Άννα Καλουτά

Άννα Καλουτά (1918-2010)

Σαν παραμύθι κύλησαν τα παιδικά χρόνια της Άννας και της Μαρίας Καλουτά. Με την κήρυξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ο πατέρας τους, ηθοποιός Στέφανος Καλουτάς, επιστρατεύτηκε ως έφεδρος αξιωματικός και βρέθηκε στη Σμύρνη να δίνει παραστάσεις για την ψυχαγωγία του ελληνικού στρατού. Η γυναίκα του, η Κατίνα Καλουτά, λόγω οικονομικών δυσκολιών, θεώρησε καλό να τον ακολουθήσει στη Σμύρνη.
Κι έρχεται η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Στέφανος Καλουτάς πιάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους (αργότερα απελευθερώθηκε και πέθανε από φυματίωση στην Κατοχή) ενώ η Κατίνα χάνει το ένα της κορίτσι, τη Μαρία, πάνω στον πανικό που επικράτησε εκείνες τις μέρες στη Σμύρνη.
Επιστρέφει στην Αθήνα μόνο με την Άννα κι αρχίζει ο αγώνας για την επιβίωση. Με τη μεσολάβηση του Σωματείου Ηθοποιών παίρνει απ’ το κράτος ένα μικρό βοήθημα, ως γυναίκα αιχμάλωτου αξιωματικού, βολεύεται σε μια καμαρούλα και ξεκινάει την παλιά της τέχνη, να ράβει κεντήματα, νύχτα μέρα με το φως ενός κεριού, γεγονός που ίσως συνετέλεσε στην κατοπινή πρόωρη τύφλωσή της.
Κι αρχίζουν οι συμπτώσεις. Στο ίδιο σπίτι μένει ένας ηθοποιός, ο Κώστας Πομώνης. Μια μέρα ο Πομώνης βλέποντας τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης της Κατίνας Καλουτά, αποφασίζει να την συστήσει στην Μαρίκα Κοτοπούλη, με την οποία συνεργαζόταν. Γνώριζε ο Πομώνης την ευκολία με την οποία βοηθούσε η Κοτοπούλη άτομα που είχαν ανάγκη για βοήθεια. Η Κοτοπούλη αλλά και η οικογένεια Μυράτ συμπόνεσαν την άτυχη γυναίκα και πρόσφεραν στοργή και αγάπη τόσο στην ίδια όσο και στην κόρη της.
Δεύτερη σύμπτωση: Ένας άλλος ηθοποιός, φίλος του Στέφανου Καλουτά, ονόματι Φραγκόπουλος, βρισκόμενος στη Χίο, ανακαλύπτει εκεί το χαμένο παιδί, την Μαρία! Την είχε σώσει απ’ την καταστροφή ένας Έλληνας φαντάρος και την είχε φέρει στη Χίο όπου την πούλησε (!) για 300 δραχμές σε ένα άτεκνο ζευγάρι, πρόσφυγες από τη Σμύρνη. Αμέσως ο Φραγκόπουλος στέλνει τηλεγράφημα στο Σωματείο Ηθοποιών στην Αθήνα, στο οποίο γράφει πως βρήκε την κόρη του Καλουτά. Το Σωματείο ειδοποιεί την Κοτοπούλη κι αυτή λέει τα ευχάριστα στην Κατίνα Καλουτά. Η επιστροφή της Μαρίας όμως δε θα είναι εύκολη υπόθεση καθώς η Κατίνα Καλουτά δεν είχε χρήματα να πάει στη Χίο. Τελικά, μετά από μεσολάβηση της Κοτοπούλη, πήγε στη Χίο, χρειάστηκε μάλιστα να πληρώσει 250 δραχμές στο ζευγάρι ώστε να πάρει πίσω το παιδί της και έτσι τα αδέλφια σμίγουν επιτέλους. Εννοείται πως η αγκαλιά της Κοτοπούλη, όπως και των Μυράτ, άνοιξε το ίδιο μεγαλόψυχα και για την Μαρία. Διηγείται η Άννα Καλουτά:

Πότε η Κοτοπούλη έπαιρνε εμένα στο σπίτι της και πότε οι Μυράτ έπαιρναν τη Μαρίκα μας. Μας είχαν και μας περιποιόντουσαν σαν να ήμαστε παιδιά τους…
Και τι δε μας έδιναν; Φαγητά, του πουλιού το γάλα! Γλυκά! Παιχνίδια! Και το πιο σπουδαίο, που το είχαμε περισσότερο ανάγκη: Στοργή!

Και φτάνουμε στην τρίτη και καθοριστική σύμπτωση: στα 1927 η Κοτοπούλη αποφασίζει να ανεβάσει το έργο «Στοργή» του Ανρί Μπατάιγ και χρειάζεται για την παράσταση δύο κοριτσάκια. Φυσικά το μυαλό της Κοτοπούλη πήγε στην Άννα και στη Μαρία. Η Κατίνα Καλουτά δίνει την άδειά της και η Κοτοπούλη αρχίζει το «φροντιστήριο» ηθοποιίας. Οι συμβουλές της επικεντρώνονται στο να καταφέρουν τα κορίτσια να μιλήσουν δυνατά ώστε να ακουστούν από το κοινό. Μάλιστα η Άννα πήρε τόσο τοις μετρητοίς τις συμβουλές της Κοτοπούλη ώστε στην πρεμιέρα φώναξε τόσο δυνατά που οι θεατές ξέσπασαν σε γέλια. Πάντως στο τέλος της παράστασης το χειροκρότημα και για τα δύο κορίτσια ήταν ιδιαίτερα θερμό και λίγο αργότερα, στα παρασκήνια, η αθυρόστομη Κοτοπούλη πήρε στην αγκαλιά της την Άννα και της είπε: «Μωρή κωλοθεατρίνα, ρεζίλι μ’ έκανες! Από δράμα μου το ‘κανες κωμωδία. Έλα να σε φιλήσω!»
Εδώ τελειώνουν οι συμπτώσεις. Γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση το γεγονός πως και στα δύο επόμενα έργα της Κοτοπούλη υπήρχαν επίσης ρόλοι για μικρά κορίτσια! Μετά από αυτά τα δύο έργα, τα Καλουτάκια είναι πλέον διάσημα και αμείβονται με μισθό 6.000 δραχμών, ποσό τεράστιο για την εποχή. Με τα λεφτά αυτά η μητέρα τους έγραψε τα κορίτσια εσωτερικές στην Ιόνιο Σχολή για να αποκτήσουν μια αξιοπρεπή μόρφωση.
Κάποια στιγμή, όταν εξαντλήθηκαν τα έργα με παιδιά, η Κοτοπούλη αποφασίζει να ανεβάσει έργο χωρίς παιδικούς ρόλους. Όμως τα Καλουτάκια δε θα μείνουν άνεργα. Είναι πλέον διάσημα -είναι και καλοκαίρι και τα σχολεία έχουν κλείσει- και αρχίζουν μια πολύ πετυχημένη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με χαριτωμένα μουσικά νούμερα. Θα ακολουθήσουν αμέτρητες θεατρικές εμφανίσεις στην Αθήνα με διάσημους πρωταγωνιστές της εποχής που θα βοηθήσουν να δημιουργηθεί ο θρύλος με το όνομα «Καλουτάκια».

πηγές:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ «ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΝΝΑ – ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΟΥΤΑ»
Εκδόσεις ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ

http://vlahopoulou.blogspot.gr/
blog αφιερωμένο στη Ρένα Βλαχοπούλου που περιέχει επίσης ενδιαφέρουσες πληροφορίες για πολλούς ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

Τα Καλουτάκια (Άννα και Μαρία Καλουτά)

Η Άννα Καλουτά μιλάει για την την ένταξή της στο ΕΑΜ κα την αντιστασιακή της δράση και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους, αργότερα, διαχώρισε τη θέση της.

Δούλευα τότε για το ΕΑΜ, δηλαδή για το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, που, όπως το λένε και οι τρεις του λέξεις, ήταν ένα Μέτωπο ολόκληρου του Έθνους για να απελευθερωθούμε…
Και γιατί μπλέξαμε τότε τα κομματικά μας;
Δηλαδή άμα ήσουνα αριστερός, ήσουν περισσότερο σκλάβος του κατακτητή και άμα ήσουνα δεξιός, ήσουν λιγότερο;
Την ίδια σκλαβιά είχαμε όλοι μας…
Αυτήν προσπαθούσαμε να τινάξουμε από πάνω μας κι άμα θα τα καταφέρναμε και ξαναγινόμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, τότε θα βρίσκαμε και τα δικά μας…
Έτσι όμορφα, σωστά και πατριωτικά ξεκίνησε η ιστορία κι εγώ άκουσα για ΕΑΜ και είπα «μέσα κι εγώ, παιδιά, όλοι να βάλουμε ένα χέρι για τον τόπο μας…»
Και για εράνους έτρεχα και προκηρύξεις μοίραζα και στα νοσοκομεία πήγαινα, που υπήρχανε ακόμα οι τραυματίες του Αλβανικού, και αντάρτες να κρύψουμε και Εγγλέζους να φυγαδεύσουμε και όλες τις εισπράξεις του θεάτρου μιας ημέρας κάθε βδομάδα τις δίναμε για το ΕΑΜ…
Κάθε φορά όμως που άκουγα να μπαίνει στη μέση το κομματικό, «δεξιοί, αυτοί, αριστεροί εμείς», μου γύρισε το μάτι ανάποδα…
Σταθείτε, μωρέ, γιατί έτσι και μας μπαγλαρώσουνε οι Γερμανοί και μας στήσουνε στο απόσπασμα, τις ίδιες σφαίρες θα βάλουνε στα αυτόματα για να μας καθαρίσουνε…

Αυτή η αλλαγή πορείας λίγο έλειψε να βάλει την Άννα Καλουτά σε μπελάδες καθώς κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών άντρες του ΕΑΜ χτύπησαν με άγνωστες προθέσεις –«βρόντηξαν» είναι η φράση που χρησιμοποιούσε η ίδια- την πόρτα του σπιτιού της. Τότε προτίμησε να διαφύγει από το παράθυρο του φωταγωγού και στη συνέχεια, μεταμφιεσμένη, κατάφερε να περάσει στο αγγλοκρατούμενο τμήμα της Αθήνας. Εκεί συναντήθηκε πάλι με την αδελφή της, τη Μαρία, η οποία θεωρούσε πως η Άννα ήταν νεκρή. Η ιστορία λοιπόν επαναλαμβανόταν για δεύτερη φορά, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μόνο που τώρα οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί.

Μαρία Καλουτά (1916-2006)

Η Άννα Καλουτά περιγράφει πώς ξεκίνησε το ειδύλλιό της με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, με τον οποίο μέχρι τότε είχανε ιδιαίτερα τεταμένες σχέσεις:

Φτάνουμε στην πιο κρίσιμη στιγμή για το «περιπαθές φιλί», όπως το απαιτούσε ο συγγραφέας, και βάζουμε όλη μας την τέχνη, αλλά με σφιγμένα τα χείλη χωρίς να φαινόμαστε και πέφτει ένα χειροκρότημα, κύριε, που κόντεψαν να σπάσουν οι πολυέλαιοι… «Αυτό είναι», σκεφτήκαμε και οι δύο, χωρίς να το πούμε ο ένας στον άλλο, «όσο πιο θερμά θα κάνουμε πως φιλιόμαστε, τόσο πιο θερμό θα είναι και το χειροκρότημα…»
Έρχεται το δεύτερο βράδυ, γίνεται το φιλί πιο θερμό –τα χείλη πάντα σφιγμένα- και γίνεται πιο θερμό το χειροκρότημα. Έρχεται το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο και δεν θυμάμαι τώρα και πολύ καλά, καν στο έκτο, καν στο έβδομο, ξεσφίγγουμε τα χείλη μας γιατί απ’ την πολύ θερμότητα κοντεύαμε και να σκάσουμε και το φιλί εκτός από «θερμό» και «σκηνικό» έγινε και πραγματικό.
Μπαίνουμε μέσα ζαλισμένοι και παραπατώντας και αλλάζει η ατμόσφαιρα 360 μοίρες.
Με κοιτάζει ο Λάμπρος, τον κοιτάζω κι εγώ και λέω μέσα μου «ωχ, τώρα θ’ αρχίσει πάλι τις χριστοπαναγίες του…»
Για να τον καλμάρω του λέω πρώτη εγώ, πολύ γλυκά:
«Βρε Λάμπρο μου…»
«Τι είναι, Αννούλα μου;» μου λέει ζάχαρη εκείνος.
«Βρε, Λαμπρούκο μου» του ξαναλέω. «Ωραία φιλάς, το ξέρεις;»
«Δεν είμαι εγώ που φιλάω ωραία, Αννάκι μου, μου ξαναλέει εκείνος πάντα στο πολύ ζαχαρένιο. «Εσύ είσαι που φιλάς ωραία και με κάνεις και φιλάω κι εγώ ωραία…»
Κοντέψαμε πάλι να σκοτωθούμε για το ποιος φιλάει καλύτερα, αλλά προτιμήσαμε να το αναβάλουμε, γιατί από εκείνο το βράδυ, φεύγοντας από το θέατρο ευτυχισμένοι, άρχισε και η ιστορία μας. (…)
Η ιστορία μου με τον Λάμπρο ήταν ένας έρωτας τρελός και παλαβός, που ολοκληρώθηκε μόνο όταν βρεθήκαμε με τουρνέ στο εξωτερικό.
Και που δεν ξέρω πόσο μεγάλη μπορεί να ήταν η έκπληξή του όταν κατάλαβε ότι ήταν ουσιαστικά ο πρώτος άντρας της ζωής μου.
Αλλά που δεν αποκλείεται και να σκέφτηκε, με την αθυροστομία που τον χαρακτήριζε, έχοντας όμως την ευγένεια να μη μου το πει και δυνατά:
«Εδώ ή έχουμε πέσει σε μεγάλο φαινόμενο ή έχουμε πέσει σε μεγάλο χαϊβάνι…»
Που και δυνατά αν μου το ‘λεγε δεν επρόκειτο να διαφωνήσω.

ΑΝΝΑ ΚΑΛΟΥΤΑ
από το βιβλίο του Γ. Λαζαρίδη «ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΝΝΑ – ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΟΥΤΑ»
Εκδόσεις ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ


Σκηνή από την ταινία «Οι Απάχηδες των Αθηνών» (1950)
Η Άννα Καλουτά και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας -στις ομορφιές τους- τραγουδούν ένα υπέροχο τραγούδι του Νίκου Χατζηαποστόλου. Βρισκόμαστε άλλωστε στην εποχή του ειδυλλίου τους. Προσέξτε πώς οι δύο πρωταγωνιστές πλησιάζουν σιγά σιγά με σκοπό να φιληθούν στο τέλος του τραγουδιού αλλά δυστυχώς το βίντεο κόβεται στο πιο …κρίσιμο σημείο!
Το φιλί πάντως (που ήταν αρκετά τολμηρό για την εποχή του) μπορείτε να το δείτε εδώ:
http://www.youtube.com/watch?v=uBkgMNcAvuY (51΄και 35΄΄)