Archive for Οκτώβριος 2010

αναμνήσεις 1940-1944

27/10/2010

από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:

18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.

19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: «Τους φάγαμε». Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).

20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.

Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.

Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: «Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940».
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.

7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;

19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.

-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ «ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ»
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ

 

από το ημερολόγιο του Γεωργίου Ρούσσου:

Ο Μελάς με τσατίζει. Πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και κάνει τάχα επιτόπιο ρεπορτάζ. Μπαρούφες. Δημοσιογραφία εντυπώσεων. Ύμνοι και κόντρα ύμνοι. Πώς είναι δυνατόν να γράψεις για το τι συμβαίνει όταν έχεις από πάνω σου δυο λογοκρισίες; Τη μια, του μικρού Επιτελείου που εδρεύει στα Γιάννινα, και την άλλη, του μεγάλου Επιτελείου στην Αθήνα; Εγώ προτίμησα μια άλλη γραμμή. Πηγαίνω κάθε μεσημέρι στα νοσοκομεία και κουβεντιάζω με τους τραυματίες, φαντάρους και αξιωματικούς. Μου λένε τα πάντα. Εντυπωσιακό στοιχείο: Κανείς δεν γκρινιάζει. Για τίποτα! Κι ας είναι όλοι με κρυοπαγήματα, με σφαίρες στα πλευρά, με κομμένα άλλος χέρια, άλλος πόδια.

Ο Μανιαδάκης έστειλε έναν ταγματάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, τον Πολιτόπουλο, στον Παπακωνσταντίνου και σ’ εμένα για να του πούμε τι βλέπουμε στο Μέτωπο, επειδή είμαστε γνωστοί αντικαθεστωτικοί. (…) Του τα ‘πα χύμα. Και κυρίως του μίλησα για τους μόνιμους αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους κάνουν το παν για να μην προωθηθούν στη ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά να μείνουν στις μεγάλες πόλεις – κυρίως στα Γιάννινα.

Κρυώνω πολύ και φοβάμαι. Γίνονται δυο βομβαρδισμοί τη μέρα. Κι έχουμε κι έξι εφτά συναγερμούς. Τρέχω συνεχώς. Για ν’ αποφύγω τις βόμβες αλλά και για να ζεσταίνομαι. Τα καταφύγια πάντως μάπα. Έτσι και πέσει βόμβα, ούτε κοκαλάκι δεν θα μείνει.

Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, όχι μόνο σε πολεμοφόδια, αλλά και σε τρόφιμα και σε φάρμακα. Και οι μετακινήσεις δράμα. Πολλοί αεροκοπάνε. Φλεβάρης, τώρα, και σε μια αποθήκη βρέθηκαν κουραμπιέδες που έπρεπε να έχουν διανεμηθεί στους φαντάρους από τα Χριστούγεννα! Καταλαβαίνεις τι λούστροι υπάρχουνε;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ από το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

από το βιβλίο του Κώστα Χατζηχρήστου:

Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. Αλτ! φωνάζω, και ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Ρίχτους, ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς.
Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. «Τι είν’ αυτούνοι;» μου λέει άγρια! «Ιταλοί», του λέω εγώ. «Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;» Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: «Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!» Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: «Πώς σε λένε ρε;» «Κώστα Χατζηχρήστο» του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.

από το βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου «Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ»
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ

 

“Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα”

Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται μια συνομιλία του με τον Τσαρούχη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες:

Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι.
“Μα είναι δυνατό, Γιάννη”, του ‘λεγα εγώ, “είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων;”
“Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι;”
“Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου”, του λέω εγώ. “Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό!”
“Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι; Ονόμασέ τους”.
“Μα ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν”, του απαντώ.
“Αχ, Καλλέγη, πόσο είσαι αφελής”, μου λέει. “Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ‘λεγε;”
“Τι θα μου ‘λεγε;”
“Θα σου ‘λεγε: Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα σου να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν”.
Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

 

από το Χρονικό 1940-1944 των Α. και Κ. Κύρου:

Το παρακάτω περιστατικό έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1941:

Πενήντα ή εξήντα ανάπηροι, με τα πόδια ή τα χέρια κομμένα, άλλοι με τα καροτσάκια των και άλλοι με τις πατερίτσες των, ενεφανίσθησαν εμπρός εις το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου. Οι καραμπινιέροι, οι οποίοι εφρουρούσαν ακόμη εκεί, απεπειράθησαν εις την αρχήν να τους εμποδίσουν. Αλλ’ ήτο τόσον επιτακτική και περιφρονητική η χειρονομία, με την οποίαν οι επικεφαλής ανάπηροι τους διέταξαν -ναι, τους διέταξαν!- να παραμερίσουν, ώστε υπεχώρησαν και τους άφησαν να περάσουν. Οι ανάπηροι εσχημάτισαν ημικύκλιον γύρω από το Μνημείον και τρεις επροχώρησαν διά να καταθέσουν ένα απέριττον δάφνινον στέφανον. Ο ένας εκ των τριών αναπήρων, που μόλις κατώρθωνε να βαδίση με τα «ξυλοπόδαρά» του, εστάθη εις προσοχήν και είπε:
«Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας,
Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά καταλαβαίνετε ότι, με τις σημερινές συνθήκες, αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε… Ακούστε τι έχουμε να σας πούμε:…»
Εδώ εσώπασε διά δύο λεπτά. Και μία νεκρική σιγή επεκράτησε κατά την συνταρακτικήν αυτήν σκηνήν.
Έπειτα, κατέληξεν απλά:
«Τώρα, σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. Είμαστε βέβαιοι, ότι μας νοιώσατε».
Ποτέ άλλοτε δεν ελέχθησαν ωραιότερα λόγια ενώπιον του Εθνικού Μνημείου, από εκείνα που δεν ήκουσαν αυτιά θνητών το πρωινό της 29ης Οκτωβρίου 1941…

από το βιβλίο «ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944, ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΤΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑ»
«από τις προσωπικές σημειώσεις των δημοσιογράφων Αχιλλέως και Κύρου Αδ. Κύρου»

  

 ”25η Μαρτίου 1942″ από τον Γ. Καφταντζή

Ο Γιώργος Καφταντζής διηγείται τι συνέβη στη δοξολογία που έγινε στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης στις 25 Μαρτίου του 1942:

Η 25 Μαρτίου 1942 ήταν μια παγωμένη μέρα με δυνατό βαρδάρη. Αποβραδίς πολλά συνεργεία του ΕΑΜΝ έγραψαν συνθήματα στους τοίχους και κατέθεσαν λουλούδια στα ηρώα της Θεσσαλονίκης. Και την άλλη μέρα το πρωί οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην Αγια Σοφιά, που οι πληγές της απ’ το βομβαρδισμό των Ιταλών ήταν ανοιχτές ακόμα. Στη δοξολογία χοροστατούσε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, μα δεν είπε λέξη ως το τέλος για τη μεγαλύτερη εθνική γιορτή του σύγχρονου ελληνισμού. Μόλις όμως ειπώθηκε το “δι’ ευχών” της απολύσεως, ένας φοιτητής φώναξε δυνατά μέσα απ’ το πλήθος: “Ζήτω η Ελλάδα!” Η συγκλονιστική εντύπωση της κραυγής εκείνης κάτω απ’ τους αυστηρούς θόλους της αρχαίας εκκλησίας ήταν σαν αστραπόβροντο σε αίθριο ουρανό. Αμέσως μια δεύτερη φοιτητική φωνή ακούστηκε το ίδιο καθάρια και ζεστή: “Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα!” και τότε όλο το εκκλησίασμα σαν ηλεκτρισμένο επανέλαβε ένα μυριόστομο “Ζήτω!” που έκανε να ταραχτεί παράξενα η εκκλησία. Πολλοί κλαίγανε, άλλοι δάγκαναν τα χείλια να μη δακρύσουν, μερικοί σφίγγανε τις γροθιές.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ “ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ”  Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ

 

από τα Τετράδια Ημερολογίου του Γιώργου Θεοτοκά:

22 Νοεμβρίου 1941
Το θέαμα ανθρώπων που πέφτουν στο δρόμο από την πείνα έχει γίνει κάτι απλό, καθημερινό. Μερικοί στέκουνται, προσπαθούν να βοηθήσουν με κάτι φαγώσιμα ή με λίγα χρήματα, ξέροντας πόσο ασήμαντη είναι η βοήθειά τους. Οι περισσότεροι κάνουν πως δε βλέπουν. Με τι εκπληκτική ευκολία γίναμε αναίσθητοι!
Σε ορισμένες στιγμές νιώθω τόση ντροπή, σα να ήμουνα εγώ ο υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει.

4 Δεκεμβρίου 1941
Χειμώνας δυνατός και πρόωρος.
Η πείνα έχει απλώσει τη φοβερή σκιά της παντού.
Η Αθήνα γίνεται ένας τόπος φρίκης.
Στην οδό Κηφισίας, στην οδό Σταδίου, στην οδό Πανεπιστημίου άνθρωποι πέφτουν αναίσθητοι από την πείνα.
Το κάρο που κουβαλά τους πεθαμένους.

1943
Γενικά το πλήθος έδειξε συμπόνια και συμπάθεια στους Ιταλούς και προσπάθησε να τους βοηθήσεις, δίνοντάς τους ρούχα πολιτικά και, σε πολλές περιπτώσεις, κρύβοντάς τους όπως έκρυβε στα 1941 τους Άγγλους για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί. Είναι παράξενος λαός οι συμπατριώτες μου, με αντιδράσεις απροσδόκητες και, όπως είδαμε τόσες φορές τα τελευταία χρόνια, μ’ ένα βάθος ανθρωπισμού εξαιρετικού. Ενώ, δυο χρόνια τώρα, όλος ο πληθυσμός βυσσοδομούσε εναντίον των Ιταλών και απειλούσε πως, όταν θα φεύγουν θα τους κάνει και θα τους δείξει, ξαφνικά, μόλις τους είδε πεσμένους, τους λυπήθηκε. Κανέναν δεν πείραξε και ίσια – ίσια τους βοηθεί με κάθε τρόπο, θαρρείς πως μόλις καταθέσανε τα όπλα και διαλύθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς η ατμόσφαιρα του πολέμου, ξαναήρθε αυτόματα στην επιφάνεια κάποια κρυμμένη αλληλεγγύη προς τους «ανθρώπους που μας μοιάζουν».

Ίσως πάλι, κατά πρώτο λόγο, είναι η απλή αλληλεγγύη ανθρώπου προς άνθρωπο, προς τον εχθρό που, πέφτοντας, ξαφνικά ξαναγίνεται «άνθρωπος».
Χαίρουμαι γι’ αυτό που σημειώνω. Είναι κάτι πολύτιμο. Φανερώνει πως η ηθική ζωή αυτού του λαού έχει ορισμένες γερές βάσεις, πως τα βαθύτερα ένστικτά του είναι καλά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ «ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

από διήγηση του Φοίβου Τσέκερη:

Θα ‘θελα να περιγράψω ένα περιστατικό που συνέβη μια σκοτεινή, όπως όλες τότε, νύχτα χειμωνιάτικη. Πρωταγωνιστής ήτανε ο Νείλος Μαστραντώνης, σπουδαστής του Πολυτεχνείου, που κάποτε ο λαός μας θα τον τοποθετήσει πλάι στις μεγάλες μορφές του Εθνικοαπελευθερωτικού μας Αγώνα.
Κατεβαίναμε την οδό Τοσίτσα μια ομάδα σπουδαστών του Πολυτεχνείου. Είχαμε σκοπό να γράψουμε συνθήματα στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Συναντήσαμε στη γωνία Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας ένα συνεργείο από μαθητές του 5ου Γυμνασίου να γράφει ΕΠΟΝίτικα συνθήματα στον τοίχο του Πολυτεχνείου. Τους είπαμε να τον περιποιηθούν καλά τον τοίχο του σχολείου μας. «Καλλιγραφικά γράμματα, συναγωνιστές, και προπάντων όχι ανορθογραφίες!» Απομακρυνθήκαμε προς την Πατησίων. Σε λίγα λεπτά ακούσαμε απ’ το μέρος που γράφανε οι μαθητές πυροβολισμούς, ριπές αυτομάτων, τρεχαλητά και φωνές γερμανικές και μετά απόλυτη ησυχία. Τρυπώσαμε στο αλσύλλιο, που είναι μπροστά στο Μουσείο, και περιμέναμε. Σε λίγο ο Νείλος, που ήταν επικεφαλής του συνεργείου μας, μας είπε: «Περιμένετε. Πάω να δω τι έγινε». Πράγματι, σε λίγο γύρισε και μας είπε: «Όλα εντάξει. Τα παιδιά το σκάσανε».
Συνεχίσαμε με κέφι και βάψαμε ένα μεγάλο μέρος της 3ης Σεπτεμβρίου. Όταν τελειώσαμε και χωριζόμαστε, ο Νείλος μας λέει: «Τώρα θα σας αποκαλύψω κάτι που δε θέλησα να σας το πω πιο πριν, για να μη δειλιάσετε. Προηγουμένως που πλησίασα στο σημείο που γράφανε τα παιδιά, είδα στο πεζοδρόμιο της οδού Μπουμπουλίνας το σώμα του μαθητή που έγραφε. Τον σκότωσαν οι Γερμανοί».

από το βιβλίο του ΧΑΡΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ «Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ»
Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΟΤΤΗ

 

από τα Φύλλα Κατοχής της Ιωάννας Τσάτσου:

21 Δεκέμβρη 1943. Σήμερα μέσα στις άλλες μια γυναίκα ήρθε στο Γραφείο. Γλυκειά, δειλή, με πλησίασε και μου είπε σιγά: «Έχω το γιο μου φυλακισμένο στο Χαϊδάρι. Μέρες τώρα προσπαθώ να τον δω και δεν μπορώ. Τον λένε Δεϊμέζη. Μήπως ξέρετε τίποτα; Μήπως έγινε κανένα κακό;» Μόλις άκουσα το όνομα, πάγωσα. Το θυμόμουνα. Το είχα δει μέσα στους τελευταίους καταλόγους των σκοτωμένων ομήρων… Δεν είχα τη δύναμη να πω την αλήθεια, μα πάλι ούτε ψέματα στα γαλανά μάτια που με κοίταζαν με απόλυτη εμπιστοσύνη… Με κοίταζε και περίμενε με υπομονή… «Τον έχουν πάρει από το Χαϊδάρι», είπα σιγά. «Δεν τον βρίσκω πουθενά». Για λίγα λεπτά έμεινε σιωπηλή. Ένας σπασμός στο λαιμό έδειχνε όλη της τη συγκίνηση. Έπειτα με κόπο απάντησε: «Ίσως να τον έχουν σκοτώσει». Της πήρα το χέρι. Το στομάχι μου και το κεφάλι μου πονούσαν φριχτά… «Κατεβαίνομε μαζί;» ρώτησα δειλά. Και σηκωθήκαμε. Προχωρήσαμε στο δρόμο. Ούτε ο καλός ήλιος του χειμωνιάτικου μεσημεριού, ο ζεστός, ο μαγικός ήλιος μπόρεσε να βοηθήσει. Έμοιαζε σαν ψεύτικο σκηνικό και μας άφησε παγωμένες και τις δύο. Στο σπίτι κάθησα μηχανικά στο τραπέζι… Ένιωσα όλα να γυρίζουν γύρω μου. Σηκώθηκα, πήγα με κόπο στο κρεβάτι μου, ξέσπασα σ’ ατέλειωτο αναφυλλητό. Έχω τσακίσει, δεν κυβερνώ τα νεύρα μου πια.
22 Δεκέμβρη 1943. Το πρωί στο γραφείο, μέσα στα άπειρα πρόσωπα ήταν πάλι το πρόσωπό της. «Αφήστε με να καθίσω, αφήστε με να έρχομαι» μου είπε. Και στο σπίτι ακόμα, όπου γυρίσω, βλέπω τα μάτια της να με κοιτάζουν. Νιώθω το χάος κάτω από τα πόδια μου.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ «ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ»

 

Η Ιωάννα Τσάτσου για τον Χρήστο Καρβούνη:

Αντιγράφω πάλι από τη Ημερολόγιό μου:

27 Νοέμβρη 1943
Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη. Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:
“Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη”. Έμεινα σαν απολιθωμένη. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα. Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός. Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό.
-Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
-Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού.
Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω:
“Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα”. Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων.
Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι. Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες.

 

28 Νοέμβρη 1943
Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τούτο όμως είναι ιστορία. Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). Ο γερμανός αρνήθηκε. Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.
-Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα.
Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Όταν μάζεψαν τους νεκρούς στο Μονοδένδρι, ο Χρήστος Καρβούνης είχε το μπράτσο σπασμένο”.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΩΝ 9″ Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ / ΕΥΘΥΝΗ

 

από τις μνήμες κατοχής του Τάκη Μπενά:

Ο Τζέμος. Δωδεκανήσιος, το ‘χε σκάσει από τα σκλαβωμένα νησιά και στον πόλεμο του ‘40 βρέθηκε εθελοντής στο Αλβανικό. Γύρισε ανάπηρος στο πόδι, περπατούσε με μπαστούνι. Γενναίος άνθρωπος το ‘χε δείξει, μα προπαντός όμορφη ψυχή. Γλύκα, όλο με το γέλιο ήτανε. Και αγωνιστής πρώτος. Βγήκε Πρόεδρος της τάξης μας, σχεδόν παμψηφεί. Κύλησε το ‘42 και το μισό ‘43, με τον Τζέμο Πρόεδρο των πρωτοετών και πρώτο στις διαδηλώσεις, στο ξύλο με τους Ιταλούς και στις μεγάλες φασαρίες για το φοιτητικό συσσίτιο. Μπροστά πάντοτε. Ψηλός, λιγνός, με το αναπηρικό σήμα στο πέτο και το μπαστουνάκι του, είχε γίνει το πιο αξιαγάπητο παιδί στο Πανεπιστήμιο. Και οι καθηγητές τον εκτιμούσαν. Τον άκουγαν που πήγαινε και τους τα ‘λεγε, αιτήματα, προβλήματα, ακόμα και απαιτήσεις καθαρά αγωνιστικές, για κάποιους συναδέλφους τους, που είχαν ορκιστεί υπουργοί του Λογοθετόπουλου και του Ράλλη. Από τότες -εδώ και σαράντα πέντε χρόνια- περάσανε αμέτρητοι συνδικαλιστές φοιτητές κι έτυχε να γνωρίσω πολλούς, πάρα πολλούς. Σαν τον Τζέμο, κανένα. Με απέραντο κύρος, γνήσιος και προπαντός άξιος αντιπρόσωπος μιας γενιάς, που δεν έπασχε από έλλειψη ψυχωμένων παιδιών. Αυτός ήτανε ο Τζέμος, το καμάρι μας. Τον σφάξανε σαν πρόβατο με μαχαίρι, μέσα στο Πανεπιστήμιο. Πάνω στο χαλί του Πρύτανη, το Σεπτέμβρη του 1943, οι τσολιάδες. (…) Οι Ιταλοί δεν τα κατάφεραν να τον φάνε, εκεί πάνω στο Πόγραδετς, τον λαβώσανε μονάχα κι έτσι καθώς έμεινε κουτσός δεν μπόρεσε να τρέξει, να ξεφύγει από τους τσολιάδες της Κατοχής. Άξιος ο μισθός τους τότε και η σύνταξη που τους έδωσε μετά, το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Άξιο και το Πανεπιστήμιο, που δεν έστησε το άγαλμά του στο προαύλιο, να το βλέπουν οι γενιές των Ελλήνων φοιτητών. Φρόντισαν όμως να πλύνουν το χαλί του Πρύτανη. Οι Πόντιοι Πιλάτοι.

ΤΑΚΗΣ ΜΠΕΝΑΣ “ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΣΑΝ ΧΡΕΟΣ” Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ

 

“Ανάστασι δίχως σταυρό τίποτα δεν λογίζει”

Μαρτυρίες για τον Ρούσο Κούνδουρο:

Μιχάλης Κοκολάκης: (Ο Ρ. Κούνδουρος) πήγε στις αρχές Μαΐου 1944 στην Παγκρήτια σύσκεψη της επιτροπής του ΕΑΜ στα Χανιά και γύρισε ενθουσιασμένος από τη δράση του ΕΑΜ στην Κρήτη. Μετά τη σύλληψή του είπε σ’ εκείνους που τον επισκέφθηκαν στις επανορθωτικές κάτω φυλακές του Ηρακλείου ότι τον κατηγορούν ως κομμουνιστή και οργανωτή ανταρτών, κυρίως ο Δεσπότης και κύκλοι “λογίων” γύρω απ’ αυτόν. Παρά τις κινητοποιήσεις φίλων, συγγενών και συναδέλφων του προς το Δεσπότη να διαψεύσει και να ανακαλέσει τα όσα είχε πει και κάνει για τον Ρούσο Κούνδουρο, ειδεμή θα τον εκτελούσαν, όχι μόνο δεν έκαμε τίποτε, αλλά συνέχισε τα από άμβωνος κηρύγματα κατά των ΕΑΜοκομμουνιστών και των αρχηγών τους, αφήνοντας να εννοηθεί η ενοχή του Κούνδουρου.

Μάρκος Ζουριδάκις: Μου εκμυστηρεύθηκε ότι δεν ήταν κομμουνιστής αλλά συνεργαζόταν με όλους τους πατριώτες για να κτυπηθούν οι κατακτητές. Πιστεύω ότι σ’ αυτόν κυρίως οφείλεται η εξάπλωση της οργανωμένης αντίστασης στο Λασίθι.

Εμμ. Μ. Τσιριμονάκης: Όταν το γερμανικό αυτοκίνητο που τον μετέφερε μαζί με άλλους στα Χανιά, σταμάτησε στο Ρέθυμνο πλησίον καφενείου, φίλοι του προσωπικοί, διαπιστώνοντες τη χαλαρότητα της φρουρήσεως από τους Γερμανούς, του επρότειναν να δραπετεύσει υπό την προστασίαν των. Αυτός όμως απάντησε: “Και οι άλλοι που θα μείνουν τι θα πούν; Δεν αναλογίζεσθε τι μπορούν να πάθουν από τους Γερμανούς, αυτοί, η οικογένειά μου, σεις και άλλοι εδώ; Όχι! Δεν φεύγω, ευχαριστώ. Αντιμετωπίζω με ψυχραιμία τα πάντα…”

Μια ώρα πριν εκτελεστεί έγραψε στον τοίχο του κελιού του: Ανάστασι δίχως σταυρό, τίποτα δεν λογίζει, και λευτεριά δίχως σκλαβιά, τίποτα δεν αξίζει.

από το βιβλίο του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΥΛΑΚΗ “ΡΟΥΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ 1891-1944″ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

 

“Οι Γερμανοί έμειναν κοκαλωμένοι, κατακίτρινοι” από τον Γ. Καζάκο

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι κομμουνιστές κρατούμενοι στον Αη Στράτη -εξόριστοι εκεί από τη δικτατορία του Μεταξά- αφέθηκαν από τους Έλληνες δεσμοφύλακές τους να πεθάνουν από την πείνα. (Στο θέαμα των ετοιμοθάνατων κρατουμένων λύγισαν ακόμα κι οι Γερμανοί όταν επισκέφθηκαν τον Αη-Στράτη):

Μπροστά τους τέσσερις νεκροί περίμεναν άταφοι. Όλοι οι άλλοι, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους, ζωντανά πτώματα, αποσκελετωμένα, άπνοα. Δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις αν ήταν ακόμα ζωντανοί ή αν ήταν πεθαμένοι από μέρες. Οι Γερμανοί έμειναν κοκαλωμένοι, κατακίτρινοι και τελικά ο πιο ανώτερος φώναξε: -Μα τι είναι, τέλος πάντων, εδώ μέσα;… (…) Σε λίγο έφτασε κι ο Βουδικλάρης. Με την εμφάνισή του ακούστηκε ένα ομαδικό μούγκρισμα διαμαρτυρίας απ’ τους κατάκοιτους συντρόφους. Ο Βουδικλάρης είχε αρχίσει να τρέμει. Ο Γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε να του πει, ποιος του έδωσε διαταγή γι’ αυτά τα μέτρα που είχε πάρει. Ο Βουδικλάρης, αφού ξεροκατάπιε μερικές φορές, έντονα ταραγμένος, βρήκε τη δύναμη να πει πως ήταν διαταγή της Γερμανικής Διοίκησης της Λήμνου. Οι Γερμανοί του ζήτησαν τη διαταγή κι αυτός, μουδιασμένος, τους είπε πως ήταν προφορική η διαταγή. Οι Γερμανοί φαίνεται πως είχαν αντίρρηση κι έβαλαν τις φωνές, σα να τον έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν δυο Γερμανοί στρατιώτες με τρόφιμα μέσα σε σακιά κι άρχισαν να τα μοιράζουν στα κρεβάτια των αρρώστων, δίπλα στο προσκέφαλό τους. Κανείς όμως δεν είχε τη δύναμη ν’ απλώσει το χέρι του για να πάρει απ’ αυτά που τόσο είχε ανάγκη. Οι Γερμανοί απόρησαν και ρώτησαν το σύντροφο Λαζανά που τους εξήγησε πως δεν έχουν τη δύναμη ν’ απλώσουν το χέρι τους απ’ την εξάντληση. Για λίγο στάθηκαν παρατηρώντας ένα γύρω το θάλαμο με τους ετοιμοθάνατους ακίνητους, σα νεκρούς, χωρίς να βγάλουν λέξη. Μας χαιρέτησαν κι έφυγαν.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΖΑΚΟΣ “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ” Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

 

“Ήτανε μια Παναγία η Μαρία”

Μαρτυρίες για τη δράση της Μαρίας Δημάδη, ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, που εκτελέστηκε στις 31/8/1944, στο Αγρίνιο από Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών:

 Ιερέας Κων/νος Παπαβαλής: Όπου επρόκειτο οι Γερμανοί να κάνουν επίθεση, η Μαρία μας ειδοποιούσε, για να παίρνουμε τα μέτρα μας. Μια γερμανική αμαξοστοιχία με πυρομαχικά, στις 9 Απριλίου έρχονταν από Κρυονέρι – Αγρίνιο. Και στη θέση Σταμνά, την ανατίναξε ο Ελασίτης Καπετάν Βονόρτας με τα παλικάρια του. Και οι 65 Γερμανοί στρατιώτες νεκροί.

Γιαγιά Ερασμία: Όταν ρωτούσαμε τη Μαρία τι κάνει, πού πάει, μας απαντούσε: “τρέχω να σώσω τον κόσμο που κινδυνεύει”. Όταν πιάσανε όλους τους Πετροχωρίτες από το χωριό Μακρυνία (…) τους φυλάκισαν. Κι έγινε η δίκη. Η Μαρία φρόντισε με όλους τους τρόπους και τους αθώωσε. Όταν βγήκανε, πήγανε στη Μαρία και την ευχαριστήσανε, και την είπανε: “Τι θέλεις, τρόφιμα ή χρήματα;” Κι η Μαρία τους είπε: “Δε θέλω τίποτα, μόνον φύγετε αμέσως να μη σας ξαναπιάσουνε”. Τότες της είπανε: “Όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σου κάνει όλο το χωριό ένα μεγάλο δώρο”. Και όταν μάθανε το θάνατό της χτυπήσανε την καμπάνα και πήγε όλο το χωριό και της κάνανε μνημόσυνο.

Ευάγγελος Κουκούλης: Με τη Μαρία τα λέγαμε συχνά. Ήταν σε κάθε φιλανθρωπική εκδήλωση. Ήτανε μέσα στο αίμα της να κάνει καλό στον άνθρωπο που χρειάζονταν βοήθεια. Γι’ αυτό όλοι στο Αγρίνιο την εκτιμούσαν. (…) Μετά εμένα με επιστράτευσαν βιαίως τα Τάγματα Ασφαλείας. Τι να έκανα; Και σαν υπαξιωματικός που ήμουν με τοποθέτησαν αρχιφύλακα στις φυλακές της Αγίας Τριάδας. Βοηθούσα κρυφά τους κρατούμενους. Τους έδινα ψωμί, φαγητό, φάρμακα. Τους διευκόλυνα όσο μπορούσα, με κίνδυνο της ζωής μου. Μια νύχτα οι τσολιάδες φέραν μια γυναίκα. Όταν αναγνώρισα ότι ήταν η Μαρία Δημάδη ανατρίχιασα. Αμέσως την έσυραν πιο πέρα και μπροστά στα μάτια μου την εκτέλεσαν.

από το βιβλίο του ΦΙΛΙΠΠΑ ΓΕΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΑΔΗ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ” Εκδόσεις ΝΕΣΤΟΡΑΣ

 

από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ:
Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μια εξ ενέδρος επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν. Ως αντίποινα θα εκτελεστούν:
1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944
2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς την Σπάρτην έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος
(από τις εφημερίδες)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ»
Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

 

“Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς”

Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:

Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

¹στο βιβλίο του Δ. Ψαθά ο ήρωας Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

 

 

Alors, c’ est la guerre…

25/10/2010

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941»:

 

Στην Κηφισιά, σ’ ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια βίλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο. Η όψη της, παλαιική, δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεχτο· τίποτ’ άλλο από μιαν αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια, δίφυλλη, βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι.
Εκεί, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα, ήρθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Ο σκοπός χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άντρες. Ο ένας τους βγήκε, του μίλησε ελληνικά, εξήγησε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσα ανακοίνωση. Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να ειδοποιήσει το σπίτι. Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθιά γαλήνη της νύχτας, μακριά κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.
Ο ακόλουθος που ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήσει τον Ιωάννη Μεταξά, δεν είχε ξεχωρίσει στο σκοτάδι τα χρώματα της σημαίας του αυτοκινήτου. Είχε κι αυτή λουρίδες κάθετες, λοιπόν τη νόμισε γαλλική. Είπε στον πρωθυπουργό πως τον ζητάει ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Απορημένος ο Μεταξάς για το ασυνήθιστο της ώρας, πέρασε πάνω στο βαμπακερό νυχτικό του ένα βεστόνι σκούρο, κατέβηκε στον κήπο και πήγε να κοιτάξει από την πλαϊνή πόρτα, της οδού Κεφαλληνίας. Τότε αναγνώρισε τον Γκράτσι. Κατάλαβε. Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας.


Η πόρτα υπηρεσίας του σπιτιού του Ι. Μεταξά

Ο Γκράτσι, όταν ήτανε να ξεκινήσουν από την Αθήνα, για να μην προκαλέσει την προσοχή έστω και σε ώρα τόσο προχωρημένη, είχε σκεφτεί να μην πάρουν το μεγάλο, πρεσβευτικό αυτοκίνητο. Είχε διαλέξει το λιγότερο θεαματικό του Στρατιωτικού Ακολούθου. Οδηγούσε ο ίδιος ο Ακόλουθος, με πλάι του το διερμηνέα της Πρεσβείας, τον Ντεσάντο, έναν Αλβανό από χρόνια εγκατεστημένο στην Αθήνα, χρήσιμο για τη συνεννόηση με το σκοπό. Ο Μεταξάς έδωσε το χέρι του στον Γκράτσι και είπε στο χωροφύλακα ν’ αφήσει ελεύθερη τη διάβαση. Ο Στρατιωτικός Ακόλουθος με το διερμηνέα έμειναν στο δρόμο, ο πρωθυπουργός με τον πρεσβευτή πέρασαν την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκαν στο σπίτι. Μπήκανε σ’ ένα σαλονάκι με πολύ απλή επίπλωση, στο πρώτο πάτωμα, κάθισαν. Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι δήλωνε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτίσει να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση.
Έδωσε το τελεσίγραφο.
(…..)


Το σαλόνι του σπιτιού του Ι. Μεταξά

Το κείμενο ήταν μακρύ. Αναμασούσε τις γνωστές, ασύστατες αιτιάσεις: Ελληνικές παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, συνεργασία μαζί του, εχθρικές πράξεις κατά της Ιταλίας, καταπιέσεις των Αλβανών της Τσαμουριάς, ό,τι μπόρεσε να στρατολογήσει από το απόθεμα της χαμηλής φαντασίας του ο Τσιάνο, ο συντάκτης του κειμένου. Απαιτούσε να μπούνε στην Ελλάδα τα ιταλικά στρατεύματα και να καταλάβουν στρατηγικά σημεία, για να διασφαλίσουν την ουδετερότητά της. Αν συναντήσουν αντίσταση, η αντίδραση αυτή «θα καμφθεί διά όπλων».

Εμμανουέλε Γκράτσι (1891-1961)

Ο Γκράτσι στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’ αλήθεια μ’ έντονο -αν και καθυστερημένο- αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του, λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, ήταν υγρά. Αυτό -εξηγεί ο Γκράτσι- συνέβαινε πάντα στο Μεταξά όταν ήτανε συγκινημένος. Η στιγμή, πραγματικά, ήταν δραματική κι επίσημη. Το βάρος της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Ας ειπωθεί προς τιμήν του Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του. Είναι ολοφάνερο πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα στη νύχτα, στο σαλονάκι αυτό όπου βρισκόταν μόνος του υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα στο αίμα του τη βαθιά φωνή της εθνικής ψυχής. Όταν αποδιάβασε το κείμενο, σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή συγκινημένη αλλά στέρεα, είπε:
-Alors, c’ est la guerre. Ώστε, λοιπόν, πόλεμος.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ 1940-1941»
Εκδόσεις ΓΕΣ

Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από το: http://www.ioannismetaxas.gr

μια εικόνα, δύο ιστορίες…

23/10/2010

 Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει αποσπάσματα από το αφιέρωμα της εφημερίδας ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ «Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ». 

Η εικόνα-σύμβολο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του 1912. Τον πίνακα ζωγράφισε ο Κενάν Μεσαρέ, γιος του Τούρκου (αλβανικής καταγωγής) στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά, που παρέδωσε στους Έλληνες την πόλη.

Ο Γεώργιος Α΄ εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη στις 29/10/1912. Δίπλα του ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος.
(από το eglima.wordpress.com)

Ο Κενάν Μεσαρέ γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1889, μιλούσε άπταιστα τα ελληνικά, χάρη στην Ελληνίδα μουσουλμάνα μητέρα του αλλά και λόγω της διγλωσσίας που επικρατούσε στην Ήπειρο. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην ηπειρωτική πρωτεύουσα, σπούδασε στην περίφημη σχολή Γαλατά Σεράι της Κωνσταντινούπολης και ακολούθησε τον πατέρα του στις πολλές στρατιωτικές μετακινήσεις του ανά την οθωμανική αυτοκρατορία ως υπασπιστής του. Μάλιστα, κατά την υπογραφή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική αντιπροσωπεία στο Διοικητήριο βρισκόταν και ο ταγματάρχης Κενάν, ο οποίος φέρεται ότι συνέταξε το πρωτόκολλο στα γαλλικά, τα οποία γνώριζε επίσης άπταιστα.
Μετά την ήττα των Τούρκων και την αποχώρησή τους από τη Μακεδονία, ο Κενάν επέλεξε να μείνει στη Θεσσαλονίκη, παίρνοντας την ελληνική υπηκοότητα. Στην πόλη έμεινε πάνω από 25 χρόνια, είχε πολλούς φίλους και είχε τη στόφα και τη φήμη του κοσμοπολίτη. Μετά το γάμο του, το 1934, εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα όπου γεννήθηκαν τα παιδιά του.

Όταν πέθανε, θάφτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο αλβανικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης  (στην Τριανδρία), επιστρέφοντας για πάντα στην πόλη που αγαπούσε ιδιαίτερα.

Κενάν Μεσαρέ (1889-1965)
από το http://3lak2xo.blogspot.com/2009/07/blog-post_30.html

 

Χασάν Ταχσίν πασάς: «Απ’ αυτούς την πήραμε, σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε».

Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα μουσουλμάνα και ο ίδιος ήταν αλβανικής καταγωγής. Γνώριζε άπταιστα την ελληνική γλώσσα, μια και φοίτησε και πήρε απολυτήριο από το ελληνικό γυμνάσιο Ιωαννίνων. Ξεκίνησε ως αγροφύλακας στην Κατερίνη το 1870, κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στον τουρκικό στρατό και ανέβηκε σύντομα την κλίμακα της ιεραρχίας. Διετέλεσε διοικητής της χωροφυλακής Ιωαννίνων, φρούραρχος της Θεσσαλονίκης το 1900, στα χρόνια των νεοτούρκων εξορίστηκε από το σουλτάνο ως φιλελεύθερος στη Συρία, ανέλαβε την αρχηγία στην επαναστατημένη Υεμένη και επέστρεψε το 1910 στη Θεσσαλονίκη ως διοικητής του Γ΄Σώματος Στρατού. Στις αρχές του Οκτωβρίου, με την ελληνική προέλαση, αν και βρισκόταν έξω από το στράτευμα, επανήλθε και ανέλαβε την αρχιστρατηγία του τουρκικού στρατού. Ηττήθηκε, όμως, και αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να παραδώσει την πόλη.

Χασάν Ταχσίν (1845-1918)
από το http://ellines-albanoi.blogspot.com/2010/04/blog-post_4561.html

Ο Ταχσίν Πασάς, μετά την παράδοση της πόλης και την αιχμαλωσία του τουρκικού στρατού, κρατήθηκε διακριτικά και με σεβασμό στο Διοικητήριο και δε στάλθηκε μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους αιχμαλώτους αξιωματικούς στην Αθήνα. Με τη βοήθεια του φίλου του, διακεκριμένου Θεσσαλονικιού της εποχής, Αλέξανδρου Ζάννα, και του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Χασάν Ταχσίν στάλθηκε για λόγους υγείας στο Εβιάν της Γαλλίας και αργότερα  έζησε στη Λοζάνη, όπου συνέγραψε τις αναμνήσεις του. Πέθανε στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Στην αυτοβιογραφία του διαφαίνεται ένας φιλελληνισμός κι ένας έντονος αντιβουλγαρισμός, που επιβεβαιώθηκαν στην πράξη. Ο Ταχσίν Πασάς αρνήθηκε να συνδιαλλαγεί με τους Βουλγάρους που τον πίεζαν φορτικά να μπουν στην πόλη και αποφάσισε να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. «Απ’ αυτούς την πήραμε και σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε», είπε, σύμφωνα με την παράδοση, εκείνες τις δύσκολες ώρες. Στις αναμνήσεις του, ο Τούρκος στρατηγός που έχει συνδέσει το όνομά του με τη μοίρα της πόλης, γράφει τα παρακάτω:

Πιεζόμενος από τα γεγονότα και τις εκκλήσεις αρχών και προξένων, έχοντας αντιληφθεί τον άμεσο κίνδυνο της βουλγαρικής εισβολής και διαπιστώσει την εγκατάλειψη των χαρακωμάτων και τη διασκόρπιση των εφέδρων αφότου νύχτωσε, υπέκυψα για να σώσω τη ζωή χιλιάδων αθώων πλασμάτων και για να προλάβω την καταστροφή της πόλης. Οι απεσταλμένοι του Διαδόχου Κωνσταντίνου έφτασαν στο Διοικητήριο της πόλης κατά τις νυκτερινές ώρες. Το «πρωτόκολλο παραδόσεως» συντάχτηκε στα γαλλικά. Έτσι έληξε άδοξα και συντριπτικά για μας ο αγώνας και θριαμβευτικά για τον αντίπαλο. Η Θεσσαλονίκη χάθηκε αλλά και σώθηκε. Έχω τη συνείδηση ότι έπραξα το καθήκον μου. Η ιστορία ας με κρίνει…

Βέβαια, οι Τούρκοι φόρτωσαν αποκλειστικά την ήττα και την απώλεια της Θεσσαλονίκης στα φιλελληνικά αισθήματα του στρατηγού και του απέδωσαν τη μομφή της εσχάτης προδοσίας. Ο πικραμένος πασάς δε γύρισε ποτέ στην Τουρκία. Πέθανε στη Γαλλία το 1917 και η σορός του μεταφέρθηκε από την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου θάφτηκε με τιμές στις «παρυφές της πόλης», όπως γράφει ο γιος του.

(Στοιχεία πάρθηκαν από το βιβλίο των Β. Νικόλτσιου και Β. Γούναρη «ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ», 2002)

ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΖΑΦΕΙΡΗΣ από το αφιέρωμα της εφημερίδας ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ «Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», 12/12/2004

 

 

αναμνήσεις από τους Βαλκανικούς πολέμους

20/10/2010

Ο Ιωάννης Τσαγγαρίδης πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους ως ανθυπασπιστής του ιππικού. Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το ημερολόγιό του:

Μάχη του Σαρανταπόρου:

Η μάχη εξηκολούθησε μέχρι της 9ης νυκτερινής. Από της 6ης μ.μ. έβρεχε καθ’ όλην την νύκτα. Επί τέλους οι Τούρκοι κατελήφθησαν υπό πανικού. Υπεχώρησαν εν πρωτοφανή αταξία. Αλλά δεν μπορούσε να εξακολουθήση αυτό το παιγνίδι. Ημείς να τους κυνηγώμεν και εκείνοι να φεύγουν. Και γι’ αυτό διετάχθη από της ενάρξεως της μάχης η 4η Μεραρχία να τους υπερκεράση. Δηλαδή διά καταλλήλου κινήσεως κατελήφθησαν τα υψώματα τα ευρισκόμενα προς την έξοδον των Τούρκων. Και ούτω το ποθούμενον αποτέλεσμα επήλθε. Πανικός, μα τι πανικός ακατάσχετος τους κατέλαβε τους δυστυχείς. Οι Τούρκοι πυροβοληταί απέζευξαν τα κανόνια και ίππευσαν τα άλογα διά να σωθούν. Αλλά πώς; Η έξοδος του στενωπού ήτο κατειλημμένη! Σας διαβεβαιώ ότι ουδέποτε είδον τοιούτον θέαμα. Είκοσι τέσσερα πυροβόλα καινουργή εγκατελείφθησαν εις την διάθεσίν μας με όλα των τα εξαρτήματα και πυρομαχικά. Δηλαδή 6 πυροβολαρχίαι πλήρεις αιχμαλωτίσθησαν.
Από αιχμαλώτους τι να σας γράψω, που κάθε μέρα μαζεύουμε; Έχουμε ως τώρα 18 αξιωματικούς και 700 στρατιώτας αιχμαλώτους. Οι νεκροί των υπερβαίνουν τους 1.000. Εκ των ημετέρων ετραυματίσθησαν σοβαρώς 23 αξιωματικοί και 600 νεκροί και τραυματίαι.

Στα Σέρβια Κοζάνης:

Όλος ο στρατός μας τρώγει αρνιά ψητά από τα τούρκικα. Αποθήκαι κριθής, σίτου, χόρτου, αλεύρων, ζαχάρεως, η αποθήκη πολεμοφοδίων των Σερβίων εις τας χείρας μας. Τέλος πάντων ο πόλεμος είναι ιερός, καλός σωτήριος, αλλά και καταστρεπτικός. Μετά πολλής δυσκολίας συγκρατούμεν τους στρατιώτας μας από τας λεηλασίας. Αλλ’ ενίοτε αδυνατούμεν και να τους συγκρατήσωμεν. Και τούτο προέρχεται εκ της τακτικής των Τούρκων. Διότι κατά την υποχώρησίν των σφάζουν τους άοπλους Χριστιανούς των διαφόρων χωρίων. Εδώ στα Σέρβια έσφαξαν τρεις ιερείς, τον δάσκαλον και 70 άλλους, μεταξύ των οποίων οι 40 ήσαν φυλακισμένοι. Ε! Μόλις μπήκαμε στην πόλι και είδαν οι στρατιώται τα πτώματα αμέσως έσπασαν τας θύρας των τουρκικών οικιών και αφού ελεηλάτησαν το παν, έθεσαν πυρ εις μερικά σπίτια.

Στην Κοζάνη:

Περί την 4ην μ.μ. αφίκετο εν Κοζάνη ο Βασιλεύς μετά του πρίγκηπος Γεωργίου. Ε! Υψώσατε εις το τετράγωνον την γενομένην εις ημάς υποδοχήν και αν δυνηθείτε φαντασθείτε την γενομένην υποδοχήν.

Αφού μας έσφαξαν μια κότα και την εμαγείρευσαν, ητοίμασαν το δείπνον. Φάγαμε θαυμάσια. Ήπιαμε καφέ, που είχα 52 μέρες να τον ιδώ και ανεπαύθημεν εις καθαρώτατα στρώματα. Ο νοικοκύρης εδάκρυσεν εκ χαράς και ηυχαρίστει τον Θεόν διότι τον ηξίωσεν να συμφάγη με Έλληνας αξιωματικούς.

Βγάλαμε το χιτώνιόν μας, τα πιστόλια μας,τα σπαθιά μας και τέλος τις μπότες μας, κουβεντιάζοντας με τους οικοδεσπότας και επεριμέναμε να φύγουν διά να βγάλουμε και το παντελόνι μας να κοιμηθούμε. Αλλ’ η οικοδέσποινα μετά της μητρός της δεν έφευγον. Εις παράκλησίν μας δε όπως απομακρυνθούν, διότι ηθέλομεν να ησυχάσωμεν, μας είπον ότι το ηννόησαν, αλλά επερίμεναν να εκδυθώμεν διά να μας σκεπάσουν. Σκάσαμε στα γέλια.

Στη Βέροια:

Εφθάσαμεν περί της 3ην μ.μ. Πόλις καλή. Σαν την Λευκωσία σχεδόν, εάν εξαιρέσει τις τους δρόμους της Λευκωσίας. Εν ολίγοις πόλις Τουρκική. Έχει 16.000 κατοίκους, εξ ων 7.000 Έλληνες. Οι λοιποί Τούρκοι και Εβραίοι. Υποδοχή κάπως ψυχρά. Βλέπετε, πλεονάζουν οι Τούρκοι και φοβούνται οι Έλληνες μήπως επανέλθουν υπό τον τουρκικόν ζυγόν και τιμωρηθώσι διά την εκδήλωσιν των αισθημάτων των. Εν τούτοις είναι άξιοι πάσης μομφής. Διότι ημείς θυσιαζόμεθα γι’ αυτούς και ώφειλον να μας περιποιηθούν περισσότερον.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Επιμέλεια: Κ. ΔΑΦΝΗ

 
Η μάχη του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου 1912)

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων ο Μαρίνος Γερουλάνος υπηρέτησε ως αρχίατρος στον ελληνικό στρατό.

Στον Γιδά (Αλεξάνδρεια Ημαθίας):

Εις τον Γιδά εφθάσαμεν αργά το εσπέρας υπό συνεχή βροχή. Εις την μικράν αίθουσαν ή μάλλον εις τον μικρόν απεριποίητον χώρον του σταθμού, ευρίσκοντο ο Βασιλεύς Γεώργιος, η Πριγκίπισσα Αλίκη και άλλοι της ακολουθίας του Βασιλέως. Το Στρατηγείον ευρίσκετο εις τα πρόσω, προ της Θεσσαλονίκης, όπου είχε μετακινηθή μετά τη μάχη των Γιαννιτσών. Η ατμόσφαιρα εντός του μικρού δωματίου, το οποίο εφωτίζετο αμυδρώς από μίαν κρεμαστή λάμπα πετρελαίου, ήτο πνιγηρά. Όλοι ήσαν σιωπηλοί, σκυνθρωποί. Ο Βασιλεύς εις τον οποίον αμέσως επαρουσιάσθην και έδωσα αναφορά του σκοπού της αποστολής μου, περιεπάτει ανήσυχος. Η Πριγκίπισσα Αλίκη εκάθητο επάνω εις μερικούς  σάκκους εις μίαν γωνίαν. Οι λοιποί, όρθιοι, ως εάν ανέμενον εις τον προθάλαμον βαρέως πάσχοντος! Εν τέλει επληροφορήθην το αίτιον της γενικής ταύτης δυσθυμίας. Ο Διάδοχος μετά του Στρατού ευρίσκετο προ της Θεσσαλονίκης. Υπήρχε φόβος ότι οι Τούρκοι δεν θα παρέδιδον την πόλιν αμαχητί, ενώ υπήρχον ειδήσεις ότι τμήμα βουλγαρικού στρατού κατήρχετο προς Θεσσαλονίκην και θα κατελάμβανεν πιθανώς την πόλιν προ του ημετέρου. Ήσαν ώραι σκληράς αναμονής. Η αγωνία ευτυχώς διελύθη διά της παραδόσεως της πόλεως εις τον Διάδοχον πριν ή φθάσουν οι Βούλγαροι.

Στη Βέροια:

Αι ενδιαφέρουσαι αφηγήσεις του Μανωλάκη μας εκράτησαν αγρύπνους και πέραν του μεσονυκτίου. Εις τας αφηγήσεις ταύτας ανήκει και εν ανέκδοτόν του. Μας αφηγείτο ότι οι Έλληνες πρόκριτοι διετήρουν πάντοτε αρίστας σχέσεις με τους Τούρκους πασάδες. Μέχρι των τελευταίων ημερών προ της εισόδου του Ελληνικού Στρατού εις Βέροιαν, προσήρχοντο εις το Διοικητήριον όπου ο Διοικητής τους μετέδιδεν τας ειδήσεις εκ του μετώπου και περιέγραφεν τας “νίκας” του τουρκικού στρατού. Οπότε ο Μανωλάκης, εις μίαν τοιαύτην συνάντησιν, αστεϊζόμενος, παρετήρησεν:
-Δεν φαντάζεσαι, πασά μου, πόσο χαίρω ότι νικά διαρκώς ο στρατός μας, ένα μόνο δεν καταλαβαίνω, διατί νικάμε όλο πλιο κοντά εδώ;

Στη Θεσσαλονίκη:

Έφθασε το μεσονύκτιον και μόνον αφού παρεδόθη και ο τελευταίος τραυματίας, εσκέφθημεν τι θα κάμωμεν και ημείς. Ήτο νύκτα, σκότος, ευρισκόμεθα σχεδόν μόνοι εις τον σταθμόν εις άγνωστον υπό εχθρικού στρατού μέχρι της χθες κατεχομένην πόλιν, με εχθρικόν πληθυσμόν, όταν μας πλησιάζει καλοενδεδυμένος μεσήλιξ κύριος ο οποίος απευθυνόμενος προς εμέ ερωτά πού εσκεπτόμεθα να κατευθυνθώμεν. Του απήντησα, παρακαλών να μας οδηγήση εις τι ξενοδοχείον. «Ούτε εις την είσοδον ξενοδοχείου θα δυνηθήτε να εισέλθετε», μας απαντά, «όλα είναι υπερπλήρη από στρατιωτικούς, αλλά αν επιθυμήτε, να έλθετε να μείνετε σπίτι μου». Ενόμιζα μήπως ήτο παλαιός ασθενής μου, όστις με ανεγνώρισεν και τον ηρώτησα σχετικώς: «Όχι, δεν σας γνωρίζω», απήντησεν. Έβλεπεν Έλληνες υγειονομικούς και ήθελεν να τους εξυπηρετήση. Του συνεστήθημεν και τον ευχαριστήσαμεν αποδεχόμενοι την ευγενή πρόσκλησίν του.
(…)
Ο οικοδεσπότης μάς ηρώτησεν εάν είχομεν να φάγωμεν από πολλού και μας παρεκάλεσε να υπομείνωμεν ολίγον ακόμη έως ότου ετοιμάσουν κάτι. Εν των μεταξύ, έφερεν καφέν και γλυκό και ενεφανίσθη ηλικιωμένη κυρία με τη συνήθη τοπικήν ενδυμασίαν. Αποτεινόμενος προς αυτήν, είπον:
-Πολύ λυπούμαι διότι τοιαύτην ώραν, περασμένα μεσάνυκτα, ήλθομεν να σας ανησυχήσωμεν. Και εκείνη μου απαντά: -Μπα, παιδάκι μου, ημείς πεντακόσια χρόνια σας επεριμέναμε και τώρα λέτε πως μας ανησυχείτε;

ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (1867-1957) ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 


Γεράσιμος Ραφτόπουλος (αριστερά): είναι ο νεότερος υπαξιωματικός στην ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Γεννήθηκε στο Φισκάρδο της Κεφαλληνίας το 1900. Κατά τον 1ο Βαλκανικό Πόλεμο, εναντίον των Οθωμανών, κατατάχθηκε εθελοντικά στην ηλικία των 12 και έγινε δεκτός ως οπλίτης. Για το θάρρος του στη μάχη του Σαρανταπόρου, έλαβε ως δώρο ένα Manlicher-Schonauer. Στη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά το 1913, κατάφερε να ξεφύγει από αιχμαλωσία, σκοτώνοντας 3 από τους 5 Βούλγαρους που τον είχαν αιχμαλωτίσει. Επιστρέφοντας στις ελληνικές γραμμές, βρήκε ένα τραυματισμένο Εύζονα και τον μετέφερε σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο. Για την ανδρεία του προήχθη στο βαθμό του δεκανέα την 28η Αυγούστου του 1913, σε ηλικία 13 ετών.

πηγή: http://www.sarantaporo.gr/node/3 

το φονικό που έμεινε στην ιστορία…

18/10/2010

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει μια διήγηση του ρεμπέτη Μπαγιαντέρα σχετικά με τη δολοφονία του Σακαφλιά.

Ο γέροντας που λέω ήταν ο Αντωνίτσης, αυτός που σκότωσε το Σακαβλιά. Από το Βόλο ήταν ο Αντωνίτσης -Αυστριακός¹ στην καταγωγή- και στα 50 χρόνια του βρέθηκε πάλι στις φυλακές Τρικάλων, για ένα έγκλημα που διέπραξε από λόγους που δεν πρόκειται να πω ποτέ, γιατί έδωσα το λόγο μου. Με άσπρα μαλλιά πήγε στη στη φυλακή, και με ισόβια στην πλάτη, και ελάχιστους μήνες πριν πάει στη φυλακή ο Σακαβλιάς. Μόλις έφτασε εκεί ο γέροντας άρχισε να στρώνει δουλειά, δηλαδή παιχνίδια, μπαρμπούτια και τέτοια. Έστρωνε κουβέρτα και τράβαγε το βιδάνειο από τους κατάδικους, που έπαιζαν πάρα πολύ μπαρμπούτι. Δέσποζε στα παιχνίδια ο γερο-Αντωνίτσης και μάλιστα χωρίς να έχει μπελάδες, γιατί δεν ήταν και κανένας τυχαίος. Παλιός μάγκας, γεροντόμαγκας τότε, με αρκετές επιτυχίες στο χώρο της μαγκιάς. Με ένα καλό όνομα στον κόσμο του κουρμπετιού, που δεν ήταν εύκολο να μη σε υπολογίζουν οι άλλοι. Τον Αντωνίτση, παρά τα χρόνια του, τον υπολόγιζαν και τον σέβονταν, γιατί ήταν και καλός μάγκας, όμορφος μόρτης, με εξηγήσεις πολύ μπεσαλήδικες.
(¹για την επωνυμία «Αυστριακοί» που αναφέρεται στους Βολιώτες περισσότερες πληροφορίες εδώ)

Όταν έφτασε στη φυλακή ο Σακαβλιάς και είδε την κονόμα του γέροντα βάλθηκε να του πάρει τη θέση. Φούντωσε το μυαλό του και σκέφτηκε ότι πρέπει να κάνει πέρα τον Αντωνίτση για να τραβάει αυτός το βιδάνειο. Επειδή το παιδί είχε μάθει να τα παίρνει από τις γυναίκες, νόμιζε ότι μπορούσε να τα παίρνει και από το γέροντα και πιο πολύ από τους κατάδικους. Παιδικά κοντά μυαλά. Δεν ήξερε τους νόμους του υποκόσμου, τους κανόνες της μαγκιάς, που έλεγαν πως για να κάνεις στη φυλακή τον μπαρμπουτιέρη έπρεπε να σε έχουν ακουστά τουλάχιστον οι μισοί κατάδικοι και μάλιστα το όνομά σου να τους προκαλεί και φόβο και θαυμασμό.
Άρχισε αμέσως να του μπαίνει του Αντωνίτση και να ζητάει ευκαιρία για να του κάνει το τελικό ντου. Την πρώτη φορά που του είπε του γέροντα να φύγει, εκείνος με καλό τρόπο του απάντησε πως επειδή είναι νέος στη φυλακή θα του έβγαζε κάνα κουτί τσιγάρα -απόφευγε τους τσαμπουκάδες ο γερο Αντωνίτσης, γιατί δεν τον συνέφερνε κάτι τέτοιο τότε. Ο Σακαβλιάς σκέφτηκε ότι φοβήθηκε ο γέροντας και πήρε περισσότερο θάρρος και περισσότερη μανία έβαλε για να τον ξεφτιλίσει. Περίμενε τη μεγάλη ευκαιρία. Σε κάποιο γερό παιχνίδι, πάει ξαφνικά ο Σακαβλιάς και λέει του γέροντα να φύγει γιατί θα περπάταγε εκείνος το παιχνίδι. Πάλι με καλό τρόπο ο Αντωνίτσης του λέει, φύγε και όταν τελειώσουμε τα λέμε. Την ίδια στιγμή σηκώνει το πόδι ο Σακαβλιάς, του ρίχνει μια κλοτσιά και του λέει: «Φύγε, ρε κωλόγερα». Έπεσε χάμω ο Αντωνίτσης και μόλις σηκώθηκε γυρίζει και λέει του Σακαβλιά: «Αυτή την κλοτσιά θα την πληρώσεις με τη ζωή σου». Αυτό ήτανε και το πραγματικό αίτιο του φόνου που έγινε μετά.

Δεν πέρασαν δυο μέρες και ο Αντωνίτσης αγόρασε ένα τηγάνι και λίγες μαρίδες και πήγε σ’ ένα πλυσταριό που υπήρχε στη φυλακή για να τις τηγανίσει δήθεν. Στην πραγματικότητα όμως έβγαλε το χέρι από το τηγάνι (δηλαδή την ουρά) και το ακόνιζε με τις ώρες σε μια πέτρα, μέχρι που το έκανε κοφτερό σαν ξυράφι. Φωνάζει τότε το Σακαβλιά για να φάει λίγες μαρίδες. Τον είχε δει ο Σακαβλιάς με το τηγάνι και τα ψάρια και δεν πονηρεύθηκε – σκέφτηκε κιόλας ότι ο γέρος φοβάται και θέλει να τα φτιάξουμε. Ο Αντωνίτσης, και τις δυο μέρες που πέρασαν από το επεισόδιο, δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από το πώς θα τον σκότωνε, για να ξεπλύνει την ντροπή, διότι η προσβολή και μπροστά σε τόσους μάγκες, ήταν πολύ μεγάλη και από εκείνες που δε συγχωρούνται ποτέ.
Πλησίασε ο Σακαβλιάς για να φάει μαρίδες, αλλά έφαγε τόσες μαχαιριές μέχρι που του ‘βγαλε τ’ άντερα έξω. Με το χέρι από το τηγάνι τον χτύπαγε ασταμάτητα. Τ’ άντερα βγήκαν στο πάτωμα.
Εκεί στο μικρό καμαράκι που ήτανε το πλυσταριό, εκεί που τελειώνει ο διάδρομος των κελιών, εκεί έγινε το φονικό που έμεινε στην ιστορία. Αυτό το μικρό διαδρομάκι, έξω από το πλυσταριό, είναι και τα στενά που αναφέρει στο τραγούδι του ο Τσιτσάνης. Στενή λένε οι μάγκες τη φυλακή και στενά το διάδρομο των κελιών. Η πόλη των Τρικάλων δεν έχει στενά και ούτε έγινε ποτέ κει τέτοιο έγκλημα. Αυτό είναι το πραγματικό ιστορικό του φόνου και μην ακούτε τα διάφορα γελοία παραρτήματα που βγάζουν κατά καιρούς εκείνοι που κάνουν πως τα ξέρουν όλα.

απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Μπαγιαντέρα, το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Κ. Χατζηδουλή «ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ, Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ

Διαφορετική εκδοχή για το θάνατο του Σακαφλιά υιοθετεί η Βικιπαίδεια,
ενώ μια τρίτη εκδοχή υπάρχει στο http://tsigarasdim.blogspot.com/2010/02/blog-post.html

Τι απέγινε μετά ο Αντωνίτσης στο ρεμβάζω

μια εικόνα που ξεπερνούσε τη φαντασία

16/10/2010

 
Η Τζάκι Κένεντι όπως τη φωτογράφισε ο Δημήτρης Κουλούρης
(περιοδικό LIFE & STYLE, Αύγουστος 2010)

Σκορπιός, καλοκαίρι 1971: Εξοπλισμένος με τις φωτογραφικές του μηχανές και μια σακούλα με ξηρά τροφή, νερό, τσιγάρα και αναπτήρα, ο Δημήτρης Κουλούρης φθάνει απαρατήρητος σε μια μικρή παραλία όπου συνήθιζε να κάνει μπάνιο η Τζάκι Κένεντι. Σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο και περιμένει. Ακίνητος, σαν κυνηγός που παραμονεύει το θήραμά του. Το πρωί της τρίτης ημέρας υπάρχει ασυνήθιστη κινητικότητα στην ταβέρνα της παραλίας. Το προσωπικό έχει κατέβει από νωρίς και ετοιμάζει βιαστικά το χώρο. Λίγο πριν από τις 9 το πρωί κάνουν την εμφάνισή τους η Τζάκι και ο Ωνάσης. Κουβεντιάζουν για λίγο, πίνουν τον καφέ τους και ξαφνικά η χήρα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών χάνεται για λίγο πίσω από την καμάρα του σπιτιού. Ξεπροβάλλει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τόπλες και αρχίζει να κάνει ανέμελα τη γυμναστική της, ενώ ο Κουλούρης δεν πιστεύει στα μάτια του. Η εικόνα ξεπερνά και την πιο ζωηρή φαντασία. Ο φωτογράφος οπλίζει τη μηχανή, κουμπώνει τον τηλεφακό στη Nikon και αρχίζει να τραβά. Πατά ασταμάτητα το κλείστρο, καθώς μια από τις πλέον κομψές και προβεβλημένες γυναίκες τους διεθνούς τζετ σετ, αλλοτινή «Αγία» της Αμερικής, απολαμβάνει το μπάνιο της ολόγυμνη.

Η Τζάκι Κένεντι όπως τη φωτογράφισε ο Δημήτρης Κουλούρης
(περιοδικό LIFE & STYLE, Αύγουστος 2010)

«Ήμουν σοκαρισμένος, αλλά δεν σταματούσα να τραβάω φωτογραφίες. Μόλις τελείωσε το ασπρόμαυρο φιλμ, πήρα την εφεδρική μηχανή, την παλιά Nikomat, που ήταν ήδη φορτωμένη με το έγχρωμο, και συνέχισα τις λήψεις. Και όταν πια ήμουν σίγουρος ότι είχα πολύ και καλό υλικό, βιάστηκα να το σιγουρέψω στην κρυφή θήκη της τσάντας». Έτσι καταγράφεται η ιστορία στο βιβλίο που έγραψε η κόρη του φωτογράφου, Αλεξία Κουλούρη, «Με στόχο τον Ωνάση: Στοπ καρέ του παπαράτσο Δημήτρη Κουλούρη», εκδόσεις Περίπλους. Οι φωτογραφίες δεν κυκλοφόρησαν τότε στην Ελλάδα, καθώς ο Κουλούρης φοβόταν την οργή του εφοπλιστή. Πουλήθηκαν όμως στη διεθνή αγορά προκαλώντας σάλο και απέφεραν 30 εκατομμύρια δραχμές στο φωτογράφο, ποσό αστρονομικό για την εποχή.

από το άρθρο του ΜΙΧΑΛΗ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ»
περιοδικό LIFE & STYLE, Αύγουστος 2010

 

 

Η μαρτυρία της Τζάκι:
«Αισθάνομαι πάρα πολύ ταραγμένη γιατί ο άνθρωπος αυτός, μας έχει κάνει τη ζωή μαρτυρική. Πριν λίγες μέρες ενώ έκανα θαλάσσιο σκι, πέρασε ο Κουλούρης σαν σίφουνας από δίπλα μου και με πέταξε στη θάλασσα. Τον φοβάμαι πάρα πολύ αυτόν τον άνθρωπο και τον θεωρώ επικίνδυνο.»

από το βιβλίο της Α. ΚΟΥΛΟΥΡΗ «ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΟΝ ΩΝΑΣΗ: ΣΤΟΠ ΚΑΡΕ ΤΟΥ ΠΑΠΑΡΑΤΣΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΛΟΥΡΗ»
Εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ

 

ποιος θα πηδήσει πρώτος;

13/10/2010


Κ. Χατζηχρήστος και Ν. Ηλιόπουλος σε μια σκηνή από την κωμωδία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», 1960
(Σκην.: Α. Σακελλάριος, Σενάριο: Α. Σακελλάριος – Χ. Γιαννακόπουλος)

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος θυμάται τα γυρίσματα μιας σκηνής από την απολαυστική κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες»

Στο Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» ο Χατζηχρήστος κι εγώ σε μια σκηνή πρέπει να πηδήξουμε απ’ το παράθυρο, για να το σκάσουμε από έναν υποτιθέμενο φονιά. Σκηνοθετεί ο συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος και μας δείχνει στην Μπουμπουλίνας ένα παράθυρο στο 2ο πάτωμα. «Από κει», μας λέει. «Είστε;» Βέβαια οι πυροσβέστες από κάτω θα ήταν με τεντωμένο πανί. «Εντάξει», του λέμε, «είμαστε». Ανεβαίνουμε. Ένας πυροβέστης μας λέει: «Δεν είναι τίποτα. Να έτσι». Και μας κάνει επίδειξη πώς να πέσουμε τεχνικά. Πηδάει και ακούμε ένα μπαμ κι ένα ωχ, αφού δεν κράταγαν αρκετά τεντωμένο το πανί οι συνάδελφοί του. «Ποιος θα πηδήσει πρώτος;» φωνάζει από κάτω ο Σακελλάριος. «Εγώ», του φωνάζω, για να πάρω γρήγορα την κρυάδα. Ανεβαίνω στο περβάζι. «Έτοιμος;» φωνάζει ο οπερατέρ μας, ο άσος Ντίντης Καρύδης – Φουξ.
Βλέπω το χάος, τα πόδια μου τρέμουν. Γυρίζω στον Χατζηχρήστο: «Μωρέ Κώστα, φοβάμαι», του λέω. Ο Κώστας κοιτάζει κάτω, βλέπει που όλο το Πολυτεχνείο είχε μαζευτεί να δει και μου λέει: «Τώρα εκτεθήκαμε, πέθανε! «Και πηδάω κι ακολουθεί κι εκείνος. Η σκηνή είχε πετύχει.

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ «ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΝΤΙΝΟΣ»
Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ

 


Πάντως στην ταινία πέφτει πρώτος ο Χατζηχρήστος και τρία λεπτά αργότερα ακολουθεί ο Ηλιόπουλος.