ατάκτως ερριμμένα VI

Αρχική σελίδα
«Τώρα φυλάγω κόκκαλα» από την Ι. Τσάτσου

 Η Ιωάννα Τσάτσου θυμάται δύο επισκέψεις της στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη:

Το 1951 οι Έλληνες της Πόλης είχαν καλέσει τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να μιλήσει στην ελληνική παροικία, με θέμα “ο χώρος του Παλαμά”. Μας δέχτηκε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με ενθουσιασμό και αισιοδοξία. “Πόσους ορθόδοξους αριθμεί το ποίμνιό σας, Παναγιώτατε;” ρώτησα δειλά. “Σύντομα, παιδί μου, θα είναι τριακόσιες χιλιάδες. Αυτό είναι η φιλοδοξία μου”. Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην Πόλη, ευτυχώς πολυήμερο. Κάθε πρωί πήγαινα στην Αγιά Σοφιά. Το 1972 ήμουν πάλι στην Πόλη για δύο μέρες. Ήθελα να δω τον Αθηναγόρα. Γνώριζα πως ήταν φαρμακωμένος και οι έγνοιες του πολλές. Και του έκανα πάλι την ίδια ερώτηση. “Πόσους ορθόδοξους, Παναγιώτατε, έχετε τώρα στη Βασιλεύουσα;”. “Αμέτρητους, παιδί μου”, απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο, “τώρα φυλάγω κόκκαλα”.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Γι’ αυτά πολεμήσαμε» από τον Στρατηγό Μακρυγιάννη

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης διηγείται:

Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι’ ένα βασιλόπουλο ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες· τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τα ’χαν πάρη κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλουύσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν. Άντεσε κ’ εγώ εκεί, πέρναγα· πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα· «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν». (Βγάζω και τους δίνω τρακόσια πενήντα τάλλαρα.)· κι’ όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη, (ότι τρωγόμαστε), τα δίνω και σας δίνει ό,τι του ζητήσετε διά να μείνουν εις την πατρίδα απάνου». Και τα ’χα κρυμμένα. Τότε με την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμέψουν διά την πατρίδα.

“ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” τόμος Β΄
(αντιγραφή από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ)

 

«Η μηλιά δεν έγινε μηλέα» από τον Γ. Βιζυηνό

Ο Γεώργιος Βιζυηνός διηγείται τα βάσανα που τράβηξε από το δάσκαλο του χωριού του, ο οποίος ήθελε να τον μάθει να ονομάζει τη μηλιά …μηλέα.

Ο διδάσκαλός μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθη και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα! “Πες πως το λεν μηλέα!”, εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από του ωτίου και δεικνύων το δένδρον. Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνη η μηλιά μηλέα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπο μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξεύρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον που ήλθε να μας αλλάξη τα ονόματά μας! Όχι, δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα, αυτό ν’ μηλιά! “Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λεν”. Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ, ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ “ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ”

“Αυτό είναι αυτοκρατορία!” από την Ε. Γλύκατζη Αρβελέρ

Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ ήταν Πρύτανης της Ακαδημίας και Καγκελάριος των Πανεπιστημίων του Παρισιού όταν επισκέφθηκε, μαζί με τον Φ. Μιτεράν, το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης:

Φτάνοντας στο Πανεπιστήμιο, τους υποδέχεται ο Πρόεδρός του: “Χορεύεις καλαματιανό;” λέει στην Ελένη – εκείνη τα χάνει. “I am John Bradimas”. Στο δείπνο, σχολιάζει ο Μιτεράν: “Ο Πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και η Πρόεδρος όλων των Πανεπιστημίων του Παρισιού δεν μίλησαν ούτε γαλλικά, ούτε αγγλικά. Μίλησαν ελληνικά. Ε! αυτό είναι αυτοκρατορία!”

από το βιβλίο της ΑΝΝΑΣ ΓΡΙΜΑΝΗ “ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ ΑΡΒΕΛΕΡ – ΤΑ 600 ΜΟΛΥΒΙΑ” Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ

“Ντρέπομαι, παιδί μου” από την Μ. Ρεζάν

Η Μαρία Ρεζάν, εβραϊκής καταγωγής, διηγείται το παρακάτω περιστατικό που συνέβη στα 1939:

Στο πανεπιστήμιο είχα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή, στο τμήμα Αρχαιολογίας (!!!) -καημένε Μανόλη Ανδρόνικε, από τι γλίτωσες-, κυρίως για να μπορώ να ξεπορτίζω από το σπίτι μας χωρίς να πρέπει να δίνω λεπτομερή αναφορά στη Μαρί πού πήγα και τι έκανα. Και ως εκ τούτου, τα πήγαινα μάλλον μέτρια. Σε κάποιες εξετάσεις μάλιστα, στις οποίες, ως συνήθως, είχα πάει αδιάβαστη, αυτά που έπρεπε να ξέρω και δεν ήξερα τα είχα αντιγράψει επάνω στους …μηρούς μου. Σήκωνα λίγο τη φούστα μου με τρόπο και αντέγραφα. Όταν ξαφνικά είδα να έρχεται καταπάνω μου ο αξέχαστος καθηγητής μου της Αρχαιολογίας, ο Γιώργος ο Οικονόμου, φυσικά πάγωσα. “Θεέ μου” είπα από μέσα μου “αυτό ήταν, μ’ έπιασε στα πράσα”. Ενστικτωδώς, λοιπόν, σηκώθηκα όρθια να πέσει η φούστα μου ως τα γόνατα, μπας και τη γλιτώσω… “Θα ήθελα να ξέρετε πως ντρέπομαι βαθύτατα, παιδί μου” μου είπε μόλις στάθηκε μπροστά μου και κόκκινη εγώ σαν το παντζάρι νόμισα πως ντρεπόταν για μένα. “Που σπούδασα στη Γερμανία, παιδί μου, γι’ αυτό ντρέπομαι. Και ήθελα να το ξέρετε αυτό, παιδί μου…” Έκανε μεταβολή ο σπάνιος εκείνος άνθρωπος, που θεώρησε καθήκον του ν’ απολογηθεί σε μια εβραϊκής καταγωγής μαθήτριά του, και απομακρύνθηκε δίχως να πει τίποτε άλλο. Και, αντί να βάλω τα κλάματα που ένας άνθρωπος συνέπασχε μ’ έναν ολόκληρο λαό, το μόνο που βρήκα να πω από μέσα μου ήταν ένα σκέτο “ουφ!”.

ΜΑΡΙΑ ΡΕΖΑΝ “ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ… ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΤΣΙ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ” Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 
«Η ιστορία του Τζέμου» από τον Τ. Μπενά

Ο Τάκης Μπενάς διηγείται την ιστορία του Τζέμου:

Ο Τζέμος. Δωδεκανήσιος, το ‘χε σκάσει από τα σκλαβωμένα νησιά και στον πόλεμο του ‘40 βρέθηκε εθελοντής στο Αλβανικό. Γύρισε ανάπηρος στο πόδι, περπατούσε με μπαστούνι. Γενναίος άνθρωπος το ‘χε δείξει, μα προπαντός όμορφη ψυχή. Γλύκα, όλο με το γέλιο ήτανε. Και αγωνιστής πρώτος. Βγήκε Πρόεδρος της τάξης μας, σχεδόν παμψηφεί. Κύλησε το ‘42 και το μισό ‘43, με τον Τζέμο Πρόεδρο των πρωτοετών και πρώτο στις διαδηλώσεις, στο ξύλο με τους Ιταλούς και στις μεγάλες φασαρίες για το φοιτητικό συσσίτιο. Μπροστά πάντοτε. Ψηλός, λιγνός, με το αναπηρικό σήμα στο πέτο και το μπαστουνάκι του, είχε γίνει το πιο αξιαγάπητο παιδί στο Πανεπιστήμιο. Και οι καθηγητές τον εκτιμούσαν. Τον άκουγαν που πήγαινε και τους τα ‘λεγε, αιτήματα, προβλήματα, ακόμα και απαιτήσεις καθαρά αγωνιστικές, για κάποιους συναδέλφους τους, που είχαν ορκιστεί υπουργοί του Λογοθετόπουλου και του Ράλλη. Από τότες -εδώ και σαράντα πέντε χρόνια- περάσανε αμέτρητοι συνδικαλιστές φοιτητές κι έτυχε να γνωρίσω πολλούς, πάρα πολλούς. Σαν τον Τζέμο, κανένα. Με απέραντο κύρος, γνήσιος και προπαντός άξιος αντιπρόσωπος μιας γενιάς, που δεν έπασχε από έλλειψη ψυχωμένων παιδιών. Αυτός ήτανε ο Τζέμος, το καμάρι μας. Τον σφάξανε σαν πρόβατο με μαχαίρι, μέσα στο Πανεπιστήμιο. Πάνω στο χαλί του Πρύτανη, το Σεπτέμβρη του 1943, οι τσολιάδες. (…) Οι Ιταλοί δεν τα κατάφεραν να τον φάνε, εκεί πάνω στο Πόγραδετς, τον λαβώσανε μονάχα κι έτσι καθώς έμεινε κουτσός δεν μπόρεσε να τρέξει, να ξεφύγει από τους τσολιάδες της Κατοχής. Άξιος ο μισθός τους τότε και η σύνταξη που τους έδωσε μετά, το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Άξιο και το Πανεπιστήμιο, που δεν έστησε το άγαλμά του στο προαύλιο, να το βλέπουν οι γενιές των Ελλήνων φοιτητών. Φρόντισαν όμως να πλύνουν το χαλί του Πρύτανη. Οι Πόντιοι Πιλάτοι.

ΤΑΚΗΣ ΜΠΕΝΑΣ “ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΣΑΝ ΧΡΕΟΣ” Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ

002

Άγγελος Γιαλλινάς (1857-1939) Παραλιακό τοπίο

 

 

«Η θαυμαστή ιστορία των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη» από τον Γ. Θεοτοκά

Ο Γιώργος Θεοτοκάς περιγράφει τη θαυμαστή ιστορία της εύρεσης των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη:

Η οικογένεια Μακρυγιάννη δεν ήξερε την ύπαρξη των Απομνημονευμάτων. Ο Βλαχογιάννης, οδηγημένος από κάποια πληροφορία που είχε βρει σε κάποιο παλιό βιβλίο ή χειρόγραφο (δε θυμάται πια) αποτάθηκε στο συνταγματάρχη Κίτσο Μακρυγιάννη, γιο του Στρατηγού, και τον παρακίνησε να ψάξει. Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες ο Κίτσος τον ειδοποίησε πως είχε βρει ένα χειρόγραφο, χωμένο σ’ ένα τενεκέ παραριγμένο σε μια απόμερη γωνιά του σπιτιού. Το χειρόγραφο ήτανε μουχλιασμένο από την υγρασία, μα δεν είχε ακόμα αποσυντεθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι θαύμα πως διατηρήθηκε απάνω από πενήντα χρόνια.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ “ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Η κηδεία του Παύλου Μελά» από τον Γ. Καραβαγγέλη

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης περιγράφει τι συνέβη όταν ο τουρκικός στρατός έφερε στην Καστοριά το ακέφαλο πτώμα του Παύλου Μελά:

Αμέσως έφτασαν εκατοντάδες πολλές στην αυλή του Διοικητηρίου. Έγινε θόρυβος, μα ο καϊμακάμης ήταν ανένδοτος. Τότε έξω φρενών βγήκα από το Διοικητήριο και πήγα στο απέναντι σπίτι του Μιμτάσμπεη, όπου ήταν μαζεμένοι όλοι οι μπέηδες της Καστοριάς. Τους ανέφερα την άθλια στάση του Καϊμακάμη, και δείχνοντας το απέναντι συναθροισμένο πλήθος, τους είπα ότι θα χυθεί πολύ αίμα, γιατί είμαστε αποφασισμένοι κι εγώ και ο λαός μου να πέσουμε απάνω στο πτώμα του Ζέζα. Και μαζί μας, βέβαια, θα πέσουν και πολλοί Τούρκοι. Ήμουν αποφασισμένος να μη φύγω από το Διοικητήριο ζωντανός, αν δεν πάρω το σώμα του Μελά. Ευτυχώς οι μπέηδες πείστηκαν, ανέβηκαν εν σώματι στο Διοικητήριο κι εδήλωσαν στον Καϊμακάμη ότι πρέπει να παραδώσει το σώμα σ’ εμένα ή να φύγει από την Καστοριά. Μπροστά στο δίλημμα αυτό, γιατί οι μπέηδες ήταν πανίσχυροι στον τόπο, αναγκάστηκε να μου παραδώσει το σώμα, την ώρα πια που άρχισε να σκοτεινιάζει. Το μετέφερα αμέσως στο μητροπολιτικό μέγαρο κι εκείνη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε διόλου. Το θρηνήσαμε τη νύχτα και την άλλη μέρα πολύ πρωί, όπως είχα υποσχεθεί στον καϊμακάμη, το έθαψα με λίγους ανθρώπους για ν’ αποφύγω άλλους θορύβους και συγχύσεις του λαού.

ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” από το βιβλίο “Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ” Α.ΧΡ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, Β. ΚΩΤΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ

 

«Η ευτυχία του να καταλαβαίνεις ό,τι διαβάζεις» από τον Χ. Χρηστοβασίλη

Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης διηγείται τις εμπειρίες του από το αλληλοδιδαχτικό σχολείο της Ζίτσας:

Είν’ αλήθεια ότι δεν καταλάβαινα τίποτε απ’ όσα διάβαζα και μελετούσα, αλλ’ είχα τη συνείδησή μου αναπαυμένη με το να είμαι επιμελής μαθητής, γιατί νόμιζα ότι μάθημα μαθημάτων ήταν να διαβάζω βιβλία και να μην καταλαβαίνω τίποτε απ’ ό,τι και όσα διάβαζα! Για μένα -και για τους άλλους βέβαια- η ανάγνωση ήταν λόγια κινέζικα, και τα έξι βιβλία είχαν την αξία των εικόνων που περιείχαν, και τίποτε άλλο! Μια μέρα, κατά καλή μου ή κακή μου τύχη, άνοιξα μια παλιοκασέλα της σπιτονοικοκυράς μου, της Σαντραζέμως της Σιελελούς -Θεός σχωρέσ’ την- και βρίσκω κάτι βιβλία που δεν τα είχα ιδεί άλλη φορά. Το ένα, το μεγαλύτερο, ήταν η “Συλλογή των Δημοτικών Ασμάτων” του Σ. Ζαμπέλιου, το άλλο η “Βαβυλωνία” και το τελευταίο ο “Ναστραντίν Χότζας”. Φυλλομετράω, βλέπω όσες εικόνες είχαν αυτές οι φυλλάδες, αρχίζω να διαβάζω, και ω του παραδόξου θαύματος! καταλαβαίνω ό,τι διαβάζω! Ξαναγεννήθηκα! Αιστάνθηκα ό,τι αισθάνεται ο τυφλός, που βλέπει για πρώτη φορά το φως… “Μπρε, μην ονειρεύομαι”, είπα στον εαυτό μου. Αλλ’ ένιωθα ότι ήμουν ξυπνητός. Αληθινά διάβαζα και καταλάβαινα και μάθαινα. Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά τη χρησιμότητα των γραμμάτων και των βιβλίων. Πρώτη φορά είδα βιβλία στη γλώσσα που μιλούσα, κι ένιωθα ως μέσα στα βάθια της ψυχής μου τη γλύκα των γραμμάτων. Κι είπα με το μικρό μου το παιδιακίστικό μου το μυαλό: “Γιατί να μην είναι έτσι γραμμένα και τα βιβλία του σκολειού, για να τα καταλαβαίνομε;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ “ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΚΟΛΕΙΟΥ” Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ

«Ζούμε, Λιόντα, ζούμε» από τον Λ. Κύρκο

Ο Λεωνίδας Κύρκος διηγείται: Τις ώρες που έμεινα στο κελί των μελλοθάνατων, κουβέντιαζα με τον εαυτό μου. Ο καθένας από μας κουβέντιαζε με τον εαυτό του. Στο διπλανό κελί από το δικό μου ήτανε ο Μανόλης Γλέζος, στο άλλο ο Τσερέπας και πιο πέρα ο Δαμιανίδης. Τέσσερις ήμαστε, εμείς που κάθε βράδυ περιμέναμε ότι τα ξημερώματα θα ακούγαμε εκείνο τον ξερό ήχο, τις πόρτες να ανοίγουν. Εκείνες τις ώρες της αναμονής αναπολούσα χαρούμενες στιγμές. Τις στιγμές με τη φαμίλια μου, με το ποδηλατάκι μου που το λάτρευα. (…) Κάποτε με έπαιρνε ο ύπνος και έλεγα στον εαυτό μου: “Τώρα ξέχνα τα όλα, κοιμήσου να είσαι ξεκούραστος, μη δείξεις κανένα σημάδι δειλίας ή κάτι που να μπορεί να ερμηνευτεί ως δειλία”. (…)  Το πρωί άνοιγα τα μάτια  μου και έβλεπα το φως που έμπαινε από το φεγγίτη, έλεγα: “Ζήσαμε και σήμερα”. Χτυπούσα τον τοίχο του διπλανού κελιού: “Μανόλη”, φώναζα από το φεγγίτη. “Ναι”, μου έλεγε ο Μανόλης, “ζούμε, Λιόντα, ζούμε. Τσιμπήσου”. Λιόντα με λέει ο Μανόλης. Τσιμπιόμαστε λοιπόν και ζούσαμε πραγματικά, δεν ήτανε αυταπάτη.

από το βιβλίο του ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ “ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

Ο Ε. Παπανούτσος, εμπνευστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964, θυμάται τα ψεύδη που διαδίδονταν από τους αντιπάλους της μεταρρύθμισης:

Σε φιλική συγκέντρωση άκουσα ένα βράδυ άγνωστή μου κυρία να διηγείται, εμβρόντητη τάχα, ότι στο γλωσσικό μάθημα τα παιδιά, με το νέο πρόγραμμα διδάσκονται απίστευτα πράγματα, λ.χ. το αγοράκι της φίλης της έκλινε στο τετράδιό του με τη συγκατάθεση του δασκάλου το όνομα “η φορά” στον πληθυντικό “οι φοράδες”. Την πλησίασα τότε και τη ρώτησα σε ποιο σχολείο φοιτά το παιδί των φίλων της. Μου απαντά: στο Πειραματικό του Πανεπιστημίου. Πρωί – πρωί την άλλη μέρα κάνω μόνος μου αιφνιδιασμό στις τάξεις του Πειραματικού, εξετάζω τα τετράδια των μαθητών των μικρών τάξεων, πουθενά το εξάμβλωμα τούτο. Τηλεφωνώ στην κυρία το αποτέλεσμα και παίρνω την απάντηση ότι έκανε λάθος στο όνομα του σχολείου, πιστεύει όμως ότι είναι το ιδιωτικό Τάδε. Πηγαίνω αμέσως στο σχολείο τούτο, μπαίνω σε όλες τις τάξεις, θέτω ως άσκηση στα παιδιά την κλίση του ονόματος “η φορά”, και πάλι η πληροφορία διαψεύδεται. Ξανατηλεφωνώ στην κυρία η οποία αυτή τη “φορά” μου απαντά εκνευρισμένη ότι δεν θυμάται πια το όνομα του σχολείου, ούτε μπορεί να το μάθει… Με τον ίδιο αδιάκριτο και ανεύθυνο τρόπο οι καλοθελητές (των καλών πάντοτε κοινωνικών τάξεων άνθρωποι) διέδιδαν τότε ότι για τη νέα Γραμματική (της Δημοτικής) που διδάσκονταν τα παιδιά τους στο σχολείο, τα παραθετικά του επιθέτου “(υ)ψηλός” ήσαν: “ταβανόσκουπα” και “μαντράχαλος”. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι στον πόλεμο κατά του Ψυχάρη οι “καθαρολόγοι” υποστήριζαν ότι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο οι “μαλλιαροί” θα τον έλεγαν “Κώτσο Παλιοκουβέντα” και το “Σοφία ορθοί” της εκκλησίας “Σοφία, σούζα”. Η ιστορία δηλαδή επαναλαμβανότανε με τρόπο κωμικοτραγικό.

Ε. Π. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ

 

“Για ένα λεπτό λευτερώθηκε η Ελλάδα” από τον Ν. Ηλιόπουλο

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος περιγράφει την κηδεία του Κ. Παλαμά:

Στην κηδεία του μεγάλου μας Παλαμά όλος ο εξασθενημένος λαός, σαν πείσμα της αλύγιστης συνείδησης, κάτι σαν αυτό της δικτατορίας με το Γέρο της Δημοκρατίας. Όλοι οι θεατρικοί σπουδαστές ρίχνουμε από ένα μπουκετάκι βιολέτες. Ο Γερμανός Διοικητής της Αθήνας καταθέτει ένα στεφάνι: “Deutschland zu Palamas”. Ο λογοτέχνης Κατσίμπαλης και ο συγγραφέας Δ. Γιαννουκάκης αρχίζουν να ψελλίζουν τον Εθνικό μας Ύμνο. Ακουλουθούμε όλοι βροντόφωνα. Αναταραχή στους γύρω μισθοφόρους ντυμένους ανίερα τσολιάδες. Ο Γερμανός τούς σταμάτησε με μια διαταγή του χεριού και στέκεται κι αυτός προσοχή. Για ένα λεπτό λευτερώθηκε η Ελλάδα.

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ “ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΝΤΙΝΟΣ” Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ

072

Ουμβέρτος Αργυρός (1884-1963) Τοπίο με εκκλησάκι (Μύκονος)

 

«Τα τραγούδια του Ρήγα»

Ο Fauriel, δημοσιεύοντας στον 2ο τόμο των “Δημοτικών τραγουδιών” και το “Θούριο”, διηγείται την ακόλουθη ιστορία: Κάποιος φίλος του ταξίδευε με άλλους μαζί το 1817 στη Μακεδονία. Σ’ ένα χωριό, στο φούρνο (που ήταν και το χάνι), συνάντησαν ένα νέο παιδί, ψηλό και όμορφο, από την Ήπειρο, που δούλευε στο φούρνο. Τους κοίταξε όλους προσεχτικά, και ύστερα ρώτησε τον ταξιδιώτη: “Ξέρεις γράμματα;”, κι όταν του είπε ναι, τον παίρνει παράμερα και εκεί βάζει το χέρι στον κόρφο και βγάζει κάτι που το είχε κρεμασμένο σαν φυλαχτό. Ήταν ένα βιβλιαράκι με τα τραγούδια του Ρήγα. Τον παρακαλεί να του διαβάσει, ο ξένος το κάνει πρόθυμα, αλλά όταν σε λίγο σηκώνει τα μάτια του βλέπει τον άλλον να έχει αλλάξει ολότελα: η όψη του φλέγεται ολόκληρη, τα χείλη του τρέμουν, και δάκρυα κυλούν από τα μάτια του. “Πρώτη φορά σου διαβάζουν το βιβλιαράκι αυτό;”, ρωτά ο ταξιδιώτης. “Όχι. Πάντα παρακαλώ τους ταξιδιώτες να μου διαβάσουν κάτι. Τα ‘χω ακούσει πολλές φορές”. “Κι έτσι συγκινείσαι πάντα;” – “Πάντα”, απάντησε το νέο παιδί.

ΛΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ” Εκδόσεις ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ

 

«Τα αυτοκίνητα στην Αθήνα του 1905» από τον Γ. Ξενόπουλο

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σχολιάζει τον αριθμό των αυτοκινήτων στην Αθήνα του 1905:

Προ δέκα ετών δεν υπήρχεν εις τας Αθήνας ούτε εν αυτοκίνητον. Σήμερον υπάρχουν πολλά. Και συλλογίζομαι πόσα θα υπάρχουν μετά δέκα έτη ή μετά είκοσι. Και ακόμη συλλογίζομαι ότι θα έλθη καιρός, κατά τον οποίον αι άμαξαι θα είναι κι εδώ τόσον σπάνιαι και τόσον αξιοπερίεργοι όσον είναι σήμερον τ’ αυτοκίνητα.   “Το αυτοκίνητον” Αθήναι, 17 Δεκεμβρίου 1905

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ “ΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ” Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΟΙ ΒΛΑΣΣΗ

 

«Δε θα το ξεχάσω ποτέ ενόσω ζω» από τον Χ. Ηλιάδη

Ο Χρήστος Ηλιάδης περιγράφει πώς το 1916 είδε τον πατέρα του και τους τρεις αδελφούς του να φεύγουν από το ελληνόφωνο χωριό του Πόντου, Αχουρλή, για τα “Τάγματα Εργασίας”:

Ήμουν πολύ μικρός, περίπου 5 ετών, και μόλις το ενθυμούμαι. (…) Ξαφνικά η γη άρχισε να τραντάζεται και τα σκυλιά του χωριού μας άρχισαν τα ασταμάτητα γαυγίσματα. (…) Σε λίγο είδαμε πολλούς Τούρκους καβαλάρηδες να φθάνουν στο χωριό μας και να μας περικυκλώνουν. Ήταν Τούρκοι στρατιώτες και χωροφύλακες και, όπως μάθαμε αργότερα, μαζί τους ήταν και Γερμανοί αξιωματικοί. Ένας τελάλης φώναζε το άσχημο μήνυμα. Όλοι οι άνδρες από 15 ως 60 ετών, θα έπρεπε την άλλη μέρα πολύ πρωί να μαζευτούν στη μέση του χωριού. Ο καθένας μπορούσε να έχει μαζί του και ένα μικρό μπογαλάκι, διότι δήθεν θα πήγαιναν για μερικές ημέρες να βοηθήσουν τους Τούρκους σε διάφορα έργα. (…) Σιγά σιγά άρχισαν να απομακρύνονται από το χωριό μας όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι, οι περισσότεροι προστάτες οικογενειών, με σπρωξίματα και τον βούρδουλα στο χέρι των βάναυσων Τούρκων. Στη μοιραία αυτήν αποστολή ήταν και ο πατέρας μου Παναγιώτης Ηλιάδης, και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια μου, ο Λάζαρος, ο Ηλίας και ο Νίκος. Αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ ενόσω ζω και θα το θυμάμαι κάθε στιγμή και πάντα, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και να φύγω από αυτήν την άδικη καμιά φορά ζωή. (…) Από την αποστολή αυτή των ανδρών του χωριού μας δεν επέζησε κανείς. Ούτε ένας κάτοικος από το Αχουρλή που τον είχαν πάρει με το ζόρι στα “Τάγματα θανάτου”, δεν είδε τα επόμενα χρόνια ξανά, έστω και από μακριά, το χωριό του ή την οικογένειά του.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ “ΠΟΝΤΟΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΟΣΑ ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗ ΖΩΗ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ

 

«Εκτός μόνον του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου»

Το 1875 ο Εμμανουήλ Ροϊδης εξέδωσε τη σατιρική εφημερίδα “Ασμοδαίος”. Ο Ασμοδαίος στο πρώτο του φύλλο έγραφε:

Πηγαίνομεν… παντού, μα την αλήθειαν, εκτός μόνον του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου. Θέλομεν να γελάσωμεν, είναι αληθές, αλλά να γελάσωμεν με ό,τι βλέπομεν μόνον, με ό,τι δυνάμεθα να βλέπωμεν, με ό,τι μας είναι επιτετραμμένον να βλέπωμεν. Ό,τι κλείεται εντός των τεσσάρων τοίχων της οικίας δεν υπάρχει διά τον Ασμοδαίον. Ουδεμίαν έχει διάθεσιν να μιμηθή τον συνάδελφον αυτού Χωλόν Διάβολον, και, αφαιρών τας στέγας των οικιών, να σας δείξη τα εντός αυτών γινόμενα. Μη φοβείσθε λοιπόν όσοι έχετε να φοβηθήτε. Είσθε πολλοί, ο Ασμοδαίος το γνωρίζει, και θα είχεν ύλην να διασκεδάζη επί πολύν καιρόν τους αναγνώστας του. Δε σας πειράζει όμως, διότι δεν νομίζει πρέπον να βάλη την μύτην του όπου δεν πρέπει. Φροντίσατε όμως και σεις να μη προβάλλετε την μύτην σας έξω του παραθύρου, διότι ο Ασμοδαίος σας εφωτογράφισεν εν ριπή οφθαλμού.

από το βιβλίο του ΣΠ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ “ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ” Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ

 

Στις 8 Μαρτίου 1941 ο Γεώργιος Βλάχος δημοσίευσε στην Καθημερινή την “Ανοικτή επιστολή” προς τον Χίτλερ. Η Ελένη Βλάχου περιγράφει τις αντιδράσεις που προκάλεσε εκείνη η επιστολή:

Το να πει κανείς ότι αυτό το άρθρο έκανε πάταγο είναι λίγο. Μέσα σε λίγες ώρες έφθασε στις πιο μακρινές γραμμές του Μετώπου, και γίνεται ανάρπαστο, νέο πολεμικό ηρωικό ευαγγέλιο που ζωντανεύει τη φλόγα στην κουρασμένη καρδιά των παιδιών. Κυκλοφορεί και ανατυπώνεται όλες τις επόμενες μέρες σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, αναδημοσιεύεται στον ξένο τύπο (το “Τάιμς” το μεταφράζει) και τα πρακτορεία ειδήσεων αναφέρουν με θαυμασμό τη γενναία φωνή ενός γενναίου λαού και τη φωνή της “Καθημερινής” που κερδίζει μιαν αξεπέραστη θέση στην Ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας.

ΕΛΕΝΗ  ΒΛΑΧΟΥ “ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ” Εκδόσεις ΖΗΔΡΟΣ

Ανοικτή Επιστολή προς την Α. Ε. τον κ. Α. Χίτλερ (απόσπασμα):

…Και Σεις; Σεις, -λέγουν πάντοτε- θα επιχειρήσετε να εισβάλετε εις την Ελλάδα. Και ημείς, λαός αφελής ακόμη, δεν το πιστεύομεν. Δεν πιστεύομεν ότι στρατός με ιστορίαν και με παράδοσιν -αυτό και οι εχθροί του δεν το αρνούνται- θα θελήση να κηλιδωθή διά μιας πράξεως παναθλίας. (…) Διότι τι θα κάμη ο στρατός αυτός, εξοχώτατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών, στείλη η Ελλάς φύλακας εις τα σύνορά της είκοσι χιλιάδας τραυματιών, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επιδέσμους διά να τον υποδεχθούν;… Αυτούς τους στρατιώτας φύλακας θα υπάρξει Στρατός διά να τους κτυπήση; Αλλ’ όχι, δεν πρόκειται να γίνη αυτό. Ο ολίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων που είναι ελεύθερος, όπως εστάθη εις την Ήπειρον, θα σταθή, αν κληθή, εις την Θράκην. Και τι να κάμη;… Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθή. Και εκεί. Και θ’ αποθάνη. Και εκεί. Και θ’ αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφή του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβε από την Ολυμπίαν το φως, διά να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδαν και φέρη την πυρκαϊάν εις το μικρόν την έκτασιν αλλά μέγιστον αυτόν τόπον, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και ν’ αποθνήσκη.  Μετ’ εξόχου τιμής Γ. Α. ΒΛΑΧΟΣ  εφημερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Σάββατο 8 Μαρτίου 1941

 

“Δεν χαλάει!”

Ο Στρατής Δούκας περιγράφει την επίσκεψη του Γιαννούλη Χαλεπά στο νεκροταφείο, στα 1930, για να δει μετά από πολλά χρόνια την “Κοιμωμένη”:

Ήταν τόσος ο συνωστισμός, που χρειάστηκε να επέμβουν οι φύλακες, για να κυκλοφορεί ελεύθερα. Φωτορεπόρτερ, σκιτσογράφοι, δημοσιογράφοι αντιπρόσωποι όλων των τάξεων. Ο ερχομός του είχε κάνει να ξεσηκωθεί ολόκληρη η Αθήνα. Ο κόσμος ήταν περίεργος να δει πως θα φερνόταν, τι στάση θα τηρούσε μπροστά στο αθάνατο έργο του. Από φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν -γιατί ο συνωστισμός του κόσμου ήταν αδιαπέραστος- πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώριζε όλα, τα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν, τέλος, κατά τις 7 το βράδυ έφθασε μπροστά της, ζήτησε να του ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του, κι απ’ το ρυτιδωμένο του μέτωπο πέρναγαν χίλιες εικόνες. Τα μάτια του μια βούρκωναν, μια γέλαγαν και μια κατσούφιαζαν. Μια ταραχή, μια πάλη γινόταν μέσα του και τα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε στο πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νιότης του, μαρτυρούσαν πως φοβόταν μην προδοθεί. Κάποιος, τότε, του ‘πε: “Λένε πως την έπλυναν με άκουα φόρτε και χάλασε”. Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηριζόταν απάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: “Δεν χαλάει!”

ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ “ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

042

Σπύρος Βασιλείου (1902-1985) Παραλία

 

«Εκτροχιαστήκαμε» από τον Γ. Θεοτοκά

Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει για τα Δεκεμβριανά και το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου:

3 Δεκεμβρίου. Εκτροχιαστήκαμε. Κουτή τακτική της δεξιάς, που, με την εμπάθειά της, εμπόδισε, όσο ήτανε στο χέρι της, την πολιτική του κατευνασμού να επιτύχει, δηλητηριάζοντας ολοένα την ατμόσφαιρα με την προκλητικότητά της. (…) Κουτή τακτική της αριστεράς που, την τελευταία στιγμή, έσπρωξε τα πράματα στα άκρα, χωρίς να είναι τούτο αληθινά αναπόφευκτο. (…) Κουτή, λέω, εξόν αν η αριστερά υπακούει σ’ εντολές απ’ έξω, που αποβλέπουν στην εφαρμογή μυστικών διεθνών σχεδίων. Και τούτο βέβαια θα ήτανε το χειρότερο ενδεχόμενο, το πιο επικίνδυνο για την εθνική μας ύπαρξη. Υπερβολική αδιαλλαξία των Άγγλων που εκδηλώθηκε και με πράξεις και με λόγια και που με ξενίζει βαθιά. (…) Όλοι αυτοί οι παράγοντες μας οδήγησαν στο ξέσπασμα της πολιτικής κρίσης και στα σημερινά θλιβερά γεγονότα. Η Κυβέρνηση απαγόρευσε το συλλαλητήριο που είχε καλέσει το ΕΑΜ για σήμερα. Το ΕΑΜ περιφρόνησε τη διαταγή κι η αστυνομία πυροβόλησε τους διαδηλωτές στο Σύνταγμα και σποραδικά στη λεωφόρο Κηφισίας. (…) Το ηλεκτρικό δε λειτουργεί, ούτε το τηλέφωνο. Για αύριο αναγγέλεται γενική απεργία. Το απόγευμα είδα νέους που τοιχοκολλούσαν εαμικές προκηρύξεις τραγουδώντας: “Τα όπλα δεν τα δίνουμε!” Ένας λαϊκός τύπος, που τους συνόδευε, εξηγούσε στους διαβάτες: “Μόνοι μας τα πήραμε! Γιατί να τα δώσουμε;”

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ “ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Οι αιχμάλωτοι είναι ιεροί” από την Ε. Δροσάκη

Η Ελευθερία Δροσάκη θυμάται ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940-41:

Εκτός όμως από τα νοσοκομειακά ερχόντουσαν και άλλα τρένα που έφερναν αιχμαλώτους. Σαν αστραπή διαδίδονταν η είδηση ανάμεσα στα παιδιά. Έτρεχαν τότε όλα μαζί και τους έβλεπαν και χαίρονταν και μιλούσαν συνέχεια γι’ αυτούς. “Οι αιχμάλωτοι είναι ιεροί, παιδί μου” μου είπε ο παππούς, όταν τον ρώτησα μια φορά αν μπορούσα να πάω κι εγώ να τους δω. “Άντε, και να μην τραγουδάτε το “Μουσολίνι” και τους περιπαίζετε. Και πού ‘σαι… Πάρε κι αυτά τα τσιγάρα και δως τους τα. Ο σταθμός ήταν κοντά. Το τρένο το βρήκαμε σταματημένο στη ράμπα, στο μήκος ενός υπερυψωμένου διαδρόμου. Τα παιδιά έτρεξαν  και κόλλησαν τις μούρες τους στα τζάμια. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Και είδα σ’ ένα βαγόνι πρώτης θέσης, να κάθεται σκυφτός, πάνω στο σκούρο κόκκινο βελούδο του, ένας νέος Ιταλός αξιωματικός, που είχε τα μάτια του καρφωμένα σ’ ένα σημείο. Του χτύπησα το τζάμι. Αυτός με κοίταξε σαν χαμένος και ξανάσκυψε. Τον ξαναχτύπησα, του χαμογέλασα και του έδειξα τα τσιγάρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε. Άνοιξε το παράθυρο, τα πήρε και άρχισε να ψάχνεται για να μου δώσει κάτι κι αυτός. Δε βρήκε τίποτα. Τότε, ξεκολλάει ένα άστρο από την επωμίδα του, μου χαμογελάει και μου το δίνει. Το παίρνω. Με κοιτάζει… Τον κοιτάζω… Με κοιτάζει… Δεν ξέρουμε να μιλήσουμε. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και βουρκώνει. Ένας στρατιώτης, φρουρός της αμαξοστοιχίας, τρέχει και με διώχνει με φωνές: “Άντε φύγε από δω ρε χαζό!”

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΔΡΟΣΑΚΗ “ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙ… ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ

 

«Στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται» από τον Κ. Μακρή

Ο Κίτσος Μακρής γράφει για τον Θεόφιλο:

Ένα του ανέκδοτο θα αποτελέσει την αφετηρία της ερευνητικής πορείας της σκέψης μας. Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτραίτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στο φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο -όπως είναι φυσικό- έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σα μια γραμμή, το γύρισε κάθετα να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται”. Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφρασθεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δεν μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι. Κι ο Θεόφιλος ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής -ειδικά στις τοιχογραφίες- πρέπει να την αποδόσουμε στην καλλιτεχνική του αντίληψη γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια κι όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: “Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο” (που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του τοίχου).

ΚΙΤΣΟΣ ΜΑΚΡΗΣ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ”

 
“Δεν μπαίνει κανείς στην τάξη αν δεν βάλει τρόφιμα στο καλάθι” από τον Μ. Θεοδωράκη

Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται τα χρόνια που ήταν μαθητής, κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Τρίπολη: 

Στην τάξη μας, οι μαθητές είχαν χωριστεί σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ήταν αυτοί που πεινούσαν και λιποθυμούσαν πάνω στο θρανίο. Στη δεύτερη αυτοί που πεινούσαν χωρίς να λιποθυμούν. Και στην τρίτη, αυτοί που τρώγανε όσο ποτέ στη ζωή τους, γιατί οι πατεράδες τους ήταν αγρότες, μαυραγορίτες ή και τα δύο. Εμείς οι πεινασμένοι, της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, αποφασίσαμε να βάλουμε τέρμα σ’ αυτήν την κατάσταση. Οργανωθήκαμε και μια μέρα ανακοινώσαμε στην τάξη ότι είναι απαράδεκτο οι μισοί να παχαίνουν και οι μισοί να πεθαίνουν της πείνας. Οι χωριάτες έβαλαν τις φωνές. Είχαν και τον αέρα που τους έδινε η σωματική τους ευρωστία. Όμως εμείς ήμαστε οι περισσότεροι και οι αποφασισμένοι για όλα. Είπαμε: “Δεν μπαίνει κανείς στην τάξη, αν δεν βάλει τρόφιμα (πατάτες, αλεύρι, σταφίδα, αυγά) στο καλάθι που θα βρίσκεται μπροστά στην πόρτα”. Την άλλη μέρα, δυο τρεις έφεραν τρόφιμα. Οι άλλοι πήγαν να περάσουν με το ζόρι. Έπεσε ξύλο. Όταν μάθανε οι καθηγητές τα καθέκαστα, τήρησαν ουδετερότητα για το φόβο των Ιταλών. Τελικά όλοι “πλήρωναν” τα αναγκαστικά “διόδια”. Μοιράζαμε τα τρόφιμα στους σκελετωμένους συμμαθητές μας. Σε λίγο όλο το γυμνάσιο έκανε το ίδιο. Έτσι, εκείνη τη χρονιά δεν είχαμε θύματα από την πείνα. Και όταν λέω θύματα, δεν εννοώ μόνο το θάνατο, αλλά και τις βαριές αρρώστιες που προκαλεί η έλλειψη τροφής. 

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ “ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

“Συζήτηση με τον Σμύρνης Χρυσόστομο” από την Ε. Χαλκούση

Η Ελένη Χαλκούση θυμάται μια καθοριστική για το μέλλον της συζήτηση με τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο:

Όταν είπα στον πατέρα μου ότι θέλω να πάω στο Παρίσι, τον είδα σκεπτικό και είπε απλά: “Βλέπουμε”. Ήταν μια παλιά συνήθεια να φιλοξενούμε στο σπίτι μας τον ηρωικό Άγιο Σμύρνης Χρυσόστομο κάθε φορά που ερχόταν στην Πόλη για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για καλή μου τύχη, σε λίγες μέρες ήρθε στην Πόλη ο Δεσπότης και τον θυμάμαι ένα βράδυ χωρίς το μαύρο ράσο του, με το γκρενά αμπερί, χωρίς το καλλιμαύχι, με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο και το λευκό μέτωπο. Τον θυμάμαι στο επάνω σαλόνι του σπιτιού μας. Κάποια στιγμή κάτι του είπε μυστικά ο πατέρας μου κι εκείνος του απάντησε: “Άφησέ με μόνο με την Ελενίτσα”. Δεν θυμάμαι ακριβώς την κουβέντα μας, θυμάμαι μόνο πολλές ερωτήσεις γεμάτες εξυπνάδα και καλοσύνη. Σε λίγο κάλεσε τον πατέρα μου και του είπε: “Μπορείς να τη στείλεις στο Παρίσι, η ευθύνη δικιά μου”. Κι έτσι στον ηρωικό ιεράρχη Χρυσόστομο χρωστάω το ταξίδι μου και τις σπουδές μου στο Παρίσι.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΛΚΟΥΣΗ “ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ” Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 

«Νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι σύντροφοί του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα…» από τους Κ. Παπαδόπουλο, Λ. Κουτσονίκα, Μακρυγιάννη

Το 1827 η ελληνική κυβέρνηση όρισε αρχιστράτηγο της ξηράς τον Άγγλο στρατηγό Τσωρτς, παραμερίζοντας τον Γ. Καραϊσκάκη που είχε σημειώσει λαμπρές νίκες στη Στερεά Ελλάδα. Να πώς σχολιάζουν την απόφαση αυτή οι Κ. Παπαδόπουλος, Λ. Κουτσονίκας και Μακρυγιάννης:

Εις μόνον εχάρη, ο Κιουταχή Πασάς και ενθαρρυνθείς ήρχισε τας εργασίας του ζωηρότερα. Το στρατόπεδον του Πειραιώς, με το άκουσμα τούτο ενεκρώθη. ΚΑΡΠΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ”ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ”

Ο Καραϊσκάκης, μετά των Ελλήνων ήξευρε να πολεμή τους εχθρούς. Αυτός εδείχθη παντού νικητής, αλλ’ ατυχώς την εξουσία αυτού την ανέθεσαν εις άλλον, και απ’ αυτόν πάλιν την εσφετερίσθη θαλάσσιος, άπειρος των μαχών των Οθωμανών, και ούτως απωλέσθησαν τόσοι άριστοι αρχηγοί της Ελλάδος, το άνθος του στρατού, και η Ακρόπολις αύτη. ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ ”ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Έφκιασαν τη Συνέλεψη, διόρισαν τον ναύαρχον τον νέον, ότι γέρασε ο Μιαούλης, τον αρχιστράτηγο, ότι δεν δύναται ο Καραϊσκάκης, και γράψαν μια διαταγή εις τον Καραϊσκάκη οι καλοί πατριώτες και τόλεγαν ότι κιντύνευε η πατρίς, όταν νάστιβε ο Καραϊσκάκης και οι σύντροφοί του τα πουκάμισά τους, εκίναγε το αίμα από την Αράχωβα, από τον Έπαχτο, από το Δίστομον κι από τον καθημερινό πόλεμο, τότε έγραψαν του Καραϊσκάκη και τόπαιρναν τα συχαρίκια ότι διόρισαν τον Τζούρτζη -κι αυτός να είναι εις την οδηγίαν του. Στοχαστείστε, εσείς οι αναγνώστες. Αυτείνη την εποχή ποιος είχε γνώση διά να σώση την πατρίδα -και ποιος να την χάση. Με τόση δύναμη ο Καραϊσκάκης δεν την έφκειανε φλούδα όλους αυτούς. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ “ΑΠΟΜΝΗΜΝΟΝΕΥΜΑΤΑ”

Από το βιβλίο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ “Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 
“Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος περίμενε το θάνατο”

Μαρτυρίες για τη δολοφονία του Ι. Δραγούμη:

Λεμπέντιεφ (Ρώσος ακόλουθος): Ήμουν στη στάση της οδού Παπαδιαμαντοπούλου και περίμενα το τραμ. Είδαμε οχτώ στρατιώτες μ’ έναν άνθρωπο που πέρασαν ήσυχα – ήσυχα από μπροστά μας. Αν έλειπαν οι ξιφολόγχες απ’ τα χέρια τους, το θέαμα θάταν πολύ φυσικό – τουλάχιστον για τη μέρα εκείνη. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι οι στρατιώτες ήταν κίτρινοι σαν το λεμόνι… Είδα τους στρατιώτες να στήνουν τον άνθρωπο με το άσπρο κοστούμι εμπρός σε ένα τοίχο. Ύστερα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. Τότε μόνο κατάλαβα ότι ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν. Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος, εκατό μέτρα πιο κάτω, περίμενε το θάνατο.

Μαρίκα Κοτοπούλη: Εκείνο το μεσημέρι του ‘20, που έφυγε ο Ίων απ’ την Κηφισιά για να κατέβει στην Αθήνα, είχα πέσει στα πόδια του – τα είχα αγκαλιάσει σφιχτά και του φώναζα: -Μην φύγεις. Σε περιμένουν στου Θων, δεν είδες τον όχλο; Θα σε σκοτώσουν! Και τότε μούπε ο Ίων γελαστά: -Τι κι αν το κάνουν; Έζησα, αγάπησα, πόνεσα, αγωνίστηκα – τα έκανα όλα. Δεν μου χρωστάει, πια, τίποτε άλλο η ζωή…

από το βιβλίο του ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ “Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ” Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

Μαρίκα Κοτοπούλη: Όταν κατάλαβε ο Ίων ότι επρόκειτο να τον εκτελέσουν, έκανε μια χειρονομία σαν να έλεγε: “περιμένετε μια στιγμή”. Από την κακοποίηση που είχε υποστεί μέχρι τότε είχε σπάσει το μονόκλ του μα, όπως όλοι οι κομψοί άνδρες της εποχής του, είχε ένα εφεδρικό. Το φόρεσε και είπε: -Είμαι έτοιμος.

Α. Χριστοδουλάκης (στρατιώτης που συμμετείχε στην εκτέλεση του Ι. Δραγούμη): Άλλοι μας βάλανε… Δεν είπε λέξη (ο Δραγούμης). Στη θέση του σπασμένου μονόκλ έβαλε ένα άλλο. Μας κοίταγε στα μάτια και περίμενε. Πυροβολήσαμε, όταν ο λοχίας μας απείλησε ότι θα μας τουφεκίσει…

από το βιβλίο του Φ. ΗΛΙΑΔΗ ”ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ” Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ 

 

“Δώστε τον μου εμένα να τελειώσω το έργο μου”

Ο Γιάννης Μαγκλής θυμάται τον Ν. Καζαντζάκη:

Ο Καζαντζάκης ήταν ασκητής, προπολεμικά μαγείρευε Δευτέρα και έτρωγε ως το Σάββατο από το ίδιο φαγητό, δεν είχε χρόνο να ξοδεύει, έτρωγε μερικές κουταλιές και γι’ αυτό ήταν αδύνατος, πετσί και κόκαλο ήταν, δούλευε τόσο πολύ που έλεγες “πώς διάολο αντέχει αυτός ο άνθρωπος;” Εφείδετο του χρόνου του, ούτε ένα λεπτό δεν πήγαινε χαμένο, χωρίς δουλειά. Θυμάμαι πολύ καλά, μια μέρα στην Αίγινα, όταν περνούσαμε από τα καφενεία που ήταν γεμάτα και μου ‘λεγε: “Όταν βλέπω αυτούς όλους τους νεοέλληνες, τους τεμπέληδες, που δεν ξέρουν τι να κάνουν και κάθονται στο καφενείο και παίζουν τάβλι ή χαρτιά ή κουβεντιάζουν, μου ‘ρχεται να τους σιμώσω, να τους απλώσω τις χούφτες και να τους πω: Άνθρωποί μου, που δεν ξέρετε τι να τον κάνετε τον καιρό σας, δώστε τον μου εμένα να τελειώσω το έργο μου και να σώσω την ανθρωπιά μου”.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΚΛΗΣ από συνέντευξή του στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ) 27/7/2007

 

“Είναι καιρός πια να επιστραφούν” από τον Γ. Ξενόπουλο

Ο Γ. Ξενόπουλος γράφει για τα μάρμαρα του Παρθενώνα:

…με την αναστήλωση του Παρθενώνα, έγινε κάποια κίνηση για τα “Ελγίνεια μάρμαρα”, τα γλυπτά δηλαδή που άρπαξε τότε από την Ακρόπολη ο λόρδος Έλγιν και τα πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο. Την προκάλεσε αυτή την κίνηση ο ποιητής Αργυρόπουλος, ο Σμυρνιός, μ’ ένα άρθρο του που είχε μεγάλη απήχηση. Μίλησαν γι’ αυτό πολλοί κι εδώ και στην Ευρώπη. Κι όλοι συμφώνησαν με τον ποιητή που διερμήνευσε ένα μύχιο πόθο του Ελληνισμού, ότι τα “Ελγίνεια μάρμαρα” είναι καιρός πια να επιστραφούν από την Αγγλία στην Ελλάδα, να βγουν από το υγρό σύθαμπο του Βρετανικού Μουσείου, όπου τόσο υποφέρουν, και να ξαναμπούν στη θέση τους… 26/6/1930

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ  “ΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ” Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΟΙ ΒΛΑΣΣΗ

 

«Μ. Χατζιδάκις»

Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, στα 1945:

Συχνά γυρίζαμε μαζί στην Αθήνα. Το λεωφορείο, αυτή την ώρα, ήταν άδειο. Καθόμαστε στο πίσω κάθισμα και διηγιόταν ο ένας στον άλλον την τελευταία του μουσική σύνθεση. Με τη φαντασία μας μεταχειριζόμαστε μεγάλες ορχήστρες. “Το θέμα το παίρνουν έξι τρομπόνια”, έλεγε αίφνης για κάποια φανταστική σύνθεση που ονειρευόταν εκείνο τον καιρό. “Και ξαφνικά επεμβαίνουν τρεις άρπες…” και ούτω καθεξής. Μετά το “Καλοκαίρι θα θερίσουμε”, άρχισε να δουλεύει στο θέατρο. Του άρεσε τόσο πολύ, που μια φορά, στο Περοκέ, τον είδα να παίζει σαν κομπάρσος και να τρέχει στη σκηνή. Ακολούθησε τους “Ενωμένους Καλλιτέχνες” στην τουρνέ τους στην επαρχία. Στη Λάρισα, ένα μεσημέρι, μπήκαν οι σούρληδες στο θέατρο για να δείρουν τους κομμουνιστές καλλιτέχνες. Δε βρήκαν όμως παρά μόνο το Μάνο, που έπαιζε μόνος το πιάνο του. Έφαγε και το μερίδιο των άλλων και του σπάσανε και τα δόντια.

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ “ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Ο Βασίλης Βασιλικός θυμάται μια συνομιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι:

Μιαν άλλη φορά, στο ίδιο στέκι, παρόντος και του Γιώργου Μακρή που μόλις είχε υποδεχτεί τον Αλμπέρ Καμί στην Αθήνα (1955) τον ρώτησα γιατί ήταν με τη Δεξιά. “Διότι”, μου απαντά, “οι δεξιοί σού επιτρέπουν και να μην είσαι μαζί τους”.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ από άρθρο του στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ” Σάββατο 13/6/2009

 

“Το τίμημα για να είσαι Έλληνας” από την Α. Φλέμιγκ

Η Αμαλία Φλέμιγκ περιγράφει το διάλογο που είχε με τον Θεοφιλογιαννάκο κατά τη διάρκεια της σύλληψής της από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου:

Την Πέμπτη ήταν κιόλας τρεισήμισι μέρες που βρισκόμουν εκεί. Δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου εδώ και πενήντα οκτώ ώρες, μα εξακολουθούσα να μην πεινάω. Οι φωνές και οι απειλές του Θεοφιλογιαννάκου και η αγωνία μου για τα πρόσωπα που κινδύνευαν ίσως να συλληφθούν μου έφερναν συνεχώς διάθεση για εμετό. Κατά τις δέκα ο Θεοφιλογιαννάκος με κάλεσε και πάλι, αυτή τη φορά για να μου κάνει μια πρόταση: -Μιλήσαμε με τον πρωθυπουργό για σας, μου είπε, και με ποιο τρόπο είναι δυνατό να σας εμποδίσουμε να κάνετε κι άλλο κακό στην πατρίδα μας. Αποφασίσαμε ότι θα είστε λιγότερο επικίνδυνη αν φύγετε στο εξωτερικό. Κάντε μας λοιπόν μια μικρή λίστα των πραγμάτων που θέλετε, να τα βάλουν σε μια βαλίτσα και να σας συνοδέψουμε στο αεροδρόμιο. Πιθανόν να γράψετε κανένα άρθρο, θα πείτε τα δικά σας για λίγο, και ύστερα θα μπείτε στη χορεία των άλλων αλητών, της Ελένης Βλάχου και των άλλων. Τον ρώτησα αν αυτό εσήμαινε ότι θα χάσω την ελληνική μου υπηκοότητα. -Βεβαίως, είπε. Κάθισα πίσω στην καρέκλα μου πιο αναπαυτικά. Ένιωθα τώρα δυνατή. -Με τη θέλησή μου ποτέ δεν φεύγω, είπα. Έμεινε κατάπληκτος. Μου μίλησε για τα μαρτύρια που επρόκειτο να τραβήξω στο ΕΑΤ – ΕΣΑ κατά τις επόμενες μέρες ή βδομάδες της ανακρίσεως, μαρτύρια για τα οποία δεν είχα ιδέα, και για την τελική δικαστική απόφαση που θα μ’ έστελνε για χρόνια στη φυλακή να σαπίσω. -Σας συνιστώ ζωηρώς να δεχθείτε την προσφορά τώρα που σας την κάνουμε. Πιστέψτε με πως γλιτώνετε από πολλά οδυνηρά πράγματα. -Φαίνεται πως το τίμημα για να είσαι Έλληνας είναι πολύ μεγάλο, μα δέχομαι να το καταβάλω, απάντησα. -Θα το μετανιώσετε πικρά, μου είπε.

ΑΜΑΛΙΑ ΦΛΕΜΙΓΚ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

“Ήταν αμίλητος και δακρυσμένος”

Η Δ. Τραυλού περιγράφει την αναγκαστική αναχώρηση του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή από τη Σμύρνη:

Όπως διηγήθηκε ο σχεδιαστής του Πανεπιστημίου Σμύρνης Δημήτρης Δεργαλής στο δημοσιογράφο Θεοδόσιο Δανιηλίδη, στις 23 Αυγούστου 1922 ο Καραθεοδωρή συγκέντρωσε το προσωπικό του Πανεπιστημίου και με τρεμάμενη φωνή είπε: “Φίλοι μου, οι Τούρκοι ένοπλοι έφτασαν προ των πυλών. Δυστυχώς το όραμα της Μεγάλης Ελλάδος για μια ακόμα φορά δύει. Πρέπει όλοι να εγκαταλείψετε το συντομότερο τη Σμύρνη. Έχω έτοιμες συστατικές επιστολές για καθένα από εσάς και λίγα χρήματα από το ταμείο του Πανεπιστημίου. Καλή τύχη και καλή αντάμωση”. Ο Καραθεοδωρή ήταν ο τελευταίος που κλείδωσε την κεντρική πόρτα του κτιρίου του Πανεπιστημίου της Σμύρνης. Οι λυγμοί του συνόδευσαν το γύρισμα στην κλειδαριά του μεγάλου κλειδιού της πόρτας. Το κλειδί αυτό το παρέδωσε αργότερα συμβολικά στον Νικόλαο Πλαστήρα. Ο ίδιος ο Θ. Δανιηλίδης γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο: “Ήμουν έτοιμος να αποπλεύσω με μια κατάμεστη βάρκα, όταν είδα στην προκυμαία τον καθηγητή. Του έκανα νόημα να έρθει, αλλά αυτός προσπαθούσε να παρηγορήσει μια γριούλα. Σχεδόν σηκωτό τον πήγα στη βάρκα. Μέχρι να φτάσουμε στο “Νάξος” είχε στραμμένη την κεφαλή του προς τη μεριά της Σμύρνης που καιγόταν. Ήταν αμίλητος και δακρυσμένος…”

απόσπασμα από άρθρο της ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΤΡΑΥΛΟΥ στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ (εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 13/11/2003) 

 

%CE%95%CE%B3%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

Νίκος Εγγονόπουλος (1910-1985) «Αλέξανδρος ο Φιλίππου και Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»

  

“Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς” από τον Δ. Ψαθά

Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:

Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό. -Ναπολέων Σουκατζίδης! Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα. -Όχι εσύ, Ναπολέων! -Γιατί όχι εγώ; -Εσύ δεν θα τουφεκιστείς. -Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ; -Διακόσιους. -Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας! Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια: -Έχετε γεια, παιδιά. -Ζήτω η Ελλάδα! -Σαν άντρες θα πάμε! Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει. (…) -Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

 

«Αυτός ο λαός είναι μεγάλος»

Ο Γ. Βαλέτας θυμάται μια εκδρομή με τον Κ. Βάρναλη το καλοκαίρι του 1973:

…Ένας άνθρωπος που σήκωνε επάνω του 90 χρόνια, είχε μια μοναδική ευρωστία και διάθεση κατά τη διαδρομή, μιλούσε για τη λογοτεχνική του σύνταξη, που αν την έπαιρνε (αν πρόφταινε) θα καλυτέρευε λίγο τα δύσκολα οικονομικά του. (…) Όταν φτάσαμε στη θάλασσα θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει το μαγιό του. Τον είδαμε να φεύγει μακριά μας και να πέφτει στη θάλασσα τσίτσιδος. Απομακρύνθηκε, τον βλέπαμε να κολυμπά στα βαθιά σαν δελφίνι. Ύστερα πήγαμε στο κέντρο, παράγγειλε για τον εαυτό του ενάμισι κιλό λιθρίνια (ναι! ενάμισι) και τα έφαγε όλα πεσμένος αμίλητος επάνω στο πιάτο. Ήπιε κρασί, έφαγε φρούτα, μίλησε με πόνο για την κατάσταση, για το Βουτυρά, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, είπε διάφορα ανέκδοτα. Σε μια στιγμή, από μια παρέα στο βάθος, ακούστηκαν χειροκροτήματα. “Ο  Βάρναλης, ο Βάρναλης! Γεια σου”. Και άλλα απ’ την άλλη πλευρά, και άλλα από πέρα. Σηκώθηκαν μερικοί νέοι και του φίλησαν το χέρι. Μια παλιά του θαυμάστρια τον φίλησε, την αγκάλιασε. Απάγγειλέ μας κάτι, του λέει μετά στ’ αυτί. Δεν απαγγέλω, δεν έχω φωνή, της λέει. Άρχισε εκείνη και απάγγειλε τους “Μοιραίους”. Σώπα, της λέει, θα μας πάρουν είδηση. Όταν έφυγαν από το τραπέζι μας και καταλάγιασε ο ενθουσιασμός, “να, είδες”, είπε συγκινημένος, “κάτι τέτοια με κρατούν στη ζωή κι ας είμαι πεταγμένος στο περιθώριο… αυτός ο λαός είναι μεγάλος, είναι σαν τη θάλασσα, ποτέ δεν ησυχάζει, ούτε λυγά, ούτε πέφτει”.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ “Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ” άρθρο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1163 Χριστούγεννα 1975

 

«29 Οκτωβρίου 1941» από την Ε. Βλάχου

Η Ελένη Βλάχου γράφει στα ανέκδοτα τετράδια κατοχής με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 1941:

Χθες 28 Οκτωβρίου. Ξεχάστηκαν οι μαύρες αγορές, τα τρόφιμα, τα φασόλια, οι στενοχώριες. Όλοι γυρίσαμε ένα χρόνο πίσω, σ’ εκείνο το θαυμάσιο πρωινό που είχαμε ξυπνήσει όλοι ήρωες, πολεμιστές, γενναίοι, χαρούμενοι μελλοθάνατοι. Κάπως δόθηκε το σύνθημα, και όλοι ξεκινήσαμε με λουλούδια για τον τάφο του Άγνωστου Στρατιώτη. Εκεί φοιτητές και φοιτήτριες τραγουδούσαν τον Ύμνο. Ήρθε η Αστυνομία, τους έδιωξε. Τρέξαν πίσω από το Παλάτι, έριξαν δάφνες και λουλούδια. Όταν έκλεισαν το δρόμο από εκεί, το ρεύμα επήγε στον Ξάνθο, στα αγάλματα του Πεδίου του Άρεως, όπου έβρισκε ένα κομματάκι μάρμαρο που να συμβολίζει Επανάσταση, ελευθερία…

ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΥ “ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ” Εκδόσεις ΖΗΔΡΟΣ

 

“Η γνώση της Ιστορίας” από τον Μ. Ανδρόνικο

Στην πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου φοιτούσα σ’ ένα σχολείο που βρισκόταν στην οδό Φιλικής Εταιρείας, ανάμεσα στο Λευκό Πύργο και στην Καμάρα, δίπλα στην οδό Εθνικής Αμύνης και στα Δικαστήρια. Η δασκάλα μας λοιπόν μας ξεναγούσε, θα έλεγα, πρώτα πρώτα στη γειτονιά μας. Δε θυμούμαι βέβαια τις λεπτομέρειες, όμως θυμούμαι πως μας εξήγησε γιατί ο δρόμος λεγόταν οδός Φιλικής Εταιρείας, γιατί ο διπλανός λεγόταν οδός Εθνικής Αμύνης, τι ήταν ο Λευκός Πύργος και τι η Καμάρα κ.ο.κ. Έτσι άρχισε να μπαίνει στο παιδικό μυαλό μας η γνώση της Ιστορίας που ήταν δεμένη με τον τόπο μας και με την ίδια μας τη ζωή. Ο ένας δρόμος ύστερα από τον άλλον έπαυαν να είναι άγνωστα και άχρωμα ονόματα και αποχτούσαν για μας τη δική τους ιστορία. Πολύ γρήγορα έμαθα γιατί ο δρόμος όπου έμενα λεγόταν οδός Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και ως σήμερα δεν ξέχασα τον Κρητικό επαναστάτη Μανουσογιαννάκη, που τον είχε τιμήσει η πόλη μας δίνοντας το όνομά του σ’ ένα γειτονικό δρόμο (αμφιβάλλω αν οι σημερινοί κάτοικοι του δρόμου γνωρίζουν τον ηρωικό καπετάνιο που αξιώθηκε από τον Καποδίστρια τον τίτλο του στρατάρχη). 2/6/1991 εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΙΒΩΤΟΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 

 

“Ανάστασι δίχως σταυρό τίποτα δεν λογίζει”

Μαρτυρίες για τον Ρούσο Κούνδουρο:

Μιχάλης Κοκολάκης: (Ο Ρ. Κούνδουρος) πήγε στις αρχές Μαΐου 1944 στην Παγκρήτια σύσκεψη της επιτροπής του ΕΑΜ στα Χανιά και γύρισε ενθουσιασμένος από τη δράση του ΕΑΜ στην Κρήτη. Μετά τη σύλληψή του είπε σ’ εκείνους που τον επισκέφθηκαν στις επανορθωτικές κάτω φυλακές του Ηρακλείου ότι τον κατηγορούν ως κομμουνιστή και οργανωτή ανταρτών, κυρίως ο Δεσπότης και κύκλοι “λογίων” γύρω απ’ αυτόν. Παρά τις κινητοποιήσεις φίλων, συγγενών και συναδέλφων του προς το Δεσπότη να διαψεύσει και να ανακαλέσει τα όσα είχε πει και κάνει για τον Ρούσο Κούνδουρο, ειδεμή θα τον εκτελούσαν, όχι μόνο δεν έκαμε τίποτε, αλλά συνέχισε τα από άμβωνος κηρύγματα κατά των ΕΑΜοκομμουνιστών και των αρχηγών τους, αφήνοντας να εννοηθεί η ενοχή του Κούνδουρου.

Μάρκος Ζουριδάκις: Μου εκμυστηρεύθηκε ότι δεν ήταν κομμουνιστής αλλά συνεργαζόταν με όλους τους πατριώτες για να κτυπηθούν οι κατακτητές. Πιστεύω ότι σ’ αυτόν κυρίως οφείλεται η εξάπλωση της οργανωμένης αντίστασης στο Λασίθι.

Εμμ. Μ. Τσιριμονάκης: Όταν το γερμανικό αυτοκίνητο που τον μετέφερε μαζί με άλλους στα Χανιά, σταμάτησε στο Ρέθυμνο πλησίον καφενείου, φίλοι του προσωπικοί, διαπιστώνοντες τη χαλαρότητα της φρουρήσεως από τους Γερμανούς, του επρότειναν να δραπετεύσει υπό την προστασίαν των. Αυτός όμως απάντησε: “Και οι άλλοι που θα μείνουν τι θα πούν; Δεν αναλογίζεσθε τι μπορούν να πάθουν από τους Γερμανούς, αυτοί, η οικογένειά μου, σεις και άλλοι εδώ; Όχι! Δεν φεύγω, ευχαριστώ. Αντιμετωπίζω με ψυχραιμία τα πάντα…”

Μια ώρα πριν εκτελεστεί έγραψε στον τοίχο του κελιού του: Ανάστασι δίχως σταυρό, τίποτα δεν λογίζει, και λευτεριά δίχως σκλαβιά, τίποτα δεν αξίζει.

από το βιβλίο του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΥΛΑΚΗ “ΡΟΥΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ 1891-1944″ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

 

«Κυκλώσατε λαοί» από τον Ε. Λούντζη

Ο Ερμάννος Λούντζης διηγείται τις εμπειρίες του από το πρώτο σχολείο στο οποίο φοίτησε στη Ζάκυνθο στις αρχές της δεκαετίας του 1810:

Εκ της νηπιότητός μου ενθυμούμαι το πρώτον σχολείον το οποίο εσύχναζον. Προς την άκραν της Πλατείας Ρούγας, κατά το βόρειον μέρος, κείται εκκλησία εις τον Άγιον Στέφανον αφιερωμένη. Όπισθεν αυτής, εισερχομένον τινός εκ της πύλης, υπό το κωδωνοστάσιον, εις τινας τότε οικίσκους εν ώρα θέρους, και τον χειμώνα εις το γυναικωνίτη της εκκλησίας, ο αναγνώστης Κριεζής είχε το σχολείον του. Αφού εν αυτώ τω σχολείω έμαθον το αλφάβητον, ήρχισα και την ανάγνωσιν εις το Οκτωήχι. Η ούτως δε λεγόμενη ανάγνωσις συνίστατο εις το να διακρατώ εις την μνήμην φθόγγους, τους οποίους ουδαμώς ηννόουν. “Κυκλώσατε λαοί”, ενθυμούμαι ότι ήσαν αι πρώται λέξεις του τροπαρίου, πρώτου κειμένου της αναγνώσεως. Το κυκλώσατε διά της αναλογίας της φωνής με την λέξιν κλώσσα είχεν ίσια ίσια διεγείρει εις τον νουν μου την ιδέα της κλώσσης. Ψιττακίζοντος δε του τροπαρίου, πάντοτε παρίστατο εις την φαντασία μου, κλώσσα περιεστοιχισμένη από τα κλωσσοπούλια της. Τοιουτοτρόπως εφήρμοζα τας εννοίας εις τας μανθανομένας λέξεις.

ΕΡΜΑΝΝΟΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ “ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ”

exp_01_05

Δημήτρης Γέρος «Μήλο»

 

“Σιωπή”

Η Πηνελόπη Δέλτα πήρε το δηλητήριο στις 10 το πρωί της 27ης Απριλίου 1941, τη στιγμή που υψωνόταν στην Ακρόπολη η γερμανική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Αναζήτησαν τις κόρες της. Βρήκαν την κ. Ζάννα. Όταν την είδε, η μητέρα της της είπε: -Γιατί άφησες τη δουλειά σου; Σε χρειάζονται οι πληγωμένοι… Και με σβησμένη φωνή, προσέθεσε: -Να με θάψετε στον κήπο. Στην ταφόπετρα να γράψετε μόνο τη λέξη: ΣΙΩΠΗ

Γ. ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 27/4/1969 από το βιβλίο “ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΄40-΄41″ των Κ. ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑ – Μ. ΦΑΦΑΛΙΟΥ

 
“Ήταν δημιουργός πραγματικός” από τον Α. Φασιανό 

Το 1959 μας πήγε μερικά παιδιά ο αρχιτέκτων Π. Μυλωνάς στη Μυτιλήνη να καταγράψουμε ταβάνια, σπίτια και έργα. Τότε όλα αυτά ήταν εν τη γενέσει. Εγώ ζήτησα από τον Π. Μυλωνά να με στείλει στην Αγιάσσο να αντιγράψω έργα του Θεόφιλου σε καφενεία, σε τοίχους που ήταν ετοιμόρροποι. Και πράγματι, βρήκα ένα εγκαταλελειμμένο καφενείο και άρχισα να αντιγράφω με διαφανές την τοιχογραφία. Σε λίγο έρχεται μια γριά μαυροφόρα και άρχισε να σπάει καρύδια στο σκαλί του καφενείου. Μου λέει: “Παιδάκι μου τον ήξερα τον Θεόφιλο εγώ. Φορούσε μια φουστανέλα λερή, που μπορούσες ν’ ακονίσεις μαχαίρια απ’ τη λίγδα, ήταν παλιοελλαδίτης”. Προφανώς γιατί είχε μακριά φουστανέλα κι όχι βράκες. “Και τι έγινε;” τη ρωτώ. “Αχ παιδάκι μου, του λέω, τι είναι αυτό που ζωγραφίζεις; Μου λέει: Είναι μια γυναίκα που θυσίασε τη ζωή της για να σώσει την Ελλάδα”. Πραγματικά, ο Θεόφιλος είχε ζωγραφίσει τη θυσία της Ιφιγένειας και το αισθάνθηκε έτσι ακριβώς. Ότι θυσιάστηκε στην κυριολεξία για το καλό των Ελλήνων. Βλέπουμε λοιπόν το μεγαλείο του Θεόφιλου. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους ζωγράφους τους Έλληνες της σχολής του Μονάχου, ή από τους άλλους που πήγαν στη Γαλλία ή στην Ολλανδία και μας έφεραν τα φώτα του ρομαντισμού, τον εμπρεσιονισμό και τις καραβογραφίες. Δεν ήταν εισαγωγέας τέχνης. Ήταν δημιουργός πραγματικός.

απόσπασμα από κείμενο του ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ για τον ΘΕΟΦΙΛΟ που γράφτηκε στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ (Νοέμβρης – Δεκέμβρης 2002)

 

“Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο” από τον Ο. Ελύτη

Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι, που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του “αχμάκη”, του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε. (…) Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ήθελε, βέβαια, να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα ‘λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του “αχμάκη” που, σίγουρα, σ’ όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων.

Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.

Μια μέρα, Ιούλιος του ‘65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει. (…) Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.

αποσπάσματα από το βιβλίο του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ “Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ

 

“Το σακάκι μου να το φοράς ώσπου να κουρελιαστεί”

Ο Νίκος Μπαλής, φοιτητής από τη Θεσσαλονίκη, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μαζί με άλλους 59 συγκρατούμενούς του στις 3/3/1944. Στο τελευταίο του γράμμα έγραψε τα εξής:

Πατέρα μου μη λυπηθείς για το θάνατό μου. Όποιος ξέρει να ζει, ξέρει και να πεθαίνει. Δεν είμαι ο μόνος που σκοτώνεται για την Ελλάδα και την ανθρωπότητα. Να παρηγορείς τη μητέρα μου και να ξέρεις  ότι το μυστικό για το οποίο με βασάνιζαν, το πήρα μαζί μου για τον άλλο κόσμο και σώθηκαν οι σύντροφοί μου. Το σακάκι μου το πράσινο να το φοράς, ώσπου να κουρελιαστεί για να με θυμάσαι και να συνεχίσεις τον αγώνα μας μέχρι να ξεριζωθεί από τον τόπο μας κάθε ίχνος φασισμού.  Νίκος

από το βιβλίο του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗ “ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ” Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ 

 

«Το διαβάσαμε μονορούφι» από τον Α. Εφταλιώτη

Ο Αργύρης Εφταλιώτης διηγείται πώς ήρθε σε επαφή με το έργο του Ψυχάρη:

Δεν περνάει πολύς καιρός και βγαίνει το «Ταξίδι». Θυμούμαι την πρωινή που τόλαβε ο Πάλλης και σαν τρελός μου φώναξε: «Νάτα αυτά που σούλεγα. Διάβασε και να δεις». Το διαβάσαμε μονορούφι το έργο. Η αλλαγή ήρθε αμέσως μοναχή της. Ανακάλυψα άξαφνα πως μπορούσα να γράφω ό,τι θέλω στη μητρική τη γλώσσα δίχως μήτε τη μισή τη δυσκολία που έβρισκα γράφοντας καθαρεύουσα… (ΝΟΥΜΑΣ 1910)

ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ απόσπασμα από την εισαγωγή στις «ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ

exp_01_21

Θεόδωρος Πανταλέων «Γυναίκα»

 

“Οι Γερμανοί έμειναν κοκαλωμένοι, κατακίτρινοι” από τον Γ. Καζάκο

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι κομμουνιστές κρατούμενοι στον Αη Στράτη -εξόριστοι εκεί από τη δικτατορία του Μεταξά- αφέθηκαν από τους Έλληνες δεσμοφύλακές τους να πεθάνουν από την πείνα. (Στο θέαμα των ετοιμοθάνατων κρατουμένων λύγισαν ακόμα κι οι Γερμανοί όταν επισκέφθηκαν τον Αη-Στράτη):

Μπροστά τους τέσσερις νεκροί περίμεναν άταφοι. Όλοι οι άλλοι, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους, ζωντανά πτώματα, αποσκελετωμένα, άπνοα. Δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις αν ήταν ακόμα ζωντανοί ή αν ήταν πεθαμένοι από μέρες. Οι Γερμανοί έμειναν κοκαλωμένοι, κατακίτρινοι και τελικά ο πιο ανώτερος φώναξε: -Μα τι είναι, τέλος πάντων, εδώ μέσα;… (…) Σε λίγο έφτασε κι ο Βουδικλάρης. Με την εμφάνισή του ακούστηκε ένα ομαδικό μούγκρισμα διαμαρτυρίας απ’ τους κατάκοιτους συντρόφους. Ο Βουδικλάρης είχε αρχίσει να τρέμει. Ο Γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε να του πει, ποιος του έδωσε διαταγή γι’ αυτά τα μέτρα που είχε πάρει. Ο Βουδικλάρης, αφού ξεροκατάπιε μερικές φορές, έντονα ταραγμένος, βρήκε τη δύναμη να πει πως ήταν διαταγή της Γερμανικής Διοίκησης της Λήμνου. Οι Γερμανοί του ζήτησαν τη διαταγή κι αυτός, μουδιασμένος, τους είπε πως ήταν προφορική η διαταγή. Οι Γερμανοί φαίνεται πως είχαν αντίρρηση κι έβαλαν τις φωνές, σα να τον έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν δυο Γερμανοί στρατιώτες με τρόφιμα μέσα σε σακιά κι άρχισαν να τα μοιράζουν στα κρεβάτια των αρρώστων, δίπλα στο προσκέφαλό τους. Κανείς όμως δεν είχε τη δύναμη ν’ απλώσει το χέρι του για να πάρει απ’ αυτά που τόσο είχε ανάγκη. Οι Γερμανοί απόρησαν και ρώτησαν το σύντροφο Λαζανά που τους εξήγησε πως δεν έχουν τη δύναμη ν’ απλώσουν το χέρι τους απ’ την εξάντληση. Για λίγο στάθηκαν παρατηρώντας ένα γύρω το θάλαμο με τους ετοιμοθάνατους ακίνητους, σα νεκρούς, χωρίς να βγάλουν λέξη. Μας χαιρέτησαν κι έφυγαν.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΖΑΚΟΣ “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ” Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

 

“Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας”

Η Δέσποινα Ροδοπούλου Καραθεοδωρή, κόρη του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, διηγείται τις παρακάτω αναμνήσεις της:

Έζησα μικρή στο Γκέτιγκεν. Κάποια μέρα η μητέρα είπε σ’ εμένα και στον αδελφό μου, τον Στέφανο, ότι θα πάμε ένα μακρινό ταξίδι σε μια ωραία πόλη που την έλεγαν Σμύρνη. Εγκατασταθήκαμε σε ένα ωραίο σπίτι στη συνοικία Μπουζά. Για να τελειοποιήσω τα ελληνικά μου ο πατέρας μ’ έγραψε σ’ ένα ελληνικό Δημοτικό Σχολείο της Σμύρνης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο δάσκαλος είπε στον πατέρα μου: “Δεν μπορώ να βάλω την κόρη ενός Καραθεοδωρή στην Α΄τάξη. Θα τη βάλω στη Β΄” Έτσι λοιπόν πήδηξα, ελέω Καραθεοδωρή, μια τάξη. Θυμάμαι τις βόλτες που κάναμε η μητέρα μου, ο αδελφός μου κι εγώ στην ωραία προκυμαία της Σμύρνης. Εντύπωση μου έκανε ο σεβασμός και η αγάπη που έδειχνε ο κόσμος στη μητέρα και στον πατέρα μου. Μια μέρα ο πατέρας μας είπε θορυβημένος ότι θα πηγαίναμε στη Σάμο για… εκδρομή και ότι θα μέναμε σ’ ένα σπίτι που είχε νοικιάσει. Έτσι κι έγινε. Μετά τρεις ημέρες έπεσε στα χέρια των Τούρκων η Σμύρνη. Ο πατέρας μου έφυγε από τους τελευταίους…

Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή ήταν ένας ευσεβής χριστιανός. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία, στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου του Μονάχου. Μετά τη θεία λειτουργία ένας αρχιμανδρίτης έκανε κατήχηση στα μικρά παιδιά, μεταξύ των οποίων σ’ εμένα και στον αδελφό μου. Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας. Αγαπούσε την πατρίδα. Και λέγοντας πατρίδα εννοώ τη Μεγάλη Ελλάδα όπως την είχε φανταστεί το γένος Καραθεοδωρή. Στο σπίτι μιλούσαμε μόνο ελληνικά. Ο πατέρας μας μιλούσε μ’ ενθουσιασμό για την Αρχαία Ελλάδα. Αισθανόταν υπερήφανος που ήταν Έλληνας.

Μια καλοκαιρινή ημέρα του 1932 καθόμασταν στη βεράντα του σπιτιού μας στο Μόναχο, όταν ήρθε μια τσαλακωμένη επιστολή από το υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας. Η επιστολή αυτή, την οποία υπέγραφε  ένας διοικητικός υπάλληλος, πληροφορούσε τον πατέρα μου ότι από 26-7-1932 παύεται από τη θέση του κυβερνητικού επιτρόπου των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι ότι ο διορισμός του στη θέση αυτή είχε την υπογραφή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η απόλυσή του από την κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου είχε την υπογραφή ενός γραμματέως γ΄. Ο πατέρας στενοχωρήθηκε πολύ, γιατί αφιλοκερδώς βοηθούσε πάντα το ελληνικό κράτος. Τρεις φορές του έγινε πρόταση από πρωτοκλασάτα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ για να διδάξει σε αυτά. Θυμάμαι ότι πάντα έλεγε στη μητέρα: “Δεν θέλω να πάρουν τα παιδιά αμερικάνικη αγωγή”.

αποσπάσματα από κείμενο της  ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗ που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ (εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 13/11/2003)

 

“Στον τάφο του Καζαντζάκη”

Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει μια επίσκεψή της στον τάφο του Καζαντζάκη:

Αργά, μετά τη δεξίωση πρότεινα στη Φανή να πάμε λίγο πάλι στον τάφο μοναχές για τελευταία φορά. Μια στιγμή περισυλλογής. Σκοτάδι. Ό,τι φώτιζαν οι χαμηλωμένοι φάροι του αμαξιού. Και τότε απίθανη πρόβαλε μια εικόνα μέσα στη νύχτα. Δυο ερωτευμένα παιδιά, αγκαλιασμένα πάνω στην πέτρα του τάφου του Καζαντζάκη, πλάι στον ξύλινο σταυρό. Ξαφνικά φωτίστηκαν. Πετάχτηκαν όρθια. Το παληκάρι άλαλο, αμήχανο, η όμορφη κοπέλα τρεμάμενη, φοβισμένη. “Είναι μυστικό μεγάλο, θα με σκοτώσουν οι δικοί μου”. Την αγκάλιασα. “Μη φοβάσαι, κοριτσάκι μου, κανείς μα κανείς δε θα το μάθει, να είσαι ήσυχη”. Και φύγαμε αμέσως και τους αφήσαμε πάλι μες στο σκοτάδι, και παρακάλεσα τους συνοδούς μας να κρατήσουν αυστηρό το μυστικό. Τι μεγάλη προσφορά στον Καζαντζάκη, δυο νέα παιδιά να μιλούν για τον έρωτά τους πάνω στον τάφο του.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

tz09-450-a

Γιάννης Ψυχοπαίδης «Ηνίοχος»

 

“Τελείως μη ενδιαφέρον”

Η Αμαλία Φλέμιγκ διηγείται πώς ο σύζυγός της, Αλεξάντερ Φλέμιγκ, έφτασε στην ανακάλυψη της πενικιλίνης:

Συνέχισε την προσπάθεια να βρει μια ουσία που να μπορούσε επιλεκτικά μέσα στον οργανισμό να σκοτώνει τα μικρόβια χωρίς να πειράζει τα ανθρώπινα κύτταρα. Καταλαβαίνετε ότι αυτό έμοιαζε τελείως παράλογο και όλοι λέγανε ότι δεν είναι δυνατόν να βρεθεί μια τέτοια ουσία. Γιατί να διάλεγε να σκοτώνει τα μικρόβια και να μην πειράζει τα ανθρώπινα κύτταρα. (…) Και το 1928 εξετάζοντας μια καλλιέργεια από σταφυλοκκόκους τη βλέπει μία μέρα ότι μολύνθηκε με ένα μύκητα που ήξερε ποιος ήταν, μια μούχλα. Γύρω απ’ αυτή τη μούχλα είχαν διαλυθεί οι αποικίες του σταφυλοκκόκου. Από κίτρινες που ήταν, είχαν γίνει διαυγείς. Επειδή, όπως σας είπα, είχε απόλυτη γνώση των μικροβίων και τι μπορούν να κάνουνε, το είδε αυτό και ήταν μπροστά ένας βοηθός του, είπε για στάσου, αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, για να το δούμε και επήρε απ’  αυτή τη μούχλα, την καλλιέργησε κι άρχισε να τη μελετά, δηλαδή τι κάνει και σκέφθηκε ακριβώς ότι έχει αντιβιοτικές ικανότητες. Αυτή η μούχλα ήταν πενικίλιο και την ονόμασε πενικιλίνη. Έκανε μια ομιλία πάνω σ’ αυτό και το βρήκαν έτσι τελείως μη ενδιαφέρον, όπως γίνεται για πράγματα που δεν ξέρουν και εξακολούθησε να εργάζεται πάνω σ’ αυτό αλλά χωρίς να μπορεί να την απομονώσει για να την κάνει σε ενέσεις να τη δώσει σε αρρώστους.

ΑΜΑΛΙΑ ΦΛΕΜΙΓΚ από αφήγησή της στην εκπομπή της ΕΡΤ “ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ”

 

“Κανείς δεν γκρινιάζει” από τον Γ. Ρούσσο

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Γεωργίου Ρούσσου, ο οποίος κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41 βρέθηκε στο μέτωπο απεσταλμένος του Βήματος και των Νέων:

Ο Μελάς με τσατίζει. Πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και κάνει τάχα επιτόπιο ρεπορτάζ. Μπαρούφες. Δημοσιογραφία εντυπώσεων. Ύμνοι και κόντρα ύμνοι. Πώς είναι δυνατόν να γράψεις για το τι συμβαίνει όταν έχεις από πάνω σου δυο λογοκρισίες; Τη μια, του μικρού Επιτελείου που εδρεύει στα Γιάννινα, και την άλλη, του μεγάλου Επιτελείου στην Αθήνα; Εγώ προτίμησα μια άλλη γραμμή. Πηγαίνω κάθε μεσημέρι στα νοσοκομεία και κουβεντιάζω με τους τραυματίες, φαντάρους και αξιωματικούς. Μου λένε τα πάντα. Εντυπωσιακό στοιχείο: Κανείς δεν γκρινιάζει. Για τίποτα! Κι ας είναι όλοι με κρυοπαγήματα, με σφαίρες στα πλευρά, με κομμένα άλλος χέρια, άλλος πόδια.

Ο Μανιαδάκης έστειλε έναν ταγματάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, τον Πολιτόπουλο, στον Παπακωνσταντίνου και σ’ εμένα για να του πούμε τι βλέπουμε στο Μέτωπο, επειδή είμαστε γνωστοί αντικαθεστωτικοί. (…) Του τα ‘πα χύμα. Και κυρίως του μίλησα για τους μόνιμους αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους κάνουν το παν για να μην προωθηθούν στη ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά να μείνουν στις μεγάλες πόλεις – κυρίως στα Γιάννινα.

Κρυώνω πολύ και φοβάμαι. Γίνονται δυο βομβαρδισμοί τη μέρα. Κι έχουμε κι έξι εφτά συναγερμούς. Τρέχω συνεχώς. Για ν’ αποφύγω τις βόμβες αλλά και για να ζεσταίνομαι. Τα καταφύγια πάντως μάπα. Έτσι και πέσει βόμβα, ούτε κοκαλάκι δεν θα μείνει.

Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, όχι μόνο σε πολεμοφόδια, αλλά και σε τρόφιμα και σε φάρμακα. Και οι μετακινήσεις δράμα. Πολλοί αεροκοπάνε. Φλεβάρης, τώρα, και σε μια αποθήκη βρέθηκαν κουραμπιέδες που έπρεπε να έχουν διανεμηθεί στους φαντάρους από τα Χριστούγεννα! Καταλαβαίνεις τι λούστροι υπάρχουνε;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ από το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

«Δεν ξεχνώ»

Ο Νίκος Δήμου περιγράφει πώς δημιουργήθηκε το σήμα σύμβολο για την Κύπρο “Δεν ξεχνώ”:

Το σήμα σύμβολο για την Κύπρο “Δεν ξεχνώ” δημιουργήθηκε το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974 την ημέρα που ο δεύτερος Αττίλας έκοψε την Κύπρο στα δύο. Ακούγοντας τα νέα στο ραδιόφωνο, οραματίστηκα την Κύπρο μαχαιρωμένη, και την γραμμή του Αττίλα σαν μια ροή πηγμένου αίματος που σιγόσταζε. Όταν έφτασα στο γραφείο μου (τότε είχα τη διαφημιστική εταιρεία) κάλεσα τον διευθυντή του σχεδιαστηρίου, τον Διονύση Γεωργιόπουλο, του έδωσα ένα χάρτη της Κύπρου, την ιδέα και το κείμενο. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Τυπώσαμε χιλιάδες αυτοκόλλητα, τα στείλαμε στις εφημερίδες και κατακλυσθήκαμε από αιτήσεις. Τυπώσαμε όσα μπορούσαμε, κάναμε αντίγραφα της μακέτας και τα δίναμε σε όποιον ήθελε να τυπώσει για λογαριασμό του, μεταφράσαμε το σύνθημα σε πολλές γλώσσες (μας το ζητούσαν, μαζί με μακέτες, Έλληνες φοιτητές από όλο τον κόσμο). Πήραμε εκατοντάδες γράμματα – το σημαντικότερο από τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Τώρα το σήμα-σύμβολο έχει γίνει κοινό κτήμα – ελάχιστοι άνθρωποι γνωρίζουν την προέλευσή του. Αλλά για μένα είναι κάτι πολύ προσωπικό: ένας φόρος τιμής και αγάπης στα μέρη εκείνα της Κύπρου – Κυρήνεια, Μπελλαπάις, Σαλαμίνα, Αμμόχωστο – που είχα επισκεφθεί και αγαπήσει τρία χρόνια πριν την εισβολή.

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ (από το blog του Ν. Δήμου www.ndimou.gr)

cyprus  

 

“Απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη” από τον Μ. Ανδρόνικο

Ο Μανόλης Ανδρόνικος διηγείται το χρονικό της ανακάλυψης του τάφου του Φιλίππου Β΄ στη Βεργίνα:

Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…) Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο.

Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. 

Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. 

Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…) Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύληπτη εικόνα. 

Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε. 

αποσπάσματα από το βιβλίο του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ “ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ” Εκδόσεις ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ 

 

“Αμείβονται μόνο οι βαθμοφόροι”

Ο Ζάχος Χατζηφωτίου διηγείται πώς κέρδισε εύφημο μνεία στη μάχη του Ελ Αλαμέιν, σώζοντας από το ναρκοπέδιο ένα Νεοζηλανδό Συνταγματάρχη:

“Σταύρακα, έλα εδώ”, του λέω. “Θα πατάς επάνω μου, στις ίδιες πατημασιές. Μπρος, πάμε… Θα μπούμε μέσα”, όπου πραγματικά, για έναν που ήξερε δεν ήταν τραγικό, φαινόταν καθαρά πού υπήρχε νάρκη. Φαίνεται, είχε φυσήξει την προηγούμενη και τις είχε σχεδόν ξεσκεπάσει.

“Πάμε”, λέω του Σταύρακα και προχώρησα. Με μεγάλη προσοχή πάταγα ανάμεσα στις νάρκες, που ήταν μάλιστα πολύ πυκνές. Όσο πλησιάζαμε, του μίλαγα του Εγγλέζου, για να βεβαιωθώ πως ήταν Άγγλος, δεδομένου ότι ψιλοφοβόμουν. Και όταν πλησίασα, τι να δω; Όπως ήταν πεσμένος, μέσα στα αίματα, βλέπω τους ώμους του και είχε τρία χρυσά άστρα και κορόνα. “Ποπό”, έκανα “full colonel”, συνταγματάρχης φουλ ο άνθρωπος. Κράταγε το πόδι του, βόσκαγε και το έτριβε… αλλά το πόδι αυτό δεν πόναγε, γιατί ήταν τελείως κομμένο, από το γόνατο και κάτω. Το έτριβε, γιατί νόμιζε ότι αυτό πονάει, ενώ τον πόναγε το άλλο κομμάτι, από το γόνατο και πάνω. Πάντως είχε χάσει πολύ αίμα και ήταν σχεδόν λιπόθυμος. Τον έπιασε ο Σταύρακας από τη μέση και εγώ από τους ώμους και βγήκαμε, πατώντας στα ίδια πατήματα, με μεγάλη προσοχή. Εντωμεταξύ ο Εγγλέζος δεν μίλαγε, είχε φαίνεται λιποθυμήσει. Οπότε ο Σταύρακας αντέδρασε. “Έχει γούστο να πεθάνει ο κερατάς και να μπήκαμε τζάμπα εδώ μέσα”. “Να ζητήσεις τα ρέστα από τους κληρονόμους του”, του είπα και εντωμεταξύ βγήκαμε από το ναρκοπέδιο. Τον πήγαμε τρεχάλα, αυτόν και το πόδι του, καμιά τρακοσαριά μέτρα, εκεί όπου είχαμε αφήσει το τζιπ, τον βάλαμε μέσα και φτάσαμε στο λόχο. Ειδοποιήθηκαν οι Άγγλοι, ήρθαν και τον πήραν. Τελικά, φαίνεται, σώθηκε, με ένα πόδι βεβαίως, γιατί αργότερα, όταν τελείωσε η μάχη του Ελ Αλαμέιν, ήρθε μια διαταγή στη μονάδα μου από τους Εγγλέζους, που μου απένειμε εύφημο μνεία, γιατί -έλεγε- με κίνδυνο της ζωής μου έσωσα το …Νεοζηλανδό συνταγματάρχη Τόμας Ουίλκινσον. Εύγε μου, είπα και εγώ και ρώτησα: “Τον Σταύρακα δεν του έδωσαν εύφημο μνεία;” “Όχι”, μου είπε ο διοικητής μου, ο οποίος ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, που τον λέγανε Νίκο Μέντζα, από την Καβάλα, “αμείβονται μόνο οι βαθμοφόροι”.

ΖΑΧΟΣ ΧΑΤΖΗΦΩΤΙΟΥ “ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ” Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ

 
“Να παίρνουν στο στόμα τους το Χριστό και την Παναγία”

Η Ευδοκία Επέογλου Μπακαλάκη περιγράφει τους Τουρκόφωνους Έλληνες (Ρουμ) της Αμάσειας (70 χιλ. νότια της Σαμψούντας):

Ακούγοντας λοιπόν για τη λιτή διαίτα των Ελλήνων με λάδι, ελιές και ρέγγες, για το μέρα ψώνιζε – μέρα φάγε, για την απλυσιά τους μια και δεν είχαν χαμάμια, για την αχτενισιά των γυναικών μη χαλάσουν οι ψιλές κοτσίδες που έπλεκαν τα μαλλιά τους, και το πιο αδιανόητο, να μην έχουν “αναγκαίον” (αποχωρητήριο) στα σπίτια τους, κι αυτά όλα σε μια χώρα που την έκαιγε ο ήλιος και να μην είχαν κι “αμπέλια” να παραθερίζουν, έβλεπαν ότι σε τίποτε δεν τους έμοιαζαν, κι ας ήταν κι “εκείνοι” Έλληνες. Τίποτε δεν τους ταίριαζε κι η διαφορά μεγάλωνε και βάθαινε. Και πάνω απ’ όλα ακούγοντας ότι οι Ελλαδίτες πάνω στο θυμό τους μπορούσαν να παίρνουν στο στόμα τους το Χριστό και την Παναγία και να βρίζουν τα ιερά και τα όσια, διαφοροποιούσαν θρησκευτικά τον εαυτό τους, και φυσικά θεωρούσαν τους Γιονάν όχι καλούς χριστιανούς όπως ήταν οι Ρουμ.

ΕΥΔΟΚΙΑ ΕΠΕΟΓΛΟΥ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ “Η ΑΜΑΣΕΙΑ” Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

 

“Ό,τι πολυτιμότερο είχαν”

Ο Τηλέμαχος Γάριος θυμάται το βράδυ της 19ης Απριλίου 1910, όταν ο κομήτης του Χάλεϊ πέρασε κοντά από τη γη.

Σε στενόχωρη όμως θέση είχε βρεθεί τότε και ο σοφός διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών Δημ. Αιγινίτης. Τού ‘χαν κολλήσει οι συνάδελφοι: “Θα καταστρέψει, κ. καθηγητά, ο κομήτης τον κόσμο;” “Αναμείνατε, κύριοι, θα σας απαντήσω αργότερα”. Και μετρούσε και ξαναμετρούσε αριθμούς και βιβλία και αγνάντευε με τα τηλεσκόπια τον αχανή ουρανό. Απάντηση όμως δεν έβρισκε. Οπότε, ο πανέξυπνος Μωραΐτης κλητήρας του, τού ‘λυσε το πρόβλημα: “Κύριε Αιγινίτη, να πείτε πως δεν θα πέσει…” “Κι αν πέσει, Γιάννη;” “Ε, τότε, κ. καθηγητά, ποιος θα ζει, για να σε πει ψεύτη!” Έτσι έγιναν οι καθησυχαστικές δηλώσεις. Βγήκανε παραρτήματα. Ποιος να το πιστέψει όμως; Και έτσι εκείνο το βράδυ όλοι οι Αθηναίοι ξενύχτησαν με την ψυχή στα χείλη, στους λοφίσκους των Αθηνών. Για να δουν, χωρίς καμιά τραγική συνέπεια, τα ξημερώματα, την ουρά του κομήτη να περνάει μακριά από τη Γη, σαν ένα μαργαριταρένιο αιθέριο κόσμημα, στον αλαβάστρινο λαιμό ωραίας γυναίκας. Το μόνο δε παρατράγουδο εκείνης της νύκτας ήταν πως αρκετές μωρές παρθένες έχασαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν. Και η αφεντιά μου με τον πολυαγαπημένο μου αδελφό Δρόσο φάγαμε δύο μεγάλα βάζα γλυκό νεραντζάκι, για να μην πάει χαμένο – με συνέπειες ευνόητες.

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΓΑΡΙΟΣ “ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΘΗΝΑ” Εκδόσεις ΓΙΑΝΝΗΣ Β. ΒΑΣΔΕΚΗΣ

 

 
«Ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο» από τον Θ. Κολοκοτρώνη

Ο Θ. Κολοκοτρώνης διηγείται τον παρακάτω διάλογο με το στρατηγό Χάμιλτον:

Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι: “Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”. “Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ “ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ”

 

«Πεντακόσια χρόνια σας επεριμέναμε!» από τον Μ. Γερουλάνο

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων ο Μαρίνος Γερουλάνος υπηρέτησε ως αρχίατρος στον ελληνικό στρατό. Στη Θεσσαλονίκη έφθασε λίγο μετά την απελευθέρωση και ένας κάτοικος τον προσκάλεσε αμέσως στο σπίτι του. 

Εν των μεταξύ, έφερεν καφέν και γλυκό και ενεφανίσθη ηλικιωμένη κυρία με τη συνήθη τοπικήν ενδυμασίαν. Αποτεινόμενος προς αυτήν, είπον: “Πολύ λυπούμαι διότι τοιαύτην ώραν, περασμένα μεσάνυκτα, ήλθομεν να σας ανησυχήσωμεν”. Και εκείνη απαντά: “Μπα, παιδάκι μου, ημείς πεντακόσια χρόνια σας επεριμέναμε και τώρα λέτε πως μας ανησυχείτε;”

ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (1867-1957) ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ”  Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

«Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο»

Το 1892 ο Α. Παπαδιαμάντης προσλήφθηκε ως μεταφραστής  στην “Ακρόπολη”. Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετά μα δούλευε ατελείωτες ώρες συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα μεταφράζοντας κείμενα από γαλλικές και αγγλικές εφημερίδες, χωρίς διακοπή ούτε τις Κυριακές. Σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις. Μια τέτοια μέρα τον βρήκε στο δρόμο ο Π. Νιρβάνας: “Για πού τόσο βιαστικός;” τον ρώτησε. “Άφησέ με”, του απάντησε απότομα ο Παπαδιαμάντης. “Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει”.

Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ Βιογραφικό του Παπαδιαμάντη στο βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ

 

«Αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς» από τον Δ. Κόκκινο

Ο Δρόσος Κόκκινος, αγωνιστής του ‘21 αφηγείται την παρακάτω σκηνή:

Ήμην εις την σκηνήν του Καραϊσκάκη και υπηρέτουν αυτόν συντρώγοντα μετά του Γενναίου -του υιού του Θ. Κολοκοτρώνη- ότε ήκουσα τον εξής διάλογον: “Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι εις τας μάχας”. “Συ, γιατί εκτίθεσαι;” του λέγει ο Γενναίος. “Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απήντησεν ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάη ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος”.

“Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ” Εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

 

«Ο γιατρός Γ. Ν. Παπανικολάου» από την Μ. Κόκκορη

Η Μαρία Κόκκορη στο βιβλίο της για τον Γ. Ν. Παπανικολάου γράφει:

Αργότερα  όταν τα ευεργετικά αποτελέσματα της μεθόδου του για τη διάγνωση του καρκίνου ήταν μια επιστημονική πραγματικότητα, ο Παπανικολάου έλεγε ότι από τις γυναίκες που βοήθησε ν’ αποκτήσουν παιδί είχε δεχτεί εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης πιο θερμές, παρά από πολλές που γλίτωσαν από τη φοβερή αρρώστια. 

Με την εξάπλωση της μεθόδου Παπανικολάου πλήθαιναν οι περιπτώσεις με ειδικό ενδιαφέρον που εδραίωναν το κύρος της. Μια, ανάμεσα σ’ αυτές, κίνησε ιδιαίτερα την προσοχή στο ετήσιο Συνέδριο της Ιατρικής Εταιρείας της Νέας Υόρκης. Επρόκειτο για μια γυναίκα εξήντα ενός ετών που από την κυτταρολογική εξέταση είχε θεωρηθεί ύποπτη για καρκίνο ενώ επανειλημμένες βιοψίες έδειχναν καλοήθη όγκο. Μετά την αφαίρεση της μήτρας πίσω από τον καλοήθη όγκο βρέθηκε το καρκίνωμα, που η βιοψία δεν είχε επισημάνει. Η περίπτωση ήταν συναρπαστική.

Εκτός από τον καρκίνο των γυναικείων οργάνων η μέθοδος επεκτεινόταν και σε άλλα συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού. Άλλο χαρακτηριστικό περιστατικό. Μετά από κυτταρολογική εξέταση με θετική διάγνωση υποδείχτηκε αφαίρεση του νεφρού. Ο χειρουργός τηλεφώνησε: “Δυστυχώς στερήσαμε τον ασθενή από ένα υγιές νεφρό”. Ο Παπανικολάου παρακάλεσε τότε να γίνουν περισσότερες τομές για βιοψία. Γεμάτος αγωνία για το αποτέλεσμα πέρασε τη νύχτα άυπνος, μα την επόμενη ο γιατρός του τηλεφώνησε ότι με τις νέες εξετάσεις αποκαλύφτηκε ένας πολύ μικρός καρκίνος. Ο άρρωστος με την έγκαιρη διάγνωση και επέμβαση είχε σωθεί.

ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΟΡΗ “ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 

 
«Η απελευθέρωση της Ρόδου» από τον Μ. Στασινόπουλο

Ο Μ. Δ. Στασινόπουλος διορίστηκε το 1947, μετά την απελευθέρωση της Ρόδου, Πολιτικός Σύμβουλος της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου. Παρακάτω διηγείται τις αναμνήσεις του από την πρώτη μέρα που έφτασε στη Ρόδο:

Ήταν περίπου μεσημέρι. Όλος ο πληθυσμός της Ρόδου, χωρικοί με τις στολές, χωρικές με τα κλαράτα μαντήλια, όλοι σε στάση προσοχής, οι περισσότεροι δακρυσμένοι καθώς από το πανύψηλο κοντάρι του “βωμού της Πατρίδας” κατέβαινε αργά αργά η τρίχρωμη σημαία της αγγλικής κατοχής. Ύστερα με τους ήχους του εθνικού μας ύμνου, άρχισε ν’ ανεβαίνει στο ίδιο κοντάρι η γαλανόλευκη. Τότε, διαμιάς, σαν από ένα αόρατο σύνθημα, που φαίνεται ότι ξεπήδησε μέσα από όλες τις καρδιές, όλος εκείνος ο πληθυσμός εγονάτισε μ’ ευλάβεια, σαν ένας άνθρωπος, και ατένιζε, έτσι γονατιστός, με δακρυσμένα μάτια, τη σημαία μας, που υψωνόταν σιγά σιγά, προς το γαλανό ουρανό, το δικό της ουρανό, για πρώτη φορά -τι όραμα! ύστερα από σκλαβιά εξακοσίων χρόνων. Δεν είχαν περάσει ελάχιστα λεπτά από τη λήξη της τελετής, και το πλήθος εκινήθη για να διαλυθεί. Αντί όμως να διαλυθεί στους γύρω δρόμους είδα με περιέργεια να συμπυκνώνεται το πλήθος προς μία κατεύθυνση. (…) Το πλήθος έφτασε κάποτε στην είσοδο του νεκροταφείου, εστάθηκε εκεί, και έκαμε τι; Ακούστε! Ανάγγειλε στους νεκρούς Δωδεκανήσιους, το μεγάλο, το ασύληπτο άγγελμα: ότι η ελευθερία, που αιώνες είχαν ποθήσει, που γι’ αυτήν αιώνες θυσιάστηκαν, έφτασε τέλος σήμερα, και ότι η Ρόδος ήταν πια ελεύθερη!

ΜΙΧ. Δ. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ “ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ – ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ

 

«Θα γελάσω το βασιλιά» από τον Δ. Φωτιάδη

Το 1834, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά με την ενηλικίωση του Όθωνα του δόθηκε χάρη. Ο Κολοκοτρώνης, μόλις άκουσε πως ο βασιλιάς Όθων του έδινε χάρη μετατρέποντας την ποινή του θανάτου σε ποινή φυλάκισης 20 ετών, είπε τα παρακάτω λόγια: “Θα γελάσω το βασιλιά, δε θα ζήσω τόσους χρόνους…”

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ” Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ 

195px-lembesis-polychronis-koritsi-me-peristeria

Πολυχρόνης Λεμπέσης (1848-1913) «Το κορίτσι με τα περιστέρια»

 

«Ο υπονομευτής …Σολωμός» από τον Κ. Βάρναλη

Ο Κώστας Βάρναλης θυμάται τον καιρό (1911) που δούλευε καθηγητής στα Μέγαρα.

Γραμματική της αττικής διαλέκτου (ευκτική, τα εις -μι ρήματα, κατηγορηματική μετοχή, τα μνήμης και λήθης σημαντικά και όλη η ρέστη κόλαση του αρχαίου τυπικού και συνταχτικού). Και μαζί λατινικά -Sicilia est insula, Graecia habet poetas!!… Όλην αυτήν την πτωμαϊνη την προσφέρναμε πρωί πρωί στα πιο φυσικά, στα πιο ατόφια, στα πιο γνήσια τέκνα της μάνας γης. (…) Κάποια χρονιά που είχα συγκεντρωμένα στην Γ΄ Ελληνικού πολλά καλά παιδιά, τους δίδαξα ολάκερο τον “Εθνικό Ύμνο” του Σολωμού, που δεν τον είχε το πρόγραμμα. Βρέθηκε αμέσως ο “επιστήμονας” του χωριού να με καταγγείλει στο υπουργείο ότι υπονομεύω την αθάνατον ημών γλώσσαν άτε διδάσκων εις τους παίδας τον “Εθνικόν Ύμνον!”. Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο με κάλεσε “εις απολογίαν!”.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

«Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα» από την Μ. Μερκούρη

Η Μελίνα Μερκούρη θυμάται πώς έμαθε ότι της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια από τη χούντα των συνταγματαρχών:

Νωρίς το πρωί της 12ης Ιουλίου 1967, το τηλέφωνο, εκείνος ο ήχος. Ήταν ένας δημοσιογράφος που τηλεφωνούσε απ’ την Αγγλία: «Κυρία Μερκούρη, ο κ. Παττακός, ο Έλληνας υπουργός των Εσωτερικών, σας κήρυξε εχθρό του λαού. Λέει πως βλάψατε ηθικά και οικονομικά τη χώρα. Η περιουσία σας θα δημευθεί και σας αφαιρούν την ελληνική ιθαγένεια. Για μια στιγμή δεν μπορούσα να μιλήσω. «Έχετε κανένα σχόλιο;» Προσπάθησα να βρω τη φωνή μου. «Κυρία Μερκούρη, ο κ. Παττακός σας κήρυξε μη Ελληνίδα. Έχετε να κάνετε κανένα σχόλιο;» Τα λόγια ανέβηκαν στα χείλια μου. «Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας, θα πεθάνει φασίστας».

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ» Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ

 

«Οι ιππείς της Ελλάδος»

Ο ανώνυμος συγγραφέας του βιβλίου “Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι” περιγράφει πώς φαντάζονταν τον ελληνικό στρατό οι μαθητές ενός ελληνικού σχολείου της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Μεταξύ μας οι μαθηταί, των οποίων ο μεγαλύτερος αμφιβάλλω αν είχε δεκατέσσαρα έτη, είχομεν ως πολύ ενδιαφέρον θέμα συνομιλίας τον στρατόν της Ελλάδος. Ο εις έλεγεν ότι ο πατήρ του είπε πως δέκα χιλιάδες στρατιώται Έλληνες είναι ικανοί να πολεμήσουν με πεντακοσίας χιλιάδας Τούρκους και να τους νικήσουν. ΄Αλλος εδιηγείτο ως ακούσας από τον θείον του, ταξιδεύσαντα εις Αθήνας, ότι οι ιππείς της Ελλάδος έτρωγον, έπινον, και εκοιμώντο πάντοτε έφιπποι.

“Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ  ΖΩΗ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

«Η κηδεία του Παλαμά» από τον Κ. Τσάτσο

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος περιγράφει την κηδεία του Παλαμά:

Όταν φτάσαμε εκεί εμείς, η εκκλησία ήταν κατάμεστη και πάρα πολύς κόσμος ήταν έξω στην πλατεία. (…) Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία μίλησε ο Δαμασκηνός για τον Έλληνα. Ύστερα απάγγειλε ο Σικελιανός το ποίημά του με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή. Τράνταζε ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε μια πνοή θριάμβου. (…) Ο κόσμος -τον υπολόγιζα ως δυόμιση χιλιαδες- σχημάτισε ένα αμφιθέατρο στον κατήφορο που οδηγούσε προς τον τάφο. Τι έγινε ακριβώς στον τάφο δεν είδα. Δεν μπόρεσα να πλησιάσω. Είδα πως γίνονταν κατάθεση στεφάνων, πως κατάθεσαν στεφάνια και κάτι ξένοι. Μόλις όμως συνέβηκε αυτό διά μιας από διάφορες πλευρές ακούγεται ο Εθνικός μας Ύμνος. Φαίνεται πως ο Κατσίμπαλης με την Ιωάννα άρχισαν πρώτοι. Πρώτα δειλά, ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε “Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος”. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε “Ζήτω η Ελευθερία”.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ “ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ” Εκδόσεις “ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ”

 

“Η πρώτη πτήση αεροπλάνου στην Ελλάδα” από τον Θ. Πετσάλη Διομήδη 

Ο Θανάσης Πετσάλης Διομήδης περιγράφει την πρώτη πτήση αεροπλάνου στην Ελλάδα:

Μας πήγαν εκείνο το χειμώνα στο Ν. Φάληρο, να δούμε κάτι το καταπληκτικό, ένα θαύμα, ένα σύγχρονο θαύμα. Θα πετάξει για πρώτη φορά αεροπλάνο στην Ελλάδα, από το Ν. Φάληρο στο Παλαιό και πίσω πάλι. Και σε τι τρομακτικό ύψος, θα φτάσει, λένε, τα τριάντα μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χιλιάδες κόσμος ήτανε συναγμένος σ’ όλο το μάκρος της ακτής, όσο φτάνει μάτι ανθρώπου, μαυρολογούσαν οι δύο εξέδρες, κόσμος, κόσμος πλημμύριζε και παιχνίδιζε την Καστέλλα από την κορυφή του Προφήτη Ηλία ίσαμε χαμηλά κάτω. (…) Άξαφνα πέταξε το πουλί, πέταξε στ’ αληθινά. Και λέω άξαφνα, γιατί δεν είχα προσέξει ότι δυο τρεις άνθρωποι πολεμούσαν κάμποση ώρα να το βάλουν μπρος, ο έλικας γύρισε με δαιμονισμένο θόρυβο και το πουλί με τον άνθρωπο σχεδόν κρεμασμένο στο κενό, έτρεξε ένα διάστημα πάνω στην ακτή και ύστερα ζυγιάστηκε και πέταξε, ξεκόλλησε, σηκώθηκε στον αέρα, πετούσε. Ο κόσμος ξέσπασε σε φωνές και σε παλαμάκια. Το πουλί μάκρυνε γρήγορα, μίκρυνε -τριάντα μέτρα ψηλά- έκοψε μια πελώρια βόλτα πάνω από τον Ζωολογικό Κήπο και πήρε να γυρίσει πίσω. Τώρα μεγαλώνει πάλι, μεγαλώνει, έρχεται, κοντεύει, ήρθε, νάτο. Ο κόσμος απόμεινε με ανοιχτό το στόμα. “Ο άνθρωπος κάνει θαύματα λένε. Αφού κατάφερε να πετάξει”.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΕΤΣΑΛΗΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ “ΔΙΑΦΑΝΕΙΕΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Αθηναϊκή ζωή του 1887» από τον Κ. Σκόκο

Ο Κωνσταντίνος Σκόκος σχολιάζει την αθηναϊκή ζωή του 1887:

Αι Αθήναι, αν και βρίθουν κονιορτού, ειδικών συμβούλων και ποιητών, είναι μια πόλις θαυμασία και κλασική. Υπό τον ανεξίκακον και καλοκάγαθον αττικόν ήλιον, όστις ωριμάζει τας κολοκύνθας και τας κεφαλάς των πολιτικών ανδρών, ζουν αναμίξ και εν χριστιανική αδελφότητι όλα τα πολιτεύματα και αι φιλοσοφίαι της υφηλίου. Δημοκράται, αριστοκράται, λαϊκοί, κοινωνικοί, μηδενισταί, ορθολογισταί, φυσιολάτραι, ζωολάτραι, ξοανολάτραι, ό,τι θέλεις. Κυρίως όμως πλεονάζουσι οι αντιπολιτευόμενοι. (…) Κάθε συνταγματικός πολίτης διά να νοιώθη ελεύθερος υλοτομεί δένδρα, κατεδαφίζει αρχαιότητας και ανοικοδομεί όπου τον ευκολύνει.

Κ. Φ. ΣΚΟΚΟΣ “ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1888″ από το βιβλίο της ΚΟΥΛΑΣ ΞΗΡΑΔΑΚΗ “Η ΑΘΗΝΑ ΠΡΙΝ 100 ΧΡΟΝΙΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

greek-painters-lytras

Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904) «Προσμονή»

 

 «25η Μαρτίου 1942» από τον Γ. Καφταντζή

Ο Γιώργος Καφταντζής διηγείται τι συνέβη στη δοξολογία που έγινε στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης στις 25 Μαρτίου του 1942:

Η 25 Μαρτίου 1942 ήταν μια παγωμένη μέρα με δυνατό βαρδάρη. Αποβραδίς πολλά συνεργεία του ΕΑΜΝ έγραψαν συνθήματα στους τοίχους και κατέθεσαν λουλούδια στα ηρώα της Θεσσαλονίκης. Και την άλλη μέρα το πρωί οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην Αγια Σοφιά, που οι πληγές της απ’ το βομβαρδισμό των Ιταλών ήταν ανοιχτές ακόμα. Στη δοξολογία χοροστατούσε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, μα δεν είπε λέξη ως το τέλος για τη μεγαλύτερη εθνική γιορτή του σύγχρονου ελληνισμού. Μόλις όμως ειπώθηκε το “δι’ ευχών” της απολύσεως, ένας φοιτητής φώναξε δυνατά μέσα απ’ το πλήθος: “Ζήτω η Ελλάδα!” Η συγκλονιστική εντύπωση της κραυγής εκείνης κάτω απ’ τους αυστηρούς θόλους της αρχαίας εκκλησίας ήταν σαν αστραπόβροντο σε αίθριο ουρανό. Αμέσως μια δεύτερη φοιτητική φωνή ακούστηκε το ίδιο καθάρια και ζεστή: “Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα!” και τότε όλο το εκκλησίασμα σαν ηλεκτρισμένο επανέλαβε ένα μυριόστομο “Ζήτω!” που έκανε να ταραχτεί παράξενα η εκκλησία. Πολλοί κλαίγανε, άλλοι δάγκαναν τα χείλια να μη δακρύσουν, μερικοί σφίγγανε τις γροθιές.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ “ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ”  Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ

 

«Περιοδεία του Καποδίστρια» από τον Ν. Δραγούμη

Ο Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει μια περιοδεία του Καποδίστρια στην Πελοπόννησο, στην οποία ο κόσμος νόμιζε πως Κυβερνήτης ήταν ο …ταχυδρόμος, διότι φορούσε ωραία στολή.

Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Και διά τούτον οι συρρέοντες εις προϋπάντησην του Κυβερνήτου, (…) προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος. Δεν εννόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού, και να φορή ένδυμα οίον οι πολλοί. (…) Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε: “Το πράγμα υπερεξοχώτατε, δεν πάγει καλά. Πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτη του”. “Και τι θέλεις να κάμω;” “Να βάλ’ η υπερεξοχότης σου τη στολήν σου”. Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ” Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ

 

«Ήτανε μια Παναγία η Μαρία»

Μαρτυρίες για τη δράση της Μαρίας Δημάδη, ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, που εκτελέστηκε στις 31/8/1944, στο Αγρίνιο από Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών:

Αντωνία Καρτσακλή: Η Μαρία ήτανε μεγάλη κυρία. Οι καλοσύνες της δε λέγονται. Μοίραζε το μισθό της. Μοίραζε το συσσίτιό της στα γεροντάκια και στις γριούλες που περίμεναν έξω από το Φρουραρχείο κάθε μεσημέρι. Έτρεχε και βοηθούσε τους αρρώστους. Η Μαρία, με τ’ όνομα ήτανε. Τόσο καλή, τόσο γλυκιά, μα και τόσο άτυχη ήτανε. Ήτανε μια Παναγιά η Μαρία. Ήτανε η Μαρία, η μάνα των φτωχών.

Γιαγιά Ερασμία (μάνα της Μαρίας): Μια μέρα η Μαρία, που δικάζανε ένα γέρο αγρότη από το Ξηρόμερο, «τι έκανε;» τους ρωτάει και της είπαν ότι «είχε μαχαίρι και ότι ήταν παρτιζάνος». Τότε η Μαρία μίλησε και είπε: «ότι οι χωρικοί έχουνε το μαχαίρι για να κόβουν το ψωμί τους, ξύλα και χορτάρι και άλλα». Έτσι κατόρθωσε και τον αθώωσε. Και όταν βγήκε ο γέρος, πήγε και βρήκε τη Μαρία, την αγκάλιασε και της είπε: «Ποια είσαι κόρη μου; Πρέπει να είσαι η Παναγία!».

Ζακ Βίκτωρ Ελιέζερ: Υπέστην φρικτά βασανιστήρια. (…) Δε θα ξεχάσω όμως ότι η σωτηρία μου οφείλετο εις τη Μαρία Δημάδη, η οποία είχε εξαφανίσει τον φάκελλον μου με το κατηγορητήριο, και έτσι εφόσον πλέον δεν υπήρχε τίποτα το ενοχοποιητικόν, διά κατάλλληλων χειρισμών έπεισε τον φρούραρχον ότι έπρεπε να αφεθώ ελεύθερος.

Ιερέας Κων/νος Παπαβαλής: Όπου επρόκειτο οι Γερμανοί να κάνουν επίθεση, η Μαρία μας ειδοποιούσε, για να παίρνουμε τα μέτρα μας. Μια γερμανική αμαξοστοιχία με πυρομαχικά, στις 9 Απριλίου έρχονταν από Κρυονέρι – Αγρίνιο. Και στη θέση Σταμνά, την ανατίναξε ο Ελασίτης Καπετάν Βονόρτας με τα παλικάρια του. Και οι 65 Γερμανοί στρατιώτες νεκροί.

Γιαγιά Ερασμία: Όταν ρωτούσαμε τη Μαρία τι κάνει, πού πάει, μας απαντούσε: «τρέχω να σώσω τον κόσμο που κινδυνεύει». Όταν πιάσανε όλους τους Πετροχωρίτες από το χωριό Μακρυνία (…) τους φυλάκισαν. Κι έγινε η δίκη. Η Μαρία φρόντισε με όλους τους τρόπους και τους αθώωσε. Όταν βγήκανε, πήγανε στη Μαρία και την ευχαριστήσανε, και την είπανε: «Τι θέλεις, τρόφιμα ή χρήματα;» Κι η Μαρία τους είπε: «Δε θέλω τίποτα, μόνον φύγετε αμέσως να μη σας ξαναπιάσουνε». Τότες της είπανε: «Όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σου κάνει όλο το χωριό ένα μεγάλο δώρο». Και όταν μάθανε το θάνατό της χτυπήσανε την καμπάνα και πήγε όλο το χωριό και της κάνανε μνημόσυνο.

από το βιβλίο του ΦΙΛΙΠΠΑ ΓΕΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ «ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΑΔΗ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ» Εκδόσεις ΝΕΣΤΟΡΑΣ

 

“Με τι χορεύεται το ζεϊμπέκικο” από τον Τ. Βανδή

Ο Τίτος Βανδής προσπαθεί να εξηγήσει στον Alan Lerner, διευθυντή σκηνής ενός θεάτρου στο Broadway, με τι  χορεύεται το ζεϊμπέκικο: 

Ένιωθα πως μου σκοτώνανε τον αυθορμητισμό μου μ’ όλο εκείνο το ώρες ώρες ακροβατικό μπαλέτο. (…) Όταν λοιπόν βάζει 45 χορευτές να χορεύουν πίσω μου χορό που να θυμίζει Gene Kelly και Fred Astair εγώ εξουδετερώνομαι. ”Μα κάνουν τα βήματα που μας έδειξες”. Του λέω: “Δεν σας έδειξα βήματα. Σας έδειξα φιγούρες”. Του εξήγησα, την άποψή μου και λέω άποψη για να είμαι εντάξει με μερικούς που εντελώς απίθανα θα ‘χουν άλλη άποψη. Του εξήγησα λοιπόν ότι το ζεϊμπέκικο χορεύεται με το ρυθμό της μουσικής όπως όλοι οι χοροί και δε γίνεται αλλιώς, αλλά από κει και πέρα κάνει ο καθένας ό,τι θέλει κι αν υπάρχει καμιά φιγούρα που τη βλέπει κανείς από πολλούς χορευτές είναι γιατί αρέσει σε πολλούς. Αλλιώς ό,τι θέλει κάνει ο καθένας. Άλλος κάνει στροφές σαν τρελός, άλλος κρατάει τα χέρια ψηλά, άλλος ασχολείται με την τσάκιση του παντελονιού του, άλλος ρίχνει αόρατα ζάρια, άλλος ξεσκονίζει τα παπούτσια του, άλλος σκύβει και κατεβάζει το κεφάλι στο πάτωμα σα να ψάχνει κανένα μανικετόκουμπο κι άλλος χορεύει επί τόπου. Αυτό το στυλ μ’ έχει σώσει τελευταία. Αποφεύγεις γλιστρίματα και πτώσεις. Μου ‘δωσε την εντύπωση ότι είχε καταλάβει και η απογοήτευσή μου ήταν πολύ μεγάλη όταν αφού τέλειωσα μου είπε: “Πώς είναι δυνατό ένας χορός να μην έχει βήματα;” Είχα αγανακτήσει. Μου ερχόταν να τα παρατήσω και να γυρίσω στην Ελλάδα. Για μια στιγμή στην απελπισία μου φώναξα: “Μα αυτός ο χορός δε χορεύεται με τα πόδια”. Φαίνεται πως ήμουν αστείος στην αγανάκτησή μου και το ότι χορός που δε χορεύεται με τα πόδια ακούστηκε εντελώς παράλογο, γιατί γέλασε και με ρώτησε: “Τότε με τι χορεύεται;” “Με τ’ αρχ…” Ο Lerner τινάχτηκε.

ΤΙΤΟΣ ΒΑΝΔΗΣ “ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

 
«Τα μπάνια στη Σμύρνη» από τον Γ. Κατραμόπουλο 

Ο Γ. Θ. Κατραμόπουλος θυμάται πώς έκαναν τα μπάνια τους οι Σμυρνιοί πριν την Καταστροφή:

Η μεγάλη αυτή εξέδρα, που εισχωρούσε βαθιά μέσα στη θάλασσα, εχωρίζετο σε δύο διαφορετικές εγκαταστάσεις. Αριστερά ήταν για τις γυναίκες και δεξιά για τους άντρες, με έναν εξώστη ενδιάμεσα να χωρίζει αυτές τις δύο εγκαταστάσεις. Εις την άκρη αυτή του εξώστη ήταν πάντοτε ένας φρουρός εφοδιασμένος με πέτρες και όταν κάποιος από τους κολυμβητές άντρες επλησίαζε προς το γυναικείο τμήμα, τον πετροβολούσε και τον απομάκρυνε.

ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΚΑΤΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ “ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΩ ΣΜΥΡΝΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ” Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ

 

«Δημήτρη, τα πούλησα όλα» από τον Δ. Φωτιάδη

Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει πως ξεκίνησε να γράφει η Μαρία Ιορδανίδου:

Συχνά μας έλεγε ιστορίες της Πόλης σκιαγραφώντας τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα. «Μαρίκα, δεν κάθεσαι να τα γράψεις όλ’ αυτά που μας ανιστοράς», της έλεγα. «Λωλάθηκες! μου αποκρινόταν. Εγώ το μόνο που έμαθα να κάνω είναι να γράφω αιτήσεις». «Γράψε τα όπως τα λες, κι αυτό φτάνει». Η Μαρίκα τίποτα. Αμετάπειστη! Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο. «Δημήτρη, έγραψα τη Λωξάντρα». «Τι;» «Να, τα όσα σου ανιστορούσα για την Πόλη». «Μπράβο, Μαρίκα». «Τι μπράβο κάθεσαι και μου λες. Κανείς εκδότης δεν το βγάζει». «Να το τυπώσεις μόνη σου». «Και πού θα βρεθούν τα λεφτά;» «Να δανειστείς». Έπειτα από κάμποσο καιρό έρχεται η Μαρίκα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ήταν η Λωξάντρα. Το διάβασα και συναρπάστηκα. Η αφήγησή της ή, πιο σωστά, ο τρόπος που ζωντάνευε τα περασμένα, ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου. Ύστερα από δυο μήνες, η Μαρίκα μου τηλεφωνά. «Πούλησα 200 βιβλία. Έβγαλα τα μισά μου έξοδα». «Θα τα πουλήσεις όλα, Μαρίκα». «Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί». Πέρασαν ακόμη λίγοι μήνες και με παίρνει στο τηλέφωνο. «Δημήτρη, τα πούλησα όλα!»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

+%CE%86%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CF%87%CE%BF%CF%82-%CE%9A%CE%BF%CF%80%CE%AD%CE%BB%CE%B1+%CF%83%CF%84%CE%BF+%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%B8%CF%85%CF%81%CE%BF,+1877

Γεώργιος Άβλιχος (1842-1909) «Κορίτσι στο παράθυρο»

 

«Ο Διχασμός και το ανάθεμα στον Βενιζέλο» από τον Γ. Σεφέρη

Ο Γιώργος Σεφέρης θυμάται τα χρόνια του Διχασμού:

Έφτασα στην Αθήνα τον καιρό που άρχιζε ο μεγάλος Διχασμός. Δεν πρόφτασα να νιώσω μήτε αγάπη μήτε υπόληψη για τον Κωνσταντίνο. Έπειτα ήρθαν τα “Νοεμβριανά” που μου θύμισαν καταπληκτικά τα καμώματα των Τούρκων. Για τους ανθρώπους του Κωνσταντίνου, εμείς που ερχόμασταν από το σκλαβωμένο έθνος, που είχαμε ανατραφεί μόνο με μια λαχτάρα, την Ελλάδα, ήμασταν οι Τουρκόσποροι. Και αυτοί που μας χλεύαζαν και μας ταπείνωναν δε σκοτίζουνταν που ο Γερμανός ήταν ο σύμμαχος των Τούρκων και των Βουλγάρων, τον ευχόντουσαν νικητή και του παράδιναν τα κάστρα μας απολέμιστα. Για τη φαντασία μου, τότε, αυτή η ωμή στενοκεφαλιά ήτανε πράγμα υπέρογκο και τερατώδες. Θυμάμαι τ’ απομεσήμερο που είδα, από ένα παράθυρο της οδού Μπουμπουλίνας, το ελεεινό θέαμα του όχλου με δεσποτάδες και παπάδες που κουβαλούσαν πέτρες για το ανάθεμα του Βενιζέλου. Την αηδία που μ’ έπνιγε στο Πολύγωνο, μπροστά στο φριχτό μνημείο με τα κερατοφόρα καύκαλα από τραγιά στην κορυφή του. Θυμάμαι την ηθική εξουθένωση που ένιωσα όταν έγινε η πρώτη απόπειρα να δολοφονήσουν το Βενιζέλο στο Σταθμό της Λυών, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης που πραγματοποιούσε όνειρα χιλιάδων χρόνων.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΣΕΠ. ‘41″ Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

«Δώσ’ τους την Κύπρο» από την Μ. Μερκούρη

Το 1956, η Μελίνα Μερκούρη με τον Ζιλ Ντασέν, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής τους στην Κρήτη, βρέθηκαν σε ένα απομονωμένο χωριό.

Το χωριό αποτελείτο από λίγα σπίτια κι ένα μικρό καφενείο μ’ άσπρους τοίχους αλλά δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουμε. Είχαν ετοιμάσει φαγητό. Ήταν φοβερά φτωχοί. Είχαν ψωμί, τυρί, καρύδια κι ένα μπουκάλι κρασί. Ήταν ένα γεύμα που δεν ξεχνιέται εύκολα. (…) Ο δήμαρχος μίλησε στον Τζούλι. Μπορεί να ήταν ενενήντα χρονών αλλά η φωνή του ήταν δυνατή και επιθετική. “Είσαι Άγγλος;” “Όχι, Αμερικανός”. “Το ίδιο κάνει”. Το είπε υποτιμητικά. Πρέπει να σας θυμίσω ότι το 1956 το πρόβλημα της Κύπρου είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο.(…) Ο δήμαρχος αγριοκοίταξε τον Τζούλι μέσα από τα φανταχτερά μαύρα γυαλιά του. “Δώστε μας πίσω την Κύπρο”. Έδειξε τον Τζούλι σαν να ‘χε την Κύπρο στην τσέπη του. Κι ο Τζούλι, πιστεύοντας πως ήταν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι, είπε: “Όχι, νομίζω πως θα την κρατήσω”. Κανένας δεν το βρήκε διασκεδαστικό. Όλα τα χαμόγελα κι η καλή διάθεση εξαφανίστηκαν αμέσως. Μια βαριά σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ο Φανουράκης κλώτσησε τον Τζούλι κάτω απ’ το τραπέζι. “Μην αστειεύεσθε”, μουρμούρισε, “δώστε τους πίσω την Κύπρο”. Ο δήμαρχος έσκυψε μπροστά, απειλητικά, προκλητικά. Στον Τζούλι δεν άρεσε να τον προκαλούν. Κούνησε το κεφάλι του. Κι οι άντρες άρχισαν να πλησιάζουν το τραπέζι. Τώρα είχα τρομάξει πραγματικά. “Μην είσαι ηλίθιος”, ψιθύρισα γαλλικά στον Τζούλι. “Δώσ’ τους την Κύπρο”. Ίσως ο Τζούλι να είχε υποχωρήσει, αλλά ο δήμαρχος είπε: “Θα την δώσετε πίσω, γιατί οι Αμερικάνοι είναι δειλοί”. Αυτό ήταν. Τώρα ήταν ζήτημα τιμής. Ο Τζούλι σηκώθηκε. Πήρε ένα ύφος σαν του Τζον Φόστερ Ντάλες. “Χρειάζομαι την Κύπρο για στρατιωτικές βάσεις”. Ο δήμαρχος σηκώθηκε. “Θέλουμε την Κύπρο”. Οι άντρες πλησίασαν. Υπήρχε βία στην ατμόσφαιρα. Ο Τζούλι είχε χλωμιάσει αλλά είπε: “Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για ν’ αποκτήσετε την Κύπρο”. Κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο. “Πάρτε την”. Έγινε μια ατέλειωτη τεταμμένη σιωπή. Ο Φανουράκης κι ο Τράουνερ ετοιμάστηκαν να υπερασπιστούν τον Τζούλι. Όλα τα μάτια στράφηκαν στο δήμαρχο. Τότε, σε μια ένδοξη στιγμή, το πρόσωπό του ξαστέρωσε απ’ το γέλιο. Πήρε τον Τζούλι στην αγκαλιά του και τον φίλησε. Μετά, όλα ήταν όμορφα. Όταν φύγαμε μας σκέπασαν με λουλούδια.

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ “ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ” Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ

 

“Πώς ο Α. Ελευθερόπουλος έσωσε το “γόητρον” του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης”

Ο Β. Νέτας περιγράφει ένα περιστατικό με ήρωα τον Αβροτέλη Ελευθερόπουλο, πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για το ακαδημαϊκό έτος 1937-38, επί δικτατορίας Μεταξά:

Ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος έπρεπε να εκφωνήσει κατά τα καθιερωμένα τον πανηγυρικό της ημέρας στις 26 Οκτωβρίου που γιόρταζε η Θεσσαλονίκη την απελευθέρωσή της, παρουσία του βασιλιά Γεωργίου του Β΄. (…) Την παραμονή το βράδυ ο υπουργός – γενικός διοικητής Μακεδονίας, ο διαβόητος Γεώργιος Κυρίμης, έστειλε άνθρωπό του στον πρύτανη και του ζήτησε τον λόγο για να τον διαβάσει. Ο Ελευθερόπουλος έδωσε ένα αντίγραφο. Την άλλη μέρα το πρωί του το επέστρεψαν “διορθωμένο”! Ο Κυρίμης τον λογόκρινε! Έσβησε ό,τι δεν του άρεσε και πρόσθεσε τα δικά του. (…) Σε μια κατάμεστη αίθουσα τελετών -στην πρώτη σειρά ο Γεώργιος, πίσω η ακολουθία του, υπουργοί- και ο Κυρίμης -πρεσβευτές, πρόξενοι, οι αρχές της πόλεως, καθηγητές και άλλοι- ο Ελευθερόπουλος ανέβηκε στο βήμα και είπε: “Μεγαλειότατε, έχω εις χείρας μου δύο λόγους: Έναν του κυρίου Κυρίμη και έναν δικό μου. Ποιον θέλετε να σας αναγνώσω;” Αμήχανος για λίγο ο Γεώργιος απάντησε: “Μα φυσικά τον ιδικόν σας”. Άφησε παράμερα το λογοκριμένο αντίγραφο ο Ελευθερόπουλος και άρχισε να διαβάζει τον πανηγυρικό του. Όταν ανέφερε το όνομα του Βενιζέλου, εκφράζοντας την εθνική ευγνωμοσύνη για τη βαλκανική πολιτική του, ένας στρατηγός από το ακροατήριο φώναξε: “το κτήνος”! Ο Γεώργιος ιδιαιτέρως του είπε πως καλά έκανε που μνημόνευσε και τον Βενιζέλο. (…)  Οι καθηγητές του είπαν -ιδιαιτέρως βέβαια- πως έσωσε την τιμή και το γόητρο του πανεπιστημίου. (Στις 8/12/1937 ο Α. Ελευθερόπουλος παύθηκε από καθηγητής. Δεν επανήλθε στο πανεπιστήμιο).

ΒΙΚΤΩΡ ΝΕΤΑΣ “ΠΩΣ Ο ΑΒΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΥΛΟΣ “ΕΣΩΣΕ” ΤΟ “ΓΟΗΤΡΟΝ” ΚΑΙ ΤΗΝ “ΤΙΜΗΝ” ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ” (Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 1/8/1993) από το βιβλίο του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ “ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ (1926-1973)” Εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS

 

«Ένα ποίημα για τον Βενιζέλο» από τον Σ. Σπαθάρη

Ο καραγκιοζοπαίκτης Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρας του Ευγένιου Σπαθάρη, περιγράφει μια περιοδεία που έκανε στη Νάξο:

Στο δρόμο σταθήκαμε σ’ ένα χωριό, Φιλότη το λέγανε, και καθήσαμε να ξεκουραστούμε κανά δυο ώρες. Για καλή μας τύχη μάθαμε πως ο αστυνόμος ήτανε Κρητικός. Εκείνη την ώρα κοιμότανε. Όταν ξύπνησε, του είπα: «Γιατί, κύριε αστυνόμε, να μην παίξουμε στο χωριό μια που ήρθαμε; Ύστερα εμείς λέμε ένα καλό ποίημα για τον Βενιζέλο». Αμέσως ο αστυνόμος μας βάζει και στήνουμε στην αυλή της αστυνομίας τη σκηνή μας και λέει στους τρεις χωροφύλακες να πάνε σ’ όλα τα μαγαζιά και τα σπίτια και να πούνε πως ο αστυνόμος θέλει νάρθουν όλοι ώρα εννέα να δούνε τον Καραγκιόζη που θα παίξει στην αυλή της αστυνομίας. Το βράδυ όλη η αυλή γιόμισε κόσμο. Ο Μαθιός με απορία μου λέει: «Θέλω να δω τι ποίημα είναι αυτό που θα πεις απόψε για το Βενιζέλο. Εγώ λέω, Σωτήρη, πως απόψε θα φάμε ξύλο, που θα μας δέρνουν όλη νύχτα». Του λέω, αφού σκέφθηκα λίγο: «Ετοίμασε την παράσταση του Καπετάν Γκρη κι έννοια σου». Η παράσταση άρχισε. Κι εκεί που ο Πασάς σκοτώνει τη μητέρα του Καπετάν Γκρη και βγαίνει η ψυχή της, κι ο Άγγελος λέει το ποίημα της Σημαίας, αντί να πη: Ω, πόσο θα σε θαυμάζουνε της Αγιάς Σοφιάς οι θόλοι, όταν ο ελληνικός στρατός θα μπει μέσα στην Πόλη, είπε: όταν ο Βενιζέλος μας θα μπει μέσα στην Πόλη. Πρώτος ο αστυνόμος χειροκρότησε και μαζί του όλος ο κόσμος. Ο Μαθιός όλο χαρά μου έλεγε: «Να σε φιλήσω, παιδάκι μου». Γιατί ο δίσκος που έφερε μεσ’ στη σκηνή είχε καμιά εβδομηνταριάρ δραχμές. Άλλα τόσα μας έφερε ένας χωροφύλακας, γιατί όταν έμπαινε μέσα ο κόσμος τούς έπαιρνε τρεις δεκάρες τον ένανε.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ» Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ

 

“Η σφαγή των Καλαβρύτων”

Ο Γιώργης Γιωργαντάς διηγείται τις αναμνήσεις του από τη σφαγή των Καλαβρύτων:

Τότε έδωσε το σύνθημα του θανάτου ο Πυράρχης στα πολυβόλα, που άρχισαν να μας γαζώνουν. Τον πρώτο που είδα να πέφτει από τις πρώτες ριπές, ήταν ο Αθανασιάδης, που θέλησε να διαμαρτυρηθεί. Εγώ με τις πρώτες ριπές έπεσα αμέσως κάτω και άλλοι έπεσαν πάνω μου, γι’ αυτό και δεν έπαθα τίποτα από τους πολυβολισμούς. (…) Κάποτε τα πολυβόλα σταμάτησαν και νομίσαμε ότι θα γλυτώναμε. Για κακή μας τύχη όμως άφησαν τα πολυβόλα οι στρατιώτες και πλησίασαν στο σωρό των πτωμάτων. Τραβούσαν ένα – ένα από το πόδι ή το χέρι και, αν ανάσαινε, του ‘διναν τη χαριστική. Ο Πανταζής που ήταν δίπλα μου με ρώτησε τι είναι αυτοί. Του εξήγησα, ότι πρόκειται για χαριστική βολή. Τότε απελπίσθηκε. Όταν μας πλησίασαν οι Γερμανοί στρατιώτες, αποχαιρετισθήκαμε για πάντα. Είπα στον Πανταζή να κρατήσει την ψυχραιμία του, μήπως και τους ξεγελάσουμε, κάνοντας το σκοτωμένο. Δυστυχώς, όταν τον έσυρε ένας Γερμαναράς, δεν μπόρεσε να κρατήσει το φριχτό του πόνο και βόγγηξε. Δεν άκουσα πάλι τη φωνή του. Μόνο μια ντουφεκιά, που τον αποτέλειωσε. Ο φαρμακοποιός Πανταζής ήταν πλέον νεκρός. Εγώ, όπως ήμουν κάτω από δυο πτώματα, έπεφτε το αίμα τους όλο στα μούτρα μου, και με τα χέρια μου άλειφα το πρόσωπό μου με αίμα, γιατί σκέφθηκα, πως μόνο, αν τους ξεγελάσω, κάνοντας τον πεθαμένο, μπορούσα να γλυτώσω. (…) Ο πρώτος, που μ’ έσυρε, πράγματι ξεγελάστηκε. Νόμισε πως ήμουνα σκοτωμένος και με φιλοδώρησε με μια κλωτσιά φεύγοντας. Κοντά από τον πρώτο ήλθε και δεύτερος στρατιώτης. (…) Τελικά δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο την αναπνοή μου και ανάσανα. Τότε με πυροβόλησε με το πιστόλι του στο λαιμό κι έφυγε αμέσως. Το αίμα άρχισε να τρέχει πολύ και να με πνίγει. Έβηξα λίγο και ανέπνευσα. Σε λίγο έχασα τις αισθήσεις μου από τη μεγάλη αιμορραγία. Στην αρχή δεν μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου. Μόνο το μυαλό μου λειτουργούσε. Στην πληγή μου κόλλησε χώμα κι έτσι σταμάτησε η αιμορραγία. Τότε άρχισα να επανέρχομαι στη ζωή και ένιωθα πως μπορούσα να κουνήσω τα χέρια μου και τα πόδια μου.από το βιβλίο του

ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΔΙΡΗ “ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ” Εκδόσεις ΣΗΜΑΝΤΡΟ”

 

“Τα δάνεια αυτά θα τα πληρώσετε” από τον Κ. Τσάτσο

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος διηγείται τρία περιστατικά από την πολιτική σταδιοδρομία του Κωνσταντίνου Καραμανλή:

Εδώ θέλω να αναφέρω, όπως ο ίδιος ο Καραμανλής μου την περιέγραψε, μία σκηνή που είχε με τον Ντε Γκωλ, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1961. Ο στρατηγός, αφού τον οδήγησε στο γραφείο του, κάθησε σε μια πολυθρόνα και χωρίς να προτάξει καμία φιλοφρόνηση του είπε: “Σας ακούω, κύριε Πρωθυπουργέ, τι θέλετε;” Ο Καραμανλής έκπληκτος, αλλά και οργισμένος, του απάντησε: “Εγώ; δεν θέλω τίποτα. Εκτός αν θέλετε εσείς που με καλέσατε”. Ο Ντε Γκωλ κατάλαβε ότι στραβοπάτησε και του είπε με προσήνεια: “Εννοώ, κύριε Καραμανλή, πώς θέλετε ν’ αρχίσουμε τη συζήτηση”. Η υπερήφανη απάντηση του Καραμανλή εντυπωσίασε τον στρατηγό και έκτοτε έγιναν καλοί φίλοι. 

Μια παρόμοια σκηνή είχε ο Καραμανλής και με τον Σμιτ, ο οποίος κατά την πρώτη συνάντησή του με τον Καραμανλή στη Βόνη το 1975, επιχείρησε να συνδέσει το θέμα της εντάξεως της Ελλάδος στην ΕΟΚ με την επάνοδό της στο ΝΑΤΟ. Ο Καραμανλής αντέδρασε ζωηρά και δεν δίστασε να του πει ότι αφού η Γερμανία, που δύο φορές αναστάτωσε την Ευρώπη, βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, είναι απαράδεκτο να μην γίνεται δεκτή σ’ αυτήν η Ελλάς. Από την έντονη αυτή αντίδραση ο Σμιτ αιφνιδιάστηκε και τελικά δέχθηκε να αποσυνδέσει τα δύο θέματα και να γίνει, εν συνεχεία, και ένας από τους πιο καλούς φίλους του Καραμανλή.

Στις εκλογές του 1958 ο Καραμανλής εξεφώνησε στο Βόλο ένα λόγο που προκάλεσε ενθουσιασμό. Όταν τελείωσε το λόγο του και αποσύρθηκε στο δωμάτιο, οι υποψήφιοι της περιοχής τον παρακάλεσαν να πει κάτι το ενθαρρυντικό για τη ρύθμιση των δανείων που είχαν δοθεί στους σεισμόπληκτους της Θεσσαλίας και οι οποίοι ζητούσαν τη διαγραφή των. Αντ’ αυτού ο Καραμανλής βγήκε ξανά στο μπαλκόνι και τους είπε: “Οι πολιτευτές σας μου ζήτησαν να σας πω κάτι για τα δάνεια των σεισμοπαθών. Λοιπόν. Τα δάνεια αυτά θα τα πληρώσετε εξολοκλήρου. Γιατί αν μετά από 2 ή 3 χρόνια έχουμε καινούριες θεομηνίες, πού θα βρω τα χρήματα να τις αντιμετωπίσω;” Οι ακροατές του προς στιγμήν έμειναν σιωπηλοί. Μετά όμως ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ “Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ” Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ

3

Τάσσος (1914-1985) «Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα»

 
«Υπάρχει ένα λάθος στο διαβατήριο του κυρίου Σαμαράκη» από τον Α. Σουρούνη

Ο Αντώνης Σουρούνης θυμάται μια κρουαζιέρα που έκανε με τον Αντώνη Σαμαράκη το φθινόπωρο του 1996,  μαζί με πολλούς συγγραφείς, Έλληνες και ξένους, καλεσμένους του Δήμου Θεσσαλονίκης:

Η κρουαζιέρα βρισκόταν προς το τέλος της κι εμείς προς το τέλος του δείπνου μας εκείνο το βράδυ. Ταξιδεύαμε πια σε ελληνικές θάλασσες, όταν ξαφνικά ανοίγει διάπλατα η πόρτα της μεγάλης σάλας και μπαίνει μέσα η ορχήστρα παιανίζοντας, πίσω ο μάγειρας με τη στολή κρατώντας μια μεγάλη τούρτα με αναμμένα κεράκια, οι αξιωματικοί, ο αρχικαμαρότος, οι καμαρότοι. Όλοι αυτοί περνούν από δίπλα μας και τραβάνε για ένα τραπέζι στο βάθος. Το κυκλώνουν, τραγουδάνε το happy birthday, οι μακρινοί κάτοικοι του τραπεζιού αλληλοασπάζονται, χαρούμενοι, όρθιοι όλοι χειροκροτάνε, μαζί κι εμείς. -Αντώνη… του λέω του Σαμαράκη όταν το πράγμα άρχισε να καταλαγιάζει. Δεν μπορεί τελευταία ώρα να γίνεται τέτοια γιορτή σε ξένο τραπέζι και όχι στο δικό μας. -Και τι να γίνει; απορεί εκείνος. Γενέθλια έχει ο άνθρωπος. -Κι εμείς έχουμε γενέθλια. -Εμείς; Ποιος έχει γενέθλια; -Εσύ. -Εγώ; -Έχει δίκιο ο Τρελαντώνης, Αντώνη, επεμβαίνει ο Κουτσούκος. Έχεις γενέθλια. -Έχω γενέθλια, βρε Ελενίτσα; -Έχεις, έχεις, απαντάει ο Σφακιανάκης. Η Ελένη παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει. -Ε, καλά, αφού το λέτε εσείς, θα ‘χω. -Συγγνώμη… λέω στο αυτί του αρχικαμαρότου. Και ο κύριος Σαμαράκης έχει γενέθλια σήμερα. -Δεν είναι δυνατόν! τινάχτηκε έκπληκτος πίσω. Εμείς έχουμε όλα τα διαβατήρια με τις ημερομηνίες γεννήσεως και τα ελέγχουμε καθημερινά για τέτοιες περιστάσεις. -Ακριβώς. Υπάρχει ένα λάθος στο διαβατήριο του κυρίου Σαμαράκη. -Δεν ξέρω τι να πω… Δεν ξέρω καν αν προλαβαίνω το μάγειρα. Κι ήταν ανάγκη να μας τύχει στον κύριο Σαμαράκη… Θα κάνω ό,τι μπορώ. Σε λίγα λεπτά άνοιξε πάλι η πόρτα διάπλατα και μπήκε μέσα η ίδια κουστωδία -όργανα, μάγειρας, τούρτα, αρχικαμαρότος- τώρα όμως τους συνόδευε κι ο καπετάνιος, που συγχάρηκε πρώτος τον εορτάζοντα. Ξανά happy birthday, ξανά χειροκροτήματα και φιλιά. Όλη η αίθουσα πέρασε από το τραπέζι μας πιάνοντας το χέρι του Σαμαράκη και φιλώντας τον. Εκείνος γελούσε. Γελούσε με ευχαρίστηση, με ευγένεια, με καλοσύνη, με πονηριά, ώσπου ξαφνικά άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του. -Κλαις, Αντώνη; -Κλαίω, μωρέ Αντώνη. Κλαίω. -Πλάκα κάνουμε. -Πλάκα κάνουμε, το ξέρω. Αλλά να, μια στιγμή νόμισα πως είχα πεθάνει και περνούσαν όλοι αυτοί οι καλοί συνάδελφοι από τόσες χώρες να με ασπαστούν και να με αποχαιρετήσουν.

από το βιβλίο «ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

“Γκαράζ ή κομμάτι του παραδείσου επί της γης;”

Ο Βασίλης Μουστάκης θυμάται τον Φώτη Κόντογλου:

Πρωτόδα τον Κόντογλου το 1947. Με είχε μαζί του ο Μελάς, σε μιαν επίσκεψη που του έκανε. Έμενε τότε, με την οικογένειά του (τη σύζυγο Μαρία και την κορούλα τους τη Δέσπω), σ’ ένα γκαράζ. Είχε πουλήσει το σπίτι του κατά την Κατοχή και κατοικούσαν τότε σ’ εκείνη τη “φάτνη αυτοκινήτων”, όπως έλεγε το γκαράζ, που του το πρόσφερε μια σπλαχνική κυρία στο Γαλάτσι. Γκαράζ όμως ήταν τώρα εκείνο ή κομμάτι του παραδείσου επί της γης; Αρκετά μεγάλος χώρος, είχε σκεπασμένους τους τοίχους με εικόνες του μεγάλου αγιογράφου. Σοφάδες ανατολίτικοι. Έπιπλα, το ίδιο. Καντήλια, κηροπήγια, παμπάλαια σκωροφαγωμένα βιβλία. Χράμια με λαϊκή διακόσμηση. Και μια άχνα από μοσχολίβανο. Ένας μπερντές απομόνωνε τα δυο τρία τετραγωνικά μέτρα, που χρησίμευαν για κουζίνα και τουαλέτα.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ “Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΓΥΜΝΗ” Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ

 

«Ένας φτωχός φουστανελάς» από τον Γ. Σεφέρη

Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για τον Θεόφιλο:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”

 

“Η Αθήνα του 1906″ από τον Δ. Φωτιάδη

Η Αθήνα του 1906 -οι εντυπώσεις μου είναι βέβαια ανάκατες και με μεταγενέστερες- ήταν μια μικρή στα ανθρώπινα μέτρα πολιτεία. Την κατοικούσαν 140.000 ψυχές. Η μόνη συγκοινωνία της το ανοιχτό τραμ με πάγκους που ξεκινούσε από την Ομόνοια κι έφτανε ως το τέρμα της οδού Φιλελλήνων. Ίσαμε το Σύνταγμα το τράβαγε ένα άλογο. Από κει και πέρα βάζανε και δεύτερο για να τα βγάλει πέρα στον ανήφορο. Όπου ήθελες ανέβαινες και όπου ήθελες κατέβαινες, φτάνει να ήσουνα κάπως σβέλτος. Η οδός Σταδίου χωματόδρομος. Τ’ απόγευμα κάρο της δημαρχίας σουλάντιζε το δρόμο για να κατακαθίσει κάπως η σκόνη. Όχι μονάχα στις συνοικίες μα και σ’ αυτή ακόμα την οδό Πανεπιστημίου, πέρναγαν μικρά κοπάδια κατσίκες, δέκα ως δεκαπέντε το πολύ, και οι τσοπάνοι τους μοίραζαν με τούτον εδώ τον τρόπο το γάλα. Σταμάταγαν στην πόρτα του πελάτη και η κερά ή η υπηρέτρια του έδινε την κατσαρόλα, την έβαζε κάτω από μία από τις κατσίκες, και την άρμεγε ώσπου να τη γεμίσει.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

«Στο μπακάλικο του Καχριμάνη»

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στην οδό Σαρρή, κοντά στου Ψυρή. Εκεί έτρωγε, εκεί έπινε, εκεί συναντούσε τους φίλους του, και όποτε είχε έμπνευση, αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα. Ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου, ο κυρ Δημήτρης ο Καχριμάνης τον σεβόταν και του έκανε πίστωση, ενώ του είχε πάντα φυλαγμένο φαγητό εκτός από Τετάρτες και Παρασκευές που ο Παπαδιαμάντης νήστευε και του έφερναν λαδερό φαγητό από το γειτονικό μαγειρείο του μπαρμπα-Γιώργη. Συχνά ο Παπαδιαμάντης καλούσε και τον εξάδελφό του Α. Μωραϊτίδη για να φάνε μαζί. Το μπακάλικο του Καχριμάνη το προτιμούσε γιατί διέθετε πολύ καλό κρασί. Καθόταν ώρες αμίλητος και παρατηρούσε τον κόσμο που έμπαινε για να ψωνίσει. Είκοσι ολόκληρα χρόνια σύχναζε σ’ αυτό το μαγαζί και αρκετά απ’ τα διηγήματά του τα εμπνεύστηκε από εμπειρίες που έζησε εκεί.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗΣ

 

“Από την Τρίπολη του Πόντου”

Ο ΧατζηΓιώργης Δημητριάδης περιγράφει τους διωγμούς των κατοίκων της Τρίπολης του Πόντου:

Στις 13 του Νοέμβρη, όρμησε ξαφνικά μέσα στα σπίτια η χωροφυλακή κι αρχίνησε να χτυπάει, ν’ αρπάζει, να μακελεύει. Όσους λείπανε από τα σπίτια τους δεν τους αφήσανε μέσα να μπουν, μόνε τους οδηγούσανε με τη βία στο Τερέ – Πασί. (…) Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά, το ζυμάρι μέσα στην πινακωτή να φουσκώνει, και φύγανε γυναίκες με το ζυμάρι ακόμα ζεστό πάνω στα δάχτυλα. Η νύχτα έπεφτε βαριά και ο ουρανός ήταν έτοιμος να κλάψει μαζί μας. Τότε άρχισε ο έξαλλος δρόμος προς την Έσπια, για να βρούμε κάποια σκέπη για τη νύχτα, ενώ όλο και προσθέτονταν στην ουρά χριστιανοί διωγμένοι πριν μια μέρα από το Σατού κι από το Εσελί της Ελεβής. (…) Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα μας οι φωνές, Παναγή!!! Νικόλα!!! από κάτω… πιο δεξιά… μ’ ακούς παιδί μου; Κι ερχότανε η ηχώ, ώι… ώι… μανίτσα… (…) Και η πορεία εξακολουθεί. Περνούμε μέσα από ερημωμένα ελληνικά χωριά που έχουνε αδειάσει πριν λίγο, οι πατημασιές τους είναι ακόμα πάνω στο υγρό χώμα της γης τους και ο ύπνος πάνω στο μαξιλάρι τους. Σταματήσαμε στο χωριό Καραέρικ, 8 χλμ περίπου από την Έσπια κι όταν εφτάσαμε καίγανε ακόμα κούτσουρα στα τζάκια κι ήταν η χόβολη ζεστή. Εδώ μείναμε οχτώ μέρες, όπου και μας καταγράψανε. (…) Ζαλωθήκαμε λοιπόν τα στρωσίδια, τους αρρώστους και τους γέρους μας και πάλι ανοίχτηκε μπροστά μας ο ατέλειωτος δρόμος της δοκιμασίας. (…) Και μείναμε στο Πιρκ. Στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών. Ήτανε 18 του Δεκέμβρη, δεν είχαμε καλά καλά εγκατασταθεί κι αρχίνησε το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει όλα ένα γύρο. Με το χιόνι γίνηκε αμέσως αισθητή η έλλειψη του ψωμιού. (…) Μα το χειρότερο ήτανε που δεν είχαμε αποχωρητήρια -σ’ αυτά τα μέρη της ανατολής είναι άγνωστα αυτά τα πράγματα- και η ανάγκη μας έκανε να χρησιμοποιούμε ένα μέρος του σπιτιού και το δρόμο. Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή τη διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα. Έτσι με το συνωστισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. Ελάχιστοι που προφτάσανε και πήγανε σ’ άλλο χωριό μόνο γλιτώσανε. Όλοι οι άλλοι δε λέγαμε να το κουνήσουμε, είχαμε όλοι κάποιον αγαπημένο μας άρρωστο και δεν μας πήγαινε η καρδιά να τον εγκαταλείψουμε σαν το σκυλί. (…) Τρεις μήνες είχανε περάσει από τη μαύρη ώρα που μπήκαμε στο Πιρκ, έμπαινε ο Μάρτης μήνας κι από τις 13 χιλιάδες που είχαμε ξεκινήσει, δεν μένανε πια παρά 800, αδύναμοι κι ανίκανοι για κάθε δουλειά. 

από το βιβλίο της ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΓΚΡΙΤΣΗ – ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

greek20painters-gysis11

Νικόλαος Γύζης (1842-1900) «Η αποστήθιση»