α. ιστορίες – μαρτυρίες (1821-1834)

Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει τον αγώνα των δικαστών Τερτσέτη – Πολυζωίδη να πείσουν τους υπόλοιπους δικαστές να μην καταδικάσουν σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη:

Ο Τερτσέτης όχι μονάχα δεν τ’ αρνιέται πως γύρεψε, μ’ όλους τους τρόπους να τους συγκινήσει, μα στην απολογία του περηφανεύεται γι’ αυτό.
-Ναι, παραδέχτηκε, έκλαψα ενώπιον των τριών… Η εντολή “ου φονεύσεις” μ’ εφόβιζεν απαρηγόρητα, επειδή φόνος ασυγχώρητος είναι ο άδικος αποκεφαλισμός ανθρώπου. Ναι! σχεδόν εγονάτισα, φιλώντας τα χέρια των τριών. 
Μα όλα πήγαν χαμένα -κι οι παρακλήσεις, και τα επιχειρήματα, και τα δάκρυα. Οι τρεις άλλοι δικαστές μένουν ψυχροί κι αμετάπειστοι -προτιμάνε από τη δόξα που απόχτησαν ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, να μείνουν, όπως τόσοι άλλοι πριν κι έπειτα απ’ αυτούς δικαστές σκοπιμότητας.
-Με τέτοια αποδεικτικά, τους φωνάζει για μια στιγμή ο Τερτσέτης ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται σε θάνατο!
Τίποτα… Ήταν από τους ανθρώπους που δεν έχουν ανάστημα να το ορθώσουν ενάντια στην εξουσία. 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ”
Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ


Γεώργιος Τερτσέτης (1800-1873)
Ένας από τους δύο δικαστές που μειοψήφισαν υπέρ του Κολοκοτρώνη
από την ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

 

Ο Γέρος σαν άκουσε το “καταδικάζονται εις θάνατον” μισοσταυροκοπήθηκε μ’ απορία και λέει:
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου…
Ύστερα βγάζει την ταμπακιέρα του, παίρνει μια πρέζα ταμπάκο κι αφού την ρούφηξε, πρόσφερε και σ’ όσους τον είχανε περιτριγυρίσει γυρεύοντας να τον παρηγορήσουν, που ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε κι οι συνήγοροι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης.
-Αντίκρυσα, τους λέει, τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι.
Άλλοι αναστενάζουν, άλλοι βουρκώνουν, άλλοι κλαίνε μ’ αναφυλλητά. Μερικοί σκύβουν κι ευλαβικά φιλάνε το δοξασμένο γέρικο χέρι. Κάποιος απ’ αυτούς, με πνιγμένη φωνή, του λέει:
-Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ!
-Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια… του αποκρίνεται.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ”
Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

.

Ο Θεός έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος, δεν την παίρνει οπίσω.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ “ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ”
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

 

Το αν εσπάρθη πολλές φορές, αλλά δεν εφύτρωσε. 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
(Φωτάκου απομνημονεύματα) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ  

Ο Θ. Κολοκοτρώνης διηγείται τον παρακάτω διάλογο με το στρατηγό Χάμιλτον:

Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι: “Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”. “Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ “ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ” 

Το 1834, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά με την ενηλικίωση του Όθωνα του δόθηκε χάρη. Ο Κολοκοτρώνης, μόλις άκουσε πως ο βασιλιάς Όθων του έδινε χάρη μετατρέποντας την ποινή του θανάτου σε ποινή φυλάκισης 20 ετών, είπε τα παρακάτω λόγια: “Θα γελάσω το βασιλιά, δε θα ζήσω τόσους χρόνους…”

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ” Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ 

Ο Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει μια περιοδεία του Καποδίστρια στην Πελοπόννησο, στην οποία ο κόσμος νόμιζε πως Κυβερνήτης ήταν ο …ταχυδρόμος διότι φορούσε ωραία στολή. Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Και διά τούτον οι συρρέοντες εις προϋπάντησην του Κυβερνήτου, (…) προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος. Δεν εννόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού, και να φορή ένδυμα οίον οι πολλοί. (…) Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε:  «Το πράγμα, υπερεξοχώτατε, δεν πάγει καλά. Πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτη του».  «Και τι θέλεις να κάμω;». «Να βάλ’ η υπερεξοχότης σου τη στολήν σου». Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ” Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη «ΙΣΤΟΡΙΑ (ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΗ) ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ», Εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ:

Οι πιο ισχυρές, και από οικονομικής και από πολιτικής απόψεως οικογένειες, που υπήρχαν στην Ελλάδα και πριν και κατά και μετά την Επανάσταση, ήταν αυτές των Αρβανιτών Κουντουριωτών και Μιαούληδων της Ύδρας. Ο Λάζαρος Κουντουριώτης, πανίσχυρος εφοπλιστής διέθεσε τα ¾ της περιουσίας του υπέρ του αγώνα και έγινε αυτομάτως ήρωας χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. Όμως το ¼ που κράτησε για τον εαυτό του ήταν τόσο μεγάλο σε απόλυτους αριθμούς, που έφτανε και περίσσευε για να ελέγχει τα πράγματα στην Ελλάδα, μετά την Επανάσταση.

(……..)


Λάζαρος Κουντουριώτης (1769-1852)
από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

Αν ο Λάζαρος ήταν ο οικονομικός εγκέφαλος της οικογένειας, ο μικρότερος αδερφός του Γεώργιος ήταν ο πολιτικός εγκέφαλος. Πήρε μέρος σ’ όλα τα πολιτικά συμβούλια και διαβούλια στη διάρκεια της Επανάστασης και μετά απ’ αυτήν, και κατέλαβε πάρα πολύ σημαντικά πολιτικά αξιώματα. Έτσι, οι Αρβανίτες Κουντουριώτηδες ήλεγχαν την κατάσταση απ’ όλες τις μεριές, και ονειρεύονταν τους εαυτούς τους μετά την Επανάσταση άρχοντες, όχι μόνο της μικρής Ύδρας αλλά ολόκληρης της Ελλάδας.


Γεώργιος Κουντουριώτης (1782-1858)

Ο επίσης Υδραίος και ομοίως Αρβανίτης, Ανδρέας Μιαούλης ήταν κι αυτός εφοπλιστής πριν την Επανάσταση, κι αυτός μπήκε λίγο ζορισμένα στην Επανάσταση, αλλά όταν μπήκε κι ανέλαβε αρχηγός του ελληνικού στόλου έκανε πράγματα εκπληχτικά, αυτός ο ριψοκίνδυνος ναυτικός, που το πραγματικό του όνομα ήταν Βώκος. Το Μιαούλης είναι παρατσούκλι, προερχόμενο απ’ το τουρκικό εμπορικό πλοίο «Μιαούλ» που αγόρασε απ’ τους Τούρκους. Σημειώστε πως ο Μιαούλης ήξερε καλά τις πειρατικές μεθόδους δράσης, κι αυτό τον βοήθησε πολύ στο να γίνει ο θαλάσσιος κακός δαίμων των Τούρκων σ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης.


Ανδρέας Μιαούλης (1769-1835)

Οι δυο υδραίικες οικογένειες, όπως ήταν φυσικό, δεν είδαν με καλό μάτι τον ερχομό του «ξένου» Καποδίστρια στην Ελλάδα. Τους χαλούσε τα σχέδια για απόλυτη κυριαρχία. Κι ήταν αυτοί που οργάνωσαν την αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη. Έτσι μετά τις εκλογές του 1829 και το χρίσμα που πήρε ο Καποδίστριας ως λαϊκός πλέον ηγέτης, κηρύσσουν την ανυπακοή στην κυβέρνηση του Καποδίστρια και στην πραγματικότητα ανακηρύσσουν την Ύδρα αυτόνομο και ανεξάρτητο κράτος. Πιο σωστά, πρωτεύουσα μιας άλλης Ελλάδας, όπου τον πρώτο και κύριο ρόλο θα παίζουν τα πλούσια νησιά του Αιγαίου, που όλα δηλώνουν υπακοή στους Κουντουριώτηδες της Ύδρας.

(……..)


Η Ύδρα το 1795
από το
www.hellenica.de

Η ανταρσία της Ύδρας κατά του Καποδίστρια επισημοποιείται με μια ψευτοκυβέρνηση που σχηματίζει εκεί ο Κουντουριώτης. Ο Καποδίστριας τραβάει τα μαλλιά του και δίνει εντολή στον Κανάρη να ετοιμάζει τον αγκυροβολημένο στον Πόρο ελληνικό στόλο να πάει να αποκλείσει την Ύδρα. Όμως, ο Κουντουριώτης μαθαίνει τι του ετοιμάζει ο Καποδίστριας και στέλνει τον Μιαούλη στον Πόρο να καταλάβει τον ελληνικό στόλο και να τον φέρει στο «ανεξάρτητο» κράτος της Ύδρας.
Πράγματι ο Μιαούλης με μια πειρατική ενέργεια από κείνες που μόνο αυτός ήξερε να οργανώνει προκειμένου να γίνει πλούσιος πολύ πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση, καταλαμβάνει τον στόλο, καταλαμβάνει και το φρούριο του Πόρου. Και συλλαμβάνει αιχμάλωτο τον δύστυχο Κανάρη, τον μέχρι πριν από λίγο συμπολεμιστή του.


Κωνσταντίνος Κανάρης (1793 ή 1795 – 1877)

Ο Καποδίστριας αφρίζει και αποφασίζει να ανακαταλάβει τον ναύσταθμο του Πόρου. Προς τούτο, ζητά τη βοήθεια των πρεσβευτών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο Άγγλος και ο Γάλλος του την αρνούνται. Θεωρούν καλά καμωμένα τα όσα έγιναν και εκδηλώνονται απροσχημάτιστα κατά του Καποδίστρια, που ξέρει πια ότι το τέλος του φτάνει. Αγωνίζεται ωστόσο κατά των επιδρομέων Υδραίων που πολιορκούν τα ελληνικά πλοία μέσα στο ναύσταθμο και μπλοκάρει όλα τα πολεμικά μαζί και τα εμπορικά.
Ζητάει απ’ τον Μιαούλη να φύγει ήσυχα για την πατρίδα του την Ύδρα χωρίς να πάθει τίποτα, αλλά ο γενναίος Υδραίος γίνεται θηρίο έτσι που είναι εγκλωβισμένος απ’ τον εμπορικό στόλο, και πυρπολεί τη μεγάλη φραγάτα «Ελλάς». Σημαδιακό το όνομα του πλοίου. Η πυρπόληση του «Ελλάς» απ’ τον Έλληνα, συμβαίνει την 1η Αυγούστου 1831, ημέρα κατά την οποία καταλαβαίνει κάθε νοήμων της εποχής, πως είναι αδύνατο να υπάρξει ελληνικό κράτος.


Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831)
(πίνακας του Διονύσιου Τσόκου)

Το πείραμα Καποδίστρια απέτυχε γιατί οι Έλληνες δε θέλουν να έχουν κράτος. Ούτε σήμερα θέλουν να έχουν κράτος. Η σημερινή Ελλάδα είναι γεμάτη Υδραίους και Μιαούληδες.
Το πυρ απ’ τη φρεγάτα «Ελλάς» μεταδίδεται και στην κορβέτα «Ύδρα». Δεύτερος συμβολισμός: ο Μιαούλης δεν έκαψε μόνο την Ελλάδα αλλά και την την πατρίδα του την Ύδρα.
Και ενώ οι φλόγες καταυγάζουν τον άσχετο προς όλη αυτή τη βαρβαρότητα ελληνικό ουρανό, ο Μιαούλης τρυπώνει μέσα απ’ τις φλόγες και τελικά βρίσκεται ασφαλής στο πειρατικό του καταφύγιο, την Ύδρα.
Προσοχή όμως. Φεύγει μόνο όταν διαπιστώνει πως δεν μπορεί να κάψει όλα τα πλοία, όπως ήταν η πρόθεσή του, γιατί στο μεταξύ ο Κανάρης, που ήταν αιχμάλωτός του, όπως είπαμε, ελευθερώνεται, ανακαταλαμβάνει όσα πλοία δεν είχε κάψει ο Μιαούλης και τα σώζει απ’ τον επιδρομέα Υδραίο. Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν…
Το περιστατικό δε θα το βρείτε στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, για ευνόητους λογοκριτικούς λόγους.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΑ (ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΗ) ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ»
Εκδόσεις ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ     

Ο Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει μια περιοδεία του Καποδίστρια στην Πελοπόννησο, στην οποία ο κόσμος νόμιζε ότι Κυβερνήτης ήταν ο …ταχυδρόμος διότι φορούσε ωραία στολή.

Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Και διά τούτον οι συρρέοντες εις προϋπάντησην του Κυβερνήτου, (…) προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος. Δεν εννόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού, και να φορή ένδυμα οίον οι πολλοί. (…) Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε: -Το πράγμα, υπερεξοχώτατε, δεν πάγει καλά. Πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτη του.  -Και τι θέλεις να κάμω;  -Να βάλ’ η υπερεξοχότης σου τη στολήν σου. Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ” Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ

 Ο Δρόσος Κόκκινος, αγωνιστής του ‘21, αφηγείται την παρακάτω σκηνή: Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον: “Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας”. “Συ, γιατί εκτίθεσαι;” του λέγει ο Γενναίος. “Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος”.

“Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ” Εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ 

 

Ένας ανιψιός του Αλή Φαρμάκη (πριν από το 1821) όταν ήταν κλεισμένοι στον πύργο του θείου του, έλεγε στον Κολοκοτρώνη:
-Κρίμα, που δεν είσαι Τούρκος, μέγας αφέντης θα γινόσουνα.
-Αν γίνω Τούρκος θα με σουνουτέψουν;
-Βέβαια.
-Εμείς όταν μας βαφτίζουν, μας κόβουν από τα μαλλιά του κεφαλιού μας τρίχες και τις βάζουν στο εικόνισμα του Χριστού. Αν γίνω Τούρκος, στον άλλο κόσμο θα με τραβούν ο Χριστός από τα μαλλιά και ο Μωάμεθ από την … και δεν θέλω να βάλω σε παρόμοια διαφορά δυο τέτοιους προφήτες.

(Γ. Τερτσέτης) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ  

Ο Κολοκοτρώνης πρωτοπάτησε το πόδι του στη Μάνη, αρχίζοντας η Επανάσταση. Από εκεί τράβηξε με Μανιάτες και Μεσσήνιους για την Τριπολιτσά, με σκοπό να την πολιορκήσει. Στο δρόμο, με το πρώτο τουφέκι που κάνανε με τους Τούρκους, ο κόσμος άμαχος κι άπειρος φοβήθηκε και σκόρπισε. Οι άλλοι καπετάνιοι είπανε στον Κολοκοτρώνη:
-Τι θα κάνουμε πια εδώ; Να πάμε κατά το Λιοντάρι, να δούμε τι γίνεται κι εκείνος ο κόσμος.
– Εγώ δεν πάω πουθενά! είπε ο Κολοκοτρώνης. Αν θέλετε εσείς τραβάτε. Εγώ θα μείνω εδώ, να με φάνε τα πουλιά της πατρίδας μου, που με ξέρουνε.

(Ο Γέρων Κολοκοτρώνης, Φιλήμονος Δοκίμιον Ιστορικόν) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Ο Κολοκοτρώνης παράγγειλε στον Φωτάκο να πάει να κατασκοπεύσει κατά τον Άι-Σώστη το χωριό.
-Να πας τριγύρω και ξέμακρα, είπε, να μη σε τρώει το βόλι. Πρόσεξε στο δρόμο τα μικροπούλια, αν τα σηκώνεις και περνάνε πάνω απ’ το χωριό, ή κάθονται μέσα άφοβα, τότε δεν είναι Τούρκοι μέσα. Αν τα δεις όμως να γυρίζουν πίσω φοβισμένα και κάνουν ξαφνιασμένους γύρους, τότε είναι Τούρκοι στο χωριό!

(Φωτάκου Απομνημονεύματα) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ 

 

Πήγαινα (διηγείται ο Κολοκοτρώνης) στην τέντα μου κι έτρωγα λίγο ψωμί. Μου είπε κάποιος:
-Άιντε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου κι η πατρίδα σου θέλει σε ανταμείψει.
Εγώ του αποκρίθηκα ότι:
-Εμένα η πατρίδα θα πρωτοεξορίσει.
Και η τύχη το έφερε και επαληθεύτηκα.

