Ίων Δραγούμης

Τίποτε δεν είναι αδύνατο. Τα δυνατά από τα αδύνατα τα ξεχωρίζει μια ψιλή ψιλή γραμμή. Μα είμαστε τόσο κολλημένοι κάτω στα εύκολα, τόσο μουδιασμένοι που δεν μπορούμε να πηδήξουμε από πάνω από την ψιλή γραμμή.

«ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΗΡΩΩΝ ΑΙΜΑ»

 

Η ελευτεριά καταχτιέται, δε χαρίζεται από άλλους. 

“ΟΣΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ” Εκδόσεις ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ

 

Ο αδύνατος ανακάλυψε την κατεργαριά και μ’ αυτή συχνά νίκησε τη δύναμη του δυνατού.

«ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ»

 

Πάντα αμφιβάλλω για την αλήθεια μου και τις αλήθειες των αλλωνών.

«ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ»

 

 

– Δεν ήξερα πως είναι τόσο κακοί οι άνθρωποι.
– Δεν είναι κακοί, είναι μέτριοι και τούτο είναι το χειρότερο. Μακάρι να ήταν κακοί.

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΗΡΩΩΝ ΑΙΜΑ»

 

«Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος περίμενε το θάνατο»

Απ’ τη γωνία της οδού Παπαδιαμαντοπούλου ο Ρώσος ακόλουθος παρακολουθούσε σαστισμένος τη σκηνή: «Είδα τους στρατιώτες να στήνουν τον άνθρωπο με το άσπρο κοστούμι εμπρός σε ένα τοίχο. Ύστερα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. Τότε μόνο κατάλαβα ότι ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν. Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος, εκατό μέτρα πιο κάτω, περίμενε το θάνατο.
Ο Λεμπέντιεφ δεν ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυς της δολοφονίας. Άλλωστε γύρω η ζωή της Αθήνας του 1920 συνεχιζόταν κανονικά: «Λίγα δευτερόλεπτα πριν τον στήσουμε στον τοίχο είχε περάσει μια μοτοσυκλέτα» θα θυμόταν αργότερα ένας απ’ τους στρατιώτες. «Ένα δευτερόλεπτο μετά πέρασε ένα τραμ».
Ακριβώς απέναντι απ’ το σημείο που είχε σταθεί το απόσπασμα, ένας εργάτης απ’ την Πρέβεζα, ο Κυριάκος Κούλης, περίμενε ένα κάρο με πέτρες. Κοίταζε, τώρα, αποσβολωμένος τους στρατιώτες να ταχτοποιούν τον μελλοθάνατο στο χώρο της κάθαρσης. Δέκα μέτρα αριστερά του, εμπρός στο εστιατόριο «Ηλύσια», λαγοκοιμόταν ένας κουλουράς. Στην απέναντι γωνιά μια γυναίκα πουλούσε γκαζόζες. Κοίταζε κι αυτή, με ορθάνοιχτα μάτια, τη σκηνή.
Ο λοχίας έσκυψε και είπε κάτι στο αυτί του Δραγούμη. Ίσως να τον ρώτησε: «Έχεις καμιά τελευταία επιθυμία;» Ο Δραγούμης δεν απάντησε. Έβγαλε μόνο απ’ την τσέπη του και φόρεσε το δεύτερο μονόκλ του – πάντα φύλαγε ένα δεύτερο μονόκλ, για την περίπτωση που θάσπαγε το πρώτο.
(…)
«Επί σκοπόν» διάταξε ο λοχίας.
Ο ιδρώτας κυλούσε ζεστός στα μέτωπα όλων, του Δραγούμη, του λοχία, των φαντάρων. Αυτό το απομεσήμερο ήταν σίγουρα το πιο πυρωμένο απομεσήμερο του 1920.
«Πυρ».
Κανένας δεν πυροβόλησε. Λες κι ήταν κι οι οχτώ συνεννοημένοι. Ίσως και νάταν. Αυτά τα οχτώ άγουρα παλληκάρια είχαν έρθει απ’ την Κρήτη για να προστατέψουν τον Βενιζέλο, όχι για να σκοτώνουν ατσαλάκωτους άντρες.
«Ρίχτε, ρε!» φώναξε ο λοχίας.
Κι έριξε πρώτος στον Δραγούμη. Η σφαίρα τον βρήκε στο στήθος – το τράνταγμα έκανε τον Δραγούμη να στριφογυρίσει επί τόπου. Την ίδια ώρα έπεσαν και οι οχτώ σφαίρες του αποσπάσματος, δύο – τρεις τον βρήκαν στο στήθος και οι άλλες πίσω, την ώρα που είχε γυρίσει πια κι έπεφτε κάτω, στο καυτό χώμα του πεζοδρομίου, με την πλάτη γυρισμένη προς το απόσπασμα. «Ευρέθηκαν πέντε έως έξι τραύματα εκ των όπισθεν» θα έγραφε στην έκθεσή του ένας νεαρός ανθυπίατρος που θα εξέταζε πρώτος το κουφάρι του όταν το μετέφεραν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Όταν ο λοχίας πλησίασε, πάνω απ’ το πεσμένο κορμί, ο Δραγούμης ζούσε ακόμα. Το αριστερό του πόδι, μονάχα, έκανε μερικές σπασμωδικές κινήσεις. Ο λοχίας πυροβόλησε ξανά, αυτή τη φορά στο κεφάλι.
Το αριστερό πόδι έμεινε ακίνητο.

από το βιβλίο του ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ «Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ» Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 

Μαρίκα Κοτοπούλη: Όταν κατάλαβε ο Ίων ότι επρόκειτο να τον εκτελέσουν, έκανε μια χειρονομία σαν να έλεγε: «περιμένετε μια στιγμή». Από την κακοποίηση που είχε υποστεί μέχρι τότε είχε σπάσει το μονόκλ του μα, όπως όλοι οι κομψοί άνδρες της εποχής του, είχε ένα εφεδρικό. Το φόρεσε και είπε: -Είμαι έτοιμος.

Α. Χριστοδουλάκης (στρατιώτης που συμμετείχε στην εκτέλεση του Ι. Δραγούμη): Άλλοι μας βάλανε… Δεν είπε λέξη (ο Δραγούμης). Στη θέση του σπασμένου μονόκλ έβαλε ένα άλλο. Μας κοίταγε στα μάτια και περίμενε. Πυροβολήσαμε, όταν ο λοχίας μας απείλησε ότι θα μας τουφεκίσει…

από το βιβλίο του Φ. ΗΛΙΑΔΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ» Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

 

«Μια τόσο όμορφη ιστορία» από τον Φ. Γερμανό

«Τώρα τι γράφετε;»
«Μια ιστορία» είπα. «Κάτι για τον Ίωνα Δραγούμη».
«Α», είπε η κυρία Βούλα.
Δεν έδειξε να την τραβάει ιδιαίτερα το θέμα. Ούτε κι εμένα θα με τραβούσε πριν από λίγα χρόνια, στη δεκαετία του ’70. Το όνομα του Δραγούμη, όπως μου ‘χει μείνει απ’ το σχολείο, ήταν δεμένο με βαρετά βιβλία και βαρετές αναλύσεις. Έπρεπε να γνωρίσω τον αληθινό Ίωνα, μέσα απ’ το στόμα του γέρο-αδελφού του και μέσα από κιτρινισμένα φύλλα ημερολογίου, για να τον αγαπήσω. Έπρεπε να μάθω για τα πάθη και για την αγνότητά του, για τον κρυφό έρωτά του, με την παντρεμένη Πηνελόπη Δέλτα του 1905 και το άδικο αίμα που είχε βάψει τη Βασιλίσσης Σοφίας, εκείνο το απομεσήμερο του 1920. Έπρεπε ακόμα να μάθω και πολλά άλλα που τα είχα βρει μόνος μου. Όλα αυτά δεν τα ήξερε βέβαια η κυρία Βούλα. Ούτε κι εγώ τα ήξερα ώσπου να τ’ ανακαλύψω. Αυτό που θυμάμαι, είναι πως μου ‘γινε συνήθεια κάθε φορά που έμπαινα στο μπακάλικο για να αγοράσω τις κονσέρβες της ημέρας, να της λέω σκόρπια κομμάτια απ’ την «Εκτέλεση». Καμιά φορά ολόκληρες σελίδες που είχα γράψει την προηγούμενη νύχτα.
Θυμάμαι τα μάτια της, τα ζεστά θεσσαλονικιά μάτια, πώς ρουφούσαν τις εικόνες εκείνες. Ήταν ένα καλό μήνυμα ότι το βιβλίο θα διαβαζόταν. Την είχε αγγίξει κι εκείνη ο έρωτας του Ίωνα για τη Δέλτα – μια ιστορία που είχε μείνει θαμμένη στο χώμα για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια.
«Γιατί την έκρυψαν;» με είχε ρωτήσει με απορία η κυρία Βούλα – όταν είχε φτάσει η κουβέντα στους απόγονους. «Έναν τόσο μεγάλο έρωτα, μια τόσο όμορφη ιστορία».
Κι ύστερα με αγωνία:
«Δεν ήταν;» με ρώτησε.
«Ήταν ίσως η πιο όμορφη ώρα στη ζωή και των δύο» είπα.
Το βιβλίο βγήκε μερικούς μήνες αργότερα στα 1985. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη να το παρουσιάσω και μετά πέρασα απ’ την οδό Πλάτωνος να δω τη φίλη μου. Ήταν πάλι φθινόπωρο και πάλι τα μουσκεμένα φύλλα μύριζαν όπως τότε, όπως εκείνα τ’ απογεύματα κι εκείνα τα βράδια.
«Πώς πάει το βιβλίο;» ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε.
Το ‘χε διαβάσει βέβαια – ίσως κάμποσες φορές. Κι ήταν ακόμα μαγεμένη με αυτόν τον μοναχικό καβαλλάρη της πολιτικής που κατρακυλώντας, μέσα σε είκοσι χρόνια, απ’ το ένα ερωτικό κρεβάτι στο άλλο, είχε βρεθεί σ’ ένα χωματόδρομο, εκείνο το απομεσήμερο του 1920, με το κορμί γεμάτο ματωμένες τρύπες.
«Τι ιστορία!» είπε η κυρία Βούλα (Βγήκε απ’ το μπακάλικο και κοίταξε προς τα πάνω – η μπαλκονόπορτα  του σπιτιού όπου είχε γραφτεί το βιβλίο ήταν μισάνοιχτη): «Και τη γράψατε όλη εδώ στην οδό Πλάτωνος, στο σπίτι αυτό;»
