Στο διήγημα «Εις την στάνην του μπάρμπα μου» ο συγγραφέας Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894) αφηγείται τις εντυπώσεις του από μια επίσκεψη είκοσι πέντε ημερών στη στάνη του θείου του, μπαρμπα-Λάμπη, στα βοσκοτόπια του Χόντζα, κοντά στο Μέτσοβο.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όταν ακόμα υπήρχαν κλέφτες στα άγρια βουνά της Πίνδου, γι’ αυτό και ο μπαρμπα-Λάμπης δεν ήθελε να πάρει το νεαρό συγγραφέα μαζί του -«στα πρόβατα είν’ φόβος, είν’ κλέφτες» του έλεγε και του ξαναέλεγε-, όμως μια μέρα, μετά από χιλιάδες φορές που τον είχε παρακαλέσει ο μικρός, αναγκάστηκε να τον πάρει μαζί του.
Μεσημέρι ξεκίνησαν περπατώντας τον ανηφορικό δρόμο για τη στάνη. Η πρώτη τους στάση ήταν στην -όνομα και πράγμα- Κρύα Βρύση:
…κι εφτάσαμε στα καταπράσινα σάδια της Κρύας – Βρύσης. Εδώ εξαπλωθήκαμε να ξαποστάσουμε και να πιούμε. Το νερό της αναβράει σαν να κοχλάζει από κάτω από τρανόν βράχον και χύνεται τον κατήφορο κατά το χωριό. Είναι κατάκρυο. Λένε πως έπιε πιστικός αποσταμένος από δρόμο και τον έκοψε μονοκοπανιάς και πέθανε.
Πρέπει να ξαποστάσει κανείς πρώτα και να πιει.
Από κει συνέχισαν τον ανηφορικό τους δρόμο. Κι όσο ανέβαιναν τόσο το τοπίο αγρίευε. Μοναδική εικόνα άγριας ομορφιάς η σκιά των αετών πάνω από τα κεφάλια των δύο οδοιπόρων.
Γύμνια και ξέρα απέραντη. Κάπου κάπου σε καμιά βρυσούλαν εφούντωνε κανένα δεντράκι. Απάνου στον αγέρα ετρογυρνούσαν κι έσκουζαν τα όρνια κι οι σταυραετοί, που φωλιάζουν στα σκέμπια και στες σπηλιές της Γκάλτσας κι οι ίσκιοι των πέρναγαν σαν φαντάσματ’ από μπροστά μας. Επεράσαμε ύστερα από τα ριζοβούνια του Περιστεριού, εκατηφορίσαμε προς το ποτάμι του Μετσόβου κι εφτάσαμε το βράδυ στου Χόντζα.
Ο συγγραφέας έπεσε κατάκοπος να κοιμηθεί για να ξυπνήσει την επόμενη το πρωί στον …παράδεισο!
Με ξύπνησαν με το γλυκοχάραμα, μ’ επήγαν σε μια βρύση κατάκρυα και νίφτηκα.
Γύρισα ύστερα στες στρούγγες όπ’ άρμεξαν και με πυξαρένιο κεντιστό χουλιάρι ερούφηξα κάμποσον αφρόν από γάλα, όπως έπεφτε ζεστό από το βυζί της προβατίνας στην καρδάρα μέσα κι εφούσκωνε. Την γλύκα και την νοστιμάδα και την μοσχοβολιά του αφρού εκείνου δεν θα τη λησμονήσω ποτές, όπως θυμάμαι πάντα και την χαριτωμένην ζωήν της στάνης, όπως αναγιεννιέμαι, όταν μυρίζομαι την προβατίσαν εκείνη μυρουδιά της στρούγγας και του σταύλου κι ακούω από μακρυά τ’ αρμονικά κουδούνια του κοπαδιού.
Όταν απάρμεξαν ακολούθησα τους πιστικούς με τα κοπάδια στες βοσκές απάνου. Τα χορτάρια των όχτων που ανέβαινα μού πήγαιναν ως την ζώνην. Μια δροσερή ανάσαση χλωρασιάς εχόρταινε τα πνεμόνια μου. Οι πιστικοί, τα πουλιά, ανέβαιναν απάνου στα δεντριά κι εκελαδούσαν σουρακτά, απαράλλαχτα σαν να εσαλαγούσαν πρόβατα. Πλήθος νερά έπεφταν σε γάργαρα ρέματ’ από τα κορφοβούνια, εκρέμονταν στα στεφάνια και απώντας στην άβυσσο κάτου άφριζαν κι έσκουζαν μανισμένα. Όπου εστεκόμεθα, μόδειχναν με τα μακριά ραβδιά των οι βοσκοί τα κατατόπια και τα σύνορα γύρα, έβλεπα ολόγυρα όλο δασωμένα βουνά. Ο Χόντζας μοναχά σαν να επλάστηκε επί ταυτού για βοσκές.
Κι έβλεπα ολόγυρα και ψηλά το Περιστέρι από τη μια μεριά με τ’ αγριόγιδα και με τα ζαρκάδια, τον ολόρθο και περήφανο ως τα ουράνια, τον ζυγό του Μετσόβου με τα χιόνια του τ’ άλυωτα, την Βάλια Κάρδα με τ’ άγριά της τα πρόβατα, το Δοκίμι με τες ομορφότουφες οξιές του και με τα ξακουσμένα μαντριά του Μήτσου Μπάρτα, την Κατάρα με τους μανισμένους ανέμους της, τις Πολιτσιές με τα παλιά κάστρα και χαλάσματα και το Μαυροβούνι με τ’ αρκούδια και τα χιλιόχρονα πεύκα του. Απ’ άλλην μεριά την Τσούκα Ρούκα, τα δάση της Κρουσοβίτσας και τα καταράχια του Δρίσκου.
Έζησα είκοσι πέντε ολόκληρες μέρες κει. Ετρεφόμουν με το μοσχόβολο χλωροτύρι και με το γλυκύτατο πηχτό καλοκαιρινό γάλα. Εκοιμώμουν τον ομορφότερον και ελαφρότατον ύπνον, απάνω εις στρώματα ευωδερού πεύκου και έλατου, νανουριζόμενος από τα κουδούνια των κοπαδιών κι από το μουρμούρι των γύρωθεν δασών.
Πραγματικά μαγευτική η περιγραφή της ορεινής φύσης και των άγριων βουνών, αλλά το διήγημα αποκτά καινούριο ενδιαφέρον το βράδυ που επισκέπτονται τη στάνη οι κλέφτες! Έρχονται με φιλικές διαθέσεις μια και ο καπετάνιος τους είναι παλιός γνώριμος του μπαρμπα-Λάμπη, για να αφήσουν όμως τα τουφέκια τους, χρειάζεται και κάτι άλλο, η «μπέσα». Όσο για την περιγραφή της ομάδας των κλεφτών, αυτή γίνεται από το συγγραφέα με «δημοσιογραφική» σχολαστικότητα, καθώς είναι από τις σπάνιες φορές στη λογοτεχνία που έχουμε αυθεντική μαρτυρία για το πώς συμπεριφέρονταν οι κλέφτες, έστω και στο λυκόφως της δράσης τους.
Εκρέμασαν ύστερα τα τουφέκια των και τες κάπες στα παλούκια των τοίχων της στάνης, γιατ’ είχαν μπέσα στον μπάρμπα μου κι εστρώθηκαν αραδαριά στα κλαδιά πούχαν στρώσει επιταυτού οι πιστικοί κατά γης ως είδος τραπέζι. Εγώ τους εκύτταζα τώρα έναν έναν. Κάτι παληκάρια, μωρές παιδιά, ως εκεί απάνου, σαν έλατα, σαν οξιές, με μαύρα μαλλιά και γένια, με φλογερά μάτια, με καταλερωμένα σκουτιά και μ’ άρματα ασημένια. Ο καπετάνιος και το πρωτοπαλήκαρο τάχαν φλωροκαπνισμένα. Το πρωτοπαλήκαρο έκαμνε και τον γραμματικόν, έσερνε χαρτί και καλαμάρι μαζί με τ’ άρματα στο σελάχι του κι εβαστούσε το τάσι του καπετάνιου. Ο ψυχοπατέρας, γέρος εβδομηντάρης, με κάτασπρα μαλλιά και με την άσπρην φεσάραν του περιδεμένην με πόσι, εγιατρολογούσε το μπουλούκι, έδινε ορμήνειες κι εξήγαε τα όνειρά των και τ’ ουρανού τα σημάδια. Ήσαν καμιά τριανταριά όλοι όλοι. Οι πλειότεροι ήσαν Σαρακατσιάνοι. Σαρακατσιάνος ήταν κι ο καπετάνιος. Άντρας γεμάτος κορμί και παληκαριά, πλατύ στήθος, μεγαλοκέφαλος, μελαμψός, με γυμνά νευρωμένα χέρια, και με ολόπυκνα μουστάκια και φρύδια. Τα γένια του αυτός μονάχ’ απ’ όλους τα εξούριζε κανονικά. Όμοιαζε τη θωριά με το γιον τ’ Ανδρίτσου. Κι ελέγετο… Θανάσης Μπαλατσός.
Την οικογένεια του Θανάση Μπαλατσού, γυναίκα και ανήλικα παιδιά, οι Τούρκοι την είχαν αιχμάλωτη στα Γιάννινα, «για να βγάλουν τον άχτι τους, σαν δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν ή να τον πιάσουν ζωντανόν αυτόν». Ωστόσο ο Μπαλατσός δεν παρατούσε τα βουνά και την ελεύθερη ζωή. Εκείνο το βράδυ οι κλέφτες έφαγαν, ήπιαν, κουβέντιασαν με τον μπαρμπα-Λάμπη και στο τέλος ήρθε η ώρα του τραγουδιού:
Κι ο Ζήκας, ο καλούμενος Ζήκας επήρεν αγάλια αγάλια και το τραγούδι. Μια έκρουε τον ταμπουράν και μια τραγουδούσε. Ήταν πικρά τα λόγια του τραγουδιού, γλυκιά και συμπαθητική η φωνή του Ζήκα. Θλιβερός ο αχός του και του ταμπουρά του το λάλημα πολύ λυπητερό. Ώμοιαζε μοιρολόγι σωστό. Οι πλειότεροι ολόγυρα βουβοί, με χασκωτά τα στόματα εκρατούσαμε και την αναπνοή για να τ’ ακούμε και τον εκυττάζαμε κατάματα, σαν νάβγαινε το τραγούδι από τα μάτια που του τάχ’ βουρκώσ’ η συγκίνησις κι όχι από το στόμα του. Δυο τρεις έσκυβαν λυπητερά τα κεφάλια στη γη. Άξαφνα, μεσ’ στη σιγή εκείνη, πετάει έναν αναστεναγμό πάλι ο καπετάνιος κι έσκασε μέσ’ στα ματόφυλλά του ένα παχύ και διάφανο δάκρυο. Πόσον καιρόν τάχα είχε να δακρύσει το θεριεμένο εκείνο μάτι!
Το λυπητερό αυτό τραγούδι ήταν το τραγούδι του Τσιτσομήτσου, ενώ ακολούθησε το άγριο και πολεμικό τραγούδι του Βλαχοθανάση.
Εστέγνωσαν μ’ αυτό του καπετάνιου τα μάτια, φλογίστηκαν του τραγουδιστού, και δυο τρεις άλλοι από τον ενθουσιασμό ξεκρέμασαν κι άδειασαν τα τουφέκια των στον αγέρα. Στους κρότους των εξύπνησεν ο αντίλαλος των δασών γύρω κι αλύχτησαν τα μαντρόσκυλα κάμποσην ώρα.
Έτσι επεράσαμε την νύχτα. Νυσταγμένος εγώ αποκοιμηθήκα πρωτύτερα. Κι όταν εξύπνησα την αυγήν, οι κλέφτες είχον αφήσει γεια.
Λυπητερό το τέλος της ιστορίας αλλά και αποκαλυπτικό για τη δράση των κλεφτών. Έξι – εφτά χρόνια αργότερα ο Μπαλατσός, μην αντέχοντας τη σκλαβιά της φαμελιάς του, «επροσκύνησε στα Γιάννινα κι έγινε ραγιάς». «Με της κλεψιάς του το καζάντιο», «ζούσε σαν τσέλιγγας Σαρακατσιάνος, το καλοκαίρι στα βουνά και στα χειμαδιά τον χειμώνα». Λίγο αργότερα όμως ο πασάς τον εδιόρισε «αρματολόν, δερβέναγαν» να κυνηγάει τους κλέφτες! «Και πόσα κεφάλια κλέφτικα, δεν έφερε μέσα στα Γιάννινα, δουλεύοντας πιστά τον λουφέν του πασά του»! Απροσδόκητη πραγματικά εξέλιξη, αρκετά διαφορετική από την εικόνα που παρουσιάζουν τα σχολικά βιβλία Ιστορίας. Κι ακόμα πιο απροσδόκητη η συνέχεια. Ο Μπαλατσός δε θα αντέξει για πολύ καιρό αρματολός. Όχι, γιατί δεν τον αφήνουν οι τύψεις να ησυχάσει, αλλά γιατί κυνηγώντας τους κλέφτες, γνώρισε ξανά την «απόλαυσιν των βουνών», «ξαναξύπνησε μέσα στην καρδιά του ο πόθος, η αγάπη για την παλιά τέχνη του». Θα ξαναγίνει λοιπόν κλέφτης μέχρι που τον έπιασε «με μπαμπεσιάν ένας σκύλαρος Αρβανίτης φίλος του» και τον παρέδωσε στους Τούρκους.
Ο συγγραφέας επισκέφτηκε τον Μπαλατσό στη φυλακή, λίγο πριν την εκτέλεσή του. Κι εκεί, στη φυλακή, ο Μπαλατσός του «εκέντησεν» μια «κλίτσα τσομπάνικη». Του την έκανε από «πιξάρι καθαρό. Εκέντησεν απάνω της δυο λιοντάρια, σημαίνοντας την κλέφτικη δύναμή του, την βουνίσια του την ζωή, τα περασμένα νιάτα του. Εκέντησε κι έναν τροχό, τον τροχό της τύχης, που ανεβοκατεβαίνει, σημαίνοντας τα στερνά κακόγραφά του». Πράγματι, είναι απορίας άξιο πώς αυτός ο άγριος κλέφτης, ο «κακούργος» όπως τον ονομάζει ο ίδιος ο συγγραφέας, να μπορεί, ακόμα και τις τελευταίες του ώρες, να δημιουργεί μοναδικά έργα τέχνης και πολιτισμού.
Τον περασμένο χειμώνα έμαθα εδώ πως τον κρέμασαν μια μέρα τον Μπαλατσόν μέσ’ στη μέση στα Γιάννινα. Όσον άγριος, όσον κακούργος κι αν ήταν ο Μπαλατσός, σαν κλέφτης, η καρδιά μου εμένα τον εσυμπόνεσεν. Έκλαψα τον θάνατόν του μ’ όσον πόνον είχε ζηλέψει στα βουνά τότε την κλέφτικην, την περήφανην, την ελεύθερη ζωήν του. Και φυλάω τώρα για ενθύμησίν του την κλίτσα του. Την φυλάω για ενθύμησιν του Μπαλατσού, για ενθύμησιν της στάνης του μπάρμπα μου.
Το διήγημα «Εις την στάνην του μπάρμπα μου» του Κώστα Κρυστάλλη περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ – Κ. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ» Εκδόσεις ΑΛΚΥΩΝ