(“Ο Γέρων Κολοκοτρώνης” Φιλήμονος Δοκίμιον Ιστορικόν) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Όταν μπήκα στην Τριπολιτσά μου έδειξαν στο παζάρι τον πλάτανο που κρέμαγαν τους Έλληνες και είπα:
-Άιντε, πόσοι από το σόι μου και από το έθνος μου κρεμάσθηκαν εκεί.
Και διέταξα να τον κόψουν.

(“Ο Γέρων Κολοκοτρώνης” Φιλήμονος Δοκίμιον Ιστορικόν) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 Όταν σαράντα χωροφύλακες με το Μοίραρχο πήγαν, νύχτα, να πάρουν τον Κολοκοτρώνη από το περιβόλι του, είπε:
-Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό από εκείνα όπου κάνουν θελήματα, με ένα γράμμα να πάω στ’ Ανάπλι και με ένα φανάρι στο στόμα του να μας φέγγει και των δυο μας.

Όταν μετά την καταδίκη του του δόθηκε είδηση ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή και μόνο τον αφήνει είκοσι χρόνους φυλακή είπε:
-Θα γελάσω τον βασιλιά, δεν θα ζήσω τόσους χρόνους.

(Γ. Τερτσέτης) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Ο Πρόεδρος της Αντιβασιλείας Άρμανσπεργ είπε στον Γερο-Κολοκοτρώνη:
-Έχετε, Στρατηγέ, πολλούς εχθρούς.
-Ναι, του απάντησε ο Κολοκοτρώνης. Είχα και έχω πολλούς. Αλλά δύο μόνο μου ήταν και είναι οι μεγαλύτεροι και πιο θανάσιμοι απ’ όλους τους εχθρούς μου.
-Και ποιοι είναι αυτοί; ρώτησε με θαυμασμό ο Άρμανσπεργ.
-Είναι, απάντησε ο Κολοκοτρώνης, ο ένας το όνομά μου και ο άλλος οι εκδουλεύσεις μου.
-Έχετε δίκιο Στρατηγέ, ομολόγησε ο Άρμανσπεργ.

“Αιών” 17/4/1853 – “Εβδομάς” 24/11/1848 συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Το μπουντρούμι του Κολοκοτρώνη είχε παράθυρο και αυλή

ΝΟΜΙΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟΝ

Ο Χρήστος Βυζάντιος περιγράφει κάποια ενδιαφέροντα γεγονότα που συνέβησαν λίγο πριν και λίγο μετά την άλωση της Τριπολιτσάς:

Μετά δέκα ημέρας από της αφίξεως του τακτικού σώματος εις Τρίπολιν, ανηγγέλθη εις το εκεί στρατόπεδον ότι ο εμφανισθείς εις Καλάμας τουρκικός στόλος παραπλέων την Αχαΐαν εισήλθεν εις τον Κορινθιακόν κόλπον, επαπειλών τα παράλια αυτού. Ο Υψηλάντης, καθό νομίζων εαυτόν αρχηγόν της Πελοποννήσου, προσεκάλεσε πολλούς των εν τη πολιορκία οπλαρχηγών να δράμωσι μετά των υπ’ αυτούς σωμάτων προς υπεράσπισιν των εκεί επαπειλουμένων παραλίων χωρών. Αλλ’ ουδείς υπήκουσεν αυτώ διότι άπαντες οι πολιορκούντες την πόλιν ταύτην Έλληνες περιμένοντες την όσον ούπω άλωσιν αυτής, δεν ήθελον ν’ απομακρυνθώσιν εξ αυτής στερούμενοι των προσδοκωμένων πλουσίων λαφύρων, ώστε και ει τις των εκεί οπλαρχηγών ήθελε να υπακούση εις την διαταγήν του Υψηλάντου, ουδείς των υπ’ αυτόν απεμακρύνετο της θέσεως ταύτης ακολουθών τον καπιτάνον του· καθόσον και φόβος επρόκειτο μη οι Λάκωνες (Μανιάται) οίτινες συν γυναιξί και τέκνοις συνήχθησαν εκεί προς λαφυραγωγίαν, διαρπάσωσι την πόλιν, όπως και εγένετο μετ’ ου πολύ. Ο δε Υψηλάντης, φροντίζων μόνον περί της προόδου της Επαναστάσεως και της υπερασπίσεως του ελληνικού λαού, εκ των προσβολών του εχθρού, προσλαβών το τακτικόν σώμα, και πεντακοσίους άνδρας, ους έδωκεν αυτώ ο Θ. Κολοκοτρώνης υπό τους δύο υιούς αυτού Πάνον και Γενναίον, ανεχώρησε και απήρχετο εις Αίγιον, ένθα ο τουρκικός στόλος εφαίνετο ότι απεπειράτο ν’ αποβιβάση στρατόν. Το δε μικρόν τούτο τακτικόν σώμα κατά την δεινήν περίστασιν ταύτην έδειξεν ότι εμπνεόμενον υπό της πειθαρχίας και πατριωτισμού κατά πόσον εσέβετο και εξετέλει τας διαταγάς των ανωτέρων του


Δημήτριος Υψηλάντης (1793 ή 94-1832)
έργο του Σπυρίδωνος Προσαλέντη
από την ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

 Απερχόμενος ο Υψηλάντης εις Αίγιον μετά του σώματος, πληροφορηθείς δε καθ’ οδόν, εν τω χωρίω της Σικυώνος Βασιλικά, ότι ο τουρκικός στόλος, αντί της αποβιβάσεως στρατού εις τα παράλια της Πελοποννήσου, επυρπόλησε τα εν Γαλαξιδίω ελλιμενιζόμενα ελληνικά εμπορικά πλοία και μετά ταύτα εξήλθε του Κορινθιακού κόλπου, εστράφη μετά του τακτικού σώματος εις Τρίπολιν. Αλλά καθ’ οδόν ανηγγέλθη αυτώ η άλωσις της πόλεως ταύτης, γενομένη τη 23 Σεπτεμβρίου 1821, ως και η εν αυτή τη πόλει γενομένη σφαγή των Τούρκων εναντίον της συνομολογηθείσης περί παραδόσεως αυτών συμβάσεως.
Αι αγγελίαι αύται τοσούτον κατετάραξαν αυτόν, ως άνδρα γενναίον και φιλάνθρωπον, και γνωρίζοντα οποίαν θλιβεράν εντύπωσιν ήθελον προξενήσει ταύτα καθ’ άπαντα τον πολιτισμένον κόσμον, απεφάσισε να μεταβή μετά του τακτικού σώματος εις Αθήνας. Αλλ’ οι εν Τριπόλει στρατιωτικοί αρχηγοί της Πελοποννήσου, λαβόντες γνώσιν της αποφάσεως ταύτης του Υψηλάντου και μη θέλοντες την αναχώρησιν αυτού εκ της πατρίδος των, διότι ο λαός της Πελοποννήσου και ιδίως οι φέροντες τα όπλα αρχηγοί τε και στρατιώται ηγάπων και εσέβοντο αυτόν, εξαπέστειλαν προς αυτόν επιτροπήν εξ επισήμων ανδρών, δικαιολογούμενοι ότι τα εν τη αλώσει της Τριπόλεως ήσαν τυχαία συμβάντα εναντίον της θελήσεως των εκεί στρατιωτικών αρχηγών, ιδίως δε απέδιδον ταύτα πάντα εις την προς λαφυραγωγίαν ανέκαθεν τάσιν των Μανιατών· προς δε υπέσχοντο ότι μετά την επάνοδον αυτού εις Τρίπολιν, ήθελον δώσει και μέρος των λαφύρων της πόλεως εις το υπ’ αυτόν τακτικόν σώμα.

Παναγιώτης Ζωγράφος
(κατά παραγγελία και με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη)
“Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων”
από τη Βικιπαίδεια

Ο Υψηλάντης, ως ανήρ αγαθός, εύπιστος και αδυνάτου χαρακτήρος, μη θέλων δε να δυσαρεστήση τινά, πολύ μάλλον δε να λυπήση τους ικετεύοντας αυτόν, επανήλθε μετά του τακτικού σώματος εις Τρίπολιν. Αλλά μάτην οι περί τούτον υποσχέσεις αυτών· το τακτικόν σώμα εισελθόν εις Τρίπολιν δεν εύρε ειμή τα θύματα των σφαγών και της λεηλασίας· τα πάντα είχον διαρπαγή, ώστε ουδέ τακτικήν τροφή ελάμβανε· ει και ο δυστυχής συνταγματάρχης Παλέσας διεμαρτύρετο κατά της ακηδίας ταύτης των εν Τριπόλει αρχόντων, ουδείς έδιδεν ακρόασιν εις τα περί του σώματος αυτού παράπονα. Ένεκα τούτου οι υπ’ αυτόν στρατιώται καθεκάστην ελιποτάκτουν.
Ο δε Υψηλάντης, επιθυμών την συντήρησιν του τακτικού σώματος, του οποίου την παραλυσίαν προέβλεπεν, αν τούτο διέμενεν εισέτι εν Τριπόλει, ελθών δε και εις νέας έριδας μετά των πολιτικών αρχηγών, διαφωνούντων προς τους στρατιωτικούς λίαν συμπαθούντας προς αυτόν, συνεννοηθείς μετά του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και λοιπών οπλαρχηγών, προσέλαβε το τακτικόν σώμα και ήλθεν εις Άργος.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΑΥΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ, ΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΣΧΕΝ Ο ΤΑΚΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥ 1821 ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ 1833″ ΑΘΗΝΑΙ 1901

από το βιβλίο του ΑΠΟΣΤ. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ “ΕΠΙΛΕΚΤΕΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ” ΤΟΜΟΣ Α΄
Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει το διήγημα του Γιάννη Βλαχογιάννη «Έτσι ήτανε», από τη συλλογή διηγημάτων «Μεγάλα Χρόνια» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Παππού, σήκου, παππούλη: Σήμερα είναι μέρα επίσημη: Τι φυλάς το στρώμα και βογγάς; Όλο βογγάς κι όλο μαλώνεις – σώνεις πια: Έβγα να ιδής: Έλα ν’ αλλάξης και να πας στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα – Σάββατο Λαζάρου:
Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Τόξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή. Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανή – μήτε ο θεός να δώση:
Τόξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα νάτανε ναρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά – του κάκου:
Μα του μικρού ταγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθή και να του γίνη πειρασμός και πάλι.
-Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνης αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά:
-Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι…
-Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!
Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα τούχυσε στα σωτικά· ο νους του σάλεψε άξαφνα.
-Έφτασα: Τ’ άρματά μου:
Ορθός τινάχτηκε σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.
Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητή. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’ άρματα κρατούν – και ρίχνουν:
Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψη τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δη «πώς ήτανε» – κι ο γέρος πάει να το πιστέψη.
Βρίσκεται με ταγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερή…
-Ωρέ, δεν ήταν έτσι: κράζει με δυνατή φωνή.
Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.
Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.
-Να, ωρέ, έτσι ήτανε:
Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καϊμό του.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ 16/12/1911
«ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ» από το βιβλίο «ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΗΡΘΑΤΕ

Κάθε φορά που μιλάω στους μαθητές μου για την ελληνική επανάσταση του 1821 ή διδάσκω Ιστορία στην Στ΄ Δημοτικού, η ίδια απορία βγαίνει από τα χείλη τους ξανά και ξανά: «Γιατί,  κύριε, δεν έγινε επανάσταση και στη Θεσσαλονίκη; Πώς και δεν ξεσηκώθηκε η Μακεδονία;»
Στην αρχή μου προκαλούσε αμηχανία αυτή η ερώτηση, τώρα την έχω συνηθίσει. Στην απάντησή μου εξηγώ στα παιδιά πως η Θεσσαλονίκη ήταν από τις πιο σημαντικές πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πως βρισκόταν κοντά στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, και πως η διαμόρφωση του εδάφους της Θράκης και της Μακεδονίας έκανε εύκολη την πρόσβαση του τακτικού τουρκικού στρατού, όμως η ουσία είναι πως η Θεσσαλονίκη είναι απούσα από το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, μέχρι τα κεφάλαια για τον Μακεδονικό Αγώνα και την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Σταματάω εδώ την γκρίνια γιατί υπάρχει αντίλογος που είναι οι συχνές προτροπές του υπουργείου Παιδείας για διδασκαλία τοπικής ιστορίας και συνεχίζω με τη συγκίνηση που αισθάνθηκα διαβάζοντας το βιβλίο του Mark Mazower «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ», στο οποίο υπάρχει μια συγκλονιστική περιγραφή των σφαγών που συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη μόλις μαθεύτηκε το νέο  για την επανάσταση στη Νότια Ελλάδα. Οι σφαγές, ακόμα και έγκυων γυναικών, οι απαγχονισμοί και τα βασανιστήρια ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ενώ από αυτούς που σώθηκαν, αρκετοί
στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, της Τρίπολης και της Βεγγάζης.
Όσοι διάβασαν την «Αηδονόπιτα» του Ισίδωρου Ζουργού ίσως θυμούνται τη φράση «Στην κόλαση ήρθατε» που ακούνε οι ήρωες του βιβλίου περνώντας τα τείχη της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 1821. Κι αυτό γιατί τα πτώματα των κρεμασμένων κρέμονταν ακόμα από τα δέντρα κι η μυρωδιά της σήψης βρισκόταν παντού στην ελληνική συνοικία. 
Ανάμεσα στα χιλιάδες θύματα εκείνης της περιόδου ήταν και ο πρόκριτος
Χρήστος Μενεξές¹. Υπενθύμιση του μαρτυρίου του αποτελεί σήμερα η οδός Μενεξέ, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Επιστρέφοντας στο βιβλίο του Mazower να τονίσουμε πως αναφέρεται στην ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα από ιστορίες ανθρώπων. Και η ιστορία που επιλέξαμε από το βιβλίο είναι ιστορία ενός Τούρκου, που κλονισμένος από όσα είχε δει, έγραψε ένα υπόμνημα προς το σουλτάνο, στο οποίο περιγράφει τους απαγχονισμούς και τα μαρτύρια των Ελλήνων κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Το υπόμνημα αυτό καταχωνιάστηκε στα αρχεία του Τοπ Καπί, για να το ανακαλύψει ένας Έλληνας μελετητής, ο Α. Παπάζογλου, το 1940!


Ο Λευκός Πύργος υπήρξε οθωμανική φυλακή για τουλάχιστον 4 αιώνες. Εδώ σε ζωγραφική αναπάρασταση των αρχών του 19ου αιώνα, όπου φαίνεται και το προτείχισμα που τον περιέβαλε μέχρι και το 1911.
(από τη Βικιπαίδεια)

Ο Χαϊρουλάχ ιμπν Σινασί Μεχμέτ Αγάς, μουλάς της πόλης το 1820, κατηγορήθηκε για φιλελληνικές τάσεις και όταν ξέσπασε η Επανάσταση φυλακίστηκε για λίγο καιρό στο Λευκό Πύργο. Αργότερα, κλονισμένος από τα όσα είδε, έγραψε ένα υπόμνημα προς το Σουλτάνο, στο οποίο περιέγραφε τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη το 1821:

