Archive for Φεβρουαρίου 2012

ομηρικές μονομαχίες (Ι)

29/02/2012

Πάτροκλος εναντίον Σαρπηδόνα (Ιλιάδα, ραψωδία Π)
Η μονομαχία Πάτροκλου – Σαρπηδόνα έχει το εξής παράδοξο: Ο Σαρπηδόνας είναι γιος του Δία κι ο Δίας γνωρίζει πως η μοίρα του Σαρπηδόνα είναι να σκοτωθεί από τον Πάτροκλο. Σκέφτεται λοιπόν να τον αρπάξει απ’ τη μάχη για να τον σώσει. Επεμβαίνει τότε η Ήρα και του λέει σε αυστηρό τόνο πως δε γίνεται να σώσει απ’ τα δεσμά του θανάτου «έναν άνθρωπο θνητό που έχει ήδη κριθεί από τη μοίρα»!
Ναι, ακόμα και ο Δίας, ο ύψιστος των θεών, είναι υποχρεωμένος να υπακούει στη μοίρα που ορίζει τις ζωές των ανθρώπων, και δεν μπορεί να την παραβιάσει. Έτσι ο Σαρπηδόνας σκοτώνεται από τον Πάτροκλο. Λίγο πριν το θάνατό του όμως, ζητάει από τον ξάδελφο και φίλο του, Γλαύκο, να αποτρέψει τους Έλληνες από το να του πάρουν τα άρματα και την πανοπλία. Ακολουθεί μια άγρια μάχη γύρω από το πτώμα του Σαρπηδόνα με τους Έλληνες να καταφέρνουν τελικά να πάρουν τα άρματα και την πανοπλία του νεκρού και τον Απολλώνα να επεμβαίνει, μετά από προτροπή του Δία, για να πάρει το άψυχο σώμα του Σαρπηδόνα και να το μεταφέρει στη Λυκία όπου εκεί του έγινε καθώς πρέπει ταφή από τα αδέλφια και τους φίλους του.


Ο θάνατος του Σαρπηδόνος. Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφη υδρία.
από τη Βικιπαίδεια 

Έκτορας εναντίον Πάτροκλου (Ιλιάδα, ραψωδία Π)
Ο Πάτροκλος, μεθυσμένος από τις επιτυχίες του εναντίον των Τρώων, παρακούει την εντολή του Αχιλλέα και φτάνει μέχρι τα τείχη της Τροίας. Τρεις φορές ανέβηκε στα τείχη και η Τροία θα έπεφτε εκείνη την ημέρα αν δεν βρισκόταν ο Απόλλωνας να σπρώχνει κάτω τον Πάτροκλο. Την τέταρτη φορά ο Απόλλωνας του λέει: «Υποχώρησε, Πάτροκλε. Καθόλου δεν είναι η μοίρα σου να καταστρέψεις εσύ την πόλη της Τροίας. Ούτε καν η μοίρα του Αχιλλέα». Ο Πάτροκλος καταλαβαίνει ότι πηγαίνει κόντρα στη μοίρα του και υποχωρεί. Τότε ο Απόλλωνας πηγαίνει στον Έκτορα και τον παρακινεί να κυνηγήσει τον Πάτροκλο. Ο Έκτορας αφήνει τους άλλους Αχαιούς και ορμάει εναντίον του Πάτροκλου. Ο Πάτροκλος πετάει μια μεγάλη πέτρα και σκοτώνει τον ηνίοχο του Έκτορα, τον Κεβριόνη κι ακολουθεί μάχη για το πτώμα του Κεβριόνη. Ο Έκτορας κρατάει το πτώμα απ’ το κεφάλι, ο Πάτροκλος από το πόδι, φτάνουν για βοήθεια κι άλλοι Τρώες και Αχαιοί κι ο ένας πέφτει πάνω στον άλλο και σφάζονται χωρίς κανείς να σκέφτεται τη φυγή. Τελικά υπερισχύουν οι Αχαιοί, παίρνουν το πτώμα για να του βγάλουν τα άρματα ενώ ο Πάτροκλος επιτίθεται πάλι, σκοτώνοντας αράδα τους Τρώες. Κάποια στιγμή όμως επεμβαίνει ο Απόλλωνας και χτυπάει από πίσω τον Πάτροκλο στη ράχη και τους ώμους, ρίχνει κάτω το κράνος του και του λύνει το θώρακα. Ο Πάτροκλος τα χάνει, παραλύουν τα μέλη του, και βρίσκει ευκαιρία ο Εύφορβος να τον χτυπήσει με το δόρυ του στη ράχη, χωρίς όμως να τον σκοτώσει. Ο Πάτροκλος παραπαίει και προσπαθεί να επιστρέψει στις γραμμές των Αχαιών, μέχρι που έρχεται ο Έκτορας με το δικό του δόρυ και τον καρφώνει στο λαγόνι σκοτώνοντάς τον οριστικά. Δεν έχουμε δηλαδή μια κανονική και δίκαιη μονομαχία. Η επέμβαση του Απόλλωνα είναι καθοριστικής σημασίας και αυτό λέει ο Πάτροκλος με παράπονο στον Έκτορα λίγο πριν πεθάνει: «Έκτορα, ο Δίας σου χάρισε τη νίκη. Κι ο Απόλλωνας. Αυτοί με λύγισαν. Αυτοί μου αφαίρεσαν τα άρματα απ’ τους ώμους. Ακόμα και είκοσι σαν εσένα να βρίσκονταν μπροστά μου θα πέθαιναν. Αλλά η φονική μοίρα (νάτη πάλι η μοίρα) κι ο Απόλλωνας με σκότωσαν. Ύστερα ήρθε ο Εύφορβος και τρίτος εσύ».


Ο Κεβριόνης πάνω στο άρμα. Τον πλαισιώνουν ο Έκτορας και ο Γλαύκος
Μελανόμορφη υδρία, Λονδίνο, Βρεταννικό Μουσείο (αντίγραφο)
από το http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-B108/208/1456,4857/

Σκάμανδρος (ο ποταμός!) εναντίον Αχιλλέα (Ιλιάδα, ραψωδία Φ)
Πρόκειται για μια από τις ωραιότερες σκηνές (δεν είναι ακριβώς μονομαχία) της Ιλιάδας. Ο Αχιλλέας, θέλοντας να εκδικηθεί το θάνατο του Πάτροκλου, σκοτώνει όποιον Τρωαδίτη βρίσκει μπροστά του και πετά τα πτώματα στον ποταμό Σκάμανδρο (οι Τρώες τον ονόμαζαν Ξάνθο και πίστευαν πως ήταν γιος του Δία). Κάποια στιγμή ο ποταμός αρχίζει να συναντά δυσκολίες στη ροή του και, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, ζητά από τον Αχιλλέα να κάνει επιτέλους μια παύση γιατί έχουν γεμίσει πτώματα τα νερά του. Ο Αχιλλέας όμως δεν του δίνει την πρέπουσα σημασία και μπαίνει μέσα στο ποτάμι συνεχίζοντας το δολοφονικό του έργο, έτσι ο Σκάμανδρος θυμώνει και αρχίζει, μουγκρίζοντας, να ξερνάει τους νεκρούς έξω απ’ την κοίτη του, ενώ τους ζωντανούς τους προστατεύει από τον Αχιλλέα μέσα σε βαθιές μεγάλες ρουφήχτρες. Σηκώνει δε ένα φοβερό ανταριασμένο κύμα εναντίον του Αχιλλέα που δεν μπορεί πλέον να κρατηθεί στα πόδια του και αναγκάζεται να πηδήσει έξω από το ποτάμι. Ο Αχιλλέας τώρα τρέχει στην πεδιάδα να σωθεί κι από πίσω τον κυνηγάει ο ποταμός! Όσες φορές σταματάει να δει τι γίνεται πίσω του, τόσες φορές τον κουκουλώνει στους ώμους το πελώριο κύμα του θεόπεμπτου ποταμού. Κι ο Αχιλλέας συνεχίζει να δίνει σάλτους και να πηδάει ψηλά, ενώ από πίσω του έρχεται συνέχεια το κύμα. Έτσι ο Αχιλλέας αναγκάζεται να παρακαλέσει τον Δία να του σώσει τη ζωή λέγοντας πως η μητέρα του, η Θέτις, του έλεγε πως θα σκοτωθεί κάτω από τα τείχη της Τροίας από σαΐτα του Απόλλωνα. Ας τον είχε σκοτώσει τουλάχιστον ο Έκτορας που είναι ο πιο γενναίος απ’ τους Τρώες. Ε, όχι και να πεθάνει από τα νερά ενός ποταμού σαν νεαρός χοιροβοσκός που τον παρασέρνει ο χείμαρρος όταν πάει να τον διαβεί μες στην κακοκαιρία!
Τελικά τρέχουν κοντά του για συμπαράσταση ο Ποσειδώνας κι η Αθηνά. Ο Ποσειδώνας μάλιστα του λέει πως δεν πρόκειται να πεθάνει από το ποτάμι και τον συμβουλεύει να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι να κλείσει τους Τρώες στα τείχη τους. Ύστερα και, αφού έχει σκοτώσει τον Έκτορα, θα πρέπει να επιστρέψει στα πλοία, μια συμβουλή που βέβαια γνωρίζουμε πως δεν τήρησε ο Αχιλλέας, υπερβαίνοντας και αυτός τη μοίρα του και βρίσκοντας έτσι το θάνατο.

Για την περιγραφή των μονομαχιών χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση των εκδόσεων ΠΑΠΥΡΟΣ (ΙΩ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑ – Ν. ΦΙΛΙΠΠΑ)

στιγμές από τα όσκαρ

27/02/2012

Απονεμήθηκαν σήμερα το πρωί τα βραβεία Όσκαρ (νίκησε τελικά η ταινία The Artist) και με την ευκαιρία αυτή ας κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα από τον Όμηρο για να θυμηθούμε, ατάκτως ερριμμένες, κάποιες παλαιότερες σημαντικές στιγμές των βραβείων Όσκαρ.

Στα 1998 ο Ρομπέρτο Μπενίνι κερδίζοντας το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, άρχισε να περπατάει πάνω στις πολυθρόνες της αίθουσας, να χοροπηδάει σα μικρό παιδί, να αγκαλιάζει και να φιλάει τη Σοφία Λόρεν και τέλος, στην ευχαριστήρια ομιλία του, είπε την ωραιότερη ατάκα που έχει ακουστεί ποτέ σε ομιλία Όσκαρ: «Θέλω να ευχαριστήσω τους γονείς μου που ζουν σ’ ένα μικρό χωριό στην Ιταλία, γιατί μου έκαναν το μεγαλύτερο δώρο, τη φτώχεια!»


από το http://www.youtube.com/watch?v=n1WEN99hFFY&feature=related

Ολόκληρη η ομιλία του Μπενίνι υπάρχει εδώ:  http://www.youtube.com/watch?v=8cTR6fk8frs

Ένα χρόνο αργότερα, στα 1999, το Χόλιγουντ διχάστηκε λόγω της τιμητικής βράβευσης του ελληνικής καταγωγής, Αμερικανού σκηνοθέτη, Ελία Καζάν, ο οποίος στα 1952, είχε συνεργαστεί με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, καταδίδοντας αρκετούς συναδέλφους του ως κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων και τον Ζιλ Ντασέν. Παρ’ όλα αυτά πολλοί αστέρες, όπως ο Γουόρεν Μπίτι ή η Μέριλ Στριπ, τον χειροκρότησαν όρθιοι, κάποιοι άλλοι τον χειροκρότησαν καθιστοί όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και ο Τζιμ Κάρεϊ ενώ υπήρξαν και αστέρες όπως ο Εντ Χάρις ή ο Νικ Νόλτε που σταύρωσαν επιδεικτικά τα χέρια τους. Τη σκηνή μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ.

Μια πολύ σημαντική στιγμή στην ιστορία των Όσκαρ είναι η τιμητική βράβευση του Τσάρλι Τσάπλιν, στα 1972. Είκοσι χρόνια από τότε που ο Τσάπλιν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αμερική λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων, το Χόλιγουντ τον τίμησε και του χάρισε το μεγαλύτερο σε διάρκεια standing ovation (χειροκρότημα με όρθιους θεατές) στην ιστορία του θεσμού. Τη σκηνή μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ (προσοχή: ο Τσάπλιν εμφανίζεται στο 2΄και 48΄΄).

Μπορεί τα ευχαριστήρια των νικητών των βραβείων Όσκαρ να είναι συνήθως γλυκανάλατα, η ομιλία όμως του Κιούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ ήταν σίγουρα αυθόρμητη και η συγκίνησή του αυθεντική, γι’ αυτό καταγράφηκε ως μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές των Όσκαρ. Ο Κιούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ συνέχισε να ευχαριστεί όλο τον κόσμο ακόμα και μετά το ξεκίνημα της μουσικής που σηματοδοτεί το τέλος της ομιλίας. Ανάμεσα σε αυτούς που ευχαρίστησε ήταν βέβαια και ο Τομ Κρούζ, μια και η ταινία στην οποία συμμετείχε ήταν το έξοχο «Τζέρι Μαγκουάιρ».

Ένα βήμα παραπάνω από τον Κιούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ, πήγε ο Άντριεν Μπρόντι στην απονομή του 2003, που απαίτησε από τους διοργανωτές της εκδήλωσης να σταματήσουν τη μουσική για να καταδικάσει την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, γνωρίζοντας βέβαια την αποθέωση από τους συναδέλφους του, ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Μπράβο του! Η ομιλία του Άντριεν Μπρόντι εδώ.

Και μια που μιλάμε για ομιλίες – διαμαρτυρίες ας θυμηθούμε και την αλησμόνητη ενέργεια του Μάρλον Μπράντο να μην παρουσιαστεί στην τελετή του 1973, στέλνοντας στη θέση του μια Ινδιάνα, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να διαμαρτυρηθεί για τη συμπεριφορά των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών στούντιο προς τους Ινδιάνους.  

Και κλείνουμε με μια χιουμοριστική στιγμή. Στην τελετή του 1974 και ενώ μιλούσε ο παρουσιαστής, Ντέιβιντ Νίβεν, εμφανίστηκε από πίσω του τρέχοντας ένας ολόγυμνος άνδρας. Παρά το πανδαιμόνιο που ακολούθησε, ο Ντέιβιντ Νίβεν όχι μόνο δεν έχασε την ψυχραιμία του αλλά κατάφερε να πει κι ένα πανέξυπνο αστείο για το μικρό μέγεθος του …μορίου του γυμνού στρίκερ. Τη σκηνή μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ.

ομηρικές παρομοιώσεις (ΙΙ)

23/02/2012

Τώρα, πέστε μου, Μούσες, που έχετε την κατοικία σας στον Όλυμπο γιατί είστε κι εσείς θεές και βρίσκεστε παντού και ξέρετε τα πάντα, πέστε μου πώς θα μπορέσω να περιγράψω τη μαστοριά του Ομήρου, πώς θα φανώ άξιος να αποτυπώσω έστω και στο ελάχιστο την ικανότητα αυτού του αξεπέραστου παραμυθά. Φοβάμαι πως ακόμα και δέκα γλώσσες και δέκα στόματα κι αστείρευτο ταλέντο αν είχα μέσα μου, πάλι δε θα μπορούσα να τα καταφέρω¹.
Αχ Μούσες που είστε κόρες του Δία με την τρομερή ασπίδα, βοηθήστε με λίγο, γιατί νιώθω αδύναμος και μικρός, βοηθήστε με ν’ αρχίσω ν’ ανιστορώ τι συνέβη εκεί στον κάμπο του Σκαμάνδρου, στον ένατο χρόνο του πολέμου, λίγο μετά τα λόγια των τριών μεγάλων Δαναών: του πολυδοξασμένου γιου του Ατρέως, του αρχιστράτηγου Αγαμέμνωνα, του θεϊκού και πολυμήχανου Οδυσσέα και του σοφού γερήνιου, αρματομάχου Νέστορα. Και οι τρεις τους έδωσαν κουράγιο στους Αχαιούς μα πιο πολύ απ’ όλους ο θεϊκός Οδυσσέας, όχι μόνο με τα λόγια του, μα και με την πράξη του να ξυλοκοπήσει τον άθλιο Θερσίτη που είχε το θράσος να πει πως ο Αγαμέμνων, ενώ έχει στη σκηνή του θησαυρούς και όμορφα θηλυκά, βάζει τους Αχαιούς να πολεμούν και να σκοτώνονται, όχι πως ήταν ψέματα, αλλά να, ο Θερσίτης βιάστηκε μερικές εκατοντάδες χρόνια να πει αυτές τις αλήθειες.
Κι ύστερα οι πολεμιστές γύρισαν στις σκηνές τους κι άρχισαν να περιποιούνται και να γυαλίζουν τα όπλα τους και το φεγγοβόλημα απ’ το γυάλισμα έφτανε μέχρι τον ουρανό σαν φεγγοβόλημα από καταστρεπτική φωτιά που κατακαίει δάσος σε κορφοβούνι και λάμπει από πολύ μακριά.
Και μόλις τέλειωσε η ετοιμασία των όπλων ξεχύθηκαν όλοι στον κάμπο του Σκαμάνδρου για να πάρουν τις θέσεις τους, σαν κοπάδια φτερωτών πουλιών από γερανούς ή χήνες ή κύκνους που πετάνε με τις φτερούγες τους καμαρωτά πότε εδώ και πότε εκεί και κραυγάζουν κι ύστερα καθίζουν και το λιβάδι αντιλαλεί.
Κι όπως σμήνη ολόκληρα από μύγες η μια κοντά στην άλλη, πετούν ολόγυρα στη στάνη, σε ανοιξιάτικη εποχή όταν χύνεται το γάλα στις καρδάρες, τόσοι Αχαιοί στέκονταν απέναντι στους Τρώες με την ελπίδα να τους καταξεσκίσουν.
Κι ύστερα έρχονταν οι άρχοντες να τους τοποθετήσουν σε σειρά όπως οι γιδοβοσκοί στα βοσκοτόπια ξεχωρίζουν τα σκόρπια κοπάδια κατσικιών όταν αυτά ανακατώνονται.
Κι ανάμεσα στους άρχοντες ξεχώριζε ο Αγαμέμνων, που έμοιαζε στα μάτια και στο κεφάλι με τον Δία, στη μέση με τον Άρη και στα πόδια με τον Ποσειδώνα και θύμιζε βόδι αρσενικό που ετοιμάζεται για βάτεμα σε κοπάδι.
Κι άρχισαν οι Αχαιοί να βαδίζουνε στον κάμπο, σηκώνοντας απ’ τη σκόνη ομίχλη, σαν την καταχνιά που φέρνει ο Νοτιάς στα κορφοβούνια, καθόλου ευχάριστη για τους βοσκούς, μα ό,τι πρέπει για τους κλέφτες².

¹Η επίκληση στις Μούσες αποτελεί παράφραση της επίκλησης του Ομήρου προς τις Μούσες (Ιλιάδα, Β, 485-495).
²Οι παρομοιώσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω προέρχονται από τη ραψωδία Β της Ιλιάδας (στίχοι 455-485).
Η μετάφραση που χρησιμοποιήθηκε ήταν των Α. Παπαγιάννη – Ν. Σηφάκι των εκδόσεων ΠΑΠΥΡΟΣ 


Ο Αχιλλέας περιποιείται το τραυματισμένο χέρι του Πατρόκλου
(παράσταση σε κύπελο του Ζωγράφου του Σωσία)
από την Βικιπαίδεια 

Τώρα βοηθήστε με, Μούσες, που κατοικείτε στον Όλυμπο και κάνετε παρέα τους αιώνιους θεούς, εσείς που είστε κόρες της Μνημοσύνης, βοηθήστε με να θυμηθώ τα γεγονότα και τι ακριβώς συνέβη όταν οι Τρώες, παίρνοντας θάρρος από την απουσία του γοργοπόδαρου Αχιλλέα, έφτασαν στα καράβια των Αχαιών προσπαθώντας να τα κάψουν.
Ο Πάτροκλος έχυνε δάκρυα θερμά σα νεροπηγή που ρίχνει το σκούρο νερό της κάτω από βράχο απότομο. Κι ο ο θεϊκός Αχιλλέας, ενώ τον μάλωσε πως κλαίει σαν κοριτσάκι που τραβάει απ’ το πανωφόρι τη μητέρα του για να το πάρει αγκαλιά, τελικά δέχτηκε
να του δώσει τα όπλα του, τα άλογά του και τους γενναίους Μυρμιδόνες για να πολεμήσει εκείνος στη θέση του.
Κι όταν άκουσαν οι Μυρμιδόνες πως θα βγουν ξανά στη μάχη, άρχισαν να τρέχουν γύρω από τον Πάτροκλο σαν λύκοι που τρώνε σάρκες ωμές κι ορμάνε να κατασπαράξουν ελάφι στα βουνά κι έπειτα, με τα μάγουλα κόκκινα απ’ το αίμα, τρέχουν σε νεροπηγή να πιουν νερό να ξεδιψάσουν.
Κι ύστερα, μαζί με τον Πάτροκλο, χύμηξαν πάνω στους Τρώες σα σφήκες που τις ερέθισαν τα παιδιά κι αυτές όλες μαζί πετούν μπροστά κι ορμάνε σ’ όποιον διαβάτη βρεθεί στο δρόμο τους.
Κι άρχισαν να σβήνουν τις φωτιές απ’ τα καράβια και να διώχνουν τους Τρώες, όπως όταν από ψηλή κορφή μεγάλου βουνού ο αστραποβόλος Δίας μετακινήσει ένα πυκνό σύννεφο και τότε προβάλλουν όλες οι σκοπιές κι οι άκρες ψηλά των βουνών, κι όταν οι Τρώες έκαναν πίσω, όρμησαν πάνω τους, όπως χύνονται λύκοι καταστρεπτικοί πάνω σε πρόβατα ή κατσίκια που σκόρπισε στα όρη η αμυαλιά του τσοπάνη, κι εκείνοι έφευγαν μακριά απ’ τα πλοία, όπως προχωρεί ένα σύννεφο πέρ’ απ’ τον Όλυμπο προς τα μέσα του ουρανού, όταν ο Δίας φέρνει κακοκαιρία.
Ο Πάτροκλος τότε σκότωσε αμέτρητους Τρώες, όπως τον Θέστορα που τον χτύπησε με το δόρυ στο δεξί μάγουλο κι ως πέρα του τρύπησε το μέσο των δοντιών του, κι αφού τον έπιασε με το δόρυ, τον έσυρε έξω απ’ την άμαξα και τον τραβούσε σαν ψαράς που βγάζει ψάρι απ’ το γιαλό μ’ αγκίστρι κι ύστερα τον πέταξε άψυχο κάτω.
Όλοι οι Τρώες δείλιασαν, μόνο ο Σαρπηδόνας δεν άντεξε να βλέπει τους συντρόφους του να σκοτώνονται και πήδηξε αμέσως απ’ το άρμα του στη γη. Ο Πάτροκλος μόλις τον είδε, πήδηξε κι αυτός από την άμαξά του. Κι όρμησαν κραυγάζοντας ο ένας πάνω στον άλλο, όπως δυο γύπες, με νύχια γυριστά και ράμφη αγκυλωτά, μάχονται με βοή μεγάλη πάνω σε υψηλό βράχο.
Δυο φορές αστόχησε ο Σαρπηδόνας, ο Πάτροκλος όμως τον πέτυχε με το δόρυ στην καρδιά. Κι έπεσε ο Σαρπηδόνας κάτω όπως πέφτει ένας δρυς ή μια λεύκα ή ένα πεύκο πανύψηλο που το κόψαν ξυλουργοί με νιοτρόχιστα τσεκούρια για να γίνει ξύλο καραβιού.
Ο Πάτροκλος συνέχισε να κυνηγά τους Τρώες προς τα τείχη και τότε ο Απόλλωνας στάθηκε από πίσω του, του χτύπησε με την παλάμη τη ράχη, έριξε απ’ το κεφάλι του το κράνος και του έλυσε το θώρακα. Ο Πάτροκλος ένιωσε σύγχυση και παρέλυσαν τα άκρα του. Έτσι βρήκε ευκαιρία ο Εύφορβος και τον χτύπησε από πίσω με μυτερό κοντάρι, χωρίς όμως να τον σκοτώσει. Ήρθε έπειτα ο Έκτορας και τον χτύπησε με το δόρυ του στο λαγόνι και του πέρασε το χαλκό από μέσα ως έξω. Έτσι του πήρε τη ζωή όπως ένα λιοντάρι νικά έναν άγριο χοίρο μετά από μονομαχία σε βουνό ψηλά για μια βρύση μικρή απ’ όπου θέλουν κι οι δυο τους να πιουν νερό, και το λιοντάρι τον αποτελειώνει λαχανιασμένο, πολύ κάτω απ’ τις δυνάμεις του, έτσι σκότωσε τον Πάτροκλο ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου.

Οι παραπάνω παρομοιώσεις περιέχονται στη ραψωδία Π της Ιλιάδας. Για την απόδοσή τους χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις: α) Α. Παπαγιάννη – Ν. Σηφάκι των εκδόσεων ΠΑΠΥΡΟΣ και β) Αλ. Πάλλη

ομηρικές παρομοιώσεις

16/02/2012

Ο Οδυσσέας επιστρέφει στο παλάτι του στην Ιθάκη, μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Το βράδυ στρώνει στο χαγιάτι βοϊδοτόμαρο να κοιμηθεί, κι από πάνω ρίχνει προβιές απ’ τα αρνιά που σφάζουν οι μνηστήρες. Δεν τον πιάνει όμως ο ύπνος, αφού το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα εκδικηθεί τους μνηστήρες. Εντωμεταξύ βλέπει κάποιες δούλες που πηγαίνουν να πλαγιάσουν με τους μνηστήρες, «όλες με γέλια, με χαρές». Κι ο Οδυσσέας θέλει να σηκωθεί να τις σφάξει, εκείνη τη στιγμή, κι η καρδιά του φουντώνει και βράζει σαν τη σκύλα που βλέπει να απειλούνται τα κουτάβια της…

Κι ως τρέχει η σκύλα ολόγυρα στα τρυφερά κουτάβια, σα νιώσει ξένο, κι αλυχτά και ορμά να τον δαγκάσει, έτσι αλυχτούσε κι η καρδιά στα στήθια του Δυσσέα κι έβραζε, τις παράνομες δουλειές αυτές να βλέπει.
(Οδύσσεια, Υ, 13-16, μετ. Σίδερη)

Τελικά καταφέρνει να συγκρατηθεί. Μαλώνει μάλιστα την καρδιά του λέγοντας: Βάστα, καρδιά μου, άντεξες πιο άγριο πόνο, όταν ο Κύκλωπας σού έτρωγε τους συντρόφους σου. Έτσι ο Οδυσσέας «τα ᾽ψελνε της τρυφερής καρδιάς του» κι έμεινε αυτή στο τέλος ήσυχη. Όμως πάλι δεν μπορεί να κοιμηθεί κι αρχίζει να στριφογυρνάει από το ένα πλευρό στο άλλο σαν …κοιλιά που ψήνεται στη θράκα!

Πώς όταν ένας την κοιλιά, γεμάτη πάχος κι αίμα, στριφογυρίζει εδώ κι εκεί στην αναμμένη θράκα και θέλει το ταχύτερο για να τη δει ψημένη, έτσι κι αυτός εδώ κι εκεί με συλλογές γυρνούσε να ᾽βρει πως τους αδιάντροπους μνηστήρες να χτυπήσει μόνος αυτός τους πιο πολλούς.
(Οδύσσεια, Υ, 25-30, μετ. Σίδερη)

Την επόμενη μέρα, η Πηνελόπη, παρακινημένη από την Αθηνά, ανακοινώνει στους μνηστήρες πως όποιος καταφέρει να λυγίσει το τόξο του Οδυσσέα και να περάσει το βέλος μέσα από δώδεκα πελέκια, θα έχει ως έπαθλο την ίδια. Για να πάρει αυτό το τόξο, που βρισκόταν στην αίθουσα με τους θησαυρούς και τα προσωπικά αντικείμενα του Οδυσσέα, η Πηνελόπη έπρεπε να ανοίξει τις βαριές πόρτες της αίθουσας χρησιμοποιώντας ένα όμορφο χάλκινο κλειδί με φιλντισένια χούφτα. Τι θόρυβο άραγε έκαναν οι πόρτες που φαίνεται πως είχαν χρόνια ν’ ανοίξουν;

Και καθώς βογκά μες στο λιβάδι ο ταύρος που βόσκει, έτσι όμοια βόγκησαν κι οι όμορφες οι πόρτες, όταν τις βρήκε το κλειδί κι ανοίξανε στην ώρα.
(Οδύσσεια, Φ, 48-49, μετ. Σίδερη)

Όταν θα φτάσει η ώρα της εκδίκησης, ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος, με τη βοήθεια δύο πιστών τους δούλων, του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, θα αρχίζουν να σκοτώνουν τους μνηστήρες με την ορμή …γαντζόνυχων αετών!

Κι όπως χυμούν γαντζόνυχοι αϊτοί καμαρομύτες απ’ τ’ ακροβούνια στα πουλιά, κι εκείνα φοβισμένα τα νέφη αφήνουν, κι ως πετούν στον κάμπο, τ’ αφανίζουν και δεν μπορούν αντίσταση να κάμουν ή να φύγουν και το κυνήγι βλέποντας διασκεδάζει ο κόσμος, έτσι κι εκείνοι χύθηκαν απάνω στους μνηστήρες, κι εδώ κι εκεί τους θέριζαν, κι αυτοί βαριά βογκώντας έπεφταν κάτω κι έβαφε το αίμα τους το χώμα.
(Οδύσσεια, Χ, 302-309, μετ. Σίδερη)

Μετά την ολοκλήρωση της σφαγής, οι μνηστήρες είναι όλοι  νεκροί (με εξαίρεση τον Φήμιο και τον Μέδοντα που ο Οδυσσέας τους χάρισε τη ζωή) και κείτονται στο πάτωμα σαν ψάρια πιασμένα στα δίχτυα την ώρα που τα βγάζουν οι ψαράδες στη στεριά. 

Όλους τους είδε ένα σωρό στη σκόνη και στο αίμα να κείτουνται κάτω στη γης, σαν ψάρια που οι ψαράδες τα φέρνουν όξω απ’ το γιαλό με δίχτυα στ ακρογιάλι κι αυτά στον άμμο σπαρταρούν τη θάλασσα ποθώντας και σβήνει την ανάσα τους ο λαμπερός ο ήλιος.
(Οδύσσεια, Χ, 383-387, μετ. Σίδερη)

Ο Οδυσσέας μοιάζει με λιοντάρι χορτασμένο που στάζουν τα σαγόνια και το στήθος του αίμα!

Βρήκανε το Δυσσέα εκεί μες στ’ άψυχα κουφάρια στις λέρες και στα αίματα χωμένον σα λιοντάρι, που πάει, λαγκαδοκοίμητο σαν χόρτασε με βόδι, και στάζουν τα σαγόνια του κι όλο το στήθος του αίμα, και φαίνεται τρομαχτικό στην όψη να το βλέπεις, έτσι ο Δυσσέας φαίνονταν χέρια και πόδια μαύρος.
Οδύσσεια, Χ, 401-406, μετ. Σίδερη)

Ακολουθεί ένα ακόμη έγκλημα εκδίκησης, ένα έγκλημα που δεν είναι και τόσο γνωστό, ωστόσο είναι σκληρό και αποτρόπαιο, ένα έγκλημα που η σημερινή μας ηθική δεν θα το δικαιολογούσε με τίποτα. Αναφερόμαστε στην απόφαση του Οδυσσέα να δολοφονήσει τις δούλες που συνεργάστηκαν ή κοιμήθηκαν με τους μνηστήρες. Οι δούλες αυτές ήταν 12 από τις 50 που υπηρετούσαν συνολικά στο παλάτι. Ο Οδυσσέας, με τον Τηλέμαχο και τον Εύμαιο, τις υποχρεώνουν πρώτα να μαζέψουν τα πτώματα και να καθαρίσουν το παλάτι από τα αίματα, και ύστερα τις οδηγούνε στον αυλόγυρο όπου τις πνίγουν με ένα τεράστιο σκοινί …σαν κίχλες, σαν περιστέρια…

Κι όπως στη θηλιά, που μες στα χαμοκλάδια έχουν στημένη, πέφτουνε κίχλες και περιστέρια κι εκεί που στη φωλιά πετούν χάρο κακό απαντέχουν, έτσι είχαν τα κεφάλια τους κι οι δούλες στην αράδα, και στο λαιμό τους τις θηλιές να κακοθανατίσουν. Λίγο τα πόδια τίναξαν και πέταξε η ψυχή τους.
(Οδύσσεια, Χ, 465-473, μετ. Σίδερη)

 Και φτάνουμε σε μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της Οδύσσειας, την αναγνώριση του Οδυσσέα από την Πηνελόπη, η οποία αγκαλιάζει και χαϊδεύει τον άντρα της σαν ναυαγός που με χαρά πατά στεριά μετά από ναυάγιο.

Κι όπως κοιτάζουν τη στεριά με πόθο και λαχτάρα στο πέλαγο όσοι κολυμπούν που το γερό καράβι τους σπάσει μεσοπέλαγα ο Σείστης Ποσειδώνας χτυπώντας με τον άνεμο και τ’ αφρισμένο κύμα, και λίγοι απ’ τ’ άγριο πέλαγο γλιτώνουν κολυμπώντας κι απ’ το κορμί τους χύνεται της θάλασσας η άρμη // και με χαρά πατούν στεριά σαν ξέφυγαν το χάρο, έτσι κι εκείνη χαίρονταν τον άντρα της να βλέπει κι ούτ’ έβγαζε τ’ αφράτα της τα χέρια απ’ το λαιμό του.


Άλλη μια συγκινητική στιγμή της Οδύσσειας. Η Ευρύκλεια πλένει τα πόδια του Οδυσσέα και τον αναγνωρίζει από το τραύμα του.
από το http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM-C103/88/698,2636/

Μετά τη δολοφονία των μνηστήρων, ο θεός Ερμής, κρατώντας το χρυσό του ραβδί, αναλαμβάνει να μεταφέρει τις ψυχές τους στον Άδη. Η σκηνή είναι ανατριχιαστική. Μπροστά ο Ερμής με το ραβδί του και πίσω οι ψυχές των μνηστήρων με τσιριχτά σαν νυχτερίδες!

Με κείνο τις ξεκίνησε κι αυτές τον ακλουθούσαν με τσιριχτά· κι όπως πετούν μες στης σπηλιάς το βάθος οι νυχτερίδες τρίζοντας, όταν καμιά απ’ το βράχο πέσει κι απ’ την αρμάδα της, που δένει η μια την άλλη, το ίδιο τρίζανε οι ψυχές καθώς τις οδηγούσε να πάνε ο άκατος Ερμής στο μουχλιασμένο δρόμο,
(Οδύσσεια, Ω, 5-10, μετ. Σίδερη)

Όμως περισσότερες παρομοιώσεις περιέχει η Ιλιάδα…

για τον Πολύφημο

13/02/2012

Η ιστορία του Κύκλωπα Πολύφημου είναι γνωστή σε όλους. Κατοικούσε σε ένα σπήλαιο στο νησί Θρινακία και ζούσε από τα πρόβατά του. Αιχμαλώτισε στη σπηλιά του τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του και άρχισε να τους τρώει τον ένα μετά τον άλλο, μέχρι που ο Οδυσσέας τον τύφλωσε κι ύστερα αυτός και οι εναπομείναντες σύντροφοί του δραπέτευσαν κρεμασμένοι από τις κοιλιές των προβάτων του Πολύφημου.
Αργότερα ο Ποσειδώνας, ο πατέρας του Πολύφημου, εκδικήθηκε τον Οδυσσέα και τους άντρες του, στέλνοντάς τους αμέτρητες τρικυμίες στις διάφορες περιπλανήσεις τους.


Ο Οδυσσέας και οι άνδρες του τυφλώνουν τον Πολύφημο
(λεπτομέρεια από αμφορέα του 650 π.Χ. – Μουσείο Ελευσίνας)
από τη Βικιπαίδεια 

Η Βικιπαίδεια γράφει πως οι Κύκλωπες ήταν τερατόμορφοι άνθρωποι με ένα μάτι στη μέση του μετώπου, άγριοι, χωρίς κάποια στοιχεία πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης που εξόντωναν και έτρωγαν όσους πλησίαζαν στην περιοχή τους. Ωστόσο είχαν μια ασχολία, ήταν κτηνοτρόφοι, έφτιαχναν τυρί. Γιατί τότε ο Όμηρος τους ονομάζει τέρατα και όχι απολίτιστους ή βάρβαρους; Μήπως επειδή έτρωγαν ανθρώπους; Μα και οι Λαιστρυγόνες ήταν ανθρωποφάγοι, όμως ο Όμηρος δεν τους ονομάζει τέρατα. Μήπως επειδή είχαν μόνο ένα μάτι, αυτό ακούγεται πιο πιθανό, ωστόσο ο Καστοριάδης θεωρεί πως ο Όμηρος ονομάζει τέρας τον Πολύφημο («πέλωρ» είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Όμηρος, «πέλωρ αθεμίστια ειδώς») επειδή οι Κύκλωπες δε διέθεταν «βουληφόρους αγοράς», δηλαδή συνελεύσεις ούτε «θέμιστας», δηλαδή θεσμούς. Ήταν λοιπόν «αθέμιστοι» οι Κύκλωπες, χωρίς συνελεύσεις, θεσμούς και νομοθεσία, άρα τέρατα, αυτό μάθαιναν από μικρή ηλικία τα παιδιά των Ελλήνων ακούγοντας τους ραψωδούς να απαγγέλλουν την Οδύσσεια. Οι Λαιστρυγόνες για παράδειγμα, που αναφέρθηκαν παραπάνω, διέθεταν συνελεύσεις και είχαν βασιλιά, οι Κιμμέριοι διέθεταν πόλη, συγκροτούσαν δήμο, άρα δε θα μπορούσε κανείς να τους ονομάσει τέρατα, αυτή είναι η ενδιαφέρουσα άποψη του Καστοριάδη, όπως αναπτύσσεται με εξαιρετική σαφήνεια στο βιβλίο «Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα – τόμος Α΄: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειο», εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ.

είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών

07/02/2012

Πλαταιές, 479 π.Χ.:
Δέκα μέρες έχουν περάσει από τότε που στρατοπέδευσαν οι δύο στρατοί (περσικός και ελληνικός) κι ακόμα δεν ξεκίνησε η μάχη. Δεν είναι μόνο θέμα στρατηγικής, είναι που οι θυσίες και στα δύο στρατόπεδα προβλέπουν πως όποιος επιτεθεί πρώτος, αυτός και θα χάσει τη μάχη. Ο Μαρδόνιος δεν αντέχει άλλο να κάθεται άπρακτος. Τα τρόφιμα για το στρατό του αρχίζουν να τελειώνουν, βλέπει και τους Έλληνες να μαζεύονται, σιγά σιγά, όλο και περισσότεροι, κι έτσι αποφασίζει να επιτεθεί την επόμενη το πρωί. Έχει μάλιστα τόση εμπιστοσύνη στο στράτευμά του, που επιλέγει να παραταχθεί απέναντι από τους Σπαρτιάτες, αφήνοντας τους «μηδίσαντες» Θεσσαλούς και Βοιωτούς να πολεμήσουν εναντίον των Αθηναίων.
Το βράδυ κι ενώ τα δύο στρατόπεδα κοιμούνται -μόνο οι φύλακες σκοποί είναι άγρυπνοι-, ένας καβαλάρης από το περσικό στρατόπεδο εμφανίζεται στους Έλληνες και ζητάει να μιλήσει με τους στρατηγούς. Οι σκοποί φωνάζουν τους στρατηγούς και τότε ο καβαλάρης τους λέει μεταξύ άλλων:

«…κι εγώ είμαι Έλλην από παλαιά και δεν θα βαστούσεν η ψυχή μου να βλέπω την Ελλάδα υποδουλωμένην αντί ελευθέρας. Σας λέγω λοιπόν ότι αι θυσίαι δεν δύνανται να αποβούν σύμφωνα προς τας διαθέσεις του Μαρδονίου και του στρατού, άλλως προ πολλού ηθέλετε πολεμήσει. Μολοντούτο τώρα απεφάσισε να αφήση κατά μέρος τα σφάγια και, μόλις αρχίση να φέγγη η ημέρα, να συμπλακή με σας, διότι φοβείται, καθώς συμπεραίνω, μήπως συγκεντρωθήτε περισσότεροι. Μάθετέ το λοιπόν τούτο και ετοιμασθήτε. Εάν δε τυχόν ο Μαρδόνιος αναβάλη την σύγκρουσιν και δεν την κάμη, κάμετε υπομονή περιμένοντες, διότι δι’ ολίγας μόνον ημέρας του μένουν τροφαί. Εάν δε ο πόλεμος αυτός αποβή σύμφωνα με τας διαθέσεις σας, πρέπει όλοι σας να επιθυμήτε και την ιδικήν μου απελευθερώσιν, αφού από την προθυμίαν μου υπέρ των Ελλήνων έκαμα έργον τόσον επικίνδυνον, θέλων να σας φανερώσω τας σκέψεις του Μαρδονίου, διά να μην επιπέσουν εναντίον σας οι βάρβαροι εξαφνικά, χωρίς ακόμη να τους περιμένετε. Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών'».
Ηροδότου, Ιστορία Θ΄, 45
μετάφραση Κ. Θ. Αραπόπουλος, εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ

Αυτός ήταν ο «Αλέξανδρος ο Μακεδών», βασιλιάς της Μακεδονίας για 45 ολόκληρα χρόνια, που μετά τη μάχη των Πλαταιών επιτέθηκε στα εναπομείναντα τμήματα του νικημένου στρατού του Μαρδόνιου και τα τσάκισε, που όταν ήταν νέος χρειάστηκε να αποδείξει την ελληνική του καταγωγή ώστε να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς αγώνες, που λίγα χρόνια πριν τη μάχη των Πλαταιών, είχε προμηθεύσει τον Θεμιστοκλή με την απαραίτητη ξυλεία για τη ναυπήγηση του αθηναϊκού στόλου, αντί βέβαια σημαντικού ποσού σε αργυρό αθηναϊκό νόμισμα, ένας βασιλιάς που πέρασε και δύσκολα χρόνια ως υπόδουλος στους Πέρσες, έζησε όμως και ένδοξα χρόνια επεκτείνοντας σημαντικά το κράτος της Μακεδονίας.
Άδικη στάθηκε μαζί του η Ιστορία. Πρώτα του άλλαξε το όνομα, από «Αλέξανδρος ο Μακεδών» σε «Αλέξανδρος Α΄ της Μακεδονίας» -λόγω της συνωνυμίας του με το διάσημο απόγονό του-, κι ύστερα τον τοποθέτησε κι αυτόν μες στων βασιλιάδων της Μακεδονίας «τες τάξεις, τον σωρό» που βασίλευσαν πριν τον ένα και μοναδικό ένδοξο κατακτητή.
Η πράξη του να αφήσει το στρατόπεδο των Περσών για να ενημέρωσει τους Έλληνες ήταν αναμφίβολα παράτολμη αλλά δεν ήταν η μόνη παράτολμη πράξη του. Ο Ηρόδοτος (Ε΄, 18-21) αναφέρει ένα ακόμα ριψοκίνδυνο εγχείρημα του Αλεξάνδρου Α΄, τότε που ήταν νεαρός, στα χρόνια της βασιλείας του πατέρα του, Αμύντα Α΄. Το περιστατικό μοιάζει απίστευτο, μάλιστα στην έκδοση της Ιστορίας του Ηρόδοτου που έχω στα χέρια μου ο σχολιαστής εκφράζει αμφιβολίες για την ιστορική ακρίβεια του γεγονότος, ωστόσο η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ευρήματα που φαίνεται πως επιβεβαιώνουν τον Ηρόδοτο.
Ας μην προτρέχουμε όμως, προς το παρόν ας αναφέρουμε περιληπτικά τα γεγονότα:

Στα 513 π.Χ. ο Πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος έστειλε στη Μακεδονία εφτά απεσταλμένους για να ζητήσουν από το βασιλιά Αμύντα Α΄ «γην και ύδωρ» για λογαριασμό του Πέρση βασιλιά Δαρείου. Ο Αμύντας όχι μόνο δέχτηκε να τους προσφέρει ό,τι ζητούσαν μα τους ετοίμασε και μεγαλοπρεπές δείπνο. Στο τέλος του δείπνου, οι Πέρσες, αφού είχαν πιει αρκετά, ζητήσαν να παρευρεθούν στο τραπέζι και οι γυναίκες των αρχόντων της Μακεδονίας, με τη δικαιολογία πως έτσι ήταν τα περσικά έθιμα. Ο Αμύντας φώναξε τις γυναίκες που κάθισαν στο τραπέζι, όμως η συμπεριφορά των Περσών μόνο κόσμια δεν ήταν. Φαίνεται πως άρχισαν να απλώνουν τα χέρια τους υπερβολικά, πιάνοντας μάλιστα και τα στήθη των γυναικών, ενώ κάποιοι επιχείρησαν να τις φιλήσουν. Ο Αμύντας, που φοβόταν πολύ τους Πέρσες, κατάπιε την προσβολή, όμως ο γιος του, o Αλέξανδρος, δεν μπόρεσε να ανεχτεί μια τόσο μεγάλη προσβολή. Πρώτα έστειλε τον πατέρα του να κοιμηθεί κι ύστερα πρότεινε στους Πέρσες απεσταλμένους να αφήσουν τις γυναίκες να πάνε να λουστούν για να τις απολαύσουν αργότερα όπως αυτοί θέλουν. Στη συνέχεια έντυσε δικούς του ανθρώπους, νεαρής ηλικίας, με γυναικεία ρούχα, τους έδωσε και μαχαίρια με την εντολή να σφάξουν όλους τους Πέρσες, όπως και έγινε! Μαζί τους σφάχτηκαν και οι υπηρέτες των Περσών για να μην υπάρχουν μάρτυρες.
Φυσικά μετά την εξαφάνιση των απεσταλμένων έγινε μεγάλη έρευνα από τους Πέρσες για να μάθουν τι είχε συμβεί, ο Αλέξανδρος όμως κατάφερε να καλύψει την αλήθεια προσφέροντας στον Πέρση αξιωματούχο που ήρθε για έρευνα όχι μόνο χρήματα μα και την ίδια την αδελφή του ως σύζυγο. Δεν ήταν δηλαδή και μικρό το τίμημα που πλήρωσε.

Στα 1918 στο χωριό Τρεμπένιστε, βόρεια της λίμνης Οχρίδας, ανακαλύφθηκαν, εντελώς τυχαία από το βουλγαρικό στρατό, εφτά αρχαϊκοί τάφοι.  Η περιοχή, που σήμερα ανήκει στη Π.Γ.Δ.Μ, αποτελούσε στα χρόνια του Αλεξάνδρου Α΄ αναπόσπαστο τμήμα της αρχαίας Μακεδονίας. Οι σκελετοί των αντρών πολεμιστών ήταν άκαφτοι, ενώ εκτός από την πανοπλία τους έφεραν και χρυσοποίκιλτα κοσμήματα. Τα ευρήματα σήμερα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Σόφιας.
Οι αρχαιολόγοι διατύπωσαν κατά καιρούς διάφορες θεωρίες για την προέλευση των πολεμιστών, γεγονός πάντως είναι πως δεν επρόκειτο για νεκροταφείο αλλά για μεμονωμένους τάφους. Σε νέες ανασκαφές που έγιναν την περίοδο 1930-34 βρέθηκαν έξι ακόμη τάφοι, που πιθανολογείται ότι επρόκειτο για ακολούθους των νεκρών πολεμιστών, και λίγο παρακάτω άλλοι εννέα, με φτωχικά κτερίσματα, οι οποίοι πιθανόν να ανήκαν σε υπηρετικό προσωπικό.
Στο τεύχος 115 του περιοδικού ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ διατύπωνεται η άποψη, από τον ερευνητή Τ. Παπαζώη, ότι οι νεκροί πολεμιστές του Τρεμπένιστε ήταν οι Πέρσες απεσταλμένοι που δολοφονήθηκαν από τους άντρες του Αλεξάνδρου Α΄. Ο ισχυρισμός του στηρίζεται σε αρκετά στοιχεία μεταξύ των οποίων είναι και τα εξής: α) η χρονολόγηση των τάφων και των κτερισμάτων συμπίπτει με το χρόνο δολοφονίας των Περσών αξιωματούχων, β) οι νεκροί δεν είχαν υποστεί καύση, κάτι που ταιριάζει με τις περσικές ταφικές συνήθειες, γ) ο πλούτος των κτερισμάτων συμπίπτει με τα γραφόμενα του Ηρόδοτου ότι οι Πέρσες και η ακολουθία τους είχαν οχήματα, υπηρέτες και πολλές αποσκευές και δ) το γεγονός πως δε βρέθηκε νεκροταφείο αλλά μεμονωμένοι τάφοι. Όλα αυτά και αρκετά ακόμα, που αναλύονται εκτενώς στο άρθρο του περιοδικού ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, αποτελούν βάσιμες ενδείξεις πως οι νεκροί πολεμιστές του Τρεμπένιστε ίσως είναι οι δολοφονημένοι Πέρσες αξιωματούχοι.
Εννοείται πως δεν μπορεί να είμαστε σίγουροι μέχρι να αποφανθούν οριστικά οι αρχαιολόγοι ή μέχρι να έρθουν στο φως άλλα ευρήματα που θα επιβεβαιώνουν ή θα αναιρούν τις μέχρι τώρα ενδείξεις. Πάντως είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση, από τις πολλές που σχετίζονται με την επιστήμη της αρχαιολογίας.

μια έκθεση που έγινε στο Λούβρο

03/02/2012

Το τρίμηνο Νοεμβρίου 2011-Ιανουαρίου 2012 φιλοξενήθηκε στο Λούβρο, στην κεντρική μεγάλη αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, έκθεση με αρχαιότητες από την Μακεδονία με τον τίτλο «Αρχαία Μακεδονία. Στο βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Τα περισσότερα εκθέματα προέρχονταν από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας, αλλά υπήρχαν και πολλά (το ένα τρίτο της έκθεσης) από το Λούβρο.
Η σημερινή μας ανάρτηση περιλαμβάνει φωτογραφίες από την έκθεση, όπως αυτές δημοσιεύτηκαν στο αφιέρωμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ». 


Χρυσή μάσκα που κάλυπτε το πρόσωπο του νεκρού (έθιμο που είχε εφαρμογή σε μακεδονικούς τάφους τον 6ο αι. π.Χ.). Το ίδιο έθιμο υπήρχε στη νότια Ελλάδα κατά τα μυκηναϊκά χρόνια. Στις άκρες του προσωπείου υπάρχουν τέσσερις τρύπες μέσω των οποίων η μάσκα συγκρατιόταν στο πρόσωπο του νεκρού με νήμα, ώστε, όταν θα άρχιζε η αποσύνθεση, η μάσκα να έμενε πάνω στα οστά του κρανίου. Έτσι ο νεκρός θα εξακολουθούσε να έχει ένα πρόσωπο, να διατηρεί την ατομικότητά του.
(από το αφιέρωμα: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», έκδοση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ)

Τα προσωπεία αυτά δεν είναι η μόνη ομοιότητα μεταξύ μακεδονικού και μυκηναϊκού πολιτισμού. Μυκηναϊκά αγγεία και όπλα έχουν βρεθεί πολλά σε ανασκαφές στη Μακεδονία, επίσης υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στη μακεδονική και τη μυκηναϊκή διάλεκτο, ενώ αρκετοί μύθοι μιλούν για τη σχέση των κατοίκων της ορεινής Μακεδονίας με αυτών της βορειοανατολικής Πελοποννήσου.
(περισσότερα για το θέμα αυτό στο http://www.komvos.edu.gr/masks/masks1.html)


Και όμως οι ανασκαφές συνεχίζονται! Το ίδιο και οι ανακαλύψεις σπουδαίων ευρημάτων, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 2008 οπότε και βρέθηκε στην αγορά της Εύκλειας στη Βεργίνα αυτό το χρυσό στεφάνι με φύλλα βελανιδιάς (4ος αι. π.Χ.), το οποίο, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αποδίδεται σ’ έναν από τους δύο γιους του Μ. Αλεξάνδρου, στον Αλέξανδρο Δ΄ ή το πιθανότερο στον Ηρακλή, τον γιο της Βαρσίνης.
(από το αφιέρωμα: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», έκδοση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ)

Το στεφάνι αυτό είναι πανομοιότυπο με το στεφάνι του Φιλίππου Β΄ που βρέθηκε στις ανασκαφές του 1977. Το σημαντικό είναι πως πρόκειται για το πρώτο ταφικό εύρημα που βρέθηκε εκτός του νεκροταφείου και της μεγάλης τούμπας των βασιλικών τάφων της Βεργίνας και μάλιστα στο χώρο της αρχαίας αγοράς.
(περισσότερα στο http://www.arxaiologia.gr/site/content.php?artid=2972)

Τραγικό τέλος είχαν και οι δύο γιοι του Μ. Αλεξάνδρου.
Ο Αλέξανδρος Δ΄ φονεύθηκε, μαζί με τη μητέρα του Ρωξάνη, μετά από εντολή του Κάσσανδρου, σε ηλικία 12 ετών στην Αμφίπολη. Είναι πολύ πιθανό ο επονομαζόμενος «Τάφος του Πρίγκιπα» που βρέθηκε από τον Μανόλη Ανδρόνικο στη Βεργίνα, δίπλα στον τάφο του Φιλίππου, να ανήκει στον Αλέξανδρο Δ΄.
Ο Ηρακλής ήταν νόθος γιος του Μ. Αλεξάνδρου και της ερωμένης του, Βαρσίνης. Δολοφονήθηκε σε ηλικία 21 ετών από τον Πολυσπέρχοντα, (ιθύνων νους και αυτής της δολοφονίας ήταν ο Κάσσανδρος).


Χρυσό βραχιόλι που βρέθηκε σε τάφο του 3ου αιώνα π.Χ. στον Ευρωπό του Κιλκίς.
Οι κεφαλές των αιγάγρων (κατσικιών) ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο θέμα για τους κατά βάση κτηνοτρόφους της περιοχής.
(από το αφιέρωμα: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», έκδοση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ)


Χρυσά σκουλαρίκια που βρέθηκαν στη Λητή Θεσσαλονίκης.
(από το αφιέρωμα: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», έκδοση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ)


Χρυσό δαχτυλίδι που βρέθηκε στο νεκροταφείο του Δερβενίου.
Δυο χρυσά λεοντοπόδαρα συγκρατούν ένα σάρδιο (ημιπολύτιμο) λίθο.


Πήλινο ειδώλιο γυναικείας μορφής (4ος αι. π.Χ.) που βρέθηκε σε μακεδονικό τάφο στην Ποτίδαια Χαλκιδικής


Γυάλινο αγγείο από εργαστήριο του μακεδονικού βασιλείου.


Πήλινη οστεοδόχος υδρία (4ος αι. π.Χ.) με καλοδιατηρημένα χρώματα και επίχρυσες λεπτομέρειες, που βρέθηκε σε τάφο του ελληνιστικού νεκροταφείου της Αμφίπολης.


Στον πυθμένα των κρασοπότηρων απεικονίζονταν συνήθως ο Σιληνός, οι Σάτυροι ή οι Μαινάδες.