ατάκτως ερριμμένα VII

«Με φτάνουνε 100…»

Ο Π. Νιρβάνας θυμάται τον Α. Παπαδιαμάντη την περίδο 1899-1902, κατά την οποία δούλεψε μαζί του στο “ΑΣΤΥ”:

Μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά, που είχε έρθει ν’ αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά, που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού.
-Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές… του είπε.
Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με το νου του.
-Μήπως είναι λίγα του είπε δειλά ο κ. Κακλαμάνος, έτοιμος ν’ αυξήσει το ποσό, που είχε προτείνει.
Τότε άκουσα απ’ τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε τέτοια στιγμή.
-Πολλές είναι 150… είπε. Με φτάνουνε 100…
Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέσει λέξη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ

  

«Μια τιποτένια στιγμή» από τον Η. Βενέζη

Ο Ηλίας Βενέζης διηγείται πώς γινόταν το “ξάφρισμα”, δηλαδή η επιλογή αιχμαλώτων για εκτέλεση, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του από τους Τούρκους:

Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά ένα δικό μας όξω απ’ τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα. -Κι εσύ, παλιόσκυλο! λέει. Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σα να έχει μια φοβερή υποχρέωση -έτσι, να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ’ όλα τα τσεσίτια. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328″ Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Είμαστε ανίκανοι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας»

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης διηγείται τι συνέβαινε στο γερμανικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν, την περίοδο 1942-1945.

Κι όμως, όσο πλήθαιναν τα καλά σημάδια, τόσο πιο κοντινός γινόταν ο κίνδυνος για μας. Το ομαδικό ξεπάστρεμα είχε αρχίσει από βδομάδες. Ο θάλαμος του γκαζιού και οι φούρνοι δουλεύανε μέρα και νύχτα. Κάμανε αρχή με τους άρρωστους και συνεχίσανε με κείνους που είχαν έρθει από άλλα στρατόπεδα. Οι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά τη σειρά τους. Ο διοικητής έκανε απανωτές επιθεωρήσεις, σκύλιαζε που τόσοι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά. Φώναζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αυξηθεί η “απόδοσις”. Ο υποδιοικητής έλεγε ότι δεν υπάρχει πια αρκετό γκάζι για να κάμει κι άλλους θαλάμους. Και το πετρέλαιο όπου να ‘ναι θα τελειώσει. Ο διοικητής σκύλιαζε χειρότερα. “Να βρείτε άλλου είδους αέριο -φώναζε- κι όσο για καύσιμα υπάρχουν βουνά από ξύλα. Εγώ δε θέλω να στερήσω τα καύσιμα απ’ τη γερμανίδα νοικοκυρά ούτε το πετρέλαιο απ’ τη πολεμική μας βιομηχανία. Αλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι είμαστε ανίκανοι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας”. Ο υποδιοικητής επέμενε να αποφασιστεί η εκκαθάριση με τα πολυβόλα και οι νεκροί να σκάβονται σε λάκκους που θα σκάβουν οι ίδιοι. “Γκάζι και πετρέλαιο -διαμαρτυρόταν- δεν έχω, ούτε τα μεταφορικά μέσα για να φέρω. Ενώ σφαίρες διαθέτω άφθονες”. Ο διοικητής έλεγε κοφτά πως αυτό αποκλείεται. “Δεν έχω καμιά τέτοια εντολή απ’ το Βερολίνο”. Η κουβέντα γινόταν πλάι στους μελλοθάνατους που καραδοκούσαν ν’ αρπάξουν τ’ αποτσίγαρα που έριχναν οι συνομιλητές. Ύστερα ο διοικητής σεργιάνιζε κατά μήκος του σωρού των νεκρών, που ήταν αραδιασμένοι σε απανωτές στρώσεις όπως τα ξύλα στις ξυλαποθήκες. Κουνούσε στεναχωρημένος το κεφάλι του και φώναζε: “Θα είμαστε τυχεροί αν δε φανεί κανένας Χίμλερ από δω να δει το χάλι μας”.

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ “ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ 1942-1945″

 

«Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά» από τον Χ. Μίσσιο

Ο Χρόνης Μίσσιος θυμάται τις φυλακές της Κέρκυρας, στις οποίες ήταν φυλακισμένος κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου την περίοδο 1946-49.

Μόλις έκλεινε η φυλακή κι ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποίο ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, άσ’ τα, άνοιγαν που λες το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα ήμαστε μελλοθάνατοι, ε; και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως και ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκριναν πως σιτέψαμε, λέγανε, ας πούμε, Γιώργο, έλα -μας ήξεραν, βλέπεις, και με τα μικρά μας ονόματα, οι χαμούρες. Τέλος, σηκωνόταν να πούμε ο Γιώργος, άφηνε το γράμμα του -όλοι μας είχαμε ένα γράμμα έτοιμο για τους δικούς μας- αγκαλιαζόμασταν, φιλιόμασταν, και την ώρα που έβγαινε από την πόρτα λέγανε, για στάσου μια στιγμή, α, λάθος, δεν είσαι συ, είναι ο Παύλος… Χαμούρες, σου λέω, εντελώς άνανδροι. Άλλες φορές πάλι, γράφανε σ’ ένα χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα ‘παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ’ ένα σπαγκάκι και το ‘σερναν μέσα στο προαύλιο. Όλοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, άντε να μη συρθείς από πίσω να δεις αν είναι τ’ όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι… Εμείς φεύγαμε από το προαύλιο και κλεινόμασταν στα κελιά μας. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν παιδιά, είχαν φίλους, αγαπούσαν ίσως κάποιους ανθρώπους… Τι να πεις…

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ “…ΚΑΛΑ, ΕΣΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕΣ ΝΩΡΙΣ” Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ

  

«Άθροισμα μετριοτήτων»

Ο ανταποκριτής του Εθνικού Κήρυκα της Νέας Υόρκης, που υπογράφει ως ”Δημοκράτης”, περιγράφει την ελληνική βουλή του 1924:

Η σημερινή Βουλή είναι άθροισμα μετριοτήτων, ανθρώπων εκλεγέντων λόγω ελλείψεως άλλων και τίποτε περισσότερον. Βλέπω μορφάς που θα εύρισκον το αρμόζον δι’ αυτάς πλαίσιον μέσα εις ένα επαρχιακόν καφενείον και όχι εις μία Βουλήν…

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ “ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ Ιούνιος 1924″ από το βιβλίο του Σ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ “ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ” Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ

  

«Πώς δημοσίευε ο Καβάφης τα ποιήματά του»

Ουσιαστικά ποτέ δε δημοσίεψε τα ποιήματά του – με τη συνηθισμένη έννοια της δημοσίευσης. Νέος, αλλά και μεσόκοπος ακόμα, περιόριζε αυστηρά το αναγνωστικό κοινό του, κι επιπλέον παρουσίασε μόνο ένα μικρό δείγμα απ’ όσα είχε δημιουργήσει, όταν έφτασε στην όψιμη ωριμότητά του.
Ανάμεσα στα 1891 και τα 1904 δημοσίεψε μόνο έξι ποιήματα από τα εκατόν ογδόντα-τόσα που έγραψε ή ξανάγραψε σ’ αυτό το διάστημα. Οι εκδόσεις αυτές ήταν μονόφυλλα ή φυλλάδια τυπωμένα κατά παραγγελία, για να μοιραστούν αποκλειστικά στους λίγους φίλους και συγγενείς του. Το πρώτο του “τεύχος” το δημοσίεψε στα 1904, σαρανταενός χρονών τότε, μια συλλογή με δεκατέσσερα ποιήματα, ιδιωτικά τυπωμένη σε εκατό αντίτυπα, “ένα είδος δείγμα δωρεάν για όσους θα ‘θελαν να δοκιμάσουν την ποίησή του”. Το τεύχος που ακολούθησε, στα 1910, περιείχε μόνο εικοσιένα από τα διακόσια είκοσι-τόσα ποιήματα που είχε γράψει ως εκείνη την εποχή, πάλι σε έκδοση ιδιωτική και περιορισμένη.
Από κει και πέρα, παράλληλα με δημοσιεύσεις σε περιοδικά, χρησιμοποιεί μιαν άλλη μέθοδο για να διαδίδει το έργο του: χοντρούς φακέλους – που βάραιναν όλο και πιο πολύ – με μονόφυλλα και ανάτυπα, ενημερωμένους χρόνο με το χρόνο από το χέρι του Καβάφη, που τους μοίραζε στο επίλεκτο αναγνωστικό του κοινό – κάποιες φορές με μεταγενέστερες αλλαγές, που τις πρόσθετε με το χέρι. Μ’ όλο που το φορτίο των φακέλων αλάφρωνε κάποτε, όταν ο ποιητής αποσπούσε μερικά από τα παλιότερα μονόφυλλα για να ραφτούν σε τετράδια, ο Καβάφης πέθανε χωρίς να δημοσιέψει συλλογή του έργου του και χωρίς ν’ αφήσει σαφείς σχετικές οδηγίες.

από το βιβλίο του EDMUND KEELY “Η ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ” (μετάφραση Τζένη Μαστοράκη) Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

“Ρε, τι σου ‘κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει;”

Ο Γ. Σεφέρης διηγείται ένα περιστατικό που έτυχε στο Νίκο Γκάτσο:

Γύριζε το χειμώνα του ‘36, σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το “Με τον τρόπο του Γ. Σ.”. Κατά κακή του τύχη -μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό- τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στην τσέπη του το χειρόγραφο.
-Ρε, τι σου ‘κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής, ε;
-Μα, κύριε αστυνόμε, δεν το ‘γραψα εγώ αυτό, το ‘γραψε ο κ. Σ. που είναι πρόξενος.
-Πρόξενος, ε; Τέτοιους προξένους έχουμε. Γι’ αυτό πάμε κατά διαβόλου.
Ευτυχώς βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας:
-Σ’ αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΜΕΡΕΣ Δ΄” από το βιβλίο “Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

  

“Ο πατέρας του Γ. Σεφέρη”

Η Ιωάννα Τσάτσου, αδελφή του Γ. Σεφέρη, θυμάται τον πατέρα της και τις ιστορίες που έλεγε:

Όταν γύριζε στο σπίτι τρέχαμε απάνω του.
-Σήμερα τι ιστορία θα μας πεις;
Ο Άγγελος κι εγώ φέρναμε τις παντόφλες του. Εκείνος καθόντανε στην πολυθρόνα του, μ’ ένα μυστηριώδες χαμόγελο. Σαν να συνωμοτούσε με τον εαυτό του πώς θα μας σαγηνέψει.
-Λοιπόν, ο Μεγαλέξαντρος απάνω στο άγριο άλογό του κάλπαζε στην Ασία με το στρατό του και νικούσε, όλο νικούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι τότε μάθαιναν ελληνικά, και μπορούσαν να διαβάσουν τα παραμύθια του Αισώπου που σας διάβαζα προχτές…
Και πάλι άλλη φορά:
-Λοιπόν χιλιάδες μαστόροι και τεχνίτες χτίζανε την Άγια Σοφιά. Κι ο πρωτομάστορας ήταν σοφός. Άγιοι ζωγράφοι ιστορούσαν τις εικόνες. Αμέτρητα τα καντήλια. Τέτοια εκκλησιά πώς να ξαναγίνει; Κι η Παναγιά θρονιάστηκε για πάντα εκεί.
Μα όταν φτάναμε στην άλωση της Πόλης, έξι παιδικά μάτια δακρυσμένα ήταν προσηλωμένα απάνω του:
-Μπορούσε να φύγει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος;
-Μα βέβαια μπορούσε, όμως δεν έφυγε. Ήθελε να σκοτωθεί.
-Μα γιατί να σκοτωθεί; ρωτούσαμε με απελπισία.
-Γιατί αν έφευγε δε θα είχε μαρμαρώσει. Και δε θα περιμέναμε τώρα ν’ αναστηθεί. (…)
Με τα χρόνια η αυταρχικότητα του πατέρα μας καταπίεζε. Προπάντων το Γιώργο. Γιατί από κείνον είχε μεγάλες αξιώσεις. Τον ήθελε τέλειο στο κάθε τι. (…)
Τη μελέτη του Γιώργου την παρακολουθούσε ο ίδιος. Ξενυχτούσε ο ίδιος μαζί του. Τότε ένιωθα τ’ αδέρφι μου να βασανίζεται και λυπόμουνα. Όμως τώρα, με την απόσταση των χρόνων, βλέπω μ’ ευγνωμοσύνη τη προσπάθεια εκείνη.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70008

Σπύρος Βασιλείου (1902-1985) “Σύνθεση με ανθρώπους και παράθυρο”

 

“Ο Χίτλερ ήταν μπογιατζής”

Ο Λεωνίδας Ζησιάδης διηγείται ένα περιστατικό με ήρωα το συμμαθητή του Βαγγέλη Ζήττα. Το περιστατικό αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά,

Το ποτήρι ξεχείλισε όταν κάποια μέρα στην αυλή του σχολείου ήμασταν συντεταγμένοι και ψάλαμε τον Εθνικό Ύμνο. Έγινε τότε το επεισόδιο με πρωταγωνιστή το Ζήττα και ένα φανατικό “θεωρητικό”. Μόλις, λοιπόν, τελειώσαμε τον Ύμνο, πετάχτηκε αυτός ο κύριος σπρώχνοντας και παραμερίζοντας με νεύρα τους καθηγητές και κατακόκκινος από την οργή του, μας κατηγόρησε ότι δεν έχουμε εθνική συνείδηση, επειδή οι περισσότεροι από μας δεν κρατούσαμε τεντωμένο  το χέρι και ακίνητο, όπως απαιτούσε ο φασιστικός χαιρετισμός της ΕΟΝ, ώσπου να τελειώσει ο Ύμνος.
-Ο Χίτλερ, κύριοι, κράτησε το χέρι του τεντωμένο δυο ολόκληρες ώρες σε μια παρέλαση. Αυτό μόνο σας λέω!
-Αυτός δεν κουραζότανε. Είχε συνηθίσει, διότι ήταν μπογιατζής, επενέβη ο Ζήττας με μια βροντερή φωνή κι έγινε θέατρο η αυλή απ’ τα γέλια  μας.
Χάθηκε για δυο εβδομάδες ο Βαγγέλης κι όταν, ένα απόγευμα, ήρθε στην πλατεία να συναντήσει την παρέα, είχε πολλές μαυρίλες στο πρόσωπο και κάτι περίεργα φουσκώματα. Και στα μάτια του μια έντονη ανησυχία. Δεν έβγαλε κουβέντα για το περιστατικό, όσο κι αν τον πιέσαμε. (…)
Πέθανε το καλοκαίρι του ‘42 “από τριήμερο πυρετό” στη Χαλάστρα, έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη. Δεν μάθαμε όμως ποτέ πού είναι ο τάφος του και, αν έχει τάφο.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΖΗΣΙΑΔΗΣ “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ” Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ 

 

 «Οι τελευταίες ώρες του Κ. Καβάφη» από τη Ρίκα Σεγκοπούλου

Φέραμε μια μικρή βαλίτσα για να πάρει μαζί του μερικά χαρτιά και μερικά ρουχικά που ήθελε. Σαν είδε αυτή την βαλίτσα τον πήραν τα κλάματα. Προσπαθούσαμε να τον ησυχάσουμε, τη σπαρακτική αυτή στιγμή που άφηνε το σπίτι του για πάντα. Πήρε το μπλοκ και μας έγραψε: “Αυτή τη βαλίτσα την αγόρασα πριν τριάντα χρόνια, ένα βράδυ βιαστικά για να πάω στο Κάιρο, για διασκέδαση. Τότες ήμουν υγιής, νέος και όχι άσχημος”. Η Σεγκοπούλου του έφερε αιφνιδιαστικά τον Πατριάρχη για να τον κοινωνήσει. Όταν του το ανήγγειλαν, ο Καβάφης που δεν το ζήτησε, αρνήθηκε, θύμωσε, επέμενε, αλλά στο τέλος υπέκυψε στους γύρω του ή μάλλον στην ιδέα πως θα ήταν άτοπο, καθόλου “καθωσπρέπει” να μη δεχτεί έναν Πατριάρχη της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας. Όταν ο Πατριάρχης μπήκε στο δωμάτιο του αρρώστου, βρήκε έναν Καβάφη καθιστό, κατανυκτικό, μ’ ένα πρόσωπο σοβαρό και πρόθυμο να εκτελέσει όλους τους τύπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Ι.Α. Σαρεγιάννης). 

από το βιβλίο “Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΝ ΟΛΩ” Εκδόσεις ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ 

 

“Βάστα, Ρόμελ!”

Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τη δύσκολη θέση που βρέθηκαν οι μαυραγορίτες της κατοχής μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν:

-Βάστα, Ρόμελ! Αντιλαλούν οι δρόμοι.
-Βάστα, Ρόμελ! Ωρύονται οι άνθρωποι.
-Βάστα, Ρόμελ!
Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Μας έχει συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Δεν θέλουμε, άλλωστε, πολύ. Τι έτρεχε; Έγινε θαύμα. Η πρώτη μεγάλη κι αποφασιστική νίκη των συμμάχων: Ελ Αλαμέιν. Έκαναν την επίθεσή τους οι Εγγλέζοι και τσάκισαν τον Γερμανό στρατάρχη, που πήρε τα βρεμένα του και φεύγει. Γύρισε το φύλλο η Ιστορία. Ο πόλεμος μπαίνει σε καινούργια φάση. Ελ Αλαμέιν.
Ο ήλιος που βγήκε ανάμεσα απ’ τα μαύρα σύννεφα φωτίζει με πλούσιο φως όλους τους λαούς που στενάζουν κάτω απ’ την μπότα του χιτλερισμού. Φεύγει ο Ρόμελ. Κι ο αντίλαλος της φευγάλας του φτάνει ως την Αθήνα και βάζει σε τρόμο τους μαυραγορίτες:
-Βάστα, Ρόμελ! Είναι η σαρκαστική επίκληση της μαρίδας προς τον Γερμανό στρατάρχη που κλόνισε στη φευγάλα του και το φρούριο της μαύρης αγοράς. Φεύγει ο Ρόμελ. Άρα; Τελειώνει ο πόλεμος! Και μέσα στην παραζάλη της παθαίνει σύγχυση η μαύρη αγορά, χάνει το ηθικό της και τα βγάζει όλα στη φόρα. Πανικός. Τσακίζονται να προλάβουν οι μαυραγορίτες. Πρώτη η οδός Αθηνάς βλέπει απορημένη ν’ ανατέλλουν τα φασόλια. Και σιγά-σιγά στα πεζοδρόμια, στην άσφαλτο, πάνω σε τραπεζάκια, μέσα σε καρτοτσάκια, σε τσουβάλια, κάνουν την εμφάνισή τους -ανοιχτά!- όλα τα είδη που είχαν πάθει έκλειψη απ’ τον Απρίλη του ‘41.
-Έσπασε, έσπασε η μαύρη! Βλέπει ο κόσμος φασόλια στους δρόμους! Ρεβύθια στα πεζοδρόμια! Πατάτες στα καροτσάκια! Άλλοι γελούν. Άλλοι φωνάζουν. Άλλοι φιλιούνται. Γυναικούλες στέκονται μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο θαύμα, δακρύζουν και σταυροκοπιούνται: “Αμήν, Παναγίτσα μου, δόξα σοι ο Θεός που αξιώθηκαν τα μάτια μας να δουν τόσο μεγάλη μέρα”.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ 

 

«Δεν είναι μάτια σημερινού ανθρώπου»

Η ποίητρια Μυρτιώτισσα θυμάται τη γνωριμία της με τον Καβάφη:

Με παρακάλεσε να καθίσω σ’ ένα χαμηλό κάθισμα που βρισκόταν μπροστά μου, μέσα στο μισοσκότεινο σαλονάκι. Ως είμαι απ’ το φυσικό μου δειλή μπροστά στους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω, εκάθισα και πολύ λίγο του μιλούσα. Αυτό φαίνεται να τον ευχαρίστησε γιατί άρχισε να μου μιλεί περσότερο εκείνος και διέταξε σε λίγο τον αράπη του τον Άχμετ να φέρει ουίσκι και μεζέδες. Σε λίγο συνήθισαν και τα μάτια μου στο λίγο φως της κάμαρας και μπόρεσα να τον κοιτάξω προσεχτικά καθώς μιλούσε πίνοντας.
Είναι αδύνατος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά, πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη είναι τα μάτια του, τα δυο παμμέγιστα, παράξενα, αινιγματικά του μάτια. Δυο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε θα τα ιδεί σ’ άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν είναι μάτια σημερινού ανθρώπου. Είναι μάτια που έρχονται από πολύ μακριά, από τα βάθη των αιώνων, και κρατούνε μέσα τους το μυστήριο μιας άλλης ζωής άγνωστης σ’ εμάς. Η φωνή του, όσο την άκουγα, μου φαίνονταν κι αυτή σα να ερχότανε από μακριά, και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνιά, και μιλούσε για τέχνη -σ’ εμάς; ή στον εαυτό του;- έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ’ άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τ’ ακούς και να το βλέπεις από μακριά, και να μη παραξενευτείς καθόλου αν άξαφνα το δεις να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει.
Η ομιλία του είναι γοητευτική. Τα πιο γνωστά πράγματα ξέρει να στα παρουσιάζει σαν καινούρια, έτσι καθώς τα ντύνει με της τέχνης του την ωραιότητα. Στα πάντα βάζει τη σφραγίδα του, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα παλιά αγάλματα, τα σπάνια βάζα, το κάθε τι που τον τριγυρίζει είναι αρμονισμένο με τη φυσιογνωμία της Τέχνης του.

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
αντιγραφή από την ιστοσελίδα
http://www.geocities.com/theomyrtia/mirtiotissa.html 

 

«Το σπίτι του Καβάφη» 

Ο Καβάφης έμενε στην οδό Rue Lepsius:

Από εκεί ξεκινούσαν στενά σοκάκια γεμάτα μπορντέλα, κάπως πιο αστικά και ευυπόληπτα (με πόρνες Γαλλίδες τις περισσότερες) από κείνα του Quartier Attarine. (…)
Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την ποίηση του Καβάφη, δε θα βρουν τίποτε αταίριαστο στην απόφασή του να μετακομίσει σε τέτοια γειτονιά, ούτε θα πιστέψουν πως έμεινε μόνο και μόνο επειδή τον βόλευε (εκεί κοντά ήταν το γραφείο του, το ελληνικό πατριαρχείο, το νοσοκομείο, καθώς και μερικά από τ’ αγαπημένα του καφενεία), ή για το χαμηλό νοίκι – ιδιαίτερα αφού συνέχισε να μένει ακόμα κι όταν το ισόγειο του κτιρίου άρχισε να στεγάζει πόρνες, που είχαν ξεθαρρέψει και χαιρετούσαν τον ίδιο και τους επισκέπτες του, κάθε που πλησίαζαν την είσοδο. Λένε πως ο Καβάφης είπε κάποτε για τις κακόφημες γειτόνισσές του: “Ταις καϋμέναις, είναι να ταις λυπάται κανείς ταις καϋμέναις. Δέχονται κάτι σιχαμερούς ανθρώπους, κάτι τέρατα, αλλά δέχονται και κάτι αγγέλους, κάτι αγγέλους!” (…)
Έμεινε εκεί τα τελευταία είκοσι έξι χρόνια της ζωής του, και μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι το έκανε επειδή ανακάλυψε πως η περιοχή του ταίριαζε. “Πού αλλού θα βρισκόμουν καλύτερα”, είπε κάποτε, “παρά ανάμεσα στα τρία κέντρα της ύπαρξης. Τα σπίτια της αμαρτίας, την εκκλησία που συγχωρεί και το νοσοκομείο που πεθαίνεις…”

από το βιβλίο του EDMUND KEELY “Η ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ” (μετάφραση Τζένη Μαστοράκη) Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

“Ο ελληνικός στρατός στη Βέροια”

Ο Μαρίνος Γερουλάνος διηγείται το παρακάτω περιστατικό από την απελευθέρωση της Βέροιας από τους Τούρκους (1912):

Οι Έλληνες πρόκριτοι διετήρουν πάντοτε αρίστας σχέσεις με τους Τούρκους πασάδες. Μέχρι των τελευταίων ημερών προ της εισόδου του Ελληνικού Στρατού εις Βέροιαν, προσήρχοντο εις το Διοικητήριον όπου ο Διοικητής τους μετέδιδεν τας ειδήσεις εκ του μετώπου και περιέγραφεν τας “νίκας” του τουρκικού στρατού. Οπότε ο Μανωλάκης, εις μίαν τοιαύτην συνάντησιν, αστεϊζόμενος, παρετήρησεν:
-Δεν φαντάζεσαι, πασά μου, πόσο χαίρω ότι νικά διαρκώς ο στρατός μας, ένα μόνο δεν καταλαβαίνω, διατί νικάμε όλο πλιο κοντά εδώ;

ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (1867-1957) ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

  

«Πάσχω από αχρωματοψία»

Το 1948 η Έλλη Λαμπέτη έπαιζε στο θίασο της κυρίας Κατερίνας…

…που είχε την κακή συνήθεια στην πρόβα να ξεχνάει τα ονόματα των ηθοποιών και να αναφέρεται σ’ αυτές με βάση το χρώμα του φορέματος που φορούσαν. “Εσύ η μπλε, ξαναπές την ατάκα σου” είπε κάποια στιγμή στην ηρωίδα μας. Και αυτή φυσικά δεν δέχτηκε ν’ ακούσει. Η έκκληση επαναλήφθηκε ξανά και ξανά σε υψηλότερους τόνους με την Λαμπέτη εν κατακλείδι να απαντά: “Σ’ εμένα μιλάτε; Ξέρετε πάσχω από αχρωματοψία”.

Όταν την κάλεσαν με τον Κακογιάννη στα γραφεία της Φοξ και της πρότειναν συμβόλαιο ενός χρόνου αρνήθηκε. Της αντιπρότειναν πολυετές, δεύτερη άρνηση. Τότε ακριβώς στράφηκε προς τον σκηνοθέτη και του ζήτησε να φύγουν. “Έχω θέατρο στην Ελλάδα”, του είπε, “το ξέχασες;” 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΑΦΚΟΣ από το βιβλίο – αφιέρωμα της Ελευθεροτυπίας “ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ” Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ

 

 «Μια ποιητική στιγμή»

Ο Φρέντυ Γερμανός γράφει για την Έλλη Λαμπέτη: 

 “Η Έλλη έκανε πάντα κάτι αναπάντεχο”, λέει ο Κουν. Από ένα τέτοιο αναπάντεχο θα γεννηθεί το 1946 μια στιγμή που θα περάσει στην ιερή Μυθολογία του θεάτρου μας.
Ήταν μια σκηνή στον “Γυάλινο κόσμο” όπου η Λάουρα σβήνει το κερί, δίπλα στον κοιμισμένο αδελφό της: “Μια ποιητική στιγμή!” Πώς να κάνεις όμως ποίηση, όταν πρέπει να φουσκώσεις τα μάγουλά σου για να φυσήξεις; Η Έλλη αποφάσισε να λύσει τον γρίφο, χωρίς να πει τίποτε στον Κουν. Κάθε βράδυ που γύριζε στην οδό Ασκληπιού, κλεινόταν μόνη της στην κουζίνα, άναβε ένα σπαρματσέτο και προσπαθούσε να το σβήσει ποιητικά:
“Τελικά βρήκα τον τρόπο. Έπρεπε το στόμα μου να είναι ακριβώς απέναντι στο σπαρματσέτο – η ανάσα μου να σημαδεύει τη φλόγα. Μου πήρε ένα μήνα, αλλά τα κατάφερα! Έμαθα να σβήνω το κερί με μιαν ανάσα”.
Όλα αυτά για μια σκηνή που κρατούσε όλα κι όλα δέκα δευτερόλεπτα! Άξιζε όμως τον κόπο. Ένα βράδυ μπαίνει στο θέατρο ο Άγγελος Σικελιανός – περίπου τυχαία. Θα ξανάρθει άλλες δέκα φορές:
“Έρχομαι για να καταλάβω πώς σβήνει τα κεριά το κορίτσι αυτό” λέει ο Σικελιανός. “Είναι το πιο ποιητικό πράμα που είδα ποτέ μου”.

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ “ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ” Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 

«Σας δίνω ένα μήνα!»

Ο Φρέντυ Γερμανός γράφει για τον τελευταίο ρόλο της Έλλης Λαμπέτη, αυτόν της κωφάλαλης Σάρας.

Δεν φτάνει, βέβαια, αυτό. Πρέπει να μυηθεί και στη γλώσσα των κωφαλάλων: “Θέλω να την μάθω τέλεια” λέει σε μια ειδική δασκάλα που ανακαλύπτει στη Βασιλίσσης Σοφίας. “Θέλω οι κωφάλαλοι που θα με βλέπουν απ’ την πλατεία να ξεχνάνε πως είμαι θεατρίνα και να νομίζουν πως είμαι κι εγώ κωφάλαλη!.
Το πάθος της λεπτομέρειας που την βασανίζει απ’ τα δεκάξι της χρόνια, όταν αναδυόταν από το φέρετρο της Χάννελε, την κυνηγάει και τώρα στην τελευταία παράσταση της ζωής της:
“Θα χρειαστούμε τουλάχιστον ένα χρόνο”.
“Σας δίνω ένα μήνα!” απαντάει τελεσιγραφικά η Λαμπέτη.