Οι συγκρατούμενοί του ήταν Χριστιανοί που το μοναδικό τους έγκλημα ήταν πως δεν είχαν χαιρετίσει τον Γιουσούφ Μπέη στο δρόμο ή ότι συναντιόνταν στη μητρόπολη και συζητούσαν για το Πατριαρχείο, ή απλώς ότι ήταν εξέχοντες πρόκριτοι της κοινότητας. Πολλοί υπέφεραν από πείνα και δίψα. Έναν απεσταλμένο των επαναστατών ονόματι Αριστείδη Παππά τον έφεραν μέσα, τον έδειραν άσχημα κα μετά τον παρέδωσαν στον γενιτσαρί αγά για εκτέλεση. «Προτού φύγει», γράφει ο Χαϊρουλάχ, «συγχώρεσέ με γι’ αυτό, Μεγαλειότατε, τον αγκάλιασα και τον φίλησα, γιατί στ’ αλήθεια ήταν ένας αξιότιμος άνθρωπος και, αν είχε κάτι να του ψέξεις, ήταν αποτέλεσμα της καλής του καρδιάς».
Λίγες μέρες αργότερα έφεραν έναν άλλον Έλληνα, τον Νικόλα Εφέντη. Αυτός είχε συγκλονιστικά νέα: ο Μοριάς είχε ξεσηκωθεί και οι κατάσκοποι έλεγαν πως οι Έλληνες εντός και εκτός Θεσσαλονίκης σχεδίαζαν να κάνουν το ίδιο. Ο Γιουσούφ Μπέης είχε απαιτήσει ομήρους, και περισσότεροι από τετρακόσιοι Χριστιανοί –από τους οποίους οι εκατό ήταν Αγιορείτες μοναχοί- κρατούνταν στο παλάτι του. Όλους, φυσικά, τους έδερναν και τους κακομεταχειρίζονταν – ορισμένους μάλιστα τους σκότωναν.
Λίγο μετά ήρθε διαταγή από την Πύλη να αφεθεί ελεύθερος ο Χαϊρουλάχ. Ο Γιουσούφ Μπέης άλλαξε τώρα τελείως στάση κι έγινε η προσωποποίηση της γλυκύτητας· παρ’ όλα αυτά, δεν τον άφησε να φύγει αμέσως από την πόλη: η ύπαιθρος δεν ήταν ασφαλής και οι χωριάτες ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν. Ο Χαϊρουλάχ έμαθε με φρίκη ότι ο Γιουσούφ Μπέης σκόπευε να θανατώσει τους ομήρους, και δεν κατάφερε να τον μεταπείσει:
«Το ίδιο βράδυ οι μισοί όμηροι σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια του άξεστου μουτεσελίμη. Κλείστηκα στην κάμαρή μου και προσευχήθηκα για την ασφάλεια των ψυχών τους.
Κι από κείνη τη νύχτα άρχισε το κακό. Η Θεσσαλονίκη, η όμορφη αυτή πόλη, που λάμπει σαν το σμαράγδι πάνω στο τιμημένο Σου στέμμα, μετατράπηκε σ’ ένα απέραντο σφαγείο». Ο Γιουσούφ Μπέης πρόσταξε τους άντρες του να σκοτώνουν όποιο Χριστιανό έβρισκαν στο δρόμο, και για μερόνυχτα ο αέρας ήταν γεμάτος «φωνές, θρήνους, στριγκλιές». Είχανε τρελαθεί όλοι· σκότωναν ως και τα παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. «Τι δεν είδανε τα μάτια μου, Παντοδύναμε Σάχη των Σάχηδων;» Ο ίδιος ο μητροπολίτης ρίχτηκε στα σίδερα μαζί με άλλους κορυφαίους προκρίτους· τους βασάνισαν και τους εκτέλεσαν στην πλατεία του αλευροπάζαρου. Κάποιους τους κρέμασαν από τα πλατάνια γύρω από τη Ροτόντα. Άλλους τους σκότωσαν στη μητρόπολη, όπου είχαν καταφύγει, και τα κεφάλια τους τα μάζεψαν να τα πάνε δώρο στον Γιουσούφ Μπέη. Μονάχα ο δερβίσικος τεκές -που οι μύστες του διατηρούσαν ανέκαθεν στενούς δεσμούς με τους Έλληνες μοναχούς- πρόσφερε άσυλο στους Χριστιανούς. «Αυτά τα πράγματα και άλλα πολλά, που δεν μπορώ να τα περιγράψω γιατί και μόνο η θύμησή τους μου φέρνει ανατριχίλα, συνέβησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης το Μάιο του 1821».

MARK MAZOWER «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ»
μετάφραση Κ. ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ Εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

¹Με τον αδικοχαμένο πρόκριτο μας συνδέει, συμπτωματικά, το ίδιο επίθετο. Δυστυχώς δεν μπορώ να καυχηθώ πως ήταν πρόγονός μου…

ΣΑΝ ΕΜΕΝΑ ΕΧΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟΥΣ ΤΟ ΕΘΝΟΣ

Η προηγούμενη ανάρτηση, όπως βέβαια και η σημερινή, αποτελεί μέρος ενός μικρού αφιερώματος στην εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου.  

Από ένα άρθρο του Νίκου Βαρδιάμπαση στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (Ιστορικά, 28/3/2002),  επιλέγουμε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα που αναφέρεται στη δίκη του Καραϊσκάκη, η οποία έγινε την Πρωταπριλιά του 1824, μετά από συκοφαντία του Μαυροκορδάτου. Ανάμεσα σε άλλες λεπτομέρειες, θα μάθουμε και για ποιο λόγο αρκετοί κόντεψαν να λιποθυμήσουν κατά τη διάρκεια της δίκης:  

Τότε ο Μαυροκορδάτος, για να απαλλαγεί οριστικά από τον Καραϊσκάκη –γνωρίζοντας ενδεχομένως και την ανταπόκρισή του με τον Κολοκοτρώνη- τον συκοφαντεί με την κατηγορία ότι ο Καραϊσκάκης τάχατες είχε: «μυστικήν ανταπόκρισην (καπάκια) με τον Ομέρ Βρυώνη και ότι συμφώνησε… να του παραδώσει Μεσολόγγι και Αιτωλικό».
Στις 30 Μαρτίου ο Μαυροκορδάτος διορίζει ανακριτική επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Άρτας Πορφύριο και την Πρωταπριλιά 1824 ξεκινάει η «δίκη» μέσα στην εκκλησία της Παναγίας του Αιτωλικού.
Η «δίκη»
Σύμφωνα με την περιγραφή Κασομούλη, ο Πορφύριος κάθεται στον αρχιερατικό θρόνο. Στα στασίδια των επιτρόπων στέκουν οι κριτές.
Μπαίνει ο κατηγορούμενος οπλισμένος. Προσκύνησε τις εικόνες και ζήτησε την ευχή του δεσπότη.
-Πες μου, του λέει, ορθός θα σταθώ ή θα καθίσω;
-Κάθισε, γιατί είσαι ασθενής.
Του έφεραν ένα μαξιλάρι «διότι το έδαφος ήταν πλάκες μάρμαρα, να μη βλαφθή από το ψύχος».
Πορφύριος: -Καραϊσκάκη, η πατρίς λαβούσα υποψίαν από τα κινήματά σου, έχουσα και διδόμενα από μερικάς σου ανταποκρίσεις, σήμερον σε προσκάλεσεν εις το κριτήριο… Αφού με τόσας ανδραγαθίας εδόξασες τον εαυτό σου και η πατρίς σε αντάμειψεν… εφάνης αχάριστος. Είθε να είσαι αθώος. Έστειλες τον Κ. Βουλπιώτην εις Ιωάννινα. Τι δουλειά είχε ο Βουλπιώτης εκεί; Τι απολογίαν έχεις;
Καραϊσκάκης: -Απ’ όσα με κατηγορούν καμίαν είδησιν δεν έχω… Τον Βουλπιώτην εγώ δεν τον έστειλα. Επήγε διά δουλειάν του. Μόνος του με εζήτησεν διαβατήριον. Ήξευρον τον εαυτόν  μου αθώον από αυτήν την κατηγορίαν. Το κριτήριον ας εξετάσει τον Βουλπιώτην…
Εμφανίστηκε –συνεχίζει ο Κασομούλης- (αντί του Βουλπιώτη) μάρτυρας «ο έπαρχος κύριος Γιάγκος Σούτζιος (φαναριώτης, φίλος του Μαυροκορδάτου)… και τα είπεν:
-Εγώ, μωρέ, λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;
-Μάλιστα, λέγει ο Σούτζιος…
Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (Γαλάνης Μεγαπάνου): -Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι; (πρόστυχα).
Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Κριτής: -Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: -Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής.
Λέγοντας αυτό ο Καραϊσκάκης μες στο ναό – δικαστήριο, «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος», γράφει ο Κασομούλης.


