Posts Tagged ‘ο πατέρας μου και η Ιστορία’

ο πατέρας μου και η Ιστορία

24/11/2012

Ο πατέρας μου γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1924. Δεκαέξι μήνες μετά την μικρασιατική καταστροφή και δώδεκα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Οι γονείς του είχαν ζήσει αρκετά χρόνια ως Τούρκοι υπήκοοι. Γι’ αυτό και μιλούσαν τα τουρκικά με ιδιαίτερη άνεση. Όχι πως για τον πατέρα μου η τουρκική ήταν μια άγνωστη γλώσσα. Συχνά διάνθιζε τα λόγια του με τούρκικες λέξεις ή φράσεις που απ’ ό,τι θυμάμαι γίνονταν εύκολα κατανοητές από τους συνομιλητές του, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις είχαν ανάλογη καταγωγή και παρόμοιες εμπειρίες.
Γενικώς οι απόψεις του για την Ιστορία ήταν αρκετά διαφορετικές από τις απόψεις που διατυπώνονται συνήθως στα σχολικά βιβλία· απόψεις όμως που στηρίζονταν σε αναμνήσεις δικές του ή των γονιών του, όχι αυθαίρετες. Για παράδειγμα συχνά μου τόνιζε πως δεν είχε ακούσει ποτέ τη μητέρα του, δηλαδή τη γιαγιά μου, να μιλάει με άσχημα λόγια για τους Τούρκους χωροφύλακες ή γενικότερα για την τουρκική εξουσία στις Σέρρες των αρχών του 1900. Μου μετέφερε συχνά την εικόνα που της είχε μείνει στο μυαλό από την περιφορά του Επιταφίου κάθε Πάσχα στις Σέρρες κατά την οποία πήγαινε μπροστά τουρκικό στρατιωτικό άγημα, το οποίο απέδιδε τιμές όμοιες με αυτές που αποδίδουν σήμερα ελληνικά στρατιωτικά αγήματα. Και βέβαια μου είχε επαναλάβει πολλές φορές τη φράση της γιαγιάς μου πως από τους παλαιοελλαδίτες -έτσι λέγονταν τότε οι νότιοι Έλληνες- οι Μακεδόνες «έμαθαν να τρώνε ελαιόλαδο, ραδίκια και να βρίζουν Χριστό και Παναγία».
Για τον πατέρα του, δηλαδή τον παππού μου, που αναγκάστηκε να λιποτακτήσει από τον τουρκικό στρατό -και αργότερα τον βουλγάρικο- για να μην πολεμήσει εναντίον των Ελλήνων μου τόνιζε πως τελείωσε το εξατάξιο δημοτικό σχολείο του Μεγάλου Ζαλουφίου κοντά στην Αδριανούπολη, έχοντας διδαχθεί εκτός από τουρκικά -ως επίσημη γλώσσα- και ελληνικά αλλά και γαλλικά! Τα έξοδα βέβαια του σχολείου τα πλήρωνε η κοινότητα του χωριού που αν και αρβανίτες είχαν εξολοκλήρου ελληνική εθνική συνείδηση, όμως το εκπαιδευτικό σύστημα έπρεπε να ακολουθεί το επίσημο (αν υπήρχε επίσημο) εκπαιδευτικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Και για την ανταλλαγή των πληθυσμών είχε παράδοξες απόψεις μια και δεν την έβλεπε ως δεινό για τον ελληνισμό. Παραδεχόταν βέβαια πως αναγκάστηκαν σε εκτοπισμό εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που άφησαν για πάντα τις προαιώνιες πατρίδες τους, αλλά πίστευε πως αν στην Ελλάδα είχαν παραμείνει -διασκορπισμένοι μάλιστα σε διάφορα σημεία- άλλες τόσες εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι, και με τον ρυθμό των γεννήσεων τους που ήταν πάντα ανώτερος του δικού μας, είναι σίγουρο πως θα αποτελούσαν πλέον ένα σοβαρό κίνδυνο για την ειρήνη στην περιοχή. Λογικό το σκεπτικό του. 
Τελειώνω τις «απόρρητες» πληροφορίες που μου μετέφερε συχνά ο πατέρας μου με την απαρίθμηση από μέρους του αρκετών σλαβόφωνων χωριών του νομού Σερρών, η οποία απαρίθμηση όμως συνοδευόταν από την εκτίμηση πως οι κάτοικοί τους είχαν ελληνική εθνική συνείδηση. Το συμπέρασμα αυτό το έβγαζε από αρκετούς ασθενείς του -τον καιρό που έκανε το αγροτικό του- που μπορεί στα σπίτια τους να μιλούσαν σλάβικα, ένιωθαν όμως Έλληνες ενώ μου ανέφερε συχνά το παράδειγμα ενός σλαβόφωνου κατοίκου της Αμμουδιάς Σερρών -δε θυμάμαι το όνομά του- ο οποίος, αν και σλαβόφωνος, πέθανε από τα βασανιστήρια που του έκαναν οι Βούλγαροι επειδή αρνιόταν να πολιτογραφηθεί Βούλγαρος.

γυμνασιακά χρόνια
Ιστορικό ενδιαφέρον όμως δεν έχουν μόνο οι απόψεις του πατέρα μου αλλά και αρκετά γεγονότα της ζωής του. Τον Σεπτέμβριο του 1936 εισάγεται, μετά από εξετάσεις, στο εξατάξιο μεικτό Γυμνάσιο Σερρών. Για την εγγραφή του ο παππούς μου πληρώνει 500 δραχμές, όταν το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη ήταν 50 δραχμές, δηλαδή ένα σεβαστό ποσό που ισοδυναμούσε περίπου με 10 μεροκάματα. 1η Οκτωβρίου αρχίζουν τα μαθήματα. Οι μαθητές φορούν πηλήκιο, χρώματος μπλε, με την κουκουβάγια πάνω από το γείσο και εκατέρωθεν της κουκουβάγιας δύο νικέλινα επίχρυσα γράμματα: Γ και Σ (Γυμνάσιο Σερρών). Τον Νοέμβριο του 1936 ο Μεταξάς καταργεί τα μεικτά γυμνάσια και έτσι οι Σέρρες αποκτούν δύο γυμνάσια, ένα αρρένων και ένα θηλέων. Από τα 70 παιδιά που είχε το τμήμα του, μένουν 50 αγόρια. Δύο τμήματα, σύνολο 100. Στη Β΄ Γυμνασίου περνούν 80, στην Γ΄ μένουν 65 και στην Δ΄ γίνεται η μεγάλη «σφαγή»: καταφέρνουν να περάσουν μόλις 38, βρίσκουν και 4 στάσιμους και γίνονται 42. Η αφρόκρεμα. Ο Γυμνασιάρχης τους πλέκει το εγκώμιο και τους ανακηρύσσει πρότυπο τάξης. Και αυτοί τον δικαιώνουν. Στην Ε΄ περνούν και οι 42, όμως τους βρίσκει ο πόλεμος και αναγκάζονται να σταματήσουν την εντυπωσιακή πορεία τους. 
Πριν φτάσουμε όμως στα χρόνια του πολέμου, ας αναφερθούμε σε ένα περιστατικό που δείχνει την αυστηρότητα του εκπαιδευτικού συστήματος της εποχής. Στα 1937, περνώντας ο πατέρας μου στη Β΄ Γυμνασίου, βρίσκει ως συμμαθητή έναν ανάπηρο (περπατούσε το παιδί με πατερίτσες λόγω πολυομυελίτιδας) που είχε μείνει στάσιμος από τον καθηγητή των Μαθηματικών. Τελειώνει η Β’ Γυμνασίου, ο μαθηματικός αφήνει ξανά τον ανάπηρο στάσιμο, τόσο τον Ιούνιο όσο και τον Σεπτέμβριο, το παιδί αναγκάζεται να επαναλάβει για τρίτη χρονιά την τάξη, ο μαθηματικός όμως απτόητος -Ιαβέρη τον έλεγε ο πατέρας μου γιατί έκοβε αράδα πολλά παιδιά- τον ξανακόβει και πάλι, για τρίτη χρονιά. Έχουμε φτάσει πλέον στα 1939, ο πατέρας του ανάπηρου αποφασίζει να τον σταματήσει από το σχολείο. Κι εδώ είναι η ειρωνεία. Γιατί την επόμενη χρονιά τα σχολεία διακόπηκαν λόγω πολέμου, ξανάρχισαν βέβαια αργότερα, με πολλά παιδιά όμως να απουσιάζουν κι έτσι μετά την απελευθέρωση το κράτος -ελλείψει αποφοίτων Γυμνασίου- πήρε την απόφαση να επιτρέψει σε όσους είχαν διακόψει το σχολείο λόγω πολέμου -σε οποιαδήποτε τάξη- να δώσουν εξετάσεις -υποτυπώδεις, κανείς δεν κόπηκε- και να πάρουν το απολυτήριο Γυμνασίου. Ο ανάπηρος όμως συμμαθητής του πατέρα μου δεν μπορούσε να κάνει χρήση της χαριστικής αυτής ρύθμισης γιατί είχε διακόψει το σχολείο πριν την έναρξη του πολέμου, έμεινε λοιπόν χωρίς απολυτήριο Γυμνασίου, με τη βοήθεια του οποίου οπωσδήποτε -σύμφωνα με την άποψη του πατέρα μου- θα διοριζόταν γραμματέας στην κοινότητα του χωριού του ή κάπου αλλού, αντ’ αυτού πέρασε τη ζωή του έξω από το ΙΚΑ -νομίζω της Κ. Τούμπας- σ’ ένα αυτοσχέδιο τραπεζάκι να ετοιμάζει αιτήσεις. 
Α
ς δούμε όμως και μερικές ακόμα, ιστορικής αξίας, λεπτομέρειες από το εκπαιδευτικό σύστημα της δεκαετίας του 30. Οι μαθητές Γυμνασίου έπρεπε να τηρούν συγκεκριμένους κανόνες όχι μόνο στους χώρους του σχολείου αλλά και εκτός σχολείου. Πρώτα πρώτα απαγορευόταν να κυκλοφορούν μετά τις 8 (το καλοκαίρι μετά τις 9), επίσης απαγορευόταν να έχουν σηκωμένο γιακά, να κρατούν αλυσίδα, να κυκλοφορούν σε παρέες άνω των 3 ατόμων και να πηγαίνουν σινεμά. Οι κανόνες αυτοί ατόνιζαν το καλοκαίρι που οι περισσότεροι καθηγητές έφευγαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους στη νότια Ελλάδα -μόνο ο γυμναστής και ο θεολόγος ήταν Σερραίοι-, αλλά το χειμώνα έπρεπε να τηρούνται απαρεγκλίτως. Για τον πατέρα μου πιο επώδυνη απαγόρευση ήταν η απαγόρευση του σινεμά γιατί ήταν φανατικός κινηματογραφόφιλος, ευτυχώς όμως είχε πάρει το ελεύθερο του παππού μου. Αν έπαιρνε αποβολή λόγω κινηματογράφου -3 μέρες αποβολή ήταν η ποινή- δε θα είχε άλλες οικογενειακές συνέπειες απλώς ο παππούς μου θα του απαγόρευε να ξαναπάει σινεμά γιατί μετά κινδύνευε με βαρύτερη ποινή. Τι έκαναν όμως οι μαθητές; Πήγαιναν σινεμά; Βεβαίως και πήγαιναν έχοντας σύμμαχό τους τον υπάλληλο που έκοβε τα εισιτήρια. Τους έβαζε όλους στον εξώστη και μόλις έκανε ντου ο φιλόλογος, ο Μεταξωτός, χτυπούσε με μια μαγκούρα δυνατά το πάτωμα και όλοι έφευγαν τρέχοντας από την έξοδο κινδύνου. 
Ενδιαφέρον έχει επίσης ένα περιστατικό που συνέβη στα 1938, την ημέρα που ανακοινώθηκε στο σχολείο ο θάνατος του Πρίγκιπος Νικολάου. Ο πρίγκηπας Νικόλαος ήταν από τα πιο συμπαθή μέλη της βασιλικής οικογένειας και δεν αναμείχθηκε ποτέ στις πολιτικές διαμάχες του παλατιού με το κόμμα των βενιζελικών.
Τ
ο πρωί, μετά την προσευχή, πήρε το λόγο ο Γυμνασιάρχης, κ. Λαζανάς και είπε στους μαθητές:
“Αγαπητά μου παιδιά, με μεγάλη μου λύπη σας αναγγέλλω τον θάνατο του πρίγκηπος Νικολάου, θείου του Βασιλέως Γεωργίου Β΄, και πατρός της Πριγκιπίσσης Μαρίνας, δουκίσης του Κεντ. Κατ’ εντολή του Υπουργείου Παιδείας το σχολείο σήμερον θα αργεί”.
Αυθορμήτως δυο τρεις στην αρχή κι αμέσως ύστερα όλοι οι άλλοι άρχισαν πετούν τα πηλήκια στον αέρα φωνάζοντας “Ζήτω!”.
Ο Γυμνασιάρχης έμεινε για λίγο άγαλμα κι ύστερα είπε, με οργισμένη φωνή:
“Γαϊδούρια, εγώ σας αναγγέλλω θάνατο ενός συνανθρώπου μας κι εσείς φωνάζετε ζήτω και πετάτε τα καπέλα σας. Αν είχα δικαίωμα θα σας έβαζα μέσα στις τάξεις και θα σας κρατούσα ως το βράδυ. Φύγετε να μη σας βλέπω στα μάτια μου!”.
Σύμφωνα με τη διήγηση του πατέρα μου ο Γυμνασιάρχης είπε και άλλα “βαρύτερα” λόγια, τα οποία δε μεταφέρω μια και ίσως η μνήμη του τον ξεγελούσε. Πάντως αξίζει να τονίσουμε το γεγονός πως ο Γυμνασιάρχης την ώρα που φώναζε οργισμένος δεν επικαλέστηκε τη βασιλική καταγωγή του Πρ. Νικολάου αλλά μίλησε για θάνατο “ενός συνανθρώπου”.

Φτάνουμε έτσι στα χρόνια του πολέμου. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, με την κήρυξη του πολέμου, τα μαθήματα των σχολείων διακόπτονται για να ξαναρχίσουν τον Μάιο του 1941. Η Ελλάδα όμως είναι πια σκλαβωμένη. Ειδικά η Αν. Μακεδονία βρίσκεται υπό την κατοχή των Βουλγάρων. Ο παππούς μου που είχε παλιότερα μπλεξίματα με τους Βουλγάρους -όμηρος 4 χρόνια και αργότερα λιποτάκτης από τον βουλγαρικό στρατό- παίρνει την οικογένεια και μετακομίζουν στο Σοχό. Επειδή τα αρχεία του Γυμνασίου Σερρών έχουν μεταφερθεί στο Ε΄ Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, στην Ανάληψη, ο παππούς μου στέλνει τον πατέρα μου να τελειώσει την πέμπτη Γυμνασίου στη Θεσσαλονίκη (τα μαθήματα κράτησαν μέχρι τον Δεκέμβριο του 41). Στη Θεσσαλονίκη ο πατέρας μου έμενε σε μια θεία του στο Βαρδάρη και πήγαινε στην Ανάληψη κάθε μέρα με το τραμ, εκτός αν είχε διακοπή του ηλεκτρικού οπότε έφτανε σχολείο με τα πόδια! Η μητέρα του τού έστελνε, μέρα παρά μέρα, με το λεωφορείο της γραμμής Θεσσαλονίκης – Σοχού, φαγητό και ζυμωτό ψωμί.
Η επόμενη σχολική χρονιά άρχισε το Μάρτιο του ’42, κι ο παππούς αποφάσισε να στείλει τον πατέρα μου, που θα φοιτούσε έκτη Γυμνασίου, στο Γυμνάσιο Νιγρίτας. Κάθε Δευτέρα πρωί ξεκινούσε ο πατέρας μου απ’ το Σοχό, παρέα με τον γιο του φαρμακοποιού, κι έκαναν τρεις ώρες ποδαρόδρομο μέχρι να φτάσουν στη Νιγρίτα. Την Παρασκευή το μεσημέρι επέστρεφαν, μόνο που τώρα έκαναν τέσσερις ώρες γιατί έπρεπε να ανέβουν τον Βερτίσκο, το βουνό που στέκει μεταξύ Νιγρίτας και Σοχού.

φοιτητικά χρόνια
Και φτάνουμε στον Νοέμβρη του 1942. Ο πατέρας μου έχει τελειώσει την έκτη Γυμνασίου και είναι έτοιμος να αναζητήσει κάποια εργασία. Ο παππούς μου, μάλιστα, έχει βρει στο Σοχό έναν παλιό του πελάτη που του υπόσχεται να διορίσει τον πατέρα μου γραμματέα στο ειρηνοδικείο Σοχού. Του παππού μου του άρεσε η ιδέα. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα φτάνει και το χαρτί του διορισμού κι ο πατέρας μου, το βράδυ πριν την ανάληψη των καθηκόντων του, πέφτει να κοιμηθεί, έτοιμος και χαρούμενος για τη νέα του καριέρα. Το ίδιο βράδυ όμως ο παππούς διαβάζει στην εφημερίδα πως καταργούνται οι εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια. Το πρωί όλα έχουν αλλάξει. Η οικογένεια ακούει εμβρόντητη την καινούργια απόφαση του παππού:
-Θα πάμε στη Θεσσαλονίκη. Ο γιος μου θα σπουδάσει στο πανεπιστήμιο!

