Posts Tagged ‘Ανεμώλια’

Ανεμώλια: ένα καλό βιβλίο

13/06/2011

Το βιβλίο «Ανεμώλια» του Ισίδωρου Ζουργού μιλάει για την ανδρική φιλία και τη φυγή. Πέντε φίλοι -«εταίροι» είναι η ομηρική λέξη που προτιμάει ο Ζουργός-, λίγο πριν τα 50, μπαίνουν σε ένα ιστιοφόρο και δραπετεύουν από τη μικροαστική ζωή τους αναζητώντας εκτός από τα χαμένα τους όνειρα και τη χαμένη τους νεότητα…
Οι πέντε φίλοι έχουν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Ο Ζουργός θέλοντας να περιγράψει την οδό Αγίου Δημητρίου, την παρομοιάζει με ποτάμι:

«Ο μεγάλος δρόμος που γεννηθήκαμε είναι λοιπόν ποτάμι, για όσους βέβαια ξέρουν, για όσους καταλαβαίνουν, για όσους μπορούν κι ακούνε κάθε βράδυ τον ρόχθο του νερού στον ύπνο τους. Ο δρόμος του αγίου έχει στην κοίτη και στις ρουφήχτρες του χιλιάδες ανθρώπους κι αυτοκίνητα, αυτά τα άψυχα θηρία που πλέουν σαν κορμοί στο ρεύμα από δυτικά προς τ’ ανατολικά, ρέουν με θόρυβο δίκην ποταμού και εκβάλλουν στις παρυφές της Τριανδρίας και στον μεγάλο τσιμεντένιο κάμπο. Η Αγίου Δημητρίου είναι ένα ποτάμι με αρχαία ερείπια, μια εκκλησία, έναν παραποτάμιο άγιο, καχεκτικά δέντρα, μπετόν και κάδους σκουπιδιών. Στις όχθες του περπατούν πηγαίες νύφες. Ναϊάδες με μυτερές μπότες, ενώ στις διαβάσεις περιμένουν παιδιά με τις τσάντες στον ώμο να τον διασχίσουν όλα μαζί σε κάθε σμαραγδί γνέψιμο των φαναριών».

Η οδός Αγίου Δημητρίου βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τι είναι, άραγε, αυτό που ενώνει όσους έχουν γεννηθεί στο κέντρο, όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, φαντάζομαι το ίδιο ισχύει και σ’ άλλες πόλεις. Τι είναι αυτό που τους κάνει να δηλώνουν με καμάρι «παιδιά» της πλατείας Ναυαρίνου, «παιδιά» της Καμάρας, «παιδιά» της Αγίας Σοφίας; Είναι που μεγάλωσαν στο κέντρο,  στην καρδιά της πόλης; Είναι που απ’ το ξεκίνημα της ζωής τους βρέθηκαν δίπλα σε μεγάλα μνημεία, φορτωμένα μνήμες; Ο Χαλκίνης για παράδειγμα, ένας από τους πέντε ήρωες, έκανε ποδήλατο στην αυλή του Αϊ-Δημήτρη, έπαιζε μπίλιες στα χώματα πίσω από το τούρκικο προξενείο, το πρώτο του εργένικο σπίτι έβλεπε στα κάστρα, οι μνήμες του δηλαδή ταυτίζονται με τις μνήμες της πόλης, με την ιστορία της. Δεν μπορώ να φανταστώ πού αλλού θα μπορούσαν να είχαν γεννηθεί οι ήρωες του συγκεκριμένου βιβλίου.
Όμως οι πέντε φίλοι αρμενίζουν ήδη στο Αιγαίο κι εγώ βρίσκομαι ακόμη κολλημένος στην οδό Αγίου Δημητρίου. Μήπως γι’ αυτό μου άρεσε τόσο το βιβλίο; Μήπως αυτό ζήλεψα στους ήρωες; Ότι τόλμησαν να κάνουν το ταξίδι που κάποτε κι εγώ ονειρεύτηκα χωρίς βέβαια να τολμήσω ποτέ να το πραγματοποιήσω; Φυσικά, το ταξίδι των πέντε εταίρων στο Αιγαίο δεν είναι απλώς μια συλλογή ταξιδιωτικών εμπειριών, μας το εξηγεί άλλωστε απ’ την αρχή ο αφηγητής, ο Νίκος Χαλκίνης, βλέποντας από τον Θερσίτη -έτσι λέγεται το σκάφος τους- διάφορα γιοτ και θαλαμηγούς:

«Ήθελα ο Θερσίτης μας, αυτό το ενάλιο κήτος στο οποίο ήμασταν γαντζωμένοι, να έχει μπροστά στη μάσκα του ζωγραφισμένα άγρια μάτια και θυσανωτά φρύδια, να δείχνει την οργή του στα άλλα σκάφη, να ανοίγει χώρο στο πολυσύχναστο πέλαγος, και να φωνάξω ήθελα σ’ όλα τα γιοτ και τις θαλαμηγούς που συναντούσαμε: Δεν είμαστε τουρίστες εμείς. Για τις βουτιές σας και για τα κοσμήματα πάνω στα ηλιοκαμένα δέρματά σας χεστήκαμε. Εμείς τα ‘χαμε αυτά και τ’ αφήσαμε πίσω μας, τα φτύσαμε! Ανοίξτε τόπο, θα φώναζα, εμείς πάμε να πάρουμε την Ελένη και να φύγουμε κάτω στη Ρόδο, στον ανέσπερο τόπο. Είμαστε νέοι εμείς και τέτοιοι θα μείνουμε ως τα στερνά!»

Ναι, αλήθεια λέει ο Χαλκίνης. Και οι πέντε ξαναγίνονται νέοι σ’ αυτό το ταξίδι. Γλυκοκοιτάζουν όμορφες πωλήτριες, κοιμούνται στην παραλία, κάνουν αγώνες κολύμβησης, καπνίζουν σα φουγάρα, πίνουν το καταπέτασμα και αναζητούν τους νεανικούς τους έρωτες. Το Αιγαίο όμως δεν είναι μόνο μια θάλασσα αναψυχής, αυτό ο Ζουργός το ξέρει. Είναι μια θάλασσα που τα τελευταία εκατό χρόνια είδε μεταναστεύσεις λαών, διωγμούς, ξεριζωμούς, προσφυγιές, πολιτικούς εξόριστους και, πρόσφατα, θερμά επεισόδια και λαθρομετανάστες. Το Αιγαίο είναι σαν την οδό Αγίου Δημητρίου, ένας θαλάσσιος δρόμος γεμάτος μνήμες, ένα πέρασμα μέσα απ’ την Ιστορία και φυσικά έχει τα δικά του μνημεία, όπως ο Αϊ-Στράτης:

«Είχαμε φτάσει λοιπόν στο ιερό νησί της Αριστεράς και περπατούσαμε στα ήσυχα δρομάκια του. Είχαμε αγκυροβολήσει στη μεταπολεμική Δήλο, σ’ έναν τόπο ιερό, απρόσκλητοι, από ένα καπρίτσιο της μηχανής του Θερσίτη, και τώρα μας έλουζε αινιγματικό το φως του απογεύματος. Σ’ αυτή τη Δήλο δεν έβλεπες πέτρινα λιοντάρια, μόνο που αν αφουγκραζόσουν τα κύματα άκουγες από υπόγειες σπηλιές βρυχηθμούς και κλάματα.»


Ανεμώλια στην ομηρική γλώσσα είναι τα
 λόγια που τα παίρνει ο άνεμος, τα επιπόλαια λόγια.

Όμως ο Θερσίτης σάλπαρε πάλι, οι πέντε φίλοι ταξιδεύουν για τη δικιά τους Τροία με στόχο να κλέψουν την ωραία Ελένη, κι εγώ, για άλλη μια φορά, έμεινα πίσω, στον Αϊ-Στράτη αυτή τη φορά…  Δεν πειράζει. Θα τους προλάβω. Ξέρω πού θα τους βρω. Σ’ έναν ελαιώνα στη Μυτιλήνη, παίζουν ποδόσφαρο. Για εστία έχουν δυο μπόγους από ρούχα, τα γόνατά τους τρίζουν, η ανάσα τους βγαίνει δύσκολα και μυρίζει καπνό και ούζο. Εκεί θα μείνουν για ώρα. Έχω λίγο χρόνο ν’ ακούσω τη συνομιλία του Χαλκίνη με το Νικηφόρο, ένα χρόνο πριν το ταξίδι, σ’ ένα καφέ, πού αλλού, στην οδό Αγίου Δημητρίου:

«Τα τελευταία χρόνια είχε γεμίσει ο μεγάλος δρόμος αυτοσχέδια καρότσια. Συνήθως είχανε ρόδες απ’ τα πεταμένα στα σκουπίδια βρεφικά καροτσάκια. Επάνω έβαζαν χαρτόκουτα και τα έσερναν μέρα νύχτα σ’ όλη την πόλη ψάχνοντας στα σκουπίδια. Πολλές φορές έβλεπες οικογένειες ολόκληρες που ξεκινούσαν το πρωί απ’ τις χαμοκέλες πάνω απ’ την Κασσάνδρου κι έψαχναν όλους τους κάδους στη σειρά. Πολύ συχνά, καθώς σκάλιζαν στους σωρούς κι έβρισκαν ρούχα, τα δοκίμαζαν εκεί μπροστά στο πεζοδρόμιο, δίπλα στους κάδους που βρομοκοπούσαν. Είδα μια μέρα μια νεαρή κοπέλα με κλαρωτή φούστα να προβάρει κάτι σαγιονάρες κι έναν άντρα να περνάει απ’ τον λαιμό του μια μπλούζα. Κατά τ’ άλλα, τα καρότσια τους γέμιζαν σίδερα, αλουμίνια, μπουκάλια, ενώ τα μισοφαγωμένα σάντουιτς τρώγονταν επιτόπου.
«Στα στερημένα χρόνια της δεκαετίας του ’60 και του ’70 τέτοιες εικόνες ήταν άγνωστες, δε συμφωνείς;» Τα μάτια του Γέρου με κοίταζαν περιμένοντας μια απάντηση.
Αν θυμάμαι καλά, κατέβασα το κεφάλι, αν και δε μου είχε πει κάτι καινούριο.»

Κι εγώ το ίδιο κάνω, Ισίδωρε, κατεβάζω το κεφάλι ή γυρίζω το βλέμμα μου αλλού. Έλα όμως που η κόρη μου δεν κάνει το ίδιο. Τους παρατηρεί επίμονα αυτούς τους ανθρώπους κι ύστερα με κοιτάζει, χωρίς να λέει κουβέντα. Δε τολμώ να την ρωτήσω τι σκέφτεται. Μόνο την ευχαριστώ από μέσα μου, γιατί όταν θα μου κάνει την ερώτηση που φοβάμαι, νομίζω δε θα ξέρω τι να της απαντήσω.
Έτσι είναι το βιβλίο του Ζουργού. Ένα σωρό θέματα κεντρίζουν το συγγραφικό του ενδιαφέρον. Δεν περιορίζεται μόνο στην ανδρική φιλία και βέβαια δεν παραμελεί τις γυναίκες, η πέννα του περιγράφει με αγαπησιάρικο τρόπο όλους τους
γυναικείους χαρακτήρες: τις νεανικές ερωμένες, τις συζύγους των εταίρων, τις μανάδες τους -αχ αυτές τις μανάδες, με τι ανθρωπιά τις σκιαγραφεί!-, τη μία που τους ταΐζει στο στόμα ενώ πηδούν απ’ το παράθυρο, την άλλη που το κρανίο της έμεινε γυμνό από τη χημειοθεραπεία, την τρίτη που την κακοποιεί ο σύζυγός της, όμως δε σταματάει εκεί, θα μας μιλήσει μέχρι και για την πόρνη που έκανε άντρα τον Στάθη, μέχρι και για τη βασανισμένη Βουλγάρα που παραλίγο να παντρευτεί τον πατέρα του Χαλκίνη. Κι όταν η διήγηση φτάνει στο νησί της Καλυψώς, εκεί ο Ζουργός παραδίδει την πέννα του σε μια γυναίκα που αρχίζει να διηγείται τη δική της ιστορία, ανθρώπινη και βασανισμένη όπως όλες οι ιστορίες του βιβλίου.
Όμως το μυθιστόρημα μιλάει για την ανδρική φιλία και τόση ώρα κάθομαι και γράφω γι’ άλλα θέματα. Φταίω εγώ που κολλάω σε λεπτομέρειες, ή το βιβλίο που κάθε λεπτομέρειά του είναι τόσο σημαντική;
Λοιπόν τους ζήλεψα τους ήρωες του Ζουργού. Όχι μόνο για τη φυγή τους, αλλά για το πώς κράτησαν το δεσμό τους σχεδόν τριάντα χρόνια. Ξέρω πως ένα βιβλίο μιλάει διαφορετικά στον κάθε αναγνώστη, καθένας βλέπει αυτό που θέλει να δει. Εμένα δε μου θύμισε μόνο τους φίλους που έχω, μου θύμισε κι έναν καλό φίλο, με τον οποίο απομακρυνθήκαμε, σιγά σιγά, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Ενώ ήμασταν κάποτε κολλητοί, καταλήξαμε τώρα «φίλοι
του facebook», κι έμεινε η φωτογραφία του, δίπλα σε άλλες 147, να μου θυμίζει τον άλλοτε στενό δεσμό μας. Είχα τη λανθασμένη εντύπωση πως αυτή η εικονική φιλία θα μπορούσε να καλύψει το κενό που άφησε μέσα μου η απώλεια της πραγματικής μας φιλίας, μέχρι που είδα τον παλιό μου φίλο, στο βίντεο που έχει αναρτημένο στο facebook, να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει, και ρε γαμώτο, πώς να μη συγκινηθώ, αφού την πρώτη του κιθάρα, την πήραμε μαζί, σ’ ένα μαγαζί στην Εγνατία… Ένα περιστατικό δηλαδή, που νόμιζα πως ήταν ξεχασμένο, ήρθε ξαφνικά και κάθισε οκλαδόν μπροστά μου, εννοείται πως αυτή η μεταφορά είναι από το βιβλίο του Ζουργού, τώρα που το σκέφτομαι, όλο το βιβλίο κάθισε οκλαδόν μπροστά μου και δε λέει να φύγει…
Τελικά, τους νεανικούς φίλους δεν τους διαλέγει κανείς, τις περισσότερες φορές είναι εκείνοι με τους οποίους έτυχε να βρεθεί στο ίδιο θρανίο, στην ίδια παρέα, στην ίδια σχολή, είναι απλά εκείνοι που βρέθηκαν πρώτοι εκεί. Γι’ αυτό είναι γεμάτοι ελαττώματα και αδυναμίες, γι’ αυτό δεν είναι τέλειοι και πολλές φορές μας εκνευρίζουν. Βρίσκονται όμως πάντα στη διάθεσή μας, όποτε τους χρειαστούμε κι αυτό τους κάνει αναντικατάστατους.
Και βέβαια, ειδικά στην ανδρική φιλία ισχύει κάτι ακόμη, ένας άγραφος νόμος που όποιος τον παραβεί, δεν τον σώζει ούτε η κάθοδος στον Κάτω Κόσμο, γι’ αυτό ο Χαλκίνης θα σέρνει ακόμη για καιρό, ένα από τα πολλά καρότσια του…
Πάλι μ’ έπιασε η πολυλογία και φοβάμαι πως αυτή τη φορά το παράκανα. Οι εταίροι τέλειωσαν ήδη την αποστολή τους. Φεύγουν απ’ το κάστρο του εχθρού και βιάζονται να φτάσουν στο πλοίο τους:

«Δε μιλούσε κανείς μας, ήμασταν σκιές που είχαν δραπετεύσει από έναν αλλόκοτο κόσμο που δεν ήταν δικός μας και τώρα περιμέναμε με αγωνία μια σκιά ακόμη για να φύγουμε μακριά απ’ το κακόγουστο κάστρο. Είχαμε τρυπώσει μέσα στην κοιλιά του θηρίου κι είχαμε βγει ζωντανοί. Θέλαμε τώρα να έρθει ο Χρήστος, γιατί ο Θερσίτης κάτω στο λιμάνι ξεφυσούσε ανυπόμονα, έξυνε με την οπλή τον βυθό της θάλασσας και μας περίμενε.»

Ένα ιστιοφόρο που ξεφυσάει ανυπόμονα και ξύνει με την οπλή του το βυθό της θάλασσας. Μόνο απ’ αυτή την εικόνα καταλαβαίνει κανείς πως ο Ζουργός ξέρει πολλά καντάρια «λογοτεχνικής μπάλας». Το βιβλίο βέβαια δεν τελειώνει εδώ. Οι εταίροι έχουν να δώσουν κι άλλες μάχες -τις σημαντικότερες μέσα τους-, μάχες επώδυνες, φονικές, μέχρι ν’ αποφασίσουν κάποτε να ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής.
Δεν πρόλαβα να μιλήσω καθόλου για το χιούμορ του Ζουργού, για τους συνεχείς παραλληλισμούς του με τα ομηρικά έπη, για τη λεπτομερή καταγραφή της ιστορίας των τριών τελευταίων δεκαετιών, και για τα Ανεμώλια, τα λόγια που τα παίρνει ο άνεμος, τα επιπόλαια, τα πομπώδη λόγια, που, κατά ειρωνικό τρόπο, ταιριάζουν τόσο πολύ με την Ελλάδα αυτών των δεκαετιών.
Τελικά, μου φαίνεται πως όσα έγραψα δεν ήταν παρά κάποιες δικές μου σκέψεις με αφορμή απλώς τα Ανεμώλια, που δε γνωρίζω αν υπήρξαν ποτέ στο μυαλό του Ζουργού. Ίσως είναι κι αυτό ένα από τα προτερήματα του βιβλίου, διαβάζοντάς το ανακαλύπτεις τι ήθελες να πεις εσύ, ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, ένας ακόμη λόγος που κάνει το βιβλίο του Ζουργού ένα καλό βιβλίο.