Archive for Ιουνίου 2015

επίλογος

05/06/2015

Ο Μάρκος Βαμβακάρης με τις επιτυχίες του, από το 1933 μέχρι το 1937, είχε καθιερώσει το μπουζούκι ως το βασικό όργανο της λαϊκής ορχήστρας και δισκογραφίας, παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη μικρασιατική ορχήστρα, τα σαντουρόβιολα. Ο Βαμβακάρης (σαν άλλος Ηρακλής), χωρίς να το συνειδητοποιεί, είχε αλλάξει τον ρου του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων, και γενικά του ελληνικού τραγουδιού για τις επόμενες δεκαετίες του αιώνα. Οι προσωπικές του προτιμήσεις για το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο καθιέρωσαν αυτούς τους δύο ως βασικούς χορευτικούς ρυθμούς του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων, τουλάχιστον για τις δεκαετίες του ’30, του ’40 και του ’50. Ο Σμυρνιός Βαγγέλης Παπάζογλου, αν και δεν υιοθέτησε το μπουζούκι, υιοθέτησε κι αυτός τον διαχωρισμό των τραγουδιών σε ζεϊμπέκικα και χασάπικα στις δικές του εξαιρετικές συνθέσεις (1933-1937).
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, από έρωτα προς το μπουζούκι, αλλά και κάτω από τη διπλή συνδυασμένη επίδραση των Βαμβακάρη και Παπάζογλου, υιοθέτησε ως αποκλειστικούς σχεδόν ρυθμούς της προπολεμικής περιόδου το χασάπικο και το ζεϊμπέκικο.

Έτσι οι λαϊκές καντάδες του αποτελούν υβρίδια επτανησιακής καντάδας και λαϊκού μπουζουξίδικου τραγουδιού. Αυτά τα δύο, αντιφατικά μεταξύ τους, ρεύματα ο Τσιτσάνης κατάφερε να τα συνδυάσει, να τα συμφιλιώσει, να τα συνθέσει και να δημιουργήσει το είδος της τσιτσανικής λαϊκής καντάδας.

ΝΕΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
«ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ»
Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
.

Μάρκος Βαμβακάρης: Θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω (1937)
.
Για την παρακμή του ρεμπέτικου γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος:

Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οι εταιρείες δίσκων αρχίζουν να εκμεταλλεύονται συστηματικά τα ρεμπέτικα τραγούδια. Οι παλιοί κλασικοί (αλλά ανώνυμοι) συνθέτες – στιχουργοί ρεμπέτικων τραγουδιών εξαφανίζονται στο σκοτάδι. Ελάχιστοι νέοι συνθέτες προωθούνται και παρουσιάζονται στο καταναλωτικό κοινό σαν βεντέτες. Οι τραγουδιστές θεοποιούνται. Όμως ο χαρακτήρας των ρεμπέτικων τραγουδιών μέσα σε μια πενταετία σβήνει για πάντα.
Όταν, μετά το 1955, καθιερώνεται και στην Ελλάδα η μαζική παραγωγή δίσκων λογκπλέι τα ρεμπέτικα τραγούδια ουσιαστικά είχαν χαθεί. Η ορχήστρα εμπλουτίζεται, τα θέματα των ρεμπέτικων τραγουδιών γίνονται ανούσια και ψεύτικα, τα μαγαζιά όπου παίζουν ρεμπέτικα τραγούδια αποβαίνουν τα ακριβότερα κέντρα διασκεδάσεως στην Ελλάδα. Η διαδικασία παραγωγής των ρεμπέτικων τραγουδιών γίνεται πλέον ερήμην του υποκόσμου.
ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
από τα ΜΙΚΡΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ


ΤΟ ΟΥΕΣΤ (1935)
Από τα πρώτα (και ωραιότερα!) ρεμπέτικα της Αμερικής. Πρωτοηχογραφήθηκε στο Σικάγο το 1920. Στην Αμερική μεταξύ 1910 και 1940 ηχογραφήθηκαν από 2.000 ως 6.000 ρεμπέτικα τραγούδια. Άγνωστος είναι ο ακριβής αριθμός.
Εδώ το Ουέστ (ή Τουστ) ερμηνεύουν ο Επαμεινώνδας Ασημακόπουλος και ο Χαρίλαος Πιπεράκης
Πήγα και στο Σαν Φραντζίσκο, όλο μερακλήδες βρίσκω!
Βρε και στο Σάουθ οι σφουγγαράδες χάσανε πολλούς παράδες
Βρε, τους τυλίξανε στα ζάρια, αχ και τους φάγαν τα σφουγγάρια.
Βρε, παίζαν με γιομάτο ζάρι και δεν παίρνανε χαμπάρι.

Και αυτό το τραγούδι όπως και τα περισσότερα από τα 78 τραγούδια του αφιερώματός μας αναρτήθηκαν στο youtube από τον panoskonstantopoulos 

Για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο τα ρεμπέτικα τραγούδια ήταν ξεχασμένα από το ευρύ κοινό. Δεν ακούγονταν ούτε στο ραδιόφωνο ούτε στα μουσικά πάλκα. Οι περισσότεροι ρεμπέτες δημιουργοί πέρασαν στην αφάνεια μαζί με τις αυθεντικές ερμηνείες των τραγουδιών τους. Και αν κάποια τραγούδια έτυχε να παραμείνουν στην επικαιρότητα αυτό συνέβη μέσα από άθλιες επανεκτελέσεις που έκαναν μερικοί τραγουδιστές χωρίς να αναφέρουν τους δημιουργούς, αν δεν τα παρουσίαζαν και σαν δικά τους.

Για 30 περίπου χρόνια, από το 1945 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 δεν έχει εντοπιστεί κανένα δημοσίευμα σε οποιοδήποτε έντυπο της εποχής για τους δημιουργούς του μεσοπολεμικού αλλά και του παλαιότερου ρεμπέτικου όπως για παράδειγμα για τους Τούντα, Παπάζογλου, Σκαρβέλη, Δελιά, Μπάτη, Νταλγκά, Κάβουρα και άλλους.
Αν σώθηκε μέχρι σήμερα ένας σημαντικός αριθμός ρεμπέτικων τραγουδιών αυτό οφείλεται στην επιμονή ορισμένων συλλεκτών που γύριζαν στο Μοναστηράκι και αγόραζαν παλιά δισκάκια των 78 στροφών. Άλλοι, εκτός από τη συλλογή δίσκων, άρχισαν να επισκέπτονται και τους εν ζωή ρεμπέτες και ρεμπέτισσες για να καταγράψουν τις διηγήσεις τους. Για να επιτευχθεί όμως η αναβίωση του ρεμπέτικου χρειάζονταν μουσικοί και ερμηνευτές που θα έπαιζαν τα ρεμπέτικα σύμφωνα με τα πρότυπα της δεκαετίας του ’30. Αυτό ξεκίνησε με τις ρεμπέτικες κομπανίες που πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Παράλληλα μετά το 1975 άρχισαν να παίζονται και στο ραδιόφωνο τραγούδια από το υλικό που είχαν μαζέψει οι συλλέκτες.

Σήμερα μπορούμε να πούμε με κάποια σιγουριά πως ο συνολικός αριθμός των ρεμπέτικων τραγουδιών πλησιάζει τα 12.000 όταν όλα τα ελληνικά τραγούδια που κυκλοφόρησαν από τις αρχές του αιώνα μέχρι το 1960 είναι περίπου 36.000 τραγούδια.
Βέβαια, οι δίσκοι δεν έβγαιναν σε πολλά αντίτυπα γιατί ήταν ακριβοί. Ομοίως και το γραμμόφωνο ήταν πανάκριβο. Τα ρεμπέτικα όμως είχαν το πλεονέκτημα ότι παίζονταν σε κοινούς χώρους όπως σε καφενεία και ταβέρνες από τους ιδιοκτήτες τους ή από πλανόδιους φωνογραφιτζήδες. Γι’ αυτό και τα δισκάκια ρεμπέτικων τραγουδιών που αγόραζαν οι συλλέκτες ήταν φθαρμένα από την πολλή χρήση σε αντίθεση με τα δισκάκια του ελαφρού τραγουδιού της αντίστοιχης εποχής.

ΠΗΓΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΝΑΔΗΣ
«ΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ ΣΤΙΓΜΩΝ ΕΛΚΥΣΤΙΚΩΝ»
Εκδόσεις ΚΑΤΑΡΤΙ


Εργάτης τιμημένος (Σικάγο, 1935)
Σύνθεση: Παναγιώτης Τούντας
Ερμηνεία: Κώστας Δούσας
Τελευταίο τραγούδι του αφιερώματός μας στο ρεμπέτικο ένα τραγούδι που σιγοτραγουδούσε ο πατέρας μου κάθε φορά που τρώγαμε στο σπίτι μας σκορδαλιά. Είναι το «Εργάτης τιμημένος» που έγινε γνωστό ως «Θα σου τηγανίζω ψάρια με παντζάρια σκορδαλιά» αν και στην πραγματικότητα ο στίχος έλεγε «Θα μου τηγανίζεις ψάρια».

Επίλογος

Τελειώνει σήμερα το ελπίζουμε όχι κουραστικόαφιέρωμα μας στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Ευχόμαστε να βρεθεί σύντομα ένα θέμα εξίσου ενδιαφέρον ώστε να ξαναρχίσουμε τις αναρτήσεις.

Κάνοντας κλικ σε καθεμιά από τις 50 λέξεις του επιλόγου θα ακούσετε μερικά ακόμη μουσικά διαμάντια που αδίκως δεν συμπεριλήφθηκαν στο αφιέρωμά μας.

Καλό καλοκαίρι και καλό κουράγιο.

Ιστορίες τραγουδιών (ΙΙΙ)

04/06/2015

Όταν ο νεαρός τότε Τσιτσάνης έπαιξε το οργανικό του κομμάτι «Ατελείωτο» στον Τούντα που ήταν διευθυντής της Κολούμπια, ο Τούντας, γεμάτος θαυμασμό, του είπε: «Αυτό παιδί μου, Τσιτσάνη, είναι κοντσέρτο».


Β. Τσιτσάνης: Ατελείωτο (1939)

Πολλά χρόνια αργότερα ο Τούντας έμελλε να επιβεβαιωθεί, αφού μια διάσημη σολίστ του βιολιού, η Έιμι Στορμς επέλεξε να παίξει για encore όχι το «Ατελείωτο» αλλά ένα άλλο οργανικό, τα «Ωραία του Τσιτσάνη».


Η Έιμι Στορμς παίζει «Τα ωραία του Τσιτσάνη».

Το 1947 η Σωτηρία Μπέλλου δούλευε με τον Τσιτσάνη στου «Τζίμη του Χοντρού». Ένα βράδυ στο μαγαζί μπήκαν οι χίτες αδελφοί Κατελάνοι, γνωστοί νταήδες του υποκόσμου. Η Μπέλλου τραγουδούσε «Καλέ μου το παιδί», με τον Τσιτσάνη, τον Κερομύτη και τον Περιστέρη στην ορχήστρα. Ο μικρός Κατελάνος της είπε: «πες μωρή, παλιοκουμμούνα, «Του αϊτού ο γιος». Αυτή του απαντάει «Α, πάενε, ρε, δεν το ξέρω» και την ίδια ώρα ξεκινάει το «Κάποια μάνα αναστενάζει», παραφράζοντας μάλιστα τον στίχο «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη ξενιτιά» σε «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη Ικαριά». Αυτό εξόργισε τους Κατελάνους οι οποίοι έδειραν άσχημα την Μπέλλου αφήνοντάς την αιμόφυρτη στις τουαλέτες. Το παράπονό της ήταν ότι κανείς από τους άντρες της ορχήστρας ή από τους θαμώνες δεν την υπερασπίστηκε. Η Μπέλλου μετά το περιστατικό έφυγε από το μαγαζί του Τζίμη του Χοντρού, ωστόσο συνέχισε τη δισκογραφική συνεργασία με τον Τσιτσάνη μέχρι το 1952.

ΠΗΓΕΣ

http://tvxs.gr/news: Σωτηρία Μπέλλου

http://www.musicheaven.gr: Βασίλης Τσιτσάνης


Βασίλης Τσιτσάνης: Κάποια μάνα αναστενάζει
Τραγουδάνε η Στέλλα Χασκίλ, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Βασίλης Τσιτσάνης

Το τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει» σήμαινε πολλά για τους αριστερούς κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται πως μετά τα βασανιστήρια που υπέστη στη Μακρόνησο μεταφέρθηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Μετά την ανάρρωση του, και περπατώντας με πατερίτσες, στο δρόμο της επιστροφής προς τη Μακρόνησο συνέβη το παρακάτω περιστατικό υπό τους ήχους του «Κάποια μάνα αναστενάζει»:

Όταν συνήλθα και έφτασα στο σημείο να μπορώ να βαδίσω με πατερίτσες, θα ήταν μέσα Μαϊου, μάθαμε ότι πρόκειται να μας ξαναπάνε στο νησί μέσω του Κέντρου Διερχομένων στο Σταθμό Λαρίσης. Μπόρεσα να ειδοποιήσω τη Μυρτώ για τη μέρα και την ώρα της μεταφοράς κι έτσι μπήκαμε στο ίδιο τραμ, απ’ αυτά τα κίτρινα, εγώ πίσω με τους φρουρούς μου κι αυτή μπροστά. Έτσι βλεπόμαστε σε όλη τη διαδρομή. Κατεβήκαμε στην Ομόνοια και μετά πήραμε με τα πόδια το δεξί πεζοδρόμιο της Αγίου Κωνσταντίνου. Η Μυρτώ βάδιζε στο απέναντι πεζοδρόμιο κι έτσι εξακολουθήσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο. Ήταν απόγευμα και ο Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων μετέδιδε το «Κάποια μάνα αναστενάζει», που ακουγόταν από όλα τα καταστήματα και τα ταξί. Σε μια στιγμή οι φρουροί μου μας αντιλήφθηκαν και έσπευσαν να τη συλλάβουν. Έτσι την έχασα ξανά… Καταλαβαίνετε λοιπόν για ποιο λόγο το τραγούδι αυτό χαράχτηκε για πάντα μέσα μου…»

από το thehistoryofgreece.blogspot.gr

Πολλά χρόνια αργότερα, σε μια συναυλία του 1983 Τσιτσάνης και Θεοδωράκης τραγουδούν μαζί το τραγούδι λέγοντας βέβαια τη φράση «ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη Ικαριά» και όχι «ξενιτιά»

Ήταν τέλη του 1953 όταν η Μαρίκα Νίνου διαγνώστηκε με καρκίνο. Οι γιατροί της σύστησαν θεραπεία στην Αμερική και η Νίνου πρότεινε στον Τσιτσάνη να πάνε μαζί στην Αμερική ώστε να συνδυάσει τη θεραπεία της με μια περιοδεία. Ο Τσιτσάνης αρνήθηκε καθώς η γυναίκα του περίμενε το δεύτερό τους παιδί. Λίγο αργότερα της έδωσε στο στούντιο να τραγουδήσει το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα, του χωρισμού μας έφτασε η ώρα», σε στίχους Γεράσιμου Τσάκαλου. Ήταν το τραγούδι που σήμανε το τέλος της καλλιτεχνικής σχέσης Τσιτσάνη – Νίνου. Η Νίνου προσπάθησε να το πει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ξέσπασε σε κλάματα και έφυγε από το στούντιο για να επιστρέψει λίγο αργότερα και να πει τελικά το τραγούδι δίνοντας μια από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες της ζωής της.
Η Μαρίκα Νίνου πέθανε τον Φεβρουάριο του 1957.

ΠΗΓΗ
Χρήστος Σιάφκος
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
από το αφιέρωμα στον Τσιτσάνη της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


Βασίλης Τσιτσάνης: «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» (1954)

ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη

03/06/2015

Την άνοιξη του 1941 ο Τσιτσάνης εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως άρχισε να δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά όπως στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα. Το φθινόπωρο του 42 άνοιξε δικό του μαγαζί, το «Ουζερί Τσιτσάνης», στην οδό Παύλου Μελά 22. Επειδή το μαγαζί ήταν μικρό, κατά καιρούς δούλευε και σε άλλα μαγαζιά.


Βασίλης Τσιτσάνης: Μόρτισσα (η ηχογράφηση έγινε το 1947 αλλά η σύνθεση κατά τη διάρκεια της Κατοχής)
Τραγουδάει ο Μάρκος Βαμβακάρης

Ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη όλο τον καιρό της Κατοχής. Η εποχή ήταν δύσκολη. Στα νυχτερινά κέντρα σύχναζαν μαυραγορίτες και συνεργάτες των Γερμανών, όμως ο Τσιτσάνης είχε φίλο και προστάτη του, τον Νίκο Μουσχουντή, που ήταν διευθυντής στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης.Στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης συνέθεσε περίπου 30 τραγούδια τα οποία ηχογράφησε από το 1946 και μετά όταν άνοιξε και πάλι το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων. Τα 30 αυτά τραγούδια έχουν μια σπάνια ομορφιά και φρεσκάδα και θεωρούνται από τα κορυφαία της καριέρας του.


Βασίλης Τσιτσάνης: Ντερμπεντέρισσα (η ηχογράφηση έγινε το 1947 αλλά η σύνθεση κατά τη διάρκεια της Κατοχής)
Τραγουδάνε ο Μάρκος Βαμβακάρης και η Στέλλα Χασκίλ

Μετά τον πόλεμο ο Τσιτσάνης (από το 1946 ως το 55) συνέθεσε και ηχογράφησε περίπου 220 τραγούδια, στην πλειοψηφία τους με ερωτικούς στίχους, πολυφωνικές ερμηνείες και πολυπληθείς ορχήστρες. Είναι η εποχή που ο Τσιτσάνης μεσουρανεί στο ελληνικό τραγούδι.
.

Βασίλης Τσιτσάνης: Το πρωί με τη δροσούλα (1947) – (τραγούδι του 1944)
Τραγουδάει ο Στράτος Παγιουμτζής

Από τα μέσα της δεκαετίας του 50 ο Τσιτσάνης καλείται να αντιμετωπίσει έναν απροσδόκητο εχθρό. Τη μαζική εισβολή ινδικών μελωδιών και ρυθμών που αρχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά το ελληνικό τραγούδι. Αρκετοί συνθέτες με την παρότρυνση δισκογραφικών εταιρειών, διασκευάζουν ή ενορχηστρώνουν αυτούσια ινδικά τραγούδια, αλλάζοντας τους στίχους σε ελληνικούς. Για το θέμα αυτό διηγείται ο ίδιος ο Τσιτσάνης:

Η ινδοκρατία άρχισε να κυριαρχεί στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δεκαετίας του ’50. Πρώτα με αραβικά κι αργότερα με ατόφιες ινδικές μουσικές. Οι ανεύθυνοι αυτοί, δήθεν συνθέτες, χωρίς ίχνος ντροπής, έπαιρναν μουσικές από ινδικούς δίσκους και αφού άλλαζαν τα λόγια με ελληνικά τα παρουσίαζαν στο κοινό σαν γνήσια ελληνικά τραγούδια και φυσικά δημιουργήματά τους.

Ένας απ’ αυτούς γύριζε με το μαγνητόφωνο τότε τους κινηματογράφους που έπαιζαν ινδικά έργα και μαγνητοφωνούσε τις μελωδίες που υπήρχαν στην ταινία. Μετά έβαζε στίχους, έκανε δίσκους και δημιουργούσε επιτυχίες. Και όταν λέω επιτυχίες μεταφράζονται αυτές σε 100.000 δίσκους το λιγότερο. Κάθε δίσκος ήταν γι’ αυτούς και ένα διαμέρισμα.

Και να φανταστείς ότι εγώ κοιμόμουνα τόσα χρόνια. Δεν ήξερα τίποτα και πάντα ρώταγα τον εαυτό μου, από ένστικτο, πώς γίνεται και κάνουν τόσες επιτυχίες. Και καθόμουνα και έβγαζα τα μάτια μου στο υπόγειο της οδού Αχαρνών που ήταν το σπίτι μου για να κάνω ένα τραγούδι.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
από το βιβλίο του Κ. Χατζηδουλή
«ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ, Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ

γυναικείες φωνές (II)

02/06/2015

Η Σωτηρία Μπέλλου κατά τη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Συνελήφθη από τους Γερμανούς το 1943. Τη μετέφεραν στην οδό Μέρλιν όπου και την βασάνισαν για τρεις μέρες. Στη συνέχεια η Μπέλλου φυλακίστηκε μέχρι την Απελευθέρωση. Με την έναρξη του εμφυλίου συνελήφθη ξανά λόγω των αριστερών της φρονημάτων. Αργότερα αφέθηκε ελεύθερη και το 1947 γνωρίστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος εκτίμησε αμέσως το ταλέντο της και την ανέδειξε μέσα από τους δίσκους που κυκλοφόρησε μαζί της. Η δισκογραφική τους συνεργασία κράτησε μέχρι το 1952.

ΠΗΓΕΣ

Βικιπαίδεια: Σωτηρία Μπέλλου

http://tvxs.gr/news: Σωτηρία Μπέλλου

http://www.musicheaven.gr: Βασίλης Τσιτσάνης


Βασίλης Τσιτσάνης: Κλαμένη ήρθες μια βραδιά (1949)
Τραγουδάει η Σωτηρία Μπέλλου
.
Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου εμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1938 τραγουδώντας τραγούδια διάφορων συνθετών. Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη μέχρι τον χειμώνα του 1949 όταν τη θέση της στο πάλκο του «Τζίμη του χοντρού», δίπλα στον Τσιτσάνη, πήρε η Μαρίκα Νίνου.

Βασίλης Τσιτσάνης: Αχάριστη (1947)
Τραγουδάνε, μαζί με τον Τσιτσάνη, ο Στελλάκης Περπινιάδης και η Ιωάννα Γεωργακοπούλου
Το τραγούδι γράφτηκε την περίοδο που ο Τσιτσάνης ήταν στη Θεσσαλονίκη, το 1942, αλλά η ηχογράφηση έγινε το 1947. Η ενορχήστρωση είναι λιτή (δύο μπουζούκια και μια κιθάρα) ωστόσο αυτό που ξεχωρίζει είναι η τριφωνία. Και οι τρεις τους τραγουδάνε χωρίς υπερβολές και περιττά τσακίσματα της φωνής, ενώ όπως στα περισσότερα τραγούδια του Τσιτσάνη, ξεχωρίζει η εισαγωγή που είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό υπέροχο δημιούργημα.

πληροφορίες αντλήθηκαν από το http://toaromatoutragoudiou.blogspot.gr


Βασίλης Τσιτσάνης: Κάθε βράδυ, πάντα λυπημένη (1950)
Τραγουδάει η Μαρίκα Νίνου

Ο Τσιτσάνης διηγείται για τη Μαρίκα Νίνου:

Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου «Τζίμη» γινόταν χαλασμός από τον κόσμο. Η ουρά έφτανε μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα. Κάθε μέρα συζητούσαν για μας τους δυο. Όπου πηγαίναμε, και για έκτακτες εμφανίσεις στα θέατρα, γινόταν το σώσε. Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη. Οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω ότι δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη. Όταν τραγουδούσε, κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο στα τραπέζια.
Το κέφι που δημιουργούσε η Μαρίκα στο πάλκο έφτιαχνε μια ατμόσφαιρα που μπορούσε να χαλάσει ο κόσμος στο μαγαζί. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένη για το πάλκο.

από το βιβλίο του Κ. Χατζηδουλή
«ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ, Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ
.
Ο Μάνος Χατζιδάκις αφιέρωσε στη μνήμη της Μαρίκας Νίνου το δίσκο του «Πέριξ» γράφοντας για αυτήν:
»Η Μαρίκα Νίνου, δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής».
από το http://www.theinsider.gr/


Βασίλης Τσιτσάνης: Απόψε το μπουζούκι σου (1950)
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Τραγουδάει η Μαρίκα Νίνου

γυναικείες φωνές (I)

01/06/2015

Η Μαρίκα Παπαγκίκα θεωρείται η σπουδαιότερη Ελληνίδα τραγουδίστρια στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα. Από το 1918 που ξεκίνησε τη δισκογραφική της καριέρα μέχρι το 1929 ηχογράφησε 250 τραγούδια.

Γεννήθηκε στην Κω το 1890. Η οικογένειά της μετανάστευσε πριν το 1900 στην Αίγυπτο. Εκεί τραγουδούσε σε ελληνικά νυχτερινά κέντρα. Μετά το 1915 βρέθηκε στη Νέα Υόρκη μαζί με το σύζυγό της Κώστα Παπαγκίκα που έπαιζε σαντούρι. Στη Νέα Υόρκη εργάστηκαν μαζί σε νυχτερινά κέντρα.
Το ρεπερτόριό της ήταν πλούσιο και ποικίλο: δημοτικά, λαϊκά, σμυρνέικα, ελαφρά, οπερέτες και τούρκικα.

Μαζί με τον άντρα της άνοιξαν το 1925 το πρώτο καφέ αμάν της Νέας Υόρκης που λεγόταν «Marica’s», στο οποίο βέβαια τραγουδούσε η Μαρίκα Παπαγκίκα. Για τη δημιουργία αυτού του καφέ αμάν το ζεύγος Παπαγκίκα είχαν ξοδέψει όσα χρήματα είχαν κερδίσει από τις περιοδείες τους στην Αμερική και τις πωλήσεις δίσκων.
Μετά την οικονομική κρίση του 1929 οι Παπαγκίκα έχασαν το μαγαζί τους και καταστράφηκαν οικονομικά.
Η Μαρίκα Παπαγκίκα πέθανε στις 2 Αυγούστου του 1943 σε μεγάλη ανέχεια. Το πιστοποιητικό θανάτου της στο επάγγελμα ανέφερε: νοικοκυρά.

ΠΗΓΕΣ

Γ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ

Βικιπαίδεια: ΜΑΡΙΚΑ ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ

http://rebetiko.sealabs.net: ΜΑΡΙΚΑ ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ


Μαρίκα Παπαγκίκα: Θα σπάσω κούπες (1928)
Μικρασιάτικο τραγούδι ανώνυμου συνθέτη

Η Ρόζα Εσκενάζυ, εβραϊκής καταγωγής, ήταν κορυφαία ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου και σμυρναίικου τραγουδιού. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που τραγούδησε σε πάλκο.
Κατά τη δεκαετία του 1930 ηχογράφησε πάνω από 500 τραγούδια, ρεμπέτικα, σμυρναίικα και δημοτικά.
Ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη τραγουδίστρια της εποχής της και η πρώτη γυναίκα που υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα (με την Κολούμπια στα 1931).
Επίσης ήταν η μοναδική τραγουδίστρια της εποχής της που είχε συμφωνία για ποσοστά, με δισκογραφική εταιρεία, (40 τραγούδια το χρόνο, 5% ποσοστό από τις πωλήσεις του κάθε δίσκου).

ΠΗΓΕΣ (με περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή της)

Βικιπαίδεια: ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ

Σαν σήμερα: Ρόζα Εσκενάζυ

http://www.musicheaven.gr: Ρόζα Εσκενάζυ


Κώστας Σκαρβέλης: Το γλυκό φιλί (1936)
Τραγουδάει η Ρόζα Εσκενάζυ

Η Ρίτα Αμπατζή (1914 ή 17-1969) υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες τραγουδίστριες της δεκαετίας του 1930. Γεννήθηκε στη Σμύρνη αλλά το 1922, μετά την Μικρασιατική καταστροφή –στην οποία έχασε τον πατέρα της-, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Κοκκινιά. Η σπουδαία της φωνή την βοήθησε να γίνει γρήγορα η «μούσα» όλων των μεγάλων συνθετών του ρεμπέτικου. Τραγούδησε ακόμα και βαριά χασικλήδικα ρεμπέτικα. Η έρευνα εντόπισε 220 ρεμπέτικα και αμανέδες που έχει τραγουδήσει η Ρίτα Αμπατζή και άλλα τόσα δημοτικά. Οι εταιρείες της εποχής για να είναι εμπορικότερος ο δίσκος έβαζαν την Αμπατζή να τραγουδάει από τη μία πλευρά του δίσκου και την Εσκενάζυ από την άλλη.

από βιογραφικό σημείωμα του Παναγιώτη Κουνάδη που δημοσιεύτηκε στο:
http://rembetikoidialogoigmail.blogspot


Εσύ είσαι τρελοκόριτσο (1938)
Σύνθεση, Στίχοι: Σέμσης και Μπαγιαντέρας
Τραγουδάει η Ρίτα Αμπατζή