Τέλη του ’42 έρχονται στη Θεσσαλονίκη, την πιο δύσκολη ίσως περίοδο της κατοχής, ένα χρόνο μετά την πείνα που θέρισε κόσμο και κοσμάκη και λίγο πριν τη μαζική εξόντωση των Εβραίων από τους Γερμανούς. Ο πατέρας μου γράφεται στη γεωπονική σχολή.
Στη Θεσσαλονίκη, το πρώτο χρονικό διάστημα, έμειναν στο σπίτι ενός φίλου γανωματή. Τα δωμάτια ήταν κλειστά, όμως όλη η οικογένεια βολεύτηκε στην ευρύχωρη κουζίνα του σπιτού. Αργότερα η οικογένεια νοίκιασε, από την Πρόνοια, ένα δωμάτιο σε σπίτι που κατοικούσαν άλλοτε Εβραίοι, τους οποίους είχαν ήδη περιορίσει οι Γερμανοί στα δύο γκέτο της πόλης. Στο δεύτερο δωμάτιο του σπιτιού έμενε μια άλλη προσφυγική οικογένεια από τις Σέρρες. Κουζίνα και τουαλέτα ήταν κοινή και για τις δύο οικογένειες.
Το Μάρτιο του ’43 ιδρύεται η Ιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης και ο πατέρας μου -όπως και πολλοί συμφοιτητές του- αποφασίζει να μεταγραφεί στην ιατρική. Όταν έμαθε το νέο ο παππούς μου, του είπε:
-Καλά έκανες. Και στην Κίνα αιχμάλωτος να βρεθείς, θα σε κάνουν γιατρό των αιχμαλώτων!!
Ποια άλλη συμβουλή μπορούσε να δώσει ένας άνθρωπος που πέρασε στη ζωή του τόσες προσφυγιές, αιχμαλωσίες, κατοχές και πολέμους;

συσσίτια
Με το που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, ο πατέρας μου άρχισε να τρέφεται στη φοιτητική λέσχη. Καλό φαγητό, σύμφωνα με τα λεγόμενά του: κάθε Κυριακή κρέας με ρύζι, μεσοβδόμαδα ψάρι και τις άλλες μέρες όσπρια. Μόνο λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση, που άρχισε να καταρρέει το ελληνικό καθεστώς των δωσιλόγων, χειροτέρευσε και το συσσίτιο: κάθε μέρα νερόβραστα όσπρια.
Τον Φεβρουάριο του 43 η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ιδρύει βραδινό φοιτητικό συσσίτιο στη γωνία Αγίας Σοφίας και Μακένζι Κινγκ, υπό την εποπτεία του τότε αρχιμανδρίτη πατρός Λεωνίδα, μετέπειτα μητροπολίτη. Το συσσίτιο δούλευε σε δύο βάρδιες, 7 με 8 και 8 με 9. Χρέη τραπεζοκόμων εκτελούσαν φοιτητές προσκείμενοι στα κατηχητικά. Η προ του φαγητού προσευχή ήταν το γνωστό τροπάριο: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε ζητούντες τον Κύριο ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού…».
Τα τραπέζια είχαν υφασμάτινα καλύμματα. Δεν υπήρχαν καρέκλες, αλλά μονοκόμματοι πάγκοι. Μπαίνοντας ο καθένας μέσα όχι μόνο είχε τη θέση του μα έβρισκε μπροστά του και μια πήλινη γαβάθα, ένα κουτάλι και μια φέτα ψωμί, 100 δράμια. Μόλις οι φοιτητές κάθονταν, οι τραπεζοκόμοι περνούσαν να σερβίρουν. Μετά το φαγητό άρχιζε η κατήχηση, αναγκαίο κακό για τους περισσότερους φοιτητές αν κρίνουμε από την απάντηση ενός Ηπειρώτη φοιτητή δασολογίας
, όταν μια φορά, την ώρα της κατήχησης, ο πατέρας μου του ψιθύρισε την ερώτηση: «Αλέκο πώς σου φαίνεται το κήρυγμα;» Για να του απαντήσει εκείνος με τη βαριά ηπειρώτικη προφορά του: «Γιατρέ μ’, τη σήμερον ημέρα, δλια είναι να γεμίζει η χλιάρα».
Τον Ιούνιο του 1944, ενάμιση χρόνο μετά την έναρξη του συσσιτίου, οι υπεύθυνοι μοίρασαν στους φοιτητές μια κόλλα χαρτί στην οποία υπήρχε το τριπλό ερώτημα: Τι γνώμη έχετε α) περί Θεού; β) περί του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού; γ) περί της Εκκλησίας Αυτού; 
Οι φοιτητές στην πλειοψηφία τους ήταν αριστεροί, επομένως είναι σίγουρο πως οι απαντήσεις τους δεν ήταν αυτές που περίμεναν οι υπεύθυνοι του συσσιτίου. Υπάρχει η περίπτωση κάποιοι να έκαναν και σκωπτικά σχόλια, κάποιοι άλλοι έγραψαν με κεφαλαία για μην αναγνωριστεί ο γραφικός τους χαρακτήρας, ωστόσο, προς γενική κατάπληξη, ο θεολόγος Φραγκόπουλος, δυο μέρες αργότερα, δήλωσε στους φοιτητές πως με τις απαντήσεις τους έδειξαν πως διαπνέονται από πραγματικά χριστιανικά ιδεώδη. Δεν πέρασε όμως μια εβδομάδα και πάλι ο Φραγκόπουλος, ένα βράδυ, αντί για κατήχηση, ανακοίνωσε ότι το συσσίτιο διακόπτεται «ελλείψει οικονομικών πόρων». Ευχήθηκε στους φοιτητές καλή πρόοδο στα μαθήματά τους και αποχώρησε χωρίς τη συνηθισμένη κατήχηση. Εδώ τελειώνει η ιστορία του συσσιτίου της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης που, για όσο καιρό κράτησε, βοήθησε πραγματικά τους φοιτητές να αντέξουν την πείνα, απόδειξη το γεγονός πως, χωρίς το συσσίτιο, η απελευθέρωση βρήκε τον πατέρα μου 53 κιλά, με ύψος 1,80, αλλά άφησε παράλληλα αρκετά αναπάντητα ερωτηματικά για την πραγματική αιτία της διακοπής του.

το μπλόκο
Ο πατέρας μου ήταν οργανωμένος στην Εθνική Αντίσταση. Γραμματέας στην ΕΠΟΝ Ιατρικής Θεσσαλονίκης. Ποτέ όμως δεν περηφανεύτηκε για τα κατορθώματά του. Θεωρούσε πως δεν είχε κάνει και τίποτα σπουδαίο αφού δεν είχε πιάσει ποτέ του όπλο. Το μόνο που έκανε ήταν να μοιράζει σε σπίτια προκηρύξεις -συνήθως περιείχαν ειδήσεις από το ραδιόφωνο του BBC-, τις οποίες προκηρύξεις μοίραζε σύμφωνα με την συνωμοτική πρακτική από τον τελευταίο όροφο προς τα κάτω ώστε αν κάποιος τον συναντούσε ανεβαίνοντας τις σκάλες να μην μπορεί να αντιληφθεί τους σκοπούς του. Ιδιαίτερα τυχερός στάθηκε στο μπλόκο που έκαναν οι Γερμανοί στη φοιτητική εστία της Θεσσαλονίκης, μια και, λίγο πριν, ο καθοδηγητής του τον είχε στείλει σε κάποιο Γυμνάσιο της περιοχής να μαζέψει όσους μαθητές ήθελαν να συμμετάσχουν στη διαμαρτυρία των φοιτητών για την ποιότητα του συσσιτίου. Το γεγονός συνέβη λίγο πριν από το Πάσχα του 43 ή του 44. Συνελήφθησαν αρκετοί φοιτητές, μόνο λίγοι κατάφεραν, μέσω θαλάσσης, να δραπετεύσουν κολυμπώντας -η φοιτητική εστία βρισκόταν στην παραλία, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Βασιλικό Θέατρο-, και μια και ο πατέρας μου δεν ήξερε μπάνιο είναι σίγουρο πως δε θα γλύτωνε τη σύλληψη. Οι φοιτητές οδηγήθηκαν στη φυλακή του Παύλου Μελά. Απελευθερώθηκαν δέκα μέρες αργότερα, την Μεγάλη Παρασκευή, μετά από μεσολάβηση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Δεν έπαθαν τίποτε από τους Γερμανούς -πλην ενός- όλοι όμως (και κυρίως οι γονείς τους) τράβηξαν μεγάλη λαχτάρα γιατί αν, εντωμεταξύ, συνέβαινε κάποιο σαμποτάζ των ανταρτών του ΕΑΜ, τότε κάποιοι απ’ αυτούς θα οδηγούνταν για εκτέλεση. Ήταν η συνήθης πρακτική των Γερμανών να εκτελούν υπόδικους ως αντίποινα στις αντιστασιακές πράξεις. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: αν καταδικαζόσουν από γερμανικό δικαστήριο με οποιαδήποτε ποινή τότε δεν είχες φόβο να εκτελεστείς για αντίποινα. Οι Γερμανοί έδειχναν με αυτό το τρόπο το σεβασμό τους στη γερμανική δικαιοσύνη. Για σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή ούτε λόγος.
Ήρθε όμως η ώρα να μιλήσω για τον ένα και μοναδικό φοιτητή που πλήρωσε με τη ζωή του τη σύλληψη σε εκείνο το μπλόκο της φοιτητικής εστίας. Ήταν καλός φίλος του πατέρα μου και αξίζει να αναφερθούν γι΄αυτόν δυο λόγια γιατί ήταν ένας Ήρωας. Πρόκειται για τον Νίκο Μπαλή που έμεινε φυλακισμένος στου Παύλου Μελά, γιατί οι Γερμανοί γνώριζαν πως ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ. Λίγο αργότερα εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. Πριν εκτελεστεί υπέστη φοβερά βασανιστήρια αλλά δεν έδωσε στους Γερμανούς κανένα όνομα συναγωνιστή του. Στο βιβλίο του Γιώργου Καφταντζή «Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον Καιρό της Κατοχής» υπάρχει η επιστολή που άφησε ο Νίκος Μπαλής, λίγο πριν πεθάνει, στην οποία λέει:

Πατέρα μου μη λυπηθείς για το θάνατό μου. Όποιος ξέρει να ζει, ξέρει και να πεθαίνει. Δεν είμαι ο μόνος που σκοτώνεται για την Ελλάδα και την ανθρωπότητα. Να παρηγορείς τη μητέρα μου και να ξέρεις ότι το μυστικό για το οποίο με βασάνιζαν, το πήρα μαζί μου για τον άλλο κόσμο και σώθηκαν οι σύντροφοί μου. Το σακάκι μου το πράσινο να το φοράς, ώσπου να κουρελιαστεί για να με θυμάσαι και να συνεχίσεις τον αγώνα μας μέχρι να ξεριζωθεί από τον τόπο μας κάθε ίχνος φασισμού.
Νίκος

η διαδήλωση για την 25η Μαρτίου 
Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή του όποτε μιλούσε για τη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943. Αν μπορούσα να ζήσω κι εγώ μια σκηνή από την κατοχή αυτή θα διάλεγα.

Μετά τη δοξολογία στην Αγία Σοφία, χίλιοι φοιτητές κατέβηκαν την οδό Αγίας Σοφίας τραγουδώντας το «Μια μέρα η πατρίδα μας είχε χαρά μεγάλη και μας την εφαρμάκωσε η μαύρη η σκλαβιά» καθώς και το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά». Πέρασαν από την Τσιμισκή, έστριψαν αριστερά στην Παύλου Μελά, ο κόσμος εντωμεταξύ έβγαινε στα μπαλκόνια και τους χειροκροτούσε, έστριψαν δεξιά στην οδό Πολωνίας, σημερινή Σβώλου, και έφτασαν στη διασταύρωση με Δ. Γούναρη. Από μια τετραόροφη πολυκατοικία βγήκε στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου ο καθηγητής φιλοσοφίας, Θεοδωρίδης, κρατώντας την ελληνική σημαία. Όλοι γονάτισαν και ο Θεοδωρίδης -που δεν μπορούσε να μιλήσει απ’ τη συγκίνηση- τους πέταξε τη σημαία. Οι φοιτητές σηκώθηκαν και έψαλαν τον εθνικό ύμνο. Συνέχισαν την πορεία και έφτασαν στην οδό Εθνικής Αμύνης. Στα μπαλκόνια ο κόσμος πάντα τους χειροκροτούσε, κάποιοι ενθουσιώδεις πετούσαν λουλούδια. Έφτασαν τελικά στον Λευκό Πύργο και στεφάνωσαν το άγαλμα του Ναύαρχου Βότση. Ανέβηκαν πάλι την Εθνικής Αμύνης και στο Γυμνάσιο Θηλέων, που είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς, συνέβη ένα απρόσμενο επεισόδιο με δύο Γερμανούς φρουρούς. Κάποιοι φοιτητές περπατούσαν πάνω στο πεζοδρόμιο κι αυτό οι Γερμανοί μάλλον το θεώρησαν ασέβεια, ίσως ειπώθηκε και καμιά κουβέντα, οι Γερμανοί πάντως άρπαξαν δυο φοιτητές και τους συνέλαβαν. Οι φοιτητές, νέα παιδιά, έβραζε το αίμα τους, σταμάτησαν και άρχισαν να φωνάζουν. Ευτυχώς επενέβη κάποιος Γερμανός αξιωματικός και άφησε ελεύθερους τους συλληφθέντες κι έτσι συνεχίστηκε η πορεία μέχρι την προτομή του Τσάμη Καρατάσου που τη σκέπασαν με την ελληνική σημαία. Έψαλαν πάλι τον Εθνικό Ύμνο και μόνο τότε η πορεία διαλύθηκε.

για τον εμφύλιο
Βουτήξαμε πλέον για τα καλά στην Ιστορία γι’ αυτό ας πούμε δυο λόγια για τις απόψεις του πατέρα μου για την Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Κι αυτές είναι έξω από τη γενική γραμμή, στην περίπτωση δε του Εμφυλίου είναι έξω από τη γραμμή και των δύο πλευρών. Πρώτα πρώτα όμως να ασχοληθούμε με το Όχι. Γιατί γιορτάζουμε τη συγκεκριμένη επέτειο και όχι την επέτειο της μάχης στο Καλπάκι ή στο ύψωμα 731 που θα ήταν και πιο σωστό μια και δεν είναι το Όχι του Μεταξά που τιμούμε αλλά το Όχι που είπαν οι στρατιώτες μας πολεμώντας στα αλβανικά βουνά; Αυτή ήταν μια απορία του πατέρα μου. Την απάντηση την έδινε ο ίδιος λέγοντας πως η δεξιά, μη έχοντας να επιδείξει αντιστασιακές δάφνες ανάλογες με του ΕΑΜ, επέλεξε με πολιτική σκοπιμότητα την ημερομηνία της 28ης Οκτωβρίου ως εθνικής επετείου. Σεβαστή η άποψή του αν και υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που μιλούν για έναν εντελώς αυθόρμητο εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου από την πρώτη κιόλας χρονιά της κατοχής.
Αλλά και αρκετά χτυπήματα του ΕΛΑΣ, δεν τα έβλεπε με καλό μάτι ο πατέρας μου. Όχι βέβαια τα οργανωμένα έναντι γερμανικών στρατιωτικών στόχων, αλλά τα ανοργάνωτα και τυφλά που το μόνο που πετύχαιναν ήταν να προκαλούν τους Γερμανούς σε βίαια και απάνθρωπα αντίποινα. Για παράδειγμα δεν έκρυβε τη διαφωνία του με το χτύπημα των ανταρτών του ΕΛΑΣ εναντίον ομάδας, αποτελουμένης από Έλληνες και Γερμανούς, που ανέβαιναν στο Χορτιάτη για να ελέγξουν το νερό του υδραγωγείου. Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη έδωσε στους κατακτητές την αφορμή που ζητούσαν ώστε να προβούν στα θηριώδη αντίποινα εναντίον αμάχων της κοινότητας Χορτιάτη.     
Όσο για τον εμφύλιο πόλεμο εδώ έδινε ευθύνες και στις δύο πλευρές. Θεωρούσε πως το ΕΑΜ έκανε τεράστιο λάθος όταν αποφάσισε την αποχή στις εκλογές του 1946. Όσο μεγάλη και αν ήταν η τρομοκρατία εναντίον των κομμουνιστών, ειδικά στην ύπαιθρο, ήταν σίγουρος πως αν κατέβαιναν σε εκείνες τις μοιραίες εκλογές θα έβγαζαν τουλάχιστον 50 με 60 βουλευτές και κανείς δε θα τολμούσε να τους πειράξει. Με την αποχή το μόνο που κατάφεραν ήταν να στοχοποιήσουν τους χιλιάδες -νεαρούς στην πλειοψηφία τους- ψηφοφόρους τους κάνοντας πολύ πιο εύκολο το έργο των δυνάμεων της αστυνομίας και του παρακράτους. Ο πατέρας μου δεν πήγε να ψηφίσει σε εκείνες τις εκλογές. Εξαιτίας αυτής της απόφασής του, τα επόμενα 15 με 20 χρόνια, είχε να αντιμετωπίσει το ειρωνικό βλέμμα και το κούνημα του κεφαλιού από τον οποιονδήποτε αστυνομικό ή τον οποιονδήποτε εκλογικό αντιπρόσωπο που άνοιγε το εκλογικό του βιβλιάριο. Αυτό βέβαια ήταν ελάχιστο μπροστά στα βασανιστήρια, τις εξορίες ή τις εκτελέσεις που υπέστησαν χιλιάδες άλλοι κομμουνιστές, αλλά υπήρχαν και αρκετοί, σαν τον πατέρα μου, -η αλήθεια είναι πως δεν είναι όλοι γεννημένοι ήρωες- που ήθελαν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή, να κάνουν οικογένεια και να αφήσουν πίσω ό,τι έγινε στο παρελθόν. Η αποχή του 1946 δεν τους το επέτρεψε.  
Στα 1958, εννιά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, ο πατέρας μου εξασφάλισε μια θέση για ειδικότητα σε νοσοκομείο του Σικάγο. Όταν δυο χρόνια αργότερα αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην Αμερική και ζήτησε από τους Αμερικανούς να χορηγήσουν βίζα και στη μητέρα μου, οι Αμερικανοί του το αρνήθηκαν. Αιτία ο φάκελός του, που έγραφε πως ήταν στέλεχος της ΕΠΟΝ. Τι ειρωνεία να έχεις αγωνιστεί εναντίον των κατακτητών της πατρίδας σου και αυτό να θεωρείται μεμπτό και επικίνδυνο.
Όσο για τις ευθύνες των δεξιών, που ανέφερα προηγουμένως, μόνο η παρακάτω ιστορία αρκεί: Εν μέσω κατοχής ο πατέρας μου συνάντησε, μπροστά στην Αγία Σοφία, ένα συμμαθητή του από το Γυμνάσιο, που φορούσε γερμανική στολή. Ο συμμαθητής του έκανε πως δεν τον είδε και έστριψε σε μια γωνία για να μη συναντηθούν κατά πρόσωπο. Λίγα χρόνια αργότερα -εν μέσω εμφυλίου τώρα- τον ξανασυνάντησε μόνο που ο συμμαθητής του φορούσε πλέον στολή Έλληνα αστυνομικού. Αυτή τη φορά δεν ντράπηκε να του μιλήσει και στην ερώτηση του πατέρα μου «τι κάνεις;» ο συμμαθητής του του απάντησε: «σκοτώνω κομμουνιστές». Η αλήθεια είναι πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε μια δικαιολογία, οι αντάρτες του ΕΑΜ είχαν σκοτώσει τον αδελφό του, αλλά υπήρξαν πολλοί ακόμα που έγιναν συνεργάτες των Γερμανών, χωρίς καμία δικαιολογία και οι οποίοι όχι μόνο δεν είχαν κυρώσεις μα έγιναν αργότερα συνεργάτες της αστυνομίας. Δύσκολη εποχή, δύσκολες αποφάσεις. Και η ζωή σου κρεμόταν από μια κλωστή. Αν εκείνο το βράδυ που σταμάτησαν οι ταγματασφαλίτες τον πατέρα μου πίσω από το δημαρχείο, για να ελέγξουν την ταυτότητά του, ανακάλυπταν πως στην κωλοτσέπη είχε διπλωμένο τον Ριζοσπάστη ίσως ο πατέρας μου να είχε πάρει κι αυτός το δρόμο της εξορίας. Από την άλλη, πάλι από τον πατέρα μου είχα ακούσει πολλές φορές την ιστορία του θείου μου που κάθε βράδυ έφευγε απ’ το χωριό του για να κοιμηθεί στις Σέρρες ώστε να γλυτώσει τη βίαιη επιστράτευση από τον ΕΛΑΣ. Δύσκολη εποχή, όπως είπα, και μπερδεμένη. Είναι μάλλον λάθος η αναζήτηση ευθυνών μόνο από τη μία ή την άλλη πλευρά.

μίσος και φόβος
Μέσα της δεκαετίας του 1980. Ο πατέρας μου έχει εξελιχθεί σε μετριοπαθή δεξιό -μαζί με την Καθημερινή ή την Μεσημβρινή στο σπίτι ερχόταν συχνά και η Ελευθεροτυπία-, και με την αφέλεια που χαρακτήριζε πολλούς μετριοπαθείς, ότι δηλαδή στον Εμφύλιο συνέβησαν μεν διάφορα τρομερά, αλλά ας τα ξεχάσουμε βρε αδερφέ κι όλα καλά, κάνει το λάθος να καλέσει στο ίδιο τραπέζι τον κ. Γιάννη, συμφοιτητή του που παρέμενε ακόμα αριστερός, με έναν ακροδεξιό απόστρατο αξιωματικό, που ήταν φίλος φίλου κι είπε η μητέρα μου -ωραία έμπνευση- να τον καλέσει κι αυτόν να βγάλει την υποχρέωση. Έφαγα κι εγώ μαζί τους κι ύστερα τους χαιρέτισα και πήγα με την παρέα μου για καφέ. Όταν επέστρεψα γύρω στις 5 το απόγευμα, όλοι ήταν στην πόρτα έτοιμοι να αναχωρήσουν. Ακούω λοιπόν τον κ. Γιάννη να χαιρετάει τον απόστρατο λέγοντας «στρατηγέ μου, ό,τι κι αν είπαμε, να ξέρετε ότι εγώ τιμώ τον ελληνικό στρατό». Κι απαντάει ο απόστρατος: «Εγώ δεν σας τιμώ καθόλου, κι αν ήταν στο χέρι μου θα σας σκότωνα όλους».
40 χρόνια είχαν περάσει από το τέλος του εμφυλίου κι όμως σε πολλές περιπτώσεις το μίσος παρέμενε άσβεστο. Το ίδιο κι ο φόβος. Ο συμμαθητής μου ο Πα
ναγιώτης -που ο δικός του πατέρας είχε δει τα δυο του αδέλφια να εκτελούνται στον εμφύλιο, επειδή ήταν κομμουνιστές-,  μπορεί να ήταν κολλητός μου φίλος, αλλά έκανε τρία χρόνια να μου εκμυστηρευθεί πως ο πατέρας του ψήφιζε ΚΚΕ γιατί του είχα πει πως ο δικός μου ψήφιζε Νέα Δημοκρατία. Δεκαετία του 80 ήταν ακόμη. 40 χρόνια ήταν πολύ λίγα για να ξεχαστεί το μίσος και ο φόβος.

