Archive for Αύγουστος 2013

Γκιουλ Τζαμί

13/08/2013

Το Γκιουλ Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη ήταν η παλιά βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας που μαρτύρησε την εποχή της εικονομαχίας. Η μνήμη της Αγίας γιορταζόταν κάθε χρόνο στις 29 Μαΐου. Για τον τελευταίο εορτασμό -την παραμονή 28 προς 29 του μήνα- μας μιλάει η Μαρία Θεοχάρη:

Αλλ’ εκείνη την παραμονή της γιορτής -ήταν 28 του Μάη του 1453- οι κάτοικοι της βασιλεύουσας είχαν άλλους βαθύτερους λόγους, να προστρέξουν σε προσευχές και λιτανείες, να εκλιπαρήσουν τους Αγίους. Δεν επρόκειτο πια για την γιατρειά των ασθενών, αλλά για τη σωτηρία της ίδιας της Πόλης. 

Είχαν λοιπόν μαζευτεί πλήθος πυκνότατο, από τον εσπερινό κιόλας ερχόντουσαν για να κάνουν την ολονυχτία κοντά στη σορό της Αγίας. 
Τρεις μέρες τώρα αλάλαζε κάθε βράδυ το στρατόπεδο απ’ έξω. Μόλις έπαιρνε η νύχτα, άρχισαν να ηχούν οι σάλπιγγες και μαζί με τα τύμπανα έσκιζαν την ησυχία της νύχτας. Πύρινες φωταψίες, αναμμένες στις κατασκηνώσεις του σουλτάνου κύκλωναν το λιμάνι και τον Γαλατά. 

Και πράγματι βρισκόμαστε στην πιο δραματική στιγμή -της Δευτέρας προς Τρίτη, 28 προς 29 Μαΐου- της τελευταίας νύχτας του Βυζαντίου. Ο βασιλεύς, αφού μίλησε στο λαό του, κατευθύνεται τώρα προς την Αγιά-Σοφιά, για να προσευχηθεί και να μεταλάβει. Προσεύχεται στην Οδηγήτρια κι όταν σηκώνεται και πλησιάζει τα Άχραντα Μυστήρια, όλο το πλήθος τον ακολουθεί. 

Gul5

Αγία Θεοδοσία (Γκιουλ Τζαμί)
(η φωτογραφία είναι από την Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού)

Μετά ο βασιλεύς παίρνει τον δρόμο προς τα ανάκτορα για να αποχαιρετήσει τους αυλικούς του.

Καθώς ατενίζει ο βασιλεύς το εκκλησίασμα της Αγίας Θεοδοσίας, με μιας η ψυχή του γαληνεύει. Το εσωτερικό του Ναού θυμίζει μέρες ειρηνικές. Γιρλάντες από τριαντάφυλλα κι άλλα μαγιάτικα λουλούδια στολίζουν τις αψίδες και τις εικόνες. Γυναικόπαιδα και κλήρος προσεύχονται με κατάνυξη αλλά όλων τα πρόσωπα φωτίζονται από μια γιορτινή χαρά. Κρατούν άσπρες λαμπάδες κι άλλοι σκορπούν θυμιάματα. Ο αυτοκράτωρ καθώς περνά να προσκυνήσει την σορό ρίχνει μια γρήγορη ματιά στις γυναίκες. Σαν να μη συμβαίνει τίποτα, έχουν έρθει να γιορτάσουν τη σύναξη της Οσιομάρτυρος «περικεκαλλωπισμέναι και περικεκοσμημέναι».
Ποια η ανάγκη να εξιστορήσει κανείς τη συνέχεια, την επίθεση, τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη, την Κερκόπορτα, την πύλη του Αγίου Ρωμανού, τον θάνατο του αυτοκράτορα;
Οι Γενίτσαροι όρμησαν από το χάλασμα του τείχους, που είχε δημιουργήσει το κανόνι του Μωάμεθ, ανάμεσα στην πύλη του Ρωμανού και στη Χαρσία. Τραβούν  τώρα προς τα κάτω. Και περνώντας μπρος από την πόρτα της Αγίας Θεοδοσίας, ακούν ψαλμωδίες, βλέπουν συναγμένο τον κόσμο και μπαίνουν μέσα. Τους χτυπά το άρωμα από το μοσχολίβανο. Κοιτούν γύρω τα τριαντάφυλλα που στόλιζαν την εκκλησία και σαστισμένοι στάθηκαν μια στιγμή αμήχανοι.

Η εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας έγινε κατ’ αρχάς αποθήκη του τουρκικού ναυστάθμου. Πέρασαν έτσι εκατόν τόσα χρόνια κι έπειτα -επί Σελίμ Β΄- μετατράπηκε σε τζαμί. Το καινούριο όνομά της λένε πως είναι μια ανάμνηση της τελευταίας εκείνης βυζαντινής μέρας. Γκιουλ σημαίνει ρόδο και Γκιουλ Τζαμί, το τζαμί των ρόδων, γιατί με ρόδα την είχαν στολισμένη σαν μπήκε στην Πόλη ο κατακτητής.

αποσπάσματα από το βιβλίο «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ –Επιφυλλίδες και διαλέξεις της Μαρίας Θεοχάρη»
Εκδόσεις Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Για το πώς συνδέεται το Γκιουλ Τζαμί με τις εικασίες για τον τάφο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μπορείτε να διαβάσετε ένα ενδιαφέρον άρθρο που στηρίζεται σε έρευνα της Μαρίας Θεοχάρη

η πόρτα είναι ξεκλείδωτη

10/08/2013

Η Θεοφανώ ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος δύο αυτοκρατόρων, του Ρωμανού Β΄ και μετά τον θάνατό του, του Νικηφόρου Φωκά. Αργότερα βοήθησε τον εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή να δολοφονήσει τον Φωκά. Όμως με την επικράτηση του Τσιμισκή η ενοχή της ήταν τόσο φανερή που ο Πατριάρχης ξεκαθάρισε στον Τσιμισκή ότι δεν θα τον έχριζε αυτοκράτορα αν δεν απομάκρυνε την Θεοφανώ. Έτσι η Θεοφανώ εξορίστηκε. Μετά τον θάνατο του Τσιμισκή, οι γιοι της, Βασίλειος Β΄ και Κωνσταντίνος Η΄, την επανέφεραν στο παλάτι, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό της χωρίς όμως να ασχοληθεί ξανά με την πολιτική. 

Ο Καραγάτσης, στο βιβλίο του «Σέργιος και Βάκχος» περιγράφει με τον δικό του -μοναδικό όπως πάντα- τρόπο τους λόγους που έκαναν τη Θεοφανώ να συμμετάσχει στη συνωμοσία του Τσιμισκή:

Χαιρόταν η Θεοφανώ τον κρυφό έρωτά της. Μα ούτε στιγμή τον συνδύασε με πολιτικούς υπολογισμούς. Όντας μυαλωμένη, ήξερε ότι για τον θρόνο των παιδιών της μεγαλύτερη εγγύηση από τον Φωκά δεν υπήρχε. Όταν, εντελώς απροσδόκητα, η κατάσταση αλλάζει ολοκληρωτικά. Ο Φωκάς, αηδιασμένος από την αντίδραση όλου του κόσμου, διαδηλώνει την πρόθεσή του να παραιτηθεί και να καλογερέψει. Μόλις το μαθαίνει η Θεοφανώ, προστρέχει να τον μεταπείσει. 
– Πού μας παρατάς, εμένα και τα παιδιά μου, Νικηφόρε; Σ’ εξορκίζω, μην το κάνεις αυτό! Περίμενε τρία τέσσερα χρόνια, να ενηλικιωθεί ο μεγάλος μου γιος, ο Βασίλειος. Κι απέ, άμε στην ευκή του Θεού!
Ο Φωκάς την ακούει συλλογισμένος. Της απαντάει με μισόλογα. Δεν μπορεί να πάρει, λέει, οριστική απόφαση. Άσε να ιδούμε…
Όλα αυτά δεν καθησυχάζουν τη Θεοφανώ. Βλέπει παντού κιντύνους για τα παιδιά της. Εκνευρίζεται στο έπακρο, χάνει την αυτοκυριαρχία της, την ξεκάθαρη κρίση της. Αυτό περίμενε ο ραδιούργος ευνούχος (Βασίλειος). Ορμηνεύει κατάλληλα τον Τσιμισκή και τον στέλνει να βρει την αγαπητικιά του.
-Μας πρόδωσαν! της λέει με ύφος μελοδραματικό. 
ΘΕΟΦΑΝΩ: (ταραγμένη): Ποιοι; Σε ποιον;
ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ: Δεν ξέρω ποιοι. Ξέρω όμως πως ο άντρας σου τα ξέρει όλα. Γίνηκε έξω φρενών από ζήλεια. Απειλεί εμένα να τυφλώσει, εσένα να σε κλείσει σε μοναστήρι. Όσο για τα παιδιά σου, ο Θεός και η ψυχή του…

Τα παιδιά της… Η Θεοφανώ αποτρελαίνεται. Γονατίζει μπροστά στον αγαπητικό της. Τον ικετεύει να βρεθεί τρόπος να γλυτώσουν τα παιδιά της. 
Τρόπος; Και βέβαια υπάρχει τρόπος. Ένας μόνος τρόπος…
-Ποιος τρόπος; ρωτάει η Θεοφανώ, με την αγαλλίαση της ελπίδας.
Ο Τσιμισκής της εξηγεί τον τρόπο…
Όλα τα πάντα γίνηκαν στο Παλάτι του Βουκολέοντα, το χτισμένο στο ακρογιάλι…

Το απόγεμα εκείνης της μέρας, πέντε γυναίκες μπαμπουλωμένες -έκανε κρύο φοβερό- ήρθαν στο Παλάτι και πήγαν κατ’ ευθείαν στα διαμερίσματα της Θεοφανώς. Εκεί, όταν σιγουρεύτηκαν, ξεσκέπασαν τα μούτρα τους, τα στολισμένα με γένια και μουστάκια. Ήσαν φίλοι του Τσιμισκή, συνωμότες. Αργά, λίγο πριν το μεσονύχτι, μια βαρκούλα ήρθε κι άραξε κάτω απ’ το παράθυρο του κοιτώνα της βασίλισσας. Μια ανεμόσκαλα ξετυλίχτηκε απ’ το παράθυρο ως τη βάρκα. Ο Τσιμισκής την ανέβηκε γοργά.
-Άιντε, λέει της Θεοφανώς. Μην αργοπορείς. 
Εκείνη, δίχως να πει λόγο, βγήκε απ’ τον γυναικίτη και πήγε στον κοιτώνα του άντρα της. Ο Νικηφόρος την υποδέχτηκε μάλλον ψυχρά, όχι όμως εχθρικά. Καμωνόταν πως τάχα δεν ήξερε; Ή μήπως ο Τσιμισκής της είπε ψέματα πως ήξερε; Η υποψία πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό της. «Θα ήταν φοβερό, στοχάστηκε, να με σπρώξει σε τέτοια φοβερή πράξη με ψέματα!» Συγκρατήθηκε και μίλησε στον άντρα της φιλικά, κατά πώς την είχε ορμηνέψει ο Τσιμισκής. Προσποιήθηκε πως πεθυμούσε να περάσει τη νύχτα μαζί του. Περίμενε με αγωνία την αντίδρασή του. Εκείνος την κοίταξε με μάτι θολό. Ο δαίμονας της σάρκας ξύπνησε μέσα του.
-Καλά, της αποκρίθηκε. Μείνε…
-Πρέπει να καληνυχτήσω εκείνες τις Βουλγάρες που φιλοξενώ. Σε λίγη ώρα θα γυρίσω. Μην κλειδώσεις την πόρτα.
-Καλά, σε περιμένω.
Βγαίνοντας απ’ την κάμαρα έτρεμε σύγκορμη. Η υποψία πως ο Τσιμισκής την εξαπάτησε, γινόταν πιο έντονη. «Πώς μπορεί, αν ξέρει πως είμαι αγαπητικιά του Τσιμισκή, να με δεχτεί στο κρεβάτι του;» Κοντοστάθηκε· σκέφτηκε να γυρίσει στην κάμαρα του άντρα της, να τα μολογήσει όλα. Όλα; Κι αν υποθέσουμε πως ο Νικηφόρος αγνοούσε την αλήθεια; Όχι! Εκεί που έφτασαν τα πράματα, άλλη λύση δεν υπήρχε. Έσκυψε το κεφάλι και πήγε στον γυναικίτη.
-Λοιπόν; τη ρωτάει ο Τσιμισκής.
-Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη…
-Πάμε! προστάζει εκείνος τους φίλους του.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ «ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ»
Βιβλιοθήκη ΤΟ ΒΗΜΑ

ερωτήματα ενός νεοβαπτισμένου χριστιανού

09/08/2013

Η Βουλγαρία εκχριστιανίστηκε τη δεκαετία του 860 επί βασιλείας Βόρι. Ο ίδιος ο Βόρις βαπτίστηκε χριστιανός τον Σεπτέμβριο του 865 από έναν επίσκοπο σταλμένο στη Βουλγαρία από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Λίγο αργότερα ο Βόρις βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εξέγερση εθνικής κλίμακας που σκοπό είχε την ανατροπή και δολοφονία του Βόρι καθώς και την αποκατάσταση της παλιάς ειδωλολατρικής θρησκείας των Βουλγάρων. Ο Βόρις συνέτριψε την εξέγερση των «βογιάρων» και τιμώρησε ανελέητα τους πρωτεργάτες: σαράντα δύο από τους ηγέτες της εξέγερσης θανατώθηκαν μαζί με τα παιδιά τους.

Στη συνέχεια ο Βόρις, δυσαρεστημένος από την άρνηση των Βυζαντινών να συναινέσουν στην ίδρυση βουλγαρικού πατριαρχείου, προσπάθησε να κάνει άνοιγμα προς τη Δύση στέλνοντας επιστολή προς τον Πάπα, στην οποία ζητούσε πατριάρχη και ιερείς ενώ παράλληλα ζητούσε απάντηση σε 106 ερωτήσεις θρησκευτικού περιεχομένου, που αφορούσαν περισσότερο τη συμπεριφορά και όχι την πίστη.

Ο Βόρις ρωτούσε τον Πάπα αν είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί όταν απαγόρευαν στους Βουλγάρους να κάνουν μπάνιο τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και όταν τους απαγόρευαν να μεταλαμβάνουν χωρίς να φορούν τις ζώνες τους ή να τρώνε το κρέας των ζώων που σκότωναν οι ευνούχοι. Επίσης τον ρωτούσε αν είχαν δίκιο να ισχυρίζονται ότι κανείς μη κληρικός δεν μπορούσε να διεξάγει δημόσιες δεήσεις για βροχή όπως επίσης και να κάνει το σημείο του σταυρού στο τραπέζι πριν από ένα γεύμα και αν είχαν δίκιο που επέμεναν πως οι άνθρωποι έπρεπε να στέκονται στην εκκλησία με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος τους. Οι απαντήσεις του Πάπα σε όλα αυτά τα ερωτήματα ήταν αρνητικές όπως επίσης αρνητική ήταν και η απάντηση στο ερώτημα αν είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί που αρνούνταν να δεχθούν τη μετάνοια των ειδωλολατρών στασιαστών (από αυτή την ερώτηση του Βόρι συμπεραίνεται πως ο βυζαντινός κλήρος στη Βουλγαρία ήταν εν μέρει υπεύθυνος για τη σκληρότητα με την οποία φέρθηκε ο Βόρις στους στασιαστές).

Ένα άλλο ερώτημα του Βόρι υποδήλωνε τις οικουμενικές βλέψεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί να υποστηρίζουν ότι το άγιο χρίσμα, που χρησιμοποιούνταν στα μυστήρια της Εκκλησίας, παραγόταν μόνο στην αυτοκρατορία τους κι από εκεί διανεμόταν σε όλο τον κόσμο; Εδώ η απάντηση του Πάπα ήταν περιφρονητικά αρνητική όχι όμως και στο επόμενο ερώτημα του Βόρι αν είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί που αρνούνταν στους Βουλγάρους ένα δικό τους Πατριάρχη. Προς το παρόν, είχε απαντήσει ο Πάπας, θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι με έναν αρχιεπίσκοπο και στο μέλλον θα το συζητούσαν ξανά. 

Από κάποιες άλλες ερωτήσεις του Βόρι αποκαλύπτεται η σύγχυσή του σχετικά με αρκετούς χριστιανικούς τύπους. Πόσες μέρες έπρεπε να νηστεύει κάποιος στη διάρκεια ενός έτους, ήταν επιτρεπτή η σεξουαλική επαφή τις Κυριακές, μπορούσε κάποιος να μεταλαμβάνει κάθε μέρα τη Σαρακοστή, τι ζώα και πουλιά επιτρεπόταν να τρώει ένας Χριστιανός, οι γυναίκες θα έπρεπε να έχουν καλυμμένα τα κεφάλια τους στην εκκλησία, μπορούσε κάποιος να δουλεύει τις Κυριακές και σε ορισμένες γιορτές; 

Υπήρχαν όμως και ερωτήματα που είχαν να κάνουν με την προσπάθεια συμβιβασμού του χριστιανισμού με τις παραδόσεις της βουλγαρικής στρατοκρατικής κοινωνίας: τι έπρεπε να κάνει κάποιος όταν μια στρατιωτική επιχείρηση συνέπιπτε με τη Σαρακοστή ή όταν η είδηση μιας εχθρικής επίθεσης έφτανε σε ώρα προσευχής; Πώς μπορούσαν οι στρατιώτες σε ένα στρατόπεδο να εκπληρώνουν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις; Δικαιούνταν συγχώρεσης οι δολοφόνοι, οι κλέφτες και οι μοιχοί; Πώς θα γινόταν να αποσπασθούν ομολογίες χωρίς τη χρήση βασανιστηρίων; Πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθεί κάποιος στους στρατιώτες που εγκατέλειπαν τη μάχη, απειθαρχούσαν στις διαταγές ή τα όπλα και το άλογό τους δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένα πριν τη μάχη; Οι απαντήσεις που έδωσε ο Πάπας σε αυτά τα ερωτήματα, συμβουλεύοντας τον Βόρι να συνδυάσει τη δικαιοσύνη με το έλεος, δεν πρέπει να διέφεραν πολύ από τις απαντήσεις των βυζαντινών κληρικών. 

Αρκετά ερωτήματα σχετίζονταν με τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσει ο Βόρις προς τους πιστούς της παλιάς ειδωλολατρικής θρησκείας. Εδώ ο Πάπας τον συμβούλεψε να τηρήσει ήπια στάση, κάτι ανάλογο του είχε προτείνει ο Φώτιος, όχι όμως και οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι που πρέπει να δρούσαν με ιδιαίτερο ζήλο στη Βουλγαρία. Οι ερωτήσεις του Βόρι στρέφονταν και σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος. Τι θα έπρεπε να κάνει αν ένα χριστιανικό κράτος είχε παραβεί τη συνθήκη που είχαν υπογράψει μαζί; Κι ήταν σωστό για έναν Χριστιανό βασιλιά να υπογράφει συνθήκες με βασιλιά ενός ειδωλολατρικού κράτους; Τέλος κάποιες ερωτήσεις του Βόρι είχαν να κάνουν με τις παραδόσεις των Βουλγάρων προς τις οποίες φαίνεται ότι ο λαός του παρέμενε προσκολλημένος παρά τον εκχριστιανισμό του. Επιτρεπόταν η χρήση της ουράς του αλόγου ως λάβαρο, η αναζήτηση οιωνών, η χρήση μαγείας ή η εκτέλεση τελετουργικών χορών πριν τη μάχη; Δυστυχώς γι’ αυτόν ο Πάπας συμφώνησε με τους Βυζαντινούς αποδοκιμάζοντας αυτά τα έθιμα όπως και την αναζήτηση θεραπείας από μια μαγική πέτρα ή από ένα φυλαχτό. Και βέβαια την πιο αυστηρή απαγόρευση την επιφύλασσε ο Πάπας για την πολυγαμία και τη λατρεία των προγόνων, ειδικά αυτών που είχαν πεθάνει ως ειδωλολάτρες.

Ο Βόρις προσωρινά ορκίστηκε πίστη στην Έδρα του Αγίου Πέτρου, καλωσόρισε την παπική ιεραποστολή κι έδιωξε όλους τους Έλληνες κληρικούς από τη χώρα του. Σύντομα όμως άλλαξε γνώμη, δέχτηκε στη χώρα του αρχιεπίσκοπο διορισμένο από τον Πατριάρχη, έδιωξε αυτή τη φορά τους λατίνους κληρικούς και η βουλγαρική εκκλησία προσχώρησε οριστικά στην Ορθοδοξία. 

ΠΗΓΗ

D. OBOLENSKY: Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ

Βυζαντινοί

06/08/2013

Στους 11 αιώνες που πέρασαν από τον πρώτο ως τον τελευταίο Κωνσταντίνο, ο εξωτερικός τρόπος της ζωής άλλαξε πολλές φορές. Ως το τέλος όμως ο πολίτης της αυτοκρατορίας έμεινε συνειδητά ο πιο πολιτισμένος εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, συνειδητά Ρωμαίος, συνειδητά ορθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος της ελληνικής εκλεπτύνσεως. Ο ξυρισμένος όμως ευγενής του 4ου αιώνα που ήταν τυλιγμένος στις πλατιές πτυχώσεις της τηβέννου του και μιλούσε τα ηχηρά λατινικά του δε θα αναγνώριζε ποτέ τον απόγονό του του 15ου αιώνα με τα γένια, το σαρίκι και το σκληρό μανδύα από ύφασμα χρυσοΰφαντο, που μιλούσε μια ελληνική γλώσσα που τα φωνήεντά της είχαν χάσει την ποικιλία τους.
Ακόμα και η φυλετική βάση της αυτοκρατορίας συνεχώς άλλαζε. Στην αρχή η αυτοκρατορία ήταν κοσμοπολίτικη, αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν οικουμενική, και περιλάμβανε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Η εθνικότητα της ήταν μια έννοια άγνωστη. Όταν η παλιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να αποσυντίθεται, η νέα αυτοκρατορία δεν βασίστηκε στο εθνικό αίσθημα αλλά, μετά τον 5ο αιώνα, στην ορθοδοξία, και από τον 7ο στην ελληνική γλώσσα. 

Σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ένα πλήθος τυχοδιώκτες έφταναν από αναρίθμητες χώρες για να κάμουν την τύχη τους κοντά στον αυτοκράτορα. Στα σύνορα με τους Σαρακηνούς υπήρχε ένα συνεχές πήγαινε έλα. Οι Βυζαντινοί προσχωρούσαν στο Ισλάμ ή οι Σαρακηνοί στον χριστιανισμό, αναλόγως αν ο αυτοκράτορας ή ο χαλίφης πρόσφερε τις καλύτερες ευκαιρίες. Ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν Σαρακηνός εκχριστιανισμένος. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ είχε αίμα αραβικό. Οι μετανάστες από τον Βορρά και από τη Δύση, στου τελευταίους κυρίως αιώνες της αυτοκρατορίας, είχαν την τάση, αφού έκαναν την τύχη τους, να ξαναγυρίζουν στην πατρίδα τους -οι Βάραγγοι στην ομίχλη της Σκανδιναβίας ή της Αγγλίας, οι Φράγκοι στη Φλάνδρα ή στην Καταλωνία. Μπορούσαν όμως και να μείνουν. Μπορούσαν και να παντρευτούν, και τα παιδιά που γεννιόνταν από αυτούς τους μικτούς γάμους μπορούσαν, στην επόμενη γενιά, να κυβερνήσουν την αυτοκρατορία. Οι Βυζαντινοί είχαν εξαιρετικά λίγες φυλετικές προκαταλήψεις – το αίμα τους ήταν πάρα πολύ ανακατεμένο. Δέχονταν οποιονδήποτε για συμπολίτη τους φτάνει να ήταν ορθόδοξος και να μιλούσε ελληνικά. Την βαθιά περιφρόνηση για τους ξένους την αισθάνονταν μόνο γιατί οι ξένοι ήταν αιρετικοί και άξεστοι, αμάθητοι στις λεπτότητες του πολιτισμού της αυτοκρατορίας. Κάθε αλλοδαπός που προσηλυτιζόταν και γινόταν υπήκοος του κράτους μπορούσε να παντρευτεί οποιαδήποτε βυζαντινή, όποια κι αν ήταν η καταγωγή του ή η καταγωγή της. 

Η επαφή με τη Δύση, που συνεχώς γινόταν μεγαλύτερη, και το αργό μαρτύριο της αυτοκρατορίας στα χέρια των ιταλικών δημοκρατιών, έκαμε τους ξένους πιο μισητούς στην Κωνσταντινούπολη. Περισσότερο όμως αναθεματίζανε τον ξένο πολιτισμό παρά το ξένο αίμα. Τα σλαβικά έθνη, που είχαν δεχτεί τον πολιτισμό τους από το Βυζάντιο, ποτέ δε συνάντησαν τέτοια φυλετική αντιπάθεια, παρά μονάχα σε καιρό πολέμου. Ακόμα και οι Τούρκοι, που είχαν αντιγράψει από το Βυζάντιο τα στολίδια τους, φαίνονταν στους Βυζαντινούς προτιμότεροι από τους ομόθρησκους Φράγκους. 

Οι Βυζαντινοί ζούσαν σε έναν κόσμο σκληρό και αβέβαιο. Έξω από τα σύνορα ενεδρεύανε συνεχώς οι βάρβαροι και πάρα πολύ συχνά ξεχύνονταν οι ορδές τους και διασχίζοντας τις επαρχίες ή τη θάλασσα, έφταναν μπροστά στις πύλες και της ίδιας της πρωτεύουσας. Οι φωτιές των καταυλισμών των Ούνων, των Περσών, των Βουλγάρων, είχαν όλες λάμψει μπροστά στην Πόλη, τα πλοία των Σαρακηνών και των Ρώσων είχαν σκεπάσει τη θάλασσα κάτω από τα τείχη της. Πριν από τους Βενετούς πειρατές και από τους Τούρκους πολλοί μεγάλοι στρατοί και στόλοι λίγο είχε λείψει να πετύχουν. Στις αρχές του 8ου αιώνα όλοι οι κάτοικοι είχαν διαταγή να έχουνε στα σπίτια τους προμήθειες για τρία χρόνια, τόσοι πολλοί ήταν οι κίνδυνοι που καραδοκούσαν ολόγυρά τους.
Οι Βυζαντινοί, κυκλωμένοι από τον φόβο και την αβεβαιότητα, δεν ήταν δυνατόν να μην είναι φιλύποπτοι, να μην έχουν νεύρα που φούντωναν με το παραμικρό και οδηγούσαν στη μανία ή στον πανικό. Ήταν αναπόφευκτο να ζητάνε παρηγοριά σε πράγματα υπερκόσμια, στην ένωση με τον Θεό και στην ελπίδα για τη μέλλουσα ζωή. Ήξεραν ότι η επίγεια ζωή ήταν θλιβερή. Το απλό γέλιο και ευτυχία των αρχαίων είχαν χαθεί. Το βυζαντινό πνεύμα ήτανε δηκτικό, την εξυπνάδα τους την έδειχναν μονάχα με τον σαρκασμό και με την κοροϊδία. Και αληθινά, και η ίδια η ζωή σαν κοροϊδία έμοιαζε. Σε έναν κόσμο σκοτεινό και ταραγμένο η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, η τελευταία κοιτίδα του πολιτισμού, συνεχώς κλονιζόταν μπροστά στους βαρβάρους και δεν συνερχότανε παρά μονάχα για να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις. Αιώνες ολόκληρους η μεγάλη Πόλη έμεινε άθικτη, σύμβολο στα μάτια των ξένων, αιώνιας δύναμης και αιώνιου πλούτου. Οι Βυζαντινοί όμως ήξεραν ότι κάποια μέρα το τέλος θα ερχόταν, ότι κάποια από όλες αυτές τις επιθέσεις κάποτε θα πετύχαινε. Οι προφητείες που ήταν γραμμένες σε όλη την Κωνσταντινούπολη, σε κίονες και σε σοφά βιβλία, όλες την ίδια ιστορία έλεγαν, για τις ημέρες που δε θα υπήρχαν πια αυτοκράτορες, για τις τελευταίες ημέρες της Πόλης, για τις τελευταίες ημέρες του πολιτισμού.

ΣΤΙΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ
αποσπάσματα από το βιβλίο «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ»
Εκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑΣ

την Σκλήραιναν βασίλισσαν ου θέλομεν

02/08/2013

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) ήταν ωραίος, ξανθός, εκλεπτυσμένος, γενναιόδωρος, αγαπούσε τις απολαύσεις και ενδιαφερόταν για τα γράμματα. Ανέβηκε στον θρόνο, αφού παντρεύτηκε τη δημοφιλή αυτοκράτειρα Ζωή, που ήταν απόγονος της θρυλικής μακεδονικής δυναστείας.
Ο Κωνσταντίνος εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στο παλάτι, την ερωμένη του, τη Σκλήραινα. Μάλιστα δημιούργησε, ειδικά για αυτή, τον τίτλο της «Σεβαστής». Για να τη συναντάει χωρίς να σκανδαλίζει τα πλήθη, σοφίστηκε να χτίσει στη γειτονιά της έργα μεγάλα και μακροχρόνια. Πήγαινε κάθε μέρα δήθεν να τα επιστατεί κι από κει επισκεπτόταν το σπίτι της Σκλήραινας.
Η Ζωή είχε γεράσει (ήταν 70 ετών) και δεν έδειχνε να ενοχλείται. Ο λαός όμως δεν έβλεπε με καλό μάτι τη Σκλήραινα. Όταν στις 9 Μαρτίου του 1044 ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε για μια επίσημη πομπή, το πλήθος άρχισε να τον αποδοκιμάζει λέγοντας «ημείς την Σκλήραιναν βασίλισσαν ου θέλομεν». Κάποια στιγμή το πλήθος έγινε απειλητικό εναντίον του Κωνσταντίνου, ο οποίος σώθηκε μετά από παρέμβαση της Ζωής.
Η Σκλήραινα, πρέπει να ήταν πανέμορφη. Σε μια βόλτα της στην αγορά της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε τον θαυμασμό ενός μάγκα που της φώναξε περιπαιχτικά το ομηρικό ρητό «ου νέμεσις», (δηλαδή καμιά τιμωρία ή αλλιώς «χαλάλι») που είχαν αναφωνήσει οι γέροντες Τρώες στη θέα της ωραίας Ελένης. Σύμφωνα με την Ελένη Αρβελέρ η φράση αυτή, που έγινε κατανοητή από τους θαμώνες της αγοράς, φανερώνει τη βαθιά γνώση των ομηρικών επών όχι μόνο από τους μορφωμένους της βυζαντινής κοινωνίας αλλά και από τους απλούς ανθρώπους της αγοράς. 
Το 1045, η Σκλήραινα πέθανε, και ο Κωνσταντίνος εγκατέστησε στο παλάτι μια καινούρια ερωμένη, την οποία διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, το 1055.

Byzantinischer_Mosaizist_um_1020_001

Μωσαϊκό από την Αγία Σοφία με τον Κωνσταντίνο Θ΄ και την αυτοκράτειρα Ζωή
(η εικόνα είναι από την Βικιπαίδεια)

Ο Κωνσταντίνος Θ΄ βασίλευσε σε μια εποχή οικονομικής ευμάρειας για το Βυζάντιο. Μοίρασε απλόχερα αξιώματα, ίδρυσε νοσοκομεία, γηροκομεία, ενίσχυσε οικονομικά τα μοναστήρια, χορήγησε ένα σημαντικό ποσό που χρειαζόταν ώστε να τελείται η λειτουργία στην Αγία Σοφία καθημερινά και όχι μόνο Σάββατα και Κυριακές, ίδρυσε κρατική σχολή για τη σπουδή της νομικής επιστήμης και πρόσφερε πλούσια θεάματα στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης φέρνοντας μέχρι και εξωτικά ζώα από την Αίγυπτο: ελέφαντες και καμηλοπαρδάλεις.
Όταν άρχισαν να λιγοστεύουν τα χρήματα του κράτους καθιέρωσε την εκμίσθωση των φόρων σε ιδιώτες, ένα μέτρο που αποδείχτηκε ολέθριο αφού οι ιδιώτες εισέπρατταν από τους πολίτες ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που έπρεπε να καταβληθούν, ενώ το ίδιο ολέθριο αποδείχτηκε και το μέτρο της εξαγοράς της θητείας που αποδυνάμωσε τον στρατό των Θεμάτων και αύξησε τις ανάγκες για μισθοφόρους. 

ΠΗΓΕΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Θ΄ ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗ

ΓΝΩΜΙΚΟΛΟΓΟΣ: ου νέμεσις

Ε. ΓΛΥΚΑΤΖΗ – ΑΡΒΕΛΕΡ: ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Εκδόσεις: ελληνικά γράμματα

Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ, ΩΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ

ένας εμφύλιος πόλεμος

01/08/2013

Ήταν η εποχή που ένα σωρό φιλοδοξίες περιστοίχιζαν τον βυζαντινό θρόνο.
1341, μόλις είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Παλαιολόγος, αφήνοντας για κληρονόμους του την Φράγκισσα γυναίκα του, Άννα της Σαβοΐας, και δύο ανήλικα τέκνα, τον Ιωάννη, εννέα ετών, και τον Μιχαήλ, τεσσάρων.
Από όλους τους μνηστήρες του θρόνου, ο ισχυρότερος ήταν ο αρχηγός της αριστοκρατικής μερίδας, ο μέγας δομέστιχος Ιωάννης ο Καντακουζηνός. Όσο ζούσε ο αυτοκράτορας, ο Καντακουζηνός ήταν το δεξί του χέρι. 

Σ’ αυτόν τον πιστό φίλο και σύμβουλο του ανδρός της, εμπιστεύτηκε η αυτοκράτειρα Άννα, από τις πρώτες κιόλας μέρες του πένθους της, την κυβέρνηση της χώρας και τα παιδιά της. 

Στο Πατριαρχείο και στην Αυλή είχαν αρχίσει να ανησυχούν βλέποντας με τι στιβαρό χέρι είχε αρπάξει τα ηνία του κράτους ο Καντακουζηνός. Ήταν ο Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας που ονειρευόταν πάντοτε να διευθύνει τις τύχες του Βυζαντίου. Ήταν επίσης, ο παρακοιμώμενος Αλέξιος Απόκαυκος, έξυπνος, δραστήριος, αλλά ραδιούργος και ευέλικτος, είχε ξεκινήσει από το τίποτα κι είχε φθάσει στα ανώτατα αξιώματα, αφού διαδοχικά εξυπηρέτησε και πρόδωσε όλες τις πολιτικές μερίδες. 

Ενώ λοιπόν γύρω από τον Καντακουζηνό σφιγγόταν όλο και περισσότερο ο κλοιός των μηχανορραφιών της Αυλής, οι πιο επικίνδυνοι εχθροί του Βυζαντίου άρχισαν να κινούνται απειλητικά στα σύνορα. Ο Καντακουζηνός ξέχασε μεμιάς όλες τις προσωπικές του επιδιώξεις, στρατολόγησε με δικά του χρήματα αρκετούς άντρες κι έτρεξε στα σύνορα. Πολεμούσε στη Θράκη τους Βουλγάρους κι οροματιζόταν μεγαλεπήβολα στρατιωτικά σχέδια, όταν ένα πραξικόπημα των εχθρών του, στην Πόλη, τον καταδίκασε ως προδότη της πατρίδας. Έκαψαν το σπίτι του, λεηλάτησαν τα κτήματά του, τους συγγενείς κι οπαδούς του έκλεισαν στις φυλακές.
Για τον Καντακουζηνό είχε έρθει η στιγμή να δράσει. Προσπάθησε μια τελευταία φορά να συγκινήσει την βασίλισσα θυμίζοντάς της την φιλία που τον συνέδεε με τον άνδρα της. Κι αφού εκείνη έμεινε ανένδοτη στις προσφορές συμμαχίας που της έκανε, αποφάσισε ο Καντακουζηνός να τελειώσει μια για πάντα. Στο Διδυμότειχο, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ένας εμφύλιος πόλεμος που έμελλε να εξαντλήσει τις τελευταίες ζωτικές δυνάμεις του κράτους, άρχιζε για το Βυζάντιο. 

Meister_der_Schriften_des_Johannes_VI._Cantacuzemos_001

Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός ήταν αυτοκράτορας από το 1341 μέχρι την εκούσια παραίτησή του το 1354. Τυπικά όμως στέφθηκε αυτοκράτορας μόλις το 1347, ως συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Το 1354 ο Καντακουζηνός παραιτήθηκε από τον θρόνο και εκάρη μοναχός αφήνοντας μοναδικό αυτοκράτορα τον νεαρό Παλαιολόγο.

Χωρίς την παραμικρή τύψη, οι δύο αντίπαλες μερίδες αποτάθηκαν κατά σειρά στους πιο επικίνδυνους εχθρούς της αυτοκρατορίας: στους Σέρβους, στους Βουλγάρους, στους Τούρκους. Βλέποντας ο Καντακουζηνός πως κινδύνευε να χάσει το παιχνίδι, αφού κι οι πιο πιστοί σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν για να σώσουν τη ζωή τους και τις περιουσίες τους, προχώρησε στα σερβικά σύνορα και ζήτησε βοήθεια από τον κράλη της Σερβίας, Στέφανο Δουσάν. Σε αντάλλαγμα του υποσχόταν τις οχυρές πόλεις της Μακεδονίας. Κατόπιν ήρθε σε συνεννοήσεις με τον Τούρκο Ορχάν, Σουλτάνο της Νίκαιας. Δε δίστασε μάλιστα να δώσει την κόρη του, Θεοδώρα, γυναίκα στον άπιστο. Αφηγούμενος τα γεγονότα αυτά ένας σύγχρονος ιστορικός αναστενάζει με πικρία: Πόσο είχαν αλλάξει οι καιροί! λέει. Παλαιότερα οι Βυζαντινοί έκριναν ανάρμοστο τον γάμο μιας βυζαντινής πριγκίπισσας με οποιονδήποτε μεγάλο χριστιανό πρίγκιπα. Και τώρα να, που ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσφέρει την κόρη του για το χαρέμι του Σουλτάνου.
Τα ίδια και χειρότερα ακόμη έκανε και η Άννα. Υποσχόταν στον ισχυρό Σέρβο κράλη να του δώσει την κόρη της, νύφη για τον γιο του, και μαζί ολόκληρη την Μακεδονία. Αρκεί να της παραδώσει ζωντανό ή νεκρό τον Καντακουζηνό. Παρόμοιες προτάσεις έκανε και στον τσάρο των Βουλγάρων.
Οι προτάσεις των Βυζαντινών έγιναν με χαρά δεκτές από τον Σέρβο μονάρχη. Με μεγάλες τιμές ο Δουσάν και η γυναίκα του δέχτηκαν στην αυλή τους τον Καντακουζηνό, χωρίς όμως να περιφρονήσουν και τις προσφορές της Άννας. Οι διαμάχες των Βυζαντινών εξυπηρετούσαν τα κατακτητικά σχέδια του βασιλιά της Σερβίας, που ούτε λίγο ούτε πολύ, είχε τώρα βλέψεις στην αυτοκρατορία. Σύμμαχος πότε του Καντακουζηνού και πότε της αντιβασίλισσας Άννας, ο πανέξυπνος κράλης κατόρθωσε, όπως γράφει ο Ostrogorsky «με ελάχιστες δυνάμεις χωρίς να δώσει ούτε μια μεγάλη μάχη, να αποσπάσει από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία παραπάνω από τα μισά εδάφη της». Και μαζί μ’ αυτά την «οχυρωτάτη» πόλη των Σερρών, κλειδί στον δρόμο από Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Μόνο η Θεσσαλονίκη έπειτα από γενναία αντίσταση είχε ξεφύγει. Από τον εμφύλιο βυζαντινό πόλεμο το μεγαλύτερο κέρδος το είχε ο βασιλιάς των Σέρβων. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ακρωτηριασθεί θανάσιμα. 

Την Κυριακή του Πάσχα του έτους 1346, στην πρωτεύουσα του, στα Σκόπια, ο πανίσχυρος Σέρβος κράλης στεφόταν «αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας» -Ρωμανία σημαίνει Ελλάδα. Όλοι οι ευγενείς και οι ανώτατοι κληρικοί του σερβικού βασιλείου, και μαζί μ’ αυτούς και ο ελληνικός κλήρος των υποταγμένων χωρών, είχαν προσκληθεί στα Σκόπια για να νομιμοποιήσουν την ίδρυση μιας καινούργιας αυτοκρατορίας -αυτής που είχε δημιουργηθεί κατά μέγα μέρος από τις προσφορές του εμφυλίου πολέμου. Η τύχη προστατεύει για μία φορά ακόμη τη βασιλεύουσα κι ο πρόωρος θάνατος του Δουσάν διέλυσε γρήγορα τη δύναμη του σερβικού κράτους. Δεν ήταν όμως ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ένας εμφύλιος ελληνικός πόλεμος κραταίωνε εχθρικές δυνάμεις και άνοιγε τον δρόμο της Ελλάδας σε επικίνδυνους εχθρούς. 

αποσπάσματα από επιφυλλίδα της Μαρίας Θεοχάρη που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 9/4/1961
από το βιβλίο «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗ»
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