Η πρεμιέρα της “Σάρας” είναι ένας ρωμαϊκός θρίαμβος. Οι θεατές χειροκροτούν όρθιοι, για κάμποση ώρα, αυτή την νικήτρια ενός άγριου Κολοσσαίου που υποκλίνεται τώρα μπροστά τους πιο λαμπερή και πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Moritura te salutat.

Το έργο ανεβαίνει τον Μάρτη του 1981 και θα συνεχιστεί και τον επόμενο χειμώνα. Να μαντεύει άραγε η Αθήνα ότι είναι η τελευταία φορά που βλέπει τη Χάννελε πριν πάει στον Παράδεισο; Πάντως τίποτε στην όψη της δεν το δείχνει: “Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που πέρασε ποτέ απ’ το ελληνικό θέατρο – από κάθε, ίσως θέατρο” της λέει ο Μάνος Χατζιδάκις.

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ “ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ” Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 

«Όλοι οι άντρες του θιάσου ήταν βαριά ερωτευμένοι μαζί της»

Ο Λυκούργος Καλλέργης γράφει για την Έλλη Λαμπέτη:

Ήταν μια ύπαρξη απλή, αιθέρια, σαγηνευτική, με μια βαθύτατη όμως πνευματική και καλλιτεχνική καλλιέργεια, ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε το θέατρο και την υποκριτική τέχνη.

Αργούσε συχνά στην πρόβα. Όταν έφτανε, καθόταν ανέμελα σε μια καρέκλα, χωρίς να τραβήξει καλά την κοντή φούστα της. Άφηνε -άθελά της, φαντάζομαι- να φαίνονται τα όμορφα πόδια της. Αυτό, βέβαια, δημιουργούσε κάποια προβλήματα στα μάτια των ανδρών του θιάσου. Αλλά αυτό το εξηγεί η ίδια στο βιβλίο της. Ήταν, όπως λέει, και χορεύτρια, και οι χορεύτριες, πάντα συνηθίζουν ν’ αφήνουν τα πόδια τους γυμνά. Πάντως όλοι οι άντρες του θιάσου ήταν βαριά ερωτευμένοι μαζί της. Όλοι κάτω, ψαθί. 

Με λίγα λόγια η Έλλη ήταν -εκτός απ’ όλα τ’ άλλα- και το ωραιότερο, το σαγηνευτικότερο θηλυκό που υπήρχε σ’ όλο το θέατρο.
Κι όμως, όσο απλή, φευγαλέα και ακαθόριστη ήταν στη ζωή, πάνω στη σκηνή έπαιρνε μια εντελώς άλλη διάσταση. Γινόταν ένα πλάσμα αγγελικό, ανάλαφρο, γοητευτικό και με μια ακτινοβολία που σε καθήλωνε. Μετουσιωνόταν στον κάθε ρόλο που ερμήνευε και μάγευε το κοινό με την παρουσία της.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

 

“Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου” από τον Ν. Καζαντζάκη

Ο Νίκος Καζαντζάκης θυμάται την πρώτη του επίσκεψη στο δημοτικό σχολείο:

Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο. Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
-Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
-Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου
-Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
-Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ “ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ”

 

“Μουγκαμάρα και φθόνος”

Το πραγματικό κλίμα που δημιούργησε στην Ελλάδα η βράβευση του Γιώργου Σεφέρη το περιγράφει ο Γ. Π. Σαββίδης σε κείμενό του το 1993 με τον εύγλωττο τίτλο: “Μουγκαμάρα και φθόνος”. 

Όπως θυμάται ο Σαββίδης (1993), επειδή υποψιαζόταν ότι η επιστροφή του Γιώργου Σεφέρη από τη Στοκχόλμη θα συνοδευόταν από την ίδια “μουγκαμάρα”, τηλεγραφεί “υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής”. Στο αεροδρόμιο τους υποδέχονται δυο γυναίκες, “η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος”. Η θριαμβευτική υποδοχή του Σεφέρη γίνεται οκτώ χρόνια μετά την επιστροφή του από τη Σουηδία. Το απόγευμα της κηδείας του (22 Σεπτεμβρίου 1971) αυτόκλητος, σύσσωμος ο αθηναϊκός λαός υποδέχεται τον ποιητή του, ενώ ο ίδιος είχε αναχωρήσει μία ημέρα πριν.

αποσπάσματα από άρθρο του ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗ στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (26/10/2003)

 

“Με μια αγκαλιά κουμαριές”

Ο Νίκος Καρύδης γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο:

Το 1963 ο Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ. Τη μέρα εκείνη έτρεξα στο σπίτι της οδού Άγρας με μια αγκαλιά κουμαριές. Όταν μπήκα μέσα με πιάσανε τα κλάματα από χαρά και συγκίνηση. Ο Σεφέρης ήτανε ήρεμος και η Μαρώ έλαμπε ολόκληρη. Ήμαστε λίγοι φίλοι κι ένα-δυο φωτογράφοι εφημερίδων. Την άλλη μέρα όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν άρθρα και φωτογραφίες με την είδηση. Κάναμε βιτρίνα στον Ίκαρο με τα βιβλία του και φωτογραφίες του και ο κόσμος στεκόταν και αναρωτιόταν ποιος είναι αυτός ο Σεφέρης και κάμποσοι έλεγαν ότι είναι αυτός που γράφει τα λόγια στα τραγούδια του Θεοδωράκη. Η κυβέρνηση που υπήρχε ήταν υπηρεσιακή και τηλεόραση δεν υπήρχε. Ο κόσμος πολύ λίγο ενδιαφέρθηκε και η πώληση των βιβλίων των ποιημάτων του ήταν μέτρια.
Πήγε στη Σουηδία με την Μαρώ και τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη και πήρε το βραβείο. Όταν γύρισε, στο αεροδρόμιο δεν ήρθε κανείς επίσημος να τον υποδεχθεί. Αυτόν τον άνθρωπο που έφερνε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το Νόμπελ. Τον περιμέναμε, οι δυο κόρες της Μαρώς και εγώ. Κανένας άλλος. Ο Σεφέρης είπε της Μαρώς: “Να μη με αφήσεις να το πάρω επάνω μου”. Και έμεινε πράγματι απλός σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Είχε φύγει και από το Υπουργείο Εξωτερικών και αφοσιώθηκε στα γραψίματά του.

από το προσωπικό ημερολόγιο του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΥΔΗ (περιοδικό Η ΛΕΞΗ, τ.  53, Μάρτης – Απρίλης 1986)

 

«Ανοίκιος έξις»

Σε εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας που στάλθηκε το 1854 “προς τους δημοδιδασκάλους και τας δημοδιδασκαλίσσας”…

…σε αυστηρό τόνο εντέλλεται να μην κακοποιούνται οι μαθητές. Υπάρχουν κάποιοι δάσκαλοι, υπογραμμίζει οι οποίοι αντίθετα προς το πνεύμα και το γράμμα του “Οδηγού της Αλληλοδιδακτικής”, αντίθετα προς τις επανειλημμένες υπομνήσεις του Υπουργείου και, ακόμη, αντίθετα με όσα υπαγορεύουν ο ορθός λόγος και η διεθνής κοινωνία, εννοούν να κακομεταχειρίζονται τους μαθητές. Τους ραβδίζουν και τους μαστιγώνουν, κάποτε τόσο σκληρά, ώστε τα ίχνη του ξυλοδαρμού να μένουν ανεξίτηλα στα σώματα “αυτών των αθώων πλασμάτων, τα οποία η κοινωνία ενεπιστεύθη εις αυτούς όχι βέβαια ίνα τα απολάβη ηκρωτηριασμένα και μεμωλωπισμένα”.
Αυτή η “ανοίκειος έξις”, συνεχίζει, η εγκύκλιος του Υπουργείου, δεν ταιριάζει ούτε σε βαρβάρους ούτε σε Έλληνες. Και πολύ περισσότερο, βέβαια, δεν ταιριάζει σε Έλληνες. Να απέχετε, τους λέει, από τέτοιες ποινές απάνθρωπες και να αρκείστε στις ποινές που επιτρέπει ο νόμος: στη γονυκλισία, την πολύωρη ανάγνωση, την ασιτία, την ολιγοσιτία, την φυλάκιση (τους έκλειναν στα υπόγεια των σχολείων, σύμφωνα με σχετικό βαυαρικό νόμο) και στην έκθεση με προσαρτημένο πάνω τους μαυροπίνακα. Κρεμούσαν στον τράχηλο του άτακτου, μας εξηγεί ο Ι. Π. Κοκκώνης, ένα ποινικό παράσημο, πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο το σφάλμα για το οποίο τιμωρούνταν ο μαθητής.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ εισαγωγή στο βιβλίο του Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ “ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΚΟΛΕΙΟΥ” Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ

 

%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82+%CE%A7%CF%81%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%86%CE%AE%CF%82-Boy+reading+++

Αλέξανδρος Χριστοφής (1882-1957) 

 

«Εις ξηρούς και ατάκτους συλλαβισμούς»

Ενδιαφέρουσα μαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε στα σχολεία στις αρχές του 19ου αιώνα είναι του Νεόφυτου Βάμβα και περιέχεται στον πρόλογο που έγραψε για το έργο του Samuel Wilson  “Του Διδασκάλου ο Οδηγός” (1823):

Είναι να αγανακτεί κανείς, γράφει, με τη μέθοδο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι παιδαγωγοί, για να σωφρονίσουν τους νέους. Αντί να συμπεριφέρονται “με τρόπον γλυκόν και σεμνόν”, για να κερδίσουν την αγάπη τους και τον σεβασμό, “μεταχειρίζονται και βλέμμα, και φωνήν, και χείρας τυραννικάς”. Και δεν είναι μόνον αυτό. Δεν ικανοποιούν τη φυσική περιέργεια και τη φιλομάθεια των παιδιών και δεν τα συγκινούν. Περνούν όλη τους την ημέρα στο σχολείο ασκώντας τους μαθητές “εις ξηρούς και ατάκτους συλλαβισμούς”. Γι’ αυτό και τα παιδιά ταπεινώνονται, γράφει ο Βάμβας, εξευτελίζονται και απεχθάνονται το σχολείο και τρέφουν “άσπονδον μίσος κατά των τυράννων της αθώας ηλικίας των”.
Βάλτε κοντά στην ανάλγητη αυτή μέθοδο και τα μαθήματα που κι αυτά δεν είναι τα ενδεδειγμένα, προσθέτει ο Νεόφυτος Βάμβας, και θα έχετε την εικόνα εκείνου του σχολείου. Και αναφέρεται στα αναγνωστικά τους, που είναι τα θρησκευτικά τους βιβλία (Ψαλτήρι, Οκτωήχι, Απόστολος) τα οποία δεν τα καταλαβαίνουν ούτε οι μαθητές ούτε οι περισσότεροι παιδαγωγοί τους. “Δίδουν, γράφει, εις τας χείρας των παιδίων βιβλία γραμμένα εις την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν, την οποίαν δεν καταλαμβάνουν ουδ’ αυτοί οι πλειότεροι παιδαγωγοί. Και αυτά ταύτα τα βιβλία είναι Οκτώηχος, Ψαλτήριον, Απόστολος, βιβλία υψηλά και θεολογικά, τα οποία και αν καθ’ υπόθεσιν τα εννοεί ο διδάσκαλος, εις τα πνεύματα όμως των παιδίων είναι ακατάληπτα , και πρέπει πρώτον να γυμνασθώσιν εις άλλα μαθήματα”.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ εισαγωγή στο βιβλίο του Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ “ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΚΟΛΕΙΟΥ” Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ

 

«Αναμνήσεις ενός δασκάλου»

Ο Ιάκωβος Βαχαβιόλος περιγράφει τις αναμνήσεις του ως πρωτοδιοριζόμενος δάσκαλος στα τέλη του 19ου αιώνα:

Μόλις μπήκα στην τάξη πάγωσα. Προσευχή! είπα χωρίς αργοπορία και μετά ανάγνωση και τεχνολογία. Την άλλη μέρα και πάλι προσευχή, ανάγνωση, τεχνολογία. Έτσι περνούσαν οι μέρες. Α! ναι, κάναμε και αριθμητική. “Τεχνολογία, τεχνολογία, μου λέει ο διευθυντής του σχολείου, η τεχνολογία είναι το χρυσό κλειδί που μ’ αυτό θ’ ανοίξουν αύριο τα παιδιά τους θησαυρούς των αρχαίων κειμένων!” Ο πιο σκληρός τύραννος των παιδιών η τεχνολογία. Τι ξενύχτια, τι βρισιές, τι εξευτελισμούς γι’ αυτή την τεχνολογία. Και τι είναι η τεχνολογία; Να ένα παράδειγμα:
Δάσκαλος: τι μέρος του λόγου είναι η λέξις λέαινα;
Μαθητής: όνομα ουσιαστικόν, συγκεκριμένον, γένους θηλυκού, αριθμού ενικού, πτώσεως ονομαστικής και κλίσεως πρώτης.
Δάσκαλος: Κλίνε το.
Μαθητής: Ενικός αριθμός, ονομαστική η λέαινα, γενική της λεαίνης, δοτική τη λεαίνη… (…)
Κι έχει ακόμα φανατικούς λειτουργούς που τους ακούς να λένε με ιερή συγκίνηση: “Αυτά ήταν γράμματα μια φορά”.
Είχαν περάσει τρεις μήνες μέσα σ’ αυτή την ευφροσύνη, όταν έξαφνα διαδόθηκε στη μικροπολιτεία πως παύτηκα. Από στόμα σε στόμα το πληροφορήθηκαν όλοι και μόνο εγώ τόμαθα τελευταίος.
Οι απολύσεις των δασκάλων τότε γίνονταν για δυο συνήθως λόγους. Ή για λόγους οικονομίας ή για λόγους κομματικούς. Το κράτος σε απέλυε για λόγους οικονομικούς και στη θέση σου διόριζε άλλον. Το κόμμα έπαυε τον δάσκαλο ή γιατί δεν ανήκε σ’ αυτό ή για να τον τιμωρήσει ή και για τα δύο. Αυτή ήταν η ζωή του δασκάλου.

ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΧΑΒΙΟΛΟΣ “ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ” από το βιβλίο της ΚΟΥΛΑΣ ΞΗΡΑΔΑΚΗ “Η ΑΘΗΝΑ ΠΡΙΝ 100 ΧΡΟΝΙΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

“Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σ’ ένα συρτάρι”

Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορίστηκε, αγαπητή μου. Η Ιερά Σύνοδος τον καταράστηκε και τον αφόρισε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να επικυρώσει την αφόρισή του. Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σ’ ένα συρτάρι και ακόμα εκεί είναι. Ποτέ δεν την υπέγραψε.

από συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, Ευγένιου, στην Ελένη Κατσουλάκη το 1972.
(αντιγραφή από το http://oistros-reportaz1.blogspot.com/2006/08/blog-post_115608959230201405.html)

 

“Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος!”

Ο Ευγένιος, αρχιεπίσκοπος Κρήτης την περίοδο 1950-1978 μιλάει στην Ελένη Κατσουλάκη για την κηδεία του Καζαντζάκη:

-Εγώ, δεσποινίς Κατσουλάκη, πήγα και στην κηδεία του! Παρ’ όλες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις που πήρα γραπτώς και προφορικώς -μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου- έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον Άγιο Μηνά και έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!
-Δεν φοβηθήκατε;
-Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα την σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! Οι Κρητικοί το ‘χαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας το νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς. Δύσκολες ώρες και για μένα, ένα ανώτατο κληρικό!
-Εσείς τον θάψατε;
-Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφόριζε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μην γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στην σωρό του Καζαντζάκη.
-Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε από ιερέα ο Καζαντζάκης.
-Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό. Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχιζαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από άλλους παρόντες, άναψαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένας νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!

από άρθρο της ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΚΗ στο περιοδικό του Παντείου (2003) αντιγραφή από το http://oistros-reportaz1.blogspot.com/2006/08/blog-post_115608959230201405.html 

 
“Ο παπάς που έθαψε τον Καζαντζάκη και η ιστορία του”

Ο ανώνυμος ιερέας που έθαψε τον Καζαντζάκη μιλάει στην Ελένη Κατσουλάκη:

Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδησή μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στο λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ ένα βαφτισμένο χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τα κρίνω.
-Πώς τα καταφέρατε;
-Το ‘σκασα κρυφά από το στρατό τη μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα.
-Ο κόσμος που περίμενε στον Μαρτινέγκο ήξερε τι έγινε;
-Όχι. Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια!
-Τιμωρηθήκατε;
-Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες.
(Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο, με απέραντη ευλάβεια. Του ‘πιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!)

από άρθρο της ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΚΗ στο περιοδικό του Παντείου (2003) αντιγραφή από το http://oistros-reportaz1.blogspot.com/2006/08/blog-post_115608959230201405.html 

 
“Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τους θάβουνε νεκροθάφτες”

Η Κρήτη βρισκόταν σε συναγερμό για την κηδεία του μεγάλου τέκνου της. Είχαν φθάσει απ’ όλα τα μέρη της Μεγαλονήσου αντιπροσωπείες, μαθητές Γυμνασίων, αγρότες, εργάτες, άνθρωποι από κάθε τάξη. Χιλιάδες λαού και μαθητές κρατώντας βιβλία του νεκρού τον συνόδεψαν μέχρι την ιστορική τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα ενετικά τείχη, όπου είχε ανοιχτεί ο τάφος του. Τότε συνέβη το εξής συγκλονιστικό: Ένας ηλικιωμένος, μα εύρωστος και μεγαλόσωμος άντρας με μουστάκες, ο καπετάν Μανούσακας ο Κρητίκαρος, άρπαξε την τσάπα και παραμέρισε  τα χώματα. Αμέσως ύστερα αγκάλιασε το νεκρό, τον σήκωσε, λέγοντας: “Τουτουσές τσ’ ανθρώπους δεν τους θάβουνε νεκροθάφτες”, και κατεβάζοντάς τον μόνος του στον τάφο, τον τακτοποίησε στην τελευταία του κλίνη. Πάνω από το νεκρό τότε, οι γυμνασιόπαιδες έριξαν χώμα που είχαν φέρει μαζί τους απ’ όλες τις επαρχίες της Κρήτης. Στον τάφο του στήθηκε ένας πανύψηλος, λιγνός και σκοτεινός σταυρός, ορατός από μεγάλη απόσταση. Πάνω στην πλάκα του τάφου του χαράχτηκε το περίφημο καζαντζακικό απόφθεγμα: “Δε φοβάμει τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος”. 

ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ – ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΣ “ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ” Εκδόσεις ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ

 

“Στο Βατοπέδι του Αγίου Όρους”

Ο Κώστας Ουράνης επισκέφθηκε το Άγιο Όρος στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Το μεγάλο και πλούσιο Βατοπέδι με τ’ απέραντα κτήματα, το πλήθος των εξαρτημάτων του και τους αναπτυγμένους μοναχούς του, εμφανίζεται αιρετικό ή τουλάχιστον επικίνδυνα φιλελεύθερο. Το κατηγορούν ότι άνοιξε τη βαριά του πύλη σε μοντερνισμούς σκανδαλώδεις για έναν τόπο ταγμένο στην απάρνηση και τον ασκητισμό. Σε ποιους; Ότι υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο, ότι έβαλε ηλεκτρικό φως και …ευρωπαϊκά W.C. και ότι -αμάρτημα θανάσιμο!- παραβίασε δυο φορές το πανάρχαιο καταστατικό του Όρους που το επέβαλε ένα χρυσόβουλλο του Κωνσταντίνου του Μονομάχου, και που δεν επιτρέπει την παρουσία θηλυκών στη μοναστική πολιτεία: τη μια φορά επιτρέποντας σε μια επίσημη κυρία ν’ αποβιβασθεί και ν’ ανέβει ως την εξώπορτά του, όπου και της παρουσίασαν τ’ άγια λείψανα να τ’ ασπασθεί, και τη δεύτερη μπάζοντας μέσα στα τείχη του …κότες!

Οι επισκέπτες του Βατοπεδίου ανήκουν σ’ όλες τις κατηγορίες και σ’ όλες τις εθνικότητες. Φυλλομέτρησα το ογκωδέστατο βιβλίο που διατηρεί η μονή κι όπου γράφουν τα ονόματά τους και τις εντυπώσεις τους. Τι ποικιλία από ονόματα… κι ανοησίες! Βλέπει κανείς σ’ αυτό υπογραφές από του Γεωργίου της Αγγλίας και του Βίκτωρος Εμμανουήλ, ίσαμε των ανορθόγραφων νωματαρχών της αστυνομίας του Αγίου Όρους. Όσο για τ’ αυτόγραφα, εκείνο που περισσότερο με διασκέδασε ήταν ένα ταρταρινικό αυτόγραφο του Πάγκαλου, που έλεγε ότι “ο Αρχιστράτηγος του Στρατού του Έβρου σταμάτησε για λίγο το δρόμο του προς την Αγιά Σοφιά (;) για να προσκυνήσει… ” κτλ.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ “ΤΑΞΙΔΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Κανείς δεν τα ήθελε ούτε για χάρισμα”

Ο Α. Σαββάκης γράφει τις αναμνήσεις του από τον Γ. Τσαρούχη.

Δε σταμάτησαν ποτέ να ζητούν να αγοράσουν έργα του άνθρωποι λιγότεροι ή περισσότερο πλούσιοι. Αυτό τον δυσαρεστούσε και του έφερνε μελαγχολικές σκέψεις. “Τρομάζω”, έλεγε, “γιατί δεν είναι πολύ πίσω ο καιρός που κανείς δεν τα ήθελε ούτε για χάρισμα. Δεν καταλαβαίνω τι μεσολάβησε. Φαίνεται ότι, όπως σπάνε πιάτα στα μπουζούκια, θέλουν να αγοράσουν και ένα έργο μου”. Για να τους αποφύγει, ζητούσε εξωφρενικές τιμές. Δεν είχε όμως υπολογίσει τι βιτσιόζοι είναι οι νεόπλουτοι Έλληνες. Οι μεγάλες τιμές τούς διέγειραν περισσότερο. Λυπόταν που είχε γίνει ένα είδος μόδας και τα έργα του πωλούνταν τόσο ακριβά, που κι ο ίδιος, όπως έλεγε, δεν μπορούσε πια να τα αγοράσει. Αντιπαθούσε τους συλλέκτες που αγοράζουν έργα του και τα φυλακίζουν χωρίς να μπορεί κανείς να τα δει.

ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

 

bimata_iakovidis

Γιώργος Ιακωβίδης (1853-1932) “Τα πρώτα βήματα” Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ

 

«Στο Λούβρο»

Ο Α. Σαββάκης γράφει τις αναμνήσεις του από τον Γ. Τσαρούχη.

Το μέρος που κυριολεκτικά συχνάζαμε στο Παρίσι ήταν το Λούβρο. “Εδώ μέσα”, έλεγε, “είναι οι καλύτεροί μου φίλοι”. Γνώριζε και την τελευταία γωνιά του μουσείου. Σταματούσαμε ακόμα και με ψώνια στα χέρια για να μπει και να σημειώσει κάτι στα βιαστικά. “Μα τώρα;” δυσανασχετούσα εγώ. “Τώρα”, απαντούσε, συμπληρώνοντας ότι η χειρότερη ελληνική αρρώστια είναι η αναβλητικότης. Και έμπαινε να ανανεώσει τη ματιά του στο μαύρο φόντο του Βαν Ντάικ ή στο κιαροσκούρο του Τιτσιάνο. Έτσι σχηματιζόταν βέβαια της τέχνης του η περιοχή, όπως λέει ο ποιητής.
Από τις πιο οικείες αίθουσες ήταν αυτή με τα πορτρέτα Φαγιούμ. Τα ήξερε όλα με τα ονόματά τους: Λεύκιος, Δημήτριος, Αμμώνιος, Μελάνθιος, Αρτεμίδωρος, Φιλοκλής. Είχε έντονες αντιρρήσεις για το φωτισμό και γενικά για την παρουσίασή τους.

ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

 

“150 αντίτυπα”

Ο Γ. Σεφέρης διηγείται στον E. Keely:

Όταν έβγαλα την πρώτη μου συλλογή, τη Στροφή, τύπωσα 150 αντίτυπα. Αυτό έγινε το 1931. Και θυμάμαι ότι το 1939 υπήρχαν ακόμα αντίτυπα διαθέσιμα στο βιβλιοπωλείο – αντίτυπα που τα απέσυρα από την κυκλοφορία για να μπορέσω να βγάλω καινούρια έκδοση το 1940. Αλλά πρέπει να πω ότι αμέσως μετά τα πράγματα άρχισαν κάπως ν’ αλλάζουν. Όταν έφυγα για την Αίγυπτο, μετά την κατάρρευση της Ελλάδας στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, άφησα πίσω μου τρεις εκδόσεις έργων μου -Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, Μυθιστόρημα και Τετράδιο Γυμνασμάτων, εκτός από τις παλαιότερες συλλογές Η Στέρνα και Στροφή- τ’ άφησα όλα εκεί, ολοκαίνουρια, χωρίς να έχω πουλήσει ούτε ένα αντίτυπο προτού φύγω για την Κρήτη και το Κάιρο, με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, όπως ξέρεις. Τον καιρό που έλειπα, πουλήθηκαν όλα. Όταν γύρισα, δεν είχε απομείνει ούτε ένα αντίτυπο. Η ξένη Κατοχή -εχθρική Κατοχή- είχε δώσει στο ελληνικό κοινό την ευκαιρία να συγκεντρωθεί και να διαβάσει. Και συμπέρανα ότι, όταν γύρισα στο τέλος της Κατοχής, ήμουν πολύ πιο γνωστός στην Ελλάδα από πριν.

Edmund Keely “ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ Γ. ΣΕΦΕΡΗ” μετ. Λ. Κάσδαγλη, Εκδόσεις ΑΓΡΑ (από το βιβλίο “Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ)

 

“Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα”

Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται μια συνομιλία του με τον Τσαρούχη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες:

Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι.
“Μα είναι δυνατό, Γιάννη”, του ‘λεγα εγώ, “είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων;”
“Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι;”
“Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου”, του λέω εγώ. “Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό!”
“Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι; Ονόμασέ τους”.
“Μα ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν”, του απαντώ.
“Αχ, Καλλέγη, πόσο είσαι αφελής”, μου λέει. “Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ‘λεγε;”
“Τι θα μου ‘λεγε;”
“Θα σου ‘λεγε: Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα σου να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν”.
Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

 

«Απέκτησα σπίτι αλλά έχασα το οικόπεδο»

Ο Α. Σαββάκης θυμάται την αντίδραση του Τσαρούχη στην επιβολή της δικατορίας του 1967:

Το ίδιο εκείνο πρωί της 21ης Απριλίου βγαίνοντας, είδε τα τανκ στους δρόμους και νόμισε στην αρχή πως ο Γαβράς γύριζε τη νέα του ταινία. Έφυγε προτού προλάβει να χαρεί το νεόκτιστο σπίτι στο Μαρούσι. “Μα πού πας; Φεύγεις τώρα που απέκτησες σπίτι;” του είπε ο φίλος του Ντίνος Δοξιάδης. “Απέκτησα σπίτι αλλά έχασα το οικόπεδο”, του απάντησε ο Τσαρούχης.

ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

“Δεν πρέπει να είναι Έλληνες”

Η Νίτσα Κανελλοπούλου, σύζυγος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, θυμάται τη σύλληψή του από τους χουντικούς:

Εκείνο το χάραμα της 21ης Απριλίου θα μου μείνει αξέχαστο. Όρμησαν τέσσερις μέσα στο δωμάτιο. “Δεν πρέπει να είναι Έλληνες είπα στον Παναγιώτη, γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως δικοί μας άνθρωποι συμπεριφέρονταν έτσι.

από το βιβλίο της ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΥΛΕ (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ) “ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ ΕΠΕ 

 

“Για να σώσει το Έθνος”

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θυμάται τη σύλληψή του από τη χούντα:

Στο Πεντάγωνο που με πήγαν είδα μια ακαταστασία. Λοχαγοί και Ταγματάρχες σε έξαψη. Ανεβοκατέβαιναν, κτυπούσαν τις πόρτες, φώναζαν. Μόνο επιτελείο δεν θύμιζε. Πλήρης απειθαρχία. Με έβαλαν σε ένα γραφείο που ήταν κοντά στην είσοδο και βλέπω μέσα τον Αρμπούζη τον στρατηγό, που ήταν αρχηγός επιτελείου. Τον είχαν όρθιο με τέσσερις λοχαγούς δίπλα του. Ήξερα πως δεν ήταν άνθρωπος που κάνει κινήματα. Μου είπε ότι τον είχαν και αυτόν συλλάβει. Τότε απευθύνθηκα στους λοχαγούς που κρατούσαν όλοι αυτόματα και τους είπα: “Εσείς δεν γνωρίσατε ποτέ πεδίο μάχης. Ο στρατηγός έχει πολεμήσει, πρέπει να ντρέπεστε”. Κατέβασαν τα όπλα. Σε λίγο παρουσιάστηκε ένας σιδηρόφρακτος ταξίαρχος. Ήταν ο Παττακός. Πολύ κωμικός με κράνος. Σε διαβεβαιώ, πως αν δεν ήταν τέτοια η περίσταση θα έκανα πολύ χιούμορ. Το πρόσωπό του ήταν τέτοιο που σου προξενούσε γέλια.
Με ύφος περίεργο μου είπε ότι κινήθηκε ο στρατός για να σώσει το Έθνος. Τον ρώτησα από ποιον και άρχισε να τα μασάει. “Είμαι υπό κράτηση;” τον ξαναρώτησα. “Όπως βλέπετε, ναι” μου απάντησε και έφυγε, χωρίς να μου δώσει άλλη εξήγηση.

από το βιβλίο της ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΥΛΕ (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ) “ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ ΕΠΕ

 

“Ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!”

Η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ θυμάται το διάλογο που είχε με τον Παττακό, στην προσπάθειά της να πετύχει την αποφυλάκιση του Κοσμά Πολίτη:

-Και τι θέλεις και ήρθες;
-Κύριε Παττακέ, σήμερα το πρωί η αστυνομία του Ψυχικού συνέλαβε τον μεγαλύτερο Έλληνα πεζογράφο – που σίγουρα γνωρίζετε! – τον Κοσμά Πολίτη, γέροντα, καρδιακό, που την ημέρα του πραξικοπήματος…
-Της Επαναστάσεως (με διακόπτει με χτύπημα στο γραφείο με το χέρι).
Συνεχίζω:
-…βρήκε τη γυναίκα του νεκρή. Τώρα είναι θεομόναχος και άρρωστος. Κύριε Υπουργέ – πρώτη φορά τον προσφωνώ έτσι – αν δεν θέλετε να ξεσηκώσετε την παγκόσμιο γνώμη εναντίον σας για έναν συγγραφέα που θεωρείται και μελλοντικό Νόμπελ, πρέπει να διατάξετε να αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Η καρδιά του κρέμεται από μια κλωστή. Αν πεθάνει θα θεωρηθείτε εσείς υπεύθυνοι για το θάνατό του. Για το καλό σας μιλώ.
Καινούριο χτύπημα του χεριού στο τραπέζι. Απευθύνεται στον υπασπιστή, τον κύριο Ντότσικα. “Πείτε σ’ αυτούς που τον πιάσαν πως δεν θέλω να ξεβρακώνουν τους γέρους. Τηλεφωνείστε αμέσως στο Ψυχικό για να μάθετε τους λόγους για τους οποίους κατηγορείται”.
Η απάντηση έρχεται αμέσως. Τους είναι άγνωστο το όνομα του Κοσμά Πολίτη. Αναπηδάω, ζητάω συγγνώμη, εγώ έπρεπε να το έχω σκεφθεί, το πραγματικό όνομα του συγγραφέα είναι Πάρις Τεβελούδης.
Παττακός: -Αχαχούχα, ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!
Εγώ: -Φυσικά, ο Πάρις Τεβελούδης ήταν Διευθυντής Τραπέζης, ο κοινωνικός του τίτλος δεν του επέτρεπε να είναι και συγγραφεύς. Έτσι πήρε το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης, που πολλοί διατείνονται πως το διάλεξε επίτηδες γιατί το έργο του είναι κοσμοπολίτικο.
-Ώστε έτσι; Κοσμοπολίτης; Και σένα πώς είπες πως σε λένε;
Είπα το όνομά μου κι από μέσα μου έτρεμα. Τώρα λέω θ’ αφήσουν τον Πολίτη και θα μπαγλαρώσουν εμένα.
-Άιντε, πήγαινε, η Επανάστασις σέβεται τους γερόντους, θα κάνουμε τα δέοντα. Και απευθυνόμενος στον υπασπιστή του: Κάνε ό,τι πρέπει.
(…)
Τον συνάντησα μπροστά στην πόρτα του περιβολιού τους. Ήρεμος, αλλά γερασμένος ξαφνικά, με κείνη την κρυφή ειρωνική του διάθεση πάντα, μου είπε χαμογελαστά: “Μόνο εσύ μπορούσες να ρίξεις τη χούντα και να με ελευθερώσεις”. Σκωπτικά αυτό και λυπημένα όσο η ψυχή του: “Αλλά ποιαν έννοια έχει η προσωρινή ελευθερία ενός ατόμου όταν χάνεται η έννοια της ελευθερίας;”. Ξέρω από τότε πως την περίμενε κάθε μέρα και δεν αξιώθηκε να δει το πέσιμο της χούντας.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)

 

“Το δυάρι και το λουτροκαμπινέ, την τηλεοπτική συσκευή…”

Ο Κώστας Ταχτσής θυμάται την περίοδο της χούντας:

Όσο για το λαό, σε γενικές γραμμές, ε, αν πείνασε πολιτικά, δεν το ‘δειξε πολύ – αυτή τουλάχιστον ήταν η δική μου εντύπωση. Ο σιδεράς μου μου ‘λεγε “Ας τα αυτά, κυρ – Κώστα, είναι κανόνι ο Παπαδόπουλος”. Ο μπακάλης μου θαύμαζε τα ελληνικά και τη ρητορική του δεινότητα. Η πλειονότητα είν’ αλήθεια του λαού, με τη γνωστή του σκωπτικότητα, κορόιδευε τον Παττακό για τις γόπες που ‘βαζε τον κόσμο να μαζεύει απ’ τους δρόμους, κυκλοφορούσανε σπαρταριστά ανέκδοτα, αλλά εις πείσμα του γραφικού συνταγματάρχη, η μίνι φούστα θριάμβευσε, ο Σκυλίτσης μπορεί να ‘κλεισε την Τρούμπα, αλλά η νεολαία του Πειραιά ξεμπουκάριζε κατά χιλιάδες απ’ τον ηλεκτρικό στο Μοναστηράκι, κάθε οικοδομικό τετράγωνο της Αθήνας, μαζί με το σούπερ-μάρκετ απόκτησε και το μπορντέλο του, στη Συγγρού εμφανίστηκαν οι πρώτοι τραβεστί κι έδιωξαν απ’ τις πιάτσες τις πραγματικές γυναίκες, με το διεθνές οικονομικό boom χάρις στο φτηνό πετρέλαιο έπεσε και στην Ελλάδα χρήμα, κλέβαν οι συνταγματάρχες, κλέβαν τα τσιράκια τους, αλλά κι οι μικρομεσαίοι άρχισαν να αποχτάνε, μαζί με το δυάρι και το λουτροκαμπινέ, την τηλεοπτική τους συσκευή, οι κουλτουριάρηδες στριμωχνόντουσαν στις μπουάτ για να χαρούν το Νέο Κύμα, τα ιδιόρρυθμα τραγούδια του Σαββόπουλου με την ακόμα πιο ιδιόρρυθμη βραχνή φωνή και ο Ταρζάν του Μαρκόπουλου έπαιρναν έναν κρυπτο-αντιστασιακό χαρακτήρα, τα μπενζινάδικα σου χάριζαν ποτήρια για να τα προτιμήσεις, η ζωή των εξωστρεφών φιλήδονων Ελλήνων συνεχιζόταν πάνω σ’ ένα ηφαίστειο που σιγόβραζε, αλλά λίγοι – όπως και πότε άλλωστε δε συνέβαινε το ίδιο; – μπορούσανε να το προβλέψουν. Υπήρχαν βέβαια οι εξόριστοι, υπήρχε η ΕΣΑ κι η Μπουμπουλίνας. Αλλ’ αυτό δεν ήταν δα και τίποτα πρωτόφαντο στον τόπο μας – μπροστά σ’ αυτά που είχανε δει τα μάτια του κοσμάκη στον Εμφύλιο, επρόκειτο για μπαγκατέλες.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ (από κείμενό του στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)

 

“Εσείς δε χρειάζεται να ξέρετε τίποτα”

Η Ελένη Βλάχου θυμάται τη μέρα που τέθηκε “εις κατ’ οίκον περιορισμόν” από τη χούντα.

Αθήνα, 4 Οκτωβρίου 1967
Ένας ξαφνικός θόρυβος μας ξύπνησε.
Ήταν εφτά το πρωί. Κάποιοι χτυπούσαν δυνατά την πόρτα του διαμερίσματός  μας και ταυτόχρονα χτυπούσαν ασταμάτητα το κουδούνι.
(…)
-Ασφάλεια, είπε το μπλε κοστούμι. Εχουμε εντολή να κάνουμε έρευνα.
-Έχετε ένταλμα;
-Δεν χρειαζόμαστε ένταλμα.
-Έχετε καμιά ταυτότητα; επέμεινε ο άνδρας μου. Πώς ξέρουμε ότι είστε της Ασφάλειας;
Ο άλλος χαμογέλασε συμπονετικά.
-Εσείς δεν χρειάζεται να ξέρετε τίποτα. Εμείς είμαστ’ αυτοί που πρέπει να ξέρουμε.
Δεν έχω αλλάξει ούτε μια λέξη απ’ αυτό το λακωνικό διάλογο που σημάδεψε την αρχή της εποχής της σύλληψης μας στο σπίτι, και δε νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ αυτή την τρομακτικά απλή εφαρμογή του όρου “ολοκληρωτικό καθεστώς” στην καθημερινή ζωή.

ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΥ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)

 

Η προφητική δήλωση του Γ. Σεφέρη για τη χούντα των συνταγματαρχών:

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ’άλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικό το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι’ αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία παραμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωράει το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (28/3/1969)

 

“Δε μπορώ να μείνω βουβός”

Η Ιωάννα Τσάτσου διηγείται:

Το τελευταίο εθνικό κτύπημα που δέχτηκε ο Γιώργος ήταν η δικτατορία του 1967. Στην αρχή πίστεψε πως θα ήταν προσωρινή. Μια κατάσταση ανάγκης. Μα όσο περνούσαν οι μήνες, έπειτα ο χρόνος και γύριζε ο άλλος χρόνος, δε μπορούσε να ησυχάσει. Μου φαίνεται πως τον βλέπω στην πολυθρόνα του σπιτιού. Θα ήταν στις πρώτες μέρες του Μάρτη του 69. (…)
Βαρύθυμος. Μ’ εκείνη την έκφραση του θαλασσινού που μυρίζεται την καταιγίδα:
-Δεν έχω ύπνο. Πώς θα βγούμε από τούτη τη σκλαβιά; Σίγουρα η συμφορά παραμονεύει τον τόπο. Μα μόνο τον παραμονεύει; Καθημερινά ό,τι έχει αλήθεια, ό,τι έχει ζωή στραγγαλίζεται. (…)
-Δε μπορώ να μείνω βουβός.
Δεν απάντησα αμέσως. Ήταν ανάπηρος, κουρασμένος. Έτρεμε η αγάπη μου. Μια κακομεταχείριση θα τον σκότωνε. Όμως στην κορυφή που στέκονταν, πόση ευθύνη για όλους μας! Αυτό τον πανάρχαιο τόπο τον σήκωνε στους ώμους του. Κάτω από το βάρος του είχε ριζώσει στο χώμα του σαν κέδρος.
-Θα μιλήσεις, δε γίνεται αλλιώς, ψιθύρισα.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Αν θέλετε πιάστε με”

Η Μαρώ Σεφέρη διηγείται:

Τη δήλωση κατά της δικατορίας τη σκεφτότανε από πολύ καιρό. Όταν μάλιστα ήμασταν στο Πρίνστον είχε αποφασίσει να την κάνει από εκεί, αλλά μετά μετάνιωσε. “Όχι”, λέει, “δεν θα την κάνω στο εξωτερικό, θα πάω πίσω και θα την κάνω στην πατρίδα μου”. Όταν γυρίσαμε εδώ, είχε ήδη αρχίσει κάποια κίνηση κατά της χούντας με πρωτοβουλία του Γιάγκου Πεσμαζόγλου. Να συγκεντρωθούν κάποιοι λογοτέχνες και να κάνουν μια κοινή δήλωση. Ήρθε ο Πεσμαζόγλου με έναν φίλο Αμερικάνο και του ζήτησαν να κάνει τη δήλωση που θα την υπέγραφαν και οι άλλοι. Ο Γιώργος αντέδρασε. “Δεν δέχομαι”, είπε, “αν κάνω δήλωση, θα την κάνω μόνος μου”. Έτσι έγραψε το γνωστό κείμενο αναλαμβάνοντας μόνος του όλη την ευθύνη. Ο Πεσμαζόγλου βοήθησε πολύ στο να το στείλει έξω και να γίνει γνωστό. Εγώ πήρα πολλά αντίγραφα, τα έβαλα σε φακέλους και πήγα και τα μοίρασα σε όλες τις εφημερίδες εκτός από την “Εστία”. Ο Σεφέρης είχε καθήσει στου “Ζώναρς” και με περίμενε. Όταν τέλειωσα το μοίρασμα, πήγα τον βρήκα και φύγαμε αμέσως για τους Δελφούς μαζί με τον Ιταλό εκδότη Έντζο Κρέα. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα πολλοί φοβόνταν να μας πλησιάσουν. (…) Λίγες μέρες μετά, ήρθε στο σπίτι ένας απ’ αυτούς τους μυστικούς της χούντας με τα καπέλα και τα μαύρα γυαλιά και ρώτησε τον Σεφέρη γιατί έκανε τη δήλωση. “Άκουσε να δεις”, του λέει, “εγώ ήμουνα έξω κι όμως γύρισα στον τόπο μου κι έκανα τη δήλωση στην Ελλάδα. Δεν κρύφτηκα από κανέναν, την έστειλα σ’ όλες τις εφημερίδες, και τις ξένες και τις ελληνικές. Αν θέλετε, πιάστε με”. Εκείνος του έκανε και μερικές άλλες ερωτήσεις και σηκώθηκε κι έφυγε. Λίγο αργότερα όμως, ο Πιπινέλης μας πήρε τα διαβατήρια για να μη μπορούμε να ταξιδέψουμε κι αυτό μας έφερε πολλές δυσκολίες. 

ΜΑΡΩ ΣΕΦΕΡΗ “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ” (συνομιλία με τον Α. Φωστιέρη και τον Θ. Νιάρχο, περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 53, Μάρτης – Απρίλης 1986) 

 
“Ο μοναδικός θεατής”

Το 1920 ο Τσαρούχης ήταν 10 χρονών.

Το 1920 αποφάσισα στο σπίτι της θείας μου Μεταξά, όπου έμενα (λόγω ταξιδιού της μητέρας μου στην Ελβετία, για λόγους υγείας της αδελφής μου), να δημιουργήσω ένα θέατρο και πρώτο έργο ήταν η Αντιγόνη. Το θέατρο αυτό ήταν μια μεγάλη τρισδιάστατη μακέτα χωρίς πάτωμα, όπου μπορούσαν ντεκουπαρισμένες φιγούρες να κινηθούν όπως στον Φασουλή. (…)
Τα κοστούμια έφτιαχνα εκείνη την ώρα με βάση τις φιγούρες και τα σκηνικά. Μοναδικός θεατής ήταν ο αδελφός μου Μάριος τον οποίο συχνά έδενα με σκοινιά στην καρέκλα του για να μη φύγει και δεν δει το θέαμα.

ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

«Δεν θέλω να ενοχλήσω την αδελφή σου»

Ο Α. Σαββάκης γράφει για τον Γ. Τσαρούχη:

Η αδελφή του, Αγγελική Τσαρούχη, πέθανε άγαμη το 1970. Εκείνος το ‘μαθε στο Παρίσι, αλλά δεν μπόρεσε να έρθει στην Αθήνα για την κηδεία. “Στη θλίψη μου μέσα” μου έχει πει, “έμπαινα στο μετρό κι όπου πήγαινε. Έτσι, χωρίς να πηγαίνω πουθενά, σκεπτόμουν τη μητέρα μου που ήταν δεμένη πολύ μαζί της. Δεν είχα το κουράγιο ούτε στο τηλέφωνο να της μιλήσω. Της έγραψα ένα γράμμα πως μόνο ο Χριστός μπορεί να την παρηγορήσει γι’ αυτό”. Ήταν πολύ γριά τότε, ενενήντα τριών ετών. Την είδε τον επόμενο χρόνο που ήρθε στην Ελλάδα. “Παιδί μου”, του είπε, “θέλω να πεθάνω, αλλά ας περάσουν τρία χρόνια. Δε θέλω να την ενοχλήσω την αδελφή σου μέσα στον ίδιο τάφο”. Να από πού έπαιρνε ο Τσαρούχης τα πρότυπα για τις Εκάβες και τις Κασσάνδρες. Ήταν πρόσωπα που τα ήξερε στη ζωή και γι’ αυτό μπορούσε να τα αποδώσει στο θέατρο.
Εκείνη πέθανε τον Ιούλιο του 1973. Ο ίδιος είχε έρθει στην Ελλάδα μόλις πριν από λίγες μέρες.

ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

Σκότωσαν την αδερφή μου

Μεσημέρι, 17/11/1973. Στην ταράτσα του σπιτιού της οικογένειας του Φώτη Μπεκιάρη στο Νέο Κόσμο ανεβαίνουν γείτονες, φίλοι και η κόρη του, η Βασιλική, ένα 17χρονο κορίτσι – “λουλούδι”, για να δούνε τι συμβαίνει στις φυλακές ανηλίκων που ήταν σχεδόν δίπλα τους. “Ξαφνικά την είδαμε να σωριάζεται. Είχε κτυπηθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Την πήγαμε στον “Ευαγγελισμό”. Τρεις ώρες αργότερα μας είπαν ότι πέθανε. Δεν μας έδωσαν τη σφαίρα. Εκείνες τις μέρες τα περιπολικά γύριζαν στην περιοχή. Μας παρακολουθούσαν. Εμάς που ήρθαμε από την Αμφιλοχία για να δουλέψουμε. Τη Βασιλική που ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα για να δουλέψει στο ζαχαροπλαστείο. Για να βοηθήσει την οικογένεια”. Ο Θωμάς Μπεκιάρης, ο αδερφός της Βασιλικής, 30 χρόνια μετά, θυμάται με πόνο. Έχει πικραθεί που τόσα χρόνια κανείς δεν πήγε να τους μιλήσει. Να τους παρηγορήσει. Ο ίδιος, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, πήγαινε στο Πολυτεχνείο, στη γιορτή. Σήμερα δεν πάει. Τιμάει με το δικό του τρόπο τη Βασιλική. Απλά, όπως η μάνα του, που δεν ξέρει από πολιτική, αλλά κάθε 17 Νοέμβρη κατεβάζει το μαύρο μαντίλι ως κάτω και μοιρολογεί.

ΘΩΜΑΣ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΤΑ ΝΕΑ – 15/11/2003)

  

Τιμώρησαν τον πατέρα μου και νεκρό

“Και συ φοιτητής είσαι;” Οι νεαροί ΕΣΑτζήδες ειρωνεύονταν τον 63χρονο Ανδρέα Κούμπο, ο οποίος νοσηλευόταν στο ΚΑΤ βαριά τραυματισμένος στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου στις 18/11/1973. Ο γιος του Αλέκος το θυμάται καλά. Ένα μήνα νοσηλευόταν ο πατέρας του στο ΚΑΤ. Τελικά δεν τα κατάφερε. Έκανε εγχείρηση στομάχου (!) και πέθανε από ίκτερο. “Όλο αυτόν τον καιρό ζούσαμε ένα δράμα. Δεν μας άφηναν να τον πάρουμε στο σπίτι. Τον ειρωνεύονταν νεαροί φαντάροι. Θυμάμαι τον πατέρα που διαμαρτυρόταν. Που φώναζε πως και με κομμένα πόδια θα ‘βγαινε στους δρόμους και θα αποκάλυπτε  πώς και από ποιους χτυπήθηκε”.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, ο 60χρονος πια γιος του Αλέκος (έχει εργοστάσιο με είδη λευκοσίδηρου) θυμάται με πίκρα εκείνα τα χρόνια. Και δεν είναι μόνο ο τραυματισμός. Ο εξευτελισμός του πατέρα του συνεχίστηκε και μετά θάνατον. Όταν η θλιβερή πομπή έφτασε στους Σοφάδες Καρδίτσας, το χωριό από όπου καταγόταν ο “κύριος Αλέκος”, εκτός από τους εκατοντάδες συγγενείς και φίλους, εκατοντάδες ήταν και οι χωροφύλακες οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί γύρω από το νεκροταφείο. Φεβρουάριος μήνας. Οι ώρες περνούσαν και δεν άφηναν τη νεκροφόρα να πλησιάσει. Έπαιρνε να νυχτώνει. Οι συγγενείς και οι φίλοι άρχισαν να αποχωρούν. Η ώρα πήγε οκτώ το βράδυ. Παντού σκοτάδι, κρύο και μια μοναξιά που τσάκιζε κόκαλα. Κόντρα στις παραδόσεις της Εκκλησίας μας (δεν γίνεται ταφή νεκρού μετά τη δύση του ηλίου), οι χωροφύλακες επέβαλαν να ταφεί ο νεκρός εκείνη την ώρα με τα φώτα της νεκροφόρας.

ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΥΜΠΟΣ περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΤΑ ΝΕΑ – 15/11/2003)

 
“Η Παναγία της Νίκης”

Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Ιταλούς ο Γ. Τσαρούχης -ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιώτης- ζωγράφισε στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγκας την Παναγία της Νίκης:

Ο διοικητής εζήτησε να δει την εικόνα. Ήταν μακριά η σκηνή και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε. Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας. Καθώς πηγαίναμε προς τον διοικητή, έφραξαν σχεδόν τον δρόμο Έλληνες στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί κι είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει την φήμη θαυματουργής εικόνας και οι στρατιώτες οι Αρτινοί, σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση, απαιτούσαν η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωσή τους. Άκουγες φωνές, από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: “Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά”. Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός, δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη με ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. “Βρε συνάδελφε”, μου είπε ένας, “βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;”

Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

“Ειρήνηηηη! Ειρήνηηηη!”

Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται πώς έζησε μαζί με τον Τσαρούχη το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41:

Ήταν παραμονές του Πάσχα – Απρίλης του 1941. Ζούσαμε μέσα σ’ εκείνη τη σπηλιά, σαν κυνηγημένα απ’ το λύκο πρόβατα, που ξέκοψαν απ’ το κοπάδι τους, τρώγοντας ό,τι απομεινάρια είχαμε στα σακίδιά μας και απ’ αυτά που αρπάξαμε από τις αποθήκες της επιμελητείας. Ύστερα από δυο τρεις μέρες -δεν θυμάμαι καλά- ένα πρωινό ανοιξιάτικο, ακούσαμε ξάφνου από μακριά, κάτω στον κάμπο, μια βροντερή φωνή ανθρώπου σ’ έξαλλη κατάσταση να κραυγάζει: “Ειρήνηηη!… Ειρήνηηηη!… Αδέλφιααα, έγινε Ειρήνηηηη!… Τέλειωσε ο πόλεμοοος!…
Σαστισμένοι πεταχτήκαμε όλοι έξω απ’ τη σπηλιά. Ο άνθρωπος κάτω στον κάμπο συνέχιζε να φωνάζει: “Ειρήνηηη!… Ειρήνηηηη!…”
Τότε συνειδητοποιήσαμε τι είχε συμβεί: Υπογράφηκε ειρήνη!… Ο πόλεμος τέλειωσε! Τέλειωσε!… Ανάστατοι, κλαίγοντας, αγκαλιαζόμασταν και φιλιόμασταν!… Έπειτα, έξαλλοι από αγαλλίαση, ορμήσαμε στον κατήφορο σαν ένα σώμα και κατρακυλώντας φτάσαμε όλοι μαζί σ’ ένα εκκλησάκι στους πρόποδες του βουνού. Κάποιος άνοιξε την πόρτα κι όλοι μαζί, στριμώχνοντας ο ένας τον άλλο, χωθήκαμε μέσα. Νιώσαμε σαν να είχαμε λυτρωθεί από ένα βραχνά, από ένα όνειρο εφιαλτικό. Και ξαφνικά ο Τσαρούχης άρχισε να ψέλνει με μια φωνή εκ βαθέων το: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια…” Τότε αρχίσαμε όλοι να ψέλνουμε με έξαρση το δοξαστικό τροπάριο, παρασυρμένοι από την καλλικέλαδη φωνή του Τσαρούχη. Ήταν κάτι σαν μυσταγωγία. Ήταν κάτι λυτρωτικό, σαν αποκάθαρση, σαν Ανάσταση!… Ήταν άλλωστε κοντά το Πάσχα. Και πραγματικά, ο Τσαρούχης στη συνέχεια έψαλε το: “Χριστός ανέστη εκ νεκρών!…” Και όλοι μαζί τον ακολούθησαν με την ίδια έξαρση. Σιγά σιγά συνήλθαμε, ειρηνέψαμε, κι έτσι πανηγυρικά, ελεύθεροι και λυτρωμένοι, “έμπλεοι αγαλλιάσεως”, υποδεχτήκαμε την υπογραφή της “ειρήνης”. Ποιας ειρήνης! Δεν φανταζόμασταν τα δεινά που θ’ ακολουθούσαν!

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

 

“Συμβουλές προς νέο πρωθυπουργό”

Στις 18 Ιουνίου 1892 ο Ανδρέας Λασκαράτος δημοσίευσε επιστολή προς τον Χαρίλαο Τρικούπη, που μόλις είχε κερδίσει θριαμβευτικά τις εκλογές, γράφοντας μεταξύ άλλων:

Καλεσμένος όθεν ως τοιούτος σήμερον να κυβερνήσης το Έθνος σου, δεν σου πρέπει κόμμα. Το κόμμα ήθελε σε καταβιβάσει. Δεν σου πρέπουν ρουσφέτια. Τα ρουσφέτια ήθελε σε αμαυρώσουν.
Γνωρίζω καλά ότι κυβερνάς Ρωμηούς, οι οποίοι βάνουν όρο της υποστηρίξεώς των τα ρουσφέτια. Αλλά οι αδιαφορούντες άφινε να σε ρίχνουνε. Κάθε σου πτώση θέλ’ είναι πρόδρομος μεγαλειτέρας ανυψώσεώς σου, και κάθε πτώση και ανύψωσή σου θέλ’ είναι μάθημα διά το ανήλικον Έθνος μας. (…)

Οι Ρωμηοί δεν είναι όλοι διεφθαρμένοι. Είναι μεταξύ τους και έντιμες εξαιρέσεις. Συ δε τώρα -πλέον με πείραν αρκετήν των συνεθνήτων σου- μπορείς εύκολα να εκλέξης όχι πλέον μεταξύ του πρώην κόμματος, αλλά μεταξύ των πολιτευομένων συνεθνήτων σου τους ικανώτερους και τιμιώτερους, οι οποίοι θεμένοι στην κυβερνητικήν σου μηχανήν, ήθελ’ είναι ζωοδότειρο δρόσισμα στη μαραμένη και ταπεινωμένην Ελλάδα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ εφημερίδα ΑΣΤΥ, 18/6/1892 (από την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ του ΣΠ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ – Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ)

 

Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Α. Τερζάκη:

14/10/1944

Τρεις ημέρες “λευτεριάς” ούτε μια στιγμή χαράς.

Στις 12 του μηνός (Πέμπτη), το πρωί, ντυνόμουνα για να πάω στο γραφείο μου όταν η Λουζία μου λέει: “Κάτι τρέχει έξω!”. Βγαίνει η Άφρω και γυρίζει λέγοντας: “Έρχονται, λέει, οι Εγγλέζοι”. “Καλά, τους λέω, θα ντυθώ και θα βγω έξω να ιδώ”. Ντύθηκα, βγήκα, κι είδα τα σπίτια (…) να σημαιοστολίζονται. Ο κόσμος έτρεχε προς την Ομόνοια χωρίς να ξέρει τι τρέχει και τι θέλει. Ξαναμπήκα στο σπίτι κι ενώ έβγαζα να τους αφήσω λεπτά για ψώνια με πήρανε τα κλάματα. “Κάνετε το σταυρό σας, παιδιά μου”, τους λέω, “γιατί ξανάδαμε τη σημαία μας κρεμασμένη”. “Γιατί κλαις, μπαμπά;” με ρωτάει ο Μιμάκος. “Άμα μεγαλώσεις, παιδί μου”, του απαντώ, “θα καταλάβεις γιατί κλαίω”.

Στο θέατρο. Φωνάζω να σημαιοστολίσουν. Ο Χριστόφορος ο Ταβουλάρης δε βρίσκεται πουθενά. Ανεβαίνω στο φροντιστήριο και παίρνω μόνος μια μεγάλη σημαία. Κατεβαίνω στο Θέατρο λέγοντας να την κρεμάσουν. Και τότε γίνεται το συμβολικό: Ενώ ο Λιδωρίκης είχε έρθει κοντά, ο Καρούσος πιάνει το πανί της σημαίας λέγοντας: “Μια στιγμή!”. Και προσθέτει: “Πρέπει να καταλάβουμε ότι εκείνο που έφερε την απελευθέρωση είναι το ΕΑΜ. Λοιπόν πρέπει να γράψουμε πάνω στη σημαία ΕΑΜ”. Αντιρρήσεις του Λιδωρίκη. Τον βάζουνε μπροστά. Εγώ, σε λίγο, προσπαθώ να τους συνετίσω, φωνάζοντας κατά μέρος την Παΐζη και τον Καρούσο. Τίποτα. Αρχίζει η στάση τους να γίνεται αυθάδης και προκλητική. Από κείνη τη στιγμή τα πράματα παίρνουνε κατήφορο. Τα συνεργεία ράβουνε με κόκκινη κλωστή πάνω στις σημαίες το ΕΑΜ, ΕΛΑΣ. Ανάρτηση της σημαίας, λόγος του Γληνού, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Επί σκηνής λόγος του Καρούσου. Πάλι το Κομμουνιστικό Κόμμα.

από το ημερολόγιο του ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ (εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/10/1999)

 

“Αξίζει να είναι κανείς Έλληνας τις μέρες αυτές”

2 Νοεμβρίου 1940

Θαυμάσιοι καιροί (δυστυχώς, γιατί βοηθούν τους αεροπόρους του εχθρού). Η Αθήνα διατηρεί μια όψη εορτάσιμη. Κόσμος πολύς χυμένος στους δρόμους, κίνηση εξαιρετική. Περνούν μονάδες του στρατού που πηγαίνουν στο μέτωπο. Οι φαντάροι τραγουδούν, το πλήθος χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει.
Αξίζει να είναι κανείς Έλληνας τις μέρες αυτές.

 

 7 Φεβρουαρίου 1941

Συνάντηση με τον Κώστα Λυκιαρδόπουλο, που έμεινε στη γραμμή ενάμιση μήνα και έπαθε κρυοπαγήματα. Μου διηγείται διά μακρών τις περιπέτειές του, τη μεγάλη επίθεση στην οποία έλαβε μέρος και το πώς δε βάσταξε η καρδιά του να τραβήξει απάνω στους Ιταλούς που έφευγαν σαν λαγοί.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ “ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Θαμμένοι στο Μνήμα της γριάς»

Ο Α. Βλάχος στο «Μνήμα της Γριάς» περιγράφει τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο του 1940-41.

Άμα φτάσαμε στο Μνήμα της Γριάς λύσσαγε η χιονοθύελλα. Έπαιρνε το χιόνι, το σκούπιζε, τ’ ανεμοστροβίλιζε, το σκόρπαγε ξανά κάτω, για να το ξαναπάρει και να το πετάξει σαν χτύπημα απάνω μας. (…)

Κι άξαφνα ακούμε ντουφεκιές. Ντουφεκιές που δεν έρχονται από πουθενά, από καμιά μεριά. Τι νάναι; Ιταλοί; Μέσα σ’ αυτό το χαλασμό σκάσανε μύτη οι άτιμοι; Δεν γίνεται. Αμ τότε; Τότε είναι δικοί μας που ρίχνουνε να τους ακούσουμε. Μα πού νάναι; Είναι θαμμένοι. Θαμμένοι βαθιά στο χιόνι που ολονυχτίς έπεσε και τους έθαψε. Η κωνική σκηνή του λοχαγού σκεπάστηκε ολότελα. Και σκάβομε, σκάβομε, αδιάκοπα και γρήγορα. Σε λίγο φαίνεται ο κώνος της σκηνής, ύστερα φαρδαίνει η τρύπα και μετά ώρα πολλή φτάσαμε στην πόρτα. Πετιέται ένας λοχαγός -ένας Σταματίου. Μοιάζει τρελός.
-Προφτάσετε μωρέ παιδιά! Κοντέψαμε να σκάσομε!
Ο δοιμιρίτης μας ρώταει αν έχει τίποτε να διατάξει.
-Τους ξεθάψατε όλους; ρωτάει ο λοχαγός.
-Δεν ξέρουμε. Ξεθάψαμε τη σκηνή σας κι άλλα πέντε μεγάλα αντίσκηνα.
-Πέντε μόνο; Τρεχάτε σ’ εκείνο το έλατο από κάτω. Κάνετε γρήγορα! Κι άμα ξεσκεπάζετε το αντίσκηνο σκίζετέ το να μπαίνει ο αέρας.
Φωνάζει μέσα στην καταιγίδα για να τον ακούσουμε. Ο αέρας παίρνει τα λόγια του, τα σκορπίζει μέσα στο χιόνι, τα παγώνει μόλις βγουν από το στόμα.
Κι εμείς τρέξαμε όπως μπορούσαμε μέσα στο χιόνι, τρέξαμε στο δέντρο, και σκάψαμε σαν δαιμονισμένοι, σκάψαμε σαν τρελοί, και σκίσαμε τ’ αντίσκηνο να μπει αέρας. Και μπήκε ο αέρας, και βρήκε πεθαμένα κορμιά, δρόσισε χείλια πρησμένα και χάιδεψε δάχτυλα γαντζωμένα στ’ αντίσκηνο που δεν είχαν προφτάσει να τ’ ανοίξουν. Έξι κορμιά παγωμένα, κουλουριασμένα, πέτρινα. Σ’ ένα άλλο αντίσκηνο, πιο τυχεροί και πιο γνωστικοί, αν μπορείς να πεις γνώση αυτό που κάνανε, τρύπησαν το αντίσκηνο και πέρασαν ένα μάνλιχερ μέσ’ από το χιόνι. Τράβηξαν μια σφαίρα κι ύστερα βγάλανε το κινητό ουραίο. Κι απ’ αυτή την τρυπίτσα της κάννης, την τρυπίτσα των εξίμισι χιλιοστών, όλη νύχτα μπήκε η ζωή σ’ αυτό το παγωμένο σκοτάδι τους. Ο λίγος αυτός αέρας, ο ελάχιστος, τούς έζησε ώρες κι ώρες κι άμα μπούκωνε η κάννη απ’ το χιόνι τραβούσαν μια σφαίρα και καθάριζε.
Ξέρω πως αυτό εδώ που είπα δεν θα το πιστέψετε. Όμως έτσι είναι. Κι αν ρωτήσεις άλλους που έτυχαν να είναι σ’ αυτό το Μνήμα της Γριάς, τα ίδια θα σου πούνε. Ναι! Ζήσαν άνθρωποι νύχτες ολόκληρες έτσι δα. Με το στόμα κολλημένο στο παγωμένο σίδερο του ντουφεκιού παίρνοντας την ανάσα τους απ’ τα εξίμισι αυτά χιλιοστά. Κι άμα μπούκωνε η κάννη από το χιόνι τραβούσαν μια σφαίρα και καθάριζε.

ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. ΒΛΑΧΟΣ “ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 

 

mar9

Χρήστος Καπράλος (1909-1993) ”Ο ΠΟΛΕΜΟΣ” (μέρος της ζωφόρου)

 

“Η ανοιξιάτικη επίθεση”

Ο Γ. Μπεράτης στο «Πλατύ Ποτάμι» περιγράφει τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο του 1940-41.

Η μεγάλη ανοιξιάτικη επίθεση των Ιταλών, η επίθεση της 10ης Μαρτίου, όπως τη λέγαμε εμείς, που τόσο διθυραμβικά την προαναγγέλνανε τόσον καιρό και που σ’ αυτή στήριζαν τις ύστατες ελπίδες τους, είχε αρχίσει – πραγματικά φοβερή. Το πολεμικό τους υλικό ήταν άφθονο και το ρίχνανε αφειδώς. Το δικό μας, γλίσχρο, αγωνιώδες, προβληματικό, μα σε κάθε ελληνικό στήθος είχε ριζώσει μια βουβή αμετάκλητη απόφαση: “Δε θα περάσουν”. (…)
…με τα μηχανήματά μας υποκλοπής, μ’ αυτά τα συνεχή ραδιοτηλεφωνήματα και τηλεγραφήματά τους, παρακολουθούσαμε και βλέπαμε καλά την κατάστασή τους. Τις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους για βοήθεια, την άμεσή τους ανάγκη από τραυματιοφορείς, από υγειονομική υπηρεσία, και από πολεμικό υλικό, τις δικαιολογίες τους “εν αμαρτία” για την ομίχλη που εμποδίζει κάθε ορατότητα, τη σχεδόν αδιάκοπη αλλαγή κι αντικατάσταση των Διοικητών τους, τους νεκρούς, τους τραυματίες, και τις εσπευσμένες, αγωνιώδεις τους αιτήσεις για όλμους! για όλμους! για όλμους! και για εντονότερη, συνεχή, ακατάπαυτη και ιδίως πιο αποτελεσματική δράση του Πυροβολικού τους. Και, προσοχή! Προς Θεού, προσοχή! – τους χτυπάει πολλές φορές αυτούς τους ίδιους!
Μα και τα δικά μας τηλεφωνήματα που λάβαινα τη νύχτα, είχαν κι αυτά μέσα τους όλη τη δραματικότητα της στερνής απόφασης με σφιγμένα δόντια. Υ λ ι κ ό ! Υ λ ι κ ό ! γυρεύανε από παντού. Όλα τελειώνουν, οι εφοδιοπομπές είναι ανεπαρκείς, υπάρχουν τμήματα που σε λίγο θα εξαντλήσουν το τελευταίο τους φυσίγγιο. Και τότε ήταν οι κατεπείγουσες διαταγές να παρθούν όλα, ανεξαιρέτως όλα τ’ αυτοκίνητα, από κάθε μονάδα, όπου και να βρίσκεται, όποια και να ‘ναι – Πυροβολικό, Μηχανικό, Αεροπορία, Όρχος – και να μη μείνει ούτε ένα, ό,τι και να ‘ναι, όποιο σαράβαλο και να ‘ναι, που να μην κατέβει να φορτώσει στα Γιάννενα και να τραβήξει ολοταχώς μες στα όλα για πάνω.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

 

“Γράμματα στο μέτωπο”

Ο Γ. Μπεράτης στο «Πλατύ Ποτάμι» περιγράφει τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο του 1940-41.

Ήταν ένα μεγάλο δέμα που όταν κάπως ανοίχτηκε άφησε να παρουσιαστεί ένα μεγάλο στενόψηλο ντενεκεδένιο κουτί. Γράμματα έλεγε ο Γιατρός που τώρα παιδευότανε με το καπάκι του, γράμματα, δόξα το Θεό, λαβαίνει τόσα και κάθε μέρα, που δεν προφταίνει ν’ απαντάει, που δεν επαρκεί. Η Μιμή, η Λέλα, η Μαρία, η Καίτη – μα πού να θυμηθεί όλη αυτή την ταξιαρχία του! Και το πιο αστείο είναι που δεν τις ξέρει, που δεν τις έχει δει ποτέ στη ζωή του. Μια ξαδέρφη του του τα σκάρωσε όλα αυτά όταν κάποτε της έγραψε πως θα ‘θελε, έτσι για να περνάει λίγο η ώρα, ν’ αλληλογραφήσει με καμιά άγνωστη δεσποινίδα. Και το γράμμα του, από χέρι σε χέρι, του ‘φερε όλο τούτο το τσούρμο, που, όπως μας είπε , δεν επαρκεί για να το ικανοποιήσει. Και στην πρώτη απάντησή του τις έβαλε όλες να αυτοπεριγραφούν – κι εκεί να δεις γλέντι όταν έφτανε μια μια η περιγραφή! Μάτια, χείλια, κορμοστασιά, ξανθές και μελαχρινές και μια κοκκινομάλλα – κι άλλη που είναι αισθηματική, κι άλλη πάντα υπέρ της χειραφετήσεως και της προόδου και του ελεύθερου έρωτα ακόμη, κι άλλη που θα ‘θελε να ‘ναι εδώ πάνω μαζί μας για να πολεμάει στα βουνά, σαν την Μπουμπουλίνα!

Δεν ξέρετε, κύριε Μπεράτη, εσείς που είσαστε νεοφερμένος εδώ, τι γλέντι γίνεται μ’ αυτά τα γράμματα! Αν έχετε καμιά καλή ιδέα, αύριο, στην απάντηση, να μας την πείτε. Δεν ξέρετε τι δούλεμα τους κάνω, με τι χιούμορ τους τα γράφουμε όλα. Και προχτές τους έγραφα για το χαρέμι από φαλαγγίτριες που έχει ο καθένας μας και πόσο τις περιποιούμαστε όλοι μας αφού τις δίνουμε και το αίμα μας ακόμη – κι έτσι δεν έχουμε καμιά ανάγκη του ελευθέρου τους έρωτος που ας κάθεται ν’ αλωνίζει και να μαραίνεται στην Αθήνα, αφού όλα τα ομορφόπαιδα είναι εδώ. Φαλαγγίτριες; Δεν ξέρω; Μα βέβαια έτσι τις έχουμε βαφτίσει προ καιρού εδώ τις ψείρες μας, τ’ αγαπημένα μας αυτά κι απαραίτητα διακριτικά μας ζωύφια, που στοματάκι έχουν και μιλιά δεν έχουν.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

 

Alexandrakis-KsafnikaMesTiNyhta

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης (1913-1968) “Ξαφνικά μέσα στη νύχτα”

 

«Το στενό πέρασμα»

Ο Γ. Μπεράτης στο «Πλατύ Ποτάμι» περιγράφει τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο του 1940-41. 

Σ’ ένα τέτοιο στένεμα, πίσω απ’ τη γωνιά του βράχου, χωρίς ακόμη να τους βλέπουμε, ακούσαμε ποδοβολητά και φωνές. Σε λίγο ξεμπουκάρανε τα πρώτα τους μουλάρια. Ήμαστε ακριβώς στα από κάτω μέρη της Γκάυτσας κι ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε ακατάπαυτα. Οι φάλαγγές μας σταματήσανε η μια απέναντι στην άλλη. Ήταν αδύνατο να περάσουνε ούτ’ αυτοί, ούτ’ εμείς, και το χειρότερο: ήταν αδύνατο να στρίψουμε τα μουλάρια. Αρχίσανε φωνές, καυγάδες. Σχεδόν περνώντας κάτω απ’ τις κοιλιές των μουλαριών μας, εγώ κι ο Νώντας φτάσαμε στο κεφάλι της δικής μας φάλαγγας. Το ‘να μουλάρι μας είχε κολλήσει πάνω στ’ άλλο κι ήτανε αδύνατον εδώ να κρατήσεις καμιά απόσταση, όπως ο Ταγματάρχης κι η Λογική είχανε συμβουλέψει.
Έφτασα ως τον αξιωματικό της άλλης φάλαγγας. Καλά, τι θα γίνει τώρα που μπερδευτήκαμε έτσι;
Πάντως αυτός μεταφέρει βαρέως τραυματισμένους και το καταλαβαίνω καλά κι εγώ πως έπρεπε να περάσει.
Βεβαίως, να περάσει. Θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν.
Αχ! Θεέ μου, πώς γίνηκαν όλ’ αυτά! Πώς καταφέραμε, βοηθώντας όλοι μαζί, ν’ ανεβάσουμε όλα τα μουλάρια μας στα δίπλα μας βράχια για ν’ αφήσουμε ελεύθερο αυτό το μονοπάτι! Από πάνω μας εκεί στην άκρη άκρη της κορφής που ελάχιστα απείχε, οι εκρήξεις των οβίδων ήταν όλο και πιο συνεχείς, έτσι σα να σε πλησιάζει όλο και πιο πολύ μέσα σ’ ένα εφιάλτη κάτι το αναπόδραστο. Κι η άλλη φάλαγγα, γυρίζοντας τη βράχινη γωνιά, άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
Ξεδιπλωνότανε με βόγγους, με βλαστήμιες, με φωνές. Με κομμένα χέρια, με σπασμένα πόδια, με τυλιγμένα αιμόφυρτα κεφάλια, τους είχανε επάνω στα μουλάρια γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όπως μπορούσαν τους κρατούσαν από δω κι από κει δυο στρατιώτες, κι εκείνοι γέρναν ακατάπαυτα πότε μπρος, πότε πίσω, δεξιά, αριστερά, κι όλο βογγούσαν, όλο δάγκαναν τα χείλια τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε μαύρα και πελιδνά. Τα μάτια τους μας κοιτούσαν σα να μη μας βλέπανε. Ήταν χαμένα, πυρετώδη, στιγματισμένα με αίμα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ “ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

 

“Καταστράφηκε μια χώρα ολόκληρη”

Η Μαρία Ρεζάν διηγείται το παρακάτω περιστατικό που συνέβη τις πρώτες μέρες μετά το πραξικόπημα του 1967:

Ανάμεσα στους θαμώνες ενός ζαχαροπλαστείου ήταν και ο Γάλλος σκηνοθέτης Κλωντ Σαμπρόλ, που την εποχή εκείνη γύριζε στην Ελλάδα το φιλμ “Ο δρόμος τη Κορίνθου”. Ένα έργο που όσοι δεν το είδαν δεν έχασαν απολύτως τίποτα. Με ήξερε, όπως ήξερε και την Τασσώ, γιατί καμιά φορά παρακολουθούσαμε τα γυρίσματα για την “Ελευθερία”. Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι που καθότανε, πλησίασε και με έντονες χειρονομίες μου είπε:
-Κα – τα – στρά – φη – κα ! Τα γυρίσματα σταμάτησαν. Merde! (σκατά).
-Εδώ καταστράφηκε μια χώρα ολόκληρη, κύριε Σαμπρόλ, του είπα, και θέλετε να συγχυστώ για το έργο σας;

ΜΑΡΙΑ ΡΕΖΑΝ “ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ… ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΤΣΙ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ” Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

«Περιγραφή της μάχης των Γιαννιτσών»

Η μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου 1912) ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου κι αυτό γιατί η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Συναρπαστική είναι η περιγραφή της μάχης από τον Πέτρο Βρυζάκη, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύονται παρακάτω:

Το πυρ μαίνεται. Αι σφαίραι σφυρίζουν πυκναί γύρω μας. Οι στρατιώται διατάσσονται και πίπτουν πρηνηδόν. Οι αξιωματικοί όλοι όρθιοι.

Αι σφαίραι πυκνόταται γύρω μας. Προχωρούμεν απτόητοι και ταχέως. Δεν παύω ούτε στιγμή να παροτρύνω τους στρατιώτας.

Μετ’ ολίγον ευρίσκομε ενώπιόν μας πυκνήν γραμμήν ευζώνων πρηνηδόν. Την διασκελίζουμε και προχωρούμε. Δεξιά και αριστερά όπισθεν ελαφρών κυματισμών (του εδάφους), τμήματα ευζώνων πυροβολούντων. Τι περιμένουν όλοι αυτοί και δεν προχωρούν; Τους αφίνομε και προχωρούμε. Η χάλαζα των σφαιρών πυκνούται. Κατερχόμεθα μικρόν κατήφορο. Διατάσσω αλτ εις το χείλος μικρού ρεύματος διά να πάρουν αναπνοή οι στρατιώται. Κανείς άλλος δεν μας ακολουθεί πλέον. Αι άλλαι διμοιρίαι δεν φαίνονται.

-Επάνω, παιδιά, εμπρός, διατάσσω. Όλοι σε μια γραμμή ορμούν προς τα επάνω. Όταν φθάνωμε στην κορυφή της εδαφικής πτυχής είμεθα εντελώς εκτεθειμένοι. Η διμοιρία, 80 άνδρες περίπου, εν αραιά τάξει προχωρεί, καίτοι το πυρ θερίζει. Ιδού ο πρώτος πληγωθείς, κλονίζεται και πέφτει, ιδού και άλλος και άλλος. Αλλά κανείς δεν προσέχει πλέον, κανείς δεν πτοείται. Μερικοί στρατιώται τρέχουν προς τους πληγωμένους. Οι λοιποί προχωρούν σκυφτά και ταχέως όπους τους διατάσσω. Φθάνομε εις μίαν ελαφράν εδαφικήν οφρύν. Διατάσσω αλτ και πυρ από ωρισμένον υψόμετρον.
Κροτούν και τα δικά μας μάνλιχερ τώρα και αποκρίνονται θαρραλέως εις το πυρ των Τούρκων, οι οποίοι κατέχουν τας απέναντι πτυχάς του εδάφους, 600-700 μέτρα. Οι στρατιώται, άλλοι πρηνείς και άλλοι γονυπετείς, πυροβολούν με λύσσα και παίρνουν και θάρρος περισσότερο.

Εμπρός μου είνε δύο τρεις πληγωμένοι της διμοιρίας μου. Αρπάζω το μάνλιχερ και τες φυσιγγιοθήκες του ενός και πυροβολώ αδιακόπως, με λύσσα, προς τας γραμμάς των Τούρκων. Ο καϋμένος ο στρατιώτης Ρήγας, εμπρός μου, βαρέως πληγωμένος με παρακαλεί να μην πυροβολώ διότι τον ενοχλεί ο κρότος. Αλλάζω θέσι και εξακολουθώ πυροβολών.

Η διμοιρία έχει ήδη δεκατισθή. Το πυρ των Τούρκων είνε τρομερόν. Ο δεκανεύς Παπαδημητρίου, οι στρατιώται Ρήγας, Βλάχος, Κουμπούρης και άλλοι βαρέως πληγωμένοι. Ο στρατιώτης Στούντας, ο Κρίκος, ο Γεωργαντάς στον τόπο. Βλέπω ότι ματαίως θ’ ανέμενα βοηθείας. Αποφασίζω τότε να προχωρήσω με μόνη τη διμοιρία μου.

-Παύσατε πυρ. Προσέχετε παιδιά, θα προχωρήσουμε να πάρωμε την άλλη κορυφογραμμή. Εμπρός… μαρς.
Ρίπτομαι εμπρός και η διμοιρία ακολουθεί. Μερικοί διστάζουν, τους παροτρύνω και ξεκινούν και αυτοί. Μερικοί όμως μένουν με τους πληγωμένους. Τους αφίνω, διότι δεν έχω και τον καιρό να τους εξαναγκάσω.
Εν μέσω της χαλάζης των σφαιρών οι στρατιώται με ακολουθούν γενναίοι προς τον θάνατον. Πίπτουν μερικοί, οι άλλοι, υπό τας αδιακόπους παρακελεύσεις μου, προχωρούν ταχέως, τροχάδην. Αλλά το πυρ των Τούρκων αραιούται. Το ποθούμενον αποτέλεσμα επήλθε. Οι Τούρκοι, αντί να μας περιμένουν και να μας ξεμπερδέψουν όλους, πτοούνται προ της ορμής μας και εγκαταλείπουν τας θέσεις των.

Ολίγα βήματα προ ημών προσπαθεί να διαφύγη Τούρκος αξιωματικός. Οι πρώτοι στρατιώται τον πυροβολούν και εγώ με το περίστροφό μου και πίπτει άπνους. Άλλοι Τούρκοι αφίνοντες τας θέσεις των, τρέπονται εις φυγήν, και καταδιωκόμενοι και πυροβολούμενοι από τους στρατιώτας πίπτουν ο ένας κατόπιν του άλλου. Δρασκελούμε πλήθος πτωμάτων.

Δεν με κρατεί πλέον τίποτε. Οι άνδρες δεν θέλουν άλλο παρά να προχωρούν.
Εμπρός λοιπόν. Η διμοιρία προχωρεί πλέον εντελώς ακάλυπτος. Οι γενναιότεροι Τούρκοι, οι οποίοι έμειναν τελευταίοι, τρέπονται και αυτοί εις φυγήν. Τους κυνηγούμε εις απόστασιν ολίγων βημάτων και πίπτουν οι μεν μετά τους δε υπό τα βλήματα των στρατιωτών. Το έδαφος είνε κατηφορητό και καταλήγει εις ρέμα γεμάτο πλατάνια, το οποίον φθάνει μέχρι της πόλεως των Γιαννιτσών, την οποίαν αντικρύζομεν γεμάτοι αγαλλίασι.

ΠΕΤΡΟΣ Ε. ΒΡΥΖΑΚΗΣ “ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ 1912-1913″ Εκδόσεις ΗΛΙΟΦΟΡΟΣ

 

“Κρίμα που δεν είσαι Τούρκος”

Ένας ανιψιός του Αλή Φαρμάκη (πριν από το 1821) όταν ήταν κλεισμένοι στον πύργο του θείου του, έλεγε στον Κολοκοτρώνη:
-Κρίμα, που δεν είσαι Τούρκος, μέγας αφέντης θα γινόσουνα.
-Αν γίνω Τούρκος θα με σουνουτέψουν;
-Βέβαια.
-Εμείς όταν μας βαφτίζουν, μας κόβουν από τα μαλλιά του κεφαλιού μας τρίχες και τις βάζουν στο εικόνισμα του Χριστού. Αν γίνω Τούρκος, στον άλλο κόσμο θα με τραβούν ο Χριστός από τα μαλλιά και ο Μωάμεθ από την … και δεν θέλω να βάλω σε παρόμοια διαφορά δυο τέτοιους προφήτες.

(Γ. Τερτσέτης) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

“Να με φάνε τα πουλιά της πατρίδας μου”

Ο Κολοκοτρώνης πρωτοπάτησε το πόδι του στη Μάνη, αρχίζοντας η Επανάσταση. Από εκεί τράβηξε με Μανιάτες και Μεσσήνιους για την Τριπολιτσά, με σκοπό να την πολιορκήσει. Στο δρόμο, με το πρώτο τουφέκι που κάνανε με τους Τούρκους, ο κόσμος άμαχος κι άπειρος φοβήθηκε και σκόρπισε. Οι άλλοι καπετάνιοι είπανε στον Κολοκοτρώνη:
-Τι θα κάνουμε πια εδώ; Να πάμε κατά το Λιοντάρι, να δούμε τι γίνεται κι εκείνος ο κόσμος.
– Εγώ δεν πάω πουθενά! είπε ο Κολοκοτρώνης. Αν θέλετε εσείς τραβάτε. Εγώ θα μείνω εδώ, να με φάνε τα πουλιά της πατρίδας μου, που με ξέρουνε.

(Ο Γέρων Κολοκοτρώνης, Φιλήμονος Δοκίμιον Ιστορικόν) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

“Πρόσεξε τα μικροπούλια”

Ο Κολοκοτρώνης παράγγειλε στον Φωτάκο να πάει να κατασκοπεύσει κατά τον Άι-Σώστη το χωριό.
-Να πας τριγύρω και ξέμακρα, είπε, να μη σε τρώει το βόλι. Πρόσεξε στο δρόμο τα μικροπούλια, αν τα σηκώνεις και περνάνε πάνω απ’ το χωριό, ή κάθονται μέσα άφοβα, τότε δεν είναι Τούρκοι μέσα. Αν τα δεις όμως να γυρίζουν πίσω φοβισμένα και κάνουν ξαφνιασμένους γύρους, τότε είναι Τούρκοι στο χωριό!

(Φωτάκου Απομνημονεύματα) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

“Η πατρίδα θέλει σε ανταμείψει”

Πήγαινα (διηγείται ο Κολοκοτρώνης) στην τέντα μου κι έτρωγα λίγο ψωμί. Μου είπε κάποιος:
-Άιντε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου κι η πατρίδα σου θέλει σε ανταμείψει.
Εγώ του αποκρίθηκα ότι:
-Εμένα η πατρίδα θα πρωτοεξορίσει.
Και η τύχη το έφερε και επαληθεύτηκα.

(“Ο Γέρων Κολοκοτρώνης” Φιλήμονος Δοκίμιον Ιστορικόν) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

Ο πλάτανος που κρέμαγαν τους Έλληνες

Όταν μπήκα στην Τριπολιτσά μου έδειξαν στο παζάρι τον πλάτανο που κρέμαγαν τους Έλληνες και είπα:
-Άιντε, πόσοι από το σόι μου και από το έθνος μου κρεμάσθηκαν εκεί.
Και διέταξα να τον κόψουν.

(“Ο Γέρων Κολοκοτρώνης” Φιλήμονος Δοκίμιον Ιστορικόν) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

“Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί”

Όταν σαράντα χωροφύλακες με το Μοίραρχο πήγαν, νύχτα, να πάρουν τον Κολοκοτρώνη από το περιβόλι του, είπε:
-Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό από εκείνα όπου κάνουν θελήματα, με ένα γράμμα να πάω στ’ Ανάπλι και με ένα φανάρι στο στόμα του να μας φέγγει και των δυο μας.

Όταν μετά την καταδίκη του του δόθηκε είδηση ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή και μόνο τον αφήνει είκοσι χρόνους φυλακή είπε:
-Θα γελάσω τον βασιλιά, δεν θα ζήσω τόσους χρόνους.

(Γ. Τερτσέτης) συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

“Οι εχθροί του Κολοκοτρώνη”

Ο Πρόεδρος της Αντιβασιλείας Άρμανσπεργ είπε στον Γερο-Κολοκοτρώνη:
-Έχετε, Στρατηγέ, πολλούς εχθρούς.
-Ναι, του απάντησε ο Κολοκοτρώνης. Είχα και έχω πολλούς. Αλλά δύο μόνο μου ήταν και είναι οι μεγαλύτεροι και πιο θανάσιμοι απ’ όλους τους εχθρούς μου.
-Και ποιοι είναι αυτοί; ρώτησε με θαυμασμό ο Άρμανσπεργ.
-Είναι, απάντησε ο Κολοκοτρώνης, ο ένας το όνομά μου και ο άλλος οι εκδουλεύσεις μου.
-Έχετε δίκιο Στρατηγέ, ομολόγησε ο Άρμανσπεργ.

“Αιών” 17/4/1853 – “Εβδομάς” 24/11/1848 συλλογή Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ από το βιβλίο “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ – ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΔΑΜΙΑΝΟΣ

 

ατάκτως ερριμμένα VIII

 

αρχική σελίδα

 

Σχολιάστε