Archive for Απρίλιος 2010

φιλία

30/04/2010

Σε αντίθεση με τη συνήθη απόψη, δεν πιστεύω ότι φίλοι είναι απαραίτητα οι άνθρωποι που συμπαθεί κανείς περισσότερο, αλλά αυτοί που απλά βρέθηκαν πρώτοι εκεί. Οι περισσότεροι από τους φίλους μου έχουν ελαττώματα, τα οποία χτυπούν περισσότερο στο μάτι, επειδή βρίσκονται τόσο κοντά μου, κι όμως αυτοί είναι οι άνθρωποι για τους οποίους βρίσκεται κανείς πάντα σπίτι, όταν τηλεφωνούν.

Γενικά πιστεύω ότι τους φίλους του τους διαλέγει κανείς το ίδιο λίγο όπως και τους γονείς του. Γιατί αν ήταν κανείς σε θέση να διαλέξει τους φίλους του το ίδιο σχολαστικά και επιμελώς όπως τη γυναίκα του, τότε τους περισσότερους θα τους είχε διώξει ή χάσει. Όχι, διολισθαίνει κανείς μέσα σε μια φιλία και δεν υπάρχει διαζύγιο.

Οι φίλοι υπάρχουν για να θυμίζουν στον καθένα από μας τις ανεπάρκειες που μας περιστοιχίζουν, τις μεταπτώσεις της ανθρώπινης φύσης, τα δυσάρεστα πράγματα, τα οποία είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος, την κακοήθεια, τη στενοκεφαλιά και την κοροϊδία της κοινωνίας. Εκτός αυτού μας μαθαίνουν να συγχωρούμε μεν, αλλά να μην ξεχνάμε ποτέ. Δίχως φίλους θα ήμασταν χαμένοι.

ΠΙΤΕΡ ΟΥΣΤΙΝΟΦ «ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΜΙΚΡΟΠΡΑΓΜΑΤΑ»
Εκδόσεις ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ μετάφραση Ε. ΚΑΛΛΙΓΕΡΗ

 

Είναι ένα από τα πλέον απόλυτα καθήκοντα της φιλίας: να είναι κανείς καθαρός στο Όχι του, όταν δεν τον κατακλύζει το απόλυτο Ναι.

ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ «Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΡΙΛΚΕ»
μετάφραση Α. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

Το να έχει κανείς έναν κοντινό του άνθρωπο, που να συνδυάζει αντίθετες απόψεις με μια βαθιά, σταθερή φιλία, μπορεί να ευνοήσει θαυμαστά την εξέλιξή του. Διότι όσο είμαστε (όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές απέναντι στους γονείς και σε άλλους, μεγαλύτερους στην ηλικία ανθρώπους) υποχρεωμένοι να θεωρούμε το Άλλο οπωσδήποτε λάθος, κακό, εχθρικό αντί απλώς «Άλλο», δεν καταφέρνουμε να αποκτήσουμε μια χαλαρή και δίκαιη σχέση με τον κόσμο, όπου βεβαίως πρέπει να υπάρχει χώρος για το καθετί, για τη θέση και την αντίθεση, για εμένα και γι’ αυτόν που είναι εντελώς διαφορετικός από μένα. Μόνο δε υπό την προϋπόθεση και την αποδοχή ενός τέτοιου κόσμου, που θα συμπεριλαμβάνει τους πάντες και τα πάντα, μπορεί κανείς να διαμορφώσει και τον δικό του εσωτερικό κόσμο, με τις εσωτερικές αντιθέσεις και αντιφάσεις του, ανοιχτό και ευρύχωρο και ευάερο.

ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ «Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΡΙΛΚΕ»
μετάφραση Α. ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

Έχει και η φιλία την αχίλλειο πτέρνα της: τη γυναίκα.

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ “Η ΤΙΜΗ ΕΝΟΣ ΑΔΕΛΦΟΥ” από το βιβλίο του ΜΙΧ. ΠΕΡΑΝΘΗ “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ

 

Εν τη δυστυχία σου εάν σε εγκαταλίπη ο φίλος σου, μη λυπήσαι. Δεν έχασες τίποτε.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ Τόμ.7, Αρ. 0 (1892)

 

Να τη μετράς σαν ασυχώρετη αμαρτία σου την ώρα όπου έτυχε και πίκρανες ένα σου φίλο.    

ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ “Η ΠΑΓΙΔΑ” 

  

Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ «ΑΓΕΛΑΣΤΗ ΑΝΟΙΞΗ» Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 

Η φιλία είναι ένα άνθος που θέλει καιρό και καλλιέργεια.

ΛΙΛΙΚΑ ΝΑΚΟΥ «ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ» Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

 

Οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεσαι εις κάποιαν σύγκρουσιν διαιρούνται εις δύο: με τους πρώτους μαλώνεις χωρίς να θυμώσης και με τους δευτέρους θυμώνεις χωρίς να μαλώσης. Με τους πρώτους σε συνδέει φιλία και εκτίμησις, με τους δευτέρους ούτε το ένα ούτε το άλλο.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ «ΝΕΑ ΘΡΥΨΑΛΑ»
α
πό το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

 

Ότι η φιλία και το φιλί είναι της αυτής ρίζης, το λέγει το λεξικόν, αλλά το υποστηρίζει και  η ιστορία με το φίλημα του Ιούδα.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ «ΝΕΑ ΘΡΥΨΑΛΑ»
α
πό το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

 

Φιλία είναι η συμφωνία δύο ανθρώπων εναντίον όλου του κόσμου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ» Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ
από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

 

Φιλία είναι η συμφωνία δύο ανθρώπων να μην προχωρήσουν στο βάθος, αλλά να μείνουν πάντα στην επιφάνεια.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ «ΤΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ» Εκδόσεις ΒΟΥΡΚΑΡΙΑΝΗ
από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

 

Ο Νίκος Γκάτσος – ένας πολύ αυστηρός φίλος

Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει για τη φιλία του με τον Νίκο Γκάτσο:

Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του «Λουμίδη» ή του «Πικαντίλλυ» να μιλάμε. Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα, αλλά όχι επιρροή. Και να σας πω μεταξύ των σπουδαίων μαθημάτων ένα παράδειγμα: όταν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών έγραψα για την Μαρίκα Κοτοπούλη μουσική για την «Ορέστεια», είχα κάνει και δυο θαυμάσια μέρη για τις «Χοηφόρες», λόγω των οποίων απολάμβανα μεγάλο θρίαμβο εις τον κύκλο των ειδικών. Είχε επισημανθεί η σημασία τους, η δε Μαρίκα με λάτρευε εν ονόματι των δύο αυτών μεγάλων στιγμών. Όταν λοιπόν ήρθε και τ’ άκουσε ο Γκάτσος, γύρισε και μου έκανε ένα αυστηρότατο μάθημα: ότι αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο. Μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου – το οποίο αγνοούσα – και στο ύφος του Ευριπίδη, του πιο «σύγχρονου» από τους τρεις τραγικούς. Τότε μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, όπως κάθε μαθητής έτσι κι εγώ λιγάκι θύμωσα, διότι δεν ασπάστηκε τη «μεγαλοφυΐα» μου· αλλά βέβαια αυτό μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ και να δω πόσο πράγματι είχε δίκιο και πόσο η δουλειά που είχα κάνει στηριζόταν σε άγνοια του αισχυλικού πνεύματος. Καταλαβαίνετε, ο Γκάτσος ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος. Μη κοιτάτε τώρα που γίναμε… συνομήλικοι πια – γιατί από μια ηλικία και πέρα, από τα πενήντα και πάνω, οι άνθρωποι γίνονται συνομήλικοι. Αλλά τον καιρό που εγώ ήμουν εικοσάρης – εικοσιπεντάρης, αυτός ήταν μεγάλος και μ’ έβλεπε σα νεαρό. Την εποχή εκείνη στο «Εθνικό Θέατρο» ήταν διευθυντής ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος θαύμαζε πολύ το ταλέντο μου και μ’ άφηνε να κάνω ό,τι μου κάπνιζε. Στο «Όνειρο θερινής νύχτας» μάλιστα, εκτός από τη μουσική ήθελα να κάνω και τη χορογραφία. Ο Θεοτοκάς μου έδωσε να την κάνω. Με μάγεψε το ότι είδα στις αφίσες του «Εθνικού» όχι το: «Μουσική Μάνου Χατζιδάκι» – που το είχα συνηθίσει – αλλά: «Χορογραφίες Μάνου Χατζιδάκι». Λοιπόν έγινε η πρεμιέρα, όλος ο κόσμος με κοίταζε σαν ένα παιδί θαύμα, σαν τον Σγούρο της εποχής, με συγχαίρανε, έρχεται και ο Γκάτσος πολύ αυστηρός και μου παρατηρεί μπροστά σε όλους: «Ελπίζω να σταματήσεις να κάνεις αυτές τις ανοησίες». Ο Θεοτοκάς του λέει: «Μα Νίκο, πώς μιλάς έτσι στον Μάνο;». «Ξέρω, ξέρω» λέει αυτός, μας χαιρέτησε κι έφυγε. Εγώ έμεινα αποσβολωμένος. Ενώ ζούσα έναν θρίαμβο, ξαφνικά έρχεται εκείνος και μου δίνει μια τεράστια ψυχρολουσία. Μια βδομάδα έκανα να μιλήσω μαζί του. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Είχα μεθύσει από την επιτυχία μου σε όλα τα επίπεδα, και έκανα ανοησίες. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ανεκδοτολογικά δείγματα. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομα ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του. Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του. Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ «Ο Νίκος Γκάτσος – ένας πολύ αυστηρός φίλος»
από μια συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο
περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 52 – Φλεβάρης 1986

 

έκανα αυτό που πίστευα

26/04/2010

Ο Μάριος Πλωρίτης, σε άρθρο του στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (1/11/1957), γράφει για  τις τρεις συναντήσεις του με τον Καζαντζάκη στην Αντίμπ της Γαλλίας:

Αποχαιρετισμός:
Τελευταία συνάντηση με τον Καζαντζάκη
του Μάριου Πλωρίτη

(…)
Τις τρεις τέσσερις φορές, που ιδωθήκαμε κείνο το καιρό, τις ώρες που καθήσαμε κουβεντιάζοντας μέσα στο σκιερό δωμάτιο, αγάπη κι αγανάχτηση μαζί με πλημμύριζαν. Αγάπη για κείνον, αγανάχτηση για τους διώχτες του. Ο προδότης των «ελληνικών θεσμών» λαχταρούσε αδιάκοπα για την Ελλάδα – ο «άθεος» μιλούσε κάθε τόσο για την αγωνία του να βρει και να σώσει το Θεό του – ο «ανήθικος» ήταν η φλεγόμενη βάτος της Αρετής – ο πουλημένος «κουκουές» ήταν ο ακατάβλητος εραστής της Ελευθερίας… Φυσικά για να τ’ ανακαλύψεις όλα αυτά, δε χρειαζότανε να γνωρίσεις από κοντά τον Καζαντζάκη. Ολόκληρο το έργο του 50 χρόνων, τα διαλαλεί. Χρειαζόταν όμως καλή πίστη και τίμιος νους για να τα παραδεχτείς. Κι αυτά λείπανε από τους «σταυρωτές» του.
Άμα γνώριζες όμως από κοντά τον Καζαντζάκη – πόσο επικίνδυνη και τις περισσότερες φορές, απογοητευτική, είναι η προσέγγιση των ανθρώπων που τιμάς και θαυμάζεις! – άμα τον γνώριζες από κοντά, έβλεπες πως ο καθημερινός Άνθρωπος ήταν ολότελα συνεπής με τον Πνευματικό. Πως δεν ήταν λόγια για κατανάλωση, όσα είχε χαράξει στο χαρτί, αλλά η κραυγή του αίματος και του νου του. Ο ένσαρκος Καζαντζάκης δεν πρόδινε ούτε κατά ιώτα εν το πνεύμα του.


Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957)
σκίτσο του Τ. Καλμούχου
από τον Πανδέκτη

 Ίσως το πιο χαρακτηριστικό – και το πιο ελκυστικό του- γνώρισμα, ήταν η απλότητά του. Ούτε ο πολύχρονος στοχασμός, ούτε η ακατάπαυστη μάχη του με τον εαυτό του, ούτε η παγκόσμια δόξα που είχε (τόσο αργά) κερδίσει, τον αποξένωσαν απ’ τους ανθρώπους ή τούδωσαν την ελάχιστη έπαρση. Κάποια στιγμή που μούφερε μια ωραιότατη γερμανική έκδοση του «Τελευταίου Πειρασμού» (μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει) τα κουρασμένα μάτια του πήραν μια φωτερή λάμψη. Μα, περισσότερο απ’ την ικανοποίηση για την επιβράβευση του «καλού αγώνα» του, μου φάνηκε πως χαιρόταν ο εραστής του ωραίου. Τα μακριά του δάχτυλα χάιδευαν το βαθυπράσινο δέσιμο του βιβλίου με την απόλαυση ενός φλωρεντινού «ντιλεντάντε».

Ν. Καζαντζάκης
(ελαιογραφία του Π. Ζωγράφου)
από τον Πανδέκτη

Η Ελλάδα ήταν αδιάκοπα μέσα στις κουβέντες μας. Οι μακρινοί φίλοι και, καμιά φορά, οι ξέφρενοι εχθροί. Ο Καζαντζάκης δεν αγαναχτούσε. Δεχόταν μακρόθυμα τους λιθοβολισμούς. Μόνο, μια στιγμή, είπε λυπημένα:
-Γιατί φωνάζουν; Εγώ δε ζήτησα τίποτα, δε θέλησα να πάρω τίποτα από κανέναν. Ο καθένας κάνει το έργο του, όπως νομίζει κι όπως μπορεί. Ο καθένας προσπαθεί να υποτάξει την τίγρη που τον καβαλάει στη ράχη. Όλη μου τη ζωή πάλαιψα κι εγώ, όπως όλοι. Έκανα αυτό που πίστευα, ας κάνουν κι οι άλλοι αυτό που πιστεύουν…
Βυθισμένος στην πολυθρόνα του μ’ ενωμένα τα δάχτυλα των χεριών του, κοιτούσε ίσια μπρος, σα νάβλεπε -ατέλειωτο μονοπάτι- αυτή τη ζωή, τη γεμάτη αγωνία, δάκρυα, αίμα, πίστεις κερδισμένες και πίστεις απαρνημένες, ακόρεστη δίψα να εισχωρήσει στο μυστήριο της ζωής, που όλο και το πλησίαζε, κι όλο του ξέφευγε απ’ τα χέρια…

Ο Ν. Καζαντζάκης και η Ελένη Καζαντζάκη Σαμίου
από τον Πανδέκτη

Τώρα δεν του απόμενε παρα η κουρασμένη σάρκα του -που την υπονόμευε, από μέσα, το ίδιο του το αίμα- και το ακούραστο πνεύμα του. Μ’ αυτό αντιμετώπιζε θαρραλέα τη σκιά του θανάτου, που γινόταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο κοντινή. Τελευταίες του, τώρα, χαρές, το άσπρο χαρτί και τα ταξίδια. Αυτός ο γιος του Ομήρου ονειρευόταν τις στερνές περιπλανήσεις του.
-Θέλω να πάω στη Νότιο Αμερική, μου έλεγε. Είν’ ένας κόσμος που δεν τόνε γνώρισα και που μου ξυπνάει πάντα το νου… Θέλω να ξαναπάω στην Κίνα και την Ιαπωνία. Τεράστιες αλλαγές έγιναν από τότε που ξαναήμουνα εκεί.  
Το πρώτο ταξίδι δεν μπόρεσε να το πραγματοποιήσει ποτέ. Το δεύτερο, που το κατόρθωσε, τον έστειλε στον τάφο…
-Κι η Ελλάδα; τον ρώτησα.
-Η Ελλάδα είναι η μεγάλη Μάνα, έκανε ζωηρά. Δεν έχει σημασία κι αν βρίσκομαι μακριά της. Την Ελλάδα την έχω μέσα μου. Και πιο πολύ την Κρήτη… Έπειτα, κι εδώ που βρισκόμαστε είναι Ελλάδα. Την Αντίπολη δεν τη χτίσανε Έλληνες, Ίωνες; Μα είτε εδώ, είτε αλλού, η Ελλάδα μ’ ακολουθεί παντού και πάντα…
Έπειτα, πρόστεσε πιο χαμηλόφωνα:
-Όμως θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Εκεί στο Κάστρο (Ηράκλειο). Κι αν δεν προφτάσω να πεθάνω εκεί, εκεί θέλω να με θάψουνε. Το χώμα της Κρήτης έφτιασε το αίμα μου – αυτό θέλω να το πιει…
Η Μοίρα δεν τον άφησε να ξαναδεί τον ήλιο της Κρήτης. Μόνο η γης της θα του δώσει τη στερνή χαρά…
Λίγο αργότερα με ξεπροβόδισε ως την πόρτα του κήπου του. Για τελευταία φορά, τούσφιξα το μακρύ, λιγνό χέρι του.
– Ο Θεός μαζί σας, μούπε όπως έλεγε πάντα. Και πρόστεσε:
-Νάσαστε ευτυχισμένος που γεννηθήκατε Έλληνας.
Στη στροφή του δρόμου γύρισα τα μάτια μου πίσω. Η αλύγιστη σιλουέτα του Ψηλορείτη είχε μείνει ασάλευτη, βιβλική στο κατώφλι. Δεν την ξαναείδα πια…

ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (1/11/1957)

Ενδιαφέρουσα σύνδεση:
Ο Καζαντζάκης μιλάει στη γαλλική τηλεόραση
22/5/1957 (μόνο για γαλλομαθείς)

οι Αρμένιοι της Αμάσειας

23/04/2010

Η Ευδοκία Επέογλου Μπακαλάκη γράφει για την Αμάσεια, μια πόλη του Πόντου, 70 χιλιόμετρα νότια της Σαμψούντας, στην οποία το 1905 κατοικούσαν 22.000 Τούρκοι, 18.000 Αρμένιοι και 2.500 τουρκόφωνοι Έλληνες.

