Ντίνος Χριστιανόπουλος

«Είναι βαθιές οι ρίζες» καυχήθηκαν τα δέντρα στη μπουλντόζα.

«ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά, έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας, ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας, κοκκινήσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας, έστω και μια φορά; Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;

«ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ» από τον «ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟ ΚΑΗΜΟ» από το βιβλίο «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΔΙΑΓΩΝΙΟΥ

Είμαι εναντίον κάθε ιδεολογίας, σε οποιαδήποτε απόχρωση και αν μας την πασέρνουν. Όσο πιο γοητευτικές και προοδευτικές είναι οι ιδέες, τόσο πιο τιποτένια ανθρωπάκια μπορεί να κρύβονται από πίσω τους. Όσο πιο όμορφα τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα τα έργα τους. Όσο πιο υψηλοί οι στόχοι, τόσο πιο άνοστοι οι στίχοι. Είμαι, προπάντων, εναντίον κάθε ατομικής φιλοδοξίας, που καθημερινά μας οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς. Αν σήμερα κυριαρχούν παραγοντίσκοι και τσανάκια, δεν φταίει μόνο το κωλοχανείο, φταίνε κι οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Αν πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή, φταίμε κι εμείς που πετούμε το τσιγάρο μας στο δρόμο. Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει κι η δική μας σκαρταδούρα.

απόσπασμα από κείμενο του Ν. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ στο περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ αρ. 1 ΙΑΝ-ΑΠΡ 1979

απ’ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά
πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ από τα «ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
από το http://www.sarantakos.com/kibwtos/Xristianopoulos.htm

μην καταργείτε την υπογεγραμμένη
ιδίως κάτω από το ωμέγα
είναι κρίμα να εκλείψει
η πιο μικρή ασέλγεια
του αλφαβήτου μας

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ από τα «ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
από το http://www.sarantakos.com/kibwtos/Xristianopoulos.htm

Θάλασσα,
θαλάσσης,
θαλασσών

ούτε μια συλλαβή ακαβαλίκευτη δεν άφησε αυτός ο τόνος.

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το χειμώνα του 1942 η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο για όλους. Μ’ αυτές τις συνθήκες, τον Φλεβάρη του 42, και σε πλήρη εξαθλίωση, μάνα και γιος, αποφασίζουμε και μεις να πέσουμε κάτω και να πεθάνουμε. Σας φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι υπερβολή. Αν το παίρναμε απόφαση να πλαγιάσουμε ένα βράδυ στο παχύ χιόνι των τριάντα πόντων στο χωματένιο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αθηνών (έτσι λεγόταν τότε η σημερινή οδός Παπαναστασίου), το πρωί θα μας έβρισκαν σίγουρα κοκαλωμένους. Άλλωστε αυτή ήταν και η τακτική που ακολουθούσαν εκατοντάδες άνθρωποι κάθε μέρα, οι οποίοι αποφάσιζαν να πεθάνουν: έπεφταν σε μια γωνιά ή σε ένα πεζοδρόμιο, και το πρωί περνούσε το κάρο της δημαρχίας και τους μάζευε ξυλιασμένους. Ένα απόγευμα, λοιπόν, λέει η μάνα μου: «Ως εδώ ήταν οι μέρες μας». Πέφτουμε λοιπόν στα χιόνια και περιμένουμε να πεθάνουμε. (…) Εκεί λοιπόν που πέσαμε εξαντλημένοι στο πεζοδρόμιο με τα χιόνια, ξαφνικά εμφανίζεται η Καλλιοπίτσα, που κι αυτή είχε τελειώσει τη δουλειά της στους Γερμανούς. (…) «Καλέ, Κυρα-Φανή, καλέ, τι κάνετε εδώ, είστε με τα καλά σας;». «Ε, να», λέει η μητέρα μου, «εμάς, αφήστε μας, ήρθε η ώρα μας, εσείς τραβήξτε». «Μα πώς θα τραβήξουμε, αστειεύεσαι; Είναι σοβαρά πράματα αυτά; Σήκω, επάνω, που θα πεθάνετε!» «Όχι, όχι, δεν μπορούμε. Αφήστε μας και φύγετε». «Βρε, σήκω, που σε λένε». Η μητέρα μου αντιδρούσε και δεν ήθελε να σηκωθούμε. Οπότε αυτές οι δύο μας σηκώνουν στο πι και φι και μας βάζουν να καθίσουμε επάνω στο χιόνι. Τότε οι Γερμανοί δεν είχαν πάρει ακόμη τους Εβραίους. Οι δε Εβραίοι συνήθως πουλούσαν διάφορα πράγματα στο δρόμο, μεταξύ των οποίων και κανναβούρι ψημένο. Με ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ, σου έδιναν σ’ ένα χαρτί κανναβούρι ψημένο, που, όπως ξέρετε έχει λάδι μέσα, είναι και νόστιμο και δυναμωτικό. Περνάει λοιπόν ένα φουκαράδικο Εβραιάκι έχοντας λίγο κανναβούρι για πούλημα, του δίνουν λίγα λεφτά η Καλλιοπίτσα και η άλλη, παίρνουν ένα φλιτζανάκι κανναβούρι κι αρχίζουν να μας ταΐζουν. Όπως πώς θα πηγαίναμε μέχρι τον Αη-Θανάση; Δεν υπήρχε συγκοινωνία, και τα λίγα γκαζοζέν που υπήρχαν δεν έκαναν αυτό το δρομολόγιο. Τα γκαζοζέν ήταν κυρίως στην Εγνατία. Ξαφνικά, για καλή μας τύχη, εμφανίζεται ένα κάρο με άλογο. Το είχε ένας χωριάτης από την Καμπτσίδα. Τον σταματάει λοιπόν η Καλλιοπίτσα και του λέει: «Καλέ, μπάρμπα, πόσα θέλεις να πάρουμε αυτούς τους ανθρώπους και να τους πάμε μέχρι τον Αη-Θανάση;» Αυτός μας είδε λίγο ψυχρά και ζήτησε ένα ποσό που η Καλλιοπίτσα το βρήκε λογικό. Μας αρπάζουν λοιπόν και μας ξαπλώνουν πάνω στο κάρο, ανεβαίνουν κι αυτές, κάθονται δίπλα μας και μπροστά ο αμαξάς με το καμτσίκι, πίσω εμείς οι τέσσερις, και ξεκινάμε. (…) Εκεί που πηγαίναμε, γυρίζει ξαφνικά ο αμαξάς και λέει στην Καλλιοπίτσα: «Μετάνιωσα». Η Καλλιοπίτσα τρόμαξε. «Έχει γούστο να μας κατεβάσει τώρα, κι άντε να βρεις άλλο κάρο», σκέφτηκε. «Μετάνιωσα», λέει ο αμαξάς, «που σας ζήτησα λεφτά, δε θέλω τίποτα. Θα σας πάω τζάμπα». Πρωτοφανές, είχε συγκινηθεί και είχε έρθει στο φιλότιμο. Και πράγματι, μας πήγε όχι μόνο μέχρι τον Αη-Θανάση, αλλά μέχρι και το σπίτι μας που ήταν αρκετά αψηλά, κοντά στην οδό Αγίου Δημητρίου.

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (ραδιοφωνική αφήγηση στον 9.58) από το βιβλίο «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ, ΟΥ Μ’ ΕΘΕΣΠΙΣΕΝ…» Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ

  

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Ποιήματα του Ν. Χριστιανόπουλου

Μονόγραμμα: εκπομπή της ΕΡΤ για τον Ν. Χριστιανόπουλο

Εναντίον: ολόκληρο το κείμενο του Χριστιανόπουλου στο περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ (1979)

 

Αρχική σελίδα

Ένα Σχόλιο to “Ντίνος Χριστιανόπουλος”

  1. Teo Says:

    Η λογική του ποιητού εγκλωβίζεται από τον τραυματισμό του, που ως ανάγκη απαυγάζει αστόχως το ενικό άρρεν, ως πληθυντική γυναικεία κραυγή.
    «απ’ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;»
    Ναι! Εφόσον η μοναξία αφορά σε κατάθεση σπέρματος (ποίηση) που παραδίδετε, μέσω παιδιών ιδρώτα που θα μεγαλώσουν.

Σχολιάστε