Τελειώνει και ο Β΄ βαλκανικός πόλεμος (1913). Ο παππούς Θανάσης -έχει γλυτώσει μεν από τις σφαγές των Τούρκων, θεωρείται όμως ακόμη λιποτάκτης του τουρκικού στρατού κι έτσι αναγκάζεται να καταφύγει -μαζί με την οικογένειά του- στις Μάνδρες, ένα χωριό που βρισκόταν πέρα από τη Ροδόπη, σε βουλγαρικό έδαφος. Εκεί ζούσε παντρεμένη μια ετεροθαλής αδελφή του.
Στις Μάνδρες αρχίζει για τον παππού μου μια μεγάλη περιπέτεια που βάσταξε πολλά χρόνια. Οι βουλγαρικές αρχές δεν έστειλαν τους Βούλγαρους στρατιώτες στα σπίτια τους, γιατί όλα έδειχναν πως θα ξεσπούσε νέος πόλεμος, παγκόσμιος αυτή τη φορά. Έχοντας, λοιπόν, έλλειψη ανδρικού πληθυσμού και επομένως έλλειψη αγροτικών χεριών έστειλαν τους Έλληνες πρόσφυγες απ’ την Αν. Θράκη σε διάφορα χωριά της Βουλγαρίας. Την διασπορά αυτή την βάφτισαν «πολιτική επιστράτευση» που σήμαινε αγροτική εργασία χωρίς χρηματική αμοιβή. Μόνο ύπνο και φαγητό.
Ο παππούς μου βρέθηκε σε ένα χωριό στη λεγόμενη Παλαιά Βουλγαρία, κοντά στα σύνορα Βουλγαρίας – Ρουμανίας και υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός γιατί έπεσε σε καλούς ανθρώπους.
Να κάνω εδώ μια ακόμα παρένθεση. Είναι γεγονός πως κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, την περίοδο 1916-18, κατά την οποία υπήρξε βουλγαρική κατοχή στη Αν. Μακεδονία, αρκετοί Έλληνες όμηροι -ιδιαίτερα από χωριά της Δράμας- υπέστησαν φοβερά δεινά στη Βουλγαρία σε κανονικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως (λεπτομέρειες μπορείτε να διαβάσετε εδώ στην ομιλία του Δραμινού δασκάλου και ιστοριογράφου Δημ. Πασχαλίδη, ο οποίος έβαλε σκοπό της ζωής του να εντοπίσει όλους τους Έλληνες νεκρούς εκείνης της περιόδου με το όνομά τους). Φαίνεται όμως πως οι Έλληνες ομήροι από τη Αν. Θράκη είχαν αισθητά καλύτερη μεταχείριση, εκτός αν ο παππούς Θανάσης ήταν τόσο τυχερός, τι να πω, δεν μπορώ να μιλήσω γενικότερα καθώς δε βρήκα καμία σχετική πληροφορία στο διαδίκτυο. Έτσι θα περιοριστώ στη μαρτυρία του παππού μου που για τα τρία χρόνια ομηρίας του στη Βουλγαρία δε μετέφερε στον πατέρα μου ούτε μια άσχημη ανάμνηση!
Οι συνασπισμοί των κρατών κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο (1914-18)
(η φωτογραφία είναι από τη Βικιπαίδεια)
Η οικογένεια που τον «φιλοξένησε» λοιπόν για τρία χρόνια -το «φιλοξένησε» εννοείται σε εισαγωγικά- ήταν καλοί άνθρωποι. Καθώς βρίσκονταν μακριά από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα δε διαπνέονταν από ανθελληνικά αισθήματα. Το μακεδονικό ζήτημα, που είχε γίνει αιτία μίσους μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, δεν τους άγγιζε ψυχικά. Αποτελούσε κάτι απόμακρο γι’ αυτούς. Αντιθέτως μισούσαν τους Ρουμάνους λόγω εδαφικών διαφορών. Και έλεγε ο παππούς μου -πολύ σοφά- πως, τελικά, τα μίση δημιουργούνται μεταξύ γειτόνων.
Η οικογένεια λοιπόν αυτή αποτελούνταν από τον πάτερ φαμίλια, δηλαδή τον Βούλγαρο παππού, τη γιαγιά, δυο νύφες και έξι εγγόνια. Οι δύο γιοι της οικογένειας υπηρετούσαν στο βουλγαρικό στρατό.
Τα καθήκοντα του παππού Θανάση είχαν να κάνουν κυρίως με αγροτικές εργασίες, με τις οποίες εξοικειώθηκε -ως αγροτόπαιδο- πολύ εύκολα. Κι όχι μόνο εξοικειώθηκε μα και θαύμασε τον καλύτερο τρόπο εργασίας των ανθρώπων εκεί. Για χρόνια αργότερα ο παππούς μου είχε να λέει για τη μεθοδικότητα και το σωστό τρόπο καλλιέργειας των χωραφιών καθώς και για την πειθαρχία και το σεβασμό τους στην αγροτική νομοθεσία. Του είχε κάνει μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση -σύμφωνα πάντα με τις διηγήσεις του πατέρα μου- πως τα κλαδιά, φορτωμένα με ώριμους καρπούς, από αχλαδιές, συκιές και ροδακινιές έγερναν έξω από τους φράχτες και κανείς περαστικός δεν άπλωνε το χέρι του να αρπάξει ένα φρούτο!
Όλα αυτά όμως θα ήταν άνευ ουσίας, αν δεν συνοδεύονταν από την ανθρώπινη μεταχείριση που επιφύλαξε η βουλγάρικη οικογένεια προς τον Έλληνα αιχμάλωτό τους. Μέχρι και χαρτζηλίκι του έδινε ο βούλγαρος πάτερ φαμίλιας, και καθώς ο παππούς μου δεν κάπνιζε, το ξόδευε σε εφημερίδες και περιοδικά, γιατί μπορεί να ήταν του δημοτικού, αλλά μέχρι το τέλος της ζωής του ο παππούς μου παρέμεινε μανιώδης αναγνώστης. Το αγαπημένο του ανάγνωσμα στη Βουλγαρία ήταν ένα λαϊκό περιοδικό με ήρωα τον Μπαϊγκάνιο, ένα φτωχό Βούλγαρο αγρότη με τσαρούχια που απ’ το δεξί του ώμο είχε κρεμασμένο ένα δισάκι με πράσα.
Τις καθημερινές ο παππούς μου έτρωγε στο χωράφι, με φαγητό που είχε ετοιμάσει αποβραδίς η βουλγάρα νοικοκυρά. Τις Κυριακές όμως καθόταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι -μαζί κι ο παππούς μου.
Μια Κυριακή λοιπόν συνέβη ένα περιστατικό από εκείνα που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Την ώρα που έτρωγαν, χτύπησε η πόρτα και μπήκε η Ολυμπία, η δασκάλα του χωριού, με καταγωγή από τη βουλγαρική Μακεδονία. Μόλις ειδε τον παππού μου να τρώει μαζί με την οικογένεια, είπε στο Βούλγαρο νοικοκύρη:
«Αυτό το σκυλί το έχετε και τρώει μαζί σας;»
Δεν ήξερε. βέβαια, πως ο παππούς μου είχε στο μεταξύ μάθει άπταιστα τα βουλγάρικα.
Ο Βούλγαρος τη μάλωσε:
«Γιατί τον λες σκυλί; Άνθρωπος του θεού είναι. Θα ήθελα εγώ, αν πιαστεί ο γιος μου αιχμάλωτος από τους Έλληνες, να τον λεν σκυλί;»
Η Ολυμπία, θυμωμένη, ούτε που εξήγησε το λόγο που είχε έρθει. Έφυγε βιαστικά χτυπώντας την πόρτα.
Καθώς όμως τα χρόνια περνούσαν, κι ο Α΄παγκόσμιος πόλεμος κορυφωνόταν, οι Βούλγαροι είχαν όλο και μεγαλύτερες απώλειες κι έτσι κάποια στιγμή -γύρω στα 1916 ή 17- αποφάσισαν να στρατολογήσουν τους ομήρους από την Αν. Θράκη και να τους στείλουν στο μέτωπο.
Τα πράγματα τότε δυσκόλεψαν για τον παππού μου…