Archive for Ιανουαρίου 2010

Οδυσσέας Ελύτης (Ι): πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι

31/01/2010

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

Η σημερινή ανάρτηση περιέχει αποσπάσματα από τον Μικρό Ναυτίλο του Οδυσσέα Ελύτη:

 

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ (3) 

Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ‘να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.

Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή

Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Κολάζ του Ελύτη

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (VIII)

ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλυνα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω κα γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να την αφαιρέσεις την αγκίδα της.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

κολάζ του Ελύτη

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (Χ)

ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν’ ΑΠΟΧΤΗΣΩ μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.
Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται Χάρις και η Χάρις Άγγελος. Η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία

με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό,

ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου Παραδείσου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 κολάζ του Ελύτη

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΙ)

ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρογκ. Χρειάζονται άλλης λογής υπολογισμοί.

Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις ώρες αλλά που κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρσίας των πραγμάτων όπου, έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως μετέχουμε στη νεότητα ή στο γήρας. Ίσως γι’ αυτό, εμένα, ο θάνατος με τρόμαζε ανέκαθεν λιγότερο από την αρρώστια. Κι ένα τρυφερό σώμα με θάμπωνε περισσότερο από το πιο τρυφερό συναίσθημα.

Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι.

Ο αέρας σηκώνεται. Το θείο θριαμβεύει.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΙV)

Τ’ ΑΝΩΤΕΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΥ τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:

(1) Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

(2) Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.

(3) Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

(4) Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ’ τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.

(5) Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

(6) Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.

(7) Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧV)

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που – αλίμονο – τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο.

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧ)

ΕΝΑ ΒΟΥΝΑΚΙ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ, το ίδιο αναλλοίωτα κι αμάραντα όσο μέσα στη σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που καταφέρνουμε να γίνουμε αέρας. Και να σκεφτεί κανένας ότι, με την προϋπόθεση να το θελήσουμε όλοι, μ π ο ρ ο ύ μ ε. Όπως μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα τ’ απέραντα τετραγωνικά της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και αποτρόπαιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη βλακεία, στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

κολάζ του Ελύτη

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧVII)

ΑΡΓΗΣΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

κολάζ του Ελύτη

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧVII)

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα». Θ’ αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ’ αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα ‘ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μεσ’ απ’ αυτήν, όταν σκύβουμε, όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκια που ακουμπάνε το ‘να στ’ άλλο, και τ’ αμπέλια που κοιμούνται σα μικρά παιδιά, τους τρούλους και τους περιστεριώνες.

Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη. Τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Όλα τα κολάζ του Ελύτη είναι αντιγραφή από τις παρακάτω ιστοσελίδες:

http://odelytis4.blogspot.com/2009/09/blog-post.html

http://xoomer.virgilio.it/gkouts/

http://eroessa1.pblogs.gr/

Όταν η Μαρία Κάλλας λεγόταν Μαρία Καλογεροπούλου

26/01/2010

Μαρία Κάλλας (1923-1977)

Ο Γιώργος Λαζαρίδης θυμάται τη γειτονία του με την Μαρία Κάλλας, την εποχή του πολέμου με τους Ιταλούς και αργότερα της γερμανικής κατοχής:

Ήταν μια οικογένεια που είχε νοικιάσει το διπλανό μας τριάρι πριν από ένα μήνα, σύμφωνα με την τότε συνήθεια να γίνονται ομαδικά οι μετακομίσεις και να γεμίζουν οι δρόμοι ενοικιαστήριο κάθε Σεπτέμβριο.
Η μία από τις δύο κοπέλες, αν και λίγο μεγαλύτερη, έτρεμε από το φόβο της, σε αντίθεση με τη μικρότερη, μια παχουλή, γύρω στα δεκαέξι με δεκαεφτά, μελαχρινή, με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, που παρακολουθούσε την κατάσταση ψύχραιμη, ατάραχη, σχεδόν παγερή, κρατώντας μια περίεργη απόσταση από τους δικούς της.
Σε μια στιγμή άκουσα τη μητέρα της να της λέει οργισμένη:
«Αναίσθητη σαν τον πατέρα σου κι εσύ! Μίλα λίγο στην αδελφή σου να της περάσει ο φόβος, δεν την βλέπεις πώς είναι;»
«Θα της περάσει…» ήταν η απάντηση.
Και γυρίζοντας την πλάτη, ξαναμπήκε μέσα, εντελώς αδιάφορη τόσο για τον πανικό της αδελφής της όσο και για τον πόλεμο που έμπαινε πια μέσα στα σπίτια μας, ίσως γιατί από τότε προετοιμαζόταν για τις προσωπικές της μάχες που θα τις έδινε μόνη της ύστερα από λίγα χρόνια σε κάποια άλλα μέτωπα.
Ήταν η Μαρία Καλογεροπούλου.
Γειτόνισσά μου για τρία ολόκληρα χρόνια, μέσα στον πόλεμο και στην Κατοχή. Όταν αργότερα την έβλεπα στις φωτογραφίες των εφημερίδων να θριαμβεύει ως «Μαρία Κάλλας» δε νομίζω να είχε αλλάξει σε τίποτα η σκληράδα που είχε το βλέμμα της εκείνο το πρώτο πολεμικό μας απόγευμα.
Αυτή η σχεδόν εξ επαφής γειτονία μου με τη Μαρία Καλογεροπούλου μού έδωσε το προνόμιο, πολύ πιο πριν και από τον Μενεγκίνι και τον Ωνάση, και χωρίς μάλιστα να μου στοιχίσει και τίποτα, να είμαι ένας τόσο κοντινός ακροατής της, επειδή τα παράθυρα στις τουαλέτες των δύο διαμερισμάτων ήταν σχεδόν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Έτσι, λοιπόν, όταν μελετούσε ώρες ατελείωτες, επίμονη, ακούραστη, χωρίς να ενδιαφέρεται για τίποτ’ άλλο, πότε μόνη της και πότε με την περίφημη δασκάλα της φωνητικής, την Ελβίρα ντελ Ιντάλγκο, μπορούσα να ακούω όλες εκείνες τις μελοδραματικές  άριες με την άνεσή μου χωρίς να πληρώνω και εισιτήριο. Δεν ήταν, βέβαια, η τουαλέτα μας εφάμιλλη ενός θεωρείου της Σκάλας του Μιλάνου ή της Μετροπόλιταν Όπερας της Νέας Υόρκης, αλλά το να ακούς τη Μαρία Κάλλας σε απόσταση αναπνοής, άξιζε τη θυσία μιας τόσο άβολης όσο και εντελώς ασυμβίβαστης θέσης με τη μουσική μυσταγωγία!
Μόνο που τότε δεν ήξερα πόσο μεγάλο ήταν εκείνο το προνόμιο!

Η αλήθεια είναι ότι, επειδή δεν μπορούσα να προβλέψω την καταπληκτική της εξέλιξη ούτε και να εκτιμήσω  από τόσο νωρίς το ανεκτίμητο λαρύγγι της, είχα την απορία γιατί δε μας τραγουδούσε  και κανένα πιο ευχάριστο τραγούδι της εποχής αντί για εκείνες τις μακροσκελέστατες άριες, που καμιά φορά με αγρίευαν κιόλας, γιατί δεν το κρύβω ότι ποτέ, μέχρι και σήμερα, δεν έτρεφα ιδιαίτερη συμπάθεια σε μερικές μελοδραματικές άριες που ξεπερνούν τα όρια της αντοχής ακόμα και των πιο μυημένων κι ας μην το δείχνουν.
Όπως και κανένας στην πολυκατοικία μας δεν τολμούσε να της το πει όταν την συναντούσε στην ξύλινη σκάλα της εισόδου, εκτός από μια χοντρή Πολίτισσα του δεύτερου ορόφου, που η μάνα μου την είχε βαφτίσει «Λακέρδα». Αυτή, λοιπόν, η κυρία «Λακέρδα» κάποια μέρα τη σταμάτησε για να της πει:
«Αμάν, μπρε κορίτσι μου, τι να σε πω, ωραία για είναι η φωνή σου, αλλά μας έπρηξες το τζιγέρι. Γι’ αυτό πες μας και κανένα πολίτικο, ν’ ανοίξει η καρδούλα μας…»
Η Μαρία, αντί για απάντηση, την κεραυνοβόλησε, με ένα άγριο βλέμμα της περίπου σαν εκείνο – για όσους έχουν δει τη φωτογραφία –  με το οποίο αντιμετώπισε σαν λέαινα το δικαστικό κλητήρα που τόλμησε κάποτε να την αγγίξει για να της επιδώσει μια δικαστική απόφαση για φόρους που όφειλε στο αμερικάνικο Δημόσιο. Και ύστερα έτρεξε να μπει στο διαμέρισμά τους, αφήνοντας σύξυλη τη «Λακέρδα», που σταυροκοπήθηκε μουρμουρίζοντας:
«Τι να σε κάνω; Έπρεπε να σε είχα κόρη μου να σε έλεγα εγώ…»
Την ίδια απόσταση κρατούσε απ’ όλους μας. Αιτία μπορεί να αποτελούσε το οικογενειακό τους πρόβλημα, λόγω του χωρισμού του πατέρα της από τη μητέρα της, αλλά δεν αποκλείεται να οφειλόταν και στη βαθιά της πεποίθηση ότι ήταν άτομο προικισμένο που δικαιούνταν να έχει αυτή την υπεροψία, αδιαφορώντας τελείως για το αν ο άλλος θα τη θεωρούσε πρόσωπο συμπαθές ή όχι.

Μια μέρα που ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο, πάλι στις σκάλες της πολυκατοικίας, ήταν φορτωμένη με μερικά βιβλία με νότες και όπως παραπάτησε σκορπίστηκαν οι σελίδες γύρω της.
Έσκυψα αμέσως να τη βοηθήσω. Ήταν και μια αφορμή για να της μιλήσω.
«Τραγουδάτε πολύ ωραία», της είπα μάλλον αδέξια.
Μου απάντησε ψυχρά:
«Ευχαριστώ πολύ».
«Σας ακούω από δίπλα».
Και δείχνοντας την πόρτα του δεύτερου ορόφου όπου έμενε η χοντρή Πολίτισσα, συμπλήρωσα:
«Και μ’ αρέσουν πάρα πολύ όλα αυτά που τραγουδάτε».
Σαν να της έλεγα ότι δεν είμαστε όλοι κολιοί και λακέρδες από το ίδιο βαρέλι.
Μαλάκωσε και κοντοστάθηκε.
«Σ’ αρέσουν οι άριες;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω, δεν έχω πάει ποτέ μου. Δεν έτυχε…»
«Όταν θα πας, τότε θα καταλάβεις. Είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να γίνει».
«Αν κρίνω από τη φωνή σας…»
Ήταν τόσο αδέξιο το κοπλιμέντο μου, δεκατριάρης τότε εγώ, που την έκανε να γελάσει και βιάστηκε να δικαιολογηθεί:
«Πρέπει να μελετάω πολλές ώρες κάθε μέρα. Άλλωστε, δεν πρόκειται να σας ενοχλώ για πολύ καιρό».
«Θα φύγετε;» τη ρώτησα.
«Ναι. Ο πατέρας μου μένει στην Αμερική και προσπαθώ να πάω εκεί».
«Θα γίνετε τραγουδίστρια;»
Πριν τελειώσω την ερώτηση, βιάστηκε να μου απαντήσει με μια σιγουριά που δε σήκωνε αντιρρήσεις:
«Ναι. Θα γίνω. Είμαι άλλωστε… Δουλεύω στη Λυρική Σκηνή».
Και σφίγγοντας τα βιβλία με τις νότες έτρεξε και μπήκε στο σπίτι τους. Σ’ αυτά τα στεγανά που τα ήθελε με όσους την πλησίαζαν πιθανόν να βοηθούσαν και οι όχι καλές σχέσεις της με τη μητέρα της, η οποία είχε φανερή αδυναμία στη μεγαλύτερη κόρη της, την Τζάκι.
Για να μην πω ότι και τα υπερβολικά κιλά για την ηλικία της την έκαναν κάθε άλλο παρά ερωτική και προσεγγίσιμη, γι’ αυτό και αργότερα έδωσε τη μάχη της για να τα ελαττώσει, φτιάχνοντας μια εμφάνιση που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με το νεανικό της σουλούπι.

Και για να κλείσω τη γνωριμία μου με τη Μαρία Καλογεροπούλου, θα θυμηθώ ένα βράδυ του 1944 – θα πρέπει να ήταν Σεπτέμβριος – όταν αργά και λίγο πριν σταματήσει νυχτερινή κυκλοφορία μια μεγάλη μαύρη γερμανική λιμουζίνα ήρθε και στάθμευσε μπροστά από την εξώπορτα της πολυκατοικίας μας, για να κατέβει η Μαρία με ένα μακρύ άσπρο φόρεμα και μια ανθοδέσμη στα χέρια. Τη συνόδευαν η μητέρα της, και από δίπλα η Τζάκι, υποχρεωμένη να κάνει τα ξινά γλυκά, ενώ ένας Γερμανός αξιωματικός τις αποχαιρέτισε με ένα ιπποτικό χειροφίλημα, κάνοντας με τις μπότες του ένα ηχηρό κλακάρισμα που αντήχησε σαν βαρελότο στον έρημο δρόμο.
Το επόμενο πρωί στις πίσω πόρτες της κουζίνας που γειτόνευαν, η μάνα μου, πάντα περίεργη, ρώτησε την κυρία Καλογεροπούλου τι είχε συμβεί και εκείνη, με ύφος απέραντης ικανοποίησης, της απάντησε:
«Η Μαρία μας, κυρία Λαζαρίδου, τραγούδησε χτες το βράδυ στο Ηρώδειο Φιντέλιο του Μπετόβεν με μαέστρο τον Χερν Χανς Χέρνερ της Συμφωνικής Ορχήστρας του Βερολίνου».
«Για τους Γερμανούς δηλαδή…» έσπευσε να την καρφώσει η μάνα μου, που δεν ήταν και τόσο ενημερωμένη για το πόσο σπουδαίος αρχιμουσικός ήταν ο Χερν Χανς Χέρνερ, από τους ιδιαίτερα ευνοούμενους του Τρίτου Ράιχ, προσθέτοντας με σημασία:
«Μπράβο! Προοδεύει η κορούλα σας».
Η κυρία Καλογεροπούλου έκανε πως δεν κατάλαβε και συνέχισε:
«Δυστυχώς, δεν είχαμε παραπάνω προσκλήσεις για να ερχόσασταν κι εσείς…»
Για να πάρει την απάντηση από τη δική μου που εννοούσε να έχει πάντα την τελευταία λέξη:
«Ευχαριστούμε πολύ, αλλά γιατί να μπαίνατε στην υποχρέωση αφού δεν θα ερχόμασταν, γιατί από εκεί πάνω εμείς πώς θα γυρίζαμε;»
Εννοώντας τη γερμανική λιμουζίνα που την είδε και τη σχολίασε όλη η γειτονιά, μέχρι και ο αντικρινός μας μπακάλης, ο κυρ Βασίλης, ο οποίος μοιράζοντας φασόλια με το δελτίο έσκυβε για να προσθέσει χαμηλόφωνα μεγαλοποιώντας το γεγονός:
«Να προσέχετε πώς μιλάτε μπροστά τους, γιατί μπορεί να είναι κατάσκοποι της Γκεστάπο…»
Για να συμπληρώσει η «Λακέρδα»:
«Άμα είναι να γίνουμε το ένα μας με τους Γερμανούς, το ξέρουμε κι εμείς».
Δηλαδή τι να γινόταν; Το πολύ πολύ από λακέρδα με τα υπερεκχειλίζοντα πάχη της να προβιβαζόταν σε φάλαινα κανονική…
Από εκείνη τη μέρα όλη η γειτονιά απέφευγε να τις χαιρετάει. Έκανε… αντίσταση!
Κάτι που δε νομίζω να στενοχώρησε καθόλου τη Μαρία, αφού έτσι κι αλλιώς ούτε κι εκείνη ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί τους.
Άλλωστε, οι περισσότερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε αφιέρωναν υμνητικές κριτικές  για το καινούριο «φωνητικό φαινόμενο» που είχε αποδώσει με τόσο τέλειο τρόπο την Ελεωνόρα από τον Φιντέλιο του Μπετόβεν χωρίς να τους είναι εντελώς άγνωστη, αφού είχαν ήδη προηγηθεί μερικές σποραδικές εμφανίσεις της. Ήταν οι προάγγελοι ότι θα γινόταν η μεγαλύτερη ντίβα του αιώνα μας.
Ύστερα από λίγο καιρό η οικογένεια Καλογεροπούλου έφυγε από τη γειτονιά μας. Τη μέρα της αναχώρησης βρεθήκαμε με τη Μαρία πάλι στην είσοδο της πολυκατοικίας.
«Σας εύχομαι καλή πρόοδο», της είπα.
Με ευχαρίστησε και συμπλήρωσε:
«Κι εσύ. Όταν αγαπήσεις την όπερα, θα νιώθεις ότι είσαι ψηλότερα από τους άλλους».
Ήμουν, αν δεν κάνω λάθος, ο μοναδικός άνθρωπος που αποχαιρέτισε φεύγοντας από εκεί.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ «ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ – ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΙΝΕΜΑ» Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

Ολυμπιακός – ΠΑΟΚ… στις 4/1/1976

24/01/2010

Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει ολόκληρη την ανταπόκριση του Γιάν. Χατζηιωάννου από το στάδιο Καραϊσκάκη για το ματς Ολυμπιακού – ΠΑΟΚ, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ τη Δευτέρα 5/1/1976.

 

Κυριακή 4/1/1976: Ολυμπιακός – ΠΑΟΚ: 0-4

Το 4-0 του ΠΑΟΚ σεισμός για όλη τη χώρα – Φωταγωγήθηκε το γήπεδο της Τούμπας.

 

Επιτέλους το πίστεψαν…
Αποτέλεσμα ορόσημο για το ελληνικό ποδόσφαιρο

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ – ΠΑΟΚ: 0-4
ΣΚΟΡΕΡΣ: Τερζανίδης στο 24΄, Κούδας στο 53΄ και στο 60΄, Γκουερίνο στο 75΄.
ΠΑΟΚ: Φορτούλα, Γούναρης, Πέλλιος, Φουντουκίδης, Ιωσηφίδης, Αναστασιάδης (75΄ Γκουερίνο), Αποστολίδης, Σαράφης, Κούδας, Κερμανίδης (78΄ Ορφανός), Τερζανίδης.
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ: Κελεσίδης, Λιόλιος, Γλέζος, Σιώκος, Αγγελής (46΄ Κυράστας), Βασιλόπουλος (74΄ Σταυρόπουλος), Καραβίτης, Συνετόπουλος, Λοσάντα, Κρητικόπουλος, Γαλάκος.
ΔΙΑΙΤΗΤΗΣ: Βαμβακόπουλος (Αθηνών).
ΕΠΟΠΤΕΣ: Κόνιαρης, Κοντογιάννης.
ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ: 39.090
ΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ: 2.958.740 δρχ.

Του απεσταλμένου μας

Αθήνα, 5 Ιανουαρίου

Βουβός, πνιγμένος σχεδόν ενθουσιασμός, άφησε άφωνο έναν κόσμο, τον κόσμο του Π.Α.Ο.Κ. με την λαχτάρα και την γλύκα μιας νίκης που έφθασε στο ασύγκριτο επίπεδο του 4-0 σε βάρος του Ολυμπιακού. Τον άφησε άφωνο στο αντίκρυσμα του ηλεκτρονικού ταμπλώ του σταδίου Καραϊσκάκη που δεν δίσταζε να αλλάζει κάθε τόσο σκηνικό γράφοντας: ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ – ΠΑΟΚ: 0-1, 0-2, 0-3, 0-4…
Εκεί το ηλεκτρονικό σύστημα σταμάτησε στην παθιασμένη προσπάθεια των ποδοσφαιριστών του «Δικεφάλου», που αχόρταγοι μπαινοβγαίναν με την μπάλα, άπληστοι στα δίκτυα του Κελεσίδη. Εκεί τελείωσε το άγχος, η αγωνία, η οδύνη των «Ερυθρολεύκων» που δεν περίμεναν άλλο από το σφύριγμα του διαιτητού κ. Βαμβακόπουλου που θα τους γλύτωνε από την ορμή και την ανικανοποίητη προσπάθεια των αντιπάλων τους.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ

Το πλούσιο ελληνικό λεξιλόγιο φαίνεται πάμπτωχο στην προσπάθεια του μολυβιού να ζωντανέψει την έκφραση του χθεσινού ντέρμπυ, να ζωγραφίσει το πάθος, το πείσμα, την λαχτάρα, την πίστη και τον ενθουσιασμό των παικτών του Π.Α.Ο.Κ. για την νίκη.
Φαίνεται ακόμη πιο φτωχό στην προσπάθεια να περιγράψει τον τρόμο και την οδύνη, την λύπη και την ταραχή που στην κυριολεξία έδειξαν παίκτες, φίλαθλοι, προπονητές και παράγοντες του πολυδιαφημισμένου Ολυμπιακού.
Για τον Π.Α.Ο.Κ. αλλά και για τον Ολυμπιακό ήταν σαν ένα παρατραβηγμένο παραμύθι. Όχι μόνο για την νίκη του Π.Α.Ο.Κ., όχι μόνο για την ήττα του Ολυμπιακού,αλλά πιο πολύ για το 4-0. Αυτό το 4-0 ήταν το κάτι άλλο…
Όλα ήλθαν τόσο ξαφνικά, τόσο αστραπιαία, αλλά και τόσο ευχάριστα για τον Π.Α.Ο.Κ… Από το πρώτο ψυχρό γκολ του Τερζανίδη, μέχρι τα φανταχτερά φτερουγίσματα του Κούδα και την νοτιοαμερικανική φιγούρα του Γκουερίνο που έγραψαν το 4-0 δημιουργήθηκε η φανταστική νίκη που άφησε άναυδους τους Πειραιώτες και έβαλε δυναμίτιδα στα θεμέλια του Ολυμπιακού.

Κανείς δεν κατάφερε να σταματήσει τον Γκουερίνο στην προσπάθειά του αυτή. Ο ξένος άσος ντριμπλάρει τον Κελεσίδη και σε λίγο από πλάγια θέση, θα στείλει την μπάλα στα δίχτυα του Ολυμπιακού, για τέταρτη φορά.
(εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» Δευτέρα, 6/1/1976)

Όμως παρά το 4-0 η συνάντηση του Καραϊσκάκη είχε μια διαφορετική αρχή, πιο δραματική, πιο συγκλονιστική, ιδιαίτερα αινιγματική, μέχρις ότου το χρυσό πρώτο γκολ του Τερζανίδη, έδωσε την απάντηση: Νικητής ο πιο γενναίος…
Μέχρι τότε ο Ολυμπιακός είχε μια θεαματική εδαφική υπεροχή, πίεσε την άμυνα του «Δικεφάλου», πείθοντας όμως ότι βρισκόταν μακριά από την παραγωγικότητα των προσπαθειών του. Στο διάστημα αυτό που η πειραϊκή ομάδα δεν έδειχνε τίποτε άλλο αλλά μια ακατάσχετη φλυαρία που ελάχιστα ανησύχησε τον Π.Α.Ο.Κ., καθώς βρισκόταν πάντα ένας τρόπος να απομακρυνθεί κάθε κίνδυνος, ο «Δικέφαλος» έβαλε τις βάσεις για την επιτυχία που ακολούθησε. Έπεισε δηλαδή πως δεν είχε διάθεση να τρομοκρατηθεί από την άνοστη υπεροχή του αντιπάλου του και, το σπουδαιότερο, στις λίγες προσεκτικές αντεπιθέσεις του άφησε να φανεί ότι πολύ εύκολα θα έσπαζε την πτωχή σε ποιότητα και δράση ολυμπιακή άμυνα.
Η εξέλιξη του αγώνα δικαίωσε ακριβώς αυτές τις απόψεις. Ο Ολυμπιακός έμεινε χωρίς γκολ, παρά τα σουτ των Συνετόπουλου (6΄ απέκρουσε πάνω στην γραμμή ο Φουντουκίδης), Καραβίτη (14΄ άουτ) και Κρητικόπουλου (12΄ άουτ), παράλληλα δε έγινε αιτία να αντιληφθεί η άμυνα του Π.Α.Ο.Κ. τις πραγματικές της δυνατότητες.

Η ιστορία του 4-0 άρχισε στο 24΄ με ένα γκολ που χαρακτηρίζει τις επιθέσεις του Π.Α.Ο.Κ. στα τελευταία χρόνια. Μέσα στο κύμα των Ολυμπιακών επιθέσεων, ο Κερμανίδης με τον Σαράφη και τον Κούδα έπαιξαν την μπάλα διαδοχικά που έφτασε στον Τερζανίδη. Επηκολούθησε ένα δυνατό, συρτό γωνιακό σουτ και η μπάλα έκανε την πρώτη συνάντησή της με τα δίχτυα του Κελεσίδη.
Ο Ολυμπιακός αντέδρασε σε μια προσπάθεια που θα τον έφερνε ίσως κοντά στην ισοπαλία. Εν τούτοις, ο Π.Α.Ο.Κ με άνεση, αφού και ο Φορτούλα απέκρουσε ένα σουτ του Συνετόπουλου (25΄), κράτησε την ισορροπία που χρειαζόταν στο παιχνίδι και χωρίς να μεταβληθεί το 1-0 ήλθε το τέλος του ημιχρόνου.

Ιπποτικός ο Κώστας Αϊδινίου σφίγγει το χέρι του Γιώργου Κούδα, μετά την λήξη του συγκλονιστικού αγώνα του Καραϊσκάκη
(εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» Δευτέρα, 6/1/1976)

Η επανάληψη ήταν από άλλο έργο. Απελπισμένος σχεδόν ο Ολυμπιακός από την αδυναμία του να βρει τον τρόπο για τα δίχτυα, πιο ψυχωμένος ο Π.Α.Ο.Κ., με βροντερή πλέον την πίστη για την εδραίωση της νίκης, έδωσαν ένα θέαμα που συγκλόνισε.
Δεν είχαν περάσει παρά οκτώ λεπτά όταν μια δυνατή απόκρουση του Φουντουκίδη σε σέντρα του Λοσάντα, έστειλε την μπάλα προς το μέρος του Κούδα, που από την θέση του σέντερ φορ ξεχύθηκε προς την περιοχή του Ολυμπιακού. Ο διεθνής μέσος του Π.Α.Ο.Κ. σχεδόν ανενόχλητος έφθασε κοντά στον Κελεσίδη και με έξοχο τρόπο έστειλε για δεύτερη φορά την μπάλα στα δίχτυα.
Δεν πρόλαβαν να χαρούν οι παίκτες, οι θεατές, οπαδοί και φίλοι του Π.Α.Ο.Κ. την επιτυχία του δευτέρου τέρματος. Δεν πρόλαβαν οι Ολυμπιακοί να αντιληφθούν με ποιο τρόπο δέχθηκαν το δεύτερο γκολ, μέχρις ότου στο 60΄, πάλι ο Κούδας παίζοντας με έξυπνο τρόπο στον αέρα την μπάλα πέρασε ανάμεσε από τον Γλέζο και τον Σιώκο και πλάσαρε για μια ακόμη φορά τον Κελεσίδη, κάνοντας το σκορ 3-0.
Το παιχνίδι πλέον είχε πάρει μια ιδιαίτερη τροπή. Ο Π.Α.Ο.Κ. έπαιζε τον Ολυμπιακό σαν την γάτα με το ποντίκι και οποιαδήποτε στιγμή ήθελε έφθανε κοντά στην επιτυχία ενός τέρματος. Το 4-0 έγινε στο 75΄ από τον Γκουερίνο. Ο ξένος άσος του «Δικεφάλου» πήρε την μπάλα, κατέβηκε από τα δεξιά, τρίπλαρε με έξοχο τρόπο τον Κελεσίδη και από πλάγια θέση την έστειλε στα δίχτυα.
Μέχρι το τέλος του παιχνιδιού ο Π.Α.Ο.Κ. θα μπορούσε να είχε επιτύχει ένα ή δύο τέρματα ακόμη με μεγάλη άνεση, αλλά οι ποδοσφαιριστές του ήθελαν πλέον να δείξουν την μεγάλη τους κλάση. Έπαιζαν ποδόσφαιρο ποιότητος, έφθαναν κοντά στην περιοχή και έδειχναν πως δεν ήθελαν πλέον να σκορπίσουν και άλλη λύπη στους αντιπάλους τους. Εν τούτοις στο 89΄ ο Τερζανίδης μπαίνοντας από τα αριστερά με μια από τις γνωστές του επελάσεις, πλάσαρε πάλι τον Κελεσίδη και έστειλε ένα φαλτσαριστό σουτ που απεκρούσθη από το δεξί κάθετο δοκάρι της εστίας του Ολυμπιακού και κράτησε το σκορ στο επίπεδο του 4-0.

από την πρώτη σελίδα της εφημερίδας «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ», Δευτέρα 6/1/1976 

Όπως φαίνεται δεν χρειάζεται ιδιαίτερη κριτική για να αντιληφθεί κανείς τι συνέβη στο Καραϊσκάκη. Ο Ολυμπιακός με τον αέρα του γηπεδούχου. Με τον αέρα της μεγάλη ομάδας που κερδίζει κατά κανόνα τον ΠΑΟΚ στο γήπεδό του, μπήκε αισιόδοξος, σίγουρος, βέβαιος, ότι αν δεν ήταν ο ίδιος ικανός να κερδίσει υπήρχε το ενδεχόμενο να μην ήταν ικανός ο αντίπαλός του να κρατήσει έστω και μια ισοπαλία. Εν τούτοις αυτή την φορά οι ολυμπιακές ελπίδες διαψεύσθηκαν. Ο ΠΑΟΚ κράτησε ρωμαλέος, ψυχωμένος, γενναίος και δυνατός την ολυμπιακή υπεροχή του πρώτου ημιώρου, πέτυχε στο διάστημα αυτό ένα σπουδαίο γκολ, και έδειξε ότι θα μπορούσε να πετύχει και άλλα τέρματα όπως και έγινε αργότερα. Αντίθετα ο Ολυμπιακός νιώθοντας αυτή την αντίδραση του αντιπάλου του παρέδωσε τα όπλα και στην κυριολεξία πελαγοδρομούσε στον αγωνιστικό χώρο κατά τη διάρκεια του δευτέρου ημιχρόνου. 

Είναι πολύ δύσκολο επίσης να βρει κανείς λόγια για να χαρακτηρίσει την απόδοση των παικτών. Ο ΠΑΟΚ χθες δεν είχε ποδοσφαιριστάς που ζητούσαν την νίκη, είχε ήρωες που ζητούσαν μια για πάντα να δείξουν στον Ολυμπιακό τι μπορεί να πάθει όταν γίνεται ένα καθαρό παιχνίδι.

Ο τερματοφύλακας ΦΟΡΤΟΥΛΑ ήταν εκπληκτικός από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Ακόμη και όταν το σκορ είχε γίνει 4-0, ακόμη και τότε ο Γιουγκοσλάβος τερματοφύλακας υπερασπιζόταν με κάθε τρόπο την εστία του για να μη δεχθεί γκολ.

Ο ΓΟΥΝΑΡΗΣ εξουδετέρωσε στην κυριολεξία τον Γαλάκο που φάνηκε από την αρχή ότι θα ήταν ένας από τους πιο επικίνδυνους κυνηγούς για την εστία του ΠΑΟΚ. Εν τούτοις ο διεθνής μπακ κινήθηκε με άνεση, σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνος και δεν άφησε σε καμιά περίπτωση να δημιουργηθεί κίνδυνος από την πλευρά του.

Ο ΦΟΥΝΤΟΥΚΙΔΗΣ ήταν ένας παίκτης σπάνιας κλάσεως στον χθεσινό αγώνα. Όρθωσε στην κυριολεξία το ανάστημά του μπροστά στην ολυμπιακή επίθεση και εξουδετέρωσε κάθε κυνηγό του Ολυμπιακού με εκπληκτική άνεση και σιγουριά.

Περίφημος παρτερνέρ του και ο ΠΕΛΛΙΟΣ που κατά κανόνα δεν άφησε τον Κρητικόπουλο να κινηθεί μέσα στην περιοχή του «Δικεφάλου».

Σπουδαίος, ιδιαίτερα στην επανάληψη, και ο ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ παρ’ όλο ότι είχε να αντιμετωπίσει τον καλύτερο παίκτη του Ολυμπιακού, τον δαιμόνιο ακραίο κυνηγό Λοσάντα ο οποίος πάσχισε σε όλη τη διάρκεια το παιχνιδιού να δημιουργήσει ρήγματα προς την περιοχή του ΠΑΟΚ.

Η προσφορά του ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ήταν κάτι παραπάνω από πολύτιμη στον αγώνα αυτό. Ο νεαρός μέσος του «Δικεφάλου» κινήθηκε με άνεση προς τα δεξιά, οργάνωσε πολλές επιθέσεις, στάθηκε επάξια δίπλα στους συμπαίκτες του και το σπουδαιότερο βοήθησε την άμυνα όταν χρειάσθηκε.

Ο ΓΚΟΥΕΡΙΝΟ που τον αντικατέστησε μπήκε πλέον ξεκούραστος στον αγώνα, πέτυχε ένα γκολ της δικής του αποκλειστικότητος και οπωσδήποτε βοήθησε να συνεχισθεί η πετυχημένη εμφάνιση του ΠΑΟΚ.

Αλλά ένας από τους πιο αφανείς ήρωες της χθεσινής μεγάλης συναντήσεως ήταν ο ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ. Έπαιξε ένα ρόλο πολύ δύσκολο, ειδικά για τον αγώνα αυτό την στιγμή ακριβώς που έπρεπε αφ’ ενός να επιτηρεί ένα ή δύο ποδοσφαιριστάς του Ολυμπιακού, να τους αναγκάζει να κάνουν λάθη ή να διακόπτουν την ταχύτητα στον ρυθμό του παιχνιδιού τους και παράλληλα να βοηθά την ομάδα στις επιθέσεις της. Και στους δύο ρόλους ο Αποστολίδης πέτυχε απόλυτα και ήταν χθες ένας από τους πρώτους παίκτες του γηπέδου.

Ο ΣΑΡΑΦΗΣ έδειξε για μια ακόμη φορά ότι βρίσκεται σε άνοδο ύστερα από την απουσία των τελευταίων ημερών και οπωσδήποτε βοήθησε την ομάδα του τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά.

Εκπληκτική απόδοση είχαν και ο Τερζανίδης με τον Κούδα που ήταν βασικά και ένας από τους εκτελεστάς του Ολυμπιακού. Ο ΤΕΡΖΑΝΙΔΗΣ κράτησε την άμυνα σε ολόκληρο το παιχνίδι, δημιούργησε επιθέσεις από όλες τις πλευρές και έκανε τους παίκτες του Ολυμπιακού στην κυριολεξία να μην ξέρουν πώς είναι καλύτερα να τους σταματήσουν. Για πρώτη φορά σε ένα ματς με τον Ολυμπιακό ο ΚΟΥΔΑΣ έπαιξε με τόση άνεση και ψυχραιμία. Πέτυχε γκολ που πιστοποίησαν την πραγματική κλάση αυτού του ποδοσφαιριστού.

Ο ΚΕΡΜΑΝΙΔΗΣ που αγωνίστηκε αυτή την φορά σέντερ φορ πραγματοποίησε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις του από τότε που άρχισε να παίζει στον ΠΑΟΚ. Ανάγκασε στην κυριολεξία τους δύο σέντερ μπακ του Ολυμπιακού να περάσουν μιάμιση ώρα ταλαιπωρίας.

Ο νεαρός ΟΡΦΑΝΟΣ έδωσε περισσότερο επιθετικό τόνο από την στιγμή που μπήκε στον αγώνα και άφησε έκπληκτους τους θεατές με τις λίγες αλλά σοφές προσπάθειές του.

Στην πλευρά του Ολυμπιακού πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να βρει παίκτη που ξεχώρισε. Αν εξαιρέσουμε τον Λοσάντα που κατέβαλε στην κυριολεξία συγκλονιστικές προσπάθειες να πετύχει κάτι, τον ΚΑΡΑΒΙΤΗ που ήταν από τους δυο τρεις καλύτερους παίκτες του Ολυμπιακού, τον ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ και τον ΓΑΛΑΚΟ στο πρώτο ημίχρονο, οι υπόλοιποι δεν είχαν απόδοση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί έστω και μέτρια. Αυτό βέβαια δείχνει τον τρόπο με τον οποίο έπαιξε ο ΠΑΟΚ και την όρεξη και την αγωνιστικότητα των αντιπάλων τους οι οποίοι στην κυριολεξία τους καθήλωσαν και δεν τους άφησαν να αναπτυχθούν.
Στο δεύτερο ημίχρονο στην θέση του Αγγελή που τραυματίσθηκε στο χέρι και απεχώρησε μπήκε ο ΚΥΡΑΣΤΑΣ που διεκρίθη ιδιαίτερα σε όλο αυτό το διάστημα που αγωνίστηκε.

(…..)

Γιαν. Χατζηιωάννου
εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» 6/1/1976

 

 

Από την υποδοχή θριάμβου στο αεροδρόμιο:

… Με δέος οι ταξιδιώτες που περίμεναν να επιβιβασθούν στο αεροσκάφος που θα τους πήγαινε στην Αθήνα, παρακολουθούσαν τα σφιχταγκαλιάσματα. Αυτοί που είναι μακριά από τις συγκινήσεις του ποδοσφαίρου πολύ λίγα μπορούσαν να καταλάβουν…

Σε μια γωνιά ο θρυλικός Τσαρπανάς κλαίει σαν μικρό παιδί. Στην άλλη γωνιά Πέλλιος, Φουντουκίδης και Αποστολίδης έχουν αιχμαλωτιστεί από δυο μικρά κοριτσάκια που τους ζητούν επίμονα αυτόγραφο πάνω σε ζωγραφισμένους Δικεφάλους.
Ο Κούδας τρέχει για να ξεφύγει από τις αγκαλιές του κόσμου που ζητά να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, να του σφίξει το χέρι. Κουρασμένο το «ζαρκάδι» δεν μπορεί να φύγει από τον κλοιό. Σε δέκατα του δευτερολέπτου βρίσκεται στους ώμους των οπαδών του Δικεφάλου που τον μεταφέρουν εναερίως μέχρι το αυτοκίνητό του.

(…..)

Ο μόνος που κατόρθωσε να ξεφύγει από τους παραληρούντες οπαδούς του Δικεφάλου ήταν ο προπονητής κ. Λόραντ. Αθόρυβα, όπως αθόρυβη είναι και η δουλειά που κάνει στην ομάδα, κατόρθωσε να βρει ήσυχους διαδρόμους ανάμεσα από το σφιχταγκαλιασμένο πλήθος και να φτάσει στο αυτοκίνητό του. Όταν αναζητήθηκε από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ ήταν πολύ αργά. Η φυγή αυτή του Λόραντ ίσως να είχε βαθύτερα αίτια. Ήταν μια σιωπηλή απάντηση προς τον κόσμο του ΠΑΟΚ που δεν δίστασε να τον πετροβολήσει ακόμη, όταν η ομάδα ήταν στο μεταβατικό στάδιό της. Ήταν η σιωπηλή απάντηση προς όλους αυτούς που τον κυνήγησαν παντιοτρόπως…

ΠΛ. ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» 6/1/1976

 

Η ομάδα του ΠΑΟΚ που κέρδισε το πρωτάθλημα του 1976

Από αριστερά όρθιοι: Πετρίδης (έφορος), Μπέλλης (βοηθός προπονητή), Παντελίδης, Μουρατίδης, Παναγιωτίδης, Καπουσούζης, Φουντουκίδης, Πέλλιος, Γκουερίνο, Ορφανός, Μηλίνης, Λόραντ (προπονητής), Καλαφάτης, (γενικός αρχηγός). Καθιστοί: Βασιακώστας (φυσικοθεραπευτής), Ιωσηφίδης, Τερζανίδης, Κερμανίδης, Φουρτούλα, Σαράφης, Γούναρης, Αποστολίδης, Κούδας, Αγριογιάννης (μασέρ) και Καραφουλίδης (διερμηνέας).

Τα γκολ του αγώνα Ολυμπιακού – ΠΑΟΚ: 0-4 

η σοφία της Ανατολής

22/01/2010

  

 

Ο γύρος της ζωής μου κράτησε λίγες μέρες. Πέρασε όπως περνά ο άνεμος της ερήμου. Όμως, όσο μου μένει έστω και μια ανάσα ζωής, υπάρχουν δύο μέρες για τις οποίες δεν θα ανησυχήσω ποτέ: για τη μέρα που δεν έχει ακόμη έρθει και για κείνη που έχει πια περάσει.

ΟΜΑΡ ΚΑΓΙΑΜ «ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ»
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

  

Η ζωή; Ένα παιδικό χαμόγελο ανάμεσα σε δύο δάκρυα.

ΜΠΕΝ ΓΚΟΥΡΝΟ
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Λες ότι ο έρωτας είναι αμαρτία; Λέω ότι είναι η αμαρτία που προτιμά ο Θεός.

ΙΜΠΝ ΧΑΣΜ «ΤΟ ΠΕΡΙΛΑΙΜΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ»
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ  μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Ένας τρελά ερωτευμένος, έρχεται και χτυπά την πόρτα της αγαπημένης του.
Εκείνη, πίσω από την πόρτα, ρωτά:
-Ποιος είναι;
Εκείνος απαντά:
-Εγώ είμαι!
Εκείνη λέει:
-Δεν υπάρχει χώρος για σένα και για μένα μέσα στο ίδιο σπίτι.
Έτσι λοιπόν εκείνος πηγαίνει να διαλογισθεί στην έρημο και, μερικά χρόνια αργότερα, ξανάρχεται και χτυπά την πόρτα της αγαπημένης του.
Εκείνη ρωτά:
-Ποιος είναι;
Εκείνος απαντά:
-Είμαι εσύ…
Και μόνο τότε ανοίγει η πόρτα.

ΑΛ – ΑΓΚΑΝΙ
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Έχουμε αρκετή θρησκεία για να μισούμε ο ένας τον άλλον, αλλά όχι αρκετή για να αγαπάμε ο ένας τον άλλον.

«ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ»
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Ένας αυλικός συναντά ένα φιλόσοφο ο οποίος μάζευε χόρτα για να τα φάει, και του λέει:
-Αν έμπαινες στην υπηρεσία των βασιλιάδων, δε θα ήταν ανάγκη να τρως χόρτα!
Ο φιλόσοφος απαντά:
-Κι εσύ, αν έτρωγες χόρτα, δε θα είχες ανάγκη να υπηρετείς τους βασιλιάδες!

ΑΝΩΝΥΜΟ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Ένας βασιλιάς έδωσε κάποτε διαταγή να εκτελεσθεί ένας αθώος. «Πολυχρονεμένε μου», λέει ο δυστυχής, «πρόσεξε μήπως η οργή σου βλάψει εσένα τον ίδιο!» «Τι θέλεις να πεις;» τον ρώτησε ο βασιλιάς. «Λέω ότι το μαρτύριό μου σ’ ένα λεπτό θα τελειώσει μαζί με μένα, ενώ το δικό σου θ’ αρχίσει τώρα και θα κρατήσει μέχρι το θάνατό σου».

ΣΑΑΝΤΙ «ΓΚΙΟΥΛΙΣΤΑΝ»
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Νωρίς το πρωί, ένας άνθρωπος έρχεται να παρουσιαστεί στο παλάτι του προφήτη Σολομώντα, με το πρόσωπο χλωμό και τα μάτια μελανιασμένα. Ο Σολομών τον ρωτά:
«Γιατί είσαι σ’ αυτή την κατάσταση;»
Και ο άνθρωπος του απαντά:
«Ο Αζραέλ, ο άγγελος του θανάτου, μου έριξε ένα περίεργο βλέμμα, γεμάτο οργή. Σε ικετεύω, διάταξε τον άνεμο να με μεταφέρει στην Ινδία για τη σωτηρία του κορμιού και της ψυχής μου!»
Ο Σολομών διέταξε τότε τον άνεμο να κάνει αυτό που του ζήτησε ο άνθρωπος. Και την επόμενη, ο προφήτης ρωτά τον Αζραέλ:
«Γιατί έριξες ένα βλέμμα τόσο περίεργο σ’ αυτόν τον άνθρωπο που είναι πιστός; Τον έκανες να φοβηθεί τόσο πολύ που εγκατέλειψε την πατρίδα του».
Ο Αζραέλ απάντησε: «Ερμήνευσε λάθος αυτό το βλέμμα. Δεν τον κοίταξα με οργή, αλλά με έκπληξη. Στην πραγματικότητα, ο Θεός με διέταξε να πάω να του πάρω τη ζωή στις Ινδίες και εγώ αναρωτήθηκα: «Πώς θα μπορούσε, χωρίς να έχει τουλάχιστον φτερά, να πάει στις Ινδίες;»

ΤΖΑΛΑΛ ΑΛ – ΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ «ΜΕΣΝΕΒΙ»
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Καλύτερα στην κόλασή σου παρά στον παράδεισο ενός άλλου.

ΣΟΥΦΙ ΑΝΣΑΡΙ
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Είσαι ο αφέντης της λέξης που δεν έχεις ακόμη προφέρει, αλλά γίνεσαι σκλάβος της λέξης που έχεις πει.

ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Δυο πράγματα μπορούν να μας βλάψουν: να σωπαίνεις όταν πρέπει να μιλάς. Να μιλάς όταν πρέπει να σωπαίνεις.

ΣΑΑΝΤΙ «ΓΚΙΟΥΛΙΣΤΑΝ»
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

Όταν βλέπεις κάποιον να σου αποδίδει προτερήματα που δεν έχεις, μη φανταστείς ότι θα διστάσει να σε κατηγορήσει για ελαττώματα που δεν είχες ποτέ.

ΒΑΧΜΠ ΙΜΠΝ ΜΟΝΑΜΠΙΧ
από το βιβλίο του Gilbert Sinoue «Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ»
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ μετάφραση ΡΕΒΕΚΚΑ ΠΕΣΣΑΧ

 

 

αναφορά στον Γιώργο Σεφέρη

19/01/2010

Η  σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει, ατάκτως ερριμμένα, αποσπάσματα από άρθρα του ελληνικού τύπου στα οποία αναφέρεται το όνομα του Γ. Σεφέρη.

  
Ο Νάνος Βαλαωρίτης για τον Σεφέρη:

– Με τον Σεφέρη είχατε στενή σχέση, έτσι δεν είναι;
– Πολύ, ναι. Ημουν και ο πρώτος μεταφραστής του. Και η τότε επιτυχία του ήταν έκπληξη για τους Αγγλους. Δεν ξέρανε ότι είχαμε ποίηση. Νόμιζαν ότι είμαστε ψαράδες, βοσκοί και χαρτοκλέφτες. Μέχρι που εμφανίζεται ένας ποιητής αντάξιος του Ελιοτ και ο Ελιοτ τον επαινεί με πολλή φινέτσα. Ο Σεφέρης κέρδισε τους κριτικούς, κέρδισε το Νομπέλ και μετά χάθηκε, γιατί οι ξένες λογοτεχνίες είναι αδίστακτες. Θέλουν διαρκώς κάτι νέο. Το ίδιο συνέβη και με τον Ελύτη. Αν δεν αποκτήσει κάποιος τη φήμη του Κάφκα ή του Καβάφη, θα μείνει ένα θολό πρόσωπο, μισοβυθισμένο στην ιδιαιτερότητα της μικρής περιφερειακής λογοτεχνίας. Οι μικρές λογοτεχνίες εξαρτώνται από τους μεταφραστές. Οι μεταφραστές και οι νεοελληνιστές έχουν τις δικές τους αντιλήψεις για την ελληνική λογοτεχνία και οι περισσότερες είναι ξώφαλτσες. Γράφουν ιστορίες της λογοτεχνίας και δεν ξέρουν τη λογοτεχνία.

απόσπασμα από συνέντευξη του ΝΑΝΟΥ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ στην ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 17/1/2010

 

«Για ποια πυρκαγιά μιλάς;»

Το πούλμαν αναχωρεί από τον Τσεσμέ με τελικό προορισμό τη Σμύρνη. Η τουρκάλα ξεναγός μας λέει σε σπαστά ελληνικά: «Καλώς ορίσατε στα χώματά σας, καλώς ορίσατε στους τόπους των προγόνων σας». Λίγη ώρα μετά κάνουμε στάση στα Βουρλά.
Εδώ κάποτε ζούσαν 35.000 Ελληνες, λέει η ξεναγός, αλλά εγκατέλειψαν την περιοχή έπειτα από μια μεγάλη πυρκαγιά. Εδώ μεγάλωσε ο Γιώργος Σεφέρης. Από κείνη τη… «φωτιά» γλίτωσε το σπίτι του μεγάλου έλληνα ποιητή και το καφενείο που ήταν το στέκι του. Το σπίτι του έγινε «Ξενοδοχείο Γ. Σεφέρη» και ο Μουσταφά κρατάει το στέκι του ανοιχτό. Ζεστό τσάι, καφές και τσιγάρο. Φεύγουμε και η ξεναγός συνεχίζει να μιλάει για τη μεγάλη «πυρκαγιά». Ενας ηλικιωμένος τη διακόπτει… «Σφαγή έγινε, κοπέλα μου, για ποια πυρκαγιά μιλάς τόση ώρα;»

απόσπασμα από το άρθρο της ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΙΝΑΡΔΟΥ «ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ»
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 25/12/2009

 

Α. Τάσσος «Ερωτικό» για το Άσμα Ασμάτων του Γ. Σεφέρη

Για το Άσμα Ασμάτων, σε μετάφραση Σεφέρη και εικονογράφηση Τάσσου:

Πότε γράφτηκε το «Ασμα Ασμάτων»; Σημειώνει στον πρόλογό του ο Σεφέρης: «… η εποχή της συναρμολόγησης του ποιήματος πρέπει να είναι ο Δ’ π.Χ. αιώνας. Τότε ένας Ιεροσολυμίτης συντάκτης με εμμονή την ανάμνηση του Σολομών ενσωμάτωσε διάφορα ιουδαϊκά κομμάτια με στοιχεία από το Μοάβ ή και από τη Συρία σ’ αυτό το σύνολο, όπου είναι αισθητές και οι ελληνικές επιρροές».
Γράφτηκε σε εβραϊκή -αραμαΐζουσα (σημιτική) γλώσσα και μεταφράστηκε στην ελληνιστική από τους «Εβδομήκοντα», μια επιτροπή από Ιουδαίους ελληνιστές.
Προσθέτει ο Σεφέρης:
«Δεν νομίζω πως χρειάζεται, ούτε είναι δουλειά μου, να επιβαρύνω αυτό το σημείωμα με περισσότερες φιλολογικές λεπτομέρειες. Μόνο θα έπρεπε να προσθέσω πως το Ασμα, μολονότι ξεκίνησε από την ποιμενική Αφροδίτη και υμνεί με πάθος εξαιρετικά έντονο τον ερωτικό πόθο και τη λαχτάρα του αποχωρισμένου από τον αγαπημένο του, μολονότι δεν μνημονεύει διόλου τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, βρήκε ωστόσο -όχι χωρίς συζητήσεις είναι αλήθεια- μια θέση στον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης».
Το «Ασμα» είναι ένα γαμήλιο τραγούδι, που βλάστησε σ’ έναν ποιμενικό λαό, τον λαό της Παλαιστίνης. Τα δε πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι η Νύφη, ο Αντρας και ο Χορός από γυναίκες ή και άντρες. Μερικοί στίχοι:
«Να με φιλήσει»…
«Η Νύφη: Να με φιλήσει με τα φιλιά του στόματός του! / Η αγκάλη σου είναι πιο καλή από το κρασί / κι η ευωδιά των μύρων σου απ’ όλα τα αρώματα / μύρο χυμένο τ’ όνομά σου / γι’ αυτό σ’ αγαπούν οι κοπέλες. / Πάρε με, τρέχουμε πίσω σου! (…) Ο Αντρας: Ομορφη που είσαι αγαπημένη, / όμορφη που είσαι. / Τα μάτια σου είναι περιστέρια». «Η Νύφη: Ομορφος που είσαι αγαπημένε, / πόσο μεστός. Η κοίτη μας είναι φυλλωσιά».
Ως βουκολικό ποίημα το «Ασμα Ασμάτων» περιέχει εικόνες που θα ξένιζαν μια κοπέλα των ημερών μας, αν άκουγε τον αγαπημένο της να παρομοιάζει τα μαλλιά της με «…κοπάδι γίδια / που ροβολούν απ’ το Γαλαάδ», τα δόντια της «… προβατίνες κουρεμένες / που ανέβηκαν απ’ το λουτρό», ενώ τα βυζιά της «δυο νεβροί/ δίδυμοι της ζαρκάδας/ που βόσκουν μες στα κρίνα».
Ακολουθούν ωστόσο στίχοι που αντέχουν σε όλους τους καιρούς: «Η αγκάλη σου είναι πιο καλή από το κρασί/ κι η ευωδία των μύρων σου απ’ όλα τα αρώματα./ Μέλι στάζει απ’ τα χείλη σου νύφη/ μέλι και γάλα κάτω από τη γλώσσα σου/ κι η ευωδιά της φορεσιάς σου σαν την ευωδιά του Λιβάνου».

απόσπασμα από το άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ «ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ, ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ»
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2/1/2010

  

«Οι παρηκμασμένες εποχές βρίσκουν την έκφρασή τους σε παρηκμασμένους εκπροσώπους»
Γ. Σεφέρης
Σε αυτή την έξοχη ρήση του Σεφέρη, νομίζω συμπυκνώνεται και εντοπίζεται το μέγα πρόβλημα του τόπου, που κατά τη γνώμη μου έχει να κάνει με τη διατάραξη της αισθητικής μας ισορροπίας, που συμπαρασύρει όλες τις άλλες, και σημαίνει ανατροπή όλου του ιεραρχημένου κώδικα αξιών.

απόσπασμα από άρθρο του ΗΛΙΑ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ «Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ»
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 7/9/2009

  

 

Ξυλογραφία του Α. Τάσσου για το «Άσμα Ασμάτων»

«Διάκειται εχθρικώς»

Γνωρίζαμε ότι ο Γ. Σεφέρης είχε κάνει τη γνωστή του δήλωση, γνωρίζαμε τη σχέση του με προοδευτικούς διανοούμενους, γνωρίζαμε τη συμμετοχή του στον τόμο «Δεκαοκτώ κείμενα». Αλλά δεν γνωρίζαμε ότι το χουντικό υπουργείο Εξωτερικών είχε αποφασίσει να μην ανανεώσει τα διπλωματικά διαβατήρια του ζεύγους Σεφέρη και να αφαιρέσει από τον ποιητή τον τίτλο του «πρέσβεως επί τιμή». Κατάφερε να πάρει κανονικό διαβατήριο, λίγο αργότερα, και να ταξιδέψει στο Παρίσι για λόγους υγείας. Πάντως, στο υπουργείο Εξωτερικών είχε ήδη σχηματιστεί φάκελος με τα εξής στοιχεία: «Προ της 1.4.67 ενεφορείτο υπό υγιών κοινωνικών φρονημάτων. (…) Είναι μεταξύ των συγγραφέων του ενταύθα και υπό τον τίτλον “Δεκαοχτώ Κείμενα”, κυκλοφορήσαντος Λογοτεχνικού Βιβλίου. Διάκειται εχθρικώς προς την Επανάστασιν». Στο μεταξύ, οι εφημερίδες που υποστήριζαν τη χούντα κατηγορούσαν τον Σεφέρη ότι «για χάρη του Νομπέλ είχε ξεπουλήσει το Κυπριακό και ότι ήταν συνοδοιπόρος του Μακαρίου που είχε εγκαταλείψει τον αγώνα για την Ενωση».

απόσπασμα από το άρθρο της ΟΛΓΑΣ ΣΕΛΛΑ «ΔΙΑΚΕΙΤΑΙ ΕΧΘΡΙΚΩΣ»
εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 11/4/2009

 

 

Ο Μ. Θεοδωράκης μιλάει στον Γ. Λιάνη:

– Ο Ρίτσος μού είχε εξομολογηθεί ότι το θεωρούσε ιεροσυλία να έμπαιναν σε λαϊκά κέντρα ο «Επιτάφιος», τα «άγια των αγίων» του λαού μας.

«Ετσι είναι. Και νομίζω ότι το στοιχείο που απώθησε, τόσο τον Ρίτσο όσο και τον Σεφέρη, ήταν η φωνή του Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. Τους ήταν αδιανόητο να βλέπουν την ποίησή τους ντυμένη με τα λαϊκά μουσικά ρούχα των τραγουδιών του Τσιτσάνη, που τα άκουγες τότε σε περιθωριακά μουσικά κέντρα προορισμένα για τους φτωχούς εργαζομένους των συνοικιών. Τότε το αφτί των αστών (ακόμη και των αριστερών διανοουμένων) είχε συνηθίσει να ακούει βιολιά, σαξόφωνα και άλλα “ευγενή” μουσικά όργανα. Τις δε φωνές τις ήθελε βελούδινες, απαλές, γλυκερές. Ευρωπαϊκές! Να όμως που το αφτί τελικά συνηθίζει, φθάνει να ξέρεις εσύ με ποιους τρόπους θα το οδηγήσεις να δεχθεί μελωδίες, φωνές και όργανα στην ουσία καθαρά ελληνικά. Το κύμα της αποδοχής του “Επιτάφιου” (και των υπόλοιπων έργων) υπήρξε τόσο πλατύ, βαθύ και ισχυρό, που παρέσυρε ακόμη και τους πιο επιφυλακτικούς, όπως ήταν λ.χ. ο Σεφέρης, που με παρακάλεσε να περάσουμε μια ολόκληρη νύχτα πηγαίνοντας από το ένα λαϊκό κέντρο στο άλλο, για να απολαμβάνει σαν μικρό παιδί το “Περιγιάλι”».

Απόσπασμα από συνέντευξη του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ στον ΓΙΩΡΓΟ ΛΙΑΝΗ
εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 10/6/2009

 

«Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε/ πώς έγινε τούτο το φονικό/ την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια,/ το στέγνωμα της αγάπης./ Κύριε, βοήθα να τα ξεριζώσουμε…», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του «Σαλαμίς της Κύπρου».
Και δεν αναφέρεται στα δεινά που βρήκαν τη μεγαλόνησο, με τις μυκηναϊκές ρίζες, το 1974, αλλά σε προηγούμενα, καθώς δεν υπήρξε βάρβαρος ή μη που, στην τρισχιλιόχρονη Ιστορία της, να μην την ορέχτηκε: Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι, Βενετσιάνοι, σταυροφόροι, Τούρκοι, Αγγλοι…

απόσπασμα από το άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ «ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Ο ΚΑΗΜΟΣ»
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 13/6/2009

 

Ο Γιώργος Σεφέρης μού έμαθε ότι η ποίηση είναι το σπίτι της αλήθειας. Εγώ από τον Σεφέρη έμαθα γράμματα. Όχι στο σχολείο. Μετά, στην μεταπολεμική ποίηση είχα δασκάλους τον Σαχτούρη και τον Σινόπουλο. Αυτούς τους δύο κυρίως. Με την ευρύτερη έννοια, δασκάλους.

απόσπασμα από συνέντευξη του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΥ
εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 11/7/2009

 

…Ο Σεφέρης έγραψε τον στίχο: «Είπες εδώ και χρόνια: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός»». Δεν ξέρω ακριβώς το νόημά του. Θεωρώ άλλωστε ότι η ποίηση δεν πρέπει να ερμηνεύεται. Αρκεί να μας αγγίζει. Το σημαντικό είναι ότι το φως, με αυτό ή το άλλο νόημά του, με εκείνον ή τον άλλο συμβολισμό του, διαπερνά την ελληνική και την ξένη ποίηση, αλλά και τους χώρους της Τέχνης. Σε έναν βαθμό, είναι ο δημιουργός ή ο συνοδός της Τέχνης, όπως είναι και της ζωής. Μιλώντας όμως για το φως, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον ρόλο που έχει επίσης το σκοτάδι. Οπως μάλιστα λέει η Φυσική, και στο πιο βαθύ σκοτάδι υπάρχει κάποιο φως.

απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗΣ στην Κ. ΑΓΓΕΛΙΔΑΚΗ
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 19/6/2009

 

Ο Σεφέρης ήταν αυτός που αναρωτιόταν στην Ελένη του «Τι είναι Θεός; Τι μη Θεός και τι τ’ ανάμεσό τους;».

απόσπασμα από το άρθρο του Γ. ΑΡΙΣΤΗΝΟΥ «ΠΕΡΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΕΙΝΩΝ»
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 12/6/2009

 

Πολλοί λένε, γιατί να ψάχνουμε «τι θέλει να πει ο ποιητής». Το δικαίωμα του αναγνώστη απαιτεί ό, τι καταλαβαίνει ο καθένας. Αυτό είναι λάθος. Γιατί ένα σημαντικό έργο τέχνης έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Κάθε λέξη, και ιδιαιτέρως η ελληνική, είναι φορέας μακράς ιστορίας, «βεβαρημένη» (λέει ο Αργυρίου) με πολλά και διαφορετικά μηνύματα. Και μπορεί, οι γενεές να φυτρώνουν και να σωριάζονται σαν τα φύλλα, τα έθνη να σβήνουν από το πρόσωπο της γης. Η τέχνη όμως μένει. Επομένως, κάθε εποχή δίνει το δικό της νόημα στην τέχνη, και όλα μαζί τα νοήματα συνθέτουν τις ψηφίδες της αλήθειας της.
Και επειδή η ποίηση είναι η «τέχνη των υπονοουμένων», με το ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής», αναζητούμε τις προθέσεις του. Ο Ουμπέρτο Εκο, που έχει πλουτίσει τη βιβλιογραφία μας με πολλά κείμενα πάνω στο είδος, έκανε λόγο για τριών ειδών –intentiones– προθέσεις. Την intentio – πρόθεση του δημιουργού, την πρόθεση του έργου, την πρόθεση του αναγνώστη. Ανάλογα με τις καλλιτεχνικές τάσεις και τις εποχές, δόθηκε μεγάλη σημασία, άλλοτε στον δημιουργό, άλλοτε στο έργο και τα τελευταία χρόνια, στον αναγνώστη. Οταν ρώτησαν τον Σεφέρη «και ο αναγνώστης τι πρέπει να κάνει;», ο Σεφέρης απάντησε: «Ε! Κάτι πρέπει να κάνει και αυτός!». Ο Εκο έδινε, βέβαια, το δικαίωμα στον αναγνώστη, «κάτι να κάνει και αυτός», αλλά επεσήμαινε ότι κάθε έργο έχει μέσα του τα κλειδιά της ερμηνείας του και ότι δεν πρέπει να αφήσουμε την ερμηνεία στην αυθαιρεσία του όποιου αναγνώστη εκτός και αν αυτός είναι ο «επαρκής αναγνώστης» (lecteur sufissant ή ideal reader), δηλαδή, αυτός που κοιμάται και ξυπνάει με την αγωνία της ερμηνείας, οπότε, κατά τα λεγόμενα του Σεφέρη, «θα βάλει κάτι από τον εαυτό του στο ποίημα που διαβάζει».
Αρα, κάθε ανάγνωση έχει μια δόση υποκειμενισμού. Για τον Οσκαρ Ουάιλντ, ο υποκειμενισμός είναι απαραίτητος, επειδή «η προσωπικότητα είναι το απολύτως ουσιώδες στοιχείο για μια πραγματική ερμηνεία». Οταν ο Rubinstein μας παίζει τη Sonata Appassionata του Beethoven, δεν μας δίνει μόνο τον Beethoven, αλλά και τον εαυτό του, τον Beethoven επανερμηνευμένο… Οταν ένας μεγάλος ηθοποιός παίζει Shakespear έχουμε την ίδια εμπειρία… Οι Αμλετ είναι όσες και οι μελαγχολίες», επομένως ό, τι δεν είναι υποκειμενικό του είναι αδιάφορο.
Ο Σεφέρης λέει πως ο ζωγράφος μας δίνει ένα νέο μάτι, ο μουσικός ένα νέο αυτί, ο ποιητής μια καινούργια αντίληψη. Κι ο κριτικός, επειδή ο ρόλος της κριτικής δεν είναι υποτελής και δισταχτικός, αλλά «μια πράξη πρωτογενής και σπουδαία, κάποτε όσο και η ποιητική πράξη», είναι αυτός που μας δίνει μια όψη της αλήθειας. Γιατί, «Δεν είναι βολετό στον άνθρωπο –περιορισμένος όπως είναι– να αποκαλύψει παρά ένα κομμάτι της αλήθειας, σε μια δοσμένη στιγμή. Και είναι φυσικό να θέλουμε, καθώς περνούμε μαζί με τον καιρό, και να γυρεύουμε και ν’ αγωνιζόμαστε για ν’ αποκαλύψουμε τη δική μας αλήθεια».
Και ποια είναι αυτή η αλήθεια; Η αλήθεια βρίσκεται, μέσα στο έργο και τα νοήματά του, αλλά και στα άλλα έργα που κληρονόμησε ο ποιητής από τους παλιούς και τα περιλαμβάνει στο δικό του έργο: Ο Σεφέρης αντλεί από τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, τον Αισχύλο, τον Μακρυγιάννη, το Ευαγγέλιο και πολλούς άλλους, Ελληνες και ξένους. Επομένως, η κριτική πλαταίνει το μυαλό. Λέει πάλι ο Οσκαρ Ουάιλντ, «η κριτική κάνει το μυαλό ένα λεπτό και οξύ εργαλείο», είναι «τέχνη, δημιουργική και ανεξάρτητη», «δημιουργία εντός της δημιουργίας». Ο κριτικός κάνει απόσταξη σ’ ένα έργο και βγάζει την ουσία του, αναδημιουργεί το παρελθόν από το πιο μικρό θραύσμα γλώσσας ή τέχνης.

απόσπασμα από άρθρο της ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ για το βιβλίο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ «ΕΝΝΙΑ ΓΟΡΓΟΝΕΣ ΚΑΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΡΜΑΤΑ ΔΡΕΠΑΝΗΦΟΡΑ – ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ»
εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 6/1/2009

 

Το 1827, όταν ήταν μόλις 18 ετών, ο Ε. Α. Πόου τύπωσε στη Βοστώνη την πρώτη του ποιητική συλλογή Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα. Στο εξώφυλλο του μικρού αυτού βιβλίου των 50 σελίδων εφέρετο ως συγγραφέας «ένας Βοστωνέζος». Την Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου ένα αντίτυπο της συλλογής αυτής βγήκε σε δημοπρασία στις ΗΠΑ από τον οίκο Christie΄s και πουλήθηκε για 662.000 δολάρια. (ΟΤαμερλάνοςέχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας από τον Τ. Κ. Παπατσώνη.)

Ο Πόου πέθανε 40 ετών, στις 7 Οκτωβρίου 1849, στο Νοσοκομείο Washington College. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα τον είχαν βρει πεσμένο σε δρόμο της Βαλτιμόρης να παραληρεί. Ηταν τύφλα στο μεθύσι και φορούσε δανεικά ρούχα. Τα χρήματα για να πιει τα είχε εξασφαλίσει πουλώντας την ψήφο του. Λέγεται ότι στο νοσοκομείο μέσα στο παραλήρημά του καλούσε τον Ρέινολντς, έναν από τους ήρωές του, να έλθει και να του σώσει τη ζωή.

Η συμπλήρωση 200 χρόνων από τη γέννησή του φέρνει ξανά στο προσκήνιο τα περιστατικά της τραγικής ζωής ενός ανθρώπου που έζησε μέσα στη φτώχεια και στον αλκοολισμό και που μετά τον θάνατό του ο θανάσιμος εχθρός του Ρούφους Γουίλμοτ Γκρίσγουολντ κατάφερε να γίνει ο εκδότης των έργων του και να τον δυσφημήσει μετά θάνατον σε απίστευτο βαθμό, χαρακτηρίζοντάς τον «μεθύστακα» και «παράφρονα τοξικομανή». Η «κατάρα» του Γκρίσγουολντ κυνηγά ακόμη και σήμερα το φάντασμα του συγγραφέα. Ακόμη και σπουδαίοι αγγλόφωνοι συγγραφείς αμφισβήτησαν την ιδιοφυΐα και την αξία του, από τον Εμερσον και τον Μαρκ Τουέιν ως τον Χάξλεϊ, τον Πάουντ και τον Τ. Σ. Ελιοτ. Ο Γκρίσγουολντ για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του παρέθεσε επιστολές του Πόου, οι οποίες όμως αποδείχθηκε έπειτα από χρόνια ότι ήταν πλαστές. Το στίγμα ωστόσο έμεινε. Ο Πόου παρά ταύτα, πέραν του ότι και σήμερα παραμένει στη χώρα του εξαιρετικά δημοφιλής (όπως άλλωστε και σε όλον τον κόσμο), τις μεγάλες τιμές τις γνώρισε στην Ευρώπη, στην οποία έτυχε απείρως μεγαλύτερης φήμης και αναγνώρισης, κυρίως λόγω των εξαίρετων μεταφράσεων των ποιημάτων του από τον Μποντλέρ. Και στην Ελλάδα φυσικά, όπου έχει μεταφραστεί πάμπολλες φορές. Αρκεί μόνο να θυμίσουμε ότι ο Σεφέρης έγραψε πάνω στο Κοράκι το δικό του Raven. Ας σημειωθεί ότι για το ποίημα τούτο, ένα από τα διασημότερα στον κόσμο, ο Πόου έλαβε ως αμοιβή το ποσό των 9 δολαρίων!

απόσπασμα από το άρθρο του ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗ: «Η ΚΑΤΑΡΑ ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΟΟΥ»
εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 25/12/2009

μια συνάντηση του Καζαντζάκη με τον Ζ. Ντασέν και τη Μ. Μερκούρη

15/01/2010
«Δεν έχει καιρό να πεθάνει»

Η Μ. Μερκούρη θυμάται μια επίσκεψή της, μαζί με τον Ζ. Ντασέν, στο σπίτι του Καζαντζάκη στην Αντίμπ:

Το ταξί σταμάτησε στο ταπεινό σπιτάκι του Νίκου Καζαντζάκη. Καθώς βγαίναμε έξω, ένας γιατρός έφευγε απ’ το σπίτι. Ο Τζούλυ έτυχε να τον γνωρίζει. Ήταν ένας γιατρός απ’ το Παρίσι.
«Τι κάνετε στην Αντίμπ, γιατρέ»
«Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ. Επισκέπτεσθε ένα νεκρό. Ποτέ δεν έχω δει κανέναν σε τόσο προχωρημένη κατάσταση λευχαιμίας να μένει όρθιος. Μου λέει πως δεν έχει καιρό να πεθάνει. Έχει πολλή δουλειά να τελειώσει και ορκίζεται πως δεν θα φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο πριν δει την Κίνα».
Σχεδόν κοκέτικα, ο Καζαντζάκης κρατούσε ένα μαντίλι στα χείλια του, διαφορετικά δεν έδειχνε καθόλου πως ήταν άρρωστος. Ήταν αδύνατος, άγριος, σαν γεράκι. Απέπνεε ενεργητικότητα. Περίμενα τη συνάντηση αυτών των δύο αντρών. Ήμουν σίγουρη πως θα οδηγούσε  σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση – αλλά τα πέντε πρώτα λεπτά επικράτησε μια αμήχανη σιωπή που τονιζόταν από μερικές κοινοτοπίες. Η γυναίκα του σέρβιρε τσάι. Απόρησα βλέποντας τους δύο άντρες να φέρονται με τόση δειλία. Ύστερα ο Καζαντζάκης είπε: «Δεν κάνουμε τίποτα έτσι». Είπε ένα ανέκδοτο που έσπασε τον πάγο. Από εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησαν να μιλάνε. Βιβλία, ποιήματα, θρησκεία, πολιτική. Σε λίγο αποφάσισε να κάνει τον Τζούλυ Κρητικό. Τα περισσότερα κρητικά ονόματα τελειώνουν σε «άκης». Από τότε, σ’ όλη τη διάρκεια μιας σχέσης που κράτησε δυο χρόνια, τον έλεγε «Ντασενάκη». «Εσύ, Ντασενάκη, ήθελες να γυρίσεις μια ταινία απ’ το μυθιστόρημά μου «Αλέξης Ζορμπάς». Δεν το ήξερα. Κοίταξα απορημένη τον Τζούλυ. Ναι, ήθελε πάρα πολύ να γυρίσει την ταινία αλλά ήθελε να παίξει τον Ζορμπά ο Ρώσος ηθοποιός Τσερκασώφ. Οι χρηματοδότες είπαν όχι.
«Μελίνα, Ντασενάκη, πάμε περίπατο;»

Η Μελίνα Μερκούρη στην ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ»

Ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι ήταν τόσο άρρωστος ήταν ισάξιος πεζοπόρος του Ντασέν. Αγωνιζόμουν για να τους προλαβαίνω. Έκαναν όλο το γύρο των οχυρών της Αντίμπ. Ο Καζαντζάκης μιλούσε για την Ελλάδα μ’ αγάπη και πάθος. Κατάλαβα πόσο δύσκολη έπρεπε να είναι η εξορία του, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους Έλληνες που παρέδωσαν τη χώρα τους στον ξένο έλεγχο, στο ξένο χρήμα και που αποκτούσαν ξενικούς τρόπους. Η ομιλία του ήταν γεμάτη εικόνες. Πολύ ποιητικές και πολύ κρητικές. Οι Κρητικοί είναι λίγο υπεράνθρωποι. Προκαλούν τους Θεούς κι ανεβαίνουν σε βουνοκορφές. Ο Καζαντζάκης το ήξερε και προειδοποίησε τον Ντασέν πως αυτό θα ‘ταν ένα πρόβλημα στην κινηματογραφική διασκευή του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Ύστερα μίλησαν πολλή ώρα για την προσέγγιση του Ντασέν στο σενάριο.
Τελικά γυρίσαμε στο σπίτι. Όλα τα μέλη μου πονούσαν. Η Ελένη Καζαντζάκη είχε ετοιμάσει ένα θαυμάσιο γεύμα. Ο Νίκος έφαγε ελάχιστα. Πριν φύγουμε ο Τζούλυ είπε πως σκόπευε να γυρίσει την ταινία του στην Ελλάδα. Ο Καζαντζάκης κούνησε το κεφάλι του. Οι αρχές δεν θα επέτρεπαν το γύρισμα ενός έργου του στην Ελλάδα. Ο Τζούλυ επέμεινε πως θ’ αγωνιζόταν για να το πετύχει. «Τότε, Ντασενάκη, πρέπει να δοκιμάσεις την Κρήτη. Ίσως να μην σ’ ενοχλήσουν εκεί». Αυτό ήταν ένα αριστούργημα μετριοφροσύνης. Η Κρήτη λάτρευε τον Καζαντζάκη. Και μόνο η μνεία του ονόματός του ήταν διαβατήριο για τα σπίτια και τις καρδιές των ανθρώπων.
«Θα ‘ρθεις στην Κρήτη όταν θα γυρίζουμε;»
«Όχι, Ντασενάκη. Δεν θα ξαναπάω ποτέ στην Ελλάδα».
«Πρέπει να ξαναδείς την Κρήτη».
Έβλεπα πως ο Τζούλυ σκεφτόταν τα λόγια του γιατρού.
«Θα δούμε, Ντασενάκη, θα δούμε».
Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε σε λίγα χρόνια. Αλλά όχι πριν γράψει μερικά μεγάλα έργα και όχι πριν πάει στην Κίνα. Αλλά δεν ξαναείδε ποτέ την Ελλάδα.

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ» Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ

 

Αποφθέγματα που ο Καζαντζάκης βάζει στο στόμα του Παπα-Φώτη:

Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!

Αν ήταν να με ρωτούσαν ποιος δρόμος πάει στον ουρανό, θ’ απαντούσα: ο πιο δύσκολος. 

Μεγάλη κολυμπήθρα τα δάκρυα, παιδί μου…

Θα βρούμε, εκεί που πάμε, το Θεό. Και θα τον βρούμε, όχι όπως τον παριστάνουν όσοι δεν τον είδαν ποτέ τους, ένα ροδομάγουλο γέρο, που κάθεται μακάρια σε πουπουλένια σύννεφα και προστάζει. Μα σα μικρή φωνή που τινάζεται από τα σωθικά μας και σηκώνει πόλεμο.

Χαίρουμαι, άνθρωπος είμαι, όταν μου τύχει ένα καλό, μα πιο πολύ χαίρουμαι όταν πλακώσει η δύσκολη ώρα! Γιατί λέω: τώρα θα δείξεις, παπα-Φώτη, αν είσαι άντρας αληθινός ή κουνέλι.

Όταν πολυσυχάσει το νερό, βουρκιάζει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή, βουρκιάζει.

Και στο πιο μικρό πετραδάκι, και στο πιο ταπεινό λουλούδι, και στην πιο σκοτεινή ψυχή, βρίσκεται ολάκερος ο Θεός

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ»

η Λωξάντρα και η μαγειρική

10/01/2010

Η Μπέτυ Βαλάση ως Λωξάντρα στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ  (1980)

Μουχαλεμπί και γκιουλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου
και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου.
Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος,
και σαν του Αϊβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος.

Μόνο Ανατολίτης ποιητής θα μπορούσε να γράψει αυτά τα ωραία λόγια.
Μεγάλη σημασία δίνουν οι ανατολίτες στο ζήτημα της τροφής. Ο Κομφούκιος, λέει, χώρισε τη γυναίκα του γιατί «το ρύζι δεν ήταν ποτέ αρκετά λευκό ούτε ο κιμάς αρκετά καλά κοπανισμένος», και όταν ξαναπαντρεύτηκε πήρε γυναίκα μερακλού στο φαγητό γιατί «η τύχη μας, λέει, δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά στα χέρια εκεινού που μαγειρεύει την τροφή μας».
Και ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό; Πώς τη βλέπεις τη γυναίκα σου ύστερα από ένα καλομαγειρεμένο φαγητό και πώς τη βλέπεις όταν έρχεσαι κουρασμένος στο σπίτι σου να φας και βρίσκεις σούπα του μπακάλη, κονσέρβα και σάλτσα μποτιλιαρισμένη;
Καλοτάισε τον άντρα σου, αν θέλεις να έχεις άντρα. Βάλε μπόλικο κρεμμύδι στο γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις το ντολμά νόστιμο, όμως ρίξε μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό. Στο κυδωνάτο που είναι στυφτικό ρίξε μαζί να βράσουν και τα κουκούτσια του κυδωνιού που είναι τόσο μαλαχτικά για να φέρεις την ισορροπία. Το λάδι μην το λυπάσαι στο λαδερό γιατί η λαϊκή παροιμία λέει: «Φάε λάδι κι έλα βράδυ». Κάθε λαχανικό στην εποχή του είναι και πιο ωραίο και πιο φτηνό, τι να την κάνεις την κονσέρβα;
Οι Ευρωπαίοι λένε πως οι ανατολίτισσες είναι αντροχωρίστρες. Δεν είναι αντροχωρίστρες οι ανατολίτισσες, είναι καλοφαγούδες, γι’ αυτό οι ξένοι σαν έρθουν στην Ανατολή δεν τους κάνει καρδιά να φύγουν. Και σπιτικό που ο ακρογωνιαίος λίθος του δεν είναι κάτω απ’ την κουζίνα, δε θεμελιώνεται καλά.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ «ΛΩΞΑΝΤΡΑ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

 Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989)

 

«Δημήτρη, τα πούλησα όλα!»

Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει πως ξεκίνησε να γράφει η Μαρία Ιορδανίδου:

 Συχνά μας έλεγε ιστορίες της Πόλης σκιαγραφώντας τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα.
-Μαρίκα, δεν κάθεσαι να τα γράψεις όλ’ αυτά που μας ανιστοράς, της έλεγα.
-Λωλάθηκες! μου αποκρινόταν. Εγώ το μόνο που έμαθα να κάνω είναι να γράφω αιτήσεις.
-Γράψε τα όπως τα λες, κι αυτό φτάνει.
Η Μαρίκα τίποτα. Αμετάπειστη! Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο.
-Δημήτρη, έγραψα τη Λωξάντρα.
-Τι;
-Να, τα όσα σου ανιστορούσα για την Πόλη.
-Μπράβο, Μαρίκα.
Τι μπράβο κάθεσαι και μου λες. Κανείς εκδότης δεν το βγάζει.
-Να το τυπώσεις μόνη σου.
-Και πού θα βρεθούν τα λεφτά;
-Να δανειστείς.
Έπειτα από κάμποσο καιρό έρχεται η Μαρίκα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ήταν η Λωξάντρα. Το διάβασα και συναρπάστηκα. Η αφήγησή της ή, πιο σωστά, ο τρόπος που ζωντάνευε τα περασμένα, ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου.
Ύστερα από δυο μήνες, η Μαρίκα μου τηλεφωνά.
-Πούλησα 200 βιβλία. Έβγαλα τα μισά μου έξοδα.
-Θα τα πουλήσεις όλα, Μαρίκα.
-Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί.
Πέρασαν ακόμη λίγοι μήνες και με παίρνει στο τηλέφωνο.
-Δημήτρη, τα πούλησα όλα!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 

 

Κάθε πρωί σαν άνοιγε το παράθυρό της και αντίκριζε το πέλαγος έλεγε: «Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός!» και ρουφούσε με τα μεγάλα ρουθούνια της τη θαλασσινή αρμύρα ηδονικά, λες και ρουφούσε όλο τον πλούτο που κρύβει μέσα της εκείνη η ωραία θάλασσα: τα λαυράκια, τα μερτζάνια, τους στακούς, τα στρείδια…
-Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός! Σήμερα τι να ψήσω!
Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει. Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά, ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι…
Η μέρα της άρχιζε με τον καφέ του Δημητρού που τον έψηνε πάντα μόνη της, γιατί, σαν τις μαχαρανές, η Λωξάντρα πίστευε πως απ’ το χέρι της γυναίκας του ο άντρας πρέπει να τρώει και να πίνει. Ύστερα τον βοηθούσε να ντυθεί, τον φιλούσε, τον σταύρωνε και κατέβαινε μαζί του τη σκάλα την πλατιά, που ένωνε τα δυο της μπράτσα στο πλατύσκαλο για να σε κατεβάσει απαλά στη μεγάλη μαρμαροστρωμένη αυλή που είχε κατάντικρα την ξώπορτα.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ «ΛΩΞΑΝΤΡΑ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

 Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται. Και όλη την ώρα δοκιμάζει το φαϊ στ’ αλάτι του. Τρώει εκείνη, δίνει και στον Ταρνανά.
-Διες και συ, πώς σε φαίνεται στ’ αλάτι του;
-Μμμμ… δυσκολεύεται να απαντήσει ο Ταρνανάς, πρέπει να ξαναδοκιμάσει.
Η Σουλτάνα, η υπηρέτρια, πατάει τις φωνές:
-Καλέ κυρία, αύριο θα μεταλάβετε, κοτόπουλο τρώτε;
-Ποιος έφαε, μωρή, κοτόπουλο;
Το φαΐ δοκίμασε η γυναίκα στ’ αλάτι του.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ «ΛΩΞΑΝΤΡΑ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Οι σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων στην Πόλη»

Με την άνω τάξη -των Τούρκων- κανένα πάρε δώσε. Ποτέ Ρωμιός δεν πατούσε το πόδι του σε τούρκικο σπίτι, ποτέ Τούρκος δεν έμπαινε στο δικό μας. Ούτε αυτοί οι πλανόδιοι… Δεν έμπαιναν μές στο σπίτι, ποτέ. Στο κατώφλι ήταν οι αγάπες όλες. Η γιαγιά μου έψηνε το πρωί καφεδάκι, κάθονταν στο κατώφλι της. Και κάθονταν κι ο μπεχτσής, ο νυχτοφύλακας.
-Έλα δω, μπρε Αχμέτ, τα ‘μαθες τα νέα; (ο μπεχτσής καταλάβαινε ελληνικά κι η γιαγιά μου καταλάβαινε τούρκικα) Σφαή πάλι… Σφαή πάλι στα Άδανα, κακό χρόνο να ‘χουνε τα βρωμόσκυλα…
-Βαχ, βαχ, έλεγε αυτός.
Τώρα ποιοι είναι τα βρωμόσκυλα δεν ήξερε.
-Πάλι σφάξαν, σηκώθηκαν και σφάξαν.
Ποιοι ήταν αυτοί;
Για τους Ρωμιούς της Πόλης οι Τούρκοι ήτανε ένα πράγμα ακαθόριστο… ένα πράγμα σα να λέμε… χολέρα, πλημμύρα, σεισμός… ένα τέτοιο πράγμα, οι Τούρκοι γενικά. Αλλά ειδικά ο Μεχμέτ, ο Αλής, ο Χασάν που ήταν δίπλα τους, τι σχέση είχαν με αυτά τα πράματα, αυτοί ήταν αγαπημένοι μεταξύ τους. Κατάλαβες πώς ήταν οι σχέσεις;

από αφήγηση της Μαρίας Ιορδανίδου στην εκπομπή της ΕΡΤ «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ»

 

Να δεις, λέει, τη Νεάπολη και να πεθάνεις. Λόγια! Να φας μύδια τσακιστά απ’ της Λωξάντρας το χέρι και να πεθάνεις. Να φας χουνκιάρ – μπεγιεντί και γιαουρτλού κεμπάμπ, και κρεατερά ντολμαδάκια τυλιγμένα όχι σε κληματόφυλλα, που το χειμώνα δεν υπάρχουνε, αλλά σε φύλλα πουράντζας, που λιώνει στο στόμα (είναι και εφιδρωτικά και διουρητικά). Να φας χτένια ψημένα μέσα στο καύκαλό τους πάνω σε χόβολη και να πεθάνεις. Να πεθάνεις και να ξαναζωντανέψεις για να ξαναφάς.
Απ’ το Βόσπορο, απ’ το Καντίκιοϊ, απ’ τα Ταταύλα ξεκινούσανε οι συγγενείς να έρθουν στο Μακροχώρι για να φάνει της Λωξάντρας το φαΐ. Δύο φορές το χρόνο ερχότανε απαραιτήτως όλο το σόι της στο σπίτι. Ερχότανε με τους μπόγους του, με τα παιδιά τους και τα σκυλιά τους, να μείνουν λίγες μέρες μαζί. Ποιος πήγαινε τότε μονομερίτικα επίσκεψη;
Ερχότανε μια φορά το φθινόπωρο, στου Δημητρού τη γιορτή, και μια της Ορθοδοξίας που γιόρταζε η Λωξάντρα. Ρωξάνη τη λέγαν τη Λωξάντρα και οι Ρωξάνες γιορτάζουν της Ορθοδοξίας.
Την Πρωτοχρονιά ανήμερα ερχότανε μόνο τα παιδιά με τις γυναίκες τους, και κείνη την ημέρα η Λωξάντρα παραγέμιζε τη γαλοπούλα – τον «κούρκο» που της έστελνε κάθε χρόνο δώρο ο χασάπης της. «Κόσκοτζαμάμ κούρκο!» στολισμένο τον έστελνε ο χασάπης με παρδαλά χαρτιά, με ασημένιες τρες από πάνω ως κάτω. «Για την κοκόνα».
-Είδες τι μ’ έστειλε εμένα ο χασάπης μου;

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ «ΛΩΞΑΝΤΡΑ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Δεν έπαιρνε κόλλυβο μαζί της»

Η Λωξάντρα όταν πήγαινε στο νεκροταφείο και ήθελε να επικοινωνήσει, να μνημονεύσει τους νεκρούς της δεν έπαιρνε κόλλυβο μαζί της. Έπαιρνε το καλαθάκι της με το κολατσό της. Και το κολατσό συνήθως ήταν πράματα που αγαπούσαν οι νεκροί της. Η γιαγιά της έφτιαχνε ωραίους γιαλαντζί ντολμάδες. Έπαιρνε λίγους γιαλαντζί ντολμάδες. Η μάνα της αγαπούσε τις τσακιστές ελιές. Ο αδελφός της τον παστουρμά. Τα ‘παιρνε αυτά, πήγαινε, κάθονταν στον τάφο τους, έτρωγε σιγά σιγά και τους μνημόνευε. «Θεός σχωρέσ’ την ψυχή σου, μανούλα μου», έλεγε «που αγαπούσες  τις τσακιστές ελιές».
Ένα είδος περίεργο, ένα μνημόσυνο που θα έκανε μια γυναίκα στην εποχή του Περικλή, αρχαϊκού, παγανιστικού, ένα τέτοιο περίεργο πράγμα

από αφήγηση της Μαρίας Ιορδανίδου στην εκπομπή της ΕΡΤ «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ»

 

«Η Λωξάντρα στο νεκροταφείο»

Ανοίγει η Λωξάντρα το καλαθάκι της και βγάζει ένα γιαλαντζί – ντολμά. Κοιτάζει ένα γύρο… Μια γυναίκα είναι γονατισμένη στο παραπέρα μνήμα και ανάβει κερί. Δυο άλλες παραπέρα κλαίνε, δεν την κοιτάζουνε. Χώνει μάνι – μάνι στο στόμα της το ντολμά. Σε λίγο σκύβει και μπουκώνει στο στόμα της άλλους δυο ντολμάδες, και ένα κομμάτι ψωμί, και ένα ραπανάκι.
-Μμ… ωραίοι γίνανε οι ντολμάδες!
Θεός σχωρέσ’ τηνα τη γιαγιά, που έβαζε δυόσμο στους γιαλαντζί – ντολμάδες! Χώνει στο στόμα της μια τσακιστή ελιά και αναστενάζει κοιτάζοντας τον ουρανό. Και άξαφνα βλέπει τη μητέρα της. Και δίπλα στη μητέρα στέκεται ο Νικολός που αγαπούσε τις τσακιστές ελιές. Θεός σχωρέσ’ τονα το Νικολό!
Τελειώσαν οι ντολμάδες. Τελειώσαν οι τσακιστές ελιές. Από το βάθος του νεκροταφείου ακούστηκε ψαλμωδία.
«Μνημόσυνο θα έχουνε» συλλογίζεται η Λωξάντρα δαγκάνοντας ένα κομμάτι παστουρμά. «Κακόν καιρό νάχεις, Ταρνανά, χοντρό τον έκοψες τον παστουρμά!»

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ «ΛΩΞΑΝΤΡΑ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

Το τραπέζι ήταν στρωμένο φαρδύ – πλατύ σ’ όλο το μάκρος της κάμαρας και το κάτασπρο λινό τραπεζομάντιλο δε φαίνουνταν απ’ τους πολλούς μεζέδες.
Το καρυδένιο μπουφεδάκι, που σαν λεπτοκόκαλη γυναίκα δεν έδειχνε τον όγκο του, ήταν φορτωμένο με τ’ αγιοβασιλιάτικα τα φρούτα: μήλα, αχλάδια, ρόδια, πορτοκάλια, καρύδια, φουντούκια, μύγδαλα, κάστανα, φυστίκια, σταφίδες, σύκα, χαρούπια και γλυκοσούτζουκο από χυμό σταφυλιών. Σωστό κέρας της Αμάλθειας.
-Ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου…
Με κατάνυξη κάθισαν όλοι γύρω στο τραπέζι και άρχισαν να δένουν στο λαιμό τους τις πετσέτες τους. Το φαγητό άρχισε αργά, ιεροτελεστικά και βαθυστόχαστα, με τις στερεότυπες ευχές και τα «γεια στα χέρια σου, Λωξάντρα μου».

(…..)

Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Ταρνανάς βαστώντας όσο μπορούσε πιο αψηλά τη μεγάλη πιατέλα με τη γαλοπούλα. Ακούστηκε μουγκρητό. Ήτα η Λουγγρού που προσπαθούσε να ξεκουμπώσει τη ζώνη της.
Έγινε σιωπή. Στο τραπέζι είχε μπει το καινούργιο σερβίτσιο που έφερε ο Θεόδωρος απ’ την Αγγλία, χοντρή πορσελάνη και απάνω ζωγραφισμένα δάση, λιβάδια, σπιτάκια εξοχικά, βουνοπλαγιές και πύργοι παραμυθένιοι.
Κόπηκε η γαλοπούλα και μοιράστηκε. Ο καθένας συγκεντρώθηκε στο πιάτο του. Ο Ταρνανάς ξετάπωσε ένα μπουκάλι γαλλικό κρασί και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια. Ο Κοτκοτίνος σηκώθηκε απάνω να κάνει πρόποση. Η Λουγγρού ξεκούμπωσε και το γιακά της. Το ρολόι του τοίχου χτύπησε τέσσερις.
Τρεις ώρες κάθονταν στο τραπέζι. Και βέβαια τρεις ώρες, ποιο ήταν το βιαστικό τους; Όλοι εκεί θα μνήσκαν. Δόξα τω θεώ στρώματα δεν είχε το σπίτι; Για παπλώματα; Και εξακολούθησε το φαγοπότι ως το τέλος. Κι όταν πια τελείωσαν, πήρε η Λωξάντρα μια βούκα ψωμί, το έκοψε με το χέρι της στα τρία, και τίναξε τα κομμάτια πάνω στο τραπέζι.
-Αβραάμ, Ισάκ και Ιακώβ, είπε, καλά, τρία.
Και ύστερα ήρθε ένας – ένας να φιλήσει το χέρι της.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ «ΛΩΞΑΝΤΡΑ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

Κοιτάζει η Λωξάντρα τη θάλασσα και η καρδιά της σκιρτά.
-Χαρίκλεια. Εμένα διες. Νοτιά φυσά σήμερα. Σαρδέλα πολλή θα πέσει. Να πάρεις να την κάνεις στη σχάρα. Άμα, να την τυλίξεις σε κληματόφυλλα. Λαδώνεις καλά – καλά το κληματόφυλλο, τυλίζεις μέσα τη σαρδέλα και τη βάζεις στη σχάρα. Να φας και τι να φας… Μμμμμ…!

 

Και πού δε βρίσκει παρηγοριά η Λωξάντρα. Και στην ωραία θάλασσα που βλέπει απ’ το παράθυρό της κάθε πρωί, και στον ήλιο, και στη βροχή, που όταν σταματήσει, βγαίνουν εκείνοι οι μεγάλοι οι σαλιαγκοί στον κήπο τους, μα τι σαλιαγκοί… άσπροι – άσπροι και τέ-ε-ε-ε-τοιος ο καθένας. Εκείνοι οι σαλιαγκοί γίνουνται γιαχνί με μπόλικια ρίγανη μέσα.

 

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην τραπεζαρία ο Ταρνανάς, και ακούμπησε μπροστά στη Λωξάντρα τη μεγάλη πιατέλα με τις μελιτζάνες. Λαδερές μελιτζάνες, παραγεμιστές. Και μέσα μπόλικα κουκουνάρια και σταφίδες.

 

Το αυγουστιάτικο παπάκι τρώγεται ωραία με τη μπάμια. Είναι αμαρτία να περάσει ο Αύγουστος και να μη φας παπάκι με τη μπάμια.

 

 Η Λωξάντρα έδιωξε την Ευτέρπη και την Ελεγκάκη, μπήκε στο σπίτι, και περπατώντας στις μύτες των ποδιών, τράβηξε ίσια στην κουζίνα. Δίπλα στη γωνιά καθότανε η υπηρέτρια τρομαγμένη.
-Αχ, κυρία…
-Εσύ σους! Σους είπα! Εσένα λόγος δε σε πέφτει.
Ανασκούμπωσε το δεξί το μανίκι της:
-Κατέβασέ με εκείνο το καβανόζι απ’ εκεί.
Έβγαλε μελιτζανάκι και καρότο τουρσί. Ύστερα έβγαλε λακέρδα. Έκοψε και λίγο αυγοτάραχο.
-Έτσι μπράβο. Φέρε και λίγες τσακιστές ελιές.
Μονολογεί η Λωξάντρα:
-Ωωωχ, μοσχοβόλησε το μάλαθρο.
-Και τώρα πάν’ τα στην τραπεζαρία, λέει στην υπηρέτρια. Στάσου, πάρε και το καραφάκι με το ντούζικο. Άφεριμ.

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ «ΛΩΞΑΝΤΡΑ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