Μετά τη νοσηλεία του στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο ο Μίκης Θεοδωράκης οδηγήθηκε ξανά στη Μακρόνησο.
Μας έβαλαν επάνω στο Τζέιμς, όρθιους, εγώ με τις πατερίτσες, γύρω γύρω ήταν οι φρουροί, και φεύγουμε προς Λαύριο. Καθώς πήγαιναν λοιπόν εκεί στην Κερατέα, ξέραν αυτοί το δρομολόγιο, το πηγαίνει ο σοφέρ και το βάζει κάτω από σκιά γιατί ήταν 40 βαθμούς κι εμείς χωρίς νερό, χωρίς τίποτα. Έρχεται ο λοχίας, ένα κάθαρμα, λέει, βάλ’ τους να είναι στον ήλιο. Κάνει όπισθεν λοιπόν, ο ήλιος από πάνω, να διψάμε τώρα εμείς, και περιμέναμε σαν τα αρνιά που τα πηγαίνουνε στο σφαγείο. Αυτοί τρώγαν μέσα εντωμεταξύ, και τότε ανοίγει η πόρτα και έρχεται ένας στρατιώτης ο οποίος κρατούσε μια κανάτα και μας έδινε ένα ποτήρι, πιες συνάδελφε, πιες συνάδελφε, στην υγειά σας, είμαι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Έτσι τον γνώρισα τον Μπιθικώτση.
Ο Μίκης Θεοδωράκης διηγείται ένα ακόμη περιστατικό με τον βασανιστή του, τον Λόρη, τον άνθρωπο που του έβγαλε το γόνατο.
Αυτός ήταν θηριώδης, ήταν παλαιστής φαίνεται ή κάτι τέτοιο, και έβγαζε χέρια κυρίως. Πόδια δεν μπορούσε να βγάλει αλλά όταν είδε εμένα να έχω τόσο μεγάλο πόδι, σου λέει… και πέσανε πάνω μου πολλοί και αυτός κατάφερε να μου βγάλει το πόδι.
Όταν γύρισα δεύτερη φορά στη Μακρόνησο, είχα πάει στη σκηνή του φίλου μου, του Πασαλάρη του Χρήστου, που ήταν ψηλά, και πίναμε το καφεδάκι μας και πέρασε η ώρα, δεν υπολόγισα εγώ πόση ώρα θα κάνω να κατέβω κάτω με την πατερίτσα μέχρι τη σκηνή μου γιατί μετά το σιωπητήριο αυτοί βγαίναν έξω και όποιον πιάναν τον χτυπάγανε και τον κλείναν μέσα όλη την ημέρα χωρίς νερό. Κατέβαινα κάτω λοιπόν, είχε νυχτώσει πια, και να ο Λόρης με τους άλλους. Με βλέπει λοιπόν, με γνώρισε, και μου λέει με κάποιο ενδιαφέρον, θα μείνεις κουτσός; Λέω τώρα τι να του πω; Να του πω ναι, μπορεί να θυμώσει και να μου βγάλει και το άλλο πόδι. Λέω για να τον καθησυχάσω, α πα πα πα, καθόλου, θα γίνω καλά. Λέει στους άλλους, φύγετε. Σκέφτομαι τι θέλει τώρα αυτός; Μένουμε οι δυο μας. Μου λέει θέλεις να σε κεράσω ένα γιαούρτι; Και μπαίνουμε στη σκηνή των βασανιστών. Ήταν μια ειδική σκηνή, μια λέσχη. Το βράδυ αυτοί πίνανε κιόλας, και χασίσι και τέτοια γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν δουλειά αυτοί αν δεν ντοπαριζόντανε. Ιδιαίτερα όταν περιμένανε αποστολή, τότε ήταν τελείως «φτιαγμένοι». Λοιπόν εκεί μέσα καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι, παρήγγειλε δύο γιαουρτάκια, εγώ περίμενα πώς και πώς να το φάω, πριν προλάβω όμως να βάλω μπουκιά, βλέπω τον Λόρη να σκύβει το κεφάλι του κάτω, σχεδόν να κλαίει και να λέει «δεν μπορώ άλλο, δεν υποφέρω άλλο». Γιατί; Τον ρωτάω. Μου λέει «δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή». Του λέω «άκουσε εδώ, είσαι κοτζάμ άνδρας, μη κάνεις έτσι, θα περάσει και αυτό…» (γέλια).
Μετά από χρόνια συνέβη κάτι ακόμα:
Μου λέει ο Μπιθικώτσης μια μέρα, ξέρεις Μίκη, είδα τον Λόρη στον Πειραιά, ήτανε χάλια, ένα ερείπιο, τον λυπήθηκα και του έβγαλα ένα μηνιάτικο, διακόσιες δραχμές, δε δίνεις και συ κάτι; Πάρε κι εκατό δραχμές από μένα για τον Λόρη…
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
από την εκπομπή ΣΤΑ ΑΚΡΑ της Βίκυς Φλέσσα
ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΕΧΕΙ ΚΑΗΜΟ
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης