Ηλίας Βενέζης

Το θέλει ο άνθρωπος να μιλά και να ξαλαφρώνει.

«ΩΚΕΑΝΟΣ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

  

Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν. (…) Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του.

«ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 
«Δυο τιποτένιοι πόντοι»

Ο Ηλίας Βενέζης διηγείται πώς γινόταν το “ξάφρισμα”, δηλαδή η επιλογή αιχμαλώτων για εκτέλεση, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του από τους Τούρκους:

Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά ένα δικό μας όξω απ’ τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα. -Κι εσύ, παλιόσκυλο! λέει. Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σα να έχει μια φοβερή υποχρέωση -έτσι, να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ’ όλα τα τσεσίτια. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328″ Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Το νούμερο 31328»

Η κόρη του Ηλία Βενέζη, Άννα Βενέζη Κοσμετάτου, μιλάει στο ντοκιμαντέρ «Γράμματα χωρίς παραλήπτη» της ιστορικού δρος Ειρήνης Σαρίογλου Σκοτ για τον πατέρα της: Το νούμερο 31328 πάνω στη σιδερένια πλάκα που φορούσε στο χέρι του, και που του έσωσε τη ζωή, γιατί δήλωνε ότι ήταν κάποιος, ανθρώπινο ον, στα Τάγματα Εργασίας, βαθιά στην Ανατολή της κακουχίας, ο πατέρας μου δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Το ‘χε πάνω στο γραφείο του, το ‘παιρνε μαζί του όταν πήγαινε ταξίδι.

από άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (27/10/2007) της  Ελένης Μπίστικα

  

Αυτά διηγόταν η μεγάλη αρκούδα για την ιστορία της φυλής τους στο αρκουδάκι, τη σεληνοφώτιστη νύχτα, ψηλά στα Κιμιντένια. Άκουγε το μικρό με ξαφνιασμένα μάτια και προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα του κόσμου.
“Τι γίνανε οι άλλες αρκούδες της φυλής μας που ήρθανε στα Κιμιντένια;” ρώτησε.
‘Κι εδώ μας βρήκε ο άνθρωπος. Χάθηκαν όλες απ’ το χέρι του”.
“Κι ο πατέρας μου; Τι απόγινε ο πατέρας μου;”
Η μεγάλη αρκούδα θα ‘θελε πολύ να μη βάζει σε λύπη από τόσο μικρό το παιδί της. Μα δε γινόταν. Έπρεπε από τώρα ν’ αρχίσει να μαθαίνει τον κόσμο και να ξέρει τη μοίρα του:
“Ήταν τον καιρό που τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν κι οι αγριομέλισσες αφήνουν τις φωλιές τους και γυρίζουν στα δέντρα να φάνε”, είπε. “Πήγε να μας φέρει μια φωλιά με μέλι, γιατί ό,τι σε είχα γεννήσει κι ήμουνα ανήμπορη. Δεν ξαναγύρισε”.
“Γιατί;”
“Ο άνθρωπος!”, είπε η μάνα. “Θα συναπαντήθηκε με άνθρωπο!”
Τι φοβερό θεριό, λοιπόν, να ‘ναι αυτό, “ο άνθρωπος”, συλλογιζόταν το αρκουδάκι. Και να βρίσκεται παντού, να ‘χει πλημμυρίσει τον κόσμο: απ’ το Λίβανο ίσαμε το Καζ – Νταγ και τα Κιμιντένια!
“Τι έχει μ’ εμάς ο άνθρωπος; Τι έχει με τη φυλή μας;”
“Του μοιάζουμε”, είπε η μεγάλη αρκούδα. “Μπορούμε να σταθούμε στα δυο ποδάρια καταπώς στέκεται αυτός. Μπορούμε να χορέψουμε ολόρθες σαν αυτόν. Μπορούμε όπως κι αυτός να σηκώσουμε αλύσίδες. Του μοιάζουμε”.
“Και μ’ αυτό τι;”
“Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν”, είπε πάλι η μεγάλη αρκούδα. “Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του”.
“Αχ!” στενάζει το αρκουδάκι, κι είναι ο πρώτος στεναγμός που βγαίνει απ’ το στόμα του στον κόσμο. “Τι καλά που θα ‘ταν να μην ήταν ο άνθρωπος”.
“Τι καλά που θα ‘ταν”, είπε η μεγάλη αρκούδα.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Πού να βρεις ρότα με την ψυχή τ’ ανθρώπου;

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΩΚΕΑΝΟΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Το θέλει ο άνθρωπος να μιλά και να ξαλαφρώνει.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΩΚΕΑΝΟΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Το βάσανο τ’ ανθρώπου δεν είναι μαθές αυτό: πως πρέπει να συλλογίζεται;

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΩΚΕΑΝΟΣ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Παίζουν οι άνεμοι, παίζουν τα σύννεφα, παίζει ο Θεός με τους ανθρώπους.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Όταν κανείς είναι φτωχός και βασανίζεται, τι να λυπηθεί; Δεν έχει καιρό, όλα θέλουν ηρεμία. Το σώμα έγινε με πηλό, πρώτο, κ’ έπειτα, πολύ έπειτα, έγινε η καρδιά και αποτέθηκε μέσα του.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «ΓΑΛΗΝΗ»
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Ο μαρτυρικός θριαμβικός ανήφορος του Βενέζη

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από άρθρο του Γ. Βαλέτα για τον Ηλία Βενέζη :

Γράψε το, μου είπε, αυτή είναι η αλήθεια. Δεν ήμουν -και ποιος είναι;- έγινα. Το ταλέντο που έφερα στον κόσμο, το είχαν και άλλοι, ίσως και περισσότερο. Η Μοίρα μου όμως το μεγάλωσε, γιατί εμένα -ξεχωριστά εμένα και κανένα άλλο στα γράμματά μας, καθώς εσύ το ξέρεις καλλίτερα ως ιστορικός της λογοτεχνίας- μ’ έφερε πιο κοντά στον ανθρώπινο πόνο και μ’ έκανε να ζήσω αυτά που έπαθα και έγραψα, να μαρτυρήσω με τη διπλή σημασία της λέξης: να βασανιστώ και να δώσω σαν καλλιτέχνης τη μαρτυρία μου για ένα υλικό της εθνικής μας ιστορίας, που δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους και η ιστορία.
Δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν το πληρώσεις ακριβά με τη ζωή σου, μου έγραφε λίγους μήνες πριν από το θάνατό του όταν το Δεκέμβριο του 1972 τα “Αιολικά Γράμματα” του αφιέρωσαν ένα πολυσέλιδο τεύχος τους, όπου δημοσιεύτηκε και από μένα ένα σχεδίασμα βιβλιογραφίας του.

 

Ερωτημένος στα 1970 σε μιαν εκρηκτική φιλολογική συνέντευξή του με τον Β. Ψυρράκη των “Σημερινών” (29/10/1970) αν είναι ευχαριστημένος μ’ αυτό που έδωσε ως συγγραφέας, απάντησε απερίφραστα από το ύψος που είχε ανεβεί: “Συνήθως σε παρόμοια ερωτήματα δίνεται απάντηση με επιδεικτική μετριοφροσύνη. Εγώ θα σας απαντήσω με ευθύτητα. Αγρύπνησα σ’ όλη τη ζωή μου δουλεύοντας βιοποριστικά στην Τράπεζα και γράφοντας τις νύχτες βιβλία. Τα βιβλία αυτά αποτελούν μια μικρή βιβλιοθήκη. Διαβάστηκαν και διαβάζονται όσο ελάχιστα. Θα πρέπει να μεταδίδουν κάποια ευχαρίστηση, κάποια συγκίνηση. Τα βιβλία αυτά είχαν και μιαν άλλη καλή μοίρα: μεταφράστηκαν και εκυκλοφόρησαν σχεδόν σ’ όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και στην Αμερική. Για το συγγραφέα που γράφει σε μια γλώσσα την οποία μιλούν ελάχιστα εκατομμύρια ανθρώπων, το να βλέπει το έργο του σε τόσες γλώσσες, στα χέρια τόσου ξένου κόσμου είναι μια σπάνια και δυνατή χαρά. Γιατί λοιπόν να σας πω οτιδήποτε που δεν είναι αληθινό; Μάλιστα, είμαι ευγνώμων στη Μοίρα που μου προορίστηκε ως Έλληνος συγγραφέως.

 

Το γυρισμό του στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία, περιγράφει σε μια συνέντευξή του (Απογευματινή 5/6/1969). “Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη…”
Τότε τον πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Του έσφιξε το χέρι και τον ρώτησε:
-Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
-Να ξεχάσω! είπα απλά.
-Πρέπει να τα γράψεις όλα.
-Όλα! ρώτησα με αγωνία.
-Όλα.
Δίσταζα, δεν ήθελα να γράψω, δεν μπορούσα να γράψω.
-Άκου, μου λέει ο φίλος μου. Είμαι κι εγώ λίγο συγγραφέας. Δημοσιεύω ένα δικό μου μυθιστόρημα στην “Καμπάνα”. Είναι μια καλή εφημερίδα. Όταν τελειώσω το δικό μου, κοίτα να έχεις έτοιμο το δικό σου… Η “Ζωή εν τάφω” τέλειωσε σε μερικές εβδομάδες. Ο Μυριβήλης διάβαζε τα χειρόγραφά μου και κινούσε το κεφάλι. “Καλά πας”, μου ‘λεγε. “Γράφε”.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ, “Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΘΡΙΑΜΒΙΚΟΣ ΑΝΗΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΕΖΗ”
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ
τεύχος 1139 Χριστούγεννα 1974

