Archive for Μαρτίου 2012

μαθήματα διπλωματίας

29/03/2012

Όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, στα 1827, το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρισκόταν υπό τον έλεγχο των στρατευμάτων του Ιμπραήμ, ενώ ο Κιουταχής κατείχε σχεδόν όλη τη Στερεά Ελλάδα. Υπήρχε έτσι ο κίνδυνος να παραμείνει η Στερεά υπό τουρκική κυριαρχία γιατί το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) προέβλεπε πως το νέο κράτος θα περιελάμβανε μόνο τα εδάφη στα οποία συνεχιζόταν η Επανάσταση. Υπήρχε ακόμη αναφορά για εξαγορά των τουρκικών περιουσιών, ένα μέτρο πρακτικά ανεφάρμοστο μια και το νεοσύστατο κράτος δεν είχε τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους. Και βέβαια το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης μιλούσε για ελληνικό κράτος, όχι ανεξάρτητο, αλλά «αυτόνομο και φόρου υποτελές στον σουλτάνο» με συμμετοχή μάλιστα της Πύλης στην εκλογή του Έλληνα ηγεμόνα!

Ο Καποδίστριας στην αρχή έδειξε να αποδέχεται την αυτονομία και δεν έθεσε θέμα συνόρων. Σ’ αυτή τη φάση βασικός του στόχος ήταν να πετύχει τη δέσμευση των Μ. Δυνάμεων για απόσχιση της Ελλάδας από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Παράλληλα εστίασε τις προσπάθειές του σε δύο στόχους: α) την αποχώρηση των δυνάμεων του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και β) τη συνέχιση της επανάστασης στη Στερεά. Για την αποχώρηση των δυνάμεων του Ιμπραήμ προέβη στον εξής διπλωματικό ελιγμό: Ταξίδεψε ο ίδιος μέχρι τη Ζάκυνθο και έπεισε τον Άγγλο ναύαρχο Κόδριγκτον να πάει στην Αίγυπτο και να πείσει τον Μοχάμετ Άλι να διατάξει τον Ιμπραήμ να φύγει από την Πελοπόννησο αφού πρώτα ελευθερώσει τους Έλληνες αιχμαλώτους του. Για τη συνέχιση -πάση θυσία- της επανάστασης στη Στερεά έστειλε εκεί στρατό: αρχικά τρεις χιλιαρχίες υπό την αρχηγία του Δ. Υψηλάντη κατευθύνθηκαν προς την Αθήνα, ενώ εκστρατευτικό σώμα υπό την αρχηγία του Άγγλου Τζορτζ κινήθηκε με σκοπό να απελευθερώσει το Μεσολόγγι. Παράλληλα έστειλε στόλο στον Αμβρακικό κόλπο. 


Ναύαρχος Κόδριγκτον (1770-1851)
από το http://users.sch.gr/akalant/1821/b038.htm
Επικεφαλής του αγγλικού στόλου -αλλά και όλου του συμμαχικού- στη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Παρά τις αντίθετες οδηγίες, διέταξε την έναρξη των εχθροπραξιών μετά τη δολοφονία του απεσταλμένου που έστειλε ο ίδιος στον Ιμπραήμ. Η ολοσχερής καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από τον πρωθυπουργό της Αγγλίας, Γουέλιγκτον, ως «ατυχές γεγονός» και ο Κόδριγκτον χρειάστηκε να απολογηθεί.
Αργότερα ο Κόδριγκτον προσέφερε κι άλλες υπηρεσίες στην ελληνική επανάσταση αποσπώντας από τον Μοχάμετ Άλι τη συνθήκη της Αλεξάνδρειας που υποχρέωνε τον Ιμπραήμ να αποχωρήσει από την Ελλάδα.
από LivePedia.gr και http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=154651

Τον Σεπτέμβριο του 1828 οι τρεις πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων φτάνουν στον Πόρο για να συναντηθούν με τον Καποδίστρια κομίζοντας μια πρόταση όχι και τόσο ικανοποιητική. Καθορίζουν ως γραμμή των συνόρων τη γραμμή που ενώνει τον Παγασητικό με τις πηγές του Αχελώου. Αποκλείουν δηλαδή μεγάλο κομμάτι της Στερεάς (Ακαρνανία – Αιτωλία) και την Εύβοια, ενώ επιμένουν στην αυτονομία. Ο Καποδίστριας καταφέρνει να πείσει τους πρέσβεις να δεχθούν στην εισήγησή τους ως σύνορα του νέου κράτους τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού, ενώ, παρά τις οδηγίες των κυβερνήσεων τους, οι πρέσβεις αποδέχονται την πρόταση του Καποδίστρια να συμπεριληφθεί στο νέο κράτος η Εύβοια, η Σάμος και η Κρήτη. Η γνωμάτευση αυτή των πρέσβεων απορρίφτηκε αμέσως από την αγγλική κυβέρνηση που ειδικά για την Κρήτη ήταν κάθετα αντίθετη.

Ο Καποδίστριας, γνωρίζοντας πως από μόνη της η διπλωματία δεν αρκεί, συνεχίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις, στέλνοντας τον αδελφό του, Αυγουστίνο Καποδίστρια, επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος που σημειώνει μεγάλες επιτυχίες στη Δυτική Στερεά. Το αποτέλεσμα των επιτυχιών αυτών θα φανεί στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1829) με το οποίο αναγνωρίζονται ως σύνορα της Ελλάδας η γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού. Όμως ο πλήρης στόχος δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις συνεχίζουν να αρνούνται κάθε συζήτηση για ανεξαρτησία των Ελλήνων αλλά μιλούν για επικυριαρχία των Τούρκων, καταβολή φόρου υποτέλειας στον σουλτάνο (1.500.000 γρόσια το χρόνο), ξένο κληρονομικό ηγεμόνα, ενώ τέλος αξιώνουν την ανάκληση των ελληνικών δυνάμεων από τη Στερεά.

Ο Καποδίστριας θα χρειαστεί να επιστρατεύσει όλες τις διπλωματικές του ικανότητες. Στο πρώτο του υπόμνημα τονίζει πως η βούληση του ελληνικού λαού για αβασίλευτο πολίτευμα έχει εκφραστεί με αποφάσεις Εθνικών συνελεύσεων που είναι δεσμευτικές για τον ίδιο ενώ ακόμα επικαλείται το γεγονός πως τυχόν απόσυρση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Στερεά θα προκαλέσει κύμα προσφύγων προς την Πελοπόννησο. Ακολουθεί δεύτερο υπόμνημα με το οποίο προσπαθεί να αντικρούσει την απόφαση για αποζημίωση των τουρκικών γαιοκτησιών υπενθυμίζοντας πως αυτές οι γαίες έχουν ήδη υποθηκευτεί για να συναφθούν δύο δάνεια από την Αγγλία!  Επίσης διευκρινίζει πως ο ελληνικός στρατός της Στερεάς αποτελείται από ντόπιους πληθυσμούς και όχι από στρατεύματα που στάλθηκαν από την Πελοπόννησο.

Έτσι περνούν οι μήνες μέχρι τη νίκη του Δ. Υψηλάντη στην Πέτρα (Σεπ. 1829), μια νίκη που ισχυροποιεί αφάνταστα τις ελληνικές θέσεις. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 η Διάσκεψη του Λονδίνου θα διακηρύξει επιτέλους την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η επιτυχία είναι τεράστια, αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις θέλοντας να μετριάσουν τις αντιδράσεις των Τούρκων, περιορίζουν και πάλι τα σύνορα της Ελλάδας στη γραμμή των εκβολών Σπερχειού – Αχελώου. Μένουν δηλαδή έξω δύο μεγάλα τμήματα της Στερεάς, η Αιτωλία και η Ακαρνανία (οι Άγγλοι ήταν αντίθετοι στην ενσωμάτωση της Ακαρνανίας επειδή έβλεπαν πως έθετε σε κίνδυνο την κυριαρχία τους στα Ιόνια νησιά). Σα να μην έφτανε αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις επιμένουν στην επιβολή ξένου μονάρχη ενώ απαιτούν την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων από όσες επαρχίες δεν έχουν συμπεριληφθεί στο νέο κράτος. 

Ο Καποδίστριας δε σκοπεύει φυσικά να ρισκάρει την ανεξαρτησία της Ελλάδας αρνούμενος την απόφαση. Ίσα ίσα εξαίρει την αναγνώριση της ανεξαρτησίας, αλλά στο ζήτημα της μοναρχίας τονίζει για άλλη μια φορά πως τα συνταγματικά δικαιώματα του ελληνικού λαού έχουν θεσπιστεί από εθνικές συνελεύσεις, ενώ στο θέμα της εκκένωσης των επαρχιών επιδεικνύει απαράμιλλη διπλωματική ικανότητα. Ναι, λέει, βεβαίως να αποσυρθούμε από τα εδάφη που δεν κατοχυρώθηκαν στην Ελλάδα, αλλά να αποσυρθούν και οι Τούρκοι από την Αττική και την Εύβοια. Και να έρθει επιτροπή να ελέγξει την κατάσταση. Και να παρασχεθούν στην Ελλάδα τα οικονομικά μέσα ώστε να αντιμετωπίσει το προσφυγικό θέμα που θα προκύψει.
Πετυχαίνει λοιπόν αναβολή της εκκένωσης που θα οδηγήσει τελικά σε ματαίωσή της. Παράλληλα όμως φουντώνει η αντιπολίτευση εναντίον του. Άγγλοι και Γάλλοι δείχνουν μια άνευ προηγουμένου εύνοια προς τους Υδραίους και τους Μανιάτες που ηγούνται της αντιπολίτευσης. Η υπονόμευση του Κυβερνήτη από εσωτερικό και εξωτερικό έχει αρχίσει. Αποκορύφωμα της υπονόμευσης αποτελεί η ανταρσία της Ύδρας.

Το Σεπτέμβριο του 1831, με το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, αλλάζει οριστικά προς το συμφέρον της Ελλάδας η συνοριακή γραμμή. Αποδίδονται στο νεοσύστατο κράτος τα εδάφη που από την αρχή διεκδίκησε ο Καποδίστριας.
Δεκατρείς μέρες αργότερα ο Καποδίστριας δολοφονείται από τους αδελφούς Μαυρομιχάλη. 

Πηγές

Ιστορία του Ελληνικού ΈΘνους, Εκδοτική Αθηνών

Το ζήτημα των συνόρων: ένα υπόδειγμα διπλωματικής στρατηγικής, Κ. Χατζηαντωνίου, περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ (ΙΟΥΛ 2010)

Οι μεγάλες συνθήκες, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 19/10/2003       

Η αυγή της ελληνικής πολιτικής ανεξαρτησίας, εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 14/3/2009

Η καποδιστριακή πολιτεία (1828-1832) (μέρος 2ο, Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)

Καποδίστριας (IV)

25/03/2012

Την άνοιξη του 1827 η Γ΄Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε Κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τη χρονική εκείνη περίοδο οι περισσότερες από τις περιοχές που είχαν ελευθερωθεί στα πρώτα χρόνια του Αγώνα, βρίσκονταν πλέον στα χέρια των Τούρκων ή των στρατευμάτων του Ιμπραήμ, ενώ η έλλειψη εφοδίων έβαζε σε κίνδυνο τη διατήρηση των λίγων, έστω, φρουρίων που βρίσκονταν ακόμη υπό ελληνική κατοχή. Η κατάσταση ήταν τραγική και η Επανάσταση έδειχνε σημάδια κατάρρευσης.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, την κρίσιμη εκείνη ώρα, η προσωρινή -μέχρι την έλευση του Καποδίστρια- κυβέρνηση, υποχρεώθηκε να μεταφέρει την έδρα της από το Ναύπλιο στον Πόρο, όχι γιατί κινδύνευε άμεσα από τους Τούρκους αλλά γιατί κινδύνευε από τους Έλληνες! Ναι, τα δύο φρούρια της πόλης είχαν καταληφθεί: το Παλαμήδι από τον Γρίβα κι η Ακροναυπλία από τον Φωτομάρα κι ο ένας βομβάρδιζε εναντίον του άλλου με σκοπό την κυριαρχία της πόλης.
Ακόμα και μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827), και τη συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, η εσωτερική κατάσταση παρέμεινε χαώδης και η θέση μεγάλου μέρους του πληθυσμού απελπιστική, μια και η πείνα συνέχιζε να μαστίζει τους Έλληνες ενώ τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, που λυμαίνονταν μεγάλο μέρος της υπαίθρου, δεν είχαν αποχωρήσει ακόμα.


Ναύπλιο, τέλη του 18ου αιώνα
από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού 

Το καράβι που μετέφερε τον Καποδίστρια στην Ελλάδα είχε για προορισμό την Αίγινα. Λόγω όμως των θυελλωδών ανέμων προσορμίσθηκε τελικά, το πρωί της 6ης Ιανουαρίου, στο λιμάνι του Ναυπλίου. Δυο μέρες αργότερα ο Καποδίστριας αποβιβάστηκε στην πόλη. Η υποδοχή που του έγινε ήταν αποθεωτική. Μάλιστα οι δύο αντίπαλοι φρούραρχοι κατέβηκαν από τα φρούρια, παρουσιάστηκαν στον νέο Κυβερνήτη και υποσχέθηκαν να τηρήσουν την τάξη. Ήταν η πρώτη νίκη του Καποδίστρια! Τρεις μέρες αργότερα απέπλευσε από το Ναύπλιο με προορισμό την Αίγινα όπου έγινε η έδρα της πρώτης του κυβέρνησης. Η υποδοχή και στην Αίγινα ήταν θριαμβευτική. Εκεί ήταν μάλιστα συγκεντρωμένος ο μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων, χηρών, ορφανών και αναπήρων του Αγώνα.
Γράφει ο Γ. Τερτσέτης στα «Απόλογα για τον Καποδίστρια», αποδίδοντας με το κείμενό του την αφήγηση του ίδιου του Κυβερνήτη: «…είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας, εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τες σπηλιές. Δεν ήτο το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. (…) Μαυροφορεμένες, γέροντες μου ζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμεναν παρά εκείνα και εγώ…»
Ο Κασομούλης όμως, που ήταν παρών στην υποδοχή, είδε μια λεπτομέρεια που δεν την αντιλήφθηκε ο Καποδίστριας:
«Ενύκτωσε, και η νυξ της 11ης Ιανουαρίου απέρασεν με ευφροσύνη όλου του λαού και μελαγχολίαν μόνον μερικών προκρίτων αριστοκρατών».

Όπως αναφέρθηκε ήδη η κατάσταση της χώρας ήταν τραγική: ανυπαρξία διοικητικών αρχών στις επαρχίες, αυθαιρεσίες στρατιωτικών για να εξασφαλίσουν την τροφοδοσία των αντρών τους, κοινωνικές συγκρούσεις στα νησιά, πλήρης εγκατάλειψη των γεωργικών εργασιών λόγω του φόβου αρπαγής των προϊόντων από στρατιωτικούς ή από τον εχθρό, κατάργηση εμπορίου λόγω εκτεταμένης πειρατείας, ακμή λαθρεμπορίου, αδυναμία είσπραξης φόρων, κατάχρηση δημόσιων πόρων από τοπικούς άρχοντες, ακινησία του στόλου λόγω έλλειψης οικονομικών μέσων, απειθαρχία του στρατού που ζούσε σε βάρος των πληθυσμών.
Γράφει ο ίδιος ο Καποδίστριας:
«Από Καλαμάτας μέχρι Ναυπλίου, ούτε χωρίον υπάρχει εν, ούτε κώμη, ούτε πόλις με στέγασμα το παραμικρόν. Εκτεταμένοι αμπελώνες αποκεχερσωμένοι, κοιλάδες πολύωροι, άλλοτε μεν σιτοπληθείς, σήμερον δε άφοροι και καταλελιμνασμένοι υπό της πλημμύρας των ποταμών, χιλιάδες οικογενειών αναζητούσιν τας εαυτών εστίας ανά μέσον των ερήμων και των συντριμμάτων…».
Ο Καποδίστριας διαπιστώνοντας αυτή την κατάσταση αισθάνθηκε πως βρέθηκε στην κόλαση. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1828 γράφει στον αδελφό του, Βιάρο στην Κέρκυρα: «Και αν έχης διάθεσιν να αλλάξης την ειρηναίαν ζωήν σου με τον άδην, και θέλης να τον δοκιμάσης ολίγας τινάς ημέρας, ειμπορείς μετά του πλοιάρχου Γιαννίτση να κάμης και μίαν έξοδον μέχρι της Ελλάδας».

Πηγές:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών

Β. Ραφαηλίδης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, Εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ

Βικιπαίδεια: Ιωάννης Καποδίστριας

Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού: Θεοδωράκης Γρίβας

http://historyreport.gr: Καποδίστριας Ιωάννης: ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας

ιστορικαί αναμνήσεις (ΙΙΙ)

23/03/2012

Είναι γνωστή η εμμονή του Καποδίστρια ως προς την ίδρυση σχολείων όλων των βαθμίδων, ιδιαίτερα όμως της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Στο παρακάτω απόσπασμα φαίνεται πως η εμμονή αυτή δεν περιοριζόταν σε γενικές οδηγίες και ενέργειες αλλά εστιαζόταν στο κάθε ένα σχολείο και στον κάθε ένα δάσκαλο. Προσέξτε, στο δεύτερο μισό του κειμένου, τις οδηγίες του για την επιβολή των ποινών.

Και πέντε και τρία και δύο βιβλία αν εδωρείτο τις εις σχολείον ήκουε παρά του Κυβερνήτου λόγους ευγνωμοσύνης. Και προς ευόδωσιν των πατρικών αυτού πόθων εχορήγει προθύμως οδηγίας, καταβαίνων και εις τα ελάχιστα, και εις την κατοικίαν και εις το ένδυμα και εις την τροφήν και εις την καθαριότητα.
«Στέλλω σοι», έγραψε προς τον εν Πόρω Α. Παπαδόπωλον, «στέλλω σοι ενδύματα διά τα υπό την διεύθυνσίν σου παιδία, ήτοι ανά μίαν φουστανέλλαν, δύο βρακία, ζεύγος εμβάδων, φέσιον, καπόταν και ζώνην. Αλλά πριν ή ενδυθώσι φρόντισον να κοπή η κόμη αυτών και να λουσθώσι καλώς. Έχε τον νουν σου ν’ αλλάζωσιν υποκάμισον και βρακίον καθ’ εβδομάδα, να πλύνη δε τα ενδύματα η οικονόμος του σχολείου. Ν’ αερίζωσι μόνα καθ’ εκάστην τας καπότας, να κρεμώσι μετά ταύτα αυτάς εις τον τοίχον από καρφίου ωρισμένου προς έκαστον παιδίον, να γεμίζωνται τα στρώματα διά ξηρού χόρτου ή αχύρου, να έχωσι πέτραν αντί προσκεφαλαίου και να κατακλίνωνται επί των καποτών. Τα σημερινά αυτών ράκη να μη ριφθώσιν, αλλά να πλυθώσι και να φυλαχθώσι χωριστά εντός δέματος, εφ’ ου να σημειωθή ο αριθμός και το όνομα του παιδίου. Να καταγράφης εις ιδιαίτερον κατάστιχον τα ενδύματα όσα λαμβάνεις και να μοι αναφέρης εγγράφως κατά μήνα τα περί της χρήσεως αυτών.

Στέλλω σοι προς τούτοις εσωκλείστως και σημείωσις των ποινών όσας θα επιβάλλης και των αμοιβών όσας θα υπόσχεσαι. Να μοι αναγγέλλης δε ονομαστί τους διακρινομένους επί πειθαρχία και εκπληρώσει του καθήκοντος. Την δε παρακοήν, την απείθειαν, την αταξίαν και το ψεύδος να τιμωρής ως εξής: κατά πρώτην μεν παρεκτροπήν να επιπλήττης αυστηρώς τον άτακτον παρόντων πάντων των παιδίων. Την δε δευτέραν να ολιγοστεύης κατά το ήμισυ την τροφήν και την τρίτην να εκβάλλης το νέον ένδυμα και να βάλλης αντ’ αυτού τα παλαιά ράκη. Και μόνον μετά παρέλευσιν ωρών είκοσι τεσσάρων να συγχωρής τον άτακτον αφού σε παρακαλέσωσιν οι συνταξιώται αυτού. Η δ’ έκδυσις και η ένδυσις να γίνωνται ενώπιον απάντων των μαθητών. Εγώ δε θ’ αποφασίζω μετά την αναφοράν σου αν αρμόζη να δεχθώμεν βαρυτέρας ποινάς».

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

Λογικό να υπάρξουν αντιρρήσεις για τις παιδαγωγικές απόψεις του Καποδίστρια, αν και αυτές, για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να αξιολογηθούν με βάση το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν.

Και προς τους εκτάκτους δε επιτρόπους επέστελλεν αλλεπαλλήλως ταύτα.
Ειδοποιήσατε με περί των ευρισκομένων εις το τμήμα υμών σχολείων. Και αν δεν υπάρχη κανέν προνοήσατε περί των μέσων της συστάσεως, αλλά περιοριζόμενοι ακριβώς εις μόνην την ανάγκην της στοιχειώδους διδασκαλίας.
Τοσούτον δ’ εξήψαν την φυσικήν φιλομάθεια του έθνους αι ανένδοτοι αύται προσπάθειαι, ώστε σωρηδόν ήρχοντο αγγελίαι ότι εις τας πόλεις, κωμοπόλεις και χωρία, ήτοι εις ερείπια πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων, εις α επανήρχοντο οι διεσκορπισμένοι και επιζώντες κάτοικοι, κατεβάλλοντο προθύμως έρανοι υπέρ σχολείων απροσδοκήτως μάλιστα δαψιλείς μετά την τόσην πανωλεθρίαν.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

η αμείλικτος αντιπολίτευσις

Όπου δε αι κοινότητες εστερούντο ικανών πόρων ή τόπου προς οικοδομήν, σπεύδων ο Κυβερνήτης ήρχετο εις βοήθειαν. Τηλικαύτη δε υπήρξεν η άμιλλα, ώστε εντός ολίγου ανεβλάστησαν ως εκ θαύματος σχολεία. Και το μεν πρώτο έτος ο αριθμός των διδαχθέντων ανά πάσαν την Ελλάδα, μη έχουσαν τότε πλέον των εξήκοντα μυριάδων κατοίκων, ανέβη εις εξ χιλιάδας νέων, το δε δεύτερον, μόλις λήξαντος του πολέμου, υπήρχον εκατόν τριάκοντα αλληλοδιδακτικά και ελληνικά, φοιτητών δε χιλιάδες δώδεκα.
Και επευφήμει μεν εις ταύτα τα εθνωφελέστατα η πάγκοινος ευγνωμοσύνη. Παρ’ αυτήν όμως ανέστη αμείλικτος αντιπολίτευσις και τα ιερώτατα μυκτηρίζουσα και αγωνιζομένη να εκφαυλίση. Ο Κυβερνήτης, ανεβόων, μόνον τα κολυβογράμματα αγαπά, είναι φωτοσβέστης. (…)
Αστείον λέγω θα ήτο ει επεχείρουν να καταδείξω το γελοίον, ει μη τι άλλο, της κατηγορίας. Διότι την δημοτικήν αγωγήν θηρεύων εκείνος δεν εθήρευεν ως σκοπόν και τέρμα της όλης εκπαιδεύσεως, αλλ’ ως προστοιχείωσιν εις ανωτέρα βαθμίδα. Μωρός δε ο αρχιτέκτων ο ανεγείρων οικίαν, μεγάλην μάλιστα και πολυτελή, άνευ θεμελίων. Τοιαύτην όμως μωρίαν δεν είχε ο Κυβερνήτης.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

ιστορικαί αναμνήσεις (ΙΙ)

20/03/2012

Το βράδυ μετά την επίσκεψη στην Κόρινθο, ο Καποδίστριας και η συνοδεία του κατέλυσαν στον Άγιο Γεώργιο. 

Ότε δ’ επλησιάσαμεν εις τον Άγιον Γεώργιον.
-Πού θα καταλύσωμεν απόψε; ηρώτησε τον πάριππον στρατάρχην της Πελοποννήσου.
-Εις του Δεσπότου.
-Πρέπει λοιπόν να φροντίσω, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν, να πληρωθώσιν όλα τα έξοδα.
-Ποία έξοδα; ηρώτησεν ο γέρων.
-Της τροφής μας, της τροφής των αλόγων και καθεξής.
-Και ποίος, υπερεξοχώτατε, πληρώνει τοιαύτα έξοδα; Ο Δεσπότης μάλιστα είναι άνθρωπος αγαπών την καλήν βούκαν και θα έχη πολλά και καλά φαγητά να μας δώση.
Και αληθώς ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, προγάστωρ και πολύσαρκος υπέρ το μέτρον, ήτο τρυφηλός ως άλλος καρδινάλιος…(…)
-Δεν τα πληρώνετε σεις, ανεφώνησεν οργίλως ο Κυβερνήτης, και διά τούτο παραπονείται εξ αιτίας σας ο λαός.
– Και τι έχει να κάμη, υπερεξοχώτατε, ο λαός με το φαγητόν του Δεσπότου;
-Τι έχει να κάμη! ανέκραξεν εντόνως ο Κυβερνήτης, προσβλέψας βλοσυρώς τον ερωτήσαντα. Μόλις αύριον θ’ αναχωρήσωμεν και θα ρίψουν έρανον εις τους χωρικούς διά τα έξοδα του Κυβερνήτου, και το χειρότερον θα τα συνάξουν διπλά. Ούτω πως είσθε συνηθισμένοι σεις.
– Ηξεύρεις πώς το πάγει η υπερεξότης σου; είπε γελών ο Κολοκοτρώνης. Μίαν φοράν έπεσ’ ένας ποντικός εις ένα πιθάρι λάδι κι επνίγηκεν. Ο οικοκύρης τον ηύρε μετά δύο ημέρας και, ενώ τον ανέσυρεν, εφώναζε η οικοκυρά. «Πρόσεξε μη στάξ’ η ουρά του και βρωμίση το λάδι».
-Δεν εννοώ ποίαν σχέσιν έχει ο μύθος σου με τα έξοδα του Δεσπότου, είπε αδημονών ο Κυβερνήτης.
-Μεγάλην, υπερεξοχώτατε. Διότι, είτε πληρώσωμεν είτε μη, ο Δεσπότης θα συνάξη τα γρόσια. Τα εδικά μας τα έξοδα είναι το λάδι της ουράς του ποντικού.
Και εσιώπησεν μεν ο Κυβερνήτης, την δ’ επιούσαν απέτισε μέχρι λεπτού τα δαπανηθέντα.
Ότε δ’ εζητήθη ο λογαριασμός της δαπάνης, ο οικοδεσπότης προσβληθείς, εγέλασεν υπεροπτικώς. Μαθών όμως ότι τοιαύτη ην η εντολή του Κυβερνήτου, τοσούτον ωργίσθη ώστ’ εσημείωσε και του άλατος την αξίαν.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

Την επόμενη μέρα έφτασαν στο Ναύπλιο. Η περιγραφή της πόλης του Ναυπλίου (αρχές του 1828) είναι πολύ ενδιαφέρουσα.

Το Ναύπλιον, πόλις όλως τουρκική, τας μεν οδούς είχε στενάς, ανωμάλους και βορβορώδεις, τας οικίας ξυλοκτίστους, πολυθύρους, σεσαθρωμένας και πάντη αρρύθμους. (…)
…πλην της ελληνομόρφου φουστανέλλας, πάντα τα λοιπά εγίνοντο ως και επί Τουρκίας. Εν τοις εργαστηρίοις οι πωληταί, καθήμενοι διεσταυρωμένοι τους πόδας χαμαί και αναμένοντες εις μάτην αγοραστάς, εμύζων κατηφείς την άκραν του τσιμπουκίου αυτών. Επώλουν δε πέτρες πυροβόλων, πυρεκβόλα, σπάγγον, βελόνας, ράμμα, θειάφιον, πέτρας της κολάσεως και τα τοιαύτα, πάντα άσημα και ευτελή. Παρέκειντο δε και άλλα εργαστήρια, οίον παντοπωλεία, ραφεία και καφενεία, πολυτιμότερα και ποικιλώτερα περιέχοντο εξ ανάγκης εμπορεύματα και πλείονας φοιτητάς διότι, πλην των πανταχόθεν μετοικησάντων εις Ναύπλιον ένεκεν ασφαλείας και των κηφήνων όσοι, στιλπνά μεν και βαρύτιμα πιστόλια φέροντες εις την ζώνην, καρδίαν δε φιλάρπαγος η λαγωού κρύπτοντες εις τα στήθη (…) κατέκλυζον την πόλιν γαυριώντες και σειόμενοι, συνέρρευσαν διά την παρουσίαν του Κυβερνήτου και πλήθος αγωνιστών προτεινόντων απαιτήσεις και δικαιώματα, καθώς και άλλοι αδικηθέντες υπό ισχυρών και επικαλούμενοι δικαιοσύνην.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

Κλείνουμε τη σημερινή ανάρτηση με δύο αποσπάσματα διασκεδαστικά όσο και αποκαλυπτικά της κατάστασης που επικρατούσε στην Πελοπόννησο την περίοδο που ανέλαβε Κυβερνήτης ο Καποδίστριας. (Αν κατάλαβα σωστά, όσα διηγείται παρακάτω ο Δραγούμης, συνέβησαν στα 1827, δηλαδή λίγο πριν την άφιξη του Καποδίστρια).

μήπως θα ζήσωμεν πολύ;

Διεκρίνετο δε υπέρ ποτε τω 1827 η όψις της πόλεως. Διότι, ενώ εν Πελοποννήσω ο Ιβραΐμ έθυε και απώλλυεν, ενώ η Στερεά Ελλάς, μετά τον θάνατον του Καραϊσκάκη, έκαμπτε και αύθις τον τράχηλον υπό τον ζυγόν, στρατός δε ελληνικός ούδ’ ηκούετο και πεποίθησις επεκράτει ότι εγκαταλείφθημεν υπό της Δύσεως, ο εν Ναυπλίω λαός επεδίδετο άφροντις εις πότους, γάμους, άσματα, πυρσοκροτήματα και διηνεκή ευθυμίαν. Και ποτε, σταθείς παρά την θύραν καλύβης, ή ορθότερον φωλεάς, ένθα ετελείτο γάμος, είδον τον άγνωστόν μοι νυμφίον, σπεύσαντα προς με και «Καλώς ώρισες», ανακράξαντα. «Είσαι Φράγκος και θα με φέρεις ευτυχίαν, διότι βλέπεις ότι μόνο με τέσσαρα τάλλαρα υπανδρεύομαι».
-Με τέσσαρα τάλλαρα! ανεφώνησα απορών.
– Μήπως θα ζήσωμεν πολύ; απεκρίθη στρέφων ηγεμονικώς τας δύο άκρας του μύστακος αυτού. Δεν βλέπεις ότι οι Φράγκοι εγέμισαν τα στρατόπεδα του Ιβραΐμ;

 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

ας μην υπάγω παραπονεμένη

Η πλύντριά μου, ορφανή κόρη εκ Τριπόλεως, ελθούσα παρεκάλεσέ με να στεφανώσω αυτήν. Ερωτήσαντος δε μου τις ο νυμφίος και αν έχη τα προς το ζην, απήντησεν ότι κατάγεται εξ Ιταλίας, ότι φαίνεται άπορος και ότι αυτή φέρει προίκα δώδεκα τάλληρα άτινα εκληρονόμησεν από της μητρός. Επειδή δε τούτο ακούσας απεπειράθην ν’ αποτρέψω αυτήν, η νέα ερυθριάσασα:
-Μη μ’ εμποδίζεις, είπε, κύριε.
-Τον αγαπάς λοιπόν;
-Διόλου. Αφού όμως ο κόσμος όλος βεβαιώνει ότι θα χαθώμεν, ας μην υπάγω παραπονεμένη ότι έμεινα ελευθέρα.
Την δ’ επιούσαν του γάμου, επισκεφθείς τους νεονύμφους, εύρον καθημένους χαμαί παρά κιβώτιον μετεσκευασμένον εις τραπέζιον, εφ’ ης έστιλβον τα γαμήλια δείπνα, τυρός, λέγω, και άρτος, και ανταλάσσοντας τας ιδέας διά νευμάτων.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

ιστορικαί αναμνήσεις (Ι)

18/03/2012

Ο Νικόλαος Δραγούμης (1809-1879) εργάστηκε στο γραφείο του Καποδίστρια και αργότερα, επί Όθωνα, υπηρέτησε σε διάφορες δημόσιες θέσεις. Όταν αποχώρησε από από την πολιτική ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό Πανδώρα. Στα 1874 δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ιστορικαί Αναμνήσεις».

Ένα σημαντικό κεφάλαιο των απομνημονευμάτων του Δραγούμη αναφέρεται στις εμπειρίες του από τα χρόνια που υπηρέτησε δίπλα στον Καποδίστρια. Να θυμίσουμε πως όταν ο Καποδίστριας ήρθε ως κυβερνήτης στην Ελλάδα (8/1/1828), μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου βρισκόταν ακόμα υπό τον έλεγχο των στρατευμάτων του Ιμπραήμ, παρά τη νικηφόρα για τις Μεγάλες Δυνάμεις ναυμαχία του Ναυαρίνου, ενώ ο Κιουταχής είχε καταλάβει όλη τη Στερεά.
Για την κατάσταση που βρίσκονταν οι Έλληνες τον Οκτώβριο του 1827, τρεις μήνες δηλαδή πριν την άφιξη του Καποδίστρια, ο Δραγούμης μεταφέρει στο βιβλίο του τη μαρτυρία του Άγγλου μοίραρχου Χάμιλτον ο οποίος είδε γυναίκες και παιδιά να πεθαίνουν εξαιτίας της ασιτίας αφού κανείς δεν τρεφόταν με κάτι καλύτερο από βραστά λάχανα. Μάλιστα οι περισσότεροι ζούσαν σε σπήλαια, στα οποία είχαν καταφύγει για να γλυτώσουν από τις σφαγές του Ιμπραήμ.

