ατάκτως ερριμμένα V

Αρχική σελίδα
«Μια βουλή …άνω κάτω»

Οι Άγγλοι έχουσι δύο βουλάς, την άνω και την κάτω, ημείς μίαν μόνην ανωκάτω.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ  από το βιβλίο «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ Ο ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗΣ, Ο ΣΑΡΚΑΣΤΗΣ, Ο ΑΝΑΤΡΟΠΕΥΣ» Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

 

 

«Η χώρα που γέννησε τον πολιτισμό»

Η Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τον πολιτισμό. Έκτοτε αναζητά το παιδί της σε βουνά και σε λαγκάδια, χωρίς να το βρίσκει. Δεν θα το βρει ποτέ.

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ «ΤΡΕΛΑΘΗΚΑΜΕ ΕΝΤΕΛΩΣ;» Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 

 

«Οι συγγενείς»

Ο Θεός έφτιαξε τα μικρόβια, τα χρέη, τους στενοκέφαλους δικαστικούς και τους συγγενείς, για να τιμωρήσει τον αχάριστον και τον άτιμον άνθρωπο. Τα πρώτα τα πολεμάς με ενέσεις, τα δεύτερα με άρνηση και σε πάνε μέσα, τα τρίτα με φυλάκιση. Τους συγγενείς δεν τους πολεμάς με τίποτα.

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ”

 

 

«Οι δύο ιερομόναχοι»

Δυο γέροι παπάδες, ιερομόναχοι, είχαν φιλία και κάθε βράδυ ο ένας πήγαινε στο σπίτι του άλλου για να περάσουν την ώρα. Αλλ’ αντί να μιλήσουνε, μόλις λέγανε δυο λέξεις, κοιμόντουσαν στο κάθισμά τους. Όταν ξυπνούσαν, μετά ώρα πολλή, έλεγε ο ένας στον άλλον: -Καληνύχτα, πάτερ τάδε, καλά περάσαμε κι απόψε!

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ «ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΑΛΗΝΗ»

 

 

«Συμβουλή αρμονικής συμβίωσης»

Απαραίτητος όρος αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν’ αποκρύπτη τις επιμελώς εις αυτήν δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της περιουσίας του.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ «ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ»

  

 

«Ο φιλόδοξος ποιητής»

Ο Γ. Αθάνας διηγείται ένα αστείο στιγμιότυπο από τη συντροφιά του με τον Κ. Βάρναλη και τον Μ. Αυγέρη στο καφενείο της Δεξαμενής, όπου σύχναζαν. Κάποιος φίλος τους τους έδειχνε φορτικά τα ποιήματά του, τα οποία όμως δεν είχαν καμιά λογοτεχνική αξία.

Μια μέρα ο Αυγέρης, ξεχειλισμένος από δυσφορία, είπε στο μουσόπληκτο σύντροφό μας: -Σωτήρη μου, υποπτεύομαι ότι κι αυτά τα άθλια κατασκευάσματα που μας σερβίρεις δεν τα γράφεις μόνος σου. Κάποιος άλλος σου τα γράφει και μας τα πασάρεις για την κακοχώνεψη. Ο Σωτήρης εξαγριώθηκε που του αμφισβήτησαν την ποιητική έμπνευση και ξεφώνισε: -Ο ίδιος τα γράφω και τα παραγράφω! -Παράγραψέ τα επιτέλους, του είπε ο Βάρναλης.

Γ. ΑΘΑΝΑΣ περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1163 Χριστούγεννα 1975

cea3ce99ce91ce9acea9ce92ce99ce94ce97cea3_cea0ceb1ceb9ceb4ceb9cebaceaecf83cf85cebdceb1cf85cebbceafceb1

Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932) 

 

«Η εξήγηση του Ευαγγελίου»

Ο Μιχάλης Παπαμαύρος, όταν ήταν μαθητής στη Χίο, κάθε Κυριακή εξηγούσε το Ευαγγέλιο στον πατέρα του μιλώντας όμως στην καθαρεύουσα.

Μα αυτό δεν τον πείραζε το γέρο πατέρα του. Αντίθετα τόσο πιο πολύ τον εντυπωσίαζε το κήρυγμα όσο πιο λίγα καταλάβαινε απ’ αυτό. Μα κάποτε έγινε και τούτο το χαριτωμένο. Είχε μεγαλώσει πια ο Μιχάλης κι είχε πάει να σπουδάσει στη Γερμανία. Γυρίζοντας, ήρθε και στο χωριό να δει τους δικούς του. Ο πατέρας του του ζήτησε να εξηγήσει και πάλι το Ευαγγέλιο την Κυριακή στην εκκλησία, όπως γινόταν και παλιότερα. Για να μην του χαλάσει το χατήρι δέχτηκε. Μίλησα, μας διηγιόταν ο Μιχάλης Παπαμαύρος και το εξήγησα με λόγια όσο μπορούσα πιο απλά και με γλώσσα, βέβαια, απλή, δημοτική. Είχα τώρα μια μόρφωση πιο μεγάλη από κείνη του μαθητή του γυμνασίου κι είχα βάλει τα δυνατά μου να είναι η ομιλία μου όσο γίνεται πιο ωραία. Ποια όμως ήταν η έκπληξή μου όταν, βγαίνοντας έξω απ’ την εκκλησία, ακούω τον πατέρα μου να μου λέει φανερά απογοητευμένος: «Δε μου έκανες τίποτα σήμερα…» Παραξενεύτηκα. «Γιατί, πατέρα;» τον ρωτάω. Κι εκείνος μ’ έναν τρόπο κατηγορηματικό: «Τα κατάλαβα όλα, βρε παιδί μου!…»

ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ «ΜΙΧ. ΠΑΠΑΜΑΥΡΟΣ  Η ΖΩΗ – ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ – ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ» Εκδόσεις GUTEMBERG

 

 

«Το θεώρημα Καραθεοδωρή»

Ο καθηγητής του Ε.Μ.Π. και ακαδημαϊκός Φίλων Βασιλείου διηγούνταν το εξής ανέκδοτο:

Τον Ιούλιο του 1935 ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή έδινε μια διάλεξη κατά την πορεία της οποίας έπρεπε να κάνει μνεία του θεωρήματος Καραθεοδωρή. Η μετριοφροσύνη του, όμως, δεν του επέτρεπε να πει: «σύμφωνα με το θεώρημα που φέρει το όνομά μου» ή «σύμφωνα με το θεώρημα Καραθεοδωρή». Αφού, λοιπόν, σκέφθηκε λίγο, είπε: «σύμφωνα με το θεώρημα που έχω την τιμή να φέρω το όνομά του…».

άρθρο του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μέμφις ΗΠΑ, από τα «ΙΣΤΟΡΙΚΑ» της «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» 13/1/2003

 

    

«Η μηλιά δεν έγινε μηλέα»

Ο Γεώργιος Βιζυηνός διηγείται τα βάσανα που τράβηξε από το δάσκαλο του χωριού του, ο οποίος ήθελε να τον μάθει να ονομάζει τη μηλιά …μηλέα:

Ο διδάσκαλός μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθη και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα! «Πες πως το λεν μηλέα!», εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από του ωτίου και δεικνύων το δένδρον. Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνη η μηλιά μηλέα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπο μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξεύρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον που ήλθε να μας αλλάξη τα ονόματά μας! Όχι, δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα, αυτό ν’ μηλιά! «Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λεν». Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ, ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ «ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ» 

 

 

«Ο μάγος»

Ένα μάγο βρίσκω και με σταματά και σαν εμπνευσμένος τέτοια μ’ ερωτά: Πες μου, θέλεις δόξες, πλούτη, θησαυρούς; Θέλεις μεγαλεία, τίτλους και σταυρούς; Δεν ζηλεύω, μάγε, τίποτ’ απ’ αυτά, μήτε δόξες θέλω, τίτλους και λεφτά. Μ’ όσες ευκολίες και να τ’ αποκτήσεις πρέπει να δουλεύεις για να τα κρατήσεις. Εγώ θέλω μόνο, μάγε κουνενέ, να κοπροσκυλιάζω μες στον καφενέ, και το κράτος τούτο, που το λεν σακάτικο, να μου κόβει πάντα τακτικό μηνιάτικο.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ «Ο ΦΑΣΟΥΛΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ»

 

 

«Ο Παττακός στον κινηματογράφο»

Πρώτοι μήνες της δικτατορίας: Σ’ ένα κινηματογράφο, γεμάτο κόσμο, προβάλλονται επίκαιρα με πρωταγωνιστές υπουργούς και τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως κ. Παττακό, που επιθεωρούσε κάποιο έργο. Ανάμεσα στους θεατές ο ίδιος ο κ. Παττακός. Θύελλα χειροκροτημάτων καθώς εμφανίζεται στη σκηνή. Όλοι, πλην του κ. Παττακού, χειροκροτούν, ενώ εκείνος απολαμβάνει το θρίαμβο. Οπότε αισθάνεται ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι από το πίσω κάθισμα και μια φωνή να του ψιθυρίζει: Χειροκρότησε, κακομοίρη μου, μη βρεις τον μπελά σου…

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ «ΓΡΑΦΕΙ Ο ΕΥΒΟΥΛΟΣ» Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ

 

 

«Ο πρώτος τραγουδιστής του Χατζιδάκι»

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος θυμάται τη μοναδική φορά που τραγούδησε τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι στην παράσταση «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»:

Στο «Πένθος» εγώ είχα ένα ρολάκι όπου τραγουδούσα στίχους του νεαρού Μάνου Χατζιδάκι που ντεμπουτάριζε τότε. Καμαρώνω, λοιπόν, για την τιμή που είμαι ο πρώτος του τραγουδιστής. Και ο μόνος που δεν του εμπιστεύτηκε τίποτ’ άλλο.

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ «ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΝΤΙΝΟΣ» Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ

ce98cf89cebccf8ccf80cebfcf85cebbcebfcf82ce95cf80ceb1cebcceb5ceb9cebdcf8ecebdceb4ceb1cf82-bythesea1913

Επαμεινώνδας Θωμόπουλος (1878-1976) 

 

«Κολακεία» 

Τι είναι κολακεία; Η γνώμη που έχομεν διά τον εαυτόν μας χωρίς να την λέγωμεν -και μας λέγουν οι άλλοι χωρίς να την έχουν.

Δ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΟΣ   από το βιβλίο του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΑΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (1880-1930)» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

 

«Θα γελάσω το βασιλιά»

Το 1834, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά με την ενηλικίωση του Όθωνα του δόθηκε χάρη. Ο Κολοκοτρώνης, μόλις άκουσε πως ο βασιλιάς Όθων του έδινε χάρη μετατρέποντας την ποινή του θανάτου σε ποινή φυλάκισης 20 ετών, είπε τα παρακάτω λόγια: «Θα γελάσω το βασιλιά, δε θα ζήσω τόσους χρόνους…»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ» Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

 

 

«Καταχραστής, όχι κλέφτης»

Κλέπται μόνο οι άνθρωποι του λαού είναι. Πού ήκουσες ποτέ ευγενή ή υπάλληλον κλέπτην; Το πολύ πολύ θα τον ονομάσουν καταχραστήν.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ «Ο ΠΟΛΥΠΑΘΗΣ»

 

 

«Η μοιρασιά του Θεού»

Ο Καραγκιόζης με τον Χατζηαβάτη προσπαθούν να μοιράσουν τέσσερις λίρες: ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δε μου λες, σα Θεός θέλεις να τα μοιράσω ή σαν άνθρωπος; ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Ρε, πάντα σα Θεός, Καραγκιόζη. ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Λοιπόν, ο Θεός, Χατζατζάρη μου, αλλού δίνει πολλά, αλλού λίγα και εμένα μου έδωσε πολλά αυτή τη φορά, εσένα τίποτα.

ΜΑΡΚΟΣ ΞΑΝΘΟΣ «ΤΑ ΕΠΤΑ ΘΗΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» από το βιβλίο «ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ» ΟΕΔΒ 2000

 

 

«Κλωψ γαρ ειμί»

Την εποχή της διαμάχης μεταξύ «δημοτικιστών» και «καθαρευουσιάνων» ο Ψυχάρης έγραψε στο βιβλίο του «Το ταξίδι μου » το παρακάτω ανέκδοτο:

Άβριο βγαίνω στο δρόμο, περνώ μπροστά από ένα μαγαζί, βλέπω μέσα διαμάντια, ρολόγια, πετράδια, μαργαριτάρια. Μπαίνω γρήγορα, αρπάζω τα διαμάντια και τρέχω. Τρέχει πίσω μου ο χρυσοχόος και με πιάνει. Φωνάζει τον αστυνόμο κι ο αστυνόμος θέλει να με βάλη στη φυλακή. Με την καθαρέβουσα δε φοβούμαι το αστυνόμο, γιατί του μιλώ αρχαία κι αμέσως βλέπει την εβγένεια της ψυχής μου. Άμα μ’ αρπάξη και με πη: «Εσύ είσαι ο κλέφτης;» τον κοιτάζω με περήφανο μάτι και για να καταλάβη τι άνθρωπος είμαι, του λέω σοβαρά: «Κύριε αστυνόμε, ουκ ενομίζω. Άπιθι εούν. Κλωψ γαρ ειμί, ουχί δε κλέφτης».

ΨΥΧΑΡΗΣ «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ»

 

 
«Το ξεπεσμένο έθνος μας»

Η Κυρία σκοντάπτει καθ’ οδόν και πέφτει. Μα τι πέσιμο! Το καπέλο της εσφενδονίσθη μακράν, και ο ποδόγυρος της εσθήτος της κατέλαβε τη θέσιν του, μεταβληθείς εις κεφαλόδεσμον. Αποκαλυπτήρια. Η Κυρία προς παρερχόμενον διαβάτην: “Βοήθεια!” Ο διαβάτης: “Μωρέ τι λες! να χάσω τέτοιο θέαμα!” Δεν δυνάμεθα ωραία να παραβάλωμεν την πεσμένη με το ξεπεσμένο έθνος μας, και ο κυνικός διαβάτης δεν είναι οι πατέρες του έθνους, οι ρουσφετομανείς;

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (εφ. “ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ” 15 Οκτ. 1882) από το βιβλίο “Κ. ΠΑΛΑΜΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΙΔΡΥΜΑ Κ. ΠΑΛΑΜΑ

cf83ceaccf81cf89cf83ceb70012

Ουμβέρτος Αργυρός (1877-1963) «Αγρότισσες σε αυλή»

 

 
«Για να βλέπω καθαρά τα ονείρατα»

Στη “Ζωή εν τάφω” ο Σ. Μυριβήλης γράφει για ένα συμπολεμιστή του που κοιμόταν φορώντας τα γυαλιά του:

Θυμήθηκα μια μέρα που τόνε βρήκα να κοιμάται με τα γυαλιά στη μύτη. Βρε συ, τούπα κουνώντας τον απ’ τον ώμο, βρε και στον ύπνο τα φοράς ακόμα; Ξύπνησε ξαφνιασμένος, άνοιξε τόσο δα τα παιδιάτικα μάτια του και μούκαμε με το αιώνιο χαμογέλιο του το καλοσυνάτο: Ναι, βέβαια. Για να βλέπω καθαρά τα ονείρατα.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ “Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

 
«Το πνεύμα …πρόθυμο»

Σε ένα από τα χρονογραφήματά του ο Τίμος Σταθόπουλος γράφει για έναν ηλικιωμένο που μια φορά στο δρόμο ακολούθησε μια όμορφη νέα:

Εκείνη εγύρισε δυο τρεις φορές και τον εκοίταξε προκλητικώτατα μειδιώσα. Αλλά όταν έφθασε στο σπίτι της εγύρισε και του είπε: “Δεν ντρέπεσαι γέρος άνθρωπος!” και του έκλεισε την πόρτα. Έγινε έξω φρενών. Και εστάθη πάλλων προς το κλεισμένο σπίτι την ομπρέλα του, όταν διαβαίνων ένας φίλος του τον είδε και τον ερώτησε τι του συμβαίνει. Του διηγήθηκε το πάθημά του. “Και έτσι εσώθηκες”, συνεπέρανε ο φίλος του. “Γιατί;” “Για σκέψου τη θέση σου αν σε επροσκαλούσε να πας μέσα στο σπίτι, επάνω στην …κάμαρή της… Όπου δε θα ήτο αρκετόν το ότι έχεις το πνεύμα μ ό ν ο ν πρόθυμον…”!

ΤΙΜΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 8/4/1914 από το βιβλίο του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΑΝΘΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ

 

«Κηδεία ηθοποιού»

Γυρίζοντας από την κηδεία ενός άσημου συνταξιούχου ηθοποιού, στα γραφεία του Σωματείου Ηθοποιών, η πληθωρική Μαριάννα Άννινου, ήταν ιδιαίτερα σιωπηλή και περίλυπη. Συνάδελφοι, που τους ξένισε το ύφος της, τη ρώτησαν: “Τι συμβαίνει, Μαριάννα; Πήγες στην κηδεία; Είχε καθόλου κόσμο;” “Τι να σας πω, βρε, παιδιά. Είχε τόσο λίγο κόσμο που κάποια στιγμή φοβήθηκα πως θ’ αναβληθεί!!!” (από αφήγηση Αντρέα Μοθωνιού)

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ “ΥΠΟ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΝ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

“Έπεσε ο Μπενίτος!”

Ο Δημήτρης Ψαθάς περιγράφει με εύθυμο τρόπο τις θετικές συνέπειες που είχε στην κατεχόμενη Ελλάδα η πτώση του Μουσολίνι:

Συγκλονίζεται η ζωή μας απ’ το πέσιμο του Ντούτσε. Κατρακυλά η λίρα. Πέφτουν οι τιμές. Σβήνουν με βία τα χαρτάκια οι μπακάληδες και γράφουν στα είδη τους τιμές καινούριες. Φωνές στους δρόμους. Έπεσε! Έπεσε! Το λάδι, το ψωμί, το κρέας, το τυρί, τα ζαρζαβατικά ακολουθούν τον Ντούτσε στην ορμητική του πτώση. Ως και τα κολοκυθάκια νιώσανε το πέσιμό του και συγκλονίστηκαν βαθιά. Έπεσε! Έπεσε! Άλλοι ψωνίζουν. Άλλοι περιμένουν. Άλλοι κοιτάνε και γελούν. Βλέπω μια γριούλα που άρπαξε τ’ άδειο μπουκάλι του λαδιού και χύθηκε στους δρόμους. “Γιατί παιδί μου πέσαν όλα;” “Ο Μπενίτος, κυρά μου, ο Μπενίτος”. “Ο Μπενίτος τα έριξε;” “Ο Μπενίτος, κυρά μου, ο Μπενίτος”. “Ο Θεός να του δίνει χρόνια, γιε μου, που μας ρήμαξαν οι μαυραγορίτες. Να κι ένας άνθρωπος που έκανε καλό στον κόσμο. Ο Θεός να τον βλογάει τον χριστιανό και να του δίνει διπλά απ’ ό,τι έχει κάνει”.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

 

“Το τζόκινγκ είναι κατοχική εφεύρεση”

Ο Μίμης Φωτόπουλος θυμάται τα χρόνια της Κατοχής:

Το καλοκαίρι του ‘41 μαζευόμαστε ο Λεμός, η Γιατρά, η Γαρμπή, ο Χαραλαμπίδης, η Μεταξά, ο Καλλίδης, η Φανή Νικολαϊδου, ο Φύριος, ο Πούντας, εγώ και μερικοί άλλοι και στήνουμε τη σημαία μας στη “Νανά”, έναν κινηματογράφο της οδού Βουλιαγμένης. Παίζουμε οι αθεόφοβοι, όλο το καλοκαίρι μέσα στα πρώτα …σκιρτήματα της πείνας, 52 έργα όλων των ειδών και ποιοτήτων. Κατά μέσο όρο τέσσερα έργα τη βδομάδα -από “Δύο ορφανές” μέχρι “Οθέλο”. Και τα βράδια, μετά την παράσταση, φεύγαμε μισοβαμμένοι και τρέχοντας πριν σταματήσει η κυκλοφορία. Έκανα τη διαδρομή από οδό Βουλιαγμένης – Πευκάκια σε είκοσι λεπτά. Φυσικά με τα πόδια. Γι’ αυτό λέω ότι το “τζόκινγκ” είναι κατοχική εφεύρεση.

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ “ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ” Εκδόσεις GUTENBERG

 

“Ο ακριβός κόκορας”

Κάποιο αντρόγυνο πήγε ν’ αγοράσει έναν κόκορα για το κοτέτσι του. Έδειξαν στην κυρία τον καλύτερο που είχαν, μα η τιμή του ήταν εξωφρενικά υπέρογκη. -Γιατί τόσο ακριβά; ρώτησε εκείνη. -Ξέρετε, κάνει το χρέος του δέκα φορές τη μέρα, της αποκρίθηκε ο άνθρωπος που τον πουλούσε. -Πε το στον άντρα μου, του λέει. Αυτός πάει και λέει στον άντρα της: -Η κυρία μου είπε να σας πω πως ο κόκορας εκείνος κάνει το χρέος του δέκα φορές τη μέρα. -Με την ίδια κότα; ρωτάει αυτός. -Όχι, βέβαια, με διάφορες κότες. -Πε το στη γυναίκα μου, του κάνει…

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ”

σάρωση0009

Ιωάννης Δούκας (1838-1916) «Χωρικές»

 

«Η Μητρόπολη της Κολωνίας»

Το παρακάτω ανέκδοτο είναι από διήγηση της Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ στην Άννα Γριμάνη:

Ένα Γερμανάκι πάει με τον πατέρα του για να του δείξει εκείνος τον καθεδρικό ναό της Κολωνίας. Όταν φτάνουν, το παιδί κοιτάζει γύρω, και του λέει: «Μπαμπά, γιατί κτίσανε τη Μητρόπολη τόσο κοντά στο σούπερ μάρκετ;»

από το βιβλίο της ΑΝΝΑΣ ΓΡΙΜΑΝΗ «ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ ΑΡΒΕΛΕΡ – ΤΑ 600 ΜΟΛΥΒΙΑ» Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ

 

“Μπαρμπούτι με …λουκούμια”

Ο Γιώργος Δαλαμάγκας διηγείται στο Λευτέρη Παπαδόπουλο πώς έπαιζε μπαρμπούτι στη φυλακή:

-Πού έμαθες να παίζεις μπαρμπούτι; -Στη φυλακή! -Έχεις κάνει και φυλακή; -Δεκαεφτά φορές! -Και στη φυλακή έπαιζες μπαρμπούτι; -Αλλά τι έκανα; Διάβαζα; Μια φορά που ήμανε στις φυλακές Πολυγύρου έκανα τον μάγερα και μαγέρευα φίνα. Στις φυλακές αυτές η μια μέρα μετράει μιάμιση. Λοιπόν, που λες, θέλαμε να παίξουμε μπαρμπούτι με κάτι άλλα παιδιά, αλλά δεν είχαμε ζάρια. Τι να κάνω, τι να κάνω, θα ‘σκαγα. Στο τέλος το βρήκα. Πήρα μια πλάκα άσπρο σαπούνι, έφτιαξα δυο ζάρια, ζωγράφισα μ’ ένα μολύβι τους αριθμούς κι αυτό ήτανε. Μας ανακάλυψε όμως ο διευθυντής, μας πήρε τα ζάρια, μου πήρε και το σαπούνι. Και τότε αναγκαστήκαμε να παίξουμε μπαρμπούτι με λουκούμια. -Πώς γίνεται; Μπαρμπούτι με λουκούμια, πρώτη φορά το ακούω. -Παίρνεις δυο λουκούμια. Βάζεις το ένα μπροστά σου και το άλλο απέναντι, μπροστά στον αντίπαλό σου. Σ’ όποιο λουκούμι κάτσει η μύγα, αυτός κερδίζει!  (Εφημερίδα “Τα Νέα” 12/8/1972)

από το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

“Οι ερωτευμένοι”

Όλοι οι ερωτευμένοι έχουσι εν τη κεφαλή των μυρίας λύσεις διά τα περιπλοκώτερα προσκόμματα προς απόκτησιν του ποθουμένου και αναμφιβόλως αν ο Μέγας Αλέξανδρος δεν επρολάμβανε να κόψη τον Γόρδιον δεσμόν, θα έλυεν αυτόν μετά πολλής ευχερείας ο πρώτος ερωτευμένος, εις τον οποίον θα έθετον ως γέρας την απόλαυσιν της ερασμίας του.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΤΑΞΑΣ ΒΟΣΠΟΡΙΤΗΣ “ΣΚΗΝΑΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ”

 
 
“Παρατηρητικότητα”

Η παρατηρητικότητα είναι μεγάλο ελάττωμα για τον ποιητή. Που καταντά, στο τέλος, τα σύννεφα να τα παίρνει για σύννεφα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ “ΕΝ ΛΕΥΚΩ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

  

“Θα”

“Θα”. Ευλογημένος να είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε πρώτος αυτό το μονοσύλλαβο. Από όλους τους χρόνους και τις κλίσεις των ρημάτων ο μέλλων είναι εκείνος που φορτώνεται ευχαρίστως και αίρει με υπομονή τις ελπίδες και τα όνειρά μας. Χωρίς το “θα” η ζωή μας θα ήταν αβάσταχτο φορτίο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ “ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ” Εκδόσεις ΜΑΡΗ

 

“C’ est un crime!…”

 Ο Τάκης Λαμπρίας διηγείται το παρακάτω ανέκδοτο για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή:

Καλεσμένος του Μεντζελόπουλου, σ’ ένα από τα διάσημα επίσης ρεστοράν της επαρχιακής Γαλλίας, στην περιοχή της Λυών. (…) Ανασύρεται από την κάβα ένα παμπάλαιο κρασί, ο sommelier (ας τον πούμε οινοχόο ή γευσιγνώστη) το προσκομίζει ιερατικά, με όλες τις τιμές και τις αράχνες του, το “σαμπράρει” (το εκπωματίζει και το αφήνει για να φύγει η αψάδα του και να προσαρμοσθεί στο περιβάλλον), το δοκιμάζει ο ίδιος με το μικροσκοπικό ασημένιο ποτηράκι του και, τέλος, γεμίζει ευλαβικά το κρυστάλλινο ποτήρι του Καραμανλή. Κι εκείνος: “Βάλτε μου κι ένα παγάκι, παρακαλώ!” Κεραυνός να είχε πέσει στην αίθουσα, δεν θα είχε κάνει τόση εντύπωση. Ο οινοχόος είχε μείνει αποσβολωμένος. Ο Καραμανλής επαναλαμβάνει με τα τραχιά γαλλικά του: “Un glacon s.v.p.” και βλέποντας την κατάπληξή του προσθέτει συγκαταβατικά: “Je sais, s’ est une sottise” (Γνωρίζω, είναι βλακεία). Κι ο άλλος έτοιμος να λιποθυμήσει: “No monsieur, c’ est un crime!… (Όχι, κύριε, είναι έγκλημα).

 ΤΑΚΗΣ ΛΑΜΠΡΙΑΣ “ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ Ο ΦΙΛΟΣ” Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ

 

«Η χτεσινή κότα»

Ο Κώστας Βάρναλης διηγείται το παρακάτω ανέκδοτο για τον Λορέντζο Μαβίλη που στα 1912 σκοτώθηκε υπηρετώντας ως εθελοντής (διοικητής λόχου στους γαριβαλδινούς του Αλ. Ρώμα):

Μια φορά ο λόχος του είχε μπει σ’ ένα μικρό χωριουδάκι πριν απ’ αυτόν. Γιατί δεν πήγαινε ποτές καβάλλα (όπως οι άλλοι λοχαγοί) μα με τα πόδια, για να υποφέρει τις ίδιες ταλαιπωρίες με τους στρατιώτες του. Οι στρατιώτες πέσαν αμέσως στο πλιάτσικο. Αλλά από ένα τόσο φτωχό χωριουδάκι τι να πάρουνε; Καμιά κότα, λίγη μπομπότα, λίγο ξεροτύρι. Όταν το έμαθε ο Μαβίλης, στενοχωρέθηκε πολύ και ντράπηκε. Δεν ήθελε ο δικός του λόχος να κάνει τέτοιες απρέπειες. Ας ήταν ο λόχος κανενός άλλου! Ή τουλάχιστον, μια κι ήταν ο δικός του, να μην το μάθαινε! Μα οι στρατιώτες του είχαν την ευγένεια να προσφέρουν και στο λοχαγό τους λίγη κότα ψητή. Ο Μαβίλης αρνήθηκε θυμωμένος. Και τότε ο Ρώμας γύρισε και του είπε γελώντας: “Μα μήπως η χτεσινή κότα που έφαγες, ήταν αγορασμένη;”

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΑΝΘΡΩΠΟΙ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

«Εις τι χρησιμεύει η κάλπη»

-Εις τι χρησιμεύει η κάλπη; -Άνθρωποι τέως άγνωστοι, γίνονται δι’ αυτής γνωστοί ως κάλπικοι παράδες.

ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΝΝΙΝΟΣ “ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΕΩΣ” από το βιβλίο του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΑΝΘΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ

 

«Προσφυγικός συνοικισμός»

Ο Αναστάσης Βιστωνίτης περιγράφει το παρακάτω περιστατικό για τον Ν. Γ. Πεντζίκη:

Το 1978 μετά την εναρκτήρια συνεδρία ενός διεθνούς συνεδρίου συγγραφέων στην Αθήνα δινόταν δεξίωση στο ξενοδοχείο Χίλτον. Νεοσσός τότε άκουγα μαζί με τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα έναν δαιδαλώδη μονόλογο του Πεντζίκη σχετικά με τη ραψωδία λ της Οδύσσειας. Σε λίγο πλησίασε ο μορφωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας και μας συστήθηκε. Ο Πεντζίκης του είπε δείχνοντας τον Παπαδίτσα (γιατρός το επάγγελμα): “Αυτός τρώει βιολέτες”. Ο Αμερικανός, που μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, έμεινε άφωνος. “Είναι ία τρως” πρόσθεσε γελώντας ο Πεντζίκης. “Εγώ, δεν καταλαβαίνω, είμαι από χωριό” είπε ο μορφωτικός ακόλουθος. “Από ποιο χωριό, αν επιτρέπετε;” ρώτησε ο Πεντζίκης. “Από τη Νέα Υόρκη” απάντησε ο ακόλουθος, βέβαιος ότι τον κατατρόπωσε. “Α, την ξέρω. Καθαρά προσφυγικός συνοικισμός” είπε ο Πεντζίκης.

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ “ΟΥΖΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΥ ΖΩ” άρθρο στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” Κυριακή 18/1/2009 

 

“Τα μαμούνια φταίνε”

Ο Κώστας Χατζηχρήστος θυμάται ένα περιστατικό από την ερμηνεία του ως …μπακαλόγατος:

Λοιπόν θυμάμαι ένα περιστατικό στο θέατρο. Εγώ έπαιζα ένα βοηθό μπακάλη (μπακαλόγατος) κι είχα για αφεντικό μου τον Βασίλη Αυλωνίτη. Το σκηνικό φυσικά ήταν ένα μπακάλικο. Λοιπόν αρχίζει η παράσταση. Κόσμος φουλ κι όπως έλεγε το έργο, μπαίνει μέσα μια πελάτισσα (Έλσα Ρίζου) να ψωνίσει φακές. “Παρακαλώ μια οκά φακές, μου βάζετε”, λέει η Έλσα. “Βάλε ρε φακές στη μαντάμ”, λέει ο Αυλωνίτης, ενώ ζαχαρώνει με την Έλσα. Κάνω εγώ να βάλω φακές, πού… οι φακές; Δεν υπήρχαν στη θέση τους. (Αργότερα μάθαμε ότι ο φροντιστής είχε ξεχάσει να βάλει το σακκί με τις φακές στο σκηνικό). Αμάν, λέω, καήκαμε. Βλέπεις ήταν αναπάντεχο και ψιλοξαφνιάστηκα. Άντε ρε, βάλε φακές στη μαντάμ, μου λέει ο Αυλωνίτης και με κοιτάει παράξενα που καθυστερούσα. Τότε για να μην κάνει “κοιλιά” το έργο, πάω στη Ρίζου και της λέω, προς κατάπληξη του Αυλωνίτη και της Έλσας. Ξέρετε μαντάμ, φακές δεν έχουμε. Δεν έχετε, ρωτάει σαν χαμένη η Ρίζου. Γιατί; Γιατί τι να σου κάνουν οι φακές μαντάμ; Τα μαμούνια φταίνε. Μπήκαν στο σακκί, πήραν από μια φακή στον ώμο, και φύγαν στον κατήφορο, άντε τώρα να πιάσεις εσύ τα μαμούνια! Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μετά ο κόσμος άρχισε να γελάει σαν τρελός και να χειροκροτάει, ενώ ο Αυλωνίτης και η Έλσα άρχισαν να γελούν κι αυτοί, γιατί κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει με τις φακές. Τελικά η πελάτισσα πήρε ροβίθια! Έτσι αναγκάστηκα να πω ό,τι μου κατέβηκε να σώσω την παράσταση. Και από μια αμέλεια του φροντιστή μας γεννήθηκε μια νέα “ατάκα” στην παράσταση που όποτε την έλεγα “χαλούσε κόσμο” και στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

από το βιβλίο του ΠΕΤΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ “Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ” Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ

 

“Γράφει κι ορθός!”

Ο δάσκαλος της Βουβούσας είπε για μένα: “Αυτό το παιδί ξέρει γράμματα; Εγώ είδα ένα γράμμα του κι ήταν γεμάτο ανορθογραφίες… Δεν ξέρει καθόλου ορθογραφία, είναι αγράμματο!” Τότε ένας πιστικός μου του αντιλογήθηκε: “Τι λες αυτού, ωρέ συ! Αυτός, ωρέ χαντακωμένε, γράφει κι ορθός και κάθοντας! Εγώ τον είδα τόσες φορές να γράφει ορθός!”

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ “ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΚΟΛΕΙΟΥ”

256

Σπύρος Βασιλείου (1902-1985) 

«Θαλασσινό» Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης

 

«Κάτω ο Ρουβίκωνας»

Ο Κ. Α. Παναγόπουλος περιγράφει με εύθυμο τρόπο την προεκλογική ομιλία ενός υποψήφιου βουλευτή:

Και τότε εγώ ως άλλος Καίσαρ απεφάσισα να διαβώ τον Ρουβίκωνα… “Να τον διαβείς, κυρ-Αντωνάκη μου, να τον διαβείς” φωνάζει από κάτω ο μπαρμπα-Νικολός. “Και είν’ αυτός μαθές καλύτερος από του λόγου σου;” συμπληρώνει ένας άλλος ψηφοφόρος. “Κάτω ο Ρουβίκωνας, κάτωωω” φωνάζουν όλοι εν χορώ.

Κ. Α. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ “ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Κ. Φ. ΣΚΟΣΚΟΥ 1917″ από το βιβλίο της ΚΟΥΛΑΣ ΞΗΡΑΔΑΚΗ “Η ΑΘΗΝΑ ΠΡΙΝ 100 ΧΡΟΝΙΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

» Όχι τους μισούς»

Η Μαρία Ρεζάν διηγείται το παρακάτω περιστατικό με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Μάνο Χατζιδάκι:

Μια μέρα που τρώγαμε με τον Καραμανλή άρχισε να μιλάει ο Μάνος και δε σταματούσε. Και για όλα έφταιγε το Ελληνικό Δημόσιο. Άκουγε ο Σερραίος, που του είχε μεγάλη αδυναμία, όπως και του Τάκη Χορν, αλλά κάποια στιγμή δεν άντεξε. Γύρισε και του είπε: “Αμάν, βρε Μάνο μου. Κοντεύεις να μου βγάλεις σκάρτους τους μισούς υπουργούς μου…” Ατάραχος ο Μάνος, συνεχίζοντας το φαγητό του, απάντησε: “Λάθος, κύγιε πγόεδγε. Όχι, τους μισούς. Όλους…”

ΜΑΡΙΑ ΡΕΖΑΝ “ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ …ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΤΣΙ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ” Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

“Πώς έλεγαν τη μάνα μου”

Ο Νίκος Βαρμάζης διηγείται πώς έμαθε το όνομα της μητέρας του:

Θυμούμαι βεβαίως πολύ καλά την πρώτη μέρα μου στο σχολείο, το Σεπτέμβρη του 1942. Θυμούμαι καλά τη μέρα αυτή γιατί τότε έμαθα το όνομα της μάνας μου. Ο πρώτος δάσκαλός μου, ο Γιάννης Παπαδημητρίου, συνομήλικος και συμμαθητής της μάνας μου, με ρώτησε παρόντος και του πατέρα μου: -Πώς λένε τη μάνα σου; -Νύφη, του απάντησα αμέσως. Γέλασε κι αυτός και ο πατέρας μου και με ξαναρώτησε: -Αλλιώς; -Δημήτραινα, του απάντησα εγώ και ξαναγέλασαν δυνατότερα ο δάσκαλος και ο πατέρας μου. Φαίνεται όμως ότι μέσα μου κακοφάνηκε που γελούσαν και συμπλήρωσα την απάντησή μου: -Έτσι τη λέει η γιαγιά μου. Νύφη και Δημήτραινα άκουγα συνεχώς να τη φωνάζει η γιαγιά μου. Εκείνη τη μέρα έμαθα ότι τη μάνα μου την έλεγαν Ευγενία, ένα όνομα που δεν άκουγα να λέγεται μέσα στο σπίτι.

ΝΙΚΟΣ Δ. ΒΑΡΜΑΖΗΣ “ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ” Εκδόσεις ΜΑΤΙ

  

«Η άλλη μπότα»

Ο Ν. Τωμαδάκης γράφει το παρακάτω ανέκδοτο για τον Ι. Κονδυλάκη:

Ο Κοντυλάκης ενοίκιαζε δωμάτιο σε δίπατο σπίτι. Στο απάνω πάτωμα η σπιτονοικυρά είχε εγκαταστήσει ένα εξιωματικό. Κι οι δυο ξενύχτηδες, αλλά ο αξιωματικός ερχόταν αργότερα απ’ το δημοσιογράφο (Κοντυλάκη), γδυνόταν, πετούσε χάμω με δύναμη τις μπότες του κι ανησυχούσε τον Κοντυλάκη στο πρωτοΰπνι του. Μια μέρα τέλος πάντων, ο Κοντυλάκης του λέει: -Δεν μπορείς ν’ αφήνεις χάμω ήσυχα ήσυχα τις μπότες σου; Τις πετάς και με ξυπνάς. -Με συγχωρείς, του απαντά ο άλλος, δε θα ξαναγίνει. Άλλη φορά θα προσέχω. Επρόσεξε μια δυο, αλλά οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα. Ένα βράδυ, καθώς γδυνόταν (κι ο Κοντυλάκης κοιμόταν ήδη στο ισόγειο), βγάζει την δεξιά μπότα, μπαμ, την πετάει κάτω με δύναμη. Ο Κοντυλάκης ξυπνά, θυμώνει, δε μιλεί όμως. Περιμένει να πέσει κι η άλλη μπότα, να γυρίσει από τ’ άλλο πλευρό και να κοιμηθεί. Εν τω μεταξύ όμως ο αξιωματικός αντιλήφθηκε την αταξία του, έβγαλε το άλλο του υπόδημα, τ’ απίθωσε προσεχτικά στο πάτωμα, δίχως τον παραμικρό θόρυβο. Πού να ξέρει όμως ο Κοντυλάκης τι έγινε! Περιμένει, περιμένει το δεύτερο βρόντο, τίποτα. Τότες ξεσπά δυνατά: -Πέταξε, μωρέ κερατά, και την άλλη για να ησυχάσω!!

ΝΙΚ. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ Πρόλογος στο βιβλιο του ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ “ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ”

 

«Οι κροκόδειλοι»

Μια φορά στις εκβολές ενός ποταμού στη Δυτική Αφρική, κάποιος Εγγλέζος θέλησε να κάνει μπάνιο. Επειδή όμως εκείνο το μέρος είχε πολλούς κροκοδείλους, φώναξε ένα ιθαγενή και τον παρακάλεσε να του δείξει καμιά σίγουρη τοποθεσία που να μην έχει απ’ αυτά τα τρομερά ερπετά. Τούδειξε λοιπόν ο ιθαγενής ένα μέρος κοντά στη θάλασσα, έπεσε ο Εγγλέζος, έκανε το μπάνιο του, βγήκε και ρώτησε τον ιθαγενή: -Καλά, εδώ γιατί δεν έχει κροκοδείλους; -Αφέντη, απάντησε ο μαύρος, εδώ δεν έχει κροκοδείλους γιατί έχει πολλούς καρχαρίες. Κι οι κροκόδειλοι τους φοβούνται τους καρχαρίες.

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ “ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

 

“Ο κ. Εισαγγελεύς αδικεί τον εαυτό του”

Ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος διηγείται ένα χιουμοριστικό στιγμιότυπο από την δικηγορική καριέρα του Γεωργίου Παπανδρέου:

Ήταν στη δίκη του “Δημοκρατικού Μανιφέστου”. Ο Γ. Παπανδρέου, συνήγορος των Παπαναστασίου, Τριανταφυλλοπούλου και άλλων, είπε στον Εισαγγελέα, τελειώνοντας μια αγόρευσή του: “Νομίζω ότι κατέρριψα όλα τα επιχειρήματά σας, κύριε Εισαγγελεύ”. Κι εκείνος του απάντησε: “Έννοια σας, έχω κι άλλα βέλη στη φαρέτρα μου”. Τι ήθελε να το πει; Ο Γ. Παπανδρέου το άρπαξε και είπε, στρεφόμενος στο ακροατήριο: “Ο κ. Εισαγγελεύς αδικεί τον εαυτό του. Τοποθετεί τον εαυτό του στην αρχαιότητα, αφού μιλάει για βέλη και φαρέτρα. Ενώ είναι πολύ μεταγενέστερος. Είναι μεσαιωνικός…

ΜΙΧΑΗΛ Δ. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ “ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ” Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ  

 

«Τα δόντια του Αγίου Αντύπα»

Ένας πλούσιος μια φορά, οπού τον πόνηγαν συχνά τα δόντια κι οπού είχε βρη την γιατρειάν του από τα δόντια του Αγίου Αντύπα, ηθέλησε από ευλάβειάν του να ξοδέψη και να συνάξη όλα τα δόντια του Αγίου, οπού να βρίσκονταν, και πως εσύναξε τόσα πολλά οπού δεν μπόρηγε να καταλάβη σαν τι λογής στόμα να είχε αυτός ο άγιος, που χώραγε τόσο πλήθος δοντιών και σε τι του χρησίμευαν.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΗΛΑΡΑΣ από το βιβλίο του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΑΝΘΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ

untitled

Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904) 

«Βάρκα με πανί (Πάνορμος Τήνου)» Εθνική Πινακοθήκη

 

“Η μεγαλυτέρα ευφυϊα”

Εις το ναυτοδικείον Πειραιώς κατεδείχθη περιτράνως προχθές η αξία της κουταμάρας. Ένας ναύτης, κατηγορούμενος επί υπεξαιρέσει, ηθωώθη διότι ο μηνυτής του επιβεβαίωσε το δικαστήριον ότι ήτο κουτός, ο δυστυχής. -Είσαι πράγματι κουτός; τον ερώτησεν ο πρόεδρος. -Είμαι, κύριε πρόεδρε! απήντησεν, υπερηφάνως, ο κατηγορούμενος. Το ότι το εβεβαίωσε και ο ίδιος θα ήτο, βεβαίως, λόγος να μην αθωωθή. Διότι δεν υπάρχει μεγαλυτέρα ευφυϊα από το να ομολογήση κανείς ότι είναι κουτός.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ “O TEMPORA, O MORES” από το βιβλίο του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΑΝΘΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ

  

«Και γιατί το έκανες;»

 Κάποτε ο Κρούστσεφ μιλούσε σε μια συγκέντρωση συντρόφων ελεεινολογώντας τον Στάλιν. Έφτασε να αφηγηθεί πως ο ερυθρός τσάρος, χτυπώντας παλαμάκια, πρόσταζε αυτόν, τον Κρούστσεφ, να χορεύει τον γκοπάκ (έναν λαϊκό, καραγκιόζικο χορό).
-Και συ τι έκανες; ρώτησε κάποιος από το βάθος της αίθουσας.
-Τον χόρευα! απαντάει ο Κρούστσεφ.
-Και γιατί το ‘κανες; ρωτάει πάλι η φωνή.
-Ποιος είναι που το ρωτά; ζητεί να μάθει ο νέος τσάρος.
Κανείς δεν αποκρίθηκε…
-Ε, να γιατί τον χόρευα! λέει ο Κρούστσεφ.

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ “ΟΙ ΛΑΧΝΟΙ ΤΟΥ ΕΡΕΜΠΟΥΡΓΚ” 14/1/1962 από το βιβλίο “ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ” ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ

  

“Ας μην υπάγω παραπονεμένη”

Το παρακάτω περιστατικό συνέβη μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και το θάνατο του Καραϊσκάκη στη Στερεά, όταν οι Έλληνες στο Ναύπλιο είχαν θεωρήσει ότι έσβηνε η Επανάσταση:

Η πλύντριά μου, ορφανή κόρη εκ Τριπόλεως, ελθούσα παρεκάλεσέ με να στεφανώσω αυτήν. Ερωτήσαντος δε μου τις ο νυμφίος και αν έχη τα προς το ζην, απήντησεν ότι κατάγεται εξ Ιταλίας, ότι φαίνεται άπορος και ότι αυτή φέρει προίκα δώδεκα τάλληρα άτινα εκληρονόμησεν από της μητρός. Επειδή δε τούτο ακούσας απεπειράθην ν’ αποτρέψω αυτήν, η νέα ερυθριάσασα:
-Μη μ’ εμποδίζεις, είπε, κύριε.
-Τον αγαπάς λοιπόν;
-Διόλου. Αφού όμως ο κόσμος όλος βεβαιώνει ότι θα χαθώμεν, ας μην υπάγω παραπονεμένη ότι έμεινα ελευθέρα.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ” Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ

 

“Καταναλωτική κοινωνία”

Καταναλωτική κοινωνία: τσίχλα υπ’ αριθμόν ένα. Όλες οι κοινωνίες, από καταβολής κόσμου, ήταν καταναλωτικές – όταν είχαν τα μέσα. Θυμηθείτε τις καταναλωτικές υπερβολές της παρέας του Αλικιβιάδη ή των Ρωμαίων του Λούκουλου… Η διαφορά είναι ότι τότε κατανάλωναν ελάχιστοι (οι προνομιούχοι) ενώ τώρα σχεδόν όλοι. Αυτό, ενώ είναι απόλυτα δημοκρατικό, περιέργως ενοχλεί. Όταν διαβάζουμε σε μυθιστορήματα ότι η Λαίδη Χ πήγε στην Ριβιέρα, το θεωρούμε φυσικό. Όταν όμως πάει η κυρα Κατίνα η θυρωρός, τα βάζουμε με την καταναλωτική κοινωνία που της προξενεί ”τεχνητές ανάγκες”.

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ “ΕΙΡΩΝΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ” 

  

«Το νεογνόν τω ομοιάζει πολύ»

 Απόμαχος τις πολιτικός ανήρ, του οποίου τα έτη δεν εψύχραναν την καρδίαν, απήλαυσε κατ’ αυτάς εκ νεάνιδος ην συντηρεί εν οικίσκω της Πλάκας, άρρεν τεκνίον. Περί της πατρότητος αυτού είναι υπερβέβαιος ο γηραλέος πρώην βουλευτής, διότι το νεογνόν τω ομοιάζει πολύ, ούτε τρίχας έχον ούτε οδόντας.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ “ΑΣΜΟΔΑΙΟΣ” από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2006 ”ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ, Ο ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗΣ, Ο ΣΑΡΚΑΣΤΗΣ, Ο ΑΝΑΤΡΟΠΕΥΣ” Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

  

244_1280

 Κωνσταντίνος Μαλέας (1879-1928) “Τουρκολίμανο”

“Αυτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη”

Εκτός από τα τσιγάρα και αι φακαί από 14,50 αναθερμάνθηκαν εις την τιμήν των 22 δραχμών. Μετά από σήντομον πάλην που έκανα με τον εαφτόν Μου, προήλθον εις την σκληράν απόφασιν να κόψω ταις φακαίς. Αφτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη, άλλως γίνοντε πάθος. Κατά την γνόμην Μου, όμος η άφξησις της φακής ήτο επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων κε είνε δικεολογημένη διότη η φακή περιέχει σίδηρον κε εφόσον η τιμή του σιδήρου διεθνώς ανήλθεν, δεν επιτρέπετε εις ημάς να ροφώμεν δωρεάν κε προκλητικός τα κέρδη των σιδηροβιομηχάνων εις εποχάς βαρητάτων εισφορών του κλάδου. (εφημερίδα ΑΥΓΗ 23/11/1975)

ΜΠΟΣΤ “ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ” Εκδόσεις GUTENBERG

 

“Η καλ’μέρα του Θεού”

Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης διηγείται την ιστορία του Κουτσογιάννη, ενός βοσκού που μεγάλωσε απομονωμένος και επισκέπτεται για πρώτη φορά τα Γιάννινα:

Όταν ζύγωσε το πλήθος, άρχισε να καλημεράη δεξιά και ζερβά, φέροντας το δεξί του χέρι στα στήθια του, σ’ ένδειξη μεγάλου σεβασμού: -Καλ’μέρα! Καλ’μέρα! Καλ’μέρα! Αλλά κανένας δεν του απολογιόνταν: “Καλή σου ημέρα!” ή “Πολλά τα έτη”, αλλά τραβούσαν όλοι στην δουλειά τους, χωρίς να τον προσέχουν. Τότε ο Κουτσογιάννης, καλημερώντας και μη λαβαίνοντας απάντηση, θύμωσε και μουντζώνοντας με τα δυο του τα χέρια όλον εκείνον τον κόσμον, που αναδεύονταν σαν μελίσσι, ξεφώνησε: -Ου! στο διάολο, παλιανθρώποι! ας είστε κι αρχόντοι! Και δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα αν είχαταν στο μαντρί καθένας σας πάλε δε θα είχαταν τόσο σηκωμένη τη μύτη και θα καταδεχόσασταν ν’ απολογηθήτε στην καλ’μέρα του Θεού! Ου! να μου χαθήτε!

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ “Ο ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ” από το βιβλίο “ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ” Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ

  

Και η συνείδησις έχει ανάγκην κορσέ.

Δεν υπάρχει καταλληλότερος τρόπος διά να γίνει κανείς φιλάργυρος από το ν’ αποκτήσει χρήματα.

Δ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΟΣ “ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΥ” από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΩΚΟΥ Τόμος 6 (1891)

 

 
“Μάλλον ή μ’ άλλον;”

Δεν ξέρω πού τον είχε τον άντρα της μια σχετικά νεαρή γυναίκα με πολλά παιδιά. Κάτι ύποπτα σημάδια είδε και με λαχτάρα πήγε να την δει ένας ηλικιωμένος συνάδελφός μου. Έκανε τη γυναικολογική εξέταση ο γιατρός και πήγε στη βρύση του ιατρείου του να πλύνει τα χέρια του και τα σκούπιζε συλλογισμένος. Η νεαρή γυναίκα κοίταζε να κλέψει τη διάγνωση απ’ το ύφος και το βλέμμα του γιατρού κι απ’ την αγωνία της δε βάσταξε: -Τι λες, γιατρέ μου, είμαι έγκυος; -Μάλλον, της απαντάει ο γιατρός. -Από πού το κατάλαβες, γιατρέ μου, πούναι μ’ άλλον; Η καλή νοικοκυρά φαίνεται θα ήταν πονόψυχη κι έκανε καλοσύνες και σ’ άλλον ή και σ’ άλλους…

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Δ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ “Τ’ ΑΝΟΙΧΤΑ Ι” Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ

 

«Τέκνα Ελλάδος»

Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βασίλης Ρώτας πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε, μαζί με άλλους Έλληνες, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία.

Μου διηγήθηκε, με το χιούμορ που τον διάκρινε, πως όταν φτάσανε στο στρατόπεδο οι Γερμανοί βάλανε κάποιον καθηγητή των αρχαίων ελληνικών να τους προσφωνήσει. Τους απηύθυνε χαιρετισμό όχι μονάχα στα αρχαία ελληνικά, μα προφέροντάς τα με ερασμιακή προφορά. Τους λέει: “Τέκνα Ελλάδος, παροϋσίαν σας χαϊρόμεθα!” Τότε ένας στρατιώτης του φώναξε: “Χαΐρι να μη βρεις!” Ξέσπασαν τρανταχτά γέλια κι ο καθηγητής απόρησε τι αστείο είχε πει.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

«Περνώντας από τη Βουλή»

Περνώντας από τη Βουλή ρητόρου ακούω φωνή σαχλή: “Τιμή! συνείδησις! Πατρίς!” Κι εμένα θες να μου φανεί πως κάποια φώναζε φωνή “Βρε μούτζες δωσ’ του τρεις! Βρε μούτζες δωσ’ του τρεις!”

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

 

ατάκτως ερριμμένα VI

 

αρχική σελίδα