 

Από μακριά

Αλλά οι Τούρκοι, όταν το “Νούμερο 31.328″ μεταφράσθηκε σε ξένες γλώσσες και το διάβασαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τάβαλαν μαζί μου ότι τους προσβάλλω. Ήθελαν να καταγράψω αγγελικά τα συμβάντα κατά τη μικρασιατική καταστροφή: τις πυρπολήσεις, τον “λευκό θάνατο” των ομήρων και τις σφαγές – στα οποία ήμουν αυτόπτης. Επαναλαμβάνω: μπόρεσα να γράψω το χρονικό αυτό χωρίς μίσος. Και, καθώς φαίνεται, νέος τότε ήλπιζα ότι η λογοτεχνία μπορεί να εξημερώνη, να βοηθά τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι, με το να τους υπενθυμίζη το τι συμβαίνει όταν αποχαλίνωνται τα ένστικτα. Η αγριότητα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μας έβγαλε απ’ αυτές τις αφελείς αυταπάτες. Κατερείπωσε και αυτά τα όνειρα.
Οι Τούρκοι μετά την έκδοση του “Νούμερο 31.328″ στην Ευρώπη μου έχουν απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα τους.
(…)
Δεν θα πάω στην Ανατολή, δεν πρόκειται. Θα βλέπω από μακριά, απ’ την Εφταλού, τα βουνά της πατρίδας μου, της Ίδης, του Ιλίου. Και θα σκέπτομαι ότι και αυτό είναι ένα προνόμιο: Εκατομμύρια ξερριζωμένων ανθρώπων του εκπληκτικού διαστημικού αιώνα μας δεν το έχουν, ούτε αυτό. Το από μακριά.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ “Οι Τούρκοι και ένας Έλληνας συγγραφέας”
εφημερίδα  ”ΤΟ ΒΗΜΑ”, 30/3/1971
από το ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΗ

 

Το αηδόνι

Ο Ηλίας Βενέζης θυμάται τον Στράτη Μυριβήλη:

Μια μέρα, στην πρώτη νιότη μας, στη Μυτιλήνη, μου είπε:
-Στο Ακλειδιού ήρθε ένα αηδόνι σπουδαίο. Θα πάμε να ξαγρυπνήσουμε για να τ’ ακούσουμε την αυγή.
Ακλειδιού είναι είναι ένα μαγευτικό μέρος, παράλιο, έξω απ’ τη Μυτιλήνη. Αντίκρυ είναι τα βουνά της Ανατολής, το Δικελή, η Πέργαμος, το Τραπέζι του Δαιμόνου, το Λιος, τα Κιμιντένια. Στο Ακλειδιού ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επαναστάτης του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ξεμοναχιαζόταν και κοίταζε ονειροπόλος την απέναντι Μικρασία την Μεγάλη Ελλάδα των πατέρων μας. Εκεί στο Ακλειδιού, πήγαμε με τον Μυριβήλη και ξενυχτήσαμε, εκείνην την άνοιξη της νιότης μας, περιμένοντας ως την αυγή το ξακουστό αηδόνι. Δεν θυμάμαι πια, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν, αν ήρθε το αηδόνι και αν το ακούσαμε.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ,
τ. 1033 (15/7/1970)

 
Ο Ηλίας Βενέζης στην καλύβα του Πόε (I):

Fordham. Εδώ κάποτε, ήταν χωράφια και δάσος. Η Νέα Υόρκη ήταν ακόμα πολύ μακριά. Καλύβες ξυλοκόπων και δουλευτών της γης, γύρω τα μεγάλα δέντρα, γαλήνη βαθιά. Εδώ, κυνηγημένος απ’ τη φτώχεια του ήρθε, νοίκιασε μια καλύβα κι έζησε με τη γυναίκα του και με τη μητέρα της τρία απ’ τα πιο πικρά του χρόνια ο Έντγκαρ Άλαν Πόε (1846-1849). Εδώ, σ’ αυτό το καλύβι του Fordham, έγραψε την «ANNABEL LEE», το «EUREKA». Εδώ γράφτηκαν οι εξαίσιοι ρυθμοί των «THE BELLS». Εδώ, σ’ αυτό το καλύβι, πέθανε εκείνο το αγνό, αγγελικό πρόσωπο, η Virginia Poe. Εδώ.
Εδώ, τώρα, η καλύβα αυτή είναι ένα απ’ τα εθνικά μνημεία της Αμερικής, μια απ’ τις δόξες της. Ένα μικρό πάρκο ζώνει την καλύβα. 

Η καλύβα ακόμα είναι κλειστή. Θα ανοίξει στη μία το μεσημέρι. 

Το ωραίο κορίτσι στο παγκάκι του Poe Park σήκωσε τα μάτια απ’ το βιβλίο, κοίταξε λίγο τον ουρανό, τέντωσε τα χέρια του, έκλεισε τα μάτια. Σα να ήταν το φως πολύ. Σα να μην μπορούσε να το βαστάξει το φως, μαζί και την ποίηση. Το χοντρό δεμένο βιβλίο του «The modern library» έμενε στα γόνατά της. 

It was many and many a year ago,
in a kingdom by the sea
That a maiden there lived whom you may know
By the name of ANNABEL LEE;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me. 

I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea;
But we loved with a love that was more than love-
I and my Annabel Lee;
……………… 

Έβλεπα τα χείλια του κοριτσιού, έβλεπα, καθώς ήμουν πλάι της, στο βιβλίο της. Η αίσθηση της μνήμης, η αίσθηση του παρελθόντος, καθώς το αγίαζε η ποίηση επενεργούσε ολοένα απάνω της σα να ήταν ένα γεγονός δικό της, μνήμη δική της. Σα να ήταν κάτι πέρα απ’ αυτό: το πεπρωμένο της αιωνιότητας.
Όταν έφτασε στους τελευταίους εξαίσιους στίχους ήταν κάτωχρη: 

For the moon never beams without bringing me dreams
Of the beautiful ANNABEL LEE;
And the stars never rise but I feel the bright eyes
Of the beautiful ANNABEL LEE;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling- my darling- my life and my bride,
In the sepulchre there by the sea,
In her tomb by the sounding sea. 

Γύρισε απότομα, με κοίταξε για πρώτη φορά στο πρόσωπο.
-Το ξέρετε πως «αυτό» έγινε εδώ;… είπε σχεδόν βάναυσα και ήταν πάντα κάτωχρη.  Πως γράφτηκαν εδώ, σ’ αυτό το καλύβι;…
-Το ξέρω, είπα.
-Ήρθατε γι’ αυτό;
-Ήρθα γι’ αυτό.
Έκλεισε το βιβλίο της, κοίταξε τους αδιάφορους ανθρώπους γύρω της, στα παγκάκια, τους Εβραίους της Ουγγαρίας, της Γερμανίας.
-Φοβάμαι πως θα είμαστε οι μόνοι που ήρθαμε γι’ αυτό.

Στο στενό μικρό δωμάτιο, όπου είναι το κρεβάτι, είναι τα άδυτα. Ένα κορδόνι φράζει την είσοδο. Δεν μπορούμε να μπούμε μέσα. Αυτό το ξύλινο χαμηλό κρεβάτι με τους χοντρούς στύλους είναι το κρεβάτι τους. Της Βιργινίας και του Έντγκαρ Πόε. Εκεί, σ’ αυτό το κρεβάτι, ένα Σάββατο του Γενάρη του 1847, επιτέλους αναπαύθηκε, τόσο νέα, η Βιργινία Πόε.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ «Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΠΟΕ»
απόσπασμα από άρθρο του στη
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 545, 15/3/1950

 

 

Ηλίας Βενέζης (1904-1973)

Ενδιαφέρουσες ιστοσελίδες:

Αποσπάσματα από το «Νούμερο 31328»

Μύθος και πραγματικότητα στη Γαλήνη του Η. Βενέζη

«Από την αιχμαλωσία στη Γαλήνη», άρθρο στην Ελευθεροτυπία του Δ. Γκιώνη

Εποχές και συγγραφείς: εκπομπή του Τ. Ψαρά αφιερωμένη στον Η. Βενέζη

187 λέξεις για το Νούμερο 31328 του Η. Βενέζη

Άρθρο στην Νέα Εστία του Η. Βενέζη για τον Ψυχάρη

Άρθρο στη Νέα Εστία του Η. Βενέζη για τον Γ. Βλάχο

Άρθρο στη Νέα Εστία του Η. Βενέζη για τον Α. Σικελιανό

 

 

Αρχική σελίδα