Ο χάρτης του Πόντου είναι από το
http://republic-pontus.blogspot.gr/2010_09_01_archive.html
Ο Χρήστος Ηλιάδης περιγράφει πώς το 1916 είδε τον πατέρα του και τους τρεις αδελφούς του να φεύγουν από το ελληνόφωνο χωριό του Πόντου, Αχουρλή (έξω από τα Κωτύωρα), για τα “Τάγματα Εργασίας”:
Ήμουν πολύ μικρός, περίπου 5 ετών, και μόλις το ενθυμούμαι.
(…) Ξαφνικά η γη άρχισε να τραντάζεται και τα σκυλιά του χωριού μας άρχισαν τα ασταμάτητα γαυγίσματα.
(…) Σε λίγο είδαμε πολλούς Τούρκους καβαλάρηδες να φθάνουν στο χωριό μας και να μας περικυκλώνουν. Ήταν Τούρκοι στρατιώτες και χωροφύλακες και, όπως μάθαμε αργότερα, μαζί τους ήταν και Γερμανοί αξιωματικοί. Ένας τελάλης φώναζε το άσχημο μήνυμα. Όλοι οι άνδρες από 15 ως 60 ετών, θα έπρεπε την άλλη μέρα πολύ πρωί να μαζευτούν στη μέση του χωριού. Ο καθένας μπορούσε να έχει μαζί του και ένα μικρό μπογαλάκι, διότι δήθεν θα πήγαιναν για μερικές ημέρες να βοηθήσουν τους Τούρκους σε διάφορα έργα.
(…) Σιγά σιγά άρχισαν να απομακρύνονται από το χωριό μας όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι, οι περισσότεροι προστάτες οικογενειών, με σπρωξίματα και τον βούρδουλα στο χέρι των βάναυσων Τούρκων. Στη μοιραία αυτήν αποστολή ήταν και ο πατέρας μου Παναγιώτης Ηλιάδης, και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια μου, ο Λάζαρος, ο Ηλίας και ο Νίκος. Αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ ενόσω ζω και θα το θυμάμαι κάθε στιγμή και πάντα, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και να φύγω από αυτήν την άδικη καμιά φορά ζωή.
(…) Από την αποστολή αυτή των ανδρών του χωριού μας δεν επέζησε κανείς. Ούτε ένας κάτοικος από το Αχουρλή που τον είχαν πάρει με το ζόρι στα “Τάγματα θανάτου”, δεν είδε τα επόμενα χρόνια ξανά, έστω και από μακριά, το χωριό του ή την οικογένειά του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ “ΠΟΝΤΟΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΟΣΑ ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗ ΖΩΗ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ
Λίγο αργότερα πέθανε και η μητέρα του συγγραφέα αφήνοντας ορφανά τα 9 εναπομείναντα παιδιά της.
Ο πατέρας μας και οι τρεις αδελφοί μας δεν έδωσαν πλέον κανένα σημείο ζωής. Κανένας συγχωριανός μας δεν επέστρεψε από τότε που είχαν φύγει με τα «Τάγματα Εργασίας». Ούτε μία είδηση δεν πήραμε για τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ούτε αργότερα και ακόμη μέχρι και σήμερα από τις αρμόδιες τουρκικές αρχές.
Το χωριό μας ερημώθηκε και σιγά σιγά ήλθε ο μαρασμός. Κανένας άνδρας δεν υπήρχε πια να δουλέψει στα χωράφια, κανένας δεν μπορούσε πια να προσφέρει κάτι το ανάλογο π.χ. να διορθώσει τα σπίτια μας, όπως και οι γονείς και οι μεγάλοι αδελφοί μας. Δεν μας έλειπαν μόνον ηθικά και πνευματικά, αλλά και υλικά και χειρωνακτικά.
Μόνο γυναικόπαιδα, γριές και γέροι είχαν απομείνει μέσα στο χωριό μας. Δεν ήταν πλέον δυνατό να μπορέσουμε να ζήσουμε εδώ στο χωριό μας.
Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως έδωσε εντολή όλα τα ορφανά να εγκαταλείψουν τα ορεινά χωριά του Πόντου και να πάνε στις πλησιέστερες παραλιακές πόλες.
Πίσω αφήσαμε ό,τι πολύτιμο υπήρχε στο χωριό μας, τα νεκροταφεία μας με τους τάφους και με τα κόκαλα των προγόνων μας, το μικρό σχολείο μας, τη μικρή εκκλησία μας και όλες τις αναμνήσεις μας, τις χαρές και τις πίκρες.
στα Κωτύωρα
Φθάσαμε στα Κωτύωρα πολύ κουρασμένοι, πεινασμένοι, άυπνοι και βρώμικοι από τη μεγάλη μας ταλαιπωρία 14 και πλέον ωρών πορείας, αγωνίας και ανησυχίας.
Ευτυχώς που όλοι οι αδελφοί Κοτυωρίτες μας βοήθησαν και προσπάθησαν όσο μπορούσε ο καθένας να καταπραϋνουν τους πόνους και τις πίκρες των ορφανών παιδιών.
Κάθε οικογένεια των Κωτυώρων είχε εντολή από την εκκλησία να υιοθετήσει, δηλαδή να αναλάβει να βοηθήσει παίρνοντας στο σπίτι της και από ένα ορφανό παιδί.
Ύστερα από μερικές ημέρες μια άλλη τραγική συμφορά ήλθε και μας βρήκε. Ήλθαν οι Τούρκοι αστυνομικοί και πήραν όλα τα κορίτσια τα ορφανά, άνω των 12 ετών. Ανάμεσα σ’ αυτές ήσαν και οι μεγαλύτερες αδελφές μου η Δέσποινα, η Άννα, η Μαρία και οι τρεις άλλες που δυστυχώς δεν τις θυμάμαι ονομαστικά.
Πέρασε αρκετός καιρός και καμία είδηση δεν είχαμε για τις αδελφές μας. Αργότερα έγινε γνωστό ότι οι άτιμοι και αιμοβόροι Τούρκοι ατίμασαν τα αθώα κορίτσια και μετά τα έριξαν στον γκρεμό. (Λίγο παρακάτω, στη σελ. 130, ο συγγραφέας λέει κάτι διαφορετικό: «Υπάρχει όμως και η πιθανότητα, έτσι λένε άλλοι πρόσφυγες, πράγμα που εφήρμοζαν τακτικά οι Τούρκοι, να τις ανάγκασαν να αλλαξοπιστήσουν και να γίνουν Μουσουλμάνες και μετά να παντρεύτηκαν Τούρκους και έτσι ίσως να γλύτωσαν από το μαχαίρι τους». Μια τρίτη εκδοχή αφηγείται η αδελφή του συγγραφέα, Ευρώπη Μανόγλου, το γένος Ηλιάδου: «Από τα χωριά της πόλης έμαθαν οι θείοι μου, αδέλφια του πατέρα μου Παναγιώτη, πως ήμασταν στα Κωτύωρα και ήλθαν και πήραν μαζί τους τις έξι μεγαλύτερες αδελφές μας. Αργότερα ακούσαμε ότι οι Τούρκοι κατάστρεψαν τα χωριά και όλες τις αδελφές μας τις βιάσανε και τις σφάξανε».)
Έτσι μείναμε τώρα μόνο τα τρία μικρά παιδιά, ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Χαράλαμπος, η μικρότερη αδελφή μου η Ευρώπη και εγώ ο προτελευταίος, ο Χρήστος.
Μια πολυμελής οικογένεια με τόσα παιδιά, πόσο γρήγορα μίκρυνε!
ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ «ΠΟΝΤΟΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ»
Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ
Το τουρκικό όνομα των Κωτυώρων είναι Ορντού
η φωτογραφία είναι από το
http://www.pontos-news.gr/permalink/3321.html
η μαρτυρική πορεία
Τον Αύγουστο του 1917 ρωσικός στόλος κατέπλευσε στα Κωτύωρα με εντολή να παραλάβει τους Έλληνες κατοίκους της πόλης. 3.500 περίπου Πόντιοι κατάφεραν να επιβιβαστούν στα σκάφη με κατεύθυνση τη Ρωσία. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω να περιμένουν -ματαίως- την επιστροφή του στόλου.
Μια ημέρα ήρθαν οι Τούρκοι αστυνομικοί και στρατιώτες και περικύκλωσαν διάφορα σπίτια καθώς και το οικοτροφείο στο οποίο έμεναν περίπου 100 από τα εναπομείναντα παιδιά του Πόντου. Ήταν πάρα πολύ πρωί και μας σήκωσαν διά της βίας από τα κρεβάτια μας, γιατί εκείνη τη στιγμή κοιμόμασταν ακόμη.
Μας έφεραν σε ένα μέρος όπου ήταν και άλλοι συμπατριώτες. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι μελλοθάνατοι, έτοιμοι να βαδίσουμε τον Γολγοθά μας και ήταν άγνωστο ποιος θα επιζούσε από αυτήν την αναγκαστική πορεία και την τραγωδία μας. Ανάμεσά μας ήταν άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε φύλου, γέροντες, άνδρες, γριές γυναίκες, μικρά βρέφη και γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
Ξαφνικά μας διέταξαν να ξεκινήσουμε. Αρχίσαμε να περπατούμε στον λασπώδη ανώμαλο δρόμο, χωρίς να γνωρίζουμε το μέρος που μας πήγαιναν.
Κατά τη διάρκεια της πορείας μας έψαχναν τους ηλικωμένους και τους έπαιρναν ό,τι πολύτιμο είχαν μαζί τους, όπως χρήματα, χρυσαφικά, ρολόγια και όποιο άλλο χρήσιμο πράγμα είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας από τα Κωτύωρα με την ελπίδα να το διασώσουν από τις αρπαγές και τις λεηλασίες των σπιτιών τους από τους Τούρκους ή τους Κούρδους ή να δωροδοκήσουν κανένα Τούρκο…
Βαδίζουμε ανθρώπινα ράκη, αδυνατισμένοι, καμμένοι από τον ήλιο και εξαντλημένοι από τις πολύωρες πορείες… Δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδελφή, ούτε παιδί, ούτε γέροντα, που με τη βία σέρνει το γερασμένο και αδύναμο κορμί του, ούτε ακόμη και μικρό ορφανό παιδί, ανήμπορο και σκελετωμένο από τις κακουχίες.
Έτσι σιγά σιγά το καραβάνι των καταδικασμένων της εξοντωτικής αυτής πορείας ολοένα και λιγοστεύει.
Θυμάμαι με πόνο, και τα μάτια μου ακόμη και σήμερα σε ηλικία 92 ετών δακρύζουν, την πορεία της εξορίας αυτής που κράτησε περίπου 40 ημέρες.
Από τις 3.000 περίπου ανθρώπινες υπάρξεις που βαδίζαμε σε διάφορες ομάδες αποστολών, όταν ξεκινήσαμε τον Γολγοθά από τα Κωτύωρα προς τον αργό θάνατο, μείναμε όπως έμαθα αργότερα μόνον 1.800 σκελετωμένοι από την ασιτία και οι περισσότεροι άρρωστοι από τις ταλαιπωρίες και τις διάφορες κακουχίες.
Τους εναπομείναντες Πόντιους των Κωτυώρων τους χώρισαν οι Τούρκοι σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα αφέθηκε στην κωμόπολη Ερμπάα, η άλλη στην πόλη Τοκάτη. Και στα δύο αυτά μέρη συναντήσαμε και άλλους Χριστιανούς Ποντίους συμπατριώτες από τα διάφορα μέρη του μαρτυρικού Πόντου μας.
Επειδή ήμασταν πάρα πολλοί, μας χώρισαν και μας διαμοίρασαν σε διάφορα κοντινά χωριά και μικρές πόλεις αλλά αυτή τη φορά σε μικρές ομάδες και μας έβαλαν να μένουμε σε αποθήκες εντελώς ανθυγιεινές. Τοποθέτησαν και Τούρκους χωροφύλακες να μας παρακολουθούν για να μην μπορούμε να φύγουμε. Και πού να πάμε; Μήπως γνωρίζαμε τα μακρινά αυτά μέρη της εξορίας μας;
Δε θυμάμαι πόσο καιρό μείναμε σε αυτά τα μέρη. Ήμουν περίπου 7 ετών.
Τους μεγαλύτερους και υγιέστερους από τους εξόριστους τους έπαιρναν οι ντόπιοι Τούρκοι για να τους κάνουν διάφορες δουλειές στα σπίτια τους ή στα χωράφια τους. Μερικοί από τους συμπατριώτες μας είχαν την τύχη να πέσουν στα χέρια καλών Τούρκων, που εκτός από το φαγητό τους έδιναν και μεταχειρισμένα ρούχα και καμιά φορά ακόμη και λίγα χρήματα.
Αφού μείναμε πολύ καιρό στην Τοκάτη και στις άλλες πόλεις και χωριά, ένα πρωί μας είπαν οι μεγαλύτεροί μας να ετοιμαστούμε για να επιστρέψουμε πίσω στις πατρίδες μας.
Πράγματι υπογράφτηκε τότε ανακωχή μεταξύ των νικητών Συμμάχων και Ελλάδος και των ηττημένων Γερμανών και Τούρκων.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ
«ΠΟΝΤΟΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ – ΟΣΑ ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗ ΖΩΗ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