Μετέβημεν, γράφει ο Άμιλτον εκ Κιτριών μηνί Οκτωβρίου 1827, «προς τους Έλληνας, υποδεχθέντας ημάς μετά μεγίστου ενθουσιασμού. Και πώς να περιγράψω την ένδειαν αυτών; Γυναίκες και παιδία αποθνήσκουσιν ανά πάσαν στιγμήν εξ εντελούς ασιτίας, και μόλις ευρίσκεται τις τρεφόμενος κάλλιον ή διά βραστών λαχάνων. Υπεσχέθην να στείλω ποσότητά τινα άρτου εις τα σπήλαια όπου κατέφυγον οι ταλαίπωροι εκείνοι. Αλλ’ αν ο Ιβραΐμ μείνη ενταύθα, πλέον του τριτημορίου των κατοίκων θα εξολοθρεύση ο λιμός»

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Εκδόσεις Εκδοτική Ερμής

Αναλαμβάνοντας Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Καποδίστριας ξεκίνησε περιοδείες με σκοπό να γνωρίσει «εκ του πλησίον» τις ανάγκες της χώρας. Έτσι στις 3 Απριλίου του 1828 έφτασε με αγγλικό πλοίο στο Καλαμάκι κι από εκεί κατευθύνθηκε στην Κόρινθο. Η πόλη ήταν έρημη, τα σπίτια γκρεμισμένα και ο ίδιος με τη συνοδεία του αναγκάστηκαν να καταλύσουν σε καλύβες. Την ίδια κατάσταση αντίκρισε και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Τα στρατιωτικά αποσπάσματα του Ιμπραήμ είχαν μεταβάλει την Πελοπόννησο σε αληθινή έρημο. Ούτε δένδρο δε συναντούσαν στο δρόμο! Ο Καποδίστριας ξεκουραζόταν συνήθως σε σκηνές ή καλύβες και καθόταν στον «οκλαδία» του, δηλαδή ένα φορητό σκαμνάκι αναδιπλούμενο. 

Ηκροάτο δε μετά θαυμασίας υπομονής τους προσερχομένους, ων οι πλείστοι ήσαν ποιμένες βεβαιούντες ότι και διά μόνης της φήμης του ονόματος του Κυβερνήτου έπαυσαν αι αρπαγαί των ποιμνίων. Επειδή δε η πόλις ήτο παντέρημος και κατηδαφισμέναι αι οικίαι, και αυτός και οι περί αυτόν κατέλυσαν εν καλύβαις και σκηναίς. Την δ’ επιούσαν ανεχωρήσαμεν εις Άγιον Γεώργιον.
(…) Και αληθώς εταλαιπωρείτο, διότι αι μεν οδοί ήσαν άβατοι, τα δε χωρία κατεστραμμένα, πόλεις δε ουδαμού, και ο στενός οκλαδίας ον έφερε μεθ’ εαυτού χάριν νυκτερινής αναπαύσεως επήγνυτο εντός σκηνής ή πενιχράς καλύβης. Η ερήμωσις ενί λόγω ήτο τοιαύτη, ώστε ούτε δένδρον απηντώμεν χάριν αναψυχής. «Πολυάριθμα στρατιωτικά αποσπάσματα», έγραφον αγανακτούντες το 1827 οι τρεις ναύαρχοι προς τον αθετήσαντα τον λόγο αυτού Ιβραΐμ «διατρέχοντα πανταχού την Πελοπόννησον ερημούσι, καταστρέφουσι, καίουσιν, εκριζούσι τα δένδρα, τας αμπέλους, πάντα τα προϊόντα της γης και φιλοτιμούνται να μεταβάλωσι την χώραν εις αληθή έρημον». Αληθεστάτη μεν, αλλά και πάλιν ασθενής εικών της αραβικής θηριωδίας.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Εκδόσεις Εκδοτική Ερμής

Στην ίδια περιοδεία ο κόσμος νόμιζε πως Κυβερνήτης ήταν ο ταχυδρόμος διότι φορούσε «χρυσοπόρφυρο ένδυμα» και ίππευε καμαρωτό άλογο! Αυτόν λοιπόν προσκυνούσαν όλοι πέφτοντας στο έδαφος. Ο Καποδίστριας ερχόταν πιο πίσω με καμπούρικο άλογο, «ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού» και συνηθισμένα ρούχα.
Ο Κολοκοτρώνης, που ήταν κι αυτός στη συνοδεία του Καποδίστρια, συμβούλεψε τότε τον Κυβερνήτη να φορέσει επιτέλους τη στολή του. Και τη φόρεσε ο Καποδίστριας, μόνο που η στολή του ήταν πιο φτωχική κι απ’ των δασονόμων ακόμη! 

Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Και διά τούτον οι συρρέοντες εις προϋπάντησην του Κυβερνήτου, συνηθισμένοι εις τας πολυτελείς και πομπικάς παρατάξεις των πασάδων και τας χρυσοϋφάντους στολάς των τετυφωμένων καπιτανέων και κοτζαμπασίδων, εκλαμβόντες τον κοκκινοφόρον και κυδρούμενον ταχυδρόμον αντ’ εκείνον, προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος. Δεν εννόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού, και να φορή ένδυμα οίον οι πολλοί. Αλλ’ ουδέ αψίδες ή θριαμβικά τόξα ανηγείροντο ως σήμερον, ουδέ μουσικαί επαιάνιζον, ουδέ πυροτεχνήματα εξηκοντίζοντο εις ουρανούς, καθ’ όσον αι επιδείξεις αύται, γινόμεναι επιμελεία και αξιώσει των αρχών, διαθρύπτουσι μεν την ματαιότητα, βλάπτουσιν όμως τους ηγέτας των εθνών, αποκρύπτουσαι το αληθές φρόνημα. Οι δε λαοί ακούοντες απροσδοκήτως ότι ήρχετο ο Κυβερνήτης, έτρεχον αυθόρμητοι εις προϋπάντησιν αυτού, ουχί κράζοντες γεγωνυία τη φωνή Ζήτω! αλλά κλαίοντες σφραγιζόμενοι διά του σημείου του σταυρού, και βάλλοντες μετανοίας και καίοντες λιβανωτόν και ευλογούντες τον Θεόν, τον σώσαντα αυτούς υπό της δουλείας και της ολεθριωτέρας αναρχίας.
Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε:
“Το πράγμα υπερεξοχώτατε, δεν πάγει καλά. Πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτη του”.
“Και τι θέλεις να κάμω;”
“Να βάλ’ η υπερεξοχότης σου τη στολήν σου”.
Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.

“ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ” Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ

χάλκινος ύπνος

15/03/2012

Χάλκινος ύπνος στον Όμηρο είναι ο θάνατος στη μάχη, και αν ο νεκρός διατηρήσει τα όπλα και την πανοπλία του τότε είναι και τιμημένος θάνατος. H σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει αρκετές σκηνές χάλκινου ύπνου από την Ιλιάδα. Οι σκηνές είναι ιδιαίτερα βίαιες, έστω και αν ο Όμηρος καταφέρνει κάπου να προσθέσει λίγες στάλες τρυφερότητας.

Ο Αίας σκότωσε τον Σιμοείσιο, χτυπώντας τον με χάλκινο κοντάρι στα στήθια. Κι ο Σιμοείσιος σωριάστηκε στο χώμα σα λεύκα που την κόβουν με τσεκούρι.
Ο Σιμοείσιος ήταν όλο νιάτα αλλά η ζωή του υπήρξε ολιγόχρονη και δεν πρόλαβε να ανταποδώσει στους γονείς του όσα εκείνοι ξόδεψαν για να τον αναθρέψουν.
(Ιλιάδα, Δ, 475)

Ο Μέγης χτύπησε στο σβέρκο τον Πήδαιο και το μυτερό του κοντάρι τού έκοψε τη γλώσσα και ξεπρόβαλε ανάμεσα στα δόντια. Τότε ο Πήδαιος έπεσε μες στη σκόνη δαγκώνοντας το κρύο χάλκινο όπλο.
Ο Πήδαιος ήταν νόθος γιος του Αντήνορα, αλλά η Θεανώ τον ανέθρεψε με πολλή φροντίδα μαζί με τα δικά της παιδιά για το χατίρι του άντρα της.
(Ιλιάδα, Ε, 70)

Ο Διομήδης σκότωσε τον Ξάνθο και τον Θόωνα, τους γιους του Φαίνοπα, ο οποίος βασανιζόταν από βαριά γεράματα και δεν είχε άλλα παιδιά για ν’ αφήσει τα κτήματά του. Έτσι άλλοι συγγενείς, μακρινοί, θα μοιράζονταν την περιουσία του.
(Ιλιάδα, Ε, 155)

Ο Διομήδης σκότωσε τον Άξυλο, που ζούσε στην καλοχτισμένη Αρίσβη και ήταν πλούσιος και αγαπητός στους ανθρώπους γιατί σε όλους πρόσφερε φιλοξενία, έχοντας το σπίτι του πάνω στο δρόμο. Κανείς απ’ αυτούς δε στάθηκε μπροστά του να τον υπερασπίσει και να τον σώσει από το θάνατο.
(Ιλιάδα, Ζ, 12)

 Ο Τεύκρος κρύφτηκε πίσω από την ασπίδα του Αίαντα και με το τόξο του σημάδεψε και σκότωσε οχτώ Τρώες -τον ένα μετά τον άλλο- και, κάθε φορά που πετύχαινε κάποιον, γύριζε και κρυβόταν πίσω από την ασπίδα του Αίαντα σαν το παιδί κάτω απ’ τη μητέρα του. Ύστερα έριξε το βέλος του σημαδεύοντας τον Έκτορα, αλλά πέτυχε στο στήθος τον ευγενικό Γοργυθίωνα που έγειρε το κεφάλι όπως γέρνει μια παπαρούνα φορτωμένη από τους σπόρους και την ανοιξιάτικη δροσιά.
(Ιλιάδα, Θ, 299)

Ο Αγαμέμνων έπιασε τον Πείσανδρο και τον Ιππόλοχο, τους γιους του Αντίμαχου που είχε συμβουλεύσει κάποτε τους Τρώες να μην επιστρέψουν την Ελένη στον Μενέλαο. Για εκδίκηση σκότωσε τον Πείσανδρο στο στήθος με το δόρυ, ενώ τον Ιππόλοχο τού έκοψε με το ξίφος τα χέρια και το κεφάλι κι ύστερα τον έσπρωξε να κυλιέται σαν κούτσουρο στο πλήθος.
(Ιλιάδα, Λ, 145)

Ο Αγαμέμνων χτύπησε με το δόρυ του τον Ιφιδάμαντα όμως αστόχησε γιατί πήγε στραβά το δόρυ. Ο Ιφιδάμας τον τρύπησε στη ζώνη κάτω απ’ τον θώρακα, μα δεν πέρασε τη ζώνη γιατί το ασήμι στράβωσε τη λόγχη. Τότε ο Αγαμέμνων τράβηξε με δύναμη το δόρυ και του το πήρε απ’ τα χέρια. Ύστερα τον χτύπησε με το ξίφος του στο σβέρκο και τον έστειλε να κοιμηθεί τον χάλκινο ύπνο, μακριά από τη νεαρή γυναίκα του που δεν τη χάρηκε καθόλου αν και είχε δώσει γι’ αυτήν εκατό βόδια και χίλια γιδοπρόβατα.
(Ιλιάδα, Λ, 235)

Την ώρα που οι Τρώες σκαρφάλωναν πάνω στα τείχη που έχτισαν οι Αχαιοί για να προστατέψουν τα καράβια τους, ο Αίας σκότωσε τον μεγαλόψυχο Επικλή, χτυπώντας τον με βαριά πέτρα. Ο Αίας σήκωσε την πέτρα ψηλά και την πέταξε πάνω του σπάζοντας όχι μόνο την περικεφαλαία του μα και όλα τα οστά του κεφαλιού του. Ύστερα ο Επικλής γκρεμίστηκε απ’ τα τείχη σαν βουτηχτής.
(Ιλιάδα, Μ, 380)

Ο Τεύκρος σκότωσε τον Ίμβριο με κοντάρι. Κι εκείνος έπεσε σα μελιά που την έκοψε τσεκούρι και γύρω του βρόντηξαν τα χάλκινα όπλα του. Ο Τεύκρος τότε ορμάει ν’ αρπάξει τα όπλα του μα ο Έκτορας τον σημαδεύει με το δόρυ του. Ο Τεύκρος το αποφεύγει και το δόρυ χτυπάει κατάστηθα τον Αμφίμαχο και τον σκοτώνει. Ό Έκτορας τότε χυμάει ν’ αρπάξει το κράνος του γενναίου Αμφίμαχου μα την ίδια ώρα τον σημαδεύει ο Αίας με το λαμπρό του δόρυ. Το δόρυ του Αίαντα χτυπάει πάνω στην ασπίδα του Έκτορα και τον σπρώχνει προς τα πίσω. Βρίσκουν τότε ευκαιρία και αρπάζουν τον Αμφίμαχο οι Αθηναίοι Στιχίος και Μενεσθέας και μεταφέρουν το πτώμα του με ασφάλεια στις γραμμές των Αχαιών. Την ίδια ώρα οι δύο Αίαντες παίρνουν το πτώμα του Ίμβριου και όχι μόνο αφαιρούν τα όπλα του μα ο ένας, ο γιος του Οϊλέα, του κόβει το κεφάλι απ’ τον απαλό λαιμό και στρέφοντάς το σα σφαίρα το πετάει στο πλήθος. Κι έπεσε το κεφάλι μπρος στα πόδια του Έκτορα!
(Ιλιάδα, Ν, 178)

Ο Ιδομενέας, αν και ψαρομάλλης, σκότωσε τον Οθρυονέα που είχε έρθει στην Τροία για να παντρευτεί την κόρη του Πρίαμου, την Κασσάνδρα, χωρίς να προσφέρει δώρα, μα υποσχόμενος να διώξει τους Αχαιούς από την Τροία.
Το κοντάρι του Ιδομενέα πέρασε το χάλκινο θώρακα και καρφώθηκε στη μέση της κοιλιάς. Κι έπεσε ο Οθρυονέας κάτω κάνοντας θόρυβο. Ο Ιδομενέας τότε καυχήθηκε: «Οθρυονέα, εμείς θα σου δίναμε την πιο όμορφη κόρη. Ακολούθα με τώρα να πάμε στα καράβια μας να συμφωνήσουμε για το γάμο σου, γιατί εμείς δεν είμαστε τσιγκούνηδες» και καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, έσερνε το πτώμα του Οθρυονέα από το πόδι μέσα στη φοβερή μάχη!
(Ιλιάδα, Ν361)

Την ώρα που ο Ιδομενέας έσερνε απ’ το πόδι το πτώμα του Οθρυονέα, σκότωσε και τον Άσιο που ήρθε για εκδίκηση, χτυπώντας τον με το κοντάρι του στο λαιμό και περνώντας ως πέρα τη χάλκινη αιχμή. Λυπήθηκε ο Δηίφοβος κι έριξε εναντίον του Ιδομενέα το λαμπρό του κοντάρι. Ο Ιδομενέας ζάρωσε κάτω απ’ την ασπίδα του και το κοντάρι πέταξε από πάνω του και χτύπησε τον Υψήνορα στο συκώτι κάτω απ’ το διάφραγμα. Μόλις έπεσε νεκρός ο Υψήνορας, άρχισε ο Δηίφοβος να καυχιέται: «Δεν σκοτώθηκε χωρίς εκδίκηση ο Άσιος. Θα χαρεί πολύ γιατί πηγαίνει με συντροφιά στον Άδη!»
(Ιλιάδα, N, 414)

Ο Ιδομενέας χτύπησε τον Αλκάθοο κατάστηθα και του κομμάτιασε το χάλκινο θώρακα. Ο Αλκάθοος έπεσε κάτω με βρόντο και το κοντάρι έμεινε καρφωμένο στην καρδιά του, και καθώς σπαρταρούσε η καρδιά του έκανε να τρέμει κι η ουρά του κονταριού!
(Ιλιάδα, Ν, 443)

Ο Μενέλαος χτύπησε με το ξίφος του τον Πείσανδρο στο μέτωπο πάνω απ’ τη ρίζα της μύτης. Τρίξανε τα κόκκαλά του κι έπεσαν κάτω ματωμένα τα δυο του μάτια, μπρος στα πόδια του! Ύστερα έπεσε κι ο Πείσανδρος.
(Ιλιάδα, Ν, 601)

Ο Αίας, ο γιος του Οϊλέα, χτύπησε τον Σάτνιο κι εκείνος έπεσε ανάσκελα. Γύρω του Τρώες και Αχαιοί έπιασαν άγρια μάχη. Για να βοηθήσει τον Σάτνιο έτρεξε ο Πολυδάμας που σκότωσε τον Προθοήνορα χτυπώντας τον στον δεξί ώμο και το δόρυ πέρασε τον ώμο πέρα ως πέρα. Ο Πολυδάμας τότε καυχήθηκε: «Κάποιος Αργείος θα κατέβει στον Άδη με μπαστούνι το κοντάρι μου!» Τότε ο Αίας, ο γιος του Τελαμώνα, του έριξε με το κοντάρι του. Ο Πολυδάμας το απέφυγε  αλλά το καλοδέχτηκε ο Αρχέλοχος γιατί φαίνεται είχαν μελετήσει οι θεοί το θάνατό του. Το κοντάρι χτύπησε στην ένωση του λαιμού με το κεφάλι, στο τελευταίο σφοντύλι, κι απόκοψε τα δύο νεύρα. Σαν έπεσε ο Αρχέλοχος, το κεφάλι άγγιξε πρώτο το χώμα και μετά οι κνήμες και τα γόνατα.
(Ιλιάδα, Ξ, 457)

Μετά το θάνατο του Αρχέλοχου, ο Πρόμαχος από τη Βοιωτία προσπάθησε ν’ αρπάξει το πτώμα του. Ήρθε τότε ο αδερφός του Αρχέλοχου, ο Ακάμας και σκότωσε τον Πρόμαχο, παίρνοντας εκδίκηση για τον αδερφό του. Το θάνατο του Πρόμαχου θέλησε να εκδικηθεί ο Πηνέλαος και σημάδεψε τον Ακάμαντα πετυχαίνοντας όμως τον Ιλιονέα κάτω απ’ το φρύδι, στη ρίζα του ματιού και του έβγαλε έξω το βολβό. Ο Ιλιονέας έπεσε νεκρός και τότε ο Πηνέλαος έκοψε με το ξίφος του το κεφάλι του Ιλιονέα. Κι όπως το δόρυ του ήταν ακόμα καρφωμένο στο μάτι του Ιλιονέα, το σήκωσε ψηλά σαν παπαρούνα και είπε με καμάρι: «Τρώες, να πείτε στον πατέρα και στη μάνα του Ιλιονέα πως εξαιτίας μου θα θρηνήσουν στο σπίτι τους γιατί ούτε η γυναίκα του Πρόμαχου θα χαρεί τον ερχομό του συζύγου της όταν εμείς επιστρέψουμε από την Τροία.
(Ιλιάδα, Ξ, 495)

Για την περιγραφή των μαχών χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση των εκδόσεων ΠΑΠΥΡΟΣ. Χρήσιμο βοήθημα στάθηκε το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη «Η ομηρική μάχη» των εκδόσεων Καστανιώτη.

μονομαχία Αχιλλέα – Έκτορα

11/03/2012

Νάτος, έρχεται! Πλησιάζει τις Σκαιές Πύλες με γρήγορες δρασκελιές, τρεχάτος σαν άλογο σε αρματοδρομίες. Κουνάει γρήγορα γόνατα και πόδια κι η πανοπλία του αστράφτει σαν το αστέρι του Ωρίωνα. Όλοι έχουν κρυφτεί πίσω απ’ τα τείχη, βρίσκοντας καταφύγιο σαν ελαφάκια που στεγνώνουν με ασφάλεια τον ιδρώτα τους. Μόνο ο Έκτορας έχει μείνει έξω. Ο Πρίαμος υψώνει τα χέρια και, κλαίγοντας, τον εκλιπαρεί να κρυφτεί κι αυτός. Το ίδιο κι η Εκάβη. Μάταιες οι προσπάθειές τους. Όχι πως δεν το σκέφτεται ο Έκτορας. Αναρωτιέται μάλιστα:
«Τι να κάνω; Αν τρυπώσω στο κάστρο πώς θα αντικρίσω τους υπόλοιπους Τρώες που πήρα τόσο στρατό στο λαιμό μου και δεν τους άκουσα όταν με συμβούλευαν να γυρίσουμε πίσω πριν βγει εκείνος στη μάχη; Θα καθίσω λοιπόν εδώ να τον αντιμετωπίσω είτε να τον σκοτώσω και να γυρίσω νικητής είτε έντιμα να σκοτωθώ απ’ αυτόν εδώ μπροστά στα τείχη. Ή μήπως να παρατήσω την ασπίδα και το κράνος μου, ν’ ακουμπήσω το δόρυ μου στο τείχος και να πάω να του τάξω την Ελένη και όσα πολύτιμα έφερε ο Πάρης κι ύστερα να μοιράσουμε μισά μισά με τους Αχαιούς όσα βρίσκονται στην Τροία; Μα τι είναι αυτά που κάθομαι και συλλογιέμαι; Αν πάω να τον παρακαλέσω και δε με λυπηθεί και με σφάξει άοπλο σα να ήμουν γυναίκα; Όχι, όχι, καλύτερα να χτυπηθούμε, μια ώρα αρχύτερα να δούμε σε ποιον θα δώσει τη νίκη ο Ολύμπιος Δίας».

Όταν όμως τον είδε να πλησιάζει κι άλλο, κρατώντας στο δεξί του χέρι το φριχτό εκείνο όπλο απ’ το Πήλιο, κι είδε το χαλκό απ’ την πανοπλία του να αντιφεγγίζει σα φλόγα ήλιου που ανατέλλει, ο Έκτορας δεν άντεξε να μείνει εκεί. Άφησε πίσω του τις Πύλες κι έτρεξε αλαφιασμένος να σωθεί. Εκείνος χύμηξε πίσω του σαν γεράκι που χύνεται να κυνηγήσει δειλό περιστέρι.
Τρεις φορές είχαν γυρίσει γύρω απ’ τα τείχη της Τροίας όταν ο Δίας είπε στους άλλους θεούς: «Τον κλαίει η ψυχή μου τον Έκτορα που έχει θυσιάσει για μένα πολλά βόδια στην Ίδη αλλά και μέσα στην ακρόπολη. Αποφασίστε λοιπόν, θεοί του Ολύμπου, τι λέτε, να τον σώσουμε απ’ το θάνατο, τέτοιο γενναίο άνδρα ή να τον αφήσουμε να σκοτωθεί;»
Αμέσως η Αθηνά τού απάντησε πως δεν κάνει να γλυτώσει απ’ το θάνατο έναν άνθρωπο θνητό, που από καιρό τον έχει σημαδέψει η μοίρα. Έτσι ο Δίας της έδωσε την άδεια να βοηθήσει τον σγαπημένο της ήρωα. Τότε η Αθηνά μ’ ένα πήδημα κατέβηκε απ’  τις κορφές του Ολύμπου κι έφτασε στην Τροία όπου οι δύο άντρες έτρεχαν ακόμη γύρω απ’ τα τείχη. Όπως το ελαφάκι κυνηγιέται απ’ το σκύλο, μέσα από λάκκους και φαράγγια, έτσι έτρεχε κι ο Έκτορας χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ’ το διώκτη του αλλά κι εκείνος δεν μπορούσε να τον πιάσει.   

Μόλις έφτασαν για τέταρτη φορά μπροστά στις Πύλες, ο Δίας πήρε τη χρυσή του ζυγαριά, έβαλε πάνω τις μοίρες των δύο αντρών και έγειρε η μοίρα του Έκτορα τραβώντας τον στον Άδη. Τότε ο Απόλλωνας σταμάτησε να τον βοηθάει. Κι η Αθηνά παίρνοντας τη μορφή του Διήφοβου, πήγε κοντά στον Έκτορα και του είπε: «Έλα, Έκτορα, να σταθούμε οι δυο μας να τον αντιμετωπίσουμε». Ο Έκτορας δεν κατάλαβε την απάτη της Αθηνάς και απάντησε με χαρά: «Διήφοβε, πάντα ήσουν ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά τώρα, πιο πολύ από πριν, θα σ’ έχω στην καρδιά μου που άφησες τα τείχη κι ήρθες εδώ να με βοηθήσεις ενώ οι άλλοι μένουν κλεισμένοι μέσα». Και παίρνοντας θάρρος, πλησίασε τον αντίπαλό του και είπε:
«Δεν τρέχω άλλο, γιε του Πηλέα. Η καρδιά μου λέει τώρα να αναμετρηθώ μαζί σου, έλα λοιπόν να βάλουμε τους θεούς για μάρτυρες και να κάνουμε μια συμφωνία. Αν δώσει ο Δίας και σου πάρω τη ζωή, εγώ δε θα φερθώ άτιμα στο πτώμα σου. Μονάχα τα άρματά σου θα πάρω, το λείψανο θα το δώσω πίσω στους Αχαιούς. Το ίδιο πρέπει κι εσύ να κάνεις».
Κι εκείνος του απάντησε:
«Έκτορα, που τα εγκλήματά σου είναι άσβηστα, μην πας να με τυλίξεις με όρκους. Όπως δε δίνουν ποτέ όρκους οι άνθρωποι με τα λιοντάρια, όπως δεν είδες ποτέ λύκο κι αρνί συντροφιασμένους, έτσι κι εμείς οι δύο δε γίνεται  να δώσουμε όρκους ούτε να φιλιωθούμε ποτέ. Βάλε μόνο όλη σου την τέχνη και προσπάθησε να φανείς γενναίος πολεμιστής γιατί ήρθε η ώρα να πεθάνεις!»
Και τελειώνοντας τα λόγια του τίναξε το μακρόσκιο κοντάρι του. Μα πρόλαβε ο Έκτορας και το απέφυγε. Το κοντάρι σφύριξε από πάνω του και καρφώθηκε στη γη. Το άρπαξε τότε η Αθηνά και, χωρίς να την αντιληφθεί ο Έκτορας, το έδωσε πίσω στον γιο του Πηλέα! Τότε είπε ο Έκτορας:
«Αστόχησες, ισόθεε Αχιλλέα! Μην περιμένεις πια να το βάλω στα πόδια για να με σκοτώσεις πισώπλατα. Κοίτα τώρα να σωθείς απ’ το δικό μου κοντάρι».
Έτσι είπε και τίναξε με δύναμη το κοντάρι του πετυχαίνοντας αλάθευτα τον Αχιλλέα στη μέση της ασπίδας. Μα το όπλο πήδησε μακριά. Στάθηκε τότε ο Έκτορας με βαριά καρδιά και φώναξε το Δηίφοβο να του δώσει άλλο κοντάρι. Μα ο Δηίφοβος δεν ήταν πια κοντά του! Τότε μόνο κατάλαβε ο Έκτορας τι συμβαίνει και φώναξε:
«Αλήθεια είναι πως οι θεοί με κράζουν στον Άδη. Εγώ νόμιζα πως ο Δηίφοβος είναι κοντά μου κι εκείνος βρίσκεται μέσα στο τείχος κι όλα αυτά ήταν μια παγίδα της θεάς. Τώρα καταλαβαίνω πως ο θάνατος είναι κοντά μου. Δε θα αργήσει να έρθει. Τουλάχιστον να μην πεθάνω χωρίς να πολεμήσω. Δε θέλω να πέσω άδοξα. Ας καταφέρω τουλάχιστον ένα τρανό κατόρθωμα να το θυμούνται οι επόμενες γενιές».
Σαν είπε αυτά τα λόγια τραβάει ο Έκτορας τ’ ακονισμένο του σπαθί και σκύβοντας χυμάει σαν τον αϊτό που χύνεται στον κάμπο ν’ αρπάξει τρυφερό αρνί ή ανήσυχο λαγό. Ορμάει κι ο Αχιλλέας¹ με άγριο θυμό μες στην ψυχή του, κοιτάζοντας με προσοχή το κορμί του Έκτορα να δει πού θα μπορούσε πιο εύκολα να το χτυπήσει, γιατί ο Έκτορας φορούσε την πανώρια χάλκινη αρματωσιά του Πάτροκλου που άφηνε ακάλυπτο μόνο το σημείο που οι κλειδώσεις χωρίζουν το λαιμό απ’ τους ώμους, στο φάρυγγα, στο μέρος δηλαδή που έρχεται πιο γρήγορα ο θάνατος. Εκεί τον κάρφωσε με το κοντάρι ο Αχιλλέας κι η βαριά χάλκινη αιχμή πέρασε τον τρυφερό λαιμό και βγήκε απ’ το άλλο μέρος χωρίς όμως ν’ αγγίξει το λάρυγγα! Για να ‘χει την ευκαιρία να πει κι ο Έκτορας δυο λόγια πριν πεθάνει!
Σωριάστηκε κάτω στη σκόνη ο Έκτορας και φώναξε ο Αχιλλέας από πάνω:
«Έκτορα, σίγουρα θα σκέφτηκες όταν σκότωνες τον Πάτροκλο πως γλύτωσες, κι εμένα δε με λογαριάσες καθόλου γιατί ήμουν μακριά. Ανόητε! Δικός του εκδικητής είχα απομείνει εγώ πίσω στα καράβια, εγώ που σε γονάτισα! Κι εσένα τώρα τα σκυλιά θα σε τραβολογούν και τα όρνια, ενώ τον Πάτροκλο με τιμές θα τον θάψουνε οι Αχαιοί».
Ο Έκτορας του είπε τότε, αχνά αναπνέοντας:
«Σε εξορκίζω στη ζωή σου και στη ζωή των γονιών σου, μη μ’ αφήσεις να με σπαράξουν τα σκυλιά μα δώσε πίσω το κορμί μου στους δικούς μου για να αξιωθούν να μου το κάψουν στην πυρά!»
Κι ο Αχιλλέας κοιτάζοντάς τον άγρια του είπε:
«Σκύλε, μη με ξορκίζεις στη ζωή μου ούτε στους γονιούς μου. Μακάρι να είχα το κουράγιο να σου φάω εγώ τις σάρκες για το κακό που μου ‘καμες! Μάνα σε νεκρικό κρεβάτι δε θα σε θάψει, μα τα σκυλιά και τα όρνια θα σε φάνε ολόκληρο!»
Ο Έκτορας τότε του είπε ξεψυχώντας:
«Το ήξερα πως δεν πρόκειται να σε μαλακώσω γιατί εσύ αντί για καρδιά έχεις σίδερο στα στήθια. Πρόσεξε όμως μη γίνω αφορμή να οργιστούν μαζί σου οι θεοί τη μέρα που ο Πάρις κι ο Απόλλωνας θα σε σκοτώσουν μπρος στις Σκαιές Πύλες²».
Μόλις τα ‘πε αυτά τον σκέπασε του θανάτου η καταχνιά κι η ψυχή του πέταξε μακριά απ’ το σώμα για να πάει στον Άδη.
Μα και νεκρό ακόμα του φώναξε ο Αχιλλέας:
«Ψόφα εσύ τώρα, κι έπειτα ας μου ‘ρθει εμένα ο Χάρος σα θέλει ο Δίας κι οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν».
Είπε κι έσυρε απ’ το κορμί το χαλκωτό κοντάρι κι εκεί κοντά παράμερα το άφησε. Κατόπιν άρχισε να τον γυμνώνει απ’ την πανώρια αρματωσιά. Κι έτρεξε γύρω ο στρατός να δούνε σαν τι να ήταν τάχα η όψη κι η κορμοστασιά του. Και κανείς δεν πήγαινε εκεί κοντά χωρίς να τον πληγώσει! Κι έλεγε ο καθένας στο διπλανό του: «Πόσο τώρα ξέγνοιαστα τον Έκτορα μαλάζεις, όχι όπως όταν με φωτιά μας έκαιγε τα πλοία!» και ζύγωνε κοντά και τον τρυπούσε!

¹Όπως και στη μονομαχία Έκτορα – Πάτροκλου, έχουμε και εδώ μια άνιση μάχη, μόνο που τώρα οι ρόλοι είναι αντεστραμμένοι. Ο Αχιλλέας κρατάει το κοντάρι που του έχει δώσει η Αθηνά, ενώ ο Έκτορας, χωρίς τη βοήθεια του Απόλλωνα, μάχεται μόνο με το σπαθί του.

 ²Ο Έκτορας τη στιγμή του θανάτου του προλέγει το επικείμενο τέλος του Αχιλλέα.

Η μονομαχία Αχιλλέα – Έκτορα περιέχεται στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας του Ομήρου. Για την περιγραφή της μονομαχίας χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις των: α) Ν. Φίλιππα, εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ και β) Αλεξάνδρου Πάλλη.