 

Το 1916, όταν εμείς φθάσαμε στην Αμάσεια μόλις είχε καταλαγιάσει κι η ορμή των Τούρκων απ’ την εξόντωση των Αρμενίων. Πλανιόταν όμως, έστω κι ένα χρόνο ακόμα μετά τη συμφορά, πάνω απ’ την πόλη, ο πανικός των Ελλήνων που ως την τελευταία στιγμή είχαν μοιραστεί την αγωνία των ομόθρησκών τους.
Όλοι οι Έλληνες, όπως κι η γιαγιά μου που απ’ τα 1912 ζούσε στην Αμάσεια με το γιο της, γιατρό Σταύρο, είχαν να λεν πόσο δραματικές ήταν για τα θύματα οι εβδομάδες της αναμονής του τι και πώς θα γίνονταν όλα. Κι ενώ ήταν όλοι τους βέβαιοι γι’ αυτό που τους περίμενε, εκείνη η μικρή σπίθα ελπίδας που αναβόσβηνε με το «μήπως» έκαμνε πιο τραγικές τις ώρες που περνούσαν. Μπροστά στον βέβαιο αφανισμό, ένας κόσμος ετοιμοθάνατος αγωνιζόταν, όχι για να σωθεί -γι’ αυτό δεν υπήρχε καμιά ελπίδα- αλλά για να σώσει το βιος του! Για ποιους άραγε; Ακούγοντας το χαλασμό που γινόταν στις άλλες πόλεις, ώρα με την ώρα περίμεναν τη σειρά τους. Οι άσχετοι Τούρκοι, εδώ και μήνες τους φέρνονταν βάναυσα. Άδειαζαν τ’ αρμένικα μαγαζιά, δεν πλήρωναν τα χρέη τους κι από πάνω τους απειλούσαν με χίλιους τρόπους. Εκείνοι απ’ τους Τούρκους που ήταν φίλοι και τρώγαν και πίναν μαζί τις καλές μέρες, δεν τους μιλούσαν, δεν τους χαιρετούσαν πια φανερά. Οι Έλληνες πάλι για να μην ερεθίζουν τους Τούρκους, είχαν κόψει κάθε φανερή επικοινωνία μαζί τους.
Περιμένοντας λοιπόν τη μοιραία στιγμή, η έγνοια όλων είχε συγκεντρωθεί στο να ταχτοποιούν, όσο καλύτερα κι ασφαλέστερα μπορούσαν αυτά που, εννοείται, όλα, θ’ άφηναν πίσω τους, ώστε να…

Ο χάρτης είναι από το βιβλίο “Η ΑΜΑΣΕΙΑ” της Ευδοκίας Επέογλου Μπακαλάκη
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

(…)

Πάνω σ’ αυτές τις ετοιμασίες, κάποια μέρα ξαφνικά κατά το μεσημέρι, μάζεψαν τους άντρες απ’ την αγορά και τα γυναικόπαιδα απ’ τα σπίτια τους, και την άλλη μέρα, χωριστά οι άντρες και χωριστά οι γυναίκες πήραν τον δρόμο της εξορίας… Ερήμωσε η πόλη, μουδιασμένοι λούφαξαν οι Έλληνες για λίγες μέρες στα σπίτια τους και οι Τούρκοι επιδόθηκαν ανενόχλητοι στη λεηλασία κι αμέσως μετά, έβαλαν φωτιά κι έκαψαν όλη τη συνοικία των Αρμενίων για να σιγουρέψουν τον αφανισμό των και να γιορτάσουν το θρίαμβό τους.
Στην ίδια περιοχή που θεωρούνταν η καλύτερη, είχαν τα σπίτια τους και πολλοί Έλληνες. Άλλωστε σ’ όλες τις πόλεις της Μικράς Ασίας ο χριστιανικός πληθυσμός -Αρμένιοι κι Έλληνες- κατοικούσαν σε μια κάπως ξέχωρη απ’ τους Τούρκους περιοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και μαχαλάδες με μικτούς κατοίκους. Έτσι σ’ αυτή την πυρκαγιά είχαν καεί και πολλά ελληνικά σπίτια, καθώς και η μοναδική ελληνορθόδοξη τρισυπόστατη εκκλησία των Αγ. Χαραλάμπους, Βασιλέως και Γεωργίου, η μόνη που είχε μείνει απ’ τις πολλές που είχαν, κι είχε ξεφύγει τον αφανισμό.
Τα μέσα και τους τρόπους που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν πρώτα τους Αρμένιους και λίγο αργότερα τους Έλληνες, δεν θα επιχειρήσω να τους περιγράψω. Και πολλά έχουν γραφεί, και όσα άλλα μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, πάντα μέσα θάναι.
Θάταν όμως παράλειψη, κατά τη γνώμη μου- κάτι που κατά κανόνα αποσιωπάται- να μην αναφέρω τις μαρτυρίες πολλών Ελλήνων και της γιαγιάς μου, πως δεν ήταν λίγοι και οι Τούρκοι που με κάθε τρόπο, μ’ όλους τους κινδύνους που διέτρεχαν, προστάτεψαν όσους μπόρεσαν, προπαντός γυναικόπαιδα, ή τουλάχιστον εξασφάλισαν καλύτερες συνθήκες για την πορεία τους στο άγνωστο. Εγώ ξέρω δύο συννυφάδες με δυο τρεις κόρες νεαρές η κάθε μια τους, που τις είχε κρυμμένες στο σπίτι του, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Αλή εφέντης -γέρος χότζας, απ’ τους παράγοντες του τόπου- απέναντι απ’ το σπίτι μας, ώσπου να περάσει η μπόρα.

ΕΥΔΟΚΙΑ ΕΠΕΟΓΛΟΥ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ «Η ΑΜΑΣΕΙΑ»
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

η δυστυχία του να είσαι Έλληνας

20/04/2010

«Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» του Νίκου Δήμου -εκδόσεις Πατάκη- περιλαμβάνει 193 «σκέψεις», οι οποίες γράφτηκαν μέσα στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και τυπώθηκαν για πρώτη φορά το 1975. 

 

27

Ο έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστο) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη…

 

28

Κι όμως, στην πραγματικότητα, ε ί ν α ι  ο Καραγκιόζης που ονειρεύεται τον εαυτό του σαν Μεγαλέξαντρο. Ο Καραγκιόζης με τα πολλά επαγγέλματα, τα πολλά πρόσωπα, τη μόνιμη πείνα και τη μία τέχνη: της ηθοποιίας.

 

32

Βασικά, ο έλληνας αγνοεί την πραγματικότητα. Ζει δυο φορές πάνω από τα οικονομικά του μέσα. Υπόσχεται τα τριπλά από όσα μπορεί να κάνει. Γνωρίζει τα τετραπλάσια από όσα πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νιώθει.

 

63

Γεγονός είναι πως -ό,τι κι αν λέμε- δεν ν ι ώ θ ο υ μ ε  ευρωπαίοι. Νιώθουμε «απ’ έξω». Και το χειρότερο είναι, που τόσο μας νοιάζει και μας καίει, όταν μας το λένε…

 

68

Ποτέ δεν θελήσαμε να αποσαφηνίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε την ιδιομορφία μας.  Πάντα προσπαθούσαμε να ανήκουμε κάπου – κι όχι να είμαστε ε μ ε ί ς. Προσπαθήσαμε να ξαναγίνουμε αρχαίοι. Πασχίσαμε να αποδείξουμε την καθαρότητα της ράτσας μας, πολεμώντας φανατικά τους Φαλλμεράγιερ, αλλά ποτέ δεν ερευνήσαμε ψύχραιμα τα πραγματικά συστατικά της. Μισήσαμε και καταστρέψαμε τη γλώσσα¹ μας, γιατί δεν ήταν εντελώς ίδια με τη γλώσσα των αρχαίων μας προγόνων. Μισήσαμε τον εαυτό μας, γιατί δεν ήταν ψηλός, ξανθός, με «ελληνική μύτη» σαν τον Ερμή του Πραξιτέλη. Μισήσαμε τους γείτονές μας… γιατί τους μοιάζουμε. (Η οργή του Κάλιμπαν που βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη;)

¹και μην έχοντας γλώσσα, πώς μπορούμε να έχουμε σκέψη;

 

109

Οι έλληνες εξακολουθούν πάντα να αντιμετωπίζουν το κράτος τους, σαν να ήταν το τούρκικο βιλαέτι. Έχουν δίκιο.

 

112

Εκμεταλλευτές του ελληνικού μόχθου δεν είναι τόσο οι καπιταλιστές μας, όσο οι συνεχιστές της ένδοξης ελληνικής παράδοσης των αεριτζήδων. Μεσάζοντες, παράγοντες, κομπιναδόροι (ελληνοαμερικανοί και μη).

 

125

Τον αιώνα που πέρασε, η ελληνική εκκλησία υπηρέτησε – πιστά και αφοσιωμένα – πολλούς κυρίους. Εκτός από τον Ένα.

 

127

Στατιστικές παράμετροι του μέσου έλληνα (1975): ζει στην ακριβότερη χώρα της Ευρώπης -σε σχέση με τις αμοιβές του- έχει τη χειρότερη κοινωνική ασφάλιση, τα περισσότερα τροχαία ατυχήματα, το φτωχότερο εκπαιδευτικό σύστημα και τις μικρότερες κυκλοφορίες βιβλίων. (Ελπίζω να βρεθεί καμιά Πορτογαλία, να με διαψεύσει σε κάτι απ’ όλα αυτά).

 

149

Όλη τη μεθοδικότητα και το σύστημα, που μας λείπουν από την καθημερινή μας ζωή και εργασία, τις συγκεντρώνουμε στη μυστική αποστολή μας: να καταστρέψουμε όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά αυτόν τον ωραίο τόπο μας έταξεν η μοίρα.

 

152

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! (Μην απελπίζεστε: Ας προσπαθήσουμε λίγο ακόμα…)

 

170

Οι έλληνες, καταναλωτές ευτυχίας… Το όνειρο του Καραγκιόζη! Αλλά πόσο οδυνηρό το ξύπνημα…

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ «Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ»
Εκδόσεις ΕΡΜΕΙΑΣ¹

¹Το βιβλίο εκδίδεται τώρα από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

ιστορίες από τους βομβαρδισμούς

19/04/2010

Ο Τζον Στάινμπεκ περιγράφει τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου του 1943:

…Πηγαίνεις να δειπνήσεις σ’ ένα μικρό εστιατόριο. Απέναντι από το εστιατόριο υπάρχει ένα ερείπιο, ένα διαλυμένο, καταστρεμμένο πέτρινο σπίτι. Ο σύντρόφός σου λέει:
-Ένα από τα προηγούμενα βράδια είχα ένα ραντεβού για να δειπνήσω με μια κυρία σ’ αυτό ακριβώς το εστιατόριο. Θα με συναντούσε εδώ. Είχα έρθει νωρίς και σε λίγο μια βόμβα έπληξε αυτό το κτίριο.
Δείχνει το ερείπιο.
-Βγήκα στο δρόμο. Έβλεπες ολοκάθαρα, οι φλόγες φώτιζαν όλη την πόλη. Εκείνος ο μπροστινός τοίχος είχε πέσει συντρίμμια στο δρόμο. Έβλεπες τη μουσούδα ενός ταξί να εξέχει κάτω από το σωρό τις πεσμένες πέτρες. Πεσμένο ακριβώς μπροστά στα πόδια μου τη στιγμή που βγήκα από την πόρτα ήταν ένα γαλάζιο βραδινό γοβάκι. Η μύτη του ήταν στραμμένη προς το μέρος μου.

Ένας άλλος δείχνει προς έναν τοίχο· το κτίριο έχει γκρεμιστεί αλλά υπάρχουν πέντε τζάκια, το ένα πάνω από το άλλο, στον απέναντι τοίχο. Ο σύντροφός σου δείχνει το πιο πάνω από τα τζάκια.
-Ήταν πολύ ισχυρή βόμβα, λέει. Βλέπεις εκείνο το τζάκι; Επί έξι μήνες μήνες κρεμόταν ένα ζευγάρι μακριές κάλτσες μπροστά σ’ εκείνο το τζάκι. Θα πρέπει να ήταν καρφωμένες εκεί. Κρέμονταν εκεί επί μήνες όπως ακριβώς τις είχαν βάλει για να στεγνώσουν.

-Περνούσα από το Χάιντ Παρκ, λέει ένας άλλος άντρας, όταν άρχισε ένας φοβερός βομβαρδισμός. Χώθηκα στο χαντάκι. Πάντα αυτό να κάνεις όταν δεν μπορείς να βρεις καταφύγιο. Είδα ένα μεγάλο δέντρο, ένα σαν εκείνα εκεί, να τινάζεται στον αέρα και να πέφτει όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόμουν – ακριβώς εκεί που βλέπεις εκείνη τη σκούπα. Και τότε ένα σπουργίτι έπεσε ακριβώς δίπλα μου στο χαντάκι. Ήταν νεκρό. Τα τραντάγματα σκοτώνουν εύκολα τα πουλιά. Χωρίς να ξέρω γιατί, το σήκωσα και το κράτησα για αρκετή ώρα. Δεν είχε πουθενά αίμα. Το πήρα στο σπίτι μου. Αστείο μου φαίνεται γιατί δεν το πέταξα αμέσως.

Μια νύχτα, όταν οι βόμβες μαίνονταν, ένας πρόσφυγας που είχε μεταφερθεί από τόπο σε τόπο και παντού βασανιστεί μέχρι τελικά να φτάσει στο Λονδίνο, δε μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο. Έκοψε το λαιμό του και πήδησε από ένα ψηλό παράθυρο. Μια κοπέλα, που εκείνη τη νύχτα οδηγούσε ένα ασθενοφόρο, λέει:
-Θυμάμαι πόσο είχα θυμώσει μαζί του. Τώρα τον καταλαβαίνω κάπως, αλλά κείνο το βράδυ ήμουν έξαλλη από θυμό μαζί του. Υπήρχαν τόσοι που βρήκαν το θάνατο εκείνη τη νύχτα χωρίς να το επιδιώκουν. Του φώναξα πως έλπιζα να πεθάνει και τελικά πέθανε.

Οι άνθρωποι κοιτάνε να διασώσουν τα πιο περίεργα πράγματα. Ένας ηλικωμένος άντρας έχασε όλο του το σπίτι από τη φωτιά. Διέσωσε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα. Την κουβαλούσε παντού μαζί του· δεν την άφηνε ούτε στιγμή. Όλη του η οικογένεια είχε σκοτωθεί, αλλά εκείνος δεν αποχωριζόταν την κουνιστή πολυθρόνα του. Ποτέ δεν καθόταν πάνω της. Καθόταν δίπλα της στο χώμα, αλλά δε μπορούσες να του την αποσπάσεις.

Δυο δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν ένα βομβαρδισμό στο ξενοδοχείο Σαβόι παίζοντας σκάκι. Όταν οι βόμβες πλησίασαν κοντά, χώθηκαν κάτω απ’ το τραπέζι.
-Κάπου – κάπου ο ένας από τους δυο μας άπλωνε το χέρι του στη σκακιέρα κι έκλεβε, λέει ο ένας από τους δημοσιογράφους.

Εκατοντάδες ιστορίες και όλες τους τελειώνουν μ’ ένα μικρό περιστατικό, ένα μικρό, απλό γεγονός που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη σου.

-Θυμάμαι τα μάτια των ανθρώπων που ξεκινάνε το πρωί για τη δουλειά τους, λέει ένας άντρας. Υπήρχε μια κούραση στα μάτια τους που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν πέρα από κάθε κούραση που μπορείς να φανταστείς – ένα απελπισμένο είδος εξαντλήσεως από την οποία δε φαντάζεσαι πώς θα μπορέσεις ν’ απαλλαγείς. Τα μάτια των ανθρώπων μοιάζουν να είναι χωμένα βαθιά μέσα στα κεφάλια τους και οι φωνές τους μοιάζουν να έρχονται από πολύ μακριά. Και θυμάμαι ακόμα στην διάρκεια ενός βομβαρδισμού πως είδα έναν τυφλό να στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου, να χτυπάει το μπαστούνι στο πλακόστρωτο και να περιμένει κάποιον να τον οδηγήσει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Αυτοκίνητα φυσικά δεν κυκλοφορούσαν, η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη φλόγες, αλλά ο τυφλός στεκόταν εκεί και χτυπούσε το μπαστούνι του, ώσπου κάποιος πλησίασε και τον οδήγησε σ’ ένα καταφύγιο.

Σ’ όλες αυτές τις σύντομες ιστορίες είναι το συνηθισμένο, το κοινότοπο γεγονός ή περιστατικό που με υπόβαθρο το βομβαρδισμό δημιουργεί την ανεξίτηλη εικόνα.

-Μια γριά πουλούσε φτηνές κολόνιες από λεβάντα. Η πόλη έτρεμε κάτω από τις βόμβες και τα φλεγόμενα κτίρια έκαναν τη νύχτα να φαντάζει σα μέρα. Οι εκρήξεις από τις βόμβες ήταν εκκωφαντικές. Και μέσα σ’ όλα αυτό το πανδαιμόνιο ακουγόταν η φωνή της – μια στριγγλιά φωνή: «Λεβάντα!» έλεγε. «Αγοράστε λεβάντα για γούρι».

Με τον καιρό οι βομβαρδισμοί ξεθωριάζουν και φαντάζουν σαν όνειρα. Οι μικρές εικόνες παραμένουν το ίδιο ζωντανές όπως όταν ήταν νωπές.

απόσπασμα από το βιβλίο του ΤΖΟΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ «ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΟΣ»
Εκδόσεις ΤΣΕΠΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ Μετάφραση: Ειρ. Μπαρτζινοπούλου

Κώστας Βάρναλης: δε φταίνε οι λαοί όταν μισούνται

15/04/2010

Κώστας Βάρναλης (1883-1974)
από το http://varnaliskostas.blogspot.com/

 

από «Το φως που καίει»:

Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές.
Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.

Λεφτεριά θα πει δύναμη.

Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους.

ΜΩΜΟΣ: Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Ποια;
ΜΩΜΟΣ: Η Ανισότητα.

από «ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Δε φταίνε οι λαοί όταν μισούνται

Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει τις διώξεις των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βουλγάρους:

Τέλη Ιουνίου οι ταραχές ξέσπασαν στην Φιλιππούπολη. Οι εκκλησίες, τα σκολειά -τα ωραιότατα Ζαρίφεια χτισμένα πριν λίγα χρόνια από το Ζαρίφη- αλλάξανε σε μια μέρα αφέντη. Στις 15 Ιουλίου ήρθε η σειρά του Πύργου.
Θυμούμαι πως ανακατεύτηκα μέσα στο πλήθος και είδα με φριχτό σπαραγμό να μπαίνει το μανιασμένο πλήθος μέσα στο σκολειό και να πετάει έξω στο δρόμο από τα παράθυρα θρανία, χάρτες, και βιβλία. Είδα να μπαίνουνε στην εκκλησία και να βάφουνε με κόκκινη μπογιά όλες τις ελληνικές επιγραφές. Είδα τα ελληνικά μαγαζιά μέσα σε μια ώρα να γίνονται θρύψαλα. Κι οι αρχές… φυλάγανε την τάξη.
Στις 30 Ιουλίου σήμανε η ώρα της Αγχιάλου. Αλλ’ εκεί τα πράγματα ήτανε λιγάκι σκούρα. Η Αγχίαλος χτισμένη σ’ ένα ακρωτήριο ανάμεσα σε δυο θάλασσες κι έχοντας προς το μέρος της στεριάς τη λίμνη των αλυκών ήτανε από φυσικό της δύσκολο να κυριευθεί «από έξω». Έπειτα ο πληθυσμός
ήτανε ολάκερος σχεδόν ελληνικός κι ο δεσπότης είχε ετοιμάσει την άμυνα.
Όσοι είχανε υπηρετήσει στο στρατό, οπλιστήκανε και φυλάγανε βάρδια κάθε νύχτα στο στενό έμπασμα της πόλης. Και τηλεγραφούσε ο δεσπότης στην κυβέρνηση πως θα αναγκαστεί να «υπερασπίσει την τάξη…».
Γι’ αυτό οι Βουλγαρομακεδόνες επιχειρήσανε να μπούνε νύχτα και ξαφνικά στην πόλη. Μα οι φρουροί αγρυπνούσανε και άρχισε το τουφεκίδι. Τότες επιχειρήσανε να στείλουν ένα απόσπασμα από το βορεινό στενό της Μεσέβριας και να βάλουνε τους Έλληνες «μεταξύ δύο πυρών’. 
Κατά το μεσημέρι η μάχη φούντωσε μέσα στην πόλη. Τότες έφτασε από τον Πύργο έφιππη χωροφυλακή να «θέσει τέρμα εις την συμπλοκήν», ήγουν να εκτοπίσει τους Ρωμιούς και να παραδώσει την πόλη στους κομιτατζήδες. Κι η πόλη ολόκληρη, από παλιά ξύλινα σπίτια με στενούς δρόμους, παραδόθηκε στις φλόγες και κάηκε σε λίγην ώρα. (…)
Κι άκουσα δίπλα μου τη Μπάμπο Ζωίτσα -και ποιος δεν την ήξερε!… Γριά Βουργάρα εξελληνισμένη υπηρετούσε αμέτρητα χρόνια εκκλησάρισσα στην ελληνική εκκλησία. (…) Άκουσα λοιπόν τη Μπάμπο Ζωίτσα να μονολογεί ρωμέικα με τρόπο, που να πάρει τ’ αυτί μου την κουβέντα της:
-Καλά της κάνανε! Έτσι κι «αυτοί» καίνε στη Μακεδονία τα βουργάρικα χωριά. Αμ πώς!…
Είχε ξυπνήσει μέσα της η κοιμισμένη από χρόνια ράτσα της.
Τώρα φυσικά δε με ξαφνιάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί ξέρω, πως δεν φταίνε οι λαοί όταν μισούνται και σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Φταίνε εκείνοι, που καλλιεργούν μέσα τους το μίσος και το έγκλημα και τους «διορίζουνε» κάθε τόσο και τον «προαιώνιο» εχθρό για να ξεθυμάνουνε. Για συμφέρο τάχα των λαών; Όχι βέβαια. Για το συμφέρο των ληστών.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

  

ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

από τα «Ποιητικά» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Ο Κώστας Βάρναλης διαβάζει τους Μοιραίους

 

Αχ, πού σαι νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!

“ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ”

 

Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι, αλλ’ όχι νικημένοι.

“ΓΙΑ ΛΕΦΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΙΟ”
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 1911: Ο Κ. Βάρναλης δάσκαλος της Γ΄ Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα
από το http://varnaliskostas.blogspot.com/

 

Εις απολογίαν!

Ο Κώστας Βάρναλης θυμάται τον καιρό (1911) που δούλευε καθηγητής στα Μέγαρα:

Γραμματική της αττικής διαλέκτου (ευκτική, τα εις -μι ρήματα, κατηγορηματική μετοχή, τα μνήμης και λήθης σημαντικά και όλη η ρέστη κόλαση του αρχαίου τυπικού και συνταχτικού). Και μαζί λατινικά -Sicilia est insula, Graecia habet poetas!!… Όλην αυτήν την πτωμαϊνη την προσφέρναμε πρωί πρωί στα πιο φυσικά, στα πιο ατόφια, στα πιο γνήσια τέκνα της μάνας γης. Ο οδοστρωτήρας της κλασικής παιδείας (που είναι… αριστοκρατική) ήθελε να περάσει πάνου απ’ αυτές τις λαϊκές ψυχές, που ήτανε από σιδερόπετρα. Ενώ τους χρειαζότανε γεωργική και πραχτική μόρφωση. Σήμερα τα Μέγαρα έχουνε και… γυμνάσιο!
Ο Σπυράκης κι εγώ προσπαθούσαμε ν’ ανοίγουμε κανένα παράθυρο σ’ αυτό το ντουβάρι της κλασικής μόρφωσης. Να μπαίνει ήλιος! Εκείνος σα φυσικομαθηματικός και καλός παιδαγωγός έδινε στα μεγαριτάκια μπόλικες και χρήσιμες πραχτικές γνώσεις. Εγώ προσπαθούσα να τους… ξαναθυμίσω τη «νεοελληνική τους πραγματικότητα», να τους γνωρίσω τα δημοτικά κείμενα και να τους κάνω να μην περιφρονούνε τη γλώσσα τους. Πάντα με προσοχή, γιατί ήξερα πως κείνη την εποχή το μεγαλύτερο εθνικό έγκλημα ήτανε ο… μαλλιαρισμός! Κι εγώ ήμουνα… σεσημασμένος μαλλιαρός!
Κάποια χρονιά που είχα συγκεντρωμένα στην Γ΄ ελληνικού πολλά καλά παιδιά, τους δίδαξα ολάκερο τον “Εθνικό Ύμνο” του Σολωμού, που δεν τον είχε το πρόγραμμα. Βρέθηκε αμέσως ο “επιστήμονας” του χωριού να με καταγγείλει στο υπουργείο ότι υπονομεύω την αθάνατον ημών γλώσσαν άτε διδάσκων εις τους παίδας τον “Εθνικόν Ύμνον!”. Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο με κάλεσε “εις απολογίαν!”.

“ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

από την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου»
αντιγραφή από το
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

 

Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!

από το «Οι πόνοι της Παναγιάς»
αντιγραφή από το
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

 

Οι λαοί… δεν είναι αδερφοί

Ο Κώστας Βάρναλης υπήρξε μάρτυρας της μεταφοράς Τούρκων αιχμαλώτων με τρένα κατά τη διάρκεια του Β΄ βαλκανικού πολέμου.

Σε μερικές βδομάδες αρχίσανε να περνάνε από τα Μέγαρα  τραίνα γεμάτα Τούρκους αιχμαλώτους, που πηγαίνανε να τους μαντρώσουνε στην Κόρινθο.
Στοιβαγμένοι οι κακομοίρηδες μέσα στα βαγόνια των «κτηνών» (8 ίπποι, 40 άνδρες!) μόλις σταματούσε το τραίνο κολλάγανε το αξούριστο μουσούδι τους στα σίδερα των μικρών παραθυριών και τα μάτια τους αστράφτανε από καλοσύνη και παρακαλετό. Βγάζανε τα μπράτσα τους μέσα από τα σίδερα, φωνάζανε στο συναγμένο από κάτω πλήθος των φανατισμένων πατριωτών:
-Τουτούν!… Τουτούν!… (=Καπνό! Καπνό!)
Οι φανατισμένοι πατριώτες δεν καταλαβαίνανε. Αυτοί βλέπανε μπροστά τους μονάχα τους προαιώνιους εχτρούς. Αυτούς που μας πήρανε την Πόλη, που κρεμάσανε τον πατριάρχη, που σουβλίσανε το Διάκο κλπ. κλπ. Αυτό βλέπανε.
Γι’ αυτό αντίς να τους δίνουνε καπνό, τους βλαστημούσανε, τους μουτζώνανε, τους φτύνανε.
Το τραίνο έφευγε και τα χέρια των αθώων θυμάτων του πολέμου εξακολουθούσανε να κρέμονται απελπισμένα από το παράθυρο και να ζητάνε στο κενό…
Οι λαοί… δεν είναι αδερφοί.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.

από το «Η Μάνα του Χριστού»
αντιγραφή από το  
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm 

 

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

από το «Η Μάνα του Χριστού»
αντιγραφή από το  
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

 

Τσιμέντο να γίνετε!

Το 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, ο Κ. Βάρναλης ανακλήθηκε από το Παρίσι, όπου σπούδαζε με υποτροφία, και διορίστηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Πειραιά.

-Κύριε τμηματάρχα! Είμαι ο τάδε. Έρχομαι από το Παρίσι.
(Αίσθηση στο «λαό!…»)
Ο κ. τμηματάρχης μειλίχιος και πατρικός γύρισε, με είδε και είπε:
-Καλώς ορίσατε, κύριε Τάδε.
-Θεώρησα καθήκον μου να παρουσιασθώ ενώπιόν σας και να σας αναφέρω, ότι συνεμορφώθην με την διαταγήν της ανακλήσεώς μου.
-Καλώς επράