Ο Μάρκος Βαμβακάρης με τις επιτυχίες του, από το 1933 μέχρι το 1937, είχε καθιερώσει το μπουζούκι ως το βασικό όργανο της λαϊκής ορχήστρας και δισκογραφίας, παραμερίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη μικρασιατική ορχήστρα, τα σαντουρόβιολα. Ο Βαμβακάρης (σαν άλλος Ηρακλής), χωρίς να το συνειδητοποιεί, είχε αλλάξει τον ρου του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων, και γενικά του ελληνικού τραγουδιού για τις επόμενες δεκαετίες του αιώνα. Οι προσωπικές του προτιμήσεις για το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο καθιέρωσαν αυτούς τους δύο ως βασικούς χορευτικούς ρυθμούς του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων, τουλάχιστον για τις δεκαετίες του ’30, του ’40 και του ’50. Ο Σμυρνιός Βαγγέλης Παπάζογλου, αν και δεν υιοθέτησε το μπουζούκι, υιοθέτησε κι αυτός τον διαχωρισμό των τραγουδιών σε ζεϊμπέκικα και χασάπικα στις δικές του εξαιρετικές συνθέσεις (1933-1937).
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, από έρωτα προς το μπουζούκι, αλλά και κάτω από τη διπλή συνδυασμένη επίδραση των Βαμβακάρη και Παπάζογλου, υιοθέτησε ως αποκλειστικούς σχεδόν ρυθμούς της προπολεμικής περιόδου το χασάπικο και το ζεϊμπέκικο.
Έτσι οι λαϊκές καντάδες του αποτελούν υβρίδια επτανησιακής καντάδας και λαϊκού μπουζουξίδικου τραγουδιού. Αυτά τα δύο, αντιφατικά μεταξύ τους, ρεύματα ο Τσιτσάνης κατάφερε να τα συνδυάσει, να τα συμφιλιώσει, να τα συνθέσει και να δημιουργήσει το είδος της τσιτσανικής λαϊκής καντάδας.
ΝΕΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
«ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ»
Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
.
Μάρκος Βαμβακάρης: Θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω (1937)
.
Για την παρακμή του ρεμπέτικου γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος:
Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οι εταιρείες δίσκων αρχίζουν να εκμεταλλεύονται συστηματικά τα ρεμπέτικα τραγούδια. Οι παλιοί κλασικοί (αλλά ανώνυμοι) συνθέτες – στιχουργοί ρεμπέτικων τραγουδιών εξαφανίζονται στο σκοτάδι. Ελάχιστοι νέοι συνθέτες προωθούνται και παρουσιάζονται στο καταναλωτικό κοινό σαν βεντέτες. Οι τραγουδιστές θεοποιούνται. Όμως ο χαρακτήρας των ρεμπέτικων τραγουδιών μέσα σε μια πενταετία σβήνει για πάντα.
Όταν, μετά το 1955, καθιερώνεται και στην Ελλάδα η μαζική παραγωγή δίσκων λογκπλέι τα ρεμπέτικα τραγούδια ουσιαστικά είχαν χαθεί. Η ορχήστρα εμπλουτίζεται, τα θέματα των ρεμπέτικων τραγουδιών γίνονται ανούσια και ψεύτικα, τα μαγαζιά όπου παίζουν ρεμπέτικα τραγούδια αποβαίνουν τα ακριβότερα κέντρα διασκεδάσεως στην Ελλάδα. Η διαδικασία παραγωγής των ρεμπέτικων τραγουδιών γίνεται πλέον ερήμην του υποκόσμου.
ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
από τα ΜΙΚΡΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ
ΤΟ ΟΥΕΣΤ (1935)
Από τα πρώτα (και ωραιότερα!) ρεμπέτικα της Αμερικής. Πρωτοηχογραφήθηκε στο Σικάγο το 1920. Στην Αμερική μεταξύ 1910 και 1940 ηχογραφήθηκαν από 2.000 ως 6.000 ρεμπέτικα τραγούδια. Άγνωστος είναι ο ακριβής αριθμός.
Εδώ το Ουέστ (ή Τουστ) ερμηνεύουν ο Επαμεινώνδας Ασημακόπουλος και ο Χαρίλαος Πιπεράκης
Πήγα και στο Σαν Φραντζίσκο, όλο μερακλήδες βρίσκω!
Βρε και στο Σάουθ οι σφουγγαράδες χάσανε πολλούς παράδες
Βρε, τους τυλίξανε στα ζάρια, αχ και τους φάγαν τα σφουγγάρια.
Βρε, παίζαν με γιομάτο ζάρι και δεν παίρνανε χαμπάρι.
Και αυτό το τραγούδι όπως και τα περισσότερα από τα 78 τραγούδια του αφιερώματός μας αναρτήθηκαν στο youtube από τον panoskonstantopoulos
Για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο τα ρεμπέτικα τραγούδια ήταν ξεχασμένα από το ευρύ κοινό. Δεν ακούγονταν ούτε στο ραδιόφωνο ούτε στα μουσικά πάλκα. Οι περισσότεροι ρεμπέτες δημιουργοί πέρασαν στην αφάνεια μαζί με τις αυθεντικές ερμηνείες των τραγουδιών τους. Και αν κάποια τραγούδια έτυχε να παραμείνουν στην επικαιρότητα αυτό συνέβη μέσα από άθλιες επανεκτελέσεις που έκαναν μερικοί τραγουδιστές χωρίς να αναφέρουν τους δημιουργούς, αν δεν τα παρουσίαζαν και σαν δικά τους.
Για 30 περίπου χρόνια, από το 1945 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 δεν έχει εντοπιστεί κανένα δημοσίευμα σε οποιοδήποτε έντυπο της εποχής για τους δημιουργούς του μεσοπολεμικού αλλά και του παλαιότερου ρεμπέτικου όπως για παράδειγμα για τους Τούντα, Παπάζογλου, Σκαρβέλη, Δελιά, Μπάτη, Νταλγκά, Κάβουρα και άλλους.
Αν σώθηκε μέχρι σήμερα ένας σημαντικός αριθμός ρεμπέτικων τραγουδιών αυτό οφείλεται στην επιμονή ορισμένων συλλεκτών που γύριζαν στο Μοναστηράκι και αγόραζαν παλιά δισκάκια των 78 στροφών. Άλλοι, εκτός από τη συλλογή δίσκων, άρχισαν να επισκέπτονται και τους εν ζωή ρεμπέτες και ρεμπέτισσες για να καταγράψουν τις διηγήσεις τους. Για να επιτευχθεί όμως η αναβίωση του ρεμπέτικου χρειάζονταν μουσικοί και ερμηνευτές που θα έπαιζαν τα ρεμπέτικα σύμφωνα με τα πρότυπα της δεκαετίας του ’30. Αυτό ξεκίνησε με τις ρεμπέτικες κομπανίες που πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Παράλληλα μετά το 1975 άρχισαν να παίζονται και στο ραδιόφωνο τραγούδια από το υλικό που είχαν μαζέψει οι συλλέκτες.
Σήμερα μπορούμε να πούμε με κάποια σιγουριά πως ο συνολικός αριθμός των ρεμπέτικων τραγουδιών πλησιάζει τα 12.000 όταν όλα τα ελληνικά τραγούδια που κυκλοφόρησαν από τις αρχές του αιώνα μέχρι το 1960 είναι περίπου 36.000 τραγούδια.
Βέβαια, οι δίσκοι δεν έβγαιναν σε πολλά αντίτυπα γιατί ήταν ακριβοί. Ομοίως και το γραμμόφωνο ήταν πανάκριβο. Τα ρεμπέτικα όμως είχαν το πλεονέκτημα ότι παίζονταν σε κοινούς χώρους όπως σε καφενεία και ταβέρνες από τους ιδιοκτήτες τους ή από πλανόδιους φωνογραφιτζήδες. Γι’ αυτό και τα δισκάκια ρεμπέτικων τραγουδιών που αγόραζαν οι συλλέκτες ήταν φθαρμένα από την πολλή χρήση σε αντίθεση με τα δισκάκια του ελαφρού τραγουδιού της αντίστοιχης εποχής.
ΠΗΓΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΝΑΔΗΣ
«ΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ ΣΤΙΓΜΩΝ ΕΛΚΥΣΤΙΚΩΝ»
Εκδόσεις ΚΑΤΑΡΤΙ
Εργάτης τιμημένος (Σικάγο, 1935)
Σύνθεση: Παναγιώτης Τούντας
Ερμηνεία: Κώστας Δούσας
Τελευταίο τραγούδι του αφιερώματός μας στο ρεμπέτικο ένα τραγούδι που σιγοτραγουδούσε ο πατέρας μου κάθε φορά που τρώγαμε στο σπίτι μας σκορδαλιά. Είναι το «Εργάτης τιμημένος» που έγινε γνωστό ως «Θα σου τηγανίζω ψάρια με παντζάρια σκορδαλιά» αν και στην πραγματικότητα ο στίχος έλεγε «Θα μου τηγανίζεις ψάρια».
Τελειώνει σήμερα το –ελπίζουμε όχι κουραστικό– αφιέρωμα μας στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Ευχόμαστε να βρεθεί σύντομα ένα θέμα εξίσου ενδιαφέρον ώστε να ξαναρχίσουμε τις αναρτήσεις.
Κάνοντας κλικ σε καθεμιά από τις 50 λέξεις του επιλόγου θα ακούσετε μερικά ακόμη μουσικά διαμάντια που αδίκως δεν συμπεριλήφθηκαν στο αφιέρωμά μας.
Καλό καλοκαίρι και καλό κουράγιο.