Γεώργιος Καραϊσκάκης (1780 ή 1782 – 1827)
πίνακας του Διονυσίου Τσόκου
από τη Βικιπαίδεια

Και η κατάληξη της «δίκης» – παρωδίας:
«Ο Διευθυντής (Μαυροκορδάτος) κοινοποίησεν ότι ο Καραϊσκάκης είναι ένοχος προδοσίας κατά τας εξομολογήσεις του Βουλπιώτου… Εξεδόθη προκήρυξη εις τας 2 Απριλίου 1824. Αντεγράφη και ετοιχοκολλήθη».
Στην «Προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», που την υπογράφουν ο Μαυροκορδάτος και οι περισσότεροι καπετάνιοι της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ο ήρως γνωρίζεται «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης».
Σύμφωνα μ’ αυτήν δίνεται προσταγή στον Καραϊσκάκη να αναχωρήσει αμέσως «μόλον όπου είναι ασθενής… Αν μετανοήσει και επιστρέψει εις τα χριστιανικά και ελληνικά χρέη του, η πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν…»
Και η προκήρυξη καταλήγει:
«Ειδοποιήστε άπαντες (οι πολίτες) διά του παρόντος ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα του και δεν έχει καμίαν εξουσίαν παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας… Πάντες οι Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, ενόσω να μετανοήση και προσπέση εις το έλεος του έθνους και ζητήση συγχώρεσιν».
Μετά την τοιχοκόλληση και τη δημοσίευση της προκήρυξης στα «Ελληνικά Χρονικά», ο Καραϊσκάκης ζήτησε διορία 5-6 ημερών να παραμείνει στο Αιτωλικό για να προετοιμάσει την αναχώρησή του. «Δεν του εσυγχωρήθη παρά σαράντα οχτώ ώρες μόνον».
Φεύγοντας με 80 στρατιώτες λέει δημόσια στους καπετάνιους που τον καταδίκασαν και στον Μαυροκορδάτο:
-Αδελφοί καπιτάνιοι, αν με καταδικάσατε δικαίως ο Θεός να με το στείλη στο κεφάλι ευθύς, κι αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψη εις το δικόν σας κεφάλι.
Και στο διευθυντής Δ. Χ. Ελλάδος:
-Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσίαν μου με την έγραψες εις το χαρτί και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου τη γράψω εις το μέτωπόν σου για να φανής ποιος είσαι.
Κι εκτύπησεν το μέτωπόν του με τα τέσσερα δάκτυλα δείχνοντάς τον.
-Εδώ! λέει.
Από το Αιτωλικό οι στρατιώτες του τον μεταφέρουν λόγω της κατάστασης της υγείας του… με φορείο! (ένα ξυλοκρέβατο που το κουβαλούν τέσσερις). Προσπαθούν να φτάσουν στα λημέρια των Αγράφων. Στην πορεία τους απ’ τα διάφορα χωριά οι αρχικά 80 πολεμιστές γίνονται… 1500! Έφευγαν από τα σπίτια τους και τον ακολουθούσαν. Τέτοια λατρεία του είχαν.

ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΔΙΑΜΠΑΣΗΣ «Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ: ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ»
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ: ΙΣΤΟΡΙΚΑ, 28/3/2002

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα
Θεόδωρος Βρυζάκης
από την Βικιπαίδεια

Το 1827 η ελληνική  επαναστατική κυβέρνηση αποφάσισε να πάψει τον Καραϊσκάκη από αρχιστράτηγο και να αναθέσει στους Άγγλους Τσωρτς και Κόχραν την αρχιστρατηγία του στρατού και του στόλου αντίστοιχα. Η απόφαση αυτή στάθηκε καταστροφική για την Ελλάδα, αφού οδήγησε στο θάνατο του Καραϊσκάκη και στη σφαγή του ελληνικού στρατού στον Ανάλατο.
Στο άκουσμα της απόφασης ένας μόνο χάρηκε: 

Εις μόνον εχάρη, ο Κιουταχή Πασιάς και ενθαρρυνθείς ήρχισε τας εργασίας του ζωηρότερα. Το στρατόπεδον του Πειραιώς, με το άκουσμα τούτο ενεκρώθη.

ΚΑΡΠΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ «ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ»
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Ο Μακρυγιάννης σχολιάζει με τον τρόπο του την απόφαση:

Έφκιασαν τη Συνέλεψη, διόρισαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγο, ότι δεν δύναται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μια διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν ότι κιντύνευε η πατρίς, όταν νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι σύντροφοί του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα από την Αράχωβα, από τον Έπαχτο, από το Δίστομον κι από τον καθημερινό πόλεμο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διόρισαν τον Τζούρτζη -κι αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστείστε, εσείς οι αναγνώστες. Αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση διά να σώση την πατρίδα -και ποιος να την χάση. Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν την έφκειανε φλούδα όλους αυτούς.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ»
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Για τους δύο Άγγλους στρατιωτικούς γράφει ο Λάμπρος Κουτσονίκας:

Οι δύο ούτοι διορισθέντες αρχηγοί επί των κατά ξηράν και θάλασσαν ελληνικών δυνάμεων, αντί να επιφέρουν όφελος, έφεραν βλάβην, μάλιστα ο του στόλου (εννοεί τον Κόχραν) έγινεν αίτιος της φθοράς τόσου στρατού και τόσων αρχηγών, ώστε τοσούτοι δεν εχάθησαν εν όλη την επαναστάσει…
Ο Καραϊσκάκης μετά των Ελλήνων ήξευρε να πολεμή τους εχθρούς. Αυτός εδείχθη παντού νικητής, αλλ’ ατυχώς την εξουσία αυτού την ανέθεσαν εις άλλον, και απ’ αυτόν πάλιν την εσφετερίσθη θαλάσσιον άπειρος των μαχών των Οθωμανών, και ούτως απωλέσθησαν τόσοι άριστοι αρχηγοί της Ελλάδος, το άνθος του στρατού, και η Ακρόπολις αύτη.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ «ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ»
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Ο Κάρπος Παπαδόπουλος εξηγεί το κίνητρο που έκανε τους Έλληνες στρατιώτες να παρατήσουν τον Καραϊσκάκη και να συγκροτήσουν το στρατό του Τσωρτς:

Ο δε νέος στρατάρχης Ζωρζ έστησε το στρατόπεδό του πέριξ της Καλαβρίας (νήσος Πόρος) και από τας πρώτας ημέρας της στραταρχίας του, ήρχισε να διαλύη το εν Πειραιεί μέγα και θαυματουργόν στρατόπεδον του Καραϊσκάκη. (…) Οι εν Πειραιεί Έλληνες όθεν, ακούσαντες ότι ο Ζωρζ δίδει μισθόν, παρέλειπον τας μαχίμους θέσεις των και μετάβαινον εις τον Πόρον υπό μισθόν.(…)
Ο Ζωρζ αφού επηύξησε το Σώμα του έως 2.000, εξήρχετο συνεχώς προς επιθεώρησιν αυτού και θωπεύον ένα ένα έκαστον στρατιώτην, του έλεγε: «μπράβο, μπράβο ήρωα! έλαβες τον μισθόν σου;» Ο δε απεκρίνετο: «Ναι, αφέντη, τον έλαβα, να ζήσης χίλια χρόνια. Ένα χρόνο, αφέντη, έτρεχα κατόπιν του Καραϊσκάκη και παρά δεν έλαβα. Ο Θεός να σε πολυχρονίση, αφέντη!»

ΚΑΡΠΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ «ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ»
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Η μάχη στον Ανάλατο κατέληξε σε τραγωδία για τους Έλληνες, λόγω της απρονοησίας των Άγγλων στρατιωτικών που επέλεξαν την κατά μέτωπο επίθεση, ενώ ο Καραϊσκάκης πίστευε πως έπρεπε να επιλέξουν τον πόλεμο χαρακωμάτων. Λίγο πριν την έναρξη της μάχης, οι Έλληνες πολιορκούμενοι στην Ακρόπολη προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μάχη:

Ο Φαβιέρος λαβών τηλεσκόπιον και εμβλέψας επί της τοποθετήσεως ταύτης των ελληνικών στρατευμάτων είπε παρουσία πάντων: «Οι καλοί άνθρωποι ούτοι εντός ολίγου θα απωλεσθώσιν». Αγνοών δε τον θάνατο του Καραϊσκάκη, εξέφραζε την απορίαν του περί της αταξίας και απρονοησίας ταύτης, λέγων ότι ουδέποτε επίστευεν ότι ο Καραϊσκάκης ήθελεν υποπέσει εις τοιαύτα και τοσαύτα στρατιωτικά αμαρτήματα»

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΩΝ»
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ»
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

Τελειώνουμε με μια διήγηση του Δρόσου Κόκκινου, αγωνιστή του ’21:

Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον:
-Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας.
-Συ, γιατί εκτίθεσαι; του λέγει ο Γενναίος.
-Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος.

“Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ” Εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Στην ανάρτησή μας δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με την ανεξιχνίαστη υπόθεση του θανάσιμου τραυματισμού του Καραϊσκάκη, που συνέβη μία μέρα πριν την τραγική μάχη του Ανάλατου. Είναι σίγουρο πως μελλοντικά θα αφιερώσουμε μια ανάρτηση και γι’ αυτό το θέμα.

