Ανδρέας Καρκαβίτσας

Μ’ έφαγες – σ’ έφαγα, έτσι πάει ο κόσμος.

«Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ»

  

Πώς είμαστε οι άνθρωποι φτιαγμένοι. Αν είναι να κάνουμε κάτι που μας αρέσει, πιστεύουμε πως όλοι θα το παινέψουν. Αν το κάμει άλλος, θα το γυρίσουμε αποδώ, θα το παίξουμε αποκεί κι έπειτα θα ειπούμε: δεν είναι καλό πράμα.

“ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ”

Έλληνας! σου λέει ο άλλος. Δεν είναι παίξε γέλασε. Έχουμε τα κακά μας, δε λέω. Πήραμε δρόμο στραβό σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο. Μα δεν είμαστε και ντιπ για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, πάλι δε θα χαθούμε. Θέλουμε δε θέλουμε, θα ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε, όπως και πρώτα.

“ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ”

διαβάζοντας την «Καπετάνισσα»:

Το διήγημα “Η Καπετάνισσα” του Ανδρέα Καρκαβίτσα ανήκει στη συλλογή διηγημάτων “Λόγια της Πλώρης” που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1899. Από την πρώτη φράση του διηγήματος ο αναγνώστης καταλαβαίνει πού το πάει ο συγγραφέας.

Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γλήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του.

Ήρωας του διηγήματος ο μεσόκοπος άντρας που παντρεύεται μια νέα και όμορφη γυναίκα. Ναι, είναι η κλασική ιστορία απιστίας που στάθηκε πάντα κύρια πηγή έμπνευσης για συγγραφείς όλων των εποχών. Από τον οίκο των Ατρειδών μέχρι τον οίκο των Ζιγιαγκίλ η απιστία παραμένει ακόμη αφορμή δημιουργίας μεγάλων λογοτεχνικών έργων, σπουδαίων ταινιών ή καλογυρισμένων σαπουνοπερών. Ας δούμε όμως το διήγημα του Καρκαβίτσα από την αρχή.

Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο καπετάν-Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτεί. Το αποφάσισε – όχι, ψέματα είπα. Η τύχη το έφερε. Εκεί που γύριζε σε κάποιο νησί, είδε άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια πάνα σηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή αλλιώς κι αλλιώτικα. Η ματιά της κόρης χτύπησε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού και πήδηξε κεφαλόβρυσο το αίσθημα. Το λυγερό κορμί, που έφευγε λαυράκι στα νερά, ξάφνισε τα νεύρα του· και το γέλιο, που απέμενε οκνό στον αέρα, τον τύλιξε σε πόθους και σε όνειρα.


Εικόνα από παλιά έκδοση του βιβλίου “Λόγια της Πλώρης”
από το http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas%20logia%20plwrhs/09-kapetanissa.htm

Η Λενιώ ήταν ορφανή και η μάνα της δεν έφερε αντιρρήσεις. Έτσι γρήγορα έγινε ο γάμος, που ήταν το πρώτο λάθος του καπετάν-Παλούμπα. Το δεύτερο και μεγαλύτερο ήταν όταν την πήρε μαζί του στο καράβι.

Μέσα στη γολέτα ήμαστε όλοι κι όλοι εξ νομάτοι. Ο καπετάνιος με το γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και δυο ναύτες Μυκονιάτες. Άλλος κανείς. Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος Ζούμπερος, ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή και στόλος της όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορυφή, κατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζει δροσερό, μεταξωτό επάνω σε μελαχρινό κεφαλοκόλονο. Είχε τα μπράτσα δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το βλέμμα.

Η συνέχεια αναμενόμενη μια και η Λενιώ δεν ήταν απ’ τα “πουλάκια” που τα βάζεις στο κλουβί.

Το καράβι έγινε σπίτι της. Από την αυγή ως το βράδυ το γύριζε, το στόλιζε, το περιποιόταν σα νοικοκυριό της. Ανέβαινε στο κάσαρο, κατέβαινε στην πλώρη, συγύριζε τα φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο τσιμπούκι να δέσει μαζί μας τους φλόκους. Τι ήθελες και δεν έκανε του καθενός; Ποιος είχε ράψιμο να του ράψει· ποιος μπάλωμα να τον μπαλώσει· ποιος είχε λύπη στην καρδιά να τη σηκώσει με το δροσάτο γέλιο της, με το γλυκόλογό της. Πουλάκι, θαρρείς, αγαπησιάρικο και ομορφόπλουμο, πέταξε από τα δέντρα της παράδεισος στην κούρνια μας, και με το φτερούγισμα, με τον κελαηδισμό του, άπλωσε βάλσαμο στις τυραννισμένες ψυχές, ανάδωσε τη χαρά, πλανεύτρα την ελπίδα, τον πόνο και το μόχθο άβλαβα και ποθητά.

“Αγαπησιάρικο πουλάκι” η Λενιώ, μα ο καπετάν-Παλούμπας την ήθελε μόνο για τον εαυτό του κι έτσι της απαγόρευσε τα πήγαινε – έλα στο καράβι. Εκείνη όμως βρήκε τη λύση.

Την κονταυγή, όταν ο καπετάνιος ξενυχτισμένος βαρυροχάλιζε στην κάμαρη, ξέφευγε αχτίνα από το πλευρό του κι ερχότανε να πλύνει μαζί μας το κατάστρωμα. Ωχρόδροση σαν αυγινή μοσκιά, με τα χρυσόμαλλα κυματιστά στον άνεμο, με τον άσπρο σάκο αφρόντιστα κουμπωμένο και το κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, τσαλαβουτούσε στα νερά κι έτριβε τα σανίδια ξαναμμένη, τρελή. Μέσα στα σμιχτά φορέματα το λυγερό κορμί, λαχταριστό κι ολότρεμο, έδενε την ψυχή μας. Κάτω από τα χυτά μαρμαροτράχηλα ανάτελνε αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το μεσοφούστανο – π’ ανάθεμά το! – οι γάμπες τορνευτές, τα τριανταφυλλένια ακροδάχτυλα, έφευγαν περιστέρια στο νερό. Εκείνη όμως, αδιάφορη, έτριβε με πάθος τα σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο: – Ε, καλό γραμματικούδι! Δε με παίρνετε μούτσο σας;

Πότε ακριβώς πλέχτηκε το ειδύλλιο, αυτό δε μας το ξεκαθαρίζει ο συγγραφέας. Η αποκάλυψη πάντως έγινε μια μέρα με πυκνή ομίχλη. Το καράβι, η “Κυραδέσποινα” αρμένιζε στο σύθαμπο. Για λίγο όταν σηκώθηκε η καταχνιά, φάνηκε στο βάθος, τρεχάτο, ένα αράπικο βαπόρι, σα να ερχόταν καταπάνω τους. Γρήγορα η καταχνιά έσφιξε πάλι, θαμπώνοντας τα πάντα. Τίποτα δε φαινόταν πια. Ο καπετάνιος σκέφτηκε το κερί του Επιτάφιου. Σ’ αυτό δεν αντιστέκεται η καταχνιά ούτε στιγμή. Μόλις το άναψαν και το απίθωσαν με μια κλωστή κάτω στα νερά, η ομίχλη που ήταν “σαν μεταξοσέντονο” αμέσως εξαφανίστηκε!

Ο ήλιος χρύσωσε τώρα τα σίδερα, διαμαντοστόλισε τα σχοινιά, βερνίκωσε το μπαστούνι, τα κατάρτια, τις σταύρωσες· έδειξε νοτισμένα ξύλα και πανιά. Αλί! Έδειξε κι ένα αντρόγυνο που γλυκοφιλιόταν δίπλα στον αργάτη. Δεν πρόφτασα να καλοκοιτάξω, κι ακούω πίσω μου τέτοιο βόγκο, που νόμισα πως το στοιχειό της θάλασσας χύθηκε να μας καταπιεί. Δεν ήταν το στοιχειό· ήταν ο καπετάν-Παλούμπας· έτρεξε από το κάσαρο κακό δρολάπι απάνω τους. Εκείνοι, καθώς άκουσαν το βόγκο του, κατάλαβαν πως τα μεταξοσέντονα τους πρόδωσαν. Τινάχτηκαν ντροπιασμένοι. – Έλα! φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου! Και με το λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να ακολουθήσει το Λενιώ. Αλλά μόλις αντίκρισε το κύμα, πισωπάτησε ολότρεμη. Πλάκωσε τότε ο καπετάν-Παλούμπας κι άπλωσε τα χοντρόχερά του στα χρυσά μαλλιά. Δεν πρόφτασε. Βρόντος ακούστηκε, και τινάχτηκαν ξύλα κι άνθρωποι στη θάλασσα. Το αράπικο, τρέχοντας να κερδίσει το δρόμο του, ήρθε σωτήρας της λυγερής και σκόρπισε πανιά μαδέρια την «Κυραδέσποινα». Τι απόγινε ο γραμματικός; Πώς σώθηκε η ερωταριά; Δεν ξέρω τίποτα. Μπορεί να χαίρονται κάπου τη ζωή, όπως την ονειρεύτηκε ο καπετάν-Παλούμπας. Εκείνον όμως τον είδα σακατεμένο, άγριο, μελαγχολικό στο περιγιάλι. Τίποτα πια δεν έβρισκε κανείς να του παινέψει. Πάει κι η καλή καρδιά, πάει κι η γλήγορη γολέτα, πάει κι η όμορφη γυναίκα του!

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922)

 

Αρχική σελίδα