Μαρκ Μαζάουερ

Ο Χαϊρουλάχ ιμπν Σινασί Μεχμέτ Αγάς, μουλάς της πόλης το 1820, κατηγορήθηκε για φιλελληνικές τάσεις και όταν ξέσπασε η Επανάσταση φυλακίστηκε για λίγο καιρό στο Λευκό Πύργο. Αργότερα, κλονισμένος από τα όσα είδε, έγραψε ένα υπόμνημα προς το Σουλτάνο, στο οποίο περιέγραφε τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη το 1821:

Οι συγκρατούμενοί του ήταν Χριστιανοί που το μοναδικό τους έγκλημα ήταν πως δεν είχαν χαιρετίσει τον Γιουσούφ Μπέη στο δρόμο ή ότι συναντιόνταν στη μητρόπολη και συζητούσαν για το Πατριαρχείο, ή απλώς ότι ήταν εξέχοντες πρόκριτοι της κοινότητας. Πολλοί υπέφεραν από πείνα και δίψα. Έναν απεσταλμένο των επαναστατών ονόματι Αριστείδη Παππά τον έφεραν μέσα, τον έδειραν άσχημα κα μετά τον παρέδωσαν στον γενιτσαρί αγά για εκτέλεση. «Προτού φύγει», γράφει ο Χαϊρουλάχ, «συγχώρεσέ με γι’ αυτό, Μεγαλειότατε, τον αγκάλιασα και τον φίλησα, γιατί στ’ αλήθεια ήταν ένας αξιότιμος άνθρωπος και, αν είχε κάτι να του ψέξεις, ήταν αποτέλεσμα της καλής του καρδιάς».
Λίγες μέρες αργότερα έφεραν έναν άλλον Έλληνα, τον Νικόλα Εφέντη. Αυτός είχε συγκλονιστικά νέα: ο Μοριάς είχε ξεσηκωθεί και οι κατάσκοποι έλεγαν πως οι Έλληνες εντός και εκτός Θεσσαλονίκης σχεδίαζαν να κάνουν το ίδιο. Ο Γιουσούφ Μπέης είχε απαιτήσει ομήρους, και περισσότεροι από τετρακόσιοι Χριστιανοί –από τους οποίους οι εκατό ήταν Αγιορείτες μοναχοί- κρατούνταν στο παλάτι του. Όλους, φυσικά, τους έδερναν και τους κακομεταχειρίζονταν – ορισμένους μάλιστα τους σκότωναν.
Λίγο μετά ήρθε διαταγή από την Πύλη να αφεθεί ελεύθερος ο Χαϊρουλάχ. Ο Γιουσούφ Μπέης άλλαξε τώρα τελείως στάση κι έγινε η προσωποποίηση της γλυκύτητας· παρ’ όλα αυτά, δεν τον άφησε να φύγει αμέσως από την πόλη: η ύπαιθρος δεν ήταν ασφαλής και οι χωριάτες ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν. Ο Χαϊρουλάχ έμαθε με φρίκη ότι ο Γιουσούφ Μπέης σκόπευε να θανατώσει τους ομήρους, και δεν κατάφερε να τον μεταπείσει:
“Το ίδιο βράδυ οι μισοί όμηροι σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια του άξεστου μουτεσελίμη. Κλείστηκα στην κάμαρή μου και προσευχήθηκα για την ασφάλεια των ψυχών τους.
Κι από κείνη τη νύχτα άρχισε το κακό. Η Θεσσαλονίκη, η όμορφη αυτή πόλη, που λάμπει σαν το σμαράγδι πάνω στο τιμημένο Σου στέμμα, μετατράπηκε σ’ ένα απέραντο σφαγείο”. Ο Γιουσούφ Μπέης πρόσταξε τους άντρες του να σκοτώνουν όποιο Χριστιανό έβρισκαν στο δρόμο, και για μερόνυχτα ο αέρας ήταν γεμάτος “φωνές, θρήνους, στριγκλιές”. Είχανε τρελαθεί όλοι· σκότωναν ως και τα παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. “Τι δεν είδανε τα μάτια μου, Παντοδύναμε Σάχη των Σάχηδων;” Ο ίδιος ο μητροπολίτης ρίχτηκε στα σίδερα μαζί με άλλους κορυφαίους προκρίτους· τους βασάνισαν και τους εκτέλεσαν στην πλατεία του αλευροπάζαρου. Κάποιους τους κρέμασαν από τα πλατάνια γύρω από τη Ροτόντα. Άλλους τους σκότωσαν στη μητρόπολη, όπου είχαν καταφύγει, και τα κεφάλια τους τα μάζεψαν να τα πάνε δώρο στον Γιουσούφ Μπέη. Μονάχα ο δερβίσικος τεκές -που οι μύστες του διατηρούσαν ανέκαθεν στενούς δεσμούς με τους Έλληνες μοναχούς- πρόσφερε άσυλο στους Χριστιανούς. “Αυτά τα πράγματα και άλλα πολλά, που δεν μπορώ να τα περιγράψω γιατί και μόνο η θύμησή τους μου φέρνει ανατριχίλα, συνέβησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης το Μάιο του 1821″.

MARK MAZOWER “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ”
μετάφραση Κ. ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ Εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Στο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ “Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων”, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωσή της από τον ελληνικό στρατό (26 Οκτωβρίου 1912):

Παρότι ο ελληνικός στρατός είχε μπει στη Θεσσαλονίκη από τις 26 Οκτωβρίου 1912, οι Έλληνες επέτρεψαν για αρκετές εβδομάδες στους Τούρκους χωροφύλακες να περιπολούν οπλισμένοι στους δρόμους και να φροντίζουν για την αστυνόμευση της πόλης. Επίσης αρκετές βυζαντινές εκκλησίες παρέμειναν τζαμιά για αρκετό καιρό μετά τον Οκτώβρη του 1912. Αυτό συνέβη διότι, όπως διευκρινίζει ο Μαζάουερ, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, φόβητρο για τους Έλληνες δεν ήταν πλέον οι Τούρκοι, αλλά οι Βούλγαροι που είχαν φτάσει κι αυτοί στη Θεσσαλονίκη μόλις με 8 ώρες καθυστέρηση.


Η θριαμβευτική είσοδος του βασιλιά Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη (δίπλα του ο διάδοχος Κωνσταντίνος) δεν έγινε στις 26, αλλά στις 29 Οκτωβρίου. (η φωτογραφία είναι από το http://www.agiasofia.com/1922/1922.php)

Το έργο του εξελληνισμού της Θεσσαλονίκης στάθηκε δύσκολο. Η συγκρότηση μιας σύγχρονης ελληνικής γραφειοκρατίας πήρε χρόνο. Απευθείας σιδηροδρομική σύνδεση της Θεσσαλονίκης με την υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπήρχε (για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1916), το ταχυδρομείο έκανε εβδομάδες να φτάσει -κάποιες φορές και μήνες- και το τουρκικό νόμισμα συνέχισε να χρησιμοποιείται παράλληλα με το ελληνικό για αρκετά χρόνια. Γεγονός είναι πως κηρύχθηκε «πόλεμος στο φέσι». Έτσι απολύονταν όσοι υπάλληλοι τρένων, τραμ και ηλεκτρικού συνέχιζαν να το φορούν την ώρα που δούλευαν. Επίσης απολύθηκαν όσοι αρνήθηκαν να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα, κυρίως οι Τούρκοι, γιατί οι Βούλγαροι είχαν φύγει ενώ οι Εβραίοι εργάτες συμμορφώθηκαν όλοι.

Εντωμεταξύ έρχονταν καθημερινά από τον Πειραιά, με σκάφη, αστυνομικοί, χωροφύλακες, δικαστές και δικηγόροι, οι περισσότεροι από την Κρήτη και την Πελοπόννησο, με σκοπό να αποτελέσουν το διοικητικό μηχανισμό της πόλης.


Κρήτες χωροφύλακες στη Θεσσαλονίκη (η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του Μ. Μαζάουερ “Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων”, εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ)

Η απογραφή του 1913 μας δίνει μια πρώτη εθνολογική σύσταση της Θεσσαλονίκης: 157.889 άνθρωποι (40.000 Έλληνες, 45.867 Μουσουλμάνοι και 61.439 Εβραίοι). Κάτι άλλο ενδιαφέρον που βγαίνει από αυτή την απογραφή είναι ο υψηλός βαθμός μικτής κατοίκησης. Δεν υπήρχαν δηλαδή γκέτο στη Θεσσαλονίκη, οι θρησκευτικές κοινότητες ζούσαν αλληλένδετες.

οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του ΜΑΡΚ ΜΑΖΑΟΥΕΡ “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ”, μετάφραση: Κ. Κουρεμένος, εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