Ή ΘΑ ΝΙΚΗΣΩ Ή ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ

Στο βιβλίο «ΑΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ» ο Μ. Καραγάτσης τοποθετεί το φανταστικό του ήρωα Μίχαλο Ρούση να πολεμάει στη μάχη στο Μανιάκι, η οποία τελείωσε με την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα και των παλικαριών του. Ωστόσο ο Καραγάτσης είναι ιδιαίτερα αυστηρός με τον Παπαφλέσσα, διατυπώνοντας στο βιβλίο του αντιρρήσεις ως προς τις αποφάσεις του αλλά και ως προς την πολεμική τακτική του.
Επαναλαμβάνουμε, ο Μίχαλος Ρούσης είναι φανταστικός ήρωας του Καραγάτση και επομένως ο διάλογος που ακολουθεί μεταξύ Ρούση και Παπαφλέσσα είναι προϊόν μυθοπλασίας και όχι ιστορικό γεγονός.

Ο Δικαίος πετάχτηκε όρθιος, γεμάτος παραφορά:
-Μ’ αγκαστρώσατε όλοι σας με τον Κολοκοτρώνη! θα σας δείξω τι αξίζω! Πάω να πολεμήσω, σου λέω! Κι ή θα νικήσω ή θα πεθάνω!
-Ο Κολοκοτρώνης, είπε ο Μίχαλος ήρεμα, δεν ξεκινούσε ποτέ να νικήσει ή να πεθάνει, αλλά μόνο να νικήσει. Και νικούσε. Δεν είναι η παράφορη απελπισία μα η γαληνεμένη πεποίθηση που κάνει τον πολέμαρχο. Σκοπός μας δεν είναι να πέσουμε ηρωικά πάνω στον τάφο της Ελλάδας, αλλά να γλυτώσουμε την Ελλάδα οπωσδήποτε. Σ’ έναν αγώνα, οι Λεωνίδες έχουν ίσως τη σημασία τους. Τη νίκη όμως τη δίνουν οι Θεμιστοκλήδες.
-Κι αν νικήσω, Μίχαλε; Αν νικήσω;
-Οι άνθρωποι που παίζουν την τύχη της πατρίδας τους πάνω στο χαρτί της ματαιοδοξίας τους, δε νικούν ποτέ. Αν αγαπούσες πραγματικά και βαθιά την Ελλάδα, δε θα διακινδύνευες ποτέ την τύχη της πλάι στην τύχη σου. Θάκανες κάτι άλλο, που θα σου χάριζε πολύ μεγαλύτερη δόξα.
-Τι;
-Θα λευτέρωνες τον Κολοκοτρώνη.
Ο Παπαφλέσας χτύπησε το στήθος του με τα δυο του χέρια.
-Τον Κολοκοτρώνη! Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη -μάρτυς μου ο Θεός! Το είπα στον Κουντουριώτη, στον Κωλέτη: «Πρέπει να λευτερώσουμε το Γέρο! Μόνον αυτός μπορεί να τα βγάλει πέρα με τον Μπραήμη!» Αυτοί όμως μόνο που δε μ’ έπνιξαν. Τι να κάνω, λοιπόν; Ξεκίνησα εγώ… Στην αναβροχιά καλό είν’ και το χαλάζι!
(…)
-Χαίρω πολύ, είπε ο Μίχαλος, που σ’ ακούω να μιλάς με τόση πατριωτική ανιδιοτέλεια. Και σου αναγγέλλω ένα νέο που, δίχως άλλο, δεν το ξέρεις -δεν είναι ούτε δυο ώρες που μούρθε το γράμμα από τ’ Ανάπλι, με καΐκι: Η Κυβέρνηση λευτέρωσε τον Κολοκοτρώνη και τον διόρισε αρχιστράτηγο.
Ο Παπαφλέσας πάνιασε ολόκληρος. Σπασμός λύσσας παίδεψε τ’ αφρισμένα του χείλια:
-Α, τους άτιμους! εμούγκρισε. Μου την έσκασαν μπαμπέσικα, οι κερατάδες! Όταν τους το είπα εγώ να τόνε λευτερώσουν, αρνήθηκαν!
–Τους το είπες επειδή ήσουν σίγουρος πως θ’ αρνηθούν…
-Και τώρα που ξεκίνησα, τον αμολάν ξωπίσω μου, να μου κάνει χαλάστρα! Δε θα τους περάσει, όμως! Θα τους δείξω, εγώ… Θα τους δείξω!
-Ναι, πώς! σάρκασε ο Μίχαλος. Θα τους κάνεις τα τρία δύο…
(…)


Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) 1788-1825
από την Βικιπαίδεια

Το δίχως άλλο ο Κολοκοτρώνης δε θα πάθαινε ποτέ μια τέτοια δουλειά, να τον περιζώσει ο εχτρός και να τον τσακώσει σαν ποντικό στη φάκα. Και πρώτα, ο Γέρος δε θάπιανε το μέρος που έπιασε ο αρχιμαντρίτης -χαμηλά στα ριζά της πλαγιάς- αλλά θα σκάρωνε τα ταμπούρια του πολύ ψηλότερα, σε τρόπο να δίνει απόσταση ανάμεσα στον εχτρό που γιουρουστάει και στον Έλληνα που βαστάει άμυνα. Ύστερα, θα κρατούσε οπωσδήποτε ανοιχτό το δρόμο της υποχώρησης, γιατί ο καλός στρατηγός δεν τόχει ντροπή να υποχωρεί όταν το καλεί η ανάγκη. Και τέλος, κρίνοντας τι δύναμη είχε ν’ αντιπαρατάξει στ’ ασκέρια του Μπραήμη, διόλου απίθανο να υποχωρούσε δίχως να δώσει μάχη. Γιατί χρέος του άξιου στρατηγού δεν είναι να πολεμάει τον εχτρό οπουδήποτε κι οπωσδήποτε, αλλά μόνον όταν υπάρχουν ελπίδες να κερδηθεί η μελλούμενη μάχη. Αυτό το αλφαβητάριο της πολεμικής τέχνης ήταν αδύνατο να μην το ξέρει ο Παπαφλέσας. Μόνο που ανάμεσα σε γνώση κι εφαρμογή της γνώσης, υπάρχει η άβυσσο της προσωπικότητας του Αρχηγού. Ο Παπαφλέσας αποφάσισε να ταμπουρωθεί έτσι χαμηλά και -ας πούμε το λόγο- άφησε τον εχτρό επίτηδες να τον κυκλώσει, γιατί δεν είχε άλλο τρόπο ν’ αναγκάσει τα παληκάρια του να πολεμήσουν. Κι η μελλούμενη μάχη δεν ήταν για τον αρχιστράτηγο μια πράξη εθνική, μα μια υπόθεση ατομική, όπου οι προϋποθέσεις της «υγιούς» στρατηγικής και ταχτικής δεν είχαν εφαρμογή.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ «ΑΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

ΥΓ : Το βιβλίο του Καραγάτση «ΑΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ» αποτελεί μέρος μιας τριλογίας που έγραψε ο Καραγάτσης με θέμα την ελληνική επανάσταση. Τα τρία βιβλία αυτής της τριλογίας είναι: «Ο ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ», «ΑΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ» και «ΤΑ ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ».

ΠΟΥΝΑΙ ΤΟΣΑ ΜΙΛΙΟΥΝΙΑ ΔΑΝΕΙΑ;

Τελειώνουμε σήμερα το αφιέρωμα στην εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου με ένα κείμενο του Μακρυγιάννη, το οποίο όμως δεν αναφέρεται στην ελληνική επανάσταση αλλά στην κατάσταση που επικρατούσε στο ελληνικό κράτος κατά τη διάρκεια της Βαυαροκρατίας. 
Βρισκόμαστε λίγο πριν την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Ο Μακρυγιάννης γεμίζει την κούπα του με κρασί και συζητάει με τον Μεσολογγίτη αγωνιστή Μήτρο Ντεληγιώργη:

Να το πιούμεν εις συχώριον εκεινών οπού σκοτώθηκαν διά την πατρίδα παράγωρα κι άφησαν χήρες γυναίκες κι αρφανά παιδιά· οι γριές των σκοτωμένων διακονεύουν, οι νιες – στανικώς τους πατούνε την τιμή τους· όσοι αγωνισταί μείναν, οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μη υποφέρνοντας την δυστυχίαν πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη με την δύναμή της, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει. Και γιομάτες οι φυλακές του Κράτους. Πιε, είναι διά τη τζελατίνα και παλούκι των αγωνιστών, εκεινών οπού τους αδικούνε και χάθηκαν, το άνθος της πατρίδος!
Πούναι τόσα μιλλιούνια δάνεια, πού είναι οι πρόσοδοι, πούναι οι καλύτερες γες, πούναι οι μύλοι, πούναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμανσπέρης¹ με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα.
Ποιους θα επιστηρίξεις εδώ οπούρθες και ποιους θα προδώσεις; Πού το τζάκισες αυτο το χέρι; -Στο Μισολόγγι, μου λέει. -Πού το τζάκισα εγώ αυτό; -Στους Μύλους του Αναπλιού. -Διατί τα τζακίσαμεν; -Διά την λευτεριά της πατρίδος. -Πούναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη;

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ»
από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

¹ Αρμανσπέρης είναι ο Άρμανσμπεργκ, πρόεδρος της πενταμελούς Αντιβασιλείας, όσο ο Όθωνας ήταν ανήλικος. Στη συνέχεια ανέλαβε πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου. Ο απολυταρχικός τρόπος που κυβερνούσε δημιούργησε πολλές αντιδράσεις στους Έλληνες.

 Δρόσος Κόκκινος, αγωνιστής του ’21 αφηγείται την παρακάτω σκηνή: Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον: «Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας». «Συ, γιατί εκτίθεσαι;» του λέγει ο Γενναίος. «Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος».

«Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ» Εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

«Με την ιδέαν ότι είμεθα ελεύθεροι» 

Ο Θ. Πέτρου γράφει για την τυχαία συνάντηση Καραϊσκάκη – Κιουταχή κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης: Μια δυο μέρες ύστερα από τη μάχη του Χαϊδαρίου, ο Καραϊσκάκης ανταμώθηκε τυχαία με τον Κιουταχή πάνω στη γαλλική φρεγάτα του ναύαρχου Δεριγνί, που ήταν αραγμένη στον Πειραιά. Ο Κιουταχής με τον Ομέρ Πασά της Χαλκίδας είχαν πάει να δουν το ναύαρχο. Δεν πρόφτασαν να κατέβουν στη σάλα και φτάνει ο Καραϊσκάκης με το Χρηστίδη, με μια βάρκα ελληνική που την είχε στις προσταγές του. Λένε, πως επίτηδες ο Δεριγνί τάχε κανονίσει έτσι, για να ανταμωθούν οι δυο αρχιστράτηγοι. Και πως αυτό του το είχε ζητήσει ο Κιουταχής. Ταράχτηκε ο Καραϊσκάκης, μόλις είδε κει τον Κιουταχή, κι αμέσως έπιασε το σπαθί του κι είπε στο Χρηστίδη: Ωρέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά; Τον καθησύχασε ο Χρηστίδης. Κι ο Κιουταχής όμως ταράχτηκε καθώς είδε τον Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε ο Καραϊσκάκης τον Κιουταχή κατά την τουρκική συνήθεια (με την παλάμη στο στήθος) και κάθισε. Χαιρέτησε κι ο Κιουταχής με το κεφάλι αγέρωχος, και μίλησε πρώτος αρβανίτικα. -Τι κάμνεις, ωρέ Καραϊσκάκη; Έλπιζα ναρθείς στα Μπιτόλια να με προσκυνήσεις και να σου δώσω όλα τα βιλαέτια, από την Αθήνα ως την Άρτα. -Εγώ να σε προσκυνήσω; του αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης. Ρούμελη Βαλεσής εσύ, Ρούμελη Βαλεσής και γω. Κι αν ήξερε η Διοίκησή μου ότι κρένουμε τώρα μαζί, με κρέμαγε και μένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατεύματα, που έχω στη Λεψίνα. -Και πώς μπορεί να σε κρεμάσει; -Αμ δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος, όταν θέλει; Ναι ή όχι; -Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. -Λοιπόν με κρεμάει κι εμένα, γιατί την έχω βασίλισσα! Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κι έφυγε από τη φρεγάδα. Την άλλη μέρα έστειλε στον Καραϊσκάκη καφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί. Τρεις μέρες αργότερα έγραφε στον Κολοκοτρώνη: «Κατά περίστασιν ανταμωθήκαμεν εις την φρεγάταν του Δεριγνί την δευτέραν μέραν της υστερινής μάχης. Κατ’ αρχάς εξιπάσθην, ογλήγορα όμως εφιλιωθήκαμεν και ελπίζω να του κοστίση η φιλία μου. Είπαμε πολλά, εκείνος με την ιδέαν ότι έχει ραγιάδες και Έλληνας και εγώ με την ιδέαν ότι είμεθα ελεύθεροι».

από το βιβλίο του ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΗΛ. ΠΕΤΡΟΥ «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ» Έκδοση Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Μαυρομματίου Καρδίτσης

 

“Τώρα θα σε δω, Μαυρομάτα” 

Φεύγοντας από το Μεσολόγγι οι Τούρκοι το 1823, τραβήξαν να περάσουν από του Κοράκου το γιοφύρι (δήμος Αργιθέας). Ο Καραϊσκάκης, ήταν στο μοναστήρι της Τατάρνας. Μπήκε στην εκκλησιά και προσευχήθηκε.
-Τώρα θα σε δω, Μαυρομάτα. Αν νικήσουμε, θα σε προσκυνώ για Παναγία, ειδέ…
Κι έκοψε το λόγο του πριν τελειώσει. Τότε έπιασε τον Αϊ Βλάση. (…)

Η νίκη του Αϊ Βλάση ήταν από τα πρώτα κατορθώματα του Καραϊσκάκη και μεγάλωσε τ’ όνομά του.

(Κ. Ζησίου) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

“Τους έδειξε…”

Στο Κομπότι της Αρτας, στον πόλεμο που στις 8 Ιουνίου του 1821, ο Καραϊσκάκης αφού νίκησε τους Τούρκους και τους πήρε στο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα και τους έβριζε δυνατά. Και για να τους προσβάλει χειρότερα και να δώσει θάρρος στους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλα του και έβγαλε το βρακί του και τους έδειξε τον πισινό του. Τότε ένας Αρβανίτης Γκέκας, κρυμμένος κάπου στα κλαδιά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε στους δυο μηρούς από κάτω και σ’ ένα άλλο μέρος…

(Γ. Γαζής) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

“Οσάκις οργίζετο”

Ο Καραϊσκάκης οσάκις οργίζετο ύβριζε δεινότατα ου μόνον στρατιώτας, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμη. Αι ηπιότεραι τότε των ύβρεων ήσαν σαπιοκοιλιά και παλιογελάδα.

“ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ” 7/5/1895 συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

“Τα χαρακώματα”

Στην εκστρατεία του Πειραιά ένας στρατιωτικός φιλέλληνας ήθελε να κατασκευάσει χαρακώματα με ευρωπαϊκά σχέδια.
Περνώντας ο Καραϊσκάκης στάθηκε περίεργος να δει τα έργα. Φαίνεται τα ‘βρισκε πολύ ρηχά. Ήξερε αυτός τα κλειστά ή τυφλά (αδιέξοδα) ταμπούρια των ατάχτων, που και να ‘θελε να φύγει ο δειλός, δεν θα μπορούσε.
-Γιατί τα ‘καμες έτσι; ρώτησε ο Καραϊσκάκης δήθεν αθώα.
-Αυτό το μέρος είναι το “πρανές”, αυτό είναι το “προπέτασμα”, εκεί είναι η “βάσις”… Έτσι μας διδάσκουν εμάς τα βιβλία μας, Στρατηγέ.
-Όλα καλά, ωρέ παιδί μου, είπε ο Καραϊσκάκης, μα πού είναι οι…
Κι έδειξε τον πισινό του. Ο Ευρωπαίος απόρησε.
-Πού είναι οι κ…! ωρέ παιδί μου, που θα καθίσουνε στα χαρακώματά σου, και θα τα βαστάξουν; Τέτοια σχέδια όσα θέλεις κάνω κι εγώ!

εφ. “ΧΡΟΝΟΣ” 22/1/1910, υπό Σ. Γρανίτσα) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Μυριόβιβλος: Αφιέρωμα στον Γ. Καραϊσκάκη

Σχολιάστε