Δεν προλάβαμε να ασχοληθούμε με την επέτειο της 21ης Απριλίου, λόγω της Μεγάλης Πέμπτης. Τώρα όμως που τελείωσαν τα Πάθη του Χριστού, μπορούμε να θυμηθούμε κάτι από τα Πάθη της Ελλάδας.
Αρκετά από τα κείμενα της σημερινής ανάρτησης έχουν ήδη δημοσιευτεί στο blog το Νοέμβριο του 2009, αλλά επειδή την περίοδο εκείνη είχαμε λιγότερους αναγνώστες, πιστεύουμε πως αξίζουν μιας δεύτερης δημοσίευσης.
“Εσείς δε χρειάζεται να ξέρετε τίποτα”
Η Ελένη Βλάχου θυμάται τη μέρα που τέθηκε “εις κατ’ οίκον περιορισμόν” από τη χούντα.
Αθήνα, 4 Οκτωβρίου 1967
Ένας ξαφνικός θόρυβος μας ξύπνησε.
Ήταν εφτά το πρωί. Κάποιοι χτυπούσαν δυνατά την πόρτα του διαμερίσματός μας και ταυτόχρονα χτυπούσαν ασταμάτητα το κουδούνι.
(…)
-Ασφάλεια, είπε το μπλε κοστούμι. Εχουμε εντολή να κάνουμε έρευνα.
-Έχετε ένταλμα;
-Δεν χρειαζόμαστε ένταλμα.
-Έχετε καμιά ταυτότητα; επέμεινε ο άνδρας μου. Πώς ξέρουμε ότι είστε της Ασφάλειας;
Ο άλλος χαμογέλασε συμπονετικά.
-Εσείς δεν χρειάζεται να ξέρετε τίποτα. Εμείς είμαστ’ αυτοί που πρέπει να ξέρουμε.
Δεν έχω αλλάξει ούτε μια λέξη απ’ αυτό το λακωνικό διάλογο που σημάδεψε την αρχή της εποχής της σύλληψης μας στο σπίτι, και δε νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ αυτή την τρομακτικά απλή εφαρμογή του όρου “ολοκληρωτικό καθεστώς” στην καθημερινή ζωή.
ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΥ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)
.
“Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα”
Η Μελίνα Μερκούρη θυμάται πώς έμαθε ότι της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια από τη χούντα των συνταγματαρχών:
Νωρίς το πρωί της 12ης Ιουλίου 1967, το τηλέφωνο, εκείνος ο ήχος. Ήταν ένας δημοσιογράφος που τηλεφωνούσε απ’ την Αγγλία: “Κυρία Μερκούρη, ο κ. Παττακός, ο Έλληνας υπουργός των Εσωτερικών, σας κήρυξε εχθρό του λαού. Λέει πως βλάψατε ηθικά και οικονομικά τη χώρα. Η περιουσία σας θα δημευθεί και σας αφαιρούν την ελληνική ιθαγένεια. Για μια στιγμή δεν μπορούσα να μιλήσω. “Έχετε κανένα σχόλιο;” Προσπάθησα να βρω τη φωνή μου. “Κυρία Μερκούρη, ο κ. Παττακός σας κήρυξε μη Ελληνίδα. Έχετε να κάνετε κανένα σχόλιο;” Τα λόγια ανέβηκαν στα χείλια μου. “Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας, θα πεθάνει φασίστας”.
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ “ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ” Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ
“Το τίμημα για να είσαι Έλληνας”
Η Αμαλία Φλέμιγκ περιγράφει το διάλογο που είχε με τον Θεοφιλογιαννάκο κατά τη διάρκεια της σύλληψής της από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου:
Την Πέμπτη ήταν κιόλας τρεισήμισι μέρες που βρισκόμουν εκεί. Δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου εδώ και πενήντα οκτώ ώρες, μα εξακολουθούσα να μην πεινάω. Οι φωνές και οι απειλές του Θεοφιλογιαννάκου και η αγωνία μου για τα πρόσωπα που κινδύνευαν ίσως να συλληφθούν μου έφερναν συνεχώς διάθεση για εμετό. Κατά τις δέκα ο Θεοφιλογιαννάκος με κάλεσε και πάλι, αυτή τη φορά για να μου κάνει μια πρόταση: -Μιλήσαμε με τον πρωθυπουργό για σας, μου είπε, και με ποιο τρόπο είναι δυνατό να σας εμποδίσουμε να κάνετε κι άλλο κακό στην πατρίδα μας. Αποφασίσαμε ότι θα είστε λιγότερο επικίνδυνη αν φύγετε στο εξωτερικό. Κάντε μας λοιπόν μια μικρή λίστα των πραγμάτων που θέλετε, να τα βάλουν σε μια βαλίτσα και να σας συνοδέψουμε στο αεροδρόμιο. Πιθανόν να γράψετε κανένα άρθρο, θα πείτε τα δικά σας για λίγο, και ύστερα θα μπείτε στη χορεία των άλλων αλητών, της Ελένης Βλάχου και των άλλων. Τον ρώτησα αν αυτό εσήμαινε ότι θα χάσω την ελληνική μου υπηκοότητα. -Βεβαίως, είπε. Κάθισα πίσω στην καρέκλα μου πιο αναπαυτικά. Ένιωθα τώρα δυνατή. -Με τη θέλησή μου ποτέ δεν φεύγω, είπα. Έμεινε κατάπληκτος. Μου μίλησε για τα μαρτύρια που επρόκειτο να τραβήξω στο ΕΑΤ – ΕΣΑ κατά τις επόμενες μέρες ή βδομάδες της ανακρίσεως, μαρτύρια για τα οποία δεν είχα ιδέα, και για την τελική δικαστική απόφαση που θα μ’ έστελνε για χρόνια στη φυλακή να σαπίσω. -Σας συνιστώ ζωηρώς να δεχθείτε την προσφορά τώρα που σας την κάνουμε. Πιστέψτε με πως γλιτώνετε από πολλά οδυνηρά πράγματα. -Φαίνεται πως το τίμημα για να είσαι Έλληνας είναι πολύ μεγάλο, μα δέχομαι να το καταβάλω, απάντησα. -Θα το μετανιώσετε πικρά, μου είπε.
ΑΜΑΛΙΑ ΦΛΕΜΙΓΚ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Ο περί ου εμφορείται υπό ιδεών ανατρεπτικών
Ο Αντώνης Σαμαράκης θυμάται τη δικιά του εμπειρία από τη χούντα:
Το 1970 μου αρνήθηκαν τη χορήγηση διαβατηρίου και απαγόρευσαν την έξοδό μου από την Ελλάδα «διά σοβαρούς λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίου συμφέροντος». Και «διότι ούτος, εξερχόμενος τυχόν της χώρας, θέλει παραβλάψει τα μέγιστα τα εθνικά συμφέροντα».
Εκείνο όμως που φωτίζει σε βάθος τη φύση ενός οποιουδήποτε ολοκληρωτικού συστήματος, αλλά και τους μυστικούς φόβους που το κατατρώγουν, είναι νομίζω το εξής περιστατικό. Στη Γενική Ασφάλεια που με κάλεσαν, είδα το «φάκελό» μου, δηλαδή όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες για μένα που συγκέντρωναν επί πολλά χρόνια οι υπηρεσίες ασφαλείας – και μάλιστα, όχι μόνο όταν στην Ελλάδα είχαμε δικτατορία, πράγμα που δυστυχώς μας προέκυψε πολλές φορές, αλλά και σε καιρούς δημοκρατικής διακυβέρνησης. (…) Πρώτα πρώτα, μόνο στο «Θέμα» ανέφερε το όνομά μου: «Περί του Σαμαράκη Αντωνίου του Ευριπίδου και της Αδριανής». Από κει και πέρα, ήμουν πια «ο περί ου», έτσι μας έλεγαν στα έγγραφά τους νομίζοντας, με τη βλακεία τους, ότι μας μειώνουν.
Άκουγα λοιπόν: Από της νεανικής του ηλικίας, ο περί ου εμφορείται υπό ιδεών ανατρεπτικών της καθεστηκυίας τάξεως. Επίσης, υπέγραψε προσφάτως διακήρυξιν οργανώσεως του Πρώτου Φεστιβάλ Ελληνικής Νεολαίας, κομμουνιστικής εμπνεύσεως. Ο περί ου ήτο μέλος της οργανωτικής επιτροπής του Φεστιβάλ.
Αλλά η συνέχεια ήταν φανταστική. Εκ της μελέτης των λογοτεχνικών έργων του περί ου, μυθιστορημάτων και δημιουργημάτων, εξάγεται σαφώς ότι ούτος είναι κατά του πολέμου και δη κατά του πυρηνικού τοιούτου.
Μου ήρθε να γελάσω με το «τοιούτου»… Δεν ήταν όμως για γέλια η περίπτωση.
Στο τέλος, τέλος, το έγγραφο έλεγε ότι οφείλω να απολογηθώ –και για την πιο πάνω… κατηγορία- «εγγράφως, ιδιοχείρως και εις διπλούν».
(…) Με δυο λόγια, ούτε λίγο ούτε πολύ, απαιτούσαν από ένα συγγραφέα να απολογηθεί γιατί στο έργο του και στη ζωή του είναι εναντίον του πολέμου, περιλαμβανομένου και του πυρηνικού, να απολογηθεί γιατί αγαπάει την ειρήνη!
Εννοείται αρνήθηκα κατηγορηματικά οποιαδήποτε «απολογία» και οποιαδήποτε «δήλωση» στη Γενική Ασφάλεια.
Έπρεπε από πρωτύτερα να πω ότι η δική μου περιπέτεια στη χούντα είναι ένα τίποτα μπροστά σε όσα βασανιστήρια και μαρτύρια πέρασαν χιλιάδες αγωνιστές, με θυσία ζωής πολύ συχνά, τα εφιαλτικά χρόνια της δικτατορίας. Με βαθύτατο σεβασμό και με απέραντη τιμή στους δικούς τους αγώνες και στις δικές τους θυσίες, τολμώ εγώ σήμερα να αναφερθώ στη δική μου μικρή, ασήμαντη ιστορία.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ «1919-»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Ο Σέφερης του υπαστυνόμου
Ο Θανάσης Βαλτινός διηγείται:
Το 1969 ο Γιώργος Σεφέρης έκανε τη γνωστή του δήλωση κατά της χούντας. Την προσυπογράψαµε µερικοί ακόµα συγγραφείς – αυτοί κυρίως που συγκρότησαν την οµάδα των «18». Με αυτήν τη δήλωση άρχισαν και οι δοσοληψίες µου µε την Ασφάλεια. Λίγες µέρες µετά τη δηµοσίευσή της, ο υπαστυνόµος Μ. µε κάλεσε στο γραφείο του στη Μεσογείων. Με άφησενα περιµένω κάµποσο όρθιος, ενώ εκείνος διεκπεραίωνε αδιάφορα τηλεφωνήµατα. Στο τέλος, εξίσου αδιάφορα, και σε έναν ενικό ρουτίνας, µου επισήµανε:«Εσύ υπόγραψες κάτι µε έναν Σέφερη». «Κανένα Σέφερη», είπα. Είχα αποφασίσει κιόλας να τον βάλω στη θέση του. «Πρόκειται για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη, πρώτο και µοναδικό µέχρι τώρα ελληνικό βραβείο Νοµπέλ». Η απάντηση, χωρίς καµία έκπληξη και στο ίδιο βαριεστηµένο ύφος, ήταν πάντως αποστοµωτική. «Στα “απαυτά” µου». Τα εισαγωγικά στα απαυτά του, τα έβαλα εγώ. Ο υπαστυνόµος Μ. κυριολεκτούσε.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ «Ο Σέφερης του υπαστυνόμου»
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 16-17/4/2011
από το http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=4627072
Καπέλα και ζώνες των αλκίμων
Ο Θοδωρής Γκόνης διηγείται:
Ναύπλιο, χειµώνας του 1972. ∆ευτέρα Γυµνασίου, τµήµα Β1. Πάνω ψηλά το Παλαµήδι, τα σκαλοπάτια. Απέναντι, τα αγάλµατα του πρώτου κυβερνήτη και του Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης έφιππος, ο Καποδίστριας στα πόδια του. Ναύπλιο, κρύο, υγρασία, ο ήλιος αργεί πίσω από το Παλαµήδι, πρώτη ώρα αρχαία. Ανοίγει η πόρτα της τάξης, και ο γυµνασιάρχης µαζί µε τον επιστάτη του σχολείου µπαίνουν στην αίθουσα κρατώντας στην αγκαλιά τους ρούχα. Παντελόνια, πουκάµισα, ζώνες, καπέλα µε σήµατα. Ολα στο ίδιο χρώµα, «ραφ», όχι όµως το ωραίο της αεροπορίας ή του ουρανού µετά τη βροχή. Κάτι περίπου σαν εκείνα, άνοστο όµως και αχώνευτο. Ο γυµνασιάρχης µάς µιλάει για τους Αλκιµους, για τη νεολαία της Εθνικής Επαναστάσεως, για τους φρουρούς της, για τα ιδανικά της, και αρχίζουν να µοιράζουν µαζί µε τον επιστάτη τις στολές. Οχι όµως σε όλους. Σε κάποιους δεν δίνουν, περνούν από µπροστά τους δυσφορώντας φανερά. Φεύγοντας, ένας συµµαθητής µας, ο Ν.Λ., φώναξε: «κύριε γυµνασιάρχα, εγώ δεν πήρα». Γύρισε πίσω ο γυµνασιάρχης και του έριξε ένα χαστούκι που κουδούνισε όλη η τάξη.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΚΟΝΗΣ «ΚΑΠΕΛΑ ΚΑΙ ΖΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΛΚΙΜΩΝ»
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 16-17/4/2011
από το http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=4627075
“Απέκτησα σπίτι αλλά έχασα το οικόπεδο”
Ο Α. Σαββάκης θυμάται την αντίδραση του Τσαρούχη στην επιβολή της δικατορίας του 1967:
Το ίδιο εκείνο πρωί της 21ης Απριλίου βγαίνοντας, είδε τα τανκ στους δρόμους και νόμισε στην αρχή πως ο Γαβράς γύριζε τη νέα του ταινία. Έφυγε προτού προλάβει να χαρεί το νεόκτιστο σπίτι στο Μαρούσι. “Μα πού πας; Φεύγεις τώρα που απέκτησες σπίτι;” του είπε ο φίλος του Ντίνος Δοξιάδης. “Απέκτησα σπίτι αλλά έχασα το οικόπεδο”, του απάντησε ο Τσαρούχης.
ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΑΒΒΑΚΗΣ “ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
“Δεν πρέπει να είναι Έλληνες”
Η Νίτσα Κανελλοπούλου, σύζυγος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, θυμάται τη σύλληψή του από τους χουντικούς:
Εκείνο το χάραμα της 21ης Απριλίου θα μου μείνει αξέχαστο. Όρμησαν τέσσερις μέσα στο δωμάτιο. “Δεν πρέπει να είναι Έλληνες είπα στον Παναγιώτη, γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως δικοί μας άνθρωποι συμπεριφέρονταν έτσι.
από το βιβλίο της ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΥΛΕ (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ) “ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ ΕΠΕ
“Για να σώσει το Έθνος”
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θυμάται τη σύλληψή του από τη χούντα:
Στο Πεντάγωνο που με πήγαν είδα μια ακαταστασία. Λοχαγοί και Ταγματάρχες σε έξαψη. Ανεβοκατέβαιναν, κτυπούσαν τις πόρτες, φώναζαν. Μόνο επιτελείο δεν θύμιζε. Πλήρης απειθαρχία. Με έβαλαν σε ένα γραφείο που ήταν κοντά στην είσοδο και βλέπω μέσα τον Αρμπούζη τον στρατηγό, που ήταν αρχηγός επιτελείου. Τον είχαν όρθιο με τέσσερις λοχαγούς δίπλα του. Ήξερα πως δεν ήταν άνθρωπος που κάνει κινήματα. Μου είπε ότι τον είχαν και αυτόν συλλάβει. Τότε απευθύνθηκα στους λοχαγούς που κρατούσαν όλοι αυτόματα και τους είπα: “Εσείς δεν γνωρίσατε ποτέ πεδίο μάχης. Ο στρατηγός έχει πολεμήσει, πρέπει να ντρέπεστε”. Κατέβασαν τα όπλα. Σε λίγο παρουσιάστηκε ένας σιδηρόφρακτος ταξίαρχος. Ήταν ο Παττακός. Πολύ κωμικός με κράνος. Σε διαβεβαιώ, πως αν δεν ήταν τέτοια η περίσταση θα έκανα πολύ χιούμορ. Το πρόσωπό του ήταν τέτοιο που σου προξενούσε γέλια.
Με ύφος περίεργο μου είπε ότι κινήθηκε ο στρατός για να σώσει το Έθνος. Τον ρώτησα από ποιον και άρχισε να τα μασάει. “Είμαι υπό κράτηση;” τον ξαναρώτησα. “Όπως βλέπετε, ναι” μου απάντησε και έφυγε, χωρίς να μου δώσει άλλη εξήγηση.
από το βιβλίο της ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΥΛΕ (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ) “ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ ΕΠΕ
“Ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!”
Η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ θυμάται το διάλογο που είχε με τον Παττακό, στην προσπάθειά της να πετύχει την αποφυλάκιση του Κοσμά Πολίτη:
-Και τι θέλεις και ήρθες;
-Κύριε Παττακέ, σήμερα το πρωί η αστυνομία του Ψυχικού συνέλαβε τον μεγαλύτερο Έλληνα πεζογράφο – που σίγουρα γνωρίζετε! – τον Κοσμά Πολίτη, γέροντα, καρδιακό, που την ημέρα του πραξικοπήματος…
-Της Επαναστάσεως (με διακόπτει με χτύπημα στο γραφείο με το χέρι).
Συνεχίζω:
-…βρήκε τη γυναίκα του νεκρή. Τώρα είναι θεομόναχος και άρρωστος. Κύριε Υπουργέ – πρώτη φορά τον προσφωνώ έτσι – αν δεν θέλετε να ξεσηκώσετε την παγκόσμιο γνώμη εναντίον σας για έναν συγγραφέα που θεωρείται και μελλοντικό Νόμπελ, πρέπει να διατάξετε να αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Η καρδιά του κρέμεται από μια κλωστή. Αν πεθάνει θα θεωρηθείτε εσείς υπεύθυνοι για το θάνατό του. Για το καλό σας μιλώ.
Καινούριο χτύπημα του χεριού στο τραπέζι. Απευθύνεται στον υπασπιστή, τον κύριο Ντότσικα. “Πείτε σ’ αυτούς που τον πιάσαν πως δεν θέλω να ξεβρακώνουν τους γέρους. Τηλεφωνείστε αμέσως στο Ψυχικό για να μάθετε τους λόγους για τους οποίους κατηγορείται”.
Η απάντηση έρχεται αμέσως. Τους είναι άγνωστο το όνομα του Κοσμά Πολίτη. Αναπηδάω, ζητάω συγγνώμη, εγώ έπρεπε να το έχω σκεφθεί, το πραγματικό όνομα του συγγραφέα είναι Πάρις Τεβελούδης.
Παττακός: -Αχαχούχα, ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!
Εγώ: -Φυσικά, ο Πάρις Τεβελούδης ήταν Διευθυντής Τραπέζης, ο κοινωνικός του τίτλος δεν του επέτρεπε να είναι και συγγραφεύς. Έτσι πήρε το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης, που πολλοί διατείνονται πως το διάλεξε επίτηδες γιατί το έργο του είναι κοσμοπολίτικο.
-Ώστε έτσι; Κοσμοπολίτης; Και σένα πώς είπες πως σε λένε;
Είπα το όνομά μου κι από μέσα μου έτρεμα. Τώρα λέω θ’ αφήσουν τον Πολίτη και θα μπαγλαρώσουν εμένα.
-Άιντε, πήγαινε, η Επανάστασις σέβεται τους γερόντους, θα κάνουμε τα δέοντα. Και απευθυνόμενος στον υπασπιστή του: Κάνε ό,τι πρέπει.
(…)
Τον συνάντησα μπροστά στην πόρτα του περιβολιού τους. Ήρεμος, αλλά γερασμένος ξαφνικά, με κείνη την κρυφή ειρωνική του διάθεση πάντα, μου είπε χαμογελαστά: “Μόνο εσύ μπορούσες να ρίξεις τη χούντα και να με ελευθερώσεις”. Σκωπτικά αυτό και λυπημένα όσο η ψυχή του: “Αλλά ποιαν έννοια έχει η προσωρινή ελευθερία ενός ατόμου όταν χάνεται η έννοια της ελευθερίας;”. Ξέρω από τότε πως την περίμενε κάθε μέρα και δεν αξιώθηκε να δει το πέσιμο της χούντας.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)
“Δε μπορώ να μείνω βουβός”
Η Ιωάννα Τσάτσου διηγείται για τον αδελφό της, Γιώργο Σεφέρη:
Το τελευταίο εθνικό κτύπημα που δέχτηκε ο Γιώργος ήταν η δικτατορία του 1967. Στην αρχή πίστεψε πως θα ήταν προσωρινή. Μια κατάσταση ανάγκης. Μα όσο περνούσαν οι μήνες, έπειτα ο χρόνος και γύριζε ο άλλος χρόνος, δε μπορούσε να ησυχάσει. Μου φαίνεται πως τον βλέπω στην πολυθρόνα του σπιτιού. Θα ήταν στις πρώτες μέρες του Μάρτη του 69. (…)
Βαρύθυμος. Μ’ εκείνη την έκφραση του θαλασσινού που μυρίζεται την καταιγίδα:
-Δεν έχω ύπνο. Πώς θα βγούμε από τούτη τη σκλαβιά; Σίγουρα η συμφορά παραμονεύει τον τόπο. Μα μόνο τον παραμονεύει; Καθημερινά ό,τι έχει αλήθεια, ό,τι έχει ζωή στραγγαλίζεται. (…)
-Δε μπορώ να μείνω βουβός.
Δεν απάντησα αμέσως. Ήταν ανάπηρος, κουρασμένος. Έτρεμε η αγάπη μου. Μια κακομεταχείριση θα τον σκότωνε. Όμως στην κορυφή που στέκονταν, πόση ευθύνη για όλους μας! Αυτό τον πανάρχαιο τόπο τον σήκωνε στους ώμους του. Κάτω από το βάρος του είχε ριζώσει στο χώμα του σαν κέδρος.
-Θα μιλήσεις, δε γίνεται αλλιώς, ψιθύρισα.
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Η δήλωση του Σεφέρη κατά της χούντας:
“Αν θέλετε πιάστε με”
Η Μαρώ Σεφέρη διηγείται:
Τη δήλωση κατά της δικατορίας τη σκεφτότανε από πολύ καιρό. Όταν μάλιστα ήμασταν στο Πρίνστον είχε αποφασίσει να την κάνει από εκεί, αλλά μετά μετάνιωσε. “Όχι”, λέει, “δεν θα την κάνω στο εξωτερικό, θα πάω πίσω και θα την κάνω στην πατρίδα μου”. Όταν γυρίσαμε εδώ, είχε ήδη αρχίσει κάποια κίνηση κατά της χούντας με πρωτοβουλία του Γιάγκου Πεσμαζόγλου. Να συγκεντρωθούν κάποιοι λογοτέχνες και να κάνουν μια κοινή δήλωση. Ήρθε ο Πεσμαζόγλου με έναν φίλο Αμερικάνο και του ζήτησαν να κάνει τη δήλωση που θα την υπέγραφαν και οι άλλοι. Ο Γιώργος αντέδρασε. “Δεν δέχομαι”, είπε, “αν κάνω δήλωση, θα την κάνω μόνος μου”. Έτσι έγραψε το γνωστό κείμενο αναλαμβάνοντας μόνος του όλη την ευθύνη. Ο Πεσμαζόγλου βοήθησε πολύ στο να το στείλει έξω και να γίνει γνωστό. Εγώ πήρα πολλά αντίγραφα, τα έβαλα σε φακέλους και πήγα και τα μοίρασα σε όλες τις εφημερίδες εκτός από την “Εστία”. Ο Σεφέρης είχε καθήσει στου “Ζώναρς” και με περίμενε. Όταν τέλειωσα το μοίρασμα, πήγα τον βρήκα και φύγαμε αμέσως για τους Δελφούς μαζί με τον Ιταλό εκδότη Έντζο Κρέα. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα πολλοί φοβόνταν να μας πλησιάσουν. (…) Λίγες μέρες μετά, ήρθε στο σπίτι ένας απ’ αυτούς τους μυστικούς της χούντας με τα καπέλα και τα μαύρα γυαλιά και ρώτησε τον Σεφέρη γιατί έκανε τη δήλωση. “Άκουσε να δεις”, του λέει, “εγώ ήμουνα έξω κι όμως γύρισα στον τόπο μου κι έκανα τη δήλωση στην Ελλάδα. Δεν κρύφτηκα από κανέναν, την έστειλα σ’ όλες τις εφημερίδες, και τις ξένες και τις ελληνικές. Αν θέλετε, πιάστε με”. Εκείνος του έκανε και μερικές άλλες ερωτήσεις και σηκώθηκε κι έφυγε. Λίγο αργότερα όμως, ο Πιπινέλης μας πήρε τα διαβατήρια για να μη μπορούμε να ταξιδέψουμε κι αυτό μας έφερε πολλές δυσκολίες.
ΜΑΡΩ ΣΕΦΕΡΗ “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ” (συνομιλία με τον Α. Φωστιέρη και τον Θ. Νιάρχο, περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 53, Μάρτης – Απρίλης 1986)
.
“Το δυάρι και το λουτροκαμπινέ, την τηλεοπτική συσκευή…”
Ο Κώστας Ταχτσής θυμάται την περίοδο της χούντας:
Όσο για το λαό, σε γενικές γραμμές, ε, αν πείνασε πολιτικά, δεν το ‘δειξε πολύ – αυτή τουλάχιστον ήταν η δική μου εντύπωση. Ο σιδεράς μου μου ‘λεγε “Ας τα αυτά, κυρ – Κώστα, είναι κανόνι ο Παπαδόπουλος”. Ο μπακάλης μου θαύμαζε τα ελληνικά και τη ρητορική του δεινότητα. Η πλειονότητα είν’ αλήθεια του λαού, με τη γνωστή του σκωπτικότητα, κορόιδευε τον Παττακό για τις γόπες που ‘βαζε τον κόσμο να μαζεύει απ’ τους δρόμους, κυκλοφορούσανε σπαρταριστά ανέκδοτα, αλλά εις πείσμα του γραφικού συνταγματάρχη, η μίνι φούστα θριάμβευσε, ο Σκυλίτσης μπορεί να ‘κλεισε την Τρούμπα, αλλά η νεολαία του Πειραιά ξεμπουκάριζε κατά χιλιάδες απ’ τον ηλεκτρικό στο Μοναστηράκι, κάθε οικοδομικό τετράγωνο της Αθήνας, μαζί με το σούπερ-μάρκετ απόκτησε και το μπορντέλο του, στη Συγγρού εμφανίστηκαν οι πρώτοι τραβεστί κι έδιωξαν απ’ τις πιάτσες τις πραγματικές γυναίκες, με το διεθνές οικονομικό boom χάρις στο φτηνό πετρέλαιο έπεσε και στην Ελλάδα χρήμα, κλέβαν οι συνταγματάρχες, κλέβαν τα τσιράκια τους, αλλά κι οι μικρομεσαίοι άρχισαν να αποχτάνε, μαζί με το δυάρι και το λουτροκαμπινέ, την τηλεοπτική τους συσκευή, οι κουλτουριάρηδες στριμωχνόντουσαν στις μπουάτ για να χαρούν το Νέο Κύμα, τα ιδιόρρυθμα τραγούδια του Σαββόπουλου με την ακόμα πιο ιδιόρρυθμη βραχνή φωνή και ο Ταρζάν του Μαρκόπουλου έπαιρναν έναν κρυπτο-αντιστασιακό χαρακτήρα, τα μπενζινάδικα σου χάριζαν ποτήρια για να τα προτιμήσεις, η ζωή των εξωστρεφών φιλήδονων Ελλήνων συνεχιζόταν πάνω σ’ ένα ηφαίστειο που σιγόβραζε, αλλά λίγοι – όπως και πότε άλλωστε δε συνέβαινε το ίδιο; – μπορούσανε να το προβλέψουν. Υπήρχαν βέβαια οι εξόριστοι, υπήρχε η ΕΣΑ κι η Μπουμπουλίνας. Αλλ’ αυτό δεν ήταν δα και τίποτα πρωτόφαντο στον τόπο μας – μπροστά σ’ αυτά που είχανε δει τα μάτια του κοσμάκη στον Εμφύλιο, επρόκειτο για μπαγκατέλες.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ (από κείμενό του στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)
.
Σκότωσαν την αδερφή μου
Μεσημέρι, 17/11/1973. Στην ταράτσα του σπιτιού της οικογένειας του Φώτη Μπεκιάρη στο Νέο Κόσμο ανεβαίνουν γείτονες, φίλοι και η κόρη του, η Βασιλική, ένα 17χρονο κορίτσι – “λουλούδι”, για να δούνε τι συμβαίνει στις φυλακές ανηλίκων που ήταν σχεδόν δίπλα τους. “Ξαφνικά την είδαμε να σωριάζεται. Είχε κτυπηθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Την πήγαμε στον “Ευαγγελισμό”. Τρεις ώρες αργότερα μας είπαν ότι πέθανε. Δεν μας έδωσαν τη σφαίρα. Εκείνες τις μέρες τα περιπολικά γύριζαν στην περιοχή. Μας παρακολουθούσαν. Εμάς που ήρθαμε από την Αμφιλοχία για να δουλέψουμε. Τη Βασιλική που ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα για να δουλέψει στο ζαχαροπλαστείο. Για να βοηθήσει την οικογένεια”. Ο Θωμάς Μπεκιάρης, ο αδερφός της Βασιλικής, 30 χρόνια μετά, θυμάται με πόνο. Έχει πικραθεί που τόσα χρόνια κανείς δεν πήγε να τους μιλήσει. Να τους παρηγορήσει. Ο ίδιος, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, πήγαινε στο Πολυτεχνείο, στη γιορτή. Σήμερα δεν πάει. Τιμάει με το δικό του τρόπο τη Βασιλική. Απλά, όπως η μάνα του, που δεν ξέρει από πολιτική, αλλά κάθε 17 Νοέμβρη κατεβάζει το μαύρο μαντίλι ως κάτω και μοιρολογεί.
ΘΩΜΑΣ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΤΑ ΝΕΑ – 15/11/2003)
Τιμώρησαν τον πατέρα μου και νεκρό
“Και συ φοιτητής είσαι;” Οι νεαροί ΕΣΑτζήδες ειρωνεύονταν τον 63χρονο Ανδρέα Κούμπο, ο οποίος νοσηλευόταν στο ΚΑΤ βαριά τραυματισμένος στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου στις 18/11/1973. Ο γιος του Αλέκος το θυμάται καλά. Ένα μήνα νοσηλευόταν ο πατέρας του στο ΚΑΤ. Τελικά δεν τα κατάφερε. Έκανε εγχείρηση στομάχου (!) και πέθανε από ίκτερο. “Όλο αυτόν τον καιρό ζούσαμε ένα δράμα. Δεν μας άφηναν να τον πάρουμε στο σπίτι. Τον ειρωνεύονταν νεαροί φαντάροι. Θυμάμαι τον πατέρα που διαμαρτυρόταν. Που φώναζε πως και με κομμένα πόδια θα ‘βγαινε στους δρόμους και θα αποκάλυπτε πώς και από ποιους χτυπήθηκε”.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, ο 60χρονος πια γιος του Αλέκος (έχει εργοστάσιο με είδη λευκοσίδηρου) θυμάται με πίκρα εκείνα τα χρόνια. Και δεν είναι μόνο ο τραυματισμός. Ο εξευτελισμός του πατέρα του συνεχίστηκε και μετά θάνατον. Όταν η θλιβερή πομπή έφτασε στους Σοφάδες Καρδίτσας, το χωριό από όπου καταγόταν ο “κύριος Αλέκος”, εκτός από τους εκατοντάδες συγγενείς και φίλους, εκατοντάδες ήταν και οι χωροφύλακες οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί γύρω από το νεκροταφείο. Φεβρουάριος μήνας. Οι ώρες περνούσαν και δεν άφηναν τη νεκροφόρα να πλησιάσει. Έπαιρνε να νυχτώνει. Οι συγγενείς και οι φίλοι άρχισαν να αποχωρούν. Η ώρα πήγε οκτώ το βράδυ. Παντού σκοτάδι, κρύο και μια μοναξιά που τσάκιζε κόκαλα. Κόντρα στις παραδόσεις της Εκκλησίας μας (δεν γίνεται ταφή νεκρού μετά τη δύση του ηλίου), οι χωροφύλακες επέβαλαν να ταφεί ο νεκρός εκείνη την ώρα με τα φώτα της νεκροφόρας.
ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΥΜΠΟΣ περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΤΑ ΝΕΑ – 15/11/2003)
Η κατάθεση του Μίμη Τραϊφόρου:
Όπως αναφέρει στην κατάθεσή του, “περί ώραν 2:15 της Κυριακής 18/11/1973 ευρισκόμουν εις το μπαλκόνι του σπιτιού μου επί της οδού Πατησίων και αντελήφθην έναν νεαρό άνδρα, ύψους περίπου 1,80 μ. με μακριά μαλλιά, να κατέρχεται την οδόν Στουρνάρη, ήσυχος και αδιάφορος. Καθώς είχεν φθάσει εις το μέσον της διασταυρώσεως των άνω οδών, φαίνεται ότι κάποιος από το Πολυτεχνείο του φώναξε κάτι, εγώ δεν άκουσα τίποτε, αλλά το συμπεραίνω, διότι τον είδα να επιταχύνη το βήμα του και στον τρίτο – τέταρτο βηματισμό του άκουσα δύο πυροβολισμούς. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ο ανωτέρω αποβιώσας ωνομάζετο Μυρογιάννης, υιός θυρωρού, ο οποίος πήγαινε να επισκεφθή τον πατέρα του εις κάποιαν πολυκατοικίαν επί της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου. Ο πατέρας του επεσκέφθη την σύζυγόν μου, Σοφίαν Βέμπο, και της άφηκε μιαν φωτογραφίαν του νεκρού με αφιέρωσιν, εγώ έλειπα κατά την επίσκεψιν του ανωτέρω.
.
“Με τη μία στο κεφάλι”
Ο Νίκος Μπογιόπουλος γράφει στον Ριζοσπάστη:
Το μεσημέρι της 18ης Νοέμβρη 1973, ο ταγματάρχης Ντερτιλής βρίσκεται με το υπηρεσιακό τζιπ έξω από την κατεστραμμένη πύλη του Πολυτεχνείου. Απέναντι, Πατησίων και Στουρνάρα, οι αστυφύλακες χτυπούν ένα νεαρό, που προς στιγμήν τους ξεφεύγει. Ο Ντερτιλής βγάζει από το μπουφάν το περίστροφο και πυροβολεί.
“Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο”, περιγράφει στην κατάθεσή του ένα χρόνο αργότερα ο οδηγός του Ντερτιλή – ο 21 ετών τότε Αντώνης Αγριτέλης – και συνεχίζει: “Μετά το φόνο ο Ντερτιλής σα να μη συνέβαινε τίποτα μπήκε στο τζιπ και χτυπώντας με στην πλάτη μου είπε: “Με παραδέχεσαι, ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μία στο κεφάλι!”…
απόσπασμα από άρθρο του Νίκου Μπογιόπουλου (ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 16/11/2005)
http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=3110523&pulDate=16/11/2005
Ο οδηγός του Ν. Ντερτιλή, Αντώνης Αγριτέλης, κατέθεσε στη δίκη του Πολυτεχνείου ότι ο Ντερτιλής σκότωσε εν ψυχρώ τον Μιχάλη Μυρογιάννη, έναν από τους εξεγερμένους, την ώρα που ο 20χρονος νέος επιχειρούσε να ξεφύγει από αστυνομικούς. Ο ίδιος ο Ντερτιλής αμφισβήτησε τη μαρτυρία του Αγριτέλη, αλλά το δικαστήριο τον καταδίκασε στη βάση και αυτού του στοιχείου.
(περισσότερα στο άρθρο του Τάσου Τέλλογλου: “Ν. Ντερτιλής: Εγώ δεν θα… αρρωστήσω“, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27/7/2008)