«Την ξαναδούλεψα στην Αθήνα» είπα. «Αλλά το βιβλίο ναι, σίγουρα γράφτηκε εδώ. Και χωρίς να το ξέρεις, βοήθησες κι εσύ με τον τρόπο σου».
Δεν της εξήγησα πώς το ‘χε πετύχει αυτό, γιατί δεν ήξερα να το πω με λόγια, αν και αυτή είναι η δουλειά ενός συγγραφέα. Ωστόσο, βαθιά μέσα μου πίστευα πως η κυρία Βούλα είχε βοηθήσει στο γράψιμο της «Εκτέλεσης», όσο είχαν βοηθήσει και τα σπουργίτια της οδού Πλάτωνος.
Όσο και τα φύλλα της Εγνατίας…
Πέρασαν πάλι δύο – τρία χρόνια. Το βιβλίο έγινε τηλεοπτική σειρά, όρμησε μέσα σε χιλιάδες σπίτια, έγινε λαϊκό θέαμα. Κι ο ήρωάς του, ο Ίων Δραγούμης ξεκόλλησε απ’ τα ψυγρά συγγράμματα και τις βαρετές μελέτες, κι έγινε κι αυτός λαϊκός ήρωας. Έγινε ακόμα κι εξώφυλλο σε τηλεοπτικά περιοδικά. Αν τον ήξερα καλά και νομίζω πια πως τον ήξερα, θα πρέπει να του άρεσε αυτή η αναπάντεχη εξέλιξη: Για εξήντα χρόνια τον είχαν παραχωμένο βαθιά μέσα στη γη -αυτόν και τα πάθη του. Τώρα ήταν πάλι ένας ζωντανός άνθρωπος, που χαμογελούσε απ’ τα περίπτερα στους περαστικούς. Μερικά κορίτσια στέκονταν και τον κοίταζαν. «Τι ωραίος άντρας» λέγανε.
Ναι, θα του άρεσε  του Ίωνα αυτή η τροπή των πραγμάτων.
Πέρυσι που βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη πέρασα βέβαια απ’ το μαγαζί της κυρίας Βούλας. Όταν με είδε το πρόσωπό της φωτίστηκε μ’ εκείνο το ζεστό χαμόγελο, που ήταν πάντα κάτι σαν προσωπική της ιδιοκτησία.
«Σας περίμενα» είπε. «Ελάτε, ελάτε».
Με άρπαξε απ’ το χέρι, διασχίσαμε την οδό Πλάτωνος και βρεθήκαμε στην πλατεία. Ήταν μεσημέρι -τα σπουργίτια έλειπαν αυτή τη φορά. Η κυρία Βούλα στάθηκε μπροστά σε μια προτομή. Στάθηκα κι εγώ πλάι της.
«Κοιτάχτε» μου είπε. «Εδώ τον έβαλαν».
Ύστερα μου έδειξε με το δάχτυλό της, είκοσι μέτρα πιο πέρα, το σπίτι της οδού Πλάτωνος.
«Ακριβώς απέναντι» είπε.
Ήταν ένα άγαλμα του Ίωνα, που είχε ξεφυτρώσει αναπάντεχα, στη γνώριμη πλατεία που τα βρεγμένα φύλλα της μου έφερναν κάθε βράδυ, απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, τη μυρωδιά της Θεσσαλονίκης, όσο καιρό έγραφα το βιβλίο.
«Ποιος έβαλε εδώ το άγαλμα;» ρώτησα.
«Δεν ξέρω» είπε η κυρία Βούλα. «Μπορεί ο Δήμος, μπορεί κάποια Ένωση Μακεδονομάχων. Κι εγώ ξαφνικά το είδα. Δεν είναι περίεργο όμως; Τον στήσανε ακριβώς απέναντί μας!»
Χαμογέλασε αναψοκοκκινισμένη, σαν κοριτσάκι που του είχανε χαρίσει ένα ξαφνικό δώρο.
«Τον Ίωνά μας».
Ήτανε ένα από εκείνα τα παράξενα παιγνίδια που σκαρώνει ο Θεός, όταν θέλει να σου δείξει ότι δεν είναι πάντα αυστηρός κι απόμακρος, όπως τον θέλουν τα ιερά βιβλία. Πότε – πότε χαμογελάει πονηρά: Είχε φυτέψει το άγαλμα του Δραγούμη, ακριβώς απέναντι απ’ το μπακάλικο της κυρίας Βούλας κι απέναντι απ’ το σπίτι, όπου έσκαβα όλες εκείνες τις υγρές νύχτες του 1984, πολεμώντας να ξεθάψω τον ζωντανό Ίωνα, μέσα από εξήντα αιώνες μοναξιάς.
«Έρχομαι κάθε μέρα και τον προσέχω» είπε η κυρία Βούλα. «Άμα τυχαίνει καμιά φορά να λερώσει ένα σπουργίτι το πρόσωπό του, βουτάω ένα μπαμπάκι στο οινόπνευμα και τον καθαρίζω». (Η κυρία Βούλα κοκκίνησε πάλι): «έτσι γίνεται πάλι όμορφος».
Και, τότε κατάλαβα τι σήμαινε εκείνο το χαμόγελο του Θεού: Έτσι έπρεπε να τελειώσει ο αιώνας αυτός για έναν άντρα σαν τον Ίωνα Δραγούμη. Όλοι οι εχθροί του είχαν πεθάνει από χρόνια – το ίδιο κι οι γυναίκες που τον είχαν αγαπήσει.
Εκείνος όμως συνέχιζε να μένει όρθιος στην πλατεία της οδού Πλάτωνος και γευόταν ηδονικά, με μισόκλειστα μάτια, την αφή ενός γυναικείου χεριού που του χάιδευε απαλά κάθε μέρα το πρόσωπο.
Απαλά. Σχεδόν ερωτικά…

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ απόσπασμα από το διήγημα «ΤΑ ΜΟΥΣΚΕΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ» από το βιβλίο «Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ

 

Διάβασα σήμερα το Όσοι ζωντανοί του Ι. Δραγούμη. Τυπικό παράδειγμα Ρωμιού, αυτός ο αντιφατικός άνθρωπος. Σε παίρνει λύπη να σκέπτεσαι αυτά που έγραφε και αυτά που έκανε. Η αντίφαση μπορεί να ήταν ασήμαντο πράγμα, αν ήταν μόνο άνθρωπος του πνεύματος ή του αισθήματος, κάτι σαν τον Σικελιανό, ας πούμε. Αλλά το δράμα είναι πως θέλησε να γίνει και άνθρωπος της δράσης. Παραπλανήθηκε με καταπληκτικές αδυναμίες στο λαβύρινθο της δράσης.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΜΕΡΕΣ Α΄» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

Ίων Δραγούμης (1878-1920)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Παραθέματα και αφορισμοί από το έργο του Ι. Δραγούμη

Σώνουν οι μάρτυρες! (απόσπασμα)

Αρχική σελίδα

2 Σχόλια to “Ίων Δραγούμης”

  1. martha p. (@bankruptocracy) Says:

    Αγαπημένε Ίωνα. Αγαπημένε Φρέντυ. Να είσαι καλά Θωμά, που σήμερα ταξιδεύω στις σελίδες σου κι αισθάνομαι ξανά λίγη από την ομορφιά που τόσο μας έχει λείψει πια, αυτές τις μέρες.

Σχολιάστε