η μεταστροφή του
Για το πώς συντελέστηκε η μεταστροφή του πατέρα μου από οργανωμένο στέλεχος της ΕΠΟΝ σε -έστω μετριοπαθή- δεξιό, αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω πλήρως. Σίγουρα πάντως δεν ήταν τα χρήματα που τον άλλαξαν, καθώς η μεταστροφή του άρχισε ήδη από την δεκαετία του 50, με την εμφάνιση στην πολιτική σκηνή του συντοπίτη του Καραμανλή, μια δεκαετία κατά την οποία ο πατέρας μου έπαιρνε ακόμα χαρτζηλίκι από τον παππού μου, άλλωστε ούτε αργότερα έβγαλε πολλά χρήματα ο πατέρας μου, πόσα χρήματα μπορούσε να βγάλει ένας παθολόγος γιατρός που γυρνούσε με το τσαντάκι του τις φτωχογειτονιές -τότε- της Τούμπας, σίγουρα πάντως -εκτός από την χαμηλή εκτίμηση που έτρεφε για τον γέρο Παπανδρέου (τον Γεώργιο)- καθοριστική υπήρξε η επίδραση της Αμερικής. Ο πατέρας μου γοητεύτηκε από τον αμερικανικό τρόπο ζωής και παρέμεινε σε όλη του τη ζωή φανατικός φιλοαμερικανός ενώ το επιχείρημα που χρησιμοποιούσε ώστε να δικαιολογηθεί για το πώς προσχώρησε σε μια παράταξη που διέπραξε τόσα εναντίον των πρώην συντρόφων του ήταν πως, ναι, σίγουρα η δεξιά είχε κάνει εγκλήματα -όχι όμως ο Καραμανλής που είχε κρατήσει καθαρά τα χέρια του τουλάχιστον από εκτελέσεις  και στρατοδικεία-, αλλά αυτή η δεξιά, με τα τόσα ελαττώματά της, είχε παραλάβει μια ξυπόλητη και πεινασμένη Ελλάδα και την είχε φέρει στην ελίτ της Ευρώπης. Κι όσο για τους φίλους του, που είχαν παραμείνει αριστεροί, εδώ είχε άλλο ακλόνητο επιχείρημα. Μου τους ανέφερε έναν έναν, ο πρώτος (6 μήνες Μακρόνησο) ήταν πλέον ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας, ο δεύτερος (1 χρόνο Μακρόνησο -αυτός που είχε απαντήσει με κεφαλαία στις ερωτήσεις των θεολόγων του συσσιτίου) είχε φτάσει ανώτερος δικαστικός (στέλεχος μάλιστα του ειδικού δικαστηρίου που δίκασε αργότερα τον Α. Παπανδρέου), ο τρίτος γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο, ο τέταρτος είχε γίνει στέλεχος της ΕΡΤ, ο κατάλογος δεν είχε τέλος, οι φίλοι του πατέρα μου, όλοι απόφοιτοι πανεπιστημίου, είναι γεγονός πως είχαν στελεχώσει τον κρατικό μηχανισμό, γι’ αυτό είχε τη συνείδησή του καθαρή και με ρωτούσε με ειρωνικό χαμόγελο: πού βλέπεις τις διώξεις της δεξιάς; Όσο για την Μακρόνησο, εδώ είχε να μου πει την τραγική ιστορία ενός φίλου του, που ο πατέρας του έβαλε λυτούς και δεμένους να γλυτώσει την Μακρόνησο, τη γλύτωσε τελικά, πήγε φυσικά στον στρατό και πολεμώντας στον εμφύλιο σκοτώθηκε στις φοβερές εκείνες μάχες στο Γράμμο – Βίτσι.  Τέλος για τα εγκλήματα της δεξιάς ήταν πεπεισμένος πως αν στον εμφύλιο είχαν νικήσει οι κομμουνιστές θα είχαν πράξει ακριβώς τα ίδια -ίσως και χειρότερα- σε βάρος των αντιπάλων τους. Υποκειμενική βέβαια απόψη, για την οποία δεν έχει νόημα να επεκταθούμε περισσότερο μια και ως γνωστόν η Ιστορία δεν γράφεται ποτέ με υποθέσεις.   

το τέλος
Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του ο πατέρας μου δεν έβγαινε παρά ελάχιστες φορές από το σπίτι. Κάποιες από τις εξόδους του ήταν για να πάμε οικογενειακώς σε μια ταβέρνα στην Πυλαία. Εκεί το αφεντικό, ο Στέφανος, τού έκανε συχνά πλάκα λέγοντας του: «νεαρέ μου, θέλεις να πάμε απόψε στον Ρέμο;» Μια, δυο, τρεις, κάποια φορά ο πατέρας μου του έδωσε την εξής απάντηση: «Ξέρεις, τι θέλω για απόψε; Να μου κάνεις το τραπέζι και να φωνάξεις όλους τους φίλους μου που έχουν πεθάνει».
Ναι, σιγά σιγά είχαν φύγει από τη ζωή όλοι οι φίλοι του, αφήνοντας στον πατέρα μου την πικρή ικανοποίηση του τελευταίου επιζώντα της παρέας. Είχαν απομείνει βέβαια κάποιοι συμμαθητές του, με τους οποίους όμως -λόγω παρόμοιων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζαν και εκείνοι- μιλούσε μόνο στο τηλέφωνο.

Ο πατέρας μου πέθανε ήσυχα στον ύπνο του, στις 30 Οκτωβρίου του 2012, την ημέρα της γιορτής της αδελφής του, που είχε πεθάνει πριν από 12 χρόνια. Λίγες μέρες πριν το θάνατό του, η θεία μου είχε δει στον ύπνο της την αδελφή του να συμμαζεύει το σπίτι λέγοντας πως περιμένει τον αδελφό της να έρθει. Προλήψεις και φαντασία θα έλεγε ο πατέρας μου, που δεν πίστευε σε οποιαδήποτε ύπαρξη ζωής μετά θάνατον. Αυτές οι προλήψεις όμως είναι που κάνουν τον θάνατο των αγαπημένων μας προσώπων υποφερτό. Οι προλήψεις και η ελπίδα πως, ίσως, κάπου εκεί ψηλά μας βλέπουν, μας κρίνουν και, καμιά φορά, καμαρώνουν για μας.

ΥΓ. Όσοι είχαν το κουράγιο να διαβάσουν ολόκληρη την ανάρτηση θα αντιλήφθηκαν πως όσα περιέχει το κείμενο δεν διεκδικούν δάφνες ιστορικής αλήθειας, συνθέτουν απλά και μόνο την υποκειμενική άποψη της Ιστορίας που είχε διαμορφώσει ένας άνθρωπος που έζησε αρκετά σημαντικά ιστορικά γεγονότα, μια άποψη που μεταφέρθηκε σε μένα σταδιακά, μέσα από ατέλειωτες συζητήσεις που είχαμε με τον πατέρα μου, κατά τη διάρκεια των 25 τελευταίων ετών.

Γιώργος Μενεξές (1924-2012)