Archive for Οκτώβριος 2012

καλέ μου άνθρωπε

23/10/2012

Θανάσης Βέγγος (1927-2011)

Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ. Ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ
από το http://www.youtube.com/watch?v=vYXMo8G9aoY

Ο Θανάσης Βέγγος ήταν το μοναχοπαίδι μιας πολύ φτωχής οικογένειας. Ο πατέρας του, Βασίλης Βέγγος, δούλευε στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού στο Φάληρο και μάλιστα βοήθησε να σωθεί η Εταιρεία από τους Γερμανούς που είχαν σκοπό, λίγο πριν φύγουν από την Ελλάδα, να την ανατινάξουν. Αργότερα για «ανταμοιβή» το ελληνικό κράτος τον απέλυσε επειδή ήταν αριστερός ενώ την ίδια περίοδο έστειλε τον Θανάση Βέγγο εξορία στη Μακρόνησο. Τότε ήταν που το σπίτι των Βέγγων έμεινε χωρίς ηλεκτρικό. Όπως αναφέρει η παιδική φίλη του Θανάση Βέγγου, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, ο πατέρας της τράβηξε ένα καλώδιο απ’ το δικό τους σπίτι και έβαλε φως στο καμαράκι τους λέγοντας: «προσοχή, μη βγάλετε ποτέ αυτή την πρίζα». Αργότερα ο Θανάσης ανταπόδωσε το καλό στην παιδική του φίλη, γνωρίζοντάς την στον Κούνδουρο που την προσέλαβε ως ηθοποιό στη «Μαγική Πόλη».

Ο Βέγγος με τον Κούνδουρο γνωρίστηκαν στη Μακρόνησο, ετοιμάζοντας παραστάσεις για τους συγκρατουμένους τους. Μάλιστα ο Βέγγος αρχικά είχε κοπεί από την καλλιτεχνική ομάδα γιατί δεν είχε θεατρικές σπουδές. Ο Κούνδουρος όμως που τον είδε να κάνει τα τρεξίματά του τον επέλεξε για ηθοποιό. Έτσι ο Βέγγος έπαιρνε το μικρόφωνο και έλεγε ό,τι του κατέβαινε στο μυαλό, μιμήσεις, παρωδίες διαφημίσεων, οτιδήποτε… Όλοι γελούσαν μόνο ο ίδιος ο Βέγγος αναρωτιόταν: «Εγώ αστείος; από πού κι ως πού;» Κάποια στιγμή ο Κούνδουρος του είπε: «Θανάση, όταν απολυθούμε θα σε πάρω να παίξεις σε μια ταινία μου». Μετά τη Μακρόνησο ο Θανάσης άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές, παγοπώλης, γαλατάς, έφτιαχνε τσάντες, και με τα χρόνια ξέχασε την υπόσχεση του Κούνδουρου. Ο Κούνδουρος όμως δεν την ξέχασε. Τον βρήκε στα 1953 σ’ ένα πατάρι όπου ο Βέγγος κατεργαζόταν δέρματα και του πρότεινε να παίξει στην ταινία του. Ο Βέγγος στην αρχή αρνήθηκε, όμως μετά την επιμονή του Κούνδουρου, δέχτηκε και βρέθηκε, όπως ομολογεί ο ίδιος, σ’ έναν «καινούριο κόσμο» που ταυτόχρονα αποτελούσε και μια λύση στο οικονομικό του πρόβλημα.

πηγές:

«ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ» του Γ. Σολδάτου
Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ

Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Εκπομπή – αφιέρωμα στον Θανάση Βέγγο

Η ιστορία της γνωριμίας του Θανάση Βέγγου με τον Νίκο Κούνδουρο είναι καταπληκτική. Διηγείται ο Κούνδουρος:

«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν! Το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέριια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!
“Τι κάνεις;” τον ρωτάω. “Θα πεθάνεις εδώ πάνω” απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μέσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ηταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.»
εφημερίδα ΕΣΠΡΕΣΣΟ 8/5/2011
από το http://nikoschilaris.blogspot.gr/2011/05/blog-post_09.html

Εμένα δε μου έκαναν τίποτα, εκεί στη Μακρόνησο, μπροστά σ’ αυτά που έκαναν στους άλλους. Δε μιλάω για τις απειλές, για το ξύλο, για την πείνα, για την ταπείνωση, για τα μαρτύρια, για τους βασανισμούς. Μιλάω για την ντροπή. Για κείνους που δεν άντεξαν. Και τους ανάγκασαν να στραφούν ύστερα εναντίον των συντρόφων τους. Αυτό δεν το σηκώνει κανένας. Είναι η χρεωκοπία του ανθρώπου. Κι αυτουνού που το συλλαμβάνει στο αρρωστημένο μυαλό του και του αλλουνού που αναγκάζεται να το δεχτεί. Ο μεσαίωνας δεν το τόλμησε. Και το τόλμησαν αυτοί.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ


Στην αρχή της καριέρας του έπαιζε μόνο μικρούς ρόλους και ασκούσε συγχρόνως καθήκοντα φροντιστή, έβαφε, κολλούσε σκηνικά, έψηνε καφέδες, ξεσκόνιζε, σφουγγάριζε το στούντιο, απαντούσε τα τηλέφωνα, ήταν δηλαδή ο άνθρωπος για τα θελήματα. Λέει ο ίδιος για αυτήν την περίοδο:  «Μέσα σε δύο χρόνια έπαιξα 22 μικρούς ρόλους που μ’ είχαν τσακίσει». Ο πρώτος πρωταγωνιστικός του ρόλος ήρθε, αρκετά αργότερα, στα 1959, με τη συμμετοχή του στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Ηλίας του 16ου».

Στην ταινία «Ο Ηλίας του 16ου», όπως έχουμε ξαναγράψει, τα χαστούκια του Χατζηχρήστου προς τον Βέγγο ήταν αληθινά. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η διήγηση του Χατζηχρήστου που λέει πως η σκηνή χρειάστηκε να γυριστεί ξανά και ξανά, πολλές φορές, γιατί ο Βέγγος, πέφτοντας κάτω, έβγαινε από την κάμερα. Στο τέλος άρχισαν να τον μακιγιάρουν γιατί το μάγουλό του είχε κοκκινήσει. Και ο Βέγγος στεναχωριόταν όχι για τα χαστούκια που έτρωγε αλλά γιατί έβλεπε τον Σακελλάριο να μην είναι ικανοποιημένος…  

Σκηνή από την ταινία «Παπατρέχας» (1966)

Σε μια σκηνή από την ταινία «Παπατρέχας» ο Βέγγος ήταν να περάσει μέσα από μια τζαμαρία και επέμενε να περάσει από κανονικό τζάμι. Διηγείται ο Ερρίκος Θαλασσινός:
-Όχι, Θανάση, του λέω.
-Θα περάσω, Ερρίκο, μου λέει.
-Όχι, Θανάση, με τίποτα, του λέω.
-Πάει, τελείωσε, μου λέει. Μόνο αν συμβεί τίποτε, να πεις στη Μίνα πόσο πολύ την αγαπάω.
Πέρασε κι επέζησε.
ΕΡΡΙΚΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου
«ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ»
Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ
Η σκηνή υπάρχει στο
http://www.youtube.com/watch?v=V82M7QG2OLs (1 ώρα 25΄και 30΄΄ από την αρχή της ταινίας). Ο Βέγγος όχι μόνο περνάει μέσα από την τζαμαρία, αλλά γυρίζει πίσω, παίρνει ένα κομμάτι τζάμι, αιχμηρό τόσο ώστε να του κόψει το λαιμό, και κοιτάζοντάς το χτενίζει τη φαλάκρα του. «Καλός είμαι» λέει και φεύγει, εννοείται, τρέχοντας. Και βέβαια όλη η σκηνή είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Ο Βέγγος δε βλέπει μπροστά του από την πολλή ευτυχία μια και παντρεύεται επιτέλους την αγαπημένη του, μετά από αμέτρητες περιπέτειες στην προσπάθειά του να παντρέψει τις έξι ανύπαντρες αδελφές του και τη μία θεία του.

 Σκηνή από την ταινία «Παπατρέχας». Ο Βέγγος μόλις έχει περάσει μέσα από την τζαμαρία της εισόδου.

«Όλα είναι ατμός» Θρασύβουλας.
«Ό,τι και να κάνεις στη ζωή, θα έρθει μια μέρα ο καπεταν-Μιχάλης και θα σου πει: Μουσιού, γκελ μπουρντά»

Όπως οι περισσότεροι ηθοποιοί που ασχολήθηκαν με θεατρικές ή κινηματογραφικές επιχειρήσεις έτσι και ο Βέγγος βρέθηκε κάποια στιγμή να χρωστάει πολλά λεφτά. Εκείνη την περίοδο συμμετείχε στην παράσταση του έργου του Γιώργου Λαζαρίδη «Ο Τρελός του Λούνα Παρκ».

Και το περισσότερο πώς να ξεχάσω τις αγωνίες του Θανάση και τις αντιρρήσεις του για τις οδηγίες του σκηνοθέτη Μιχαηλίδη, όταν του επέμενε ότι κάποια στιγμή έπρεπε να σταματήσει τις τρεχάλες του επάνω στη σκηνή, για να μπορέσει έτσι να τον παρακολουθήσει πιο ήρεμα και ο θεατής.
-Δάσκαλε, να του φωνάζει ο Θανάσης. Έχω εφτά χιλιάδες προβλήματα που με κυνηγάνε, μη μου τα κάνεις εσύ εφτά χιλιάδες συν ένα…
Φτάνουμε στην πρόβα τζενεράλε, γεμάτο το θέατρο από θεατρόφιλους και θεατροσυγγενείς, ζυγώνει η σκηνή του μονολόγου και ο Θανάσης για πρώτη φορά κάθεται στο μοιραίο σκαμνάκι του μονολόγου, μια και έτσι το απαιτούσε η σκηνοθετική οδηγία.
Και ακολουθεί μια εκπληκτική ερμηνεία, με αποτέλεσμα να παγώσει η πλατεία και να ξεσπάσουν όλοι σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα, για να του πει:
-Είδες, Θανάση μου, τι δίκιο που είχα όταν σου έλεγα πως μόνο άμα κάτσεις στο σκαμνάκι, θα βγει η συγκίνηση;
Τον κοίταξε καλά καλά ο Θανάσης και του απάντησε:
-Δάσκαλε! Δε βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Όταν έλεγα το μονόλογο σκεφτόμουνα ότι αύριο το πρωί μου ‘ρχονται οι κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά μου…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου
«ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ»
Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ  

 

Δεν είναι πόλεμος ετούτο που μας βρήκε, κύριε Ταξίαρχε. Ντροπή είναι. Έλληνες να ντουφεκάνε Έλληνες;  

«Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τον είδα, κουρελή φαντάρο, στο Μακρονήσι, και τον αγαπάω ακόμη και τώρα, σεμνά καθισμένο στη δόξα που δίκαια κατέκτησε».
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ Ιούλιος 2000

Κι εμείς σ’ αγαπήσαμε, από την πρώτη σου ταινία, καλέ μας άνθρωπε, Θανάση Βέγγο.

3 μορφές του θεάτρου

20/10/2012

Άννα Συνοδινού

Θυμάμαι πόσο πολύ αγαπούσα τη ποίηση. Τους μάζευα όλους και τους έκανα επιδείξεις και απαγγελίες σε ένα οικόπεδο που βρίσκονταν μπροστά από το σπίτι μας και ήταν η δεδομένη ευτυχία μας. Το είχαμε καθαρίζει κιόλας από τα σκουπίδια και συχνά πυκνά παρακολουθούσαμε από τη ταράτσα του σπιτιού μας ποιος από τη γειτονιά το λερώνει και του βάζαμε τις φωνές. Θυμάμαι πως μάζευα τα τενεκεδάκια, τα λυγισμένα πιρούνια, τα χαλασμένα καπέλα και ό,τι άλλο μου χρησίμευε για να κάνω πιο πλούσιο το σπίτι της κούκλας μας. Όταν οι γονείς μου με ρωτούσαν τι κάνω, τους έλεγα με καμάρι: «Κάνω τον κόσμο μου πιο όμορφο».

Ο Σοφοκλής ήταν μέγιστη προσωπικότητα. Άλλο πράγμα από τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Ο Σοφοκλής ήταν ξεχωριστός. Τον λάτρευα από μικρή. Η αγαπημένη μου φράση από το έργο του είναι αυτή της Αντιγόνης: «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν», δηλαδή «δεν γεννήθηκα για μισώ, αλλά για να αγαπώ». Είναι σπουδαία. Ακριβώς το ίδιο είπε και ο Χριστός. «Αγαπάτε αλλήλους» δεν είπε;

Δεν είμαι άνθρωπος των αναμνήσεων. Έχω πολύ άσχημες αναμνήσεις, γιατί έχασα και τους 16 αγαπημένους μου ανθρώπους. Δε μπορώ να σταθώ στις αναμνήσεις.

ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ
από συνέντευξή της στο περιοδικό LIFE and STYLE

από το http://panosgi.gr/2011/03/01/
%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%8D/

1939: Παραμονή Χριστουγέννων. Το στολισμένο σπίτι του Θάνου κρατούσε τα παραδοσιακά έθιμα της ορθοδοξίας με ευλάβεια. Η εκ Σπάρτης Πελοποννήσου οικογένεια των Κωτσόπουλων είχε μεταναστεύσει στη Ρωσία, και τα παιδιά, Θάνος και Ευριδίκη, γεννήθηκαν στο Αικατερινοντάρσκ. Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων, που πήγα τα γιορτινά φουστάνια, με κάλεσαν να πάρω το τσάι μαζί τους. Αρνήθηκα, αλλά γνώρισα από κοντά τον ημίθεο, πανέμορφο νέο, Θάνο Κωτσόπουλο, του οποίου η φωνή και η έκφραση των ματιών ανάβλυζαν ευγένεια, γαλήνη, μελωδία… Είχε τη στιγμή εκείνη αρχίσει η μοιραία πορεία μου στο θέατρο…
-Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις, Αννούλα; Με ρώτησε ο Θάνος.
-Μοδίστρα ή βιβλιοθηκάριος, κύριε Κωτσόπουλε…
Ξεσπά το 1940 ο πόλεμος. Ο αδελφός μου Μιχαήλ Συνοδινός στρατεύεται και υπηρετεί με τον Θάνο Κωτσόπουλο στα Τρίκαλα. Μας στέλνει μια φωτογραφία όπου οι δυο τους –φίλοι πια-, πλένουν το ρουχισμό τους σ’ έναν παραπόταμο, κάτω από τον όγκο του Μεγάλου Μετεώρου. Η φωτογραφία κατασχέθηκε αμέσως από μένα…
Ο πόλεμος τελείωσε. Ο Θάνος παίζει στο Εθνικό Θέατρο, 1942-44. Από τον δεύτερο εξώστη τον ακούω να μιλάει ως Πνεύμα στον Φάουστ του Γκαίτε και αργότερα τον βλέπω να ενσαρκώνει τον Ορέστη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, με την αείμνηστη Ελένη Παπαδάκη ως Ιφιγένεια. Μετά από αυτό που είδα, ξέχασα και τη μοδιστρική και τη βιβλιοθηκονομία και άρχισα σοβαρά να σκέπτομαι πώς θα γίνω ηθοποιός. Πώς θα φθάσω να συνδεθώ με αυτά που με άγγιξαν στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, μέσα στην Κατοχή του φασιστοναζισμού, μέσα στην πείνα και τον αφανισμό των ανθρώπων.
Οι παραστάσεις αυτές έδεσαν με το όνειρο.

Ο Θάνος Κωτσόπουλος συνέχισε, για μένα, μιαν υπόσχεση που έδωσε στους γονείς μου, όταν θορυβήθηκαν για την ένταξή μου στο θεατρικό περιβάλλον:
-Κοίταξε μην χαλάσεις τον άνθρωπο που σου έφτιαξε η οικογένειά σου.

ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ «ΑΙΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΞΙΟΥΣ»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Θάνος Κωτσόπουλος (1911-1993)

Ο Θάνος αρρώστησε. Συζητούσαμε διάφορα όταν τον έβλεπα αραιά και πού. Τον ρώτησα μια μέρα: «Πώς νιώθεις τώρα μακριά από τη σκηνή; Θα μπορούσαν να σε προσλάβουν! Πρότεινα να παίξουμε μαζί στις Φοίνισσες, εσύ Οδοίποδα κι εγώ Ιοκάστη, να αναπληρώσουμε το θαυμαστό δίδυμο του Μινωτή και της Παξινού…» Το Εθνικό Θέατρο δεν το δέχτηκε. Κάποιοι διευθύνοντες ευλόγησαν τα γένια τους ανεβάζοντας μιαν άλλη τραγωδία, ενώ θα έπρεπε να δώσουν στον Κωτσόπουλο την ευκαιρία να διδάξει ως την τελευταία του πνοή.
Μου απάντησε: «Εμένα δεν με κάλεσαν να παίξω όσο είχα φωνή και αντοχή, αλλά και λεμόνια να πουλούσα έξω από την πόρτα του Εθνικού Θεάτρου, θα δίδασκα πως το ήθος και ο ανυποχώρητος σεβασμός προς τα κρατικά θέατρα χρειάζεται να κρατηθούν, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, σε υψηλό επίπεδο. Το Εθνικό Θέατρο είναι η πολεμίστρα και ο ναός της τέχνης μας, γι’ αυτό πρέπει να παραμείνουν και επάλξεις, ρυθμιστικές του θεατρικού πολιτισμού μας…»

ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ «ΑΙΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΞΙΟΥΣ»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Μια ωραία πρωία, λοιπόν, μπαίνει η Μαρίκα στη σκηνή του θεάτρου «Κοτοπούλη – Ρεξ» και μας λέει:  «Παιδιά μου, κρατηθείτε στις καρέκλες σας γιατί θα σας αναγγείλω κάτι σπάνιο. Θα αλλάξετε μαμά. Το ρόλο της Ντενίζ θα τον παίξει η Κυβέλη! Ήρθε από την Αμερική, της το πρότεινα και δέχτηκε. Τώρα ανεβαίνει τις σκάλες. Έρχεται. Λοιπόν εγώ γλίτωσα από την Ντενίζ – τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτήν την όμορφη, που κατάφερε τρεις άντρες; Εγώ έναν άντρα έχω και δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα, πού να τα βγάλω πέρα μ’ όλους αυτούς… Μόνο η Κυβέλη μπορεί να παίξει αυτή τη γυναίκα που ταιριάζει με τη ζωή της! Θα είναι καταπληκτική… σωθήκαμε…!»
Στο σημείο αυτό μπαίνει η Κυβέλη στη σκηνή. Πανύψηλη, πανέμορφη, ντυμένη υπέρκομψα, παρφουμαρισμένη. Γέμισε η σκηνή αρώματα. Άνοιξε το χρυσό της στόμα για ν’ ακούσουμε το γάργαρο γέλιο της: «Χα, χα, χα, χα! Καλή μέρα  σας, δεν με περιμένατε. Ήρθα όμως. Με έπεισε η Μαρίκα. Χαίρομαι που θα παίξουμε μαζί. Θα ‘χουμε επιτυχία!»
Εμείς παλαβώσαμε! Τι έλεγαν καλέ, πως δεν μιλιούνται οι δυο μεγάλες… Πως η μία ζήλευε την άλλη; Πως ο τριακονταετής Κυβελο-Μυρατέικος πόλεμος συνεχιζόταν;

ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ «ΑΙΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΞΙΟΥΣ»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Κυβέλη (1888-1978)

