Το όνομά μου είναι Δημήτρης Μητρόπουλος. Είμαι μαέστρος. Αλλά θα σας φανεί απίστευτο αν σας πω ότι κι εγώ ο ίδιος εντυπωσιάζομαι που τελικά έγινα μουσικός. Κανείς από την οικογένειά μου δεν υπήρξε μουσικός. Προέρχομαι από οικογένεια κληρικών. Ο παππούς μου ήταν παπάς σ’ ένα χωριό στην Ελλάδα και ξέχασα να σας πω ότι γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο θείος μου ήταν κτηνοτρόφος και δύο από τ’ αδέλφια του πατέρα μου πήγαν από πολύ νωρίς σε μοναστήρι και μάλιστα σ’ ένα θαυμάσιο μοναστήρι στον Άθω όπου υπάρχουν μόνο ορθόδοξα μοναστήρια από πολλές χώρες, όπως από τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία αλλά κυρίως από την Ελλάδα. Και οι δύο μόνασαν εκεί και εκεί πέθαναν.
Κι εγώ όταν ήμουν παιδί και είχα σχολικές διακοπές, πήγαινα εκεί, ήμουν τόσο ενθουσιασμένος από το περιβάλλον και όλη αυτή η ιδέα του ερημίτη άγγιζε πολύ την καρδιά μου. Έτσι εκείνα τα χρόνια ήμουν βέβαιος πως κάποια μέρα θα γινόμουν κι εγώ μοναχός. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, αλλά αποτυχημένος έμπορος, και στο τέλος της ζωής του έγινε κι αυτός μοναχός. Βέβαια δεν ήμουν απολύτως σύμφωνος με την ιδέα αυτή του ασκητή, ουσιαστικά ήθελα να γίνω ιεραπόστολος. Αυτό ήταν πράγματι το ιδανικό μου. Και δεν ξέρω πώς κατάφερε η μοίρα και αντί ιεραπόστολος του Χριστού έγινα ιεραπόστολος της τέχνης της μουσικής.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
από συνέντευξή του στον σταθμό NDR Hamburg
από κείμενο του Π. Ανδριόπουλου στο http://www.dimitrimitropoulos.gr
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960) σε δοκιμές με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης
από το http://www.dimitrimitropoulos.gr
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος τη χρονιά 1916-17 σπούδαζε στο Ωδείο Αθηνών και ήταν μέλος της ορχήστρας του Ωδείου, παίζοντας τα κρουστά. Για τη θητεία του αυτή γράφει ο Τ. Κ. Παπατσώνης στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ:
Ψηλά, διαγώνια, έβλεπες βιολιά, αναλόγια, δοξάρια… και πίσω από τα ξύλα και τις τρόμπες, την ίδια ξανθή εμφάνιση μαινόμενη, σαν την Πυθία όταν χρησμοδοτούσε. Ήταν ο Μητρόπουλος που διαφέντευε τα κρουστά, ταμπούρλα, σείστρα, καμπάνες, καμπανάκια, τρίγωνα, όλα ήταν στην περιοχή του και στην εξουσία του… Πώς κατόρθωνε αυτός ο τυμπανιστής να γίνεται το κέντρο, η μαγική εστία όλης της μουσικής αυτής υποθέσεως; Όλα τα άλλα ήταν παρεπόμενα, ήταν δευτερεύοντα. Η ψυχή είχε στήσει την έδρα της στα τύμπανα. Αεικίνητος, νευρικός, δυνατός, να γυρίζει τη φυλλάδα με την παρτιτούρα, να βαράει τα πετσιά στα φορτίσιμα, να σταματάει ύστερα τον ήχο, να χτυπάει τις καμπάνες και να διαπνέει μουσικότητα, ζωντάνια, χρωματισμό και ψυχή όχι μόνο σε ολόκληρη την ορχήστρα, αλλά να ενεργεί σαν να ήταν ίδια του σύνθεση, ίδια του δημιουργία όλη η συμφωνία…
από το βιβλίο του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΩΣΤΙΟΥ «Δ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ»
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Από το 1924 ο Δ. Μητρόπουλος ήταν επικεφαλής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ελληνικού Ωδείου.
Τα μέλη της ορχήστρας είναι «τα παιδιά του», που αγωνίζεται με κάθε τρόπο να τα βοηθήσει. Σε δύσκολες περιστάσεις τους ενισχύει οικονομικά, βρίσκει τρόπους να καλύπτει έκτακτες ανάγκες τους για ιατρική περίθαλψη. Ξέρει πως τον μουσικό που τον ταλαιπωρούν άλυτα προβλήματα της καθημερινής ζωής, κάθε άλλο παρά η μουσική και η καλή της απόδοση μπορούν να τον ενδιαφέρουν. Χρόνο με το χρόνο οι μουσικοί που μένουν «πιστοί» στο μαέστρο τους μεγαλώνει. Ο Μητρόπουλος, με φανατισμό καλλιεργεί το φυτώριο αυτό. Ακαταπόνητος, τους εκγυμνάζει με αυστηρή πειθαρχία. Συζητά μαζί τους τα προβλήματα τεχνικής, τους μεταβιβάζει τις γνώσεις και την πείρα του. Δεν κουράζεται να τους μιλά με ενθουσιασμό για τη μουσική, για τους μεγάλους δημιουργούς, για την εποχή και το έργο τους. Όλα αυτά, και προπάντων η υποβολή της δυνατής προσωπικότητάς του, είχαν ως αποτέλεσμα να ξεπεράσει η Ελληνική Ορχήστρα τις πραγματικές της δυνατότητες και να γνωρίσει μια περίοδο άνθησης, που ποτέ άλλωστε δε γνώρισε και που δικαιολογημένα ονομάστηκε «χρυσή περίοδος Μητρόπουλου».
από το βιβλίο του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΩΣΤΙΟΥ «Δ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ»
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
O Δ. Μητρόπουλος σε δοκιμή με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών
Στα 1936 πήγε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, όπου διηύθυνε ως προσκεκλημένος τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης. Επανήλθε τον επόμενο χρόνο για να διευθύνει την ίδια ορχήστρα όπως και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Μινεάπολης, της οποίας διετέλεσε μόνιμος αρχιμουσικός από το 1938 έως το 1949. Το 1951 ανέλαβε καθήκοντα Αρχιμουσικού και Καλλιτεχνικού Διευθυντή στη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης.
Γράφει στις 14/6/1940:
Η Γαλλία έπεσε, καθώς και το Παρίσι, στα χέρια των βαρβάρων! Έπαυσα πλέον να πιστεύω σε οτιδήποτε, αμφιβάλλω ίσως αν υπάρχει πλέον ανθρωπότης! Θεέ μου, γιατί σε μια τέτοια περίσταση, να μην είναι κανείς κοντά μου να μου δώσει κουράγιο, παρά κρύοι Αμερικάνοι, οι οποίοι ακόμα σκέπτονται ότι δεν είναι δουλειά δική τους να ανακατευθούν στα ευρωπαϊκά γεγονότα. Τους εσιχάθηκα όλους και, να σου πω την αλήθεια, τους εύχομαι με όλη μου την καρδιά να δοκιμάσουν τη γλύκα της χιτλερικής επιδράσεως στον τόπο τους. Εγωισμός παντού, όλα καλά εφόσον δεν θίγεται η Αμερική. Η μέθη του comfort και τίποτε άλλο δεν τους ενδιαφέρει. Η ambition κάθε μουσικού μου είναι το πώς θ’ αγοράσει αυτοκίνητο. Οι φοιτηταί υπογράφουν αιτήσεις να μείνει η Αμερική out of the war! Αυτό είναι το καθημερινό motto. Συζητούν τον Χίτλερ με σχετικό σεβασμό pour le grandeur. Δεν εκπλήσσομαι, γιατί έτσι θαυμάζουν και τον ηρωισμό των gangsters τους!
Ούτε ο Χριστός ούτε η Ενάτη Συμφωνία κατόρθωσαν να κάνουν την ανθρωπότητα καλύτερη.
από το βιβλίο του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΩΣΤΙΟΥ «Δ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ»
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος διηύθυνε, ακόμα και στις πρόβες, πάντοτε από μνήμης, χωρίς να έχει πάνω στο αναλόγιο την παρτιτούρα κι αυτό ενέπνεε στους μουσικούς του βαθύτατο σεβασμό.
Αν σκεφτεί κανείς πως σε όπερες όπως «Η Βαλκυρία», «Μπόρις Γκοντούνωφ», «Βότσεκ» κ.ά., συγκρατούσε στη μνήμη του όχι μόνο το μουσικό κείμενο αλλά και το λιμπρέτο τους (στο πρωτότυπο ή μεταφρασμένο), κι αν αναλογιστεί τις περιπτώσεις (καθόλου σπάνιες στην περίοδο της Νέας Υόρκης) όπου μέσα σε μια εβδομάδα είχε να διευθύνει τρεις παραστάσεις όπερας, τρεις συμφωνικές συναυλίες, μία συναυλία μουσικής Δωματίου και ηχογραφήσεις για το ραδιόφωνο ή για κάποιο δίσκο, τότε μπορεί να αντιληφθεί σε ποιο βαθμό καλλιέργησε και ανέπτυξε την ιδιότητα που χαρακτηρίζεται ως πλάτος της μνήμης.
Από το βιβλίο του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΩΣΤΙΟΥ «Δ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ»
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Ο Μητρόπουλος διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης (απόσπασμα από πρόβα και συναυλία)
από το http://www.youtube.com/watch?v=Kl-dSoNHx8Y
Στις 18/2/1946 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό LIFE ένα αφιέρωμα στον Δ. Μητρόπουλο. Το αφιέρωμα αυτό εξόργισε το αφεντικό της Ορχήστρας της Βοστόνης, Σ. Κουσεβίτσκι, λόγω της ημίγυμνης φωτογράφισης του Μητρόπουλου αλλά και λόγω της δήλωσής του πως το έργο του μουσικού είναι ανάλογο με αυτό της πόρνης, συνίσταται δηλαδή στο να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το πώς νιώθει ο ίδιος ο μουσικός. Έτσι ο Μητρόπουλος δεν ανέλαβε ποτέ την διεύθυνση της Ορχήστρας της Βοστόνης, ενώ μέχρι τότε όλα έδειχναν πως θα την αναλάμβανε. Την επίζηλη θέση κέρδισε τελικά ο Λ. Μπερνστάιν.
Η φωτογράφιση του Δ. Μητρόπουλου στο περιοδικό LIFE που προκάλεσε την μήνι του Σ. Κουσεβίτσκι
Στο αφιέρωμα του LIFE (18/2/1946) ανήκουν τα παρακάτω ενδιαφέροντα αποσπάσματα:
Δεν πέρασαν ούτε δέκα χρόνια από τη μέρα που ένας αδύνατος, φαλακρός Έλληνας κατέβηκε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης από την -τρίτης θέσης- καμπίνα του, με προορισμό τη Βοστόνη όπου είχε προγραμματιστεί να διευθύνει τη διάσημη σε όλο τον κόσμο Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης. Το όνομά του: Δημήτρης Μητρόπουλος.
Οι Βοστονέζοι , που μέχρι τότε θεωρούσαν πως οι Έλληνες είναι άξιοι μόνο να δουλεύουν σε καντίνες, δεν είχαν ξανακούσει γι’ αυτόν. Όταν όμως η Συμφωνική τους Ορχήστρα έπαιξε όπως δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ, ξέσπασαν σε έντονα χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.
Ο Έλληνας μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και στη Φιλαδέλφεια διευθύνοντας άλλες ορχήστρες και σύντομα έγινε ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στον μουσικό χώρο της Αμερικής. Οι μουσικοί είχαν να λένε για την απίστευτη μνήμη του που ξεπερνούσε ακόμα και του Τοσκανίνι. Είχαν όμως να λένε και για την πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του. Δεν ήταν σαν τους άλλους μαέστρους. Δεν έχασε ποτέ την ψυχραιμία του. Με μια ιδιοσυγκρασία που ταίριαζε αυτής ενός αγίου, ήταν ικανός να εμπνέει σκυλίσια αφοσίωση σε όλα τα μέλη της ορχήστρας του!
Έξω από τους χώρους των συναυλιών ο θρύλος του Μητρόπουλου έγινε ακόμη μεγαλύτερος. Η αυστηρή μοναστική του εμφάνιση και οι ασκητικές του συνήθειες φούντωσαν τις φήμες πως ήταν πραγματικά ένας καλόγερος. Στις κοινωνικές συγκεντρώσεις οι γυναίκες –τις οποίες ευγενικά αγνοούσε- τον ονόμαζαν Ελ Γκρέκο και εφηύραν ιστορίες για μια ανεκπλήρωτη αγάπη στην Ελλάδα που τελείωσε με έναν όρκο αιώνιας πίστης.
Όπως διαβεβαιώνουν μουσικοί, συχνά ο Μητρόπουλος προσευχόταν στο καμαρίνι του λίγο πριν τις συναυλίες, ενώ φορούσε ένα μεγάλο σταυρό κάτω από το πουκάμισό του. Λίγοι όμως άνθρωποι κατάφεραν να τον γνωρίσουν στην πραγματικότητα. Αγνοούσε όλες τις προσκλήσεις. Η κοινωνική του ζωή ήταν ανύπαρκτη. Πέρα από τη μουσική του παρέμενε ένα αίνιγμα.
Οι μόνοι που γνώρισαν καλύτερα τον Δημήτρη Μητρόπουλο ήταν οι κάτοικοι της Μινεάπολης που τον κάλεσαν να διευθύνει την ορχήστρα τους και του προσέφεραν ένα μόνιμο συμβόλαιο. Από τότε ο Μητρόπουλος έγινε οικείος στην πόλη όπως το χειμωνιάτικο χιόνι και κατάφερε να κάνει τη Μινεάπολη μια από τις μουσικές πρωτεύουσες του κόσμου.
Ο Μητρόπουλος ποτέ δε διευθύνει μια ορχήστρα αν πριν δεν απομνημονεύσει τα ονόματα όλων των μουσικών. Επίσης δεν του αρέσει να χρησιμοποιεί μπαγκέτα γιατί τη θεωρεί σύμβολο εξουσίας. Δεν μ’ αρέσει, λέει, να είμαι το αφεντικό. Μ’ αρέσει να είμαι βοηθός και συμβουλάτορας.
Όταν ο Μητρόπουλος έφτασε στην Μινεάπολη, νοίκιασε ένα φοιτητικό διαμέρισμα, τόσο μικρό που μόλις χωρούσε το πιάνο του και ένα κρεβάτι για να κοιμάται. Η κοινωνία της Μινεάπολης εξεπλάγη. Ο Μητρόπουλος εξήγησε πως 3.000 δολάρια του ήταν αρκετά για να ζήσει. Τα υπόλοιπα από τις 25.000 που ήταν ο μισθός του εξαφανίζονταν σε διάφορες, μυστικές φιλανθρωπίες. Ελάχιστες βγήκαν στο φως. Ο Μητρόπουλος βοηθούσε αρκετούς νέους ανθρώπους να σπουδάσουν.
Ταξιτζήδες είχαν να λένε πως ο Έλληνας μουσικός συχνά ενδιαφερόταν να ακούει τα προβλήματά τους και πάντα ήταν πρόθυμος να τους ενισχύσει με φιλοδώρημα 10 δολαρίων ή και περισσότερο. Ένας νεαρός Κουβανέζος συνθέτης έφτασε στη Μινεάπολη και πήγε στον Μητρόπουλο να του δείξει τις συνθέσεις του. Ο Μητρόπουλος του είπε πως ήταν πολύ κακές και μόλις ο Κουβανός άρχισε να κλαίει, ο Μητρόπουλος προσφέρθηκε να του πληρώσει μαθήματα σύνθεσης στο πανεπιστήμιο της Μινεζότα. Το ίδιο βοήθησε και αμέτρητους προβληματισμένους εφήβους που κατέφευγαν σε αυτόν για διάφορα προβλήματα, από ερωτικά μέχρι οικονομικά.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Μητρόπουλος αποφάσισε να δουλέψει ένα καλοκαίρι για τον Ερυθρό Σταυρό σε κινητή μονάδα αιμοδοσίας.
Όταν μιλούσε για τη μουσική, χρησιμοποιούσε μια παράδοξη μεταφορά. Έλεγε ότι ο σκοπός του καλλιτέχνη είναι παρόμοιος με αυτόν της πόρνης. Είναι υποχρεωμένος να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους ανεξάρτητα από το πώς νιώθει ο ίδιος.
Συχνά οι φοιτητές τον ρωτούσαν γιατί δεν παντρεύτηκε. Τους εξηγούσε ότι λόγω της δουλειάς του δε θα μπορούσε να γίνει ένας σωστός σύζυγος. Και τελείωνε με τη φράση: «Μάλλον είμαι ένας μοναχικός λύκος».
Το κλειδί της προσωπικότητας του Μητρόπουλου είναι ένας θρησκευτικός μυστικισμός που επηρεάζει κάθε του σκέψη και κάθε του ενέργεια. Ανιψιός δύο ορθόδοξων καλογέρων, ο Μητρόπουλος μεγάλωσε με τη σκέψη να γίνει κι αυτός καλόγερος στο Άγιο Όρος. Το ότι δεν έγινε τελικά οφείλεται στην αντιδογματική του φύση αλλά και στην αγάπη του προς τη μουσική.
Στην Μινεάπολη ο Μητρόπουλος πρόσφατα άφησε το φοιτητικό του διαμέρισμα και μετακόμισε σε ένα μικρό διαμέρισμα δύο δωματίων σε ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Το διαμέρισμα αυτό το επίπλωσε με το γνωστό του σπαρτιατικό ύφος. Σηκώνεται κάθε πρωί ακριβώς στις 5 η ώρα και φτιάχνει το δικό του πρωινό που αποτελείται από δύο ωμά αυγά και μια κούπα καφέ. Ύστερα κάθεται για μισή ώρα κάτω από μια λάμπα σολάριουμ και στη συνέχεια ντύνεται και μελετάει τις παρτιτούρες του μέχρι τις 10 η ώρα που αρχίζουν οι πρόβες. Μετά το μεσημεριανό ακολουθεί άλλη μια περίοδος μελέτης και ένας μικρός ύπνος γύρω στις 5. Τα βράδια, όταν δεν έχει κοντσέρτο, ο Μητρόπουλος ή πηγαίνει σινεμά ή κάθεται σπίτι και διαβάζει τους αγαπημένους του συγγραφείς, Πλάτωνα και Κίρκεγκαρντ.
Ο Μητρόπουλος, αν και μεγάλωσε ως ορθόδοξος, προτιμάει να εκκλησιάζεται στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία της Μινεάπολης. Πηγαίνει εκεί γιατί συνδέεται φιλικά με τον παπά της συγκεκριμένης εκκλησίας.
Το μοναδικό χόμπι του, που του προκαλεί ενθουσιασμό ανάλογο με τη μουσική είναι η ορειβασία. «Όταν φτάνω στην κορφή ενός βουνού», λέει «αισθάνομαι γεμάτος από θέληση για ζωή αλλά συγχρόνως αισθάνομαι πως βρίσκομαι κοντά στο θάνατο. Ξέρετε, ο θάνατός μου ελπίζω να είναι κάπως έτσι, εύχομαι να πεθάνω πέφτοντας από ένα βουνό».
αποσπάσματα από άρθρο του W. Sargeant στο περιοδικό LIFE, 18/2/1946
ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε στα αγγλικά εδώ, στη σελίδα 56.
Το βουνό από το οποίο έπεσε τελικά ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν η τρίτη συμφωνία του Μάλερ. Διαβάζουμε στο φύλλο της 3ης Νοεμβρίου 1960 της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ:
Ο διάσημος Έλλην αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος απεβίωσεν εις το Μιλάνον συνεπεία καρδιακής προσβολής.
Ο Μητρόπουλος υπέστη την καρδιακήν προσβολήν κατά τας δοκιμάς της υπ’ αριθμ. 3 Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ εις την Σκάλαν. Προς στιγμήν παρέμεινεν ακίνητος, αμέσως δε κατέπεσεν εκ του βάθρου επί του οποίου ίστατο. Ο ιατρός της Σκάλας δρ Τζιανκάρλο Μπιόντι έσπευσε να τον βοηθήση. Ο Μητρόπουλος διηύθυνε την ορχήστραν επί δέκα περίπου λεπτά. Ολίγα λεπτά ενωρίτερον παρεπονέθη ότι ήτο κατάκοπος.
– Αισθάνομαι τον εαυτόν μου πολύ εξηντλημένον, είπε. Είμαι εν παλαιόν αυτοκίνητον, το οποίο πάντως εξακολουθεί να εργάζεται.
Και πέρυσι ο εκλιπών υπέστη καρδιακήν προσβολήν εις Γερμανίαν, αλλά κατώρθωσε να αναρρώση.
εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Πέμπτη 3/11/1960
Λίγους μήνες πριν την μοιραία καρδιακή προσβολή στο Μιλάνο, ο Μητρόπουλος έστειλε επιστολή στον Λέοναρντ Μπερνστάιν, με τον οποίο είχαν τακτική αλληλογραφία. Στην επιστολή αυτή ο Μητρόπουλος ευχαριστεί τον Μπερνστάιν για την επίσκεψή του στο νοσοκομείο και το καλοδεχούμενο δώρο των τσιγάρων Gauloises, «τα οποία, δε γίνεται λόγος, τα απόλαυσα ως και το τελευταίο».
από το http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=376955
Σχεδόν ένα χρόνο μετά το θάνατό του, η Μαρία Ρεζάν έγραψε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για τον Δημήτρη Μητρόπουλο, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε παρακάτω:
Την αναζητούσε αυτή την ταλαιπωρία όταν δεν την έβρισκε στο δρόμο του. Για να τιμωρεί, λες, τη σάρκα του, για να παιδεύει την ύλη και να εξαγνίζει το πνεύμα του. Στον Ισθμό κάποτε η συντροφιά ξεκίναγε για τον Ακροκόρινθο. Ο δρόμος που οδηγεί στην κορυφή ήταν στρωτός ακόμα και τότε. Η ομαλότητά του δεν άρεσε στον μουσικό. Τράβηξε για τα κατσάβραχα, βρήκε το πιο απόκρημνο, και η αναρρίχηση άρχισε. Οι φίλοι ακολουθούσαν χωρίς να μεμψιμοιρούν.
– Πού πάτε, ρε…! φώναξε ένας τσοπάνος.
– Θέλουμε κακοτοπιά, απάντησε ο Μητρόπουλος.
– Για κακοτοπιά, καλά πάτε, είπε ο χωριάτης. Και το σκυλί του σκέφτηκε, ακόμα μια φορά, πόσο παράλογες είναι οι πράξεις των ανθρώπων.
Χειμώνας βαρύς είχε κουκουλώσει τη Δίρφυ το παγωμένο εκείνο πρωινό του Φλεβάρη του 1934. Ο άνεμος που κατρακυλούσε από το βουνό μήνυμα έφερνε κακό. «Μανιασμένοι ήταν επάνω οι θεοί», έλεγε. Λυσσομανούσε το αστροπελέκι και ξέσκιζε τον μολυβένιο ουρανό. «Να μην προχωρήσουμε» είπαν οι φίλοι, όχι από φόβο, μα έχοντας πάντα υποσυνείδητη την έννοια να διαφυλάξουν μια αξία που καμάρωνε κιόλας ο τόπος και θα τιμούσε κάποτε η ανθρωπότητα.
– Έστω και πεθαμένος θα φτάσω στην κορυφή, είπε ο Μητρόπουλος και τράβηξαν όλοι μπροστά.
«Πάμε στην Κόρινθο», είπε μια μέρα στον Ντίνο Κυδωνιάτη και στον Γιάννη Βαβαγιάννη –τον αδελφό του αρχιμουσικού- «να δούμε τα παιδιά και να γυρίσουμε…». Τα παιδιά ήταν τα αδέλφια του Κυδωνιάτη που δούλευαν μηχανικοί στην ανοικοδόμηση της πόλης που μόλις είχε καταστραφεί από τον μεγάλο σεισμό του ’28. Ξεκίνησαν με τ’ αυτοκίνητο. Ξέρανε όλοι πως όταν ο Μητρόπουλος έστεκε σκεπτικός και αμίλητος, αυτό σήμαινε προμήνυμα μετακίνησης. Στην Κόρινθο η παρέα έμεινε λίγη ώρα. «Να πάμε ως τον Πευκιά για μπάνιο», είπε ο μουσουργός. Βρεθήκανε αργότερα στο Διακοφτό. «Μια που φτάσαμε ως εδώ, γιατί να μην πάμε –πεζή βέβαια- ως τα Καλάβρυτα;». Ο Μητρόπουλος εξακολουθούσε να μη μιλάει. Στο νου του είχε τον επόμενο σταθμό. Η συντροφιά κατέληξε στην Αγία Λαύρα. Είχανε φύγει όλοι από την Αθήνα για μια μικρή βόλτα. Γυρίσανε την επομένη, τη νύχτα, βρώμικοι, ταλαιπωρημένοι και κατάκοποι. Αλλά ο μαέστρος ήταν ευτυχής.
Στο Βερολίνο το 1936 γινότανε η τελευταία ειρηνική παγκόσμια εκδήλωση πριν από τη θεομηνία του 39. Μέγας λάτρης της ειρήνης –και τόσο κατασυκοφαντημένος γι’ αυτό- ο Μητρόπουλος θέλησε να στείλει δάφνες από την κοίτη του Ευρώτα στους αθλητές που πάλευαν για να δείξουν στον κόσμο ότι υπάρχει μια άμιλλα ευγενέστερη από τα όπλα, η άμιλλα του στίβου που γεννήθηκε στην Ελλάδα. Κατέβηκε ένα βράδυ ο μουσικός στον Ευρώτα, αλλά η κοίτη του ποταμού είναι γεμάτη από πικροδάφνες μόνο. Ο Μητρόπουλος γύρισε στη Σπάρτη. Στο Βερολίνο έπρεπε να πάνε δάφνες. Και δάφνες από τον Ευρώτα. Τη νύχτα, ζητώντας συγχώρεση για την πράξη του από τον δικό του Θεό –αυτόν που τον ελειτούργει με τη μουσική του- ο μύστης μουσικός ξερίζωσε μια δάφνη από την πόλη, την κουβάλησε στο ποτάμι, την φύτεψε με τα χέρια του και σαν χάραξε, κάλεσε τον κόσμο να παρευρεθεί στο κόψιμο του κλωναριού που θα πήγαινε στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, μήνυμα δόξας από την ελληνική γη.
Αυτός που λάτρευε τη φύση αντιπαθούσε την ιδέα της μουσικής στο ύπαιθρο. «Διασπάται η προσοχή του ακροατή» έλεγε. Στον Μητρόπουλο οφείλουμε εντούτοις τις πρώτες μουσικές εκδηλώσεις στα αρχαία ελληνικά θέατρα.
Το 37 γεννήθηκε το πρώτο υποτυπώδες ελληνικό φεστιβάλ μουσικής. Το ατμόπλοιο «Λέσβος» μετέφερε, κατά σειρά, την ορχήστρα και τον αρχιμουσικό στην Κόρινθο, όπου στο αρχαίο θέατρο ο Μητρόπουλος έπαιξε Βάγκνερ, στο Αίγιο μετά, όπου στη Σικυώνα ο μουσικός δίδαξε Μότσαρτ μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης που σηκωνόταν από τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Χωριάτες από τα γύρω χωριά αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του κοινού. (Στην Επίδαυρο, λίγους μήνες πριν, μια πρώτη συναυλία του Μητρόπουλου είχε δοθεί μπροστά σε 170 μόνο Αθηναίους και τους κατοίκους του Λιγουριού).
Στους Δελφούς, τελευταίο σταθμό της καλλιτεχνικής εκδρομής, ο μουσουργός ερμήνευσε Μπετόβεν. Για να συγκρατήσει την συνοχή της ορχήστρας του ο αρχιμουσικός σάλευε δαιμονισμένα. Από την άκρη της μυτερής, χαρακτηριστικής φαλάκρας του, ως την τελευταία κλείδωση του κορμιού του, αγκάλιαζε ολόκληρος τη μουσική του κλασικού συνθέτη.
– Για τήρα πόσοι του παίζουν για να χορεύει! μουρμούρισε ένας χωριάτης.
Αλλά ο αέρας δεν βοηθούσε τον μαέστρο. Στους ήχους της ορχήστρας μπλεκότανε η ηχώ της μουσικής που έστελναν πίσω στο Δελφικό θέατρο, σκληρές, οι Φαιδριάδες. Όταν τα χειροκροτήματα κάλυψαν τις τελευταίες νότες, ο αρχιμουσικός έδειξε, όπως πάντα, την ορχήστρα και, γελώντας, ζήτησε από το πλήθος να χειροκροτήσει και το βουνό που τόσο ενεργά είχε συμπράξει στην εκτέλεση των έργων του Μπετόβεν.
Μαρία Ρεζάν, εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 15/10/1961
Ενδιαφέροντες σύνδεσμοι για τον Δ. Μητρόπουλο:
Ο Μητρόπουλος όπως τον είδα από κοντά: αφήγηση της Κατίνας Παξινού, κείμενο του Φρέντυ Γερμανού
Περιοδεία του Δ. Μητρόπουλου στη Ν. Αμερική: βίντεο από το youtube
Δημήτρης Μητρόπουλος: ιστοσελίδα αφιερωμένη στον Δ. Μητρόπουλο
Μία συμφωνική, ένα αφεντικό και δύο μνηστήρες: άρθρο του Βήματος
Προσθήκη – Διόρθωση: Οφείλω να κάνω μια προσθήκη – διόρθωση σε σχέση με την προηγούμενη ανάρτηση που είχε ως θέμα τις εκλογές του 1963 και 1964. Όπως αναφέρεται στο http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=462712 η ΕΔΑ στις εκλογές του 1964 δεν κατέβασε υποψηφίους σε 24 εκλογικές περιφέρειες για να ενισχυθεί η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, γεγονός που σίγουρα επηρέασε -και αυτό- το εκλογικό αποτέλεσμα.