν τώρα τα χέρια, έβλεπα παντού ζωντανεμένα πρόσωπα. Κάθε άτομο αισθανόταν τον εαυτό του να πλαταίνει, δεν ήταν πια ο μοναχικός άνθρωπος του χθες, ήταν ενσωματωμένος σε μια μάζα, και το ως τα τότε ασήμαντο πρόσωπό του έπαιρνε μια σημασία. Ο μικρός ταχυδρομικός υπάλληλος που απ’ το πρωί ως το βράδυ δεν έκανε άλλο από να ξεχωρίζει γράμματα, και ξεχώριζε αδιάκοπα αδιάκοπα από τη Δευτέρα ως το Σάββατο, ο γραφιάς, ο παπουτσής, απόκτησαν ξαφνικά μια άλλη προοπτική, μια ρομαντική προοπτική για τη ζωή τους. Είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ήρωες…

Όμως λίγες σελίδες παρακάτω περιγράφεται πώς επέστρεφαν οι τραυματίες:

Αλλά το πιο φοβερό απ’ όλα ήταν τα νοσοκομειακά τρένα που χρειάστηκε να πάρω άλλες δυο φορές. Α! πόσο λίγο έμοιαζαν με κείνα τα υγειονομικά τρένα, τα καλοφωτισμένα, τα ολόασπρα, τα καλοπλυμένα, όπου οι αρχιδούκισσες και οι κυρίες της καλής βιενέζικης κοινωνίας είχαν φωτογραφηθεί με στολή νοσοκόμου στην αρχή του πολέμου! Εκείνο που είδα τρέμοντας, ήταν κοινά φορτηγά οχήματα χωρίς πραγματικά παράθυρα με μόνο μια στενή χαραματιά για αερισμό, και φωτισμένα με λυχνάρια που κάπνιζαν. Πρωτόγονα φορεία, ήταν στη σειρά το ένα πλάι στο άλλο, και όλα γεμάτα από πλάσματα που βογγούσαν, ιδρωμένα, κατάχλωμα σαν πεθαμένα και που αγκομαχούσαν για λίγο αέρα μέσα στην ανυπόφορη μυρωδιά του ιδρώτα και του ιωδοφορμίου. Οι στρατιωτικοί νοσοκόμοι τρίκλιζαν παρά περπατούσαν, τόσο κουρασμένοι ήταν, δεν έβλεπες τίποτα από τα εκθαμβωτικά κρεβάτια που μας έδειχναν οι φωτογραφίες. Κάτω από τις χοντροϋφασμένες κουβέρτες, τις από καιρό καταματωμένες, οι άνθρωποι ήταν ξαπλωμένοι στο άχυρο ή στα σκληρά φορεία και μέσα σε κάθε βαγόνι είχαν κιόλας δυο ή τρεις νεκρούς ανάμεσα στους ετοιμοθάνατους και στους πληγωμένους που βογγούσαν.

ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ “Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ”
μετάφραση Μ. ΖΩΓΡΑΦΟΥ – Κ. ΜΕΡΑΝΑΙΟΥ
Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


Το βιβλίο κυκλοφορεί πια από τις εκδόσεις Printa με τον τίτλο
“Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ – Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου”

Ο Στέφαν Τσβάιχ γράφει γιατί ανακουφίστηκε όταν έμαθε πως πέθανε η μητέρα του:

Και δεν κοκκινίζω να το πω -τόσο διάφθειρε η εποχή που ζούμε την καρδιά μας-, δεν αναρρίγησα, ούτε έκλαψα όταν μου ήρθε η είδηση του θανάτου της φτωχής γριάς μητέρας μου, που την είχαμε αφήσει στη Βιέννη. Αντίθετα, ένιωσα ένα είδος ανακούφισης, που ήξερα πως από τώρα και μπρος βρισκόταν προφυλαγμένη από όλες τις οδύνες και όλους τους κινδύνους. Ηλικίας 84 χρόνων, και σχεδόν κουφή, κρατούσε ένα διαμέρισμα στο πατρογονικό μας σπίτι, και έτσι, ακόμα και σύμφωνα με τους καινούριους “νόμους των Αρίων”, δεν μπορούσαν για την ώρα να την βγάλουν έξω, και ελπίζαμε πως σε λίγο καιρό θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να περάσει με κάποιον τρόπο στο εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν στη Βιέννη, της έφεραν ένα σοβαρό κτύπημα:  ήταν 84 χρόνων, είχε αδύνατα πόδια, και γι’ αυτό, όταν έκανε τον καθημερινό της περίπατο συνήθιζε, αφού περπατούσε με κόπο πέντε – δέκα λεπτά, να ξεκουράζεται σ’ ένα πάγκο του Ριγκ, ή του πάρκου. Οκτώ μόλις μέρες αφότου έγινε ο Χίτλερ κύριος της πόλης απαγόρευαν βίαια στους εβραίους να κάθονται σε πάγκο – κι αυτό ήταν ένα από εκείνα τα μέτρα που είχανε επινοηθεί με φανερά σαδιστικό σκοπό για να βασανίσουν με δολιότητα τον κόσμο.

ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ “Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ”
μετάφραση Μ. ΖΩΓΡΑΦΟΥ – Κ. ΜΕΡΑΝΑΙΟΥ
Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