Η Κυβέλη είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση του ωραίου. Ήταν πάγκαλη. Και μας ήθελε κι εμάς έτσι. Στα «Παιδιά του Εδουάρδου», στην τρίτη πράξη, μου ΄δωσε να φορέσω μια ρόμπα της, ροζ με λουλουδάκια, ολομέταξη. Μου χάρισε άρωμα, να το φορώ στη σκηνή. Έφερνε την κομμώτρια, κυρία Στίνη, για να τη χτενίζει και την έστελνε στο καμαρίνι μου να μου συμμαζεύει τα μακριά μαλλιά μου σ’ ένα φιλέ για να φαίνονται πιο μοντέρνα (γιατί η Μαρίκα δεν μ’ άφηνε να κόψω τις κοτσίδες μου).
Τώρα θυμάμαι τη φοβερή κατσάδα που μου ‘κανε η Κυβέλη όταν με είδε να προχωρώ προς το θέατρο της Επιδαύρου ντυμένη μ’ ένα πρόχειρο εκδρομικό ένδυμα. Με φώναξε πριν μπω στο θέατρο: «Άννα, έλα εδώ. Τι χάλια είναι αυτά; Πού είναι το καλό σου φόρεμα; Πού είναι τα κοσμήματά σου; Πήγαινε γρήγορα να τα φορέσεις. Να γίνεις ομορφότερη. Εσύ, μια Αντιγόνη, μια Ιφιγένεια, πρέπει να διαφέρεις από τους …τουρίστες. Κάνεις λάθος να εμφανίζεσαι έτσι, ατημέλητη. Πού είναι το δωμάτιο σου; Πήγαινε γρήγορα να αλλάξεις. Εμείς οι ηθοποιοί πρέπει να μπαίνουμε σ’ αυτό το θέατρο σύμφωνα με την ιερή τάξη. Όπως οι παλιοί που έβαζαν τα καλά τους, όπως οι αρχαίοι που έφτιαξαν αυτό το θέατρο».

ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ «ΑΙΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΞΙΟΥΣ»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Περισσότερα για την Κυβέλη στο: Κυβέλη, μια γυναίκα με πάθη

καημένε Γιόρικ…

16/10/2012

Σαπφώ Αλκαίου (1877-1951)
Ηθοποιός του θεάτρου που έκανε καριέρα σε ρόλους «καρατερίστα». Κόρη της ήταν η γνωστή ηθοποιός Μαρία Αλκαίου.

Ο Σπύρος Μελάς γράφει για την Σαπφώ Αλκαίου:

Δεν κουραζότανε ποτέ να παίζει. Τόσο της άρεσε ώστε, όταν κάποτε δεν ακολούθησε την Κυβέλη σε μια καλλιτεχνική περιοδεία, για λόγους που μονάχα αυτή ήξερε, πήγε κι έκανε την «καρατερίστα» σ’ ένα θίασο οπερέτας στο «Πανελλήνιο». Τυχαία μπήκα ένα βράδυ και την είδα, λυπήθηκα και νόμισα  πως θα λυπότανε κι αυτή. Ανέβηκα στα παρασκήνια να την παρηγορήσω. Με κοίταξε μ’ απορία:
-Άκου να σου πω, αποκρίθηκε, μ’ αρέσει τόσο να παίζω, αδιάφορο πού, αδιάφορο τι, που όταν ψοφήσω, με θάψουν και λιώσω να πας στο νεκροταφείο να ζητήσεις τα κόκαλά μου, να πάρεις το κρανίο και να το πας στο φροντιστή κανενός δραματικού θεάτρου να το βγάζουν στον «Άμλετ» για το κρανίο του Γιόριγκ, στη σκηνή των «νεκροθάφτηδων».

ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ «ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΘΕΑΤΡΟ»
Εκδόσεις Γ. ΦΕΞΗ

Ο Λόρενς Ολίβιε ως Άμλετ κρατώντας το κρανίο του γελωτοποιού Γιόρικ.
(από την ταινία «Άμλετ» του 1948)

Όταν η Σαπφώ Αλκαίου έλεγε στον Μελά για το κρανίο του Γιόρικ μάλλον είχε υπόψη της τη συγκινητική ιστορία του υποβολέα Γιάννη Σπυρόπουλου.

Στο παλιό θέατρό μας, ένας υποβολέας, περιζήτητος από θιάσους και με το όνομα Γιάννης Σπυρόπουλος, είχε την φιλοδοξία να γίνει ηθοποιός, ειδικά δε να παίξει Αμλετ. Ηξερε τον ρόλο απ’ έξω, έπαιρνε υποσχέσεις αλλά ποτέ τον ρόλο. Τελικά έφυγε μετανάστης και πέθανε στα ξένα.
Οταν ο Δημήτρης Κοτοπούλης (πατέρας της Μαρίκας) βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια με τον θίασό του, ανεβάζοντας Αμλετ, διαπίστωσε ότι το κρανίο δεν ήταν στις αποσκευές. Πήγε, λοιπόν, στο τοπικό νεκροταφείο και αναζήτησε ένα κρανίο. Στην ερώτηση του νεκροθάφτη αν είναι γιατρός, απάντησε «οχι, ηθοποιός» «Τότε», τούπε, «πάρε αυτό, συντεχνίτης σου ήτανε». Ο σταυρός από το μνήμα της εκταφής έγραφε Ιωάννης Σπυρόπουλος.
Και ο Κοτοπούλης¨»φρίττων και ανατριχιάζων» το βράδυ εκείνο σήκωσε το κρανίο στην παράσταση. Και ήταν άγνωστο για ποιον ήταν το χειροκρότημα εκείνο το βράδυ. Για αυτόν ή για τον Σπυρόπουλο, που επί τέλους έπαιζε Αμλετ;

από το http://theopeppasblog.pblogs.gr/2007/04/me-aformh-ton-amlet-mia-istoria.html#comments

Η ιστορία είναι πραγματική, η πηγή της είναι το Μέγα Εγκυκλοπαιδικό Ημερολόγιο (1934) του Ν. Ι. Λάσκαρη, την αναφέρει και ο Κ. Γεωργουσόπουλος σε άρθρο του στα ΝΕΑ, μόνο που δεν αναφέρει τον Κοτοπούλη ως τον ηθοποιό που έπαιζε Άμλετ με πραγματικό κρανίο, αλλά τον Ταβουλάρη. Το δε κρανίο του άσημου υποβολέα υπάρχει ακόμα και εκτίθεται μάλιστα στο Θεατρικό Μουσείο!

Με την καλή μου φίλη Σοφία είχαμε κανονίσει να πάμε να δούμε τον Αιμίλιο Βεάκη στην παράσταση του «Βασιλιά Λιρ». Δεν τα καταφέραμε όμως -υπήρξε κάποιο προβληματάκι με την ημερομηνία της γέννησής μας- έτσι αφιερώνω σήμερα στη Σοφία, ένα βίντεο με έναν άλλο σπουδαίο σαιξπηρικό ηθοποιό, τον Κένεθ Μπράνα, από την κινηματογραφική ταινία «Άμλετ». Το στιγμιότυπο περιλαμβάνει την περίφημη σκηνή που ο Άμλετ κρατάει στα χέρια του το κρανίο του Γιόρικ.  

(0΄και 50΄΄) Α΄ΚΩΜΙΚΟΣ:…Τούτο το καύκαλο, που λες, ήτανε το καύκαλο του Γιόρικ, του κωμικού του βασιλιά. ΑΜΛΕΤ: Αυτό; Α΄ ΚΩΜΙΚΟΣ: Αυτό, μάλιστα. ΑΜΛΕΤ: Αλίμονο, καημένε Γιόρικ! Τον γνώρισα, Οράτιε τι απέραντη εξυπνάδα που ‘χε, τι έξοχη φαντασία· χίλιες φορές μ’ είχε σηκώσει στην πλάτη του· και τώρα τι φρίκη που με πιάνει να τον φαντάζομαι! Αναγουλιάζω! Εδώ κρεμόντουσαν εκείνα τα χείλη που τα φίλησα κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Πού ‘ναι τώρα τα τσαλίμια σου; τα χοροπηδήματά σου; τα τραγούδια σου; οι αστραψιές του κεφιού σου, που κάθε τόσο τρικύμιζαν το τραπέζι; Ούτε ένα αστείο τώρα για να κοροϊδέψεις το ίδιο σου το σκυλοδόντιασμα; Σου ‘πεσαν τα μάγουλα ολότελα; Πήγαινε τώρα στην κάμαρα της αρχόντισσας και πες της πως, κι αν βάλει το φκιασίδι ένα δάχτυλο, τέτοιο θα καταντήσει το μούτρο της κάμε την να γελάσει με’ αυτό. Για πες μου ένα πράμα, Οράτιε. ΟΡΑΤΙΟΣ: Τι, κύριε μου; ΑΜΛΕΤ: Φαντάζεσαι ο Μεγαλέξανδρος μες στη γη να φαινόταν έτσι; ΟΡΑΤΙΟΣ: Έτσι, απαράλλαχτα. ΑΜΛΕΤ: Και να μύριζε έτσι; Πουφ! ΟΡΑΤΙΟΣ: Το ίδιο, αφέντη μου. ΑΜΛΕΤ: Σε τι χυδαία χρήση ξαναγυρίζουμε, Οράτιε! Γιατί τάχα με τη φαντασία να μην παρακολουθήσουμε την αγνή σκόνη του Μεγαλέξανδρου, ώσπου να τη βρούμε βούλωμα τρύπας σε μια τάπα; ΟΡΑΤΙΟΣ: Τόσο ψιλολόγημα είναι υπερβολή. ΑΜΛΕΤ: Καθόλου, μα την αλήθεια, ούτε γιώτα αλλά φτάνει κανείς ως εκεί με οδηγό του την κοινή λογική και την πιθανότητα ορίστε: ο Μεγαλέξανδρος πεθαίνει· ο Μεγαλέξανδρος θάβεται· ο Μεγαλέξανδρος ξαναγίνεται σκόνη· η σκόνη είναι χώμα· από το χώμα κάνουμε λάσπη· και γιατί μ’ αυτή τη λάσπη, όπου αυτός εκατάντησε, να μη βουλώσουν ένα κρασοβάρελο;
Ο Μέγας Καίσαρ πέθανε και γινωμένος σκόνη,
μπορεί στον τοίχο για το κρύο μια τρύπα να βουλώνει
ωιμέ, το χώμα που ‘κανεν όλη τη γη να τρέμει,
πώς κλείνει μια χαραματιά να μη φυσούν οι άνεμοι!

ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ «ΑΜΛΕΤ»
Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗ ΡΩΤΑ
Εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Τη σκηνή με το κρανίο του Γιόρικ μπορείτε να την δείτε με τον Λόρενς Ολίβιε ως Άμλετ εδώ και με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον εδώ. Η δική μου επιλογή πάντως (προσωπική άποψη και συζητήσιμη) είναι ο Κένεθ Μπράνα.

αμ πώς!

13/10/2012

Κώστας Χατζηχρήστος (1921-2001)

Ο Χατζηχρήστος πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο του 1940-41.

Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. Αλτ! φωνάζω, και ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Ρίχτους, ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς.
Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. “Τι είν’ αυτούνοι;” μου λέει άγρια! “Ιταλοί”, του λέω εγώ. “Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;” Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: “Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!” Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: “Πώς σε λένε ρε;” “Κώστα Χατζηχρήστο” του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.
από το βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου
“Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ”
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ

Στα 1943, κάπου στη Λάρισα, για να γλυτώσει από τους Γερμανούς που τον κυνηγούσαν κρύφτηκε σ’ ένα θέατρο. Δεν κάθισε όμως στους θεατές, ανέβηκε πάνω στο σανίδι και άρχισε να αυτοσχεδιάζει. Ο κόσμος κάτω άρχισε να γελάει κι αυτή ήταν η πρώτη του πετυχημένη εμφάνιση στο θέατρο.

Ένας από τους καλύτερους φίλους του Χατζηχρήστου ήταν ο Νίκος Ρίζος. Έμεναν στο ίδιο δωμάτιο και μοιράζονταν, εκτός από τις ίδιες καλλιτεχνικές ανησυχίες, και το ίδιο …πουλόβερ. Έπαιζαν στα ζάρια ποιος θα το πλύνει και ποιος θα το βάλει, μόνο που τα ζάρια ήταν «πειραγμένα» από τον Χατζηχρήστο που έτσι κέρδιζε πάντα.
Υπήρχε και κάτι άλλο. Ο Ρίζος ήταν οικονόμος, -τσιγκούνης λένε άλλοι- και έκρυβε τα λεφτά του στη φόδρα του σακακιού του. Ο Χατζηχρήστος σηκωνόταν το βράδυ, την ώρα που ο Ρίζος κοιμόταν, του ξήλωνε τη φόδρα και του έπαιρνε τα λεφτά. Την άλλη μέρα που πληρωνόταν του τα ξανάβαζε στη θέση τους.
από την εκπομπή Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ο Χατζηχρήστος ήταν αριστερός. Στον εμφύλιο πόλεμο μάλιστα κόντεψε να πληρώσει με τη ζωή του το τίμημα των αριστερών του πεποιθήσεων.

Λοιπόν Εμφύλιος κι εγώ παίζω σε ένα θεατράκι στη Λάρισα στο θίασο του Λουκά Μυλωνά, ενώ στο «ζωντανό» πιάνο έπαιζε ο μέγας Λυκούργος Μαρκέας, που μου έσωσε και τη ζωή!
Λοιπόν όπως εγώ κάνω τα νούμερά μου, ακούω το Μαρκέα που μου λέει τραγουδιστά:
-Κώσταααα, φύγεεεε, έρχονται… να σεεε φάνεεεε οι ΕΑΟάδες. Η ΕΑΟ (Ελληνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες) τότε σκότωνε στα ίσα. Παρατάω το νούμερο στη μέση, πηδάω απ’ τη σκηνή και χάνομαι απ’ την πίσω μεριά των παρασκηνίων, κι έτσι γλύτωσα από σίγουρο θάνατο, αφού σε λίγα λεπτά το θεατράκι γέμισε από ένοπλους ΕΑΟάδες. Αλλά εγώ άφαντος! Αμ πώς!

Γιατί όμως οι τραμπούκοι ήθελαν να σκοτώσουν τον Χατζηχρήστο; Ήταν κανένας «σεσημασμένος» αριστερός; Την απάντηση, ειλικρινή και απροσδόκητη, μας τη δίνει ο ίδιος ο Χατζηχρήστος:

Τώρα πρέπει να πω γιατί αυτό το κυνήγι σε μένα, λες και ήμουνα κανένας μεγαλο-καπετάνιος του «ΕΛΑΣ».
Το όλο θέμα ξεκινάει από μια γυναίκα που είχα τότε, που ούτε το όνομά της θέλω να μνημονευθεί σε τούτο το βιβλίο. Λοιπόν αυτή κι εγώ για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν μπορέσαμε να τα βρούμε. Τότε αυτή από εκδίκηση επιστρατεύει κάποιο φιλαράκο της που ήταν στην ΕΑΟ και μου κάνουν «ντου» στο θέατρο. Αν δεν ήταν ο Μαρκέας, θα ήμουνα τέζα!
από το βιβλίο του Π. ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
«‘Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ ΟΛΑ»
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ»

Και έτσι μέσω του εμφυλίου φτάνουμε στο κεφάλαιο «γυναίκες» που σίγουρα είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ιστορία του Κώστα Χατζηχρήστου.

Μιλώντας για τον Κώστα Χατζηχρήστο, αποκλείεται να αποφύγεις εντελώς ν’ αναφερθείς στις ερωτικές και σεξουαλικές δραστηριότητές του. Γιατί ο Κώστας είναι πληθωρικά σεξουαλικός και ερωτικός. Από τότε που τον θυμάμαι είχε πάντα μια μόνιμη συζυγία που ήταν ή γάμος ή δεσμός, και συγχρόνως αμέτρητες κι ατελείωτες ερωτικές περιπέτειες, έρωτες, πηδήματα, αντιζηλίες, μαλλιοτραβήγματα, ιστορίες με δρακόντους… Ήταν ένα είδος Δον Ζουάν. Ούτε χαρτιά, ούτε ιππόδρομος, ούτε ναρκωτικά. Μια ζωή θέατρο και γυναίκες, και ωραίες γυναίκες, όχι γυναίκα να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι… Αναρωτιόμουν πάντα πώς τις προλάβαινε και προπαντός πώς κατάφερνε τόσες όμορφες γυναίκες που πέρασαν κατά καιρούς απ’ τη ζωή του, απ’ την καρδιά του κι απ’ το κρεβάτι του, να τον ερωτευτούν… Κάποτε έμαθα. Ο Κώστας έχει το ταλέντο που λίγοι άντρες έχουν! Όταν είναι ερωτευμένος, αφοσιώνεται ολόψυχα γι’ αυτό το μικρό διάστημα που κρατάει ο έρωτας, η καψούρα θα την έλεγα εγώ, και το δείχνει με κάθε δυνατό τρόπο, που θα είναι μια γλυκιά κουβέντα, ένα αγκάλιασμα σε στιγμή απρόσμενη ή κάποιο λαχταριστό δώρο, έτσι ξαφνικά, όταν δεν το έχεις ζητήσει κι όταν δεν το περιμένεις, αλλά το έχεις ποθήσει κρυφά, κι εκείνος διάβασε τη σκέψη σου, που μπορεί να είναι από ένα λουλούδι μέχρι έναν πίνακα αξίας. Όχι, δεν έχω προσωπική πείρα. Δε μου ρίχτηκε ποτέ.
ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ ΒΡΑΝΑ «Ο ΟΡΓΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟ»
Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ

Η Σπεράντζα Βρανά, περιγράφοντας τα δώρα που έκανε ο Χατζηχρήστος στις γυναίκες, αναφέρει πως ξεκινούσαν από ένα λουλούδι. Τώρα βέβαια όταν αναφερόμαστε στον Χατζηχρήστο η ποσότητα «ένα» δε σημαίνει απαραίτητα ένα λουλούδι, μπορεί να σημαίνει και ένα …αυτοκίνητο λουλούδια! Η Αλίκη Γεωργούλη, διηγούμενη τη δικιά της εμπειρία, γίνεται πιο συγκεκριμένη.

Είχε ένα αυτοκίνητο, ασήμαντο σαραβαλάκι. Κάνω να μπω και τα χάνω. Μόλις και χωρούσα. Ήταν γεμάτο λουλούδια. Έτσι ήταν ο Χατζηχρήστος, πληθωρικός και έντιμος. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Άρχιζαν τα σοβαρά. Τον ερωτεύτηκα.
(…)Ήταν ωραίος άνθρωπος ο Χατζηχρήστος. Καλοπροαίρετος. Αυθόρμητος.
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ «ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΣΕ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

Και βέβαια, όπως λέει ο λαός, το πιάτο του κυνηγού και του ψαρά δεν είναι πάντα γεμάτο. Η Ρίκα Διαλυνά θυμάται πως κάποτε, στα γυρίσματα της ταινίας «Λαός και Κολωνάκι», ο Χατζηχρήστος της προσέφερε ένα πανάκριβο κόσμημα. Το αρνήθηκε, πολύ ευγενικά, μην αφήνοντας καμία ελπίδα στον Χατζηχρήστο, γρήγορα όμως είδε το κόσμημα να το φοράει κάποια άλλη ηθοποιός…

Από την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου: «Ο Ηλίας του 16ου (1958)
Τα χαστούκια στον Βέγγο ήταν πραγματικά!

Καλά πήγε η μέρα σήμερα. Χώσαμε και δυο στο κρατητήριο. Να μην είμαστε και πλεονέκτες!

Τα μαμούνια φταίνε

Ο Κώστας Χατζηχρήστος θυμάται ένα περιστατικό από την ερμηνεία του ως …μπακαλόγατος:
Λοιπόν θυμάμαι ένα περιστατικό στο θέατρο. Εγώ έπαιζα ένα βοηθό μπακάλη (μπακαλόγατος) κι είχα για αφεντικό μου τον Βασίλη Αυλωνίτη. Το σκηνικό φυσικά ήταν ένα μπακάλικο. Λοιπόν αρχίζει η παράσταση. Κόσμος φουλ κι όπως έλεγε το έργο, μπαίνει μέσα μια πελάτισσα (Έλσα Ρίζου) να ψωνίσει φακές. “Παρακαλώ μια οκά φακές, μου βάζετε”, λέει η Έλσα. “Βάλε ρε φακές στη μαντάμ”, λέει ο Αυλωνίτης, ενώ ζαχαρώνει με την Έλσα. Κάνω εγώ να βάλω φακές, πού… οι φακές; Δεν υπήρχαν στη θέση τους. (Αργότερα μάθαμε ότι ο φροντιστής είχε ξεχάσει να βάλει το σακκί με τις φακές στο σκηνικό). Αμάν, λέω, καήκαμε. Βλέπεις ήταν αναπάντεχο και ψιλοξαφνιάστηκα. Άντε ρε, βάλε φακές στη μαντάμ, μου λέει ο Αυλωνίτης και με κοιτάει παράξενα που καθυστερούσα. Τότε για να μην κάνει “κοιλιά” το έργο, πάω στη Ρίζου και της λέω, προς κατάπληξη του Αυλωνίτη και της Έλσας. Ξέρετε μαντάμ, φακές δεν έχουμε. Δεν έχετε, ρωτάει σαν χαμένη η Ρίζου. Γιατί; Γιατί τι να σου κάνουν οι φακές μαντάμ; Τα μαμούνια φταίνε. Μπήκαν στο σακκί, πήραν από μια φακή στον ώμο, και φύγαν στον κατήφορο, άντε τώρα να πιάσεις εσύ τα μαμούνια! Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μετά ο κόσμος άρχισε να γελάει σαν τρελός και να χειροκροτάει, ενώ ο Αυλωνίτης και η Έλσα άρχισαν να γελούν κι αυτοί, γιατί κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει με τις φακές. Τελικά η πελάτισσα πήρε ροβίθια! Έτσι αναγκάστηκα να πω ό,τι μου κατέβηκε να σώσω την παράσταση. Και από μια αμέλεια του φροντιστή μας γεννήθηκε μια νέα “ατάκα” στην παράσταση που όποτε την έλεγα “χαλούσε κόσμο” και στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
από το βιβλίο του ΠΕΤΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ “Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ” Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ

 η γενναιοδωρία του

Π. ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ: Θυμάμαι, κάποιο βράδυ είχαμε πάει σε μια ταβέρνα στην Πλάκα. Τότε υπήρχε μια συνήθεια και τα βιολιά έρχονταν απάνω στο τραπέζι σου. Εκεί απέναντι μας λοιπόν καθότανε μια παρέα που ήτανε ο Ωνάσης και έπαιζαν τα βιολιά απάνω του και ξαφνικά, μετά τον Ωνάση, έρχονται σε μας. Ρωτάει λοιπόν ο Χατζηχρήστος «πόσα σας έδωσε, ρε παιδιά, αυτός;» «Ε, κ. Χατζηχρήστο…», «Ρε, πόσα σας έδωσε;» «Ε, μας έδωσε, κ. Χατζηχρήστο, τότε 500 δραχμές, ήταν λεφτά». «Δώστε τα πίσω να σας δώσω εγώ 2 χιλιάδες». Βέβαια, απέναντι ο Ωνάσης γέλαγε «Γεια σου, Κωστάκη» του είπε από μακριά και γέλαγε κι ο Ωνάσης και γέλασε κι όλος ο κόσμος με το αστείο αυτό, το χαριτωμένο, του Κώστα Χατζηχρήστου.
ΒΑΣΙΑ ΤΡΙΦΥΛΛΗ: Ο Κώστας, απ’ ό,τι θυμάμαι, τελείωναμε την παράσταση, φεύγαμε και …«αγόραζε παρέα», πώς να στο εξηγήσω, μάζευε έναν κόσμο ολόκληρο γύρω του και πηγαίναμε και τρώγαμε και ήμαστε 10 άτομα, 15 άτομα… Να πληρώσεις; Α, Παναγία μου, δε σου ξαναμίλαγε ποτέ. Δεν υπήρχε περίπτωση να πληρώσεις εφόσον ήσουν σε τραπέζι του Χατζηχρήστου.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν αγαπούσε τα χρήματα για τα χρήματα. Τα ξόδευε. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης ή φτωχός άνθρωπος που να μην έχει ωφεληθεί από τον Χατζηχρήστο. Όλα του τα λεφτά τα διέθετε σε ανθρώπους που πραγματικά είχαν ανάγκη και γι’ αυτό ίσως πολλοί απ’ αυτούς δεν τον ξέχασαν και αργότερα στις δύσκολες στιγμές του.
από την εκπομπή της ΕΡΤ

Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ ΛΑΜΠΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

ΤΑΚΗΣ ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ: Η γενναιοδωρία του Χατζηχρήστου ήταν θρυλική. Βοηθούσε κρυφά αρκετές οικογένειες. Μια μέρα πηγαίνοντας στο σπίτι του Χατζηχρήστου είδα δύο (έναν άντρα και μια γυναίκα) να κατεβαίνουν με μία τηλεόραση. Τους λέω πού την πάτε την τηλεόραση; Μου λένε μας τη χάρισε ο κύριος Χατζηχρήστος. Ανεβαίνω πάνω, δε βλέπω την τηλεόραση. Λέω, Κώστα, τι έγινε η τηλεόραση; Άσε μου λέει, θα πάρουμε άλλη.
ΒΥΡΩΝ ΜΑΚΡΙΔΗΣ: Το βράδυ ξέρανε πού πηγαίνει και τρώει και όλα τα μπατήρια ηθοποιοί πηγαίναν και τρώγαν εκεί που έτρωγε. Και όπως ήταν επόμενο απαγορευόταν να βάλει κανείς το χέρι στην τσέπη. Ήτανε άρχοντας γενικά.
ΒΑΣΙΑ ΤΡΙΦΥΛΗ: Είχε τρύπια χέρια.
από την εκπομπή
Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

Τι σχέση μπορεί να είχε ο Κώστας Χατζηχρήστος με τον Μενέλαο Λουντέμη; Κι όμως, λόγω της σχέσης του με την Αλίκη Γεωργούλη¹, ο Χατζηχρήστος προσπάθησε κι αυτός να βοηθήσει τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα όταν δικαζόταν² στα 1956 για το -υποτίθεται- ανατρεπτικό περιέχομενο δύο βιβλίων του.

Όταν κατάφερα να πλησιάσω τα σύρματα και να φωνάξουν το Λουντέμη, ήταν σε κακή κατάσταση. Τόσο που τον λυπήθηκε κι ο χωροφύλακας.
Άνοιξε τρία μικροσκοπικά πορτόνια, είκοσι εκατοστών το πολύ, στα τρία σύρματα, και τον άφησε να μου πιάσει το χέρι. Τα δάκρυα του Λουντέμη έτρεχαν βροχή³. Από απόγνωση; Από εγωισμό; Από μια έφεση προς τη δυστυχία; Κανένας δεν μπορεί να ξέρει. Ήταν αλλόκοτος άνθρωπος. Και πολύ απαιτητικός…
Να συμβαίνουν μέσα αυτά… και έξω ο Χατζηχρήστος, Άτλαντας αυτοπροσώπως, να προσπαθεί να πείσει τον σκοπό να παραλάβει την πραμάτεια του: ένα στρώμα που είχε στην πλάτη του και μια κούτα τρόφιμα. Δε μου είχε πει τίποτα. Έκανα πως δεν τον είδα, προσπάθησα να μη με δει και τον άφησα να ολοκληρώσει τον αγώνα του. Κατάφερε και πέρασε τα τρόφιμα.
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ «ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΣΕ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

¹Η Αλίκη Γεωργούλη γράφει πως κινητοποίησε σε εκείνη τη δίκη σημαντικούς -μη αριστερούς- ανθρώπους που έσπευσαν να υπερασπιστούν τον Λουντέμη, όπως ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς και ο Βενέζης.
²Στη δίκη εκείνη, ο Λουντέμης, όταν του ζήτησαν να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» είπε πως «χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δε θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ!»
³Τα δάκρυα του Λουντέμη δεν οφείλονταν μόνο στο θέμα της δίκης του, αλλά και στο ότι μόλις είχε ακούσει από τη γυναίκα, με την οποία συνδεόταν, πως ήθελε να τον χωρίσει.  

η οικονομική καταστροφή

Το 1964 ανεβάζει στο ΠΑΡΚ την επιθεώρηση «Παριζιάνα» όπου συμμετείχε το περίφημο Καζινό ντε Παρί, ένα από τα πιο γνωστά –τότε- καμπαρέ του Παρισιού. Ήταν μια πανάκριβη παραγωγή,  με αυτοκίνητα επί σκηνής, πολλούς ηθοποιούς και μπαλέτα. Συνολικά απασχολούσε 118 άτομα. Όλους τους πλήρωνε ο Χατζηχρήστος. Η τότε γυναίκα του, η Ντιριντάουα είχε υπολογίσει πως ακόμα και αν το θέατρο ήταν γεμάτο κάθε μέρα, πάλι ο Χατζηχρήστος θα έχανε ημερησίως 38.000 δραχμές. Έτσι αναγκάστηκε να βάλει ακριβό εισιτήριο, αλλά το χειρότερο ήταν που υποχρέωσε τους άντρες θεατές να προσέρχονται στο θέατρο με γραβάτα. Το έργο στην αρχή πήγε καλά αλλά αργότερα, όταν ανέβηκε δίπλα στο Μετροπόλιταν επιθεώρηση, άρχισε σιγά σιγά να χάνει θεατές μέχρι που τελικά οδήγησε την επιχείρηση του Χατζηχρήστου σε πραγματικό φιάσκο. Τότε ήταν που ο Χατζηχρήστος έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό, και μάλιστα επί σκηνής.

Το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής του όμως το δέχτηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν, εντελώς ξαφνικά, πέθανε η τέταρτη σύζυγός του, σε ηλικία μόλις 42 ετών, με την οποία είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Την ίδια εποχή έχασε και το θέατρό του και  έτσι κατέφυγε στο ποτό, από το οποίο δεν ξέκοψε ποτέ.
Τελικά έφτασε να μην έχει ούτε σπίτι για να μείνει. Έτσι πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φιλοξενούμενος σε ένα ξενοδοχείο. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις δήλωσε: «Χαρτιά δεν ξέρω. Από ιππόδρομο δεν έχω ιδέα. Πού πήγαν όλα αυτά τα χρήματα;»

Ένα συγκινητικό βίντεο από το 1997. Η τελευταία θεατρική σεζόν του Κώστα Χατζηχρήστου. Εντάξει, το κείμενο είναι μετριότατο, αλλά και τα χρόνια έχουν βαρύνει τον μεγάλο ηθοποιό. Η φωνή του δεν είναι όπως ήταν, η άρθρωση του το ίδιο, ενώ ο βήχας του είναι εμφανέστατος και μάλιστα φτάνει κάποιες στιγμές να του κόβει την ανάσα. Το κοινό γελάει αλλά διακριτικά. Είναι πλέον φανερό ότι το θεατρικό τέλος του Χατζηχρήστου είναι κοντά.

 

σαν τον βασιλιά Λιρ

09/10/2012

Αιμίλιος Βεάκης (1884-1951)
«Αυτός είναι ο Λιρ!» είπε ο Λόρενς Ολίβιε στην Κατίνα Παξινού βλέποντας την παραπάνω φωτογραφία από την παράσταση: «Βασιλιάς Λιρ», στην οποία έδωσε μια ανεπανάληπτη ερμηνεία ο Αιμίλιος Βεάκης.

Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή στα 1901 και πέρασε τα επόμενα χρόνια κάνοντας περιοδείες, με τα «μπουλούκια» εκείνης της εποχής, σε πόλεις και χωριά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά επίσης στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια, παίζοντας αμέτρητα έργα. 
Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 επιστρατεύεται και μάλιστα προάγεται σε λοχία «επ’ ανδραγαθία», ενώ παράλληλα οργανώνει παραστάσεις στα πλαίσια του Μακεδονικού Αγώνα. Μετά τον πόλεμο, επιστρέφει και συνεργάζεται με μεγάλα ονόματα της εποχής όπως η Κυβέλη και η Κοτοπούλη. Στη δεκαετία του 1930 προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο και εκεί βρίσκει την ευκαιρία να παίξει αρκετούς ρόλους υψηλού επιπέδου με αποκορύφωμα την ερμηνεία του στον «Βασιλιά Λιρ», μια παράσταση του 1938, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Ένας από τους τυχερούς που τον θαύμασαν στην ερμηνεία εκείνη ήταν και ο Μάριος Πλωρίτης που έγραψε: «Στην τρομερή σκηνή της θύελλας, που ο αποδιωγμένος γερο-βασιλιάς παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και με τα στοιχειά της φαρμακωμένης ψυχής του, ο Βεάκης ήταν στοιχείο της φύσης ο ίδιος, ήταν θύελλα μέσα στη θύελλα, τυφώνας απέναντι στον τυφώνα και ο ανεμοστρόβιλος της οδύνης του άρπαζε σύγκορμο τον θεατή παρασύροντάς τον στην ιλλιγγιώδη δίνη της παράκρουσης, της οργής και της αυτογνωσίας του»
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Βεάκης βρίσκεται στο πλευρό της Εθνικής Αντίστασης από τις τάξεις του ΕΑΜ. Αναγκάζεται να αποχωρήσει από το Εθνικό Θέατρο. Συνεργάζεται με το θίασο της κυρίας Κατερίνας και αργότερα με τη Βάσω Μανωλίδου και τον Γιώργο Παππά.
Μετά τα Δεκεμβριανά ακολούθησε το ΕΑΜ στην υποχώρηση προς τα βουνά όπου και συνέχισε να δίνει θεατρικές παραστάσεις.
Το 1947 αποχώρησε από το θέατρο με μια πενιχρή σύνταξη και τον Απρίλιο του 1951, έπειτα από πολλές διαμαρτυρίες του κόσμου, το Εθνικό Θέατρο τον κάλεσε για να παίξει κάποιους μικρούς ρόλους. Πέθανε δυο μήνες αργότερα.

πηγές:
Αιμίλιος Βεάκης: ντοκιμαντέρ για τη ζωή του
Βικιπαίδεια: Αιμίλιος Βεάκης

Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται τον Αιμίλιο Βεάκη:

Είχα τότε την τύχη να παρακολουθήσω τον Βεάκη στο Εθνικό Θέατρο, σαν νέος ηθοποιός, στο Βασιλιά Λιρ, τη μέρα που και ο Γάλλος ηθοποιός Χάρι Μπορ, καθηλωμένος στο επίσημο θεωρείο, παρακολουθούσε έκπληκτος την παράσταση. Είχε μείνει άναυδος μπροστά σ’ αυτή την τιτάνια δημιουργία. Μα περισσότερο άναυδος έμεινε όταν άκουσε στα παρασκήνια που πήγε να χαιρετήσει τον ίδιο τον Βεάκη –και ήμουν εκεί- να του λέει ότι κάθε μέρα παίζει το βασιλιά Λιρ, σε δύο παραστάσεις. Όσοι είδανε τον Βεάκη στο ρόλο αυτό δεν θα ξεχάσουν ποτέ τη συγκλονιστική ερμηνεία του στο βασιλιά Λιρ, που υπήρξε μια παγκόσμια και αξεπέραστη μέχρι σήμερα δημιουργία.
Μα ήρθαν οι μέρες της Κατοχής, της Αντίστασης, των Δεκεμβριανών, του Εμφύλιου και ο Βεάκης, μαζί  με όλους τους προοδευτικούς καλλιτέχνες, βρέθηκε από το 1942 έξω από το Εθνικό Θέατρο. Βρέθηκε κι αυτός άνεργος και κατατρεγμένος. Μετά το Δεκέμβρη άρχισε ο συστηματικός παραμερισμός του καλλιτέχνη και η προσχεδιασμένη συντριβή του από τους πολιτικούς αντιπάλους, Γερμανούς και Έλληνες.
Το 1950 τον ξαναπαίρνουν στο Εθνικό. Του δίνουν να παίζει κάποια ρολάκια, σαν από ελεημοσύνη για να παίρνει το μισθό. Η πίκρα του είχε ξεχειλίσει. Η ευαισθησία του είχε πληγωθεί βαθιά κείνες τις μαύρες μέρες. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει. Το μυαλό και η τρυφερή καρδιά του βασανίζονταν. Αποζητούσε το θάνατο. Σαν το βασιλιά Λιρ ένιωθε κι αυτός πως είχε προδοθεί. Κάθε μέρα έλεγε και ξανάλεγε στους συναδέλφους του πίσω από την αυλαία του Εθνικού, όταν τέλειωνε το ρολάκι του (και σ’ αυτά τα τελευταία ρολάκια έκανε δημιουργίες αξέχαστες): «Αχ, φίλοι μου, όπως βλέπετε, δεν πέθανα ούτε σήμερα. Σπουδαίο πράγμα ο ηθοποιός να πεθαίνει στη σκηνή σαν έρθει η ώρα του».
Και πραγματικά δεν άργησε να έρθει εκείνη η ώρα. Κάποια μέρα του Ιούνη του 1951 έσβησε, αθόρυβα, ταπεινά, τίμια.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ «ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ»
Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

Ο Αιμίλιος Βεάκης εμφανίστηκε σε πολύ λίγες ταινίες. Μία από αυτές ήταν η «Φωνή της Καρδιάς» (1943). Απόσπασμα αυτής της ταινίας μπορείτε να δείτε παρακάτω. Πάντως στις κινηματογραφικές του εμφανίσεις ο Βεάκης δεν μπόρεσε να αναδείξει παρά ένα μικρό ποσοστό από το τεράστιο ταλέντο του.

 

ένας μεγάλος ηθοποιός

06/10/2012

Βασίλης Αυλωνίτης (1904-1970)

Προερχόταν από πολύ φτωχή οικογένεια και αναγκάστηκε από μικρός να βγει στο μεροκάματο. Εργάστηκε έτσι σε ένα εργαστήριο τσαντών, αλλά κάθε φορά που το αφεντικό έλειπε απ’ το μαγαζί, αναλάμβανε τον ρόλο του διασκεδαστή των υπόλοιπων εργατών κάνοντας διάφορα αστεία. Στη συνέχεια έκανε πολλά επαγγέλματα μέχρι που βρέθηκε στο θέατρο Έντεν ως βοηθός σκηνικών. Εκεί μια μέρα, είτε για να του κάνουν πλάκα, είτε γιατί είχαν αντιληφθεί το κωμικό του ταλέντο, τον έσπρωξαν στη σκηνή, και ο Αυλωνίτης με το πηγαίο του χιούμορ, τους αυτοσχεδιασμούς και τις γκριμάτσες του κατάφερε να κάνει το κοινό να ξεραθεί στα γέλια. Από τότε καθιερώθηκε ως κωμικός ηθοποιός της επιθεώρησης. Φυσικά δε σπούδασε ποτέ ηθοποιός, μάλιστα λέγεται πως ήταν σχεδόν αγράμματος, έτσι έβαζε να του διαβάζουν το σενάριο και κάλυπτε τα κενά, είτε με τη βοήθεια του υποβολέα είτε με αυτοσχεδιασμούς.
Αξιοσημείωτο είναι πάντως πως δεν είχε δει παρά ελάχιστες από τις ταινίες του, και κάποτε, για αυτό το θέμα, είχε πει στον δημοσιογράφο Δημήτρη Λυμπερόπουλο: «Δημητράκη, θα τις δω στον άλλο κόσμο, όπου, δεν μπορεί, κάποιος Εβραίος ή Έλληνας θα έχει στήσει σινεμά…»

πηγές

http://koyinta.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=715&Itemid=67

http://www.matia.gr/7/73/7307/7307_1_1.html

http://www.sansimera.gr/biographies/97

 


Μεγάλη, τι μεγάλη, δεν είναι και σαν την Πελοπόννησο!

από το
http://www.youtube.com/watch?NR=1&v=m9xCsmx-RyY&feature=endscreen

μια τραγωδία
Τον Αύγουστο του 1931 ανέβηκε στο θέατρο Περοκέ η επιθεωρησιακή οπερέτα «ΚΑΤΕΡΓΑΡΑ» των Καπετανάκη – Κατριβάνου. Ήταν στα χρόνια της τελευταίας πρωθυπουργίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, μάλιστα οχτώ μήνες πριν πέσει η κυβέρνηση λόγω της οξύτατης διεθνούς οικονομικής κρίσης, που οδήγησε άλλωστε και στη χρεωκοπία της Ελλάδας. Όπως είναι φυσικό όλες οι επιθεωρήσεις ήταν λάβρες κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου, και η «Κατεργάρα» δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Υπήρχε όμως ένα νούμερο το οποίο ήταν ιδιαίτερα καυστικό. Το παρουσίαζε ο νεαρός τότε Βασίλης Αυλωνίτης και λεγόταν «Από τους υπουργούς βγήκαν τα κολοκύθια». Σε ένα σημείο ο Αυλωνίτης σατίριζε στενούς συνεργάτες του Βενιζέλου που είχαν μπλεχτεί σε μεγάλο σκάνδαλο της εποχής, «το σκάνδαλο της κινίνης». Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, μια μέρα, σηκώνονται τέσσερις «κουμπουροφόροι» και ένας εξ αυτών πυροβολεί σημαδεύοντας τον Αυλωνίτη. Ο Αυλωνίτης έπεσε ακαριαία κάτω γλυτώνοντας τις σφαίρες, που όμως βρήκαν έναν τεχνικό του θεάτρου τον οποίον και σκότωσαν. Δύο από τους δράστες συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε επτά χρόνια φυλακή. Ως ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο Παύλος Γύπαρης, υπεύθυνος και για τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη 12 χρόνια νωρίτερα.

πηγή: ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ

Ο Αυλωνίτης ποτέ δεν ξέχασε το τραγικό αυτό περιστατικό και, όπως διηγιόταν ο Αλέκος Σακελλάριος, πάντα είχε τύψεις στη συνείδησή του καθώς -άθελά του- είχε γίνει αιτία να σκοτωθεί ένας άνθρωπος.

Ο Βασίλης Αυλωνίτης στον ρόλο που υποδυόταν το 1931 στην παράσταση που κατέληξε σε τραγωδία.
(η φωτογραφία είναι από το blog ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ)

Ε, ρε, μάνα, τι διάολο, σκορδαλιά έτρωγες όταν τη σκάρωνες και βγήκε σαν γαλέος;
στο http://www.youtube.com/watch?v=Xz0HXY1n3xU&NR=1

οι «λατέρνες»
Ο Σακελλάριος έδωσε αγώνα για να πείσει τον Φίνο ότι ο Αυλωνίτης θα μπορούσε να έχει κεντρικό ρόλο στην ταινία «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο». Η αλήθεια είναι πως μέχρι τότε δεν τον θεωρούσαν μεγάλο ηθοποιό ούτε είχαν σε υπόληψη τις διάφορες καρικατούρες  και γκριμάτσες που έκανε στην επιθεώρηση. Όμως στην «Λατέρνα» ο Αυλωνίτης ανέδειξε, πέρα από τις κωμικές, και τις δραματικές του δυνατότητες. Κάτι που έδωσε την ιδέα στον Σακελλάριο, στη συνέχεια της πρώτης «Λατέρνας», στη «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο», να πλάσει για τον Αυλωνίτη έναν ρόλο ακόμα πιο δραματικό. Και ο Αυλωνίτης δεν τον διέψευσε.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας, η σκηνή της αρρώστιας του, που ο Αυλωνίτης βλέπει το όνειρο με τις μαυροντυμένες τσιγγάνες, ο Σακελλάριος τη θεωρούσε με καμάρι ως μια από τις καλύτερες σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου. Και δεν είχε άδικο.
περισσότερα για τον Αυλωνίτη στην εκπομπή της ΕΡΤ
Τ» ΑΣΤΕΡΙΑ ΛΑΜΠΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Τη σκηνή αυτή, από την ταινία «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο» μπορείτε να τη δείτε παρακάτω.


Η σκηνή αρχίζει στο 2΄και 01΄΄ (Ο Αυλωνίτης είναι συγκλονιστικός!)

από το http://www.youtube.com/watch?v=qns3-se8DMM

 

σαν παραμύθι

02/10/2012

Άννα Καλουτά (1918-2010)

Σαν παραμύθι κύλησαν τα παιδικά χρόνια της Άννας και της Μαρίας Καλουτά. Με την κήρυξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ο πατέρας τους, ηθοποιός Στέφανος Καλουτάς, επιστρατεύτηκε ως έφεδρος αξιωματικός και βρέθηκε στη Σμύρνη να δίνει παραστάσεις για την ψυχαγωγία του ελληνικού στρατού. Η γυναίκα του, η Κατίνα Καλουτά, λόγω οικονομικών δυσκολιών, θεώρησε καλό να τον ακολουθήσει στη Σμύρνη.
Κι έρχεται η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Στέφανος Καλουτάς πιάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους (αργότερα απελευθερώθηκε και πέθανε από φυματίωση στην Κατοχή) ενώ η Κατίνα χάνει το ένα της κορίτσι, τη Μαρία, πάνω στον πανικό που επικράτησε εκείνες τις μέρες στη Σμύρνη.
Επιστρέφει στην Αθήνα μόνο με την Άννα κι αρχίζει ο αγώνας για την επιβίωση. Με τη μεσολάβηση του Σωματείου Ηθοποιών παίρνει απ’ το κράτος ένα μικρό βοήθημα, ως γυναίκα αιχμάλωτου αξιωματικού, βολεύεται σε μια καμαρούλα και ξεκινάει την παλιά της τέχνη, να ράβει κεντήματα, νύχτα μέρα με το φως ενός κεριού, γεγονός που ίσως συνετέλεσε στην κατοπινή πρόωρη τύφλωσή της. 
Κι αρχίζουν οι συμπτώσεις. Στο ίδιο σπίτι μένει ένας ηθοποιός, ο Κώστας Πομώνης. Μια μέρα ο Πομώνης βλέποντας τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης της Κατίνας Καλουτά, αποφασίζει να την συστήσει στην Μαρίκα Κοτοπούλη, με την οποία συνεργαζόταν. Γνώριζε ο Πομώνης την ευκολία με την οποία βοηθούσε η Κοτοπούλη άτομα που είχαν ανάγκη για βοήθεια. Η Κοτοπούλη αλλά και η οικογένεια Μυράτ συμπόνεσαν την άτυχη γυναίκα και πρόσφεραν στοργή και αγάπη τόσο στην ίδια όσο και στην κόρη της.
Δεύτερη σύμπτωση: Ένας άλλος ηθοποιός, φίλος του Στέφανου Καλουτά, ονόματι Φραγκόπουλος, βρισκόμενος στη Χίο, ανακαλύπτει εκεί το χαμένο παιδί, την Μαρία! Την είχε σώσει απ’ την καταστροφή ένας Έλληνας φαντάρος και την είχε φέρει στη Χίο όπου την πούλησε (!) για 300 δραχμές σε ένα άτεκνο ζευγάρι, πρόσφυγες από τη Σμύρνη. Αμέσως ο Φραγκόπουλος στέλνει τηλεγράφημα στο Σωματείο Ηθοποιών στην Αθήνα, στο οποίο γράφει πως βρήκε την κόρη του Καλουτά. Το Σωματείο ειδοποιεί την Κοτοπούλη κι αυτή λέει τα ευχάριστα στην Κατίνα Καλουτά. Η επιστροφή της Μαρίας όμως δε θα είναι εύκολη υπόθεση καθώς η Κατίνα Καλουτά δεν είχε χρήματα να πάει στη Χίο. Τελικά, μετά από μεσολάβηση της Κοτοπούλη, πήγε στη Χίο, χρειάστηκε μάλιστα να πληρώσει 250 δραχμές στο ζευγάρι ώστε να πάρει πίσω το παιδί της και έτσι τα αδέλφια σμίγουν επιτέλους. Εννοείται πως η αγκαλιά της Κοτοπούλη, όπως και των Μυράτ, άνοιξε το ίδιο μεγαλόψυχα και για την Μαρία. Διηγείται η Άννα Καλουτά:

Πότε η Κοτοπούλη έπαιρνε εμένα στο σπίτι της και πότε οι Μυράτ έπαιρναν τη Μαρίκα μας. Μας είχαν και μας περιποιόντουσαν σαν να ήμαστε παιδιά τους…
Και τι δε μας έδιναν; Φαγητά, του πουλιού το γάλα! Γλυκά! Παιχνίδια! Και το πιο σπουδαίο, που το είχαμε περισσότερο ανάγκη: Στοργή!

Και φτάνουμε στην τρίτη και καθοριστική σύμπτωση: στα 1927 η Κοτοπούλη αποφασίζει να ανεβάσει το έργο «Στοργή» του Ανρί Μπατάιγ και χρειάζεται για την παράσταση δύο κοριτσάκια. Φυσικά το μυαλό της Κοτοπούλη πήγε στην Άννα και στη Μαρία. Η Κατίνα Καλουτά δίνει την άδειά της και η Κοτοπούλη αρχίζει το «φροντιστήριο» ηθοποιίας. Οι συμβουλές της επικεντρώνονται στο να καταφέρουν τα κορίτσια να μιλήσουν δυνατά ώστε να ακουστούν από το κοινό. Μάλιστα η Άννα πήρε τόσο τοις μετρητοίς τις συμβουλές της Κοτοπούλη ώστε στην πρεμιέρα φώναξε τόσο δυνατά που οι θεατές ξέσπασαν σε γέλια. Πάντως στο τέλος της παράστασης το χειροκρότημα και για τα δύο κορίτσια ήταν ιδιαίτερα θερμό και λίγο αργότερα, στα παρασκήνια, η αθυρόστομη Κοτοπούλη πήρε στην αγκαλιά της την Άννα και της είπε: «Μωρή κωλοθεατρίνα, ρεζίλι μ’ έκανες! Από δράμα μου το ‘κανες κωμωδία. Έλα να σε φιλήσω!»
Εδώ τελειώνουν οι συμπτώσεις. Γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση το γεγονός πως και στα δύο επόμενα έργα της Κοτοπούλη υπήρχαν επίσης ρόλοι για μικρά κορίτσια! Μετά από αυτά τα δύο έργα, τα Καλουτάκια είναι πλέον διάσημα και αμείβονται με μισθό 6.000 δραχμών, ποσό τεράστιο για την εποχή. Με τα λεφτά αυτά η μητέρα τους  έγραψε τα κορίτσια εσωτερικές στην Ιόνιο Σχολή για να αποκτήσουν μια αξιοπρεπή μόρφωση.
Κάποια στιγμή, όταν εξαντλήθηκαν τα έργα με παιδιά, η Κοτοπούλη αποφασίζει να ανεβάσει έργο χωρίς παιδικούς ρόλους. Όμως τα Καλουτάκια δε θα μείνουν άνεργα. Είναι πλέον διάσημα -είναι και καλοκαίρι και τα σχολεία έχουν κλείσει- και αρχίζουν μια πολύ πετυχημένη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με χαριτωμένα μουσικά νούμερα. Θα ακολουθήσουν αμέτρητες θεατρικές εμφανίσεις στην Αθήνα με διάσημους πρωταγωνιστές της εποχής που θα βοηθήσουν να δημιουργηθεί ο θρύλος με το όνομα «Καλουτάκια».

πηγές:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ «ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΝΝΑ – ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΟΥΤΑ»
Εκδόσεις ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ

http://vlahopoulou.blogspot.gr/
blog αφιερωμένο στη Ρένα Βλαχοπούλου που περιέχει επίσης ενδιαφέρουσες πληροφορίες για πολλούς ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

 Τα Καλουτάκια (Άννα και Μαρία Καλουτά)

Η Άννα Καλουτά μιλάει για την την ένταξή της στο ΕΑΜ κα την αντιστασιακή της δράση και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους, αργότερα, διαχώρισε τη θέση της.

Δούλευα τότε για το ΕΑΜ, δηλαδή για το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, που, όπως το λένε και οι τρεις του λέξεις, ήταν ένα Μέτωπο ολόκληρου του Έθνους για να απελευθερωθούμε…
Και γιατί μπλέξαμε τότε τα κομματικά μας;
Δηλαδή άμα ήσουνα αριστερός, ήσουν περισσότερο σκλάβος του κατακτητή και άμα ήσουνα δεξιός, ήσουν λιγότερο;
Την ίδια σκλαβιά είχαμε όλοι μας…
Αυτήν προσπαθούσαμε να τινάξουμε από πάνω μας κι άμα θα τα καταφέρναμε και ξαναγινόμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, τότε θα βρίσκαμε και τα δικά μας…
Έτσι όμορφα, σωστά και πατριωτικά ξεκίνησε η ιστορία κι εγώ άκουσα για ΕΑΜ και είπα «μέσα κι εγώ, παιδιά, όλοι να βάλουμε ένα χέρι για τον τόπο μας…»
Και για εράνους έτρεχα και προκηρύξεις μοίραζα και στα νοσοκομεία πήγαινα, που υπήρχανε ακόμα οι τραυματίες του Αλβανικού, και αντάρτες να κρύψουμε και Εγγλέζους να φυγαδεύσουμε και όλες τις εισπράξεις του θεάτρου μιας ημέρας κάθε βδομάδα τις δίναμε για το ΕΑΜ…
Κάθε φορά όμως που άκουγα να μπαίνει στη μέση το κομματικό, «δεξιοί, αυτοί, αριστεροί εμείς», μου γύρισε το μάτι ανάποδα…
Σταθείτε, μωρέ, γιατί έτσι και μας μπαγλαρώσουνε οι Γερμανοί και μας στήσουνε στο απόσπασμα, τις ίδιες σφαίρες θα βάλουνε στα αυτόματα για να μας καθαρίσουνε…

Αυτή η αλλαγή πορείας λίγο έλειψε να βάλει την Άννα Καλουτά σε μπελάδες καθώς κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών άντρες του ΕΑΜ χτύπησαν με άγνωστες προθέσεις –«βρόντηξαν» είναι η φράση που χρησιμοποιούσε η ίδια- την πόρτα του σπιτιού της. Τότε προτίμησε να διαφύγει από το παράθυρο του φωταγωγού και στη συνέχεια, μεταμφιεσμένη, κατάφερε να περάσει στο αγγλοκρατούμενο τμήμα της Αθήνας. Εκεί συναντήθηκε πάλι με την αδελφή της, τη Μαρία, η οποία θεωρούσε πως η Άννα ήταν νεκρή. Η ιστορία λοιπόν επαναλαμβανόταν για δεύτερη φορά, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μόνο που τώρα οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί.

Μαρία Καλουτά (1916-2006)

Η Άννα Καλουτά περιγράφει πώς ξεκίνησε το ειδύλλιό της με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, με τον οποίο μέχρι τότε είχανε ιδιαίτερα τεταμένες σχέσεις:

Φτάνουμε στην πιο κρίσιμη στιγμή για το «περιπαθές φιλί», όπως το απαιτούσε ο συγγραφέας, και βάζουμε όλη μας την τέχνη, αλλά με σφιγμένα τα χείλη χωρίς να φαινόμαστε και πέφτει ένα χειροκρότημα, κύριε, που κόντεψαν να σπάσουν οι πολυέλαιοι… «Αυτό είναι», σκεφτήκαμε και οι δύο, χωρίς να το πούμε ο ένας στον άλλο, «όσο πιο θερμά θα κάνουμε πως φιλιόμαστε, τόσο πιο θερμό θα είναι και το χειροκρότημα…»
Έρχεται το δεύτερο βράδυ, γίνεται το φιλί πιο θερμό –τα χείλη πάντα σφιγμένα- και γίνεται πιο θερμό το χειροκρότημα. Έρχεται το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και δεν θυμάμαι τώρα και πολύ καλά, καν στο έκτο, καν στο έβδομο, ξεσφίγγουμε τα χείλη μας γιατί απ’ την πολύ θερμότητα κοντεύαμε και να σκάσουμε και το φιλί εκτός από «θερμό» και «σκηνικό» έγινε και πραγματικό.
Μπαίνουμε μέσα ζαλισμένοι και παραπατώντας και αλλάζει η ατμόσφαιρα 360 μοίρες.
Με κοιτάζει ο Λάμπρος, τον κοιτάζω κι εγώ και λέω μέσα μου «ωχ, τώρα θ’ αρχίσει πάλι τις χριστοπαναγίες του…»
Για να τον καλμάρω του λέω πρώτη εγώ, πολύ γλυκά:
«Βρε Λάμπρο μου…»
«Τι είναι, Αννούλα μου;» μου λέει ζάχαρη εκείνος.
«Βρε, Λαμπρούκο μου» του ξαναλέω. «Ωραία φιλάς, το ξέρεις;»
«Δεν είμαι εγώ που φιλάω ωραία, Αννάκι μου, μου ξαναλέει εκείνος πάντα στο πολύ ζαχαρένιο. «Εσύ είσαι που φιλάς ωραία και με κάνεις και φιλάω κι εγώ ωραία…»
Κοντέψαμε πάλι να σκοτωθούμε για το ποιος φιλάει καλύτερα, αλλά προτιμήσαμε να το αναβάλουμε, γιατί από εκείνο το βράδυ, φεύγοντας από το θέατρο ευτυχισμένοι, άρχισε και η ιστορία μας. (…)
Η ιστορία μου με τον Λάμπρο ήταν ένας έρωτας τρελός και παλαβός, που ολοκληρώθηκε μόνο όταν βρεθήκαμε με τουρνέ στο εξωτερικό.
Και που δεν ξέρω πόσο μεγάλη μπορεί να ήταν η έκπληξή του όταν κατάλαβε ότι ήταν ουσιαστικά ο πρώτος άντρας της ζωής μου.
Αλλά που δεν αποκλείεται και να σκέφτηκε, με την αθυροστομία που τον χαρακτήριζε, έχοντας όμως την ευγένεια να μη μου το πει και δυνατά:
«Εδώ ή έχουμε πέσει σε μεγάλο φαινόμενο ή έχουμε πέσει σε μεγάλο χαϊβάνι…»
Που και δυνατά αν μου το ‘λεγε δεν επρόκειτο να διαφωνήσω.

ΑΝΝΑ ΚΑΛΟΥΤΑ
από το βιβλίο του Γ. Λαζαρίδη «ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΝΝΑ – ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΟΥΤΑ»
Εκδόσεις ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ 

http://www.youtube.com/watch?v=BI_Zzj6BmqY
Σκηνή από την ταινία «Οι Απάχηδες των Αθηνών» (1950)
Η Άννα Καλουτά και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας -στις ομορφιές τους- τραγουδούν ένα υπέροχο τραγούδι του Νίκου Χατζηαποστόλου. Βρισκόμαστε άλλωστε στην εποχή του ειδυλλίου τους. Προσέξτε πώς οι δύο πρωταγωνιστές πλησιάζουν σιγά σιγά με σκοπό να φιληθούν στο τέλος του τραγουδιού αλλά δυστυχώς το βίντεο κόβεται στο πιο …κρίσιμο σημείο!
Το φιλί πάντως (που ήταν αρκετά τολμηρό για την εποχή του) μπορείτε να το δείτε εδώ:
http://www.youtube.com/watch?v=uBkgMNcAvuY (51΄και 35΄΄)