Archive for Φεβρουαρίου 2011

διάλειμμα πάνω στο ατσάλι

28/02/2011

Τη συγκεκριμένη φωτογραφία την είχα δει πολλές φορές στο διαδίκτυο και πάντα αναρωτιόμουν αν είναι πραγματική ή φωτομοντάζ. Λοιπόν ψάχνοντας την βρήκα στη Wikipedia και διαπίστωσα πως πρόκειται για μια διάσημη και βέβαια αυθεντική φωτογραφία εργατών που ξεκουράζονται (!) στο διάλειμμά τους. Ονομάζεται «Lunch atop a skyscraper» και την τράβηξε ο Charles C. Ebbets, στα 1932 κατά τη διάρκεια κατασκευής του RCA Building που αργότερα μετονομάστηκε σε GE Building στο Rockefeller Center.

Η φωτογραφία, που δείχνει 11 εργάτες να παίρνουν το κολατσιό τους πάνω σε ένα δοκάρι στον 69ο όροφο του GE Building, τραβήχτηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1932 και δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα της New York Herald Tribune στις 2 Οκτωβρίου. Στην Wikipedia αναγράφονται τα ονομάτα τεσσάρων εργατών, ο τέταρτος από αριστερά είναι ο Ινδιάνος John Charles Cook, οι εργάτες που κάθονται στις δύο άκρες είναι οι Ιρλανδοί Matty O’ Shaughnessy και Patrick Glynn, ενώ ο τρίτος από αριστερά είναι ο Austin Lawton. Στην Wikipedia υπάρχει επίσης αεροφωτογραφία από την εποχή της κατασκευής του Rockefeller Center:

Στο http://scheong.wordpress.com/2010/08/ διαβάζουμε πως εκείνη την εποχή η εργασία σε ουρανοξύστες λεγόταν αλλιώς και «περπάτημα στο ατσάλι» γιατί κυριολεκτικά οι εργάτες έπρεπε να περπατούν πάνω σε αυτά τα ατσάλινα δοκάρια, γύρω γύρω από το κτίριο, χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης. Οι άπειροι εργάτες αποκαλούνταν «φίδια», (snakes), γιατί το να δουλεύεις μαζί τους ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Ένα παραπάνω βήμα, ένας λάθος υπολογισμός, ή μια απόσπαση της προσοχής αρκούσε για να πέσει κάτω το «φίδι» παρασύροντας συχνά μαζί του και άλλους εργάτες.
Οι ουρανοξύστες χτίζονταν πολύ γρήγορα για εκείνη την εποχή. Το Empire State Building, για παράδειγμα, «σηκωνόταν» δυο ή τρεις ορόφους την ημέρα, ένας ρυθμός που ήταν πολύ γρήγορος, αν σκεφτούμε πως όλες οι τοποθετήσεις, τα βιδώματα και τα καρφώματα γίνονταν αποκλειστικά με το χέρι.

«Men asleep on a Girder»
Άλλη μια διάσημη φωτογραφία του Charles C. Ebbets

την άνω τελεία!

26/02/2011

Μια ιστορία που αναφέρεται τόσο στον Γιώργο Σεφέρη όσο και στον Μίκη Θεοδωράκη δε θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο το blog μας. Αντιγράφουμε από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ:

Με τον Γιώργο Σεφέρη ο Μίκης Θεοδωράκης συναντήθηκε το 1960 στο Covent Garden, σε μια πρόβα της ορχήστρας για την «Αντιγόνη» (μπαλέτο). Ο πρώτος υπηρετούσε ως πρέσβης στο Λονδίνο. Εκεί στο μέγαρο της πρεσβείας, όπου ήπιαν το τσάι τους, ζήτησε από τον συνθέτη «να φτιάξουν ένα μπαλέτο σε ιδέες δικές του».
Εκείνος δεν το απέκλεισε, του ζήτησε όμως και κάποια ποιήματα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, στο μικρό διαμέρισμα όπου είχαν προστεθεί πια και δύο μωρά, η Μυρτώ άκουγε επί μέρες το «Περιγιάλι», την «Αρνηση», το «Κράτησα τη ζωή μου» κ. ά. Είχε συνηθίσει. Οταν ο Μίκης τελείωνε ένα τραγούδι που του άρεσε πολύ, το έπαιζε επί δύο βδομάδες συνεχώς, αφού: «Hξερα ότι μετά την κυκλοφορία του δίσκου δεν θα ήταν πια δικό μου».
Λίγο καιρό μετά, ο ποιητής και η σύζυγός του Μαρώ τον περίμεναν για δείπνο και για να δουν τα αποτελέσματα. Μαζί του πήρε καλού κακού την έκδοση του «Επιταφίου» που είχε κάνει ο Χατζιδάκις με τη Μούσχουρη: «Γιατί φοβόμουν ότι η λαϊκή εκτέλεση με τον Μπιθικώτση ίσως να τρύπαγε τα αυτιά του…».
Στο τραπέζι, η κυρία Σεφέρη είχε ανάψει καντηλέρια. Μόνο η σκιά του πιάνου φαινόταν ανησυχητική «γιατί το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το ερώτημα: άραγες θα του αρέσουν;».
Ο Σεφέρης: «Πάντα μετρημένος και βαρύς. Ομως, στα μάτια του είδα τη λάμψη του δημιουργού που χαιρόταν για τη νέα μορφή που έπαιρνε ξαφνικά η ποίησή του».
Ενα έμενε μόνο να προσέξει ο συνθέτης. «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα, μου αντιστρέφεις το νόημα», ήταν η προτροπή – παράκληση του ποιητή για τον στίχο «Πήραμε τη ζωή μας». «Βάλε παύση πριν πεις “λάθος”». Στην πράξη, βέβαια, αποδείχθηκε ανέφικτο.

από το άρθρο της Γιώτας Σύκκα «Ο ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ» 
εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/1/2011

 

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΑΡΝΗΣΗ»

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης διηγείται για την ηχογράφηση του τραγουδιού:

Ηθελα τα «Επιφάνια» -ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα. Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα. Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα». Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
από το http://afmarx.wordpress.com/2007/05/18/seferis-mikis/


Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδάει την Άρνηση

Έλληνα λόγον

23/02/2011

Η ενασχόληση με το λόγο -προφορικό ή γραπτό- της κ. Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ είναι πάντα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ευχάριστη.

 


Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ
από το http://glykatzi-arveler.blogspot.com

απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα από την εκπομπή της ΕΡΤ «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ», του Γιώργου Σγουράκη.

Και θυμάμαι απάνω στην ταράτσα, όπως ο πατέρας μου ήτανε ναυτικός, το καλοκαίρι κοιμόμασταν έξω, και το πρώτο που έμαθα ήτανε τ’ αστέρια. Ξέρω πώς να βρω τη Μεγάλη Άρκτο, τη Μικρή, την Κασσιόπη, όλους τους αστερισμούς τους έμαθα, ακριβώς χάρις στο ότι κοιμόμουνα πάνω στην ταράτσα. Και δε θα ξεχάσω, όταν ο Μαλρώ ήρθε στην Αθήνα και έκανε το λόγο του για την Αντίσταση, που είπε: «κάτω απ’ αυτόν τον ίδιο ουρανό κοιμήθηκαν οι Μαραθωνομάχοι, οι μαχητές της Σαλαμίνας, αλλά κι αυτοί που χάθηκαν από τα βόλια τα ναζιστικά στην Αντίσταση». Ε, αυτόν τον ουρανό, όταν τον βλέπω, δεν είναι μόνο το πατρικό μου σπίτι που θυμάμαι με την ταράτσα του αλλά θυμάμαι όλη την ελληνική Ιστορία. Γιατί είναι ο μόνος που μένει ασφαλώς ο ίδιος.

Γεννημένη το 1926 έζησα βέβαια αυτόν τον διχασμό, μεταξύ βενιζελικών, βασιλικών, λαϊκών, και τα λοιπά, αλλά οπωσδήποτε, αυτό μου έδωσε μια πρώτη έννοια της Ιστορίας και μου έμαθε κάτι άλλο, που πολύ μέτρησε μετά για τη δουλειά μου, ότι η μοίρα της Ελλάδας γράφεται και ζυγίζεται έξω από την Ελλάδα πολύ συχνά. Πόσες φορές δεν άκουσα ότι τον τάδε τον υποστηρίζει ο τάδε ξένος, τον άλλον ο άλλος ξένος… κι ένιωσα ότι οι ξένοι είναι κύριοι μέσα στην Ελλάδα κι ότι κάποτε αυτό το πράγμα θα έπρεπε να τελειώσει, για να πάρουμε εμείς οι Ρωμιοί τη μοίρα μας στα χέρια μας.

Γιατί το πρώτο ξύπνημα που ένιωσα δεν ήταν επιστημονικό ξύπνημα, δεν ήτανε πνευματικό ξύπνημα, ήτανε ακριβώς ιστορικό ξύπνημα. Όλα αυτά τα χρόνια, του μεσοπόλεμου, της κατοχής, της αντίστασης, οι προδοσίες, οι διχασμοί, η σκλαβιά, Η ΠΕΙΝΑ… Όταν κατέβαινα για να πάω στο σχολειό, πτώματα νέων ανθρώπων έβλεπα γύρω μου από την πείνα. Ίσως όσοι ζήσανε μετά δεν το καταλαβαίνουν αυτό, δε θέλω να αφήσω ούτε ένα κομμάτι ψωμί να πάει χαμένο, κάποιο είδος φοβίας με πιάνει όταν ξέρω ότι άνθρωποι και άνθρωποι χιλιάδες –αυτή τη στιγμή ακόμη- πεθαίνουν από την πείνα. Αν έχω γίνει από τους πιο ζωντανούς, θα έλεγα, υποστηρικτές του Τρίτου Κόσμου, και όλης της ανάγκης του Τρίτου Κόσμου είναι ίσως αυτό το φάσμα της πείνας που έχω κρατήσει μέσα μου από την κατοχή, που με οδηγεί να καταλαβαίνω τη φτώχεια και τη μιζέρια των άλλων ανθρώπων.
Έτσι λοιπόν, μ’ αυτά τα βιώματα, και νομίζω ότι είχα τύχη να τα ζήσω, κι αυτό είναι κυρίως η τύχη, να ζήσεις μια εποχή που σε κάνει να είσαι άνθρωπος όχι μόνο για τον εαυτό σου, όχι μόνο για τους δικούς σου, αλλά όσο είναι δυνατόν, και για τους άλλους.

ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ ΑΡΒΕΛΕΡ
αποσπάσματα από την εκπομπή του Γιώργου Σγουράκη «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ» (1983)
από το αρχείο της ΕΡΤ

 

αποσπάσματα από το βιβλίο: «ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ ΑΡΒΕΛΕΡ – ΤΑ 600 ΜΟΛΥΒΙΑ»:

Σ΄ένα μάθημα, ο καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας Οικονόμου της λέει: «Βρε Γλύκατζη, όλοι εδώ δεν έχουν ανάγκη να δουλέψουν· εσύ έχεις. Γιατί ήρθες εδώ και δεν πήγες στο φιλολογικό;» – τότε τα κορίτσια δεν είχαν πρόσβαση στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Και εκείνη του απαντά: «Ακούστε, κύριε καθηγητά. Εγώ στη ζωή θα κάνω αυτό που μου αρέσει και αυτό που θέλω. Τώρα, σχετικά με το πώς θα βγάλω τα χρήματα που χρειάζεται για να ζήσω, σας διαβεβαιώ ότι θα πουλώ λεμόνια στο κέντρο της Αθήνας!» – έγινε χαμός!

Οι προσδοκίες είναι τελείως δικές μας – τις φοράμε ή τις πετάμε, αλλά δεν τις στενεύουμε ποτέ.

Ωστόσο η οργανωμένη αυτή σκέψη που τη χαρακτήριζε ήταν απόρροια και άλλων εμπειριών. «Όπως με είχαν ορίσει αρχηγίσκο στην ΕΠΟΝ στην Κατοχή, κι έπρεπε να μεταφέρω μηνύματα, είχα εκπαιδευτεί να μην έχω γραμμένο ό,τι είναι να πω, γιατί αν μ’ έπιαναν οι Γερμανοί ή οι χαφιέδες, δεν θα γλύτωνα. Οπότε, έμαθα να συμπυκνώνω τη σκέψη μου, και να κρατώ το ουσιώδες. Θεωρώ ότι η μόνη επιστημονική αρετή είναι να ξεχωρίζεις το ουσιώδες από το επουσιώδες, ακριβώς για να μπορείς μετά να το λες και να το δείχνεις. Αυτά για μένα είναι οι αρετές από την Κατοχή».

Σε ένα άλλο ταξίδι στη Νέα Υόρκη, η Ελένη πηγαίνει για να υπογράψει συμβάσεις με τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Έχει προηγηθεί ένας σταθμός στο Σαν Φραντσίσκο, όπου και απονέμουν το διδακτορικό στον Μιτεράν – ήταν μαζί ο Αταλί, ο Μπιάνκο… Κατόπιν φεύγουν για τη Νέα Υόρκη, όπου, φτάνοντας στο Πανεπιστήμιο, τους υποδέχεται ο πρόεδρός του:
«Χορεύεις καλαματιανό;» λέει στην Ελένη – εκείνη τα χάνει. “I am John Bradimas”.
Στο δείπνο, σχολιάζει ο Μιτεράν:
“Ο Πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και η Πρόεδρος όλων των Πανεπιστημίων του Παρισιού δεν μίλησαν ούτε γαλλικά, ούτε αγγλικά. Μίλησαν ελληνικά. Ε! αυτό είναι αυτοκρατορία!”

Υπάρχουν αυτή τη στιγμή εθνικές ιστορίες που είναι δομημένες σύμφωνα με την έννοια που δίνει στο παρελθόν ο κάθε λαός. Κι ας μην ξεχνάμε ότι κάθε λαός ηρωοποιεί και ωραιοποιεί το παρελθόν του. Ο Κεμάλ εφηύρε τους Χιτίτες ως προγόνους των Τούρκων, οι Σκοπιανοί εφηύραν τους Μακεδόνες ως προγόνους τους… αυτό είναι μια δόμηση ιστορική, που δεν εμπεριέχει την πραγματική σχέση με την ιστορία.
Όταν φτάσει κανείς να καταλάβει ότι οι πολιτικοί ή οι στρατιωτικοί υπεύθυνοι ενδιαφέρονται πάντοτε για ένα μέλλον, όσο κι αν μιλούν για το παρελθόν -δομούν το παρελθόν σύμφωνα με την υπόσταση που θέλουν να δώσουν στο μέλλον-, τότε μπορεί να αναλύσει τα έργα τους και τη σημασία των γεγονότων. Θα φέρω ένα παράδειγμα: Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, πριν κτίσει την Κωνσταντινούπολη εκεί που είναι, ήθελε να κτίσει την πόλη του στην Τροία, στο Ίλιον – γιατί; Γιατί χάρη σ’ αυτή την απόφαση έκανε τη σύμπτυξη των δύο βασικών μύθων, των δύο αρχαίων πολιτισμών, των λαών των Ρωμαίων – Λατίνων και των Ελλήνων.
Ποιος είναι ο μύθος που ενέπνεε τους Έλληνες εκείνη την εποχή; Ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας, η Τροία… Ποιος έχτισε τη Ρώμη; Ο Αινείας, δηλαδή ο γιος του Αγχίση φεύγοντας ακριβώς από την Τροία. Οπότε, το να ξαναγυρίσει ο Κωνσταντίνος στην Τροία ήταν η σύμπτυξη των μύθων των δύο λαών, που ο καθένα αναγνώρισε το μέγεθός του.
Δεν τον άφησαν να κτίσει την Πόλη εκεί οι ναύαρχοί του, γιατί δεν είχε το κατάλληλο λιμάνι για να υποδέχεται μεγάλος στόλους, κι έτσι αποφασίζει να την κτίσει στον Βόσπορο -στο Σκούταρι, τη Χαλκηδόνα από την απέναντι μεριά της Πόλης- και λέει ότι «άγγελος Κυρίου μου μετέφερε τις πέτρες που ήταν για το κτίσιμο». Συμπέρασμα, εάν καταλαβαίνεις την Ιστορία: Η πόλη έπρεπε να γίνει χριστιανική. Άρα, ούτε στην Τροία -με όλη την παράδοση την παγανιστική και ειδωλολατρική της «τρωικής» Ρώμης του Αινεία και της ελληνικής Οδύσσειας- μπορούσε να γίνει.

«Η Ιστορία μας βοηθάει να ερμηνεύουμε συγκριτικά τις εκφάνσεις της ζωής;» τη ρώτησε κάποιος από την παρέα. «Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, το ξέρεις», του είπε. Γνωρίζοντάς την, μπορείς να απαντήσεις στα παιδιά, και να τους δείξεις ότι το πέρασμα του χρόνου σημαίνει κάτι καινούργιο. Θα σου πω ένα περιστατικό, να γελάσεις. Ένα Γερμανάκι πάει με τον πατέρα του για να του δείξει εκείνος τον καθεδρικό ναό της Κολωνίας. Όταν φτάνουν, το παιδί κοιτάζει γύρω, και του λέει: “Μπαμπά, γιατί κτίσανε τη Μητρόπολη τόσο κοντά στο σούπερ μάρκετ;”

από το βιβλίο της ΑΝΝΑΣ ΓΡΙΜΑΝΗ “ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ ΑΡΒΕΛΕΡ – ΤΑ 600 ΜΟΛΥΒΙΑ”
Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ

 

 

αποσπάσματα από το βιβλίο της κ. Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ «ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ»:

…κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τους Βενετούς στα 1204 δεν παρουσιάστηκε καμιά βοήθεια από την επαρχία, ούτε καν από τη γειτονική Θράκη. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, όταν οι χωρικοί της Θράκης είδαν, μετά την άλωση και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, να καταφεύγουν εκεί ρακένδυτοι, πεινόντες και πένοντες οι πρώην Δυνατοί (το αρχοντολόι δηλαδή της Κωνσταντινούπολης)  ευχαρίστησαν, γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης, την Παναγία, γιατί τους έδωσε τη χάρη να τους αξιώσει να γνωρίσουν “ισοπολιτεία” με τους άλλοτε εξουσιαστές τους.

Το 1204 οι Λατίνοι λήστευσαν και κατέστρεψαν παλάτια, ναούς και αγιάσματα, σαν τους χειρότερους εχθρούς του Χριστού. Τα λάφυρα, τα άγια λείψανα και τα τιμαλφή που μεταφέρθηκαν στους δυτικούς καθεδρικούς ναούς μαρτυρούν ως τα τώρα τον πλούτο, την ευσέβεια της βυζαντινής πρωτεύουσας και τη μεγαλοπρέπεια των προϊόντων της·

Έτσι λογικό να έχει από πολλούς υπογραμμισθεί η σημασία της Τέταρτης Σταυροφορίας και της διάλυσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που την ακολούθησε, για τη σφυρηλάτηση του εθνικού φρονήματος των Βυζαντινών. Το πράγμα χρήζει βέβαια περαιτέρω έρευνας και μελέτης. Ωστόσο ένα είναι σίγουρο, ότι από τότε η λέξη Έλλην δεν αναφέρεται πια, εκτός από μερικά αρχαιοπρεπή, νομικά κείμενα, στον ειδωλολάτρη, ούτε μόνο στη γλώσσα (τον Έλληνα λόγον), αλλά δηλώνει και την εθνική κοινότητα των Ρωμαίων της εποχής, αυτών που βρίσκονται εγκατεστημένοι και ζουν μέσα στα όρια της μικρασιατικής αυτοκρατορίας της Νικαίας, όπως και αυτών που ζουν στις περιοχές που κατέκτησαν οι Λατίνοι.

Η επανάκτηση της Βασιλεύουσας είναι λοιπόν σκοπός πολιτικός, αλλά θα ταυτισθεί και με τη συγχώρεση, τη μετάνοια και τη σωτηρία του γένους. Μισό σχεδόν αιώνα αργότερα, όταν τα ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο επέτυχαν εξ απροόπτου την ευόδωση του σκοπού, την ημέρα της Αγίας Άννης του 1261 ακούσθηκαν τα λόγια του πρωτοασηκρήτη Σεναχερείμ που αναγγέλουν, όχι τη χαρά για την αναγέννηση, αλλά την απελπισία για μια επιδείνωση της καταστροφής, για μια επιστροφή του γένους σε νέα δεινά. Να πω ότι η θέση αυτή απεικόνιζε την κυριαρχούσα ίσως γνώμη των μικρασιατικών πληθυσμών; Ήξεραν (όπως άλλωστε αποδείχτηκε γρήγορα) ότι η Μικρασία θα παραγκωνίζονταν από τον Μιχαήλ στην προσπάθειά του να εμπεδώσει την κυριαρχία του στην Κωνσταντινούπολη και να την επεκτείνει στη λοιπή φραγκοκρατούμενη χώρα. Το σύμβολο του δικέφαλου αετού που υιοθέτησαν οι Παλαιολόγοι, δίνει συνοπτικά την εικόνα της πολιτικής του Μιχαήλ και γενικότερα των Παλαιολόγων: Στροφή και στη Δύση. 

Το ότι τα λόγια του Σεναχερείμ βγήκαν προφητικά φάνηκε από την πρώτη κιόλας αγγελία της πολιτικής του Παλαιολόγου, του “Νέου Κωνσταντίνου” και του “Νέου Μωυσή” κατά τον Μανουήλ Ολόβωλο, που ανήγγειλε ως αρχή και βάση της κατόπιν πολιτικής του την ανάκτησιν των χαμένων πατρίδων, έστω και αν αυτό θα αποδυνάμωνε τη μικρασιατική επικράτεια, όπως και έγινε, έστω και αν δεν διέθετε τα απαιτούμενα μέσα.

αποσπάσματα από το βιβλίο της ΕΛΕΝΗΣ ΓΛΥΚΑΤΖΗ ΑΡΒΕΛΕΡ “ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ”
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 

αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε η κ. Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στον Στέλιο Κούκο για την εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Ποια στοιχεία φανερώνουν τη συνέχεια του αρχαίου ελληνικού κόσμου μέσα στο Βυζάντιο; Η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και ίσως και η γνώση του Ομήρου. Στα μέσα του 11ου αιώνα, όταν η ερωμένη του αυτοκράτορα Μονομάχου, η ωραιοτάτη Σκλήραινα, πέρασε από την αγορά της Κωνσταντινούπολης, ένας μάγκας της είπε το περίφημο «Ου νέμεσις» του Ομήρου. Αυτό δηλαδή που οι γέροι Τρώες είπαν όταν είδαν την ωραία Ελένη. Ποιος από τους μάγκες της αγοράς σήμερα ξέρει τον Όμηρο;

Ποια στοιχεία της πολιτικής ιδεολογίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας θα μπορούσαν να είναι ακόμη χρήσιμα για τους κυβερνώντες στην Ελλάδα και τον λοιπό κόσμο; Ίσως το… «χρήζομεν οικονόμου και ουχί βασιλέως», που ανεφώνησεν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος στα μέσα του 15ου αιώνα! Πάντως, για να μιλήσω πιο σοβαρά, δύο τέτοια στοιχεία είναι η πολυεθνικότητα, ως μοχλός για νέα ξεκινήματα, αλλά και η προσήλωση στα πάτρια, ως μαγιά για την ενσωμάτωση των ξένων σε έναν ενιαίο πολιτισμό.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελεί μια ευρύτερη ένωση εθνών, λαών, κρατών, θα μπορούσε να πάρει κάποια παραδείγματα από την πολιτική ιδεολογία και πρακτική των Βυζαντινών; Η κωνσταντινουπολιτική προσπάθεια αποτελεί και την απαρχή της δημιουργίας μιας καινούργιας ταυτότητας. Αυτό παρά τις διαφορές, εθνικές και άλλες. Γιατί οι Βυζαντινοί ήταν πολυεθνικό και όχι μονοεθνικό κράτος. Ήταν μονοπολιτιστικό, χάρη στην ελληνική γλώσσα, αλλά όχι μονοεθνικό.

Όπως έχετε πει, η Ελλάδα είναι η μοναδική βαλκανική χώρα η οποία συγκροτήθηκε χωρίς την απελευθέρωση της πρωτεύουσάς της, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που μετά την απελευθέρωση έγινε προσπάθεια σύνδεσής μας κατευθείαν με την αρχαιότητα; Πόσο μας ταλαιπωρούν ακόμη τα δύο αυτά γεγονότα; Νομίζω πως αυτό αποτελεί μια αιτία εθνικής σχιζοφρένειας, όπως παραδείγματος χάριν το δείχνει η σημερινή μας παιδεία. Μιλάμε για αρχαίους συγγραφείς στο σχολειό, αλλά δεν διδάσκουμε κανέναν βυζαντινό, ενώ τα παιδιά όταν πηγαίνουν στο σπίτι βλέπουν να ξαναζεί το Βυζάντιο, είτε από τα χριστιανικά ονόματα που φέρουν στην οικογένεια, είτε από το εικονοστάσι κτλ. Και επιπλέον μένει πάντοτε το ερώτημα, ανήκομεν άραγε εις την Δύσιν ή εις την Ανατολήν; Ο Ζουράρις θα γράψει για ευρωλιγούρηδες, άλλοι για ευρωσκεπτικιστές και άλλοι για ευρωλάτρες. Άρα βρισκόμαστε ακόμα στο ερώτημα: πού είμαστε; Ασφαλώς ανάμεσα στα δύο, και δεν ξεχνάμε ότι η Δύση της Ανατολής είναι η Ανατολή της Δύσης.

Η Δύση δεν βοήθησε την Αυτοκρατορία για λόγους ανταγωνισμού μεταξύ των εκκλησιών ή για καθαρά πολιτικούς λόγους επικράτησης; Αυτό είναι λάθος. Η Δύση δεν είναι μία πολιτική ενότητα. Δεν υπάρχει ένα κράτος, όπως ήταν το Βυζάντιο που θα μπορούσε να βοηθήσει τη Δύση. Το πρόβλημα μπορεί να τεθεί μόνο όσον αφορά τον πάπα, ο οποίος είναι η μόνη ενιαία αρχή της Δύσης. Ωστόσο το 1450 ο πάπας της εποχής, Νικόλαος Ε’, όταν γιορταζόταν το ιωβηλαίο του, αναγγέλλει ότι όλες οι αφέσεις αμαρτιών που δίνει, τα συγχωροχάρτια δηλαδή, τα οποία τότε πληρώνονταν αδρά, θα χρησιμοποιηθούν για την εκστρατεία contra Turcos. Λοιπόν μόνο ο Αντωνίνος, ένας επίσκοπος της Φλωρεντίας, λέει εκείνη την εποχή «άσ’ τους να χαθούν εφόσον είναι και σχισματικοί». Ενώ τόσο στην παπική μεριά όσο και στους αρχηγούς των τότε μικρών κρατών υπάρχει η προετοιμασία για την εκστρατεία contra Turcos. Λοιπόν αυτό είναι ένα από τα πράγματα που πρέπει να πάψουμε να λέμε στα παιδιά, ότι η Δύση δεν βοήθησε. Έκανε ό,τι μπορούσε, και πρέπει να πούμε πως δεν μπορούσε τότε να κάνει πολλά.

εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 30/5/2010
ολόκληρη η συνέντευξη στο http://www.makthes.gr/news/politics/56131/

 

έχω σταματήσει να πίνω, αλλά μόνο όταν κοιμάμαι…

20/02/2011

Ο Τζορτζ Μπεστ ήταν Βορειοϊρλανδός ποδοσφαιριστής που έγινε γνωστός παίζοντας στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Αν και έπαιξε ποδόσφαιρο επιπέδου μόνο για έξι χρόνια, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα αλκοολισμού, τα οποία τον οδήγησαν σε άδοξο τέλος της καριέρας του και τελικά στο θάνατο.

Τζορτζ Μπεστ (1946-2005)

Tο 1968 και σε ηλικία 22 ετών όλος ο πλανήτης θα μιλάει γι’ αυτό το αστείρευτο ταλέντο που ψηφίστηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Aγγλία, κέρδισε τη «Xρυσή Mπάλα», ενώ το κέρινο ομοίωμά του βρισκόταν ήδη στο Mουσείο Tισό. Tη χρονιά εκείνη ο «El Beatle», παρέα με τους Tσάρλτον, Στάιλς, Kιντ, Aστον, Στέπνεϊ και τα άλλα παιδιά του Mατ Mπάσμπι, κατακτούσε στο «Γουέμπλεϊ» το Kύπελλο Πρωταθλητριών. Παράλληλα, όμως, ο Mπεστ κατακτούσε και τις καρδιές του γυναικείου πληθυσμού, ενώ η έφεσή του στο αλκοόλ άρχισε να γίνεται εξάρτηση. Aπό την επόμενη κιόλας χρονιά η αντίστροφη μέτρηση για τον Mπεστ θα αρχίσει. Στον ημιτελικό του ’69 κόντρα στη Mίλαν τα ίχνη του Bορειοϊρλανδού αγνοούνται. H Γιουνάιτεντ μένει εκτός τελικού, ενώ ο Mπεστ θα επιστρέψει στο Mάντσεστερ τρεις μέρες αργότερα από την Tενερίφη, όπου συνδιασκέδαζε με την ηθοποιό Σούζαν Tζορτζ. Aπό τότε η καριέρα του θα είναι μεταξύ σφύρας και άκμονος. Aπό τη Γιουνάιτεντ θα φύγει το 1974 για να καταλήξει στην άσημη Tάουν Nτανστέιμπλ, την επόμενη χρονιά στην Kορκ, ενώ το 1976 θα κάνει μια προσπάθεια να επανέλθει στην ενεργό δράση αγωνιζόμενος με τα χρώματα της Φούλαμ.

από το http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_sport_863848_29/11/2005_165045


Ο Τζορτζ Μπεστ σκοράρει με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ

 

Ατάκες του Τζορτζ Μπεστ που έμειναν στην Ιστορία:

Έχω σταματήσει να πίνω, αλλά μόνο όταν κοιμάμαι.

Το 1969 εγκατέλειψα τις γυναίκες και το αλκοόλ. Ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά τις ζωής μου.

Ξόδεψα τα περισσότερα χρήματά μου σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα.

Δεν έχει καλό αριστερό πόδι, δεν έχει καλή κεφαλιά, δεν μαρκάρει και δεν σκοράρει συχνά. Κατά τα άλλα είναι καλός παίκτης. (αναφερόμενος στον Ντέιβιντ Μπέκαμ)

από τα Βικιφθέγματα

Είπαν για τον Τζορτζ Μπεστ:

Ματ Μπάσμπι (ο προπονητής του στην Μάντζεστερ Γιουνάιτεντ): Ήταν ικανός και με τα δύο πόδια – μερικές φορές ήταν σαν να είχε έξι.

Πολ Γκασκόιν: Δεν θέλω να καταλήξω σαν και αυτόν.

από τα Βικιφθέγματα


Ο Τζορτζ Μπεστ, εναντίον της Νορθάμπτον σκοράρει 6 γκολ σε ένα παιχνίδι!
Μετά το παιχνίδι ο αμυντικός της Νορθάμπτον, Ρέι Φαίρφαξ, δήλωσε: «Η μόνη φορά που βρέθηκα αρκετά κοντά του ήταν όταν χαιρετηθήκαμε στο τέλος του αγώνα.»

Ατέλειωτα ξενύχτια, αμέτρητες γυναίκες και άφθονο αλκοόλ ήταν σε ημερησία διάταξη στη ζωή του Μπεστ. Όταν ο Μπάσμπι τον καλούσε στο γραφείο του για τον καθιερωμένο «εξάψαλμο», ο Μπεστ έμοιαζε να ακούει με προσοχή τις παρατηρήσεις του. Στην πραγματικότητα όμως, μετρούσε τα ζωάκια που βρίσκονταν στην ταπετσαρία του τοίχου, ακριβώς από πίσω από το γραφείο του προπονητή. Όταν κάποτε ρώτησαν τον Μπεστ τι θυμάται περισσότερο από εκείνες τις «συζητήσεις», εκείνος απάντησε: «Μια φορά η κατσάδα και το βρίσιμο ήταν τόσο μεγάλης διάρκειας, που πρόλαβα να μετρήσω όλα τα ζωάκια στην ταπετσαρία», προκαλώντας τα γέλια των παρευρισκομένων.

από το αφιέρωμα του e-soccer.gr: Τζορτζ Μπεστ: το πέμπτο σκαθάρι

 

Ειρωνεία: Όταν η Β. Ιρλανδία προκρίθηκε, επιτέλους, σε ένα Μουντιάλ (1982), ο Μπεστ ήταν τόσο «χώμα» από το αλκοόλ, ώστε να μην συμπεριλαμβάνεται στην αποστολή. Ήταν, βέβαια, και 36 χρονών.

Το 2002 υπεβλήθη σε μεταμόσχευση ήπατος. Ξεπάστρεψε και το δεύτερο μέσα σε 3 χρόνια.

από το http://news.pathfinder.gr/sports/576312.html

 

Ο Τζορτζ Μπεστ βρέθηκε στα ποδοσφαιρικά του γεράματα στις ΗΠΑ. Το παρακάτω γκολ το πέτυχε το 1981 με τη φανέλα των San Jose Earthquakes:


Κάποιοι είπαν πως είναι το καλύτερο γκολ της καριέρας του. Άλλοι πως ο Τζορτζ Μπεστ απλώς «σπάει πλάκα». Πάντως αυτό το γκολ θα το ζήλευε ακόμα κι ο Χατζηπαναγής. 

Άλλες μαγικές σκηνές του Τζορτζ Μπεστ:

Το γκολ εναντίον της Μπενφίκα στον τελικό του 1968

George Best Tribute

Είναι κρίμα που ο Τζορτζ Μπέστ δεν έπαιξε ποτέ στην Ελλάδα για να τον αποθεώσουμε έτσι όπως μόνο εμείς γνωρίζουμε να αποθεώνουμε.

μείζων δε τούτων η αγάπη

17/02/2011

Λένε πως όταν περνάει ο έρωτας, έρχεται η αγάπη. Έτσι, τώρα που πέρασε η γιορτή των ερωτευμένων, και μια και ασχοληθήκαμε πέρσι με τον έρωτα, μπορούμε να αφιερώσουμε τη σημερινή ανάρτηση στην αγάπη.

 

Δύναμη, πλούτη, μεγαλεία, δε φτάνουν να γλυκάνουν το ψωμί σαν την αγάπη!

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ «Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ»

 

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ» Β΄

 

Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ

 

Αγάπα για να ζήσεις, ζήσε για ν’ αγαπάς.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

 

Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ «ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΖΩΗ»

  

Α! τι μπαίγνιο είναι ο άνθρωπος, όταν αγαπάει αληθινά!

ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΡΑΥΛΑΝΤΩΝΗΣ «Η ΕΞΑΔΕΛΦΗ»

 

Λέγουν «αγάπησε και τρελάθηκε», ενώ έπρεπε να πουν «τρελάθηκε και αγάπησε».

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ «ΘΡΥΨΑΛΑ»

 

Μπορείς να ζήσεις δίχως να σ’ αγαπάνε, μα όχι δίχως ν’ αγαπάς.

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ «ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΦΡΑΓΚΟΥ»

 

Η αγάπη κι η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ»

 

Είναι αγάπη που αρπά σα θεριό και ξεσκίζει, κι είναι πάλι αγάπη που δίνεται.

Η αγάπη είναι προσφορά, δεν είναι κατοχή.

Η αγάπη είναι μια ορμητική διάθεση να κάνεις ευτυχισμένο κείνον που αγαπάς, με έξοδά σου. Στην ανάγκη, με θυσία και με ταπείνωση.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ «Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ»

 

Για να σταθεί η αγάπη, πρέπει να πατάει σε δυο πόδια. Ψυχή και σώμα.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΕΤΣΑΛΗΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ «ΜΑΡΙΑ ΠΑΡΝΗ»

 

Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

 

Σ’ αγαπώ. Δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ «Σ’ ΑΓΑΠΩ»


Το «σ’ αγαπώ» από την Έλλη Λαμπέτη (όχι μία αλλά έξι φορές)

Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι, χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.

ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΟ                                                                                                                 

 

Γνώρισα την Αγάπη,
σ’ έζησα πια, ζωή!

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ»

 

Σ’ όσους αγαπούμε, βλέπομε τις χάρες τους. Στους άλλους, τα ελαττώματά τους…

ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ «ΟΙ ΠΑΝΘΕΟΙ»

 

Καμιά πραγματική αγάπη δε μένει χωρίς ανταπόκριση. (…) Και κανένα αληθινό μίσος.

ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ «Ο ΧΑΤΖΗ ΜΑΝΟΥΗΛ»

 

Αγάπη και μίσος ζουν πλάγι πλάγι στην καρδιά μας. Με την ίδια δύναμη μισούμε κι αγαπούμε, και κάποτες από τη μια ώρα στην άλλη αγαπούμε ή μισούμε.

ΨΥΧΑΡΗΣ «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ»

 

Ποιος εις τον κόσμον φάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει,

 ποιος δεν την εδοκίμασε; ποιος δεν τήνε ξετρέχει;

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ «ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ»

 

Αν κάποιος ανεκάλυψε την αγάπη, (…) αυτός ο κάποιος είναι ο άνθρωπος. Την ανεκάλυψε σε πείσμα του Θεού!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ «ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ»

   

Πρώτες και πάλι πρώτες αγάπες! Τίποτις δε σας ξεπερνά. Μένετε πάντα μέσα στο νου μας, όσο κι αν γεράσουμε, όσο κι αν πάθουμε, κι αχτινοβολάτε απάνω στην άχαρη τη ζωή μας.

ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ «ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»

 

Όποιος αγαπάει ένα πουλί, ένα άστρο, ένα παιδί, αυτός πάντα του βλέπει όμορφα όνειρα κι ο κόσμος γίνεται όμορφος ως πέρα απ’ τον ύπνο του, ως πίσω απ’ τα κλεισμένα μάτια του, ως μέσα στο πιο άγνωστο χαμόγελό του.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΑΡΤΑΪΤΟΥΣ»

 

Στη φθαρτή, θνητή σάρκα του ανθρώπου, στη σύσταση του υλικού κόσμου, η γοητεία της αγάπης μπορεί να διαθέσει κατά τέτοιο τρόπο τα μόρια, ώστε τα σώματα να καταστούν πυρίμαχα, αδιάβρωτα στο νερό, ανθεκτικά σε όλων των ειδών τα σκληρά κτυπήματα.

Εφ’ όσον υπάρχουν μάνες που γεννάν, μη φανταστείτε ποτέ ότι το μίσος μπορεί να είναι ισχυρότερο από την αγάπη.

ΝΙΚΟΣ Γ. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ «ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΡΣΗΣ»

.

Γνώση, μάθηση, ικανότητα, λόγος, σοφία, είναι άδικα και μάταια όταν δεν τα καθιστά πλατιά, ευρύχωρα η αγάπη, η αδελφότητα του ενός προς τον άλλο.

ΝΙΚΟΣ Γ. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ «Ο ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ»

 

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ “ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ” από τις “ΤΡΙΛΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ” (1928)

 

Η αγάπη των άλλων είναι μια συνέπεια φυσική που απλώς σου δείχνει πως η αγάπη σου, δηλαδή η δύναμή σου, είναι αλώβητη. Μ’ αγαπάνε σημαίνει μπορώ ν’ αγαπώ.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ “ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

Συχώρα με, αγάπη μου,
που ζούσα πριν να σε γνωρίσω…

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ «ΣΥΓΧΩΡΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑ ΠΡΙΝ ΝΑ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΩ»

 

Όχι αυτήν δεν θέλω αυτήν, όχι

την ελεήμονα αγάπη που την ξανακερδίζει

η παλάμη σου αμέσως μόλις πέσει στη δική μου.

Την άλλην θέλω, εκείνην την άλλην την άλλη

την παράφορη που τρέφεις για κάποιον άλλον

πάλι εσύ και ικετεύεις

να σου δανείσει την αγάπη του.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ «ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ»

 

Δεν υπάρχει χειρότερη φυλακή απ’ το φόβο να μην πληγώσουμε κάποιον που μας αγαπά.

Η εμπειρία με δίδαξε ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο δύσκολο απ’ το ν’ αγαπάς κάποιον. Μιλάμε για δουλειά, για μεροκάματο, αληθινό μεροκάματο, κι ένας θεός μόνο ξέρει ότι δεν υπάρχει άλλη λέξη να το περιγράψει.

ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ «Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΡΙΛΚΕ» μετάφραση Α. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι.

Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει. εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται.

νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ
από την «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α΄13»
Βικιθήκη


Ο Zbigniew Preisner μελοποιεί την «Επιστολή προς Κορινθίους Α΄13»
δημιουργώντας έναν αξεπέραστο ύμνο προς την αγάπη

 

 

 

μια ιστορία αγάπης

13/02/2011

Η αυτοκράτειρα Ευδοκία γεννήθηκε στην Αθήνα -Αθηναΐς ήταν το κανονικό της όνομα- και ήταν κόρη του φιλόσοφου Λεόντιου. Η ιστορία της μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι. Αισθάνθηκε αδικημένη από την κληρονομιά που της άφησε ο πατέρας της και για να βρει το δίκιο της, έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη, όπου μέσω μιας γνωριμίας με την Πουλχερία, που ήταν αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄, έφτασε να παντρευτεί το Θεοδόσιο και να γίνει αυτοκράτειρα!


Αυτοκράτειρα Ευδοκία

Πώς όμως η Πουλχερία τη διάλεξε για νύφη του αδελφού της; Περιγράφει η ίδια τα προσόντα της νεαρής Αθηναΐδος:

«Ηύρον νεωτέραν καθαράν, εύστολον, λεπτοχαράκτηρον, εύρινα, ασπροτάτην ωσεί χιών, μεγαλόφθαλμον, υποκεχαρισμένην ουλοξανθόκομον, σεμνόποδα, ελλόγιμον, Ελλαδικήν παρθένον».

«ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ»
από το βιβλίο της Ι. Τσάτσου «ΑΘΗΝΑΪΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

Αυτά συνέβησαν το 421. Η «ασπροτάτη ωσεί χιών» Αθηναΐς ασπάσθηκε το χριστιανισμό, έλαβε το όνομα Ευδοκία και στη συνέχεια παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Η κοινή συζυγική τους ζωή κράτησε μέχρι το 441 ή λίγο αργότερα γιατί η Ευδοκία…

«Κατηγορήθηκε ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον μάγιστρο των θείων οφικίων και παιδικό φίλο του αυτοκράτορος Παυλίνο, ο οποίος καθαιρέθηκε, εξορίσθηκε και λίγο αργότερα (444) θανατώθηκε ύστερα από εντολή του Θεοδοσίου, ενώ η αυτοκράτειρα υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στα Ιεροσόλυμα (443), όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της (460), επιδιδόμενη σε αγαθοεργίες.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Εκδοτική Αθηνών 1978


Θεοδόσιος Β΄

Υπήρξε όμως ποτέ αυτός ο ερωτικός δεσμός ή ήταν μια «βυζαντινή» συνωμοσία που εξύφανε ο ευνούχος πριμικήριος και κατόπιν σπαθάριος Χρυσάφιος, άνθρωπος με έντονη επιρροή πάνω στον άβουλο αυτοκράτορα; Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους δεν ασχολείται με αυτό το ερώτημα. Αφιερώνει όμως αρκετές σειρές στη θετική συμβολή της Ευδοκίας. Έργα της θεωρούνται το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης -μεγάλης σημασίας γιατί αναγνωριζόταν για πρώτη φορά ο ελληνικός πολιτιστικός χαρακτήρας της Κωνσταντινούπολης- και ο Θεοδοσιανός κώδικας.

Η Ιωάννα Τσάτσου στο βιβλίο της «Αθηναΐς»  αν και στην αρχή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπήρξε κάτι μεταξύ της Ευδοκίας και του Παυλίνου, στη συνέχεια υποστηρίζει το ενδεχόμενο της σκευωρίας:

Η Πουλχερία φανερά πια την αντιπαθεί. Γιατί;
Είναι εκείνη η παλιά διάδοση ότι αγαπά τον Παυλίνο αληθινή; Ποιος ξέρει; Όμως αυτή η καθημερινή παρουσία εκείνου κοντά στην Άνασσα της είναι δυσάρεστη. Το έχουν καταλάβει οι ευνοούμενοί της και καθημερινά σταλάζουν δηλητήριο στην ανήσυχη σκέψη της. -«Αργά πολύ αργά πέρασε χτες από το ονοπόδιο ο μάγιστρος.» «-Πού ήταν;» -«Πάλι στης Αυγούστας Ευδοκίας.» Και η Πουλχερία ακούει χωρίς να ρωτά. Είναι το έργο της Αθηναΐδος που παίρνει διαστάσεις γιγάντιες;
(…..)

το μήλο που έφερε την καταστροφή

 Μια μέρα ξεσπάει το κακό. Παράλογο, ανόητο, φριχτό, όπως συμβαίνει πάντα. Γιορτάζονται τα Θεοφάνεια. Ο Αύγουστος πάει στην εκκλησιά μόνος με την ακολουθία του, γιατί ο μάγιστρος Παυλίνος έχει δυνατούς πόνους στο πόδι του και είναι υποχρεωμένος να μένει ακίνητος. Κάποιος φτωχός στο δρόμο προσφέρει στον άνακτα ένα πελώριο μήλο της Φρυγίας. Ο καρπός κάνει εντύπωση στο Θεοδόσιο και στην ακολουθία του. Ο βασιλιάς το αγοράζει και ερωτευμένος πάντα το στέλνει στη βασίλισσα. Εκείνη πάλι γνωρίζοντας πως ο Παυλίνος είναι άρρωστος, το στέλνει σ’ αυτόν. Και ο Παυλίνος το θαυμάζει τόσο που θέλει να το θαυμάσει και ο Θεοδόσιος. Μη γνωρίζοντας την προέλευσή του, αθώος, το στέλνει στον αυτοκράτορα.
Ποιος είναι κοντά στο βασιλά εκείνη τη στιγμή; Ποιος, όταν τον βλέπει ταραγμένο, χαμογελά πονηρά; Ποιος είπε τη φράση: «Έκανε τον άρρωστο ο Παυλίνος για να μείνει κοντά στην Αυγούστα; Ο Χρυσάφιος; Άνθρωπος της Πουλχερίας;
Ένα θολό μαύρο σύννεφο καλύπτει την κρίση και το νου του Θεοδόσιου, ένα μαύρο σύννεφο τυλίγει την φωτεινή γυναίκα που τόσο αγάπησε. Εισβάλλουν αδυσώπητες οι Εριννύες, η υποψία, η ζήλεια. Δε θα τον αφήσουν πια.
Καλεί την Αυγούστα Ευδοκία και με ύφος ιεροεξεταστού την ρωτά: «Τι έκανες το μήλο που σού στειλα;» Εκείνη ήσυχα απαντά «Παυλίνω τω πιστοτάτω ημών δέδωκα»¹. Την κοιτάζει μ’ εκείνα τα φιλύποπτα μάτια του σαν να τη βλέπει για πρώτη φορά, βέβαιος πως έχει διαπράξει το αίσχιστο έγκλημα. Κι εκείνη νιώθει την υποψία σαν ύβρη, την άμυνα σαν ξεπεσμό. Πώς όλοι είναι τόσο μικροί; Πώς είναι δυνατόν να έχουν τέτοιες σκέψεις για κείνην, την Αυγούστα, τη χριστιανή; Όμως θέλει να πείσει τον άντρα της, πως είναι αθώα. Δεν είναι δυνατόν μια ανόητη παρεξήγηση να διαλύσει την ευτυχία τους, την εμπιστοσύνη τόσων χρόνων.
Μα τα συμφέροντα είναι μεγάλα και οι εχθροί της αγρυπνούν. Το ‘χουν καλά καταστρώσει το σχέδιο της καταστροφής της. Καθημερινά σκαλίζουν την τραυματισμένη ψυχή του Θεοδόσιου με καινούριες υποψίες. Μικρές φράσεις σιγανές ψιθυρίζονται γύρω του, δήθεν για να μην τις ακούει:
-«Γι’ αυτό σαν έλειπε η Αυγούστα είχε εξαφανιστεί ο Παυλίνος».
-«Τους είδαν μαζί στο μέγαρο του Λαύσου…».
Μαύρη η ζωή του αυτοκράτορα. Δε μπορεί πια να λογικευθεί. Δε μπορεί να σκεφθεί απλά πως ο Παυλίνος ένοχος δε θα ‘στελνε ποτέ το μήλο σ’ εκείνον τον ίδιο.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ «ΑΘΗΝΑΪΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

¹Η Ι. Τσάτσου εμπιστεύεται τη μαρτυρία του Γεωργίου Κοδινού, όμως άλλοι χρονικογράφοι ισχυρίζονται πως η Ευδοκία απάντησε «το έφαγα», εκδοχή που η Ι. Τσάτσου απορρίπτει γιατί θεωρεί πως είναι αδύνατο μια τόσο έξυπνη γυναίκα να έχει δώσει μια τόσο αφελή απάντηση.

.

Η ανάρτησή μας όμως δεν τελειώνει εδώ, γιατί ο Καραγάτσης στο μυθιστόρημά του ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ «απογειώνει» την ιστορία, στήνοντας ένα «ουράνιο» δικαστήριο στα πρόθυρα του Παραδείσου -με κριτές τους αγίους- που γίνεται για να αποφασιστεί αν η Ευδοκία είναι άξια να διαβεί τις πύλες του Παραδείσου ή πρέπει να περάσει την υπόλοιπη αιωνιότητα στην κόλαση. Η όλη σύλληψη είναι πραγματικά μεγαλοφυής -αντάξια ενός Καραγάτση-, αυτό όμως που καθηλώνει τον αναγνώστη είναι το απροσδόκητο, συγκινητικό μα και «αιρετικό» τέλος:

ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Πώς μιλάς έτσι; Αφού πήρες ψεύτικον όρκο! Αφού αποδείχτηκε πως πήρες ψεύτικον όρκο!
ΕΥΔΟΚΙΑ: (κατεβάζει το κεφάλι): Έχεις δίκιο! Πήραν ψεύτικον όρκο.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Γιατί το ‘κανες αυτό;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Κι αν σου ‘λεγα την αλήθεια, θα την πίστευες; Θα πίστευες πως το μήλο που μου χάρισες, το χάρισα στον Παυλίνο χωρίς να είμαι ερωμένη του;
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: (σκύβει το κεφάλι): Όχι, δεν θα το πίστευα. Πώς γινόταν ένα δώρο που σου έκανα εγώ, ο σύζυγός σου, να το χάριζες σ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσες;
ΕΥΔΟΚΙΑ: (ήρεμα): Είπα πως δεν ήμουν ερωμένη του Παυλίνου, κι όχι πως δεν τον αγαπούσα…
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Ώστε ομολογείς;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Σε τούτο το Δικαστήριο, μπορεί να μείνει τίποτα κρυφό; Δεν ομολογώ, μα παραδέχομαι εκείνο που όλοι γνωρίζουν (δείχνει τους αγίους).
(…)
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ (στην Ευδοκία): Γιατί δεν μου είπες την αλήθεια εξ αρχής; Θα καταλάβαινα…
ΕΥΔΟΚΙΑ: Όχι, δεν θα καταλάβαινες. Σου ήταν αδύνατο να παραδεχτείς πως αγαπούσα τον Παυλίνο χωρίς να είμαι ερωμένη του. Σου ήταν αδύνατο να παραδεχτείς πως αγαπούσα τον Παυλίνο…
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Ναι, μου ήταν αδύνατο. Τι κι αν εξουσίαζα το κορμί σου δίχως την ψυχή σου;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Αν δεν ήσουν αυτοκράτορας, θα γύρευα διαζύγιο και θα παντρευόμουνα τον Παυλίνο. Τη δική μου πορφύρα ήμουν πρόθυμη να την θυσιάσω για να χαρώ το μεγάλο και μοναδικό έρωτά μου. Το δικό σου όμως στέμμα, Θεοδόσιε; Τι χτύπημα για την αυτοκρατορική σου μεγαλειότητα!
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Κάτι τέτοιο δεν θα επέτρεπα ποτέ όχι μόνο να γίνει, μα ούτε να μαθευτεί. Θα έπαιρνα όλα τα μέτρα για να μη μαθευτεί.
ΕΥΔΟΚΙΑ: Τα ξέρω τα μέτρα: κάποια αρρώστια, κάποιο δυστύχημα, που θα ‘στελνε στον τάφο τον άνθρωπο που αγαπούσε η γυναίκα σου, η αυτοκράτειρα… Να, γιατί πήρα ψεύτικον όρκο: για να σώσω τη ζωή του Παυλίνου.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Δεν το κατάφερες.
ΕΥΔΟΚΙΑ: Δεν το κατάφερα. Μου τον σκότωσες…
Η Ευδοκία ξεσπάει σε λυγμούς. Οι άγιοι σιωπούν φανερά συγκινημένοι.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: (στην Ευδοκία): Τόσο πολύ τον αγαπούσες;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Τόσο πολύ!
(…)
ΠΑΥΛΟΣ: Η αμαρτία. Υπάρχει η αμαρτία…
Ο Βάκχος πετάγεται και τον αντικόβει.
ΒΑΚΧΟΣ: Άκου, άγιε Παύλο μου. Χριστιανός είσαι κι εσύ όπως εγώ· άγιος είσαι, όπως είμαι. Τα ίδια που μας δίδαξε ο Ιησούς πιστεύεις και πιστεύω. Μα εσύ γεννήθηκες στην Παλαιστίνη κι εγώ στην Ελλάδα. Για μας τους Έλληνες, η ομορφιά δεν είναι αμαρτία· από την ομορφιά δεν μπορεί να εκπηγάσει αμαρτία. Η ομορφιά εξαγνίζει τα πάντα. Η ομορφιά, κι ο έρωτας που την παραστέκει…
Ο έρωτας… Τούτος ο λόγος, ο ολότελα ασυνήθιστος εκεί πάνω, έκανε τη χορεία των αγίων να συγκλονιστεί από ρίγος μυστικό. Όλα τα μάτια, συνεπαρμένα, κοιτούσαν μακριά, κάποιο όραμα αόρατο. Ο Παύλος κατάλαβε πως έχασε τη μάχη.
ΠΑΥΛΟΣ: Δεν επιμένω στο κατηγορητήριο. Οι πύλες του Παραδείσου ας ανοίξουν για την Ευδοκία…
Η νεκρή αυτοκράτειρα πάλι χαμογέλασε πικρά· κι είπε:
ΕΥΔΟΚΙΑ: Δεν είμαι πια η Ευδοκία· δεν είμαι πια αυτοκρατόρισσα. Είμαι η Αθηναΐς, η θυγατέρα του φιλόσοφου Λεόντιου του εθνικού, του Αθηναίου. Η Αθήνα που με γέννησε κι έθρεψε με τα νάματα του υπέρτατου και γαλήνιου στοχασμού της, του διαπνεόμενου απ’ τη λατρεία του Κάλλους, με καλεί ξανά στο μεθυστικό πανηγύρι της πνευματικής λευτεριάς. Θεοί μου είναι η Αφροδίτη, ο Απόλλων κι ο Διόνυσος. Ο θάνατος δεν μπορεί να χωρίσει δυο ψυχές που κοινώνησαν στην πανάγιαν αμαρτία του Κάλλους και του Έρωτα. Η θέση μου, για την αιωνιότητα, είναι κοντά σ’ εκείνον· κι η θέση εκεινού είναι κοντά στα μεγάλα κι ελεύθερα πνεύματα που έπλασαν το μοναδικό πολιτισμό των ανθρώπων. Βάκχε, Βάκχε, Ίακχε! Ιού! Ιού! Ευοί ευάν! (στον Παυλίνο). Έλα καλέ μου! Πάμε.
Πέρασε η Αθηναΐδα το χέρι της στη μέση του Παυλίνου· εκείνος αγκάλιασε τους θεϊκούς ώμους της. Και με περπατησιά αργή, σταθερή και ήρεμη πήραν το δρόμο που οδηγεί στην Κόλαση.
Οι άγιοι, άφωνοι, παρακολούθησαν το μισεμό τους. Κι άξαφνα σηκώθηκαν όλοι μαζί· και με μάτια δακρυσμένα, χέρια σειναμένα ξέσπασαν σε φωνή μυριόστομη:
-Κατευόδιο, Ομορφιά! Ώρα καλή, Κάλλος! Κάθε ευτυχία σού ευχόμαστε, Λευτεριά: Την ευκή μας να έχεις, Έρωτα!
Ο Βάκχος, πεσμένος μπρούμυτα σ’ ένα σύννεφο, έκλαιγε με λυγμούς.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ «ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ


Η Πουλχερία ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αδελφό της αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄-μέχρι που τέθηκε στο περιθώριο λόγω της ισχυρής επιβολής στον αυτοκράτορα του ευνούχου Χρυσάφιου. Στην Πουλχερία οφείλονται τα σκληρά μέτρα που έλαβε ο Θεοδόσιος Β΄εναντίον εθνικών, αιρετικών και Ιουδαίων. Επι των ημερών της παντοδυναμίας της συνέβη το 415 στην Αλεξάνδρεια η δολοφονία της Υπατίας.

το άλογο που μιλάει

10/02/2011

Ο Βασίλης Ξανθόπουλος έλεγε για τις εξισώσεις της γενικής σχετικότητας: «είναι όμορφες γι’ αυτό πρέπει να λύνονται».
Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε για μερικές ιστορίες: «είναι όμορφες γι’ αυτό πρέπει να λέγονται ή να διαβάζονται»· έστω και αν δεν έχουν σχέση με την επικαιρότητα, όπως η σημερινή ιστορία που αναφέρεται στο άλογο του Αχιλλέα και προέρχεται από το βιβλίο της Ζακλίν ντε Ρομιγί «Τα ρόδα της μοναξιάς»:

…ένα ομηρικό επεισόδιο που πάντοτε έβρισκα συγκλονιστικό· είναι η στιγμή που το άλογο του Αχιλλέα αποκτά μ’ ένα θαύμα το δώρο του λόγου για κείνη τη μοναδική φορά και αναγγέλλει στον ήρωα τον επικείμενο θάνατό του. Η διάλεξη είχε τον τίτλο «Ένα άλογο που μιλά».
Δεν θα ‘θελα να το επαναλάβω για μια ακόμη φορά αλλά το κείμενο είναι μέσα μου, αποτελεί μέρος του εαυτού μου.
Το χωρίο είναι τόσο συγκινητικό και το επεισόδιο τόσο σπάνιο! Σχεδόν δεν υπάρχουν θαύματα στην εποποιία του Ομήρου. Αλλά όταν υπάρχουν, πρόκειται για περιστάσεις μεγάλης σημασίας· τα πάντα συνηγορούν στη μοναδικότητα του γεγονότος.


«Ο Θρίαμβος του Αχιλλέα», Κέρκυρα (Αχίλλειο) 
έργο του Αυστριακού καλλιτέχνη Franz Matsch

Πρέπει εξαρχής να το επισημάνουμε. Το ζευγάρι των αλόγων που ζεύει στο άρμα του ο Αχιλλέας δεν είναι τυχαίο· αποτελείται από δύο διάσημα άτια, το ένα μάλιστα με θεϊκή καταγωγή, που έλαβε ως γαμήλιο δώρο η θεά Θέτις όταν παντρεύτηκε τον θνητό Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα. Εμφανίζονται σε διάφορες περιπτώσεις στην Ιλιάδα και μία μόνο φορά, το ένα από αυτά τα δύο άλογα, για τούτη μόνο τη μοναδική περίσταση, ευλογείται με το δώρο του λόγου και αναγγέλλει το μέλλον: αρχίζει να το προμαντεύει ενόσω ο Αχιλλέας, ο οποίος απείχε καιρό πολύ από τις μάχες, ετοιμάζεται να βγει πάλι να πολεμήσει. 
(…) Κι αίφνης, όλα είναι εκεί, ολόκληρο το θαύμα αυτού του κειμένου. Το άλογο απευθύνεται στον Αχιλλέα τη στιγμή που ετοιμάζεται για τη μάχη και του ανακοινώνει τον επικείμενο θάνατό του. Ο Όμηρος τον έχει ήδη προαναγγείλει και μάλιστα επανειλημμένα. Το άλογο όμως εκφράζεται με δύναμη κι αναφέρεται σ’ ένα μέλλον άμεσο. Κι αυτό μετράει! Φυσικά, πρέπει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε ότι το ομηρικό ποίημα δεν φτάνει ως τη στιγμή του θανάτου του Αχιλλέα. Άρα ο χαρακτήρας του Αχιλλέα θα πρόβαλλε μόνο την οργή του, τη βία, τη μνησικακία του. Στον αναγνώστη θα επιβαλλόταν η εικόνα του άνδρα που σκότωσε τον Έκτορα και που με τόση ωμότητα μεταχειρίστηκε το κορμί του ηττημένου αντιπάλου του. Επομένως, η συνταρακτική αναγγελία του επερχόμενου θανάτου του επαναφέρει μιαν ισορροπία μέσα στο ποίημα. Αποδίδει στον Αχιλλέα την αδυναμία του ως απλού θνητού. Η ίδια εντύπωση δημιουργείται όταν, στο τέλος του ποιήματος, ο γηραιός βασιλιάς της Τροίας επικαλείται μπροστά στον Αχιλλέα αυτόν τον πιθανό θάνατο που θα βυθίσει στο πένθος έναν γέροντα πατέρα. Η τραγωδία του θανάτου συνδέεται πάντοτε με το θρίαμβο της νίκης. Ο οίκτος, πάντοτε, έρχεται να αναμιχθεί με το μεγαλείο.

Τον λυπούνται τα άλογά του τον Αχιλλέα! Το ζώο που μιλά, μιλά με την ελπίδα να συγκρατήσει τον κύριό του. Διότι είναι δεμένα μαζί του, όπως είναι φυσικό, με μακρόχρονους και στενούς δεσμούς. 
Έχουν ήδη δείξει με τρόπο συγκινητικό τον οίκτο τους σ’ ένα προηγούμενο επεισόδιο: ο Αχιλλέας τα είχε δανείσει στο φίλο του, τον Πάτροκλο, και να που ο Πάτροκλος έχει μόλις σκοτωθεί στη μάχη. Έχουμε ήδη λοιπόν στην αφήγηση, αν όχι ένα πρώτο θαύμα, κάτι πολύ κοντινό του· διότι μπροστά σ’ αυτή τη συμφορά που δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν, τα άλογα -και τα δύο τούτη τη φορά- κλαίνε, μας λέει ο Όμηρος.
Δεν θυμάμαι πια αν τα περιγράφει να σκύβουν τα κεφάλια μες στην οδύνη τους: έτσι τα βλέπω πάντως εγώ. Κι ακόμη και σήμερα, χρόνια αφότου μίλησα για το απόσπασμα αυτό, να που ξαναβρίσκω, χωρίς να χρειάζεται ν’ ανακαλέσω καμία λεπτομέρεια, την αίσθηση αυτού του οίκτου που καταλαμβάνει τα δυο άλογα και διογκώνεται, σαν μια φυσαλίδα που σιγά σιγά πλαταίνει την καρδιά και την πλουτίζει.


Ζακ Λουί Νταβίντ «Ο θυμός του Αχιλλέα»

…το φως του μικρού θαύματος με το άλογο που μιλά είναι όλο στραμμένο προς τον Αχιλλέα, στην ανδρεία και στον επερχόμενο θάνατό του. Ήδη μέσα στο κείμενο -να μην το ξεχνάμε αυτό-, σ’ εκείνον απευθύνεται το άλογο κι εκείνος θα αποκριθεί. Προφανώς η απάντησή του συμπεριλαμβάνεται στην ολοζώντανη ανάμνηση που έχω από το απόσπασμα αυτό και γι’ αυτό στοιχειώνει το παρισινό μου απομεσήμερο, ξεκινώντας από μιαν αόριστη αναπόληση ενός γνωστού κειμένου, που είχα πάψει πια να σκέφτομαι.
Διότι ο ήρωας με τα φοβερά μένεα αποκρίνεται με σπάνια απλότητα. Δεν θυμάμαι ακριβώς την απάντησή του και δεν θέλω να πάω να την εξακριβώσω. Έχω μόνο συγκρατήσει ότι ξεστομίζει ελάχιστα λόγια, αποδεχόμενος ανεπιφύλακτα τη μοίρα που τον περιμένει. Αυτή η αποδοχή κλείνει τη ραψωδία κι είναι βραχύτατη. Θυμάμαι ένα στίχο που λέει: «Το ξέρω κι από μόνος μου, η μοίρα μου είναι να πέσω εδώ, μακριά από τον πατέρα και τη μάνα μου». Το θαύμα του αλόγου που μιλάει, που θα ‘πρεπε να ‘ναι μια προειδοποίηση για να αποθαρρύνει τον ήρωα, δεν αλλάζει τίποτε σ’ αυτά που ήξη ξέραμε, σ’ ό,τι ήξερε ο ίδιος, ούτε στη σταθερή απόφασή του να πάει να πολεμήσει και να πεθάνει στη μάχη.
Εδώ είμαι, στο μεγάλο, σιωπηλό μου καθιστικό. Αυτή η ευγένεια ευφραίνει την καρδιά μου σαν μια μεγάλη ανάσα οξυγόνου. Και σε μένα θα μπορούσαν ν’ αναγγείλουν τον επικείμενο θάνατό μου: δεν θα πάω στον πόλεμο αλλά είμαι πια πολύ μεγάλη και ξέρω ότι κάθε στιγμή το τέλος πλησιάζει: «Το ξέρω κι από μόνος μου…» Δεν έχω όμως τίποτε να θυσιάσω εγώ -ούτε νιάτα, ούτε ανδρεία, ούτε μέλλον. Η αποδοχή του Αχιλλέα έχει λοιπόν μια τελείως άλλη αξία. Κι αν τα δυο άλογα λύγισαν από οίκτο και οδύνη, εμένα, αντίθετα, νομίζω ότι με βοήθησε και μου χάρισε κουράγιο. Όταν κάνει πάταγο, ο ηρωισμός κινδυνεύει να μας φανεί πολύ μακρινός, όταν όμως είναι απλός και προσιτός μας αφήνει έκθαμβους. Δεν λυπάμαι καθόλου σαν σκέφτομαι το θάνατο του Αχιλλέα, παρ’ όλη τη θλίψη των αλόγων. Είναι για μένα η επιβεβαίωση αυτού που ήθελα πάντοτε να πιστεύω: ότι ο άνθρωπος, με όλα τα όρια και τις ατέλειές του, μπορεί να είναι αξιοθαύμαστος. Μπορεί ν’ αντιδράσει κατά τις προσδοκίες μας και πέρα ακόμη απ’ αυτές, μπορεί να είναι μια παρουσία ταυτόχρονα φιλική κι απίστευτα ανώτερη· είναι επομένως δυνατόν να μας κάνουν να νιώθουμε πως θα πεθάνουμε και συνάμα πως η ζωή είναι ωραία.

ΖΑΚΛΙΝ ΝΤΕ ΡΟΜΙΓΙ «ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ»
Εκδόσεις ΣΥΝΑΨΕΙΣ

Η Ζακλίν ντε Ρομιγί πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 2010 σε ηλικία 97 ετών. Το απόσπασμα στο οποίο αναφέρεται (ραψωδία Τ, 356-424) υπάρχει εδώ σε μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη (1851-1935), εδώ σε μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά (1825-1896) και εδώ σε μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957). Και βέβαια αναμένουμε την ολοκλήρωση της μετάφρασης του Μαρωνίτη. Σχετικό είναι και το ποίημα Τα άλογα του Αχιλλέως του Κ. Καβάφη.

Τελειώνοντας την ανάρτηση, ας θυμηθούμε και ένα ακόμη άλογο που προκάλεσε συγκίνηση, «Το άλογο που κλαίει», μια ταινία του 1957, που παίχτηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους το 1980 και σάρωσε σε εισπράξεις. Αξέχαστη φυσικά σκηνή της ταινίας, η σκηνή όπου ο άκαρδος χωρικός χτυπάει το άλογό του και το αναγκάζει να κλάψει.  

 

 

Οι εικόνες της ανάρτησης αντλήθηκαν από τις ιστοσελίδες:

http://www.hellenica.de/Griechenland/ModerneLiteratur/GR/Kavafis/TaAlogaTouAchilleos.html
http://www.digital-camera.gr/index.php?option=photos&action=view&photo_id=28290
http://users.sch.gr/pchaloul/rococo-neoclassic/neoclassic/David.htm