Archive for Μαρτίου 2013

1824 (IV)

30/03/2013

Η αποχώρηση από την Τριπολιτσά των στελεχών της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη δεν ικανοποίησε καθόλου την αντίπαλη παράταξη. Εφόσον ο Μαυρομιχάλης, ο Κολοκοτρώνης κι οι άλλοι οπλαρχηγοί είχαν διαφύγει τη σύλληψη, τίποτε δεν είχε τελειώσει. Υπαίτιοι της μη ικανοποιητικής αυτής εξέλιξης θεωρήθηκαν από τον Κουντουριώτη οι δυο Ανδρέηδες, ο Ζαΐμης και ο Λόντος.
Έτσι στις 4 Απριλίου η κυβέρνηση των Κουντουριωτικών κάλεσε, από τους Μύλους που βρισκόταν, τους «αντιπατριώτες» να παραδοθούν γιατί αλλιώς θα θεωρούνταν αποστάτες και θα τιμωρούνταν.
Μια τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια εξεύρεσης ειρηνικής λύσης έγινε στις 17 Απριλίου με τη συνάντηση Κουντουριώτη – Νικηταρά, η οποία δυστυχώς δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.

Οι μάχες -πολύνεκρες οι περισσότερες- ξεκίνησαν τον Μάιο, στην περιοχή μεταξύ Ναυπλίου, Άργους και Νεμέας και από την εξέλιξή τους άρχισε να φαίνεται η υπερίσχυση των Κουντουριωτικών που είχαν ήδη ενισχυθεί και με τον Μακρυγιάννη. Όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση για τον Κολοκοτρώνη και την παράταξή του γινόταν όλο και πιο δύσκολη καθώς -εκτός από τη δυσμενή εξέλιξη των μαχών- έβλεπε αρκετούς οπλαρχηγούς και στρατιώτες του να αποσκιρτούν δηλώνοντας υποταγή στην κυβέρνηση Κουντουριώτη ενώ ιδιαίτερα δύσκολη ήταν και η κατάσταση για τον Π. Κολοκοτρώνη που, οχυρωμένος στο Ναύπλιο, περνούσε δύσκολες ώρες λόγω έλλειψης χρημάτων και εφοδίων.

Έτσι ο Κολοκοτρώνης επιδίωξε και πέτυχε να συναντήσει στις 22 Μαΐου τον Ζαΐμη, έξω από την Τριπολιτσά, στην πύλη του Αγίου Αθανασίου. Εκεί συμφώνησε μαζί του να ζητήσει από τον γιο του, να παραδώσει το φρούριο του Ναυπλίου. Βασικός όμως όρος της συμφωνίας ήταν να παραδοθεί το φρούριο σε Μοραΐτες. Επίσης άλλος όρος της συμφωνίας ήταν να δοθούν στον Π. Κολοκοτρώνη 25.000 γρόσια για τις δαπάνες συντήρησης της φρουράς του. Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεσμεύτηκε να διαλύσει το στρατιωτικό του σώμα. Την ίδια δέσμευση ανέλαβαν και οι Νικηταράς, Πλαπούτας.
Η είδηση της συμφωνίας διαδόθηκε αμέσως σ’ όλο τον Μοριά. Ζαΐμης και Λόντος ίσως ήθελαν έτσι να δεσμεύσουν τον Κουντουριώτη, για τον οποίο δεν ήταν και τόσο σίγουροι πως θα δεχόταν τη συμφωνία. Πράγματι στους Μύλους το Εκτελεστικό (Πρόεδρος του οποίου ήταν ο Κουντουριώτης) αποδοκίμασε την πρωτοβουλία των Ζαΐμη, Λόντου, Νοταρά να συνομιλήσουν με τον Κολοκοτρώνη. Επιθυμία του Εκτελεστικού ήταν να επιτεθούν στην Καρύταινα και να αναγκάσουν έτσι «τους αντιπατριώτας να κλίνωσι τον αυχένα εις τους Νόμους του Έθνους». Ευτυχώς στους Μύλους υπήρχε και Βουλευτικό, το οποίο δέχτηκε τη συμφωνία.

Ο πιο σημαντικός όρος της συμφωνίας έλεγε πως το Ναύπλιο θα παραδινόταν σε Μοραΐτες. Έτσι Ζαΐμης και Λόντος μπήκαν με τα στρατεύματά τους στην πόλη και λίγο αργότερα περιφρούρησαν την ειρηνική αποχώρηση του Πάνου Κολοκοτρώνη (7 Ιουνίου). Όμως στη συνέχεια ορίστηκε διοικητής της φρουράς του Ναυπλίου ο Χατζηχρήστος και φρούραρχος Παλαμηδίου ο Νάσος Φωτομάρας που καταγόταν από την Πάργα. Ήταν φανερό πως ο Κουντουριώτης δεν είχε καμία διάθεση να τηρήσει τη συμφωνία. Ούτε είχε πλέον καμία εμπιστοσύνη στους δυο Ανδρέηδες που ήταν Μοραΐτες. Μάλιστα αρνήθηκε να τους καταβάλει τα έξοδα της εκστρατείας τους, και μετά την εγκατάσταση της κυβέρνησής του στο Ναύπλιο (12 Ιουνίου), τους έδωσε εντολή να επιστρέψουν στις επαρχίες τους.Όσο για τον λόγο που έκανε τον Κουντουριώτη να καθυστερήσει την εγκατάστασή του για πέντε μέρες αυτός δεν ήταν άλλος από την Μπουμπουλίνα! Ναι, στο Ναύπλιο κατοικούσε η Μπουμπουλίνα που ήταν πεθερά του Π. Κολοκοτρώνη και ο Κουντουριώτης δεν δεχόταν να εισέλθει στην πόλη αν δεν έφευγε εκείνη.

Το τέλος της πρώτης φάσης του εμφύλιου πολέμου οριστικοποιήθηκε με τη χορήγηση αμνηστίας στους ηττημένους, ωστόσο τα πολύ άσχημα νέα από την καταστροφή της Κάσου (τέλη Μαΐου 1824)  δεν επέτρεψαν στους Έλληνες να πανηγυρίσουν την προσωρινή έστω ειρήνευση. Οι Κάσιοι από τις 17 Μαΐου είχαν στείλει αγωνιώδεις εκκλήσεις προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη ζητώντας τη συνδρομή των υδραίικων πλοίων, αλλά όταν οι Υδραίοι σε συνδυασμό με τους Σπετσιώτες αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια ήταν πια αργά. Το νησί της Κάσου είχε καταστραφεί από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Κάσιοι και Κρητικοί αγωνιστές είχαν αντισταθεί με γενναιότητα μα είχαν υποκύψει τελικά στην αριθμητική υπεροχή των εχθρών, οι οποίοι με σφαγές, λεηλασίες και αιχμαλωσίες είχαν καταστρέψει το ηρωικό νησί.

πηγή:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΣΠ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

cebccf80cebfcf85cebccf80cebfcf85cebbceb9cebdceb1-ceb5ceb8cebdceb9cebacebf-ceb9cf83cf84cebfcf81ceb9cebacebf-cebccebfcf85cf83ceb5ceb9Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα (1771-1825)
Όπως είναι γνωστό η Μπουμπουλίνα διέθεσε τα καράβια της και ολόκληρη την περιουσία της για τις ανάγκες του Αγώνα. Πήρε μέρος και στην πολιορκία -από τους Έλληνες- του Ναυπλίου, στην οποία είχε ενεργό συμμετοχή. Όταν κάποια στιγμή οι καπεταναίοι της στεριάς έκαμαν πίσω και έλυσαν την πολιορκία, η Μπουμπουλίνα ξεμπάρκαρε στους Μύλους, καβάλησε ένα άσπρο άλογο και έδωσε θάρρος στους μαχητές.

Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου το νεοσύστατο ελληνικό κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Όμως στον εμφύλιο πόλεμο του 1824 η Μπουμπουλίνα, λόγω της στενής της σχέσης με τον Κολοκοτρώνη (η κόρη της είχε παντρευτεί τον Π. Κολοκοτρώνη), κρίθηκε επικίνδυνη από την κυβέρνηση Κουντουριώτη και εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.

πηγές:
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

photoinside_60

Αυτό που ξεχώριζε από τα πλοία της Μπουμπουλίνας ήταν ο «Αγαμέμνων» για το οποίο η Μπουμπουλίνα είχε δαπανήσει το 1820 μια ολόκληρη περιουσία. Με μήκος περίπου 35 μέτρα και εξοπλισμένο με 18 κανόνια, ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που συμμετείχε στην Επανάσταση. Κατά τη διάρκεια της ναυπήγησης του «Αγαμέμνονα», καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη πως η Μπουμπουλίνα ναυπηγεί κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά τελικά κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο στις Σπέτσες Τούρκο επιθεωρητή.
Ο «Αγαμέμνων», μετά τον τραγικό θάνατο της Μπουμπουλίνας δόθηκε από τους απογόνους της στο ελληνικό κράτος. Μετονομάστηκε σε «Σπέτσες» και έγινε η ναυαρχίδα του νεοσυσταθέντος από τον Καποδίστρια κρατικού στόλου. Κάηκε το 1831 στον ναύσταθμο του Πόρου από τον Μιαούλη στην ανταρσία των Υδραίων εναντίον του Καποδίστρια.

πηγές:
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ (ΣΠΕΤΣΕΣ)


1824 (III)

26/03/2013

Πώς γίνεται να ξεκινάς έναν εμφύλιο πόλεμο και να φορτώνεις την ευθύνη στον αντίπαλο; Πολύ απλό. Ανακοινώνεις πως μεταφέρεις την πρωτεύουσά σου από το Κρανίδι στο Ναύπλιο και ζητάς από τον φρούραρχο του Ναυπλίου -τον Πάνο Κολοκοτρώνη- όχι να σου παραδώσει την πόλη, αυτό θα ήταν έμμεση παραδοχή πως έχει ήδη ξεκινήσει ο εμφύλιος, αλλά ζητάς να σου ετοιμάσει καταλύματα για το βουλευτικό και το εκτελεστικό σου. Και μάλιστα του αφήνεις προθεσμία μιας ώρας να απαντήσει. Αν αυτός αρνηθεί τότε τον καταγγέλεις ως αποστάτη, αντιπατριώτη και εχθρό του έθνους, στέλνεις δυο χιλιάδες άντρες να αποκλείσουν την πόλη και ετοιμάζεις τα καράβια σου για κανονιοβολισμούς.

Έτσι έγιναν τα γεγονότα στις αρχές του Μάρτη του 1824, μόνο που ο Πάνος Κολοκοτρώνης ήξερε από πολιτική και απάντησε στην κυβέρνηση Κουντουριώτη πως το φρούριο του Ναυπλίου του το είχε εμπιστευτεί μια κυβέρνηση εκλεγμένη από εθνοσυνέλευση, άρα δεν μπορούσε να το παραδώσει σε κυβέρνηση που δεν ήταν εκλεγμένη από εθνοσυνέλευση. Πετυχημένη η απάντησή του, αλλά οι Κουντουριωτικοί ήταν αποφασισμένοι να ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Αμέσως τα κανόνια των πλοίων άρχισαν να βαράνε, ενώ ξεκίνησε ο αποκλεισμός και οι πρώτες μάχες. Σύντομα έπεσαν οι Μύλοι, έξω από το Ναύπλιο, και εκεί εγκαταστάθηκε η κυβέρνηση Κουντουριώτη που δεν έδειχνε βιασύνη να καταλάβει το Ναύπλιο. Ήταν γνωστό πως οι στρατιώτες του Π. Κολοκοτρώνη δεν ήταν καλά πληρωμένοι και ήδη είχαν αρχίσει τα πρώτα κρούσματα απειθαρχίας. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο οικονομικό αλλά και επισιτιστικό. Στους Μύλους βρίσκονταν οι αποθήκες δημητριακών που προμήθευαν με σιτάρι το Ναύπλιο, την Κόρινθο και το Άργος. Έτσι αρκετοί στρατιώτες άρχισαν σιγά σιγά να εγκαταλείπουν το Ναύπλιο για να καταφύγουν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών από τους 1.100 άντρες του Π. Κολοκοτρώνη είχαν παραμείνει στο Ναύπλιο μόνο 600.

Στις 13 Μαρτίου οι Κουντουριωτικοί κατέλαβαν -χωρίς αντίσταση- το Άργος και μετέφεραν εκεί την κυβέρνησή τους· λίγο αργότερα, στις 19 Μαρτίου, πήραν και την Κόρινθο, χωρίς μάχη. Απλώς υποσχέθηκαν στον φρούραρχο του Ακροκόρινθου πως θα πληρώσουν τους μισθούς των στρατιωτών του κι αυτός τους παρέδωσε το φρούριο.
Τώρα στόχος ήταν η Τριπολιτσά. Το Ναύπλιο μπορούσε να περιμένει. Σε μια εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης αποφάσισαν να χτυπήσουν τον εχθρό στην ίδια του την έδρα, στέλοντας μωραΐτικα και ρουμελιώτικα στρατεύματα να αποκλείσουν την Τριπολιτσά. Στην επιχείρηση μετείχαν γνωστοί οπλαρχηγοί (Γιατράκος, Αναγνωσταράς, Πετμεζάς, Μελετόπουλος, Νοταράς κ.ά.). Αρχηγός τους ήταν ο Ανδρέας Λόντος· Μωραΐτης· ανιδιοτελής σαν τον Νικηταρά· που με τις αποφάσεις του θα προκαλούσε εκνευρισμό στον Κουντουριώτη· αλλά ας μην προτρέχουμε.

Στην Τριπολιτσά βρίσκονταν οχυρωμένοι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο γιος του, Γενναίος, ο Νικηταράς, ο Δεληγιάννης, οι Γριβαίοι και χίλιοι περίπου στρατιώτες. Στις 21 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης έκανε μια τελευταία προσπάθεια για συμβιβασμό, η οποία όμως πάλι απέτυχε. Στις 24 Μαρτίου οι Κουντουριωτικοί κατέλαβαν τα προάστεια της Τριπολιτσάς και τα σπίτια που ήταν κοντά στο φρούριο. Οι πρώτες εχθροπραξίες διεξήχθησαν χωρίς πείσμα και θύματα. Και οι μεν και οι δε έδειχναν πως δεν είχαν διάθεση για αιματοχυσία. Όχι όλοι όμως. Υπήρχαν αρκετοί που ακόνιζαν τα μαχαίρια τους. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η στάση του άμαχου πληθυσμού της Τριπολιτσάς που συγκεντρώθηκε έξω από το σπίτι του Μαυρομιχάλη ζητώντας του να να συμβιβαστεί; Η αλήθεια είναι πως η κατάσταση ήταν δύσκολη για τους πολιορκούμενους. Ούτε χρήματα είχαν, ούτε πολεμοφόδια, ούτε επάρκεια τροφίμων αλλά αυτό που φόβιζε τους αμάχους ήταν οι απειλές ενός μέρους των πολιορκητών για πλιάτσικο και καταστροφές. Απειλές, που όπως αποδείχτηκε αργότερα είχαν βάση. 

Προς το παρόν έξω απ’ την Τριπολιτσά, αρχηγοί των πολιορκητών, ήταν «οι δυο Ανδρέηδες»,  ο Ανδρέας Λόντος -είπαμε γι’ αυτόν- κι ο Ανδρέας Ζαΐμης, επίσης Μωραΐτης και θανάσιμος εχθρός του Κολοκοτρώνη, μέχρι που τα τσούγκρισε με τον Κουντουριώτη και άλλαξε στρατόπεδο, αλλά πάλι προτρέχουμε.
Και οι δύο Ανδρέηδες ήθελαν τον συμβιβασμό και τον επιδίωκαν. Όχι με τους όρους του Κουντουριώτη, που αξίωνε να συλληφθούν οι οπλαρχηγοί της Τριπολιτσάς, αλλά με αξιοπρεπείς όρους, που μόνο Μωραΐτες προς Μωραΐτες
θα έθεταν σε έναν συμβιβασμό. Συμφωνήθηκε λοιπόν να διαλυθεί η κυβέρνηση της Τριπολιτσάς και καθένας από τα μέλη της να αποχωρήσουν με τους στρατιώτες του για τις επαρχίες τους, οι δε πολιορκητές δεσμεύτηκαν να μην μπουν στην πόλη ώστε να παραμείνει η Τριπολιτσά ουδέτερη.
Η αξιοπρεπής αυτή συμφωνία εξαγρίωσε τους Κουντουριωτικούς που στις 31 Μαρτίου έστειλαν άρον άρον στην Τριπολιτσά επιτροπή που την αποτελούσαν οι Κωλέττης, Ζαφειρόπουλος και Καλαμαριώτης, η οποία αξίωνε την τοποθέτηση φρουράς στην Τριπολιτσά και την παράδοση όλων των «αντιπατριωτών». Ευτυχώς, ο Λόντος δεν τους επέτρεψε να επιβάλουν τους όρους τους, γνωρίζοντας πως κανείς οπλαρχηγός δε θα δεχόταν να συλληφθεί σαν κοινός κακοποιός, αντιθέτως θα προτιμούσε να πολεμήσει λυσσαλέα για όσο καιρό αντέχει.

Έτσι στις αρχές Απριλίου η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη αποχώρησε ειρηνικά από την Τριπολιτσά. Ακριβώς τις ίδιες μέρες ο Μπάιρον πέθαινε στο Μεσσολόγγι, μετά από υψηλό πυρετό, ο Καραϊσκάκης άκουγε την ετυμηγορία του -οργανωμένου από τον Μαυροκορδάτο¹- δικαστηρίου, που τον καταδίκαζε ως επίβουλο και προδότη της πατρίδας, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγκαζόταν να λύσει την πολιορκία της Χαλκίδας -παραδίδοντας ουσιαστικά την Εύβοια στους Τούρκους- μετά από την εμφάνιση στον κόλπο του Ευρίπου οθωμανικού στόλου αποτελούμενου από 34 πλοία, ενώ στην Κρήτη ο Μανόλης Τομπάζης έφευγε οριστικά από το νησί, μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τον Χουσεΐν πασά που εκμεταλλευόμενος την εμφύλια διαμάχη στην Πελοπόννησο, συνέχιζε ανενόχλητος τις σφαγές και τις λεηλασίες σε βάρος της Κρήτης.
Όσο για τον συμβιβασμό που έγινε στην Τριπολιτσά καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν τήρησε τους όρους της συμφωνίας. Οι Κολοκοτρώνης και Μαυρομιχάλης αναχώρησαν αμέσως για τις επαρχίες τους με σκοπό να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και να συνεχίσουν τον πόλεμο, ενώ ο Λόντος επέτρεψε σε στρατιωτικά σώματα να εισέλθουν στην Τριπολιτσά. 300 Ρουμελιώτες και Βούλγαροι  από το σώμα του Χατζηχρήστου μπήκαν σαν κατακτητές στην πόλη προκαλώντας καταστροφές και βιαιοπραγίες. Δυστυχώς ο άμαχος πληθυσμός της Τριπολιτσάς δε γλύτωσε από αυτό που φοβόταν… Και η εμφύλια διαμάχη βρισκόταν ακόμη στην αρχή της…

¹Ο Παπαρρηγόπουλος στο βιβλίο του για τον Καραϊσκάκη γράφει πως ο Μαυροκορδάτος πιέστηκε από άλλους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν σε σύγκρουση με τον Καραϊσκάκη.

πηγές:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Γ. ΜΑΡΑΒΕΛΕΑΣ: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Kolokotronis01

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843)
Κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου και έχοντας πάρει την έγκριση του επικεφαλής των ρωσικών δυνάμεων, -προφανώς ελληνικής καταγωγής- στρατηγού Παπαδόπουλου, ο Κολοκοτρώνης με το πλοίο του άρχισε τις επιδρομές στα παράλια της Αχαΐας σε φρουρές, αποθήκες και κάστρα των Τούρκων, ακόμα και σε πλοία τους. Οι Ζακυνθινοί όμως, που είχαν τακτικό εμπόριο με την Πελοπόννησο, δεν είδαν με καλό μάτι τη δράση του Κολοκοτρώνη και παραπονέθηκαν στον στρατηγό Παπαδόπουλο. Εκείνος όχι μόνο ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη να σταματήσει τη δράση του αλλά απαίτησε να του παραδώσει το σπαθί του.
(Το περιστατικό, που συνέβη γύρω στα 1805, διασώθηκε από τον Κωνσταντινουπολίτη λόγιο, Φιλήμονα, που γνώριζε τον Κολοκοτρώνη).

«Όταν μίαν ημέραν ευρίσκετο εις την Λευκάδα, έφθασε εκεί και ο Κολοκοτρώνης με το πλοίον του. Ο Παπαδόπουλος εκάλεσε τον Κολοκοτρώνην να παρουσιασθή εμπρός του κι αυτός επήγε αμέσως διότι δεν εφαντάζετο τι τον επερίμενε. Ο στρατηγός τον εκοίταξεν αυστηρά και του είπεν ότι δεν έπρεπε να κουρσεύη τα παράλια της Αχαΐας. Ο Κολοκοτρώνης δεν ήτο άνθρωπος που εδέχετο να του ομιλούν με αυτόν τον τρόπον. Έγινε κατακόκκινος και καρφώνοντας τα μάτια εις τον Παπαδόπουλον τον ερώτησε:
-Και τα χαρτιά που μούδωσες τι λένε;
-Δεν ξέρω τι λένε, ξέρω τι δεν ήταν σωστό να κάμης.
Ο Κολοκοτρώνης έγινε τώρα καταπόρφυρος από αγανάκτησιν. Εσηκώθηκε και κτυπώντας το χέρι του απήντησεν:
-Τότε να μη μου δίνατε τα χαρτιά που μου δώσατε και όταν μου τα δώσατε να μου λέγατε τι έπρεπε να κάμω και όχι μόνον να χτυπώ τον εχθρό όπου μπορώ.
Ο Παπαδόπουλος αδιαφόρησε για τα λόγια του Κολοκοτρώνη και του είπε:
-Σε παρακαλώ, να βγάλεις το σπαθί σου και να το αφήσης εδώ. Μετά να πας στις φυλακές του κάστρου, προς τιμωρίαν σου γι’ αυτό που έκαμες.
-Εγώ δεν ξέρω νάκανα τίποτε. Έκανα ό,τι όριζαν τα χαρτιά που έχω στα χέρια μου. Ούτε το σπαθί μου παραδίνω, ούτε στο κάστρο πηγαίνω να φυλακιστώ.
-Πρέπει να πας, του είπε ο Παπαδόπουλος, γιατί σ’ αυτό πηγαίνουν και αυτοί οι βασιλιάδες.
-Κι εγώ ήμουν βασιλιάς του λόγγου. Τον εκυβέρνησα χωρίς να έχω γραμμένους νόμους. Όμως κανένα δεν ετιμώρησα άδικα. Οι βασιλιάδες που μπαίνουν σε φυλακή στα κάστρα μπαίνουν γιατί παραβίασαν τους νόμους και έπρεπε να παιδευτούν. Εγώ κανένα νόμο δεν παραβίασα.
Ο Παπαδόπουλος όμως ήταν ανένδοτος.
-Θα κάνεις, του έλεγε, αυτό που όρισα.
-Κι εγώ σου λέω, γκενεράλε, πως δεν θα το κάνω.
Η συζήτησις εκράτησε πολλή ώρα και στο τέλος ο Παπαδόπουλος κατόρθωσε να πείση τον Κολοκοτρώνη ότι έπρεπε να υπακούση και ως μόνη υποχώρησή του δεχόταν να περιορισθή ο γέρος στο πλοίο του και όχι στο κάστρο.
-Το σπαθί μου όμως, απήντησεν ο Κολοκοτρώνης, δεν το παραδίνω. Το έχω αγοράσει με τα χρήματά μου πριν χρόνια. Είναι δικό μου, καταδικό μου, και δεν το ντρόπιασα ποτέ.
Όσο για τη φούντα του σπαθιού μου έστω κι αν την έχω και αυτήν αγορασμένη σας την παραδίνω. Έτσι κι έτσι δεν θέλω να φορώ τέτοιες φούντες. Θέλω να φορέσω όταν θα μου την δώσει ο δικός μου βασιλιάς.
(…) Έρριψε τότε εκστομών τα λόγια που είπε εις τον Παπαδόπουλον την φούντα εις το τραπέζι και κρατών το σπαθί του ως ατίμητον θησαυρόν έφυγε και ετράβηξε διά το πλοίον του. Αργότερα αντάμωσαν εκ νέου ο Κολοκοτρώνης με τον Παπαδόπουλον. Τότε τον εκάλεσεν πάλιν ο Παπαδόπουλος και του είπε να πάρη την φούντα και να την κρεμάση εις το σπαθί του. Ο Κολοκοτρώνης όμως δεν εδέχθη να την πάρη και είπεν υπερήφανα εις τον Παπαδόπουλον:
-Πράγμα που το εξουσιάζουν άλλοι και ημπορούν να μου το παίρνουν, ανάλογα με την όρεξίν τους, δεν το φορώ. Τότε μόνο θα το φορέσω, όταν θα με αξιώση ο θεός να ιδώ ελεύθερη την πατρίδα μου. Τότε που θα την υπηρετώ, δεν θα το κατεβάζω εύκολα και χωρίς λόγον».

πηγή: εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 13/12/1959

1824 (II)

21/03/2013

Η άρνηση του Κολοκοτρώνη να τιμωρήσει τους αντιπάλους του έδωσε μια μικρή ελπίδα σε όσους πίστευαν ότι ήταν δυνατή η συμφιλίωση μεταξύ των δύο παρατάξεων. Έτσι ο Νικηταράς έγραψε για τρίτη φορά στον Κουντουριώτη ζητώντας και πάλι συμβιβασμό. Η πρόταση έγινε δεκτή (δυστυχώς μόνο στα λόγια) και ανατέθηκε στον Δ. Υψηλάντη ο ρόλος του διαμεσολαβητή. Όταν όμως ο Υψηλάντης έφτασε στο Κρανίδι διαπίστωσε με απογοήτευση πως ο Κουντουριώτης έλειπε στην Ύδρα ενώ το βουλευτικό είχε αποφασίσει τη διακοπή της λειτουργίας του για τρεις ημέρες, ακριβώς τις μέρες που ήταν γνωστό πως θα ερχόταν στο Κρανίδι ο Υψηλάντης (10, 11 και 12 Φεβρουαρίου). Η άρνηση της κυβέρνησης Κουντουριώτη να διαπραγματευθεί, που πιθανόν να οφειλόταν σε εισηγήσεις των Μαυροκορδάτου και Κωλέττη, φανέρωνε πως στο Κρανίδι δεν υπήρχε καμία διάθεση για διαπραγμάτευση και απομάκρυνε τις τελευταίες ελπίδες για ειρηνική διευθέτηση της κρίσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι τη μέρα που ο Υψηλάντης επέστρεφε άπρακτος στην Τριπολιτσά, στις 21 Φεβρουαρίου, την ίδια μέρα στο Κρανίδι ο Παπαφλέσσας, ως υπουργός Εσωτερικών, έκανε εισήγηση για αποστολή στρατιωτικών σωμάτων σε Μεσσηνία, Κόρινθο και Γαστούνη, με σκοπό την άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση της Τριπολιτσάς.

Εντωμεταξύ στην Τριπολιτσά η «Αδελφότης», η ομάδα αντίστασης εναντίον της τοπικής κυβέρνησης, διεύρυνε όλο και περισσότερο την επιρροή της. Η εγκατάσταση του Γενναίου Κολοκοτρώνη με τους 200 άντρες του σε σπίτια της Τριπολιτσάς επιβάρυνε τη δυσφορία των κατοίκων με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εξέγερση. 400 άντρες πήραν τα όπλα εναντίον της κυβερνητικής φρουράς με αποτέλεσμα να υπάρξουν θύματα και απ’ τις δυο πλευρές. Ωστόσο οι περισσότεροι από τους εξεγερθέντες ήταν απειροπόλεμοι και γρήγορα πέταξαν τα όπλα και επέστρεψαν σπίτια τους. Μόνο ο Μήτρος Μπονταΐτης με τους άντρες του έμεινε οχυρωμένος στη Μεγάλη Ντάπια. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε κι έκαψαν το σπίτι του και τελικά μετά από τρεις μέρες ο Μπονταΐτης δέχτηκε, ύστερα από διαπραγματεύσεις, να εγκαταλείψει την Τριπολιτσά και να καταφύγει, μαζί με τους άντρες του στο Κρανίδι όπου και τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες.
Η αιματοχυσία, προσωρινά, είχε αποφευχθεί, αλλά στο Κρανίδι πλέον επικρατούσε κλίμα πολέμου. Οι εισηγήσεις του Παπαφλέσσα για αποστολή στρατιωτικών σωμάτων ως μέσο πίεσης είχαν μπει στο περιθώριο. Πλέον απόφαση της κυβέρνησης Κρανιδίου ήταν η κατά μέτωπον ένοπλη επίθεση και όχι απλώς η άσκηση πίεσης. Στόχοι τώρα ήταν η Τριπολιτσά, το Ναύπλιο και η Κόρινθος, τα προπύργια δηλαδή της κυβέρνησης Τριπολιτσάς. Ειδικά για την κατάληψη του Ναυπλίου αποφασίστηκε ο αποκλεισμός τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα με δύο πολεμικά πλοία, ένα υδραίικο και ένα σπετσιώτικο. Για το υδραίικο πλοίο ο Κουντουριώτης -που είχε αναλάβει εξολοκλήρου τα έξοδά του- έπεισε τον ίδιο τον Μιαούλη να αναλάβει κυβερνήτης του. Τα έξοδα για το σπετσιώτικο πλοίο τα ανέλαβε ο Μήτρος Μπονταΐτης.

ceb3ceb5cebdcebdceb1ceb9cebfcf83-cebacebfcebbcebfcebacebfcf84cf81cf89cebdceb7cf83-cebccf80cebfcebbcebaΓιάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης (1805-1868)
Ήταν μόλις 16 ετών όταν ξέσπασε η Επανάσταση αλλά έδειξε τόση γενναιότητα στις μάχες ώστε ο Κανέλλος Δεληγιάννης μια φορά του είπε: «Είσαι γενναίος!» και από τότε όλοι τον αποκαλούσαν Γενναίο. Το 1862, επί Όθωνα, έγινε πρωθυπουργός.
(από την Αργολική Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού)

Η δύναμη της κυβέρνησης Κουντουριώτη ήταν αναμφισβήτητα πολύ μεγάλη. Εκτός από τους νησιώτες και τους στερεοελλαδίτες, είχε καταφέρει να προσεταιριστεί, με τη βοήθεια των χρημάτων που διέθετε, και αρκετούς οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου. Δεν ήταν μόνο τα χρήματα του Κουντουριώτη. Είχε διαδοθεί πλέον παντού η πληροφορία της σύναψης δανείου με την Αγγλία και όλοι γνώριζαν πως τα χρήματα αυτά δε θα πήγαιναν στις ανάγκες του Αγώνα, αλλά στις πολεμικές προετοιμασίες ενόψει εμφύλιου πολέμου. Στην αντίθετη παράταξη λίγοι ήταν πλέον οι οπλαρχηγοί που δέχονταν να βοηθήσουν τον Κολοκοτρώνη. Γι’ αυτό η κυβέρνηση της Τριπολιτσάς υπέβαλε στις 21 Φεβρουαρίου νέα πρόταση για συμβιβασμό, αυτή τη φορά στον Ζαΐμη, κι αυτός όμως προτίμησε να μην απαντήσει.
Όλα έδειχναν πως επίκειται εμφύλια σύγκρουση και οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις άρχισαν τον πόλεμο ανακοινώσεων με βαρύτατες κατηγορίες. Οι μεν κατηγορούσαν τους δε ως «ιδιοτελείς» και δρώντες «αντεθνικά», οι δε κατηγορούσαν τους μεν ως «αντιπατριώτες». 

Τον ίδιο μήνα, τον Φεβρουάριο του 1824, στην Κρήτη, ο Χουσεΐν Μπέης, με 25.000 στρατό, βρισκόταν στην Επισκοπή Ρεθύμνου έχοντας σκορπίσει τον τρόμο και τον θάνατο στους επαναστατημένους Κρητικούς. Ανάμεσα σε άλλους, είχε εξολοθρεύσει και 370 αμάχους που είχαν κλειστεί στο σπήλαιο του Μελιδονίου και αμύνονταν. Ο Υδραίος Τομπάζης, ο αρμοστής της Κρήτης, ζητούσε από τους Υδραίους 10 με 12 πλοία για να τον αντιμετωπίσει σε συνδυασμό με τη βοήθεια που θα έδιναν οι Σφακιανοί, όμως οι Υδραίοι δεν αποφάσιζαν να στείλουν βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά ο Τομπάζης συνέχιζε τις απεγνωσμένες εκκλήσεις του προς τη διοίκηση της Ελλάδος. «Η Κρήτη χάνεται εις ολίγας ημέρας» έγραφε μεταξύ άλλων στο τελευταίο του δραματικό μήνυμα ο Τομπάζης.   

πηγές:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

 225px-GeorgiosKountouriotisΓεώργιος Κουντουριώτης (1782-1858)
Πήρε μέρος σ’ όλα τα πολιτικά συμβούλια και διαβούλια στη διάρκεια της Επανάστασης και μετά απ’ αυτήν, και κατέλαβε πάρα πολύ σημαντικά πολιτικά αξιώματα.
Το 1823 ανέλαβε -με τη βοήθεια των Μαυροκορδάτου και Κωλέττη- πρόεδρος του Εκτελεστικού, δηλαδή πρωθυπουργός της κυβέρνησης Κρανιδίου. Η πρωθυπουργία του χρεώνεται μεταξύ άλλων το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου, τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη στην Ύδρα και τον διορισμό ενός ναυτικού ως αρχηγού του ελληνικού στρατού που τέθηκε αντιμέτωπος του Ιμπραήμ.
Ο αδελφός του, Λάζαρος Κουντουριώτης, είχε τα οικονομικά ηνία της οικογένειας. Ήταν πανίσχυρος εφοπλιστής και διέθεσε τα  ¾ της τεράστιας περιουσίας του υπέρ του αγώνα. Όμως το ¼ που κράτησε για τον εαυτό του ήταν τόσο μεγάλο σε απόλυτους αριθμούς, που έφτανε και περίσσευε για να ελέγχει τα πράγματα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και μετά.
πηγές:
Β. ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ (ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΗ) ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ:
Γ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ

1824 (I)

19/03/2013

Τον Ιανουάριο του 1824 η επαναστατημένη Ελλάδα είχε δύο κυβερνήσεις. Μία εγκαταστημένη στο Κρανίδι -με επικεφαλής τον Γεώργιο Κουντουριώτη- που είχε ως βάση πολιτικούς της Πελοποννήσου και νησιώτες, και μία δεύτερη -την κυβέρνηση Μαυρομιχάλη- εγκαταστημένη στο Ναύπλιο που την στήριζαν στρατιωτικοί με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Η μία κυβέρνηση κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη. Όμως ο πλούτος και η δύναμη βρισκόταν στα χέρια της κυβέρνησης Κουντουριώτη που συσπείρωνε στις τάξεις της νησιώτες εφοπλιστές, Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγούς, Πελοποννήσιους γαιοκτήμονες, Έλληνες του εξωτερικού αλλά και φιλέλληνες, οι οποίοι ουσιαστικά διαμόρφωναν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Οι στρατιωτικοί μπορεί να είχαν ηγέτη τους τον Κολοκοτρώνη αλλά η δύναμή τους ήταν περιορισμένη και μάλιστα είχαν αρχίσει να φυλλοροούν καθώς ο Κουντουριώτης δε δίσταζε υπογείως, ακόμα και με προσφορά χρημάτων, να προσπαθεί
 να προσεταιριστεί αρκετούς στρατιωτικούς, οι οποίοι σιγά σιγά αυτομολούσαν προς το Κρανίδι και δήλωναν πως αναγνώριζαν τον Κουντουριώτη ως πρόεδρο της εκτελεστικής εξουσίας. Ακόμα και ο Παπαφλέσσας, που ήταν στο Ναύπλιο υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας είχε αρχίσει να σκέφτεται την αποσκίρτηση και έκανε κρυφές συνεννοήσεις με την κυβέρνηση του Κρανιδίου. Μόνο οι έμπιστοι του Κολοκοτρώνη (Νικηταράς, Πάνος Κολοκοτρώνης, Σταϊκόπουλος κ.ά.) αρνούνταν να αναγνωρίσουν τον Κουντουριώτη και επέμεναν στη σύγκληση εθνοσυνέλευσης που θα έκρινε οριστικά τις διαφορές μεταξύ των δύο παρατάξεων.
Εντωμεταξύ ο Κουντουριώτης αναζητούσε περισσότερα χρήματα ώστε να μπορέσει να στρατολογήσει κι άλλους άντρες και να προσεταιριστεί ακόμα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης του Ναυπλίου. Έστειλε μάλιστα επιστολή στον αδελφό του Λάζαρο Κουντουριώτη ζητώντας του 30.000 γρόσια. Στην επιστολή του έγραφε πως με 100.000 γρόσια θα κατάφερνε να «καθυποβάλει πάντας τους αντιπατριώτας».

Greece_location_map_svgΤο Κρανίδι Αργολίδας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Πολλοί Κρανιδιώτες συμμετείχαν στην πολιορκία του Αναπλιού, της Τριπολιτσάς, του Ακροκόρινθου, αλλά και στα Δερβενάκια. Λόγω της φυσικής του οχύρωσης και της καλής σχέσης των Κρανιδιωτών με τους νησιώτες, το Κρανίδι έγινε την περίοδο 1823-24 έδρα της κυβέρνησης Κουντουριώτη.
(από την Βικιπαίδεια)

Στις 17 Ιανουαρίου του 1824, μετά από εισήγηση του Κολοκοτρώνη, η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη μεταφέρεται, για μεγαλύτερη ασφάλεια, στην Τριπολιτσά. Στο Ναύπλιο υπήρχε ο κίνδυνος αποκλεισμού από τα υδραίικα πλοία, ενώ στην Τριπολιτσά η κυβέρνηση βρισκόταν κοντά στην Καρύταινα, την πατρίδα του Κολοκοτρώνη, όσο και κοντά στη Μάνη που ήταν η πατρίδα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Στην Τριπολιτσά, από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, ήταν ο προσεταιρισμός των οπλαρχηγών Πλαπούτα, Ανδρούτσου και Γκούρα. Παράλληλα προσπάθησε να ματαιώσει τη σύναψη δανείου με την Αγγλία για να μη λάβει κι άλλα χρήματα η αντίπαλη παράταξη.
Όμως η μεταφορά στην Τριπολιτσά δημιούργησε αρκετά προβλήματα στην κυβέρνηση Μαυρομιχάλη καθώς υπήρχε δυσαρέσκεια πολλών κατοίκων εναντίον των ανδρών του Κολοκοτρώνη, οι οποίοι έμεναν σε σπίτια της πόλης και ζούσαν σε βάρος των κατοίκων. Η δυσαρέσκεια αυτή, υποδαυλιζόμενη βέβαια και από ανθρώπους του Κουντουριώτη, οδήγησε στην ίδρυση μιας εταιρείας με την ονομασία «Αδελφότης», που σκοπό είχε την ένοπλη αντίσταση κατά των στρατιωτών του Κολοκοτρώνη.
Ένα αιματηρό γεγονός, με αφορμή τον φόνο ενός φούρναρη από αξιωματικό της φρουράς του Παπαφλέσσα, οδήγησε σε γενικότερη στάση εναντίον της κυβέρνησης της Τριπολιτσάς και μόνο η επιστροφή του Κολοκοτρώνη έκανε τα πνεύματα να ηρεμήσουν. Όμως την αναταραχή εκμεταλλεύτηκε ο Παπαφλέσσας που, βρίσκοντας αφορμή, έφυγε στο Κρανίδι αναγνωρίζοντας τον Κουντουριώτη ως Πρόεδρο του Εκτελεστικού. Αμέσως ανταμείφθηκε από την αντίπαλη κυβέρνηση με το υπουργείο Εσωτερικών.
Εντωμεταξύ το κλίμα στην Τριπολιτσά παρέμενε βαρύ. Τα μέλη της Εταιρείας πήραν μάλιστα την απόφαση να δολοφονήσουν τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη. Τον έσωσε από βέβαιο θάνατο ένας από τους συνωμότες, ο Αν. Σαράτσης ή Τσάτσος, που τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη, μπήκε μπροστά στο παράθυρο και δεν άφησε τους άλλους να πυροβολήσουν. Ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε πως χρειάζεται βοήθεια και κάλεσε αμέσως στην Τριπολιτσά τον γιο του, Γενναίο, που ήρθε από το Ναύπλιο, επικεφαλής 200 στρατιωτών.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που πρότειναν στον Κολοκοτρώνη να κρεμάσει για παραδειγματισμό αρκετά στελέχη της «Αδελφότητας». Ο Κολοκοτρώνης όμως αρνήθηκε γιατί ήθελε να αποφύγει την εμφύλια σύγκρουση καθώς πίστευε στη δυνατότητα συμφιλίωσης των δύο αντίπαλων παρατάξεων.

πηγές:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/places/palaiopirgos/agwnistes.htm
http://www.sansimera.gr/articles/402

cebdceb9cebaceb7cf84ceb1cf82-cebccf80cebbcebfceba

Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς:
Παρ’ όλη την υποστήριξή του στον Κολοκοτρώνη, κατά τη διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης, ο Νικηταράς κράτησε μετριοπαθή στάση και δεν πήρε μέρος στις μάχες που έγιναν, προσπαθώντας μάλιστα να συμφιλιώσει τις δύο αντίθετες παρατάξεις.  
Η εικόνα και οι πληροφορίες που ακολουθούν είναι από την
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Ο Νικηταράς, ή Νικήτας Σταματελόπουλος, υπήρξε ένας από σημαντικότερους και πιο ανιδιοτελείς ήρωες της επανάστασης. Ήταν ανιψιός του Κολοκοτρώνη και από τους πιο αφοσιωμένους του άντρες. Συμμετείχε σε πολλές μάχες ενώ ήταν από τους ελάχιστους που αρνήθηκαν να πάρουν λάφυρα μετά την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Το ίδιο και μετά τη μάχη στα Δερβενάκια, από όπου τελικά -μετά από πίεση των συντρόφων του- πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη και ένα σπαθί. Το 1826 έλαβε μέρος, μαζί με τον Γ. Καραϊσκάκη, στη νικηφόρα μάχη της Αράχωβας και λίγο αργότερα στην άτυχη μάχη του Φαλήρου.
Μετά την απελευθέρωση ίδρυσε ένα χαρτοποιείο αλλά τόσο ο Καποδίστριας όσο και ο Όθωνας αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν οικονομικά με αποτέλεσμα να κλείσει άδοξα την επιχείρησή του. Το 1839 κρίθηκε ένοχος συνωμοσίας κατά του Όθωνα και φυλακίστηκε στο Παλαμήδι. Το 1840 δικάστηκε, κρίθηκε αθώος αλλά οι Βαυαροί δεν δέχτηκαν την απόφαση του δικαστηρίου και με την υπογραφή του Όθωνα τον φυλάκισαν ξανά στην Αίγινα για να αποφυλακιστεί τελικά το 1841 σχεδόν τυφλός λόγω της αρρώστιας του (έπασχε από ζάκχαρο που επιδεινώθηκε στη φυλακή). Αργότερα έχασε και το κτήμα του λόγω των χρεών που είχαν δημιουργηθεί από την εποχή της χαρτοποιίας. Η Πολιτεία του έδωσε μεν τους τιμητικούς τίτλους του υποστράτηγου και του γερουσιαστή αλλά η σύνταξη που του πρόσφερε ήταν πενιχρότατη. Η τελευταία πράξη «ευγνωμοσύνης» του ελληνικού κράτους προς τον Νικηταρά ήταν η προσφορά μιας θέσης επαιτείας στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά όπου του επέτρεπαν να επαιτεί κάθε Παρασκευή. Πέθανε το 1849 πάμφτωχος, τυφλός και ξεχασμένος.

στην Αμισό (Σαμψούντα)

03/03/2013

Η Αμισός ήταν το δεύτερο -μετά την Τραπεζούντα- λιμάνι της μικρασιατικής ακτής του Εύξεινου Πόντου. Στις αρχές του 1900 κατέπλεαν στο λιμάνι της περίπου 700 πλοία το χρόνο. Πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο είχε συγκοινωνία ανά δεκαπενθήμερο με τη Μασσαλία, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ. Ήταν επίσης αφετηρία καραβανιών που πήγαιναν στο Ντιγιαρμπεκίρ και τη Βαγδάτη. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι κάτοικοί της ήταν περίπου 11.000, εκ των οποίων οι 5.000 Έλληνες.
Ένα από τα κυριότερα προϊόντα της Αμισού ήταν ο καπνός. Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιέργειας όπως και της εμπορίας καπνού το είχαν οι Έλληνες. Εκτός από τον καπνό άλλα εξαγώγιμα προϊόντα της Αμισού ήταν το σιτάρι, τα επεξεργασμένα δέρματα και τα όσπρια.
Στην Αμισό το εμπόριο ήταν κατά μεγάλο ποσοστό στα χέρια των Ελλήνων. Σε Έλληνες ανήκαν οι περισσότερες επιχειρήσεις κατασκευής οικοδομών, χρωματοπωλείων, εισαγωγών – εξαγωγών, ενώ σε Έλληνα, τον Ι. Μάντηκα, ανήκε το μεγαλύτερο και ωραιότερο ξενοδοχείο της πόλης. Πολλοί Έλληνες ήταν ωρολογοποιοί, σαπωνοποιοί, υφασματοποιοί, ατμοπλοϊκοί πράκτορες, τραπεζίτες, ενώ αρκετοί Έλληνες εργάζονταν στην Οθωμανική τράπεζα όπως και στην Τράπεζα Αθηνών.
Υπήρχαν ακόμη κάθε λογής έμποροι που έκαναν εισαγωγές ή εξαγωγές, στις δραστηριότητες των οποίων οφειλόταν σε μεγάλο ποσοστό ο πλούτος της Αμισού, ενώ διόλου ευκαταφρόνητος ήταν ο αριθμός των Ελλήνων επιστημόνων: 33 γιατροί -οι 22 είχαν αποφοιτήσει από την Ιατρική Σχολή Αθηνών-, 15 φαρμακοποιοί, 5 οδοντίατροι, 14 δικηγόροι, 6 αρχιτέκτονες, 4 αρχαιολόγοι και βέβαια αρκετοί δάσκαλοι και καθηγητές.
Η ελληνική κοινότητα της Αμισού, με τα περίχωρά της, είχε το 1914 ένα γυμνάσιο, 116 αρρεναγωγεία, 5 παρθεναγωγεία και 3 νηπιαγωγεία. Επιπλέον περίπου 200 μαθητές φοιτούσαν στο γειτονικό Αμερικανικό κολέγιο της περιοχής Μερζιφούντος (που μεταφέρθηκε το 1924 στη Θεσσαλονίκη ως Κολέγιο Ανατόλια).

οι πληροφορίες αντλήθηκαν από μεταπτυχιακή εργασία του Θ. Αλεξιάδη που υπάρχει στο
http://invenio.lib.auth.gr/record/113111/files/
%CE%91%CE%9B%CE%95%CE%9E%CE%99%CE%91%CE%94%CE%97%CE%A3.pdf

Pontos

ο χάρτης του Πόντου είναι από το
http://www.ipiros.gr/portal2/index.php?option=com_
content&view=article&id=7336:2010-05-20-09-22-11&catid=44:2008-06-02-12-06-25&Itemid=88

για τα μαρτύρια των κατοίκων της Αμισού αντιγράφουμε από το βιβλίο του Δ. Ψαθά «ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ»:

Όταν έξαφνα στην προκεμαλική περίοδο, πριν απ’ την ανακωχή, σκοτώθηκαν 8 Τούρκοι αξιωματικοί σε μια σύγκρουση με τα παλικάρια του οπλαρχηγού Δημήτρη Χαραλαμπίδη, μετέφεραν τους νεκρούς στην Αμισό και τους άφησαν στον αυλόγυρο της ελληνικής εκκλησίας Αγίας Τριάδας, μέσα σε φέρετρα στολισμένα με κόκκινες και πράσινες σημαίες, τυλιγμένα σε μαύρα κρέπια. Εκεί μαζευτήκανε πολύς τούρκικος όχλος κι οι ρήτορες έβγαζαν λόγους φαρμακερούς, ονόμαζαν τους νεκρούς «γαζήδες» -νικητές- κι ύστερα με μεγάλη πομπή, μαύρες σημαίες και παράταξη στρατού, περιφέραν τα φέρετρα στην ελληνική και τουρκική συνοικία ενώ ακουόντουσαν θρήνοι, φωνές και κατάρες του όχλου κατά των γκιαούρηδων…

Απ’ τον Γενάρη του 1921 -μας λέει ο Γαβριηλίδης- άρχισαν οι συλλήψεις μέσα στην πόλη της Αμισού.

Τις συλλήψεις ακολούθησαν γρήγορα οι φόνοι.

Αλλά γρήγορα αρχίζει η διαδικασία της συστηματικότερης κι ομαδικής εξόντωσης. «Αποφράδαν ημέραν» χαρακτηρίζει ο Γαβριηλίδης την 3 Ιουνίου 1921 και ιστορεί: «Περί ώρα 9 π.μ. περικυκλούται υπό αστυνομικών η ελληνική συνοικία, η αγορά, το Πεζεστένιον, κέντρο των καπνεμπόρων, τα γραφεία και τα εργοστάσια του Μονοπωλίου Καπνών, συλλαμβάνονται υπέρ τους 1.300 ομογενείς, από 13-70 ετών, και παρακολουθούμενοι υπό αστυνομικών, χωροφυλάκων, στρατιωτών και πεζοναυτών, οδηγούνται καθ’ ομάδας εις το Διοικητήριον».
Γίνεται κάποιο ξεκαθάρισμα στις ηλικίες κι ύστερα: «Την …4ην Ιουνίου αποστέλλονται εις το σφαγείο του Καβάκ, 64 χιλιόμετρα απέχον της Αμισού. Παρά δε την οικίαν του Πεκίρ πασά γίνεται η ανάγνωσις των ονομάτων, χωρίζονται οι πλουσιώτεροι και όλοι οι υπάλληλοι του Μονοπωλίου των Καπνών, και ούτω παρέρχεται η ώρα επί τω σκοπώ όπως εν των μεταξύ ειδοποιηθούν και ετοιμασθούν οι εντόπιοι Τούρκοι χωρικοί και παρουσιασθούν φέροντες μεθ’ εαυτών μαχαίρας, πέλεκεις και ό,τι άλλα όπλα είχον. Δοθέντος δε του συνθήματος διά πυροβολισμού περί την 11ην ώραν της νυκτός, άρχεται ο τυφεκισμός και η σφαγή. Φονεύονται περί τους 700, διασωθέντων μόνον περίπου 300, οίτινες εκρύβησαν εις διάφορα σκοτεινά μέρη και κάτω από τα πτώματα των νεκρών.

Οκτώ ακόμα τέτοιες αποστολές -«καφιλέ»- θα ακολουθήσουν, πότε με λιγότερους και πότε με περισσότερους.

Στις 12 Ιουνίου ξεκινά άλλη αποστολή, που φτάνοντας στην Κάβζα, χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο, με 351 άντρες στέλνεται προς την Αμάσεια και το δεύτερο με 229 νέους προς το Τσορούμ. Στον δρόμο μαζεύουν κι άλλους 397 κι όλους μαζί τους τραβούν και τους κλείνουν στους στρατώνες κι από κει στις 3 Ιουλίου δίνεται διαταγή να ξεκινήσουν κι αρχίζουν την πορεία προς το Σογγουρλού με συνοδεία 200 ενόπλων: «…Αλλ’ όταν απεμακρύνθησαν εις τετράωρον απόστασιν και έφθασαν εις μίαν περιβόητον κοιλάδα, γνωστήν με το χαρακτηριστικό όνομα «κοιλάδα του διαβόλου» -σεϊτάν δερεσί- εκεί έδεσαν αυτούς οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και του Γιουσούφ τσαούς ανά τέσσαρας και τους κατεκρεούργησαν, τα δε σώματα αυτών, αφού εσκύλευσαν, κατ’ αφήγησιν αυτοπτών Κούρδων, άφησαν άταφα, διά να γίνουν βορά των κυνών και των ορνέων».

Στις 11 Αυγούστου ακολουθεί η έκτη αποστολή, όπου περιλαμβάνεται κι ο συγγραφέας που μας ιστορεί τα γεγονότα. Καθώς είχαν εξοντωθεί στο μεταξύ όλοι οι νέοι, στην αποστολή τούτη μαζεύτηκαν 262 άντρες ηλικίας 50-60 χρόνων και ξεκίνησαν με 50 ένοπλους χωροφύλακες και τον διοικητή τους Κιαμίλ βέη. Ο τελευταίος αυτός, αφού πληρώθηκε καλά, φέρθηκε τίμια απέναντι στους εξόριστους και τους προστάτεψε πολλές φορές από τους Τούρκους των χωριών και τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, που συναντούσανε στον δρόμο: «Την 16ην Αυγούστου, συνενωθέντες μετώ των έξωθεν της Αμασείας συνηθροισμένων 148 γυναικοπαίδων του χωριού Κιοπρού, εν συνόλω 410 άτομα, υπό την επίβλεψιν του Σηρρή, προσωρινού επιθεωρητού της αποστολής – ο Κιαμίλ βέης είχε γυρίσει στην Αμισό- ανεχωρήσαμε και το εσπέρας εφθάσαμε εις τα χάνια Ιννέ παζάρ και κατελύσαμεν επί των κόπρων. Την επιούσαν, αναχωρήσαντες, εφθάσαμεν εις Τιουρχάλ και εσταματήσαμεν προ του Διοικητηρίου, όλοι εις ελεεινή κατάστασιν, και αγνώριστοι. Οικτροτέραν όψιν παρουσίαζον τα γυναικόπαιδα, γυμνά, ασθενικά, με τα κλαυθμυρίζοντα βρέφη επί της ραχέως των μητέρων, που επροχωρούσαν κλονιζόμεναι».
Εδώ μεσολαβεί πάλι ένας αγαθός Τούρκος ιεροδικαστής, Χατζή Σουλεϊμάν, που έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει με παρήγορα λόγια, τρόφιμα και καταλύματα το πλήθος των εξορίστων, κι ύστερα συνεχίζεται η ατελείωτη μαρτυρική πορεία.

«Εις των Μαλάτειαν συνηντήσαμεν με έκπληξιν και βαθείαν συγκίνησιν τους νέους Αμισηνούς, λείψανα και σκελετούς της τρίτης αποστολής. Φίλοι, συγγενείς και οικείοι αλληλοασπάζονται. Δάκρυα θερμά καταβρέχουν τας παρειάς όλων και ερωτήσεις διασταυρώνονται, λεπτομέρειαι και διασαφήσεις των τραγικών σκηνών, Καβάκ, Τσουμπούς, που προκαλούν την φρίκην και την οδύνην…»
Κι ακολουθούν άλλες δυο αποστολές: «Την 15ην Σεπτεμβρίου έφτασαν από την Αμισόν και αι αποστολαί εβδόμη και ογδόη, συνηνωμέναι και αποτελούμεναι εκ 39 ανδρών, ηλικίας άνω των 50 ετών και 450 γυναικοπαίδων. Τούτων οι άνδρες διά δωροδοκίας εκρατήθησαν εν Μαλατεία, τα δε γυναικόπαιδα απεστάλησαν εις τα ενδότερα. Πλείσται εκ των γυναικών και όλα σχεδόν τα παιδιά εξηφανίσθησαν εκ πείνης και νόσου».

από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά «ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ»
Εκδόσεις Μ. Ψαθά.