Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989)
Ο Γιάννης Τσαρούχης, εκτός από ζωγράφος, υπήρξε σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, συγγραφέας και μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών. Το χιούμορ και η ευρυμάθειά του φαίνονται στις αποφθεγματικές του φράσεις και στις διηγήσεις του.
Μόνο με παραμύθια κατακτώνται οι άνθρωποι.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΩΣ ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ ΜΟΝΑΖΟΝ ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ»
Ο Έλληνας έχασε ένα μεγάλο κίνητρο που είχε στη ζωή του. Την πείνα. Τώρα τρώει και όλοι έχουν κοιλιά και στομάχι. Λοιπόν δεν μπορεί να έχουν τη δραστηριότητα που είχανε ως πεινασμένοι. Ό,τι μεγάλο έκανε η Ελλάς -είτε από φιλοσόφους είτε από απλούς ανθρώπους- το έκανε από την πείνα. Ο Έλληνας φαγωμένος γίνεται ένα αποκτηνωμένο ζώο. Η πείνα πρέπει να γίνει σήμερα δίαιτα.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Ελευθερία είναι να κάνεις αυτό που θεωρείται κακό και μη επιτρεπόμενο και οι άνθρωποι να το παραδέχονται.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Φιλία είναι η συμφωνία δύο ανθρώπων εναντίον όλου του κόσμου.
«ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ» Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ (αντιγραφή από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)
Και τα πιο άφθαρτα πράγματα γίνονται φθαρτά αν δεν τα ζωογονεί η πίστη.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΩΣ ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ ΜΟΝΑΖΟΝ ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ»
Γιάννης Τσαρούχης «Οι 4 εποχές»
Μια κυρία του ζητούσε να ζωγραφίσει το πορτρέτο του γιου της. Μέσα στην ίδια αμοιβή ζητούσε κι ένα ναύτη. Ήταν πολύ φθηνά. «Όχι», της είπε. «Με την τιμή αυτή δεν μπορώ να σας δώσω κι ένα ναύτη επιπλέον. Θα ζωγραφίσω το γιο σας όμως σαν ναύτη».
Μια άλλη Αθηναία συλλέκτρια του ζητούσε φορτικά να ζωγραφίσει τα μέλη της οικογένειάς της ως τις τέσσερις εποχές. Εκείνη ως φθινόπωρο, το σύζυγό της ως χειμώνα και τις κόρες της ως καλοκαίρι και άνοιξη. Μια μέρα, που υπήρχε αρκετή αναστάτωση στο Μαρούσι, επειδή θα ταξιδεύαμε (όταν επρόκειτο να ταξιδέψει, ο Τσαρούχης, κυριευόταν από άγχος) χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα κι ήταν αυτή. Ρωτούσε αν ο κύριος Τσαρούχης είχε αποφασίσει για τη σύνθεση. «Είναι η κυρία…», είπα, «και ρωτά τι κάνατε με την ιδέα των εποχών. Ρωτά αν θα τη ζωγραφίσετε ως φθινόπωρο». «Πες της ότι αυτή μόνο ως θεομηνία μπορώ να την κάνω».
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ «ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Η αγάπη των άλλων είναι μια συνέπεια φυσική που απλώς σου δείχνει πως η αγάπη σου, δηλαδή η δύναμή σου, είναι αλώβητη. Μ’ αγαπάνε σημαίνει μπορώ ν’ αγαπώ.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Είναι αγών ο έρωτας. Αγών επικρατήσεως.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Στην Ελλάδα ζούμε πολυτελέστερα απ’ όσο μας επιτρέπουν τα μέσα μας, πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ψυχικές μας ικανότητες. Αυτό ήδη μας δημιουργεί προβλήματα και θα μας προξενήσει μεγάλο κακό.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΛΙΘΟΝ ΟΝ ΑΠΕΔΟΚΙΜΑΣΑΝ ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝΤΕΣ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ (από συνομιλία του Γ. Τσαρούχη με τον Γιώργο Πηλιχό, «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» 14/2/1988)
Ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε ότι «δεν ήταν ο ίδιος που είχε πει τη φράση στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, αλλά ήταν ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος που την πρωτοξεστόμισε, ενώ ο ίδιος τη διέδωσε απλά όπως ο Απόστολος Παύλος».
ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ από άρθρο του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (12/9/2009)
«Κανείς δεν τα ήθελε ούτε για χάρισμα»
Δε σταμάτησαν ποτέ να ζητούν να αγοράσουν έργα του άνθρωποι λιγότεροι ή περισσότερο πλούσιοι. Αυτό τον δυσαρεστούσε και του έφερνε μελαγχολικές σκέψεις. «Τρομάζω», έλεγε, «γιατί δεν είναι πολύ πίσω ο καιρός που κανείς δεν τα ήθελε ούτε για χάρισμα. Δεν καταλαβαίνω τι μεσολάβησε. Φαίνεται ότι, όπως σπάνε πιάτα στα μπουζούκια, θέλουν να αγοράσουν και ένα έργο μου». Για να τους αποφύγει, ζητούσε εξωφρενικές τιμές. Δεν είχε όμως υπολογίσει τι βιτσιόζοι είναι οι νεόπλουτοι Έλληνες. Οι μεγάλες τιμές τούς διέγειραν περισσότερο. Λυπόταν που είχε γίνει ένα είδος μόδας και τα έργα του πωλούνταν τόσο ακριβά, που κι ο ίδιος, όπως έλεγε, δεν μπορούσε πια να τα αγοράσει. Αντιπαθούσε τους συλλέκτες που αγοράζουν έργα του και τα φυλακίζουν χωρίς να μπορεί κανείς να τα δει.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ «ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Γιάννης Τσαρούχης «Σκεπτόμενος»
Είναι οδυνηρό, για να σε εκτιμήσουν, να προσπαθείς να κάνεις πράγματα που να αρέσουν σε ανθρώπους που δεν εκτιμάς.
«ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ» Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ (αντιγραφή από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)
Ποτέ δεν υπήρξε μια εποχή που οι άνθρωποι ήταν τόσο δύσθυμοι και μελαγχολικοί. Άλλωστε, αυτό εξηγεί από μία άποψη την τρομερή και μέχρις αηδίας οργάνωση της ευθυμίας. Καμιά εποχή δεν είχε οργανώσει τόσο πολύ την ευθυμία όσο η δική μας. Σε καμιά εποχή δεν έπαιζε πρωί πρωί στα σπίτια το ραδιόφωνο εύθυμες μουσικές, για να ξυπνήσουν οι άνθρωποι μελαγχολικοί και σχεδόν έτοιμοι να αυτοκτονήσουν.
Γ. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Το μέρος που κυριολεκτικά συχνάζαμε στο Παρίσι ήταν το Λούβρο. «Εδώ μέσα», έλεγε, «είναι οι καλύτεροί μου φίλοι». Γνώριζε και την τελευταία γωνιά του μουσείου. Σταματούσαμε ακόμα και με ψώνια στα χέρια για να μπει και να σημειώσει κάτι στα βιαστικά. «Μα τώρα;» δυσανασχετούσα εγώ. «Τώρα», απαντούσε, συμπληρώνοντας ότι η χειρότερη ελληνική αρρώστια είναι η αναβλητικότης. Και έμπαινε να ανανεώσει τη ματιά του στο μαύρο φόντο του Βαν Ντάικ ή στο κιαροσκούρο του Τιτσιάνο. Έτσι σχηματιζόταν βέβαια της τέχνης του η περιοχή, όπως λέει ο ποιητής.
Από τις πιο οικείες αίθουσες ήταν αυτή με τα πορτρέτα Φαγιούμ. Τα ήξερε όλα με τα ονόματά τους: Λεύκιος, Δημήτριος, Αμμώνιος, Μελάνθιος, Αρτεμίδωρος, Φιλοκλής. Είχε έντονες αντιρρήσεις για το φωτισμό και γενικά για την παρουσίασή τους.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ «ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ» Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Γιάννης Τσαρούχης «Ποδηλάτης μεταμφιεσμένος σε τσολιά, μ’ ένα ναό δεξιά κάτω»
(1936) Ίδρυμα Γ. Τσαρούχη
«Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα»
Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται μια συνομιλία του με τον Τσαρούχη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες:
Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι.
«Μα είναι δυνατό, Γιάννη», του ‘λεγα εγώ, «είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων;»
«Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι;»
«Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου», του λέω εγώ. «Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό!»
«Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι; Ονόμασέ τους».
«Μα ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν», του απαντώ.
«Αχ, Καλλέγη, πόσο είσαι αφελής», μου λέει. «Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ‘λεγε;»
«Τι θα μου ‘λεγε;»
«Θα σου ‘λεγε: Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα σου να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν».
Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ «ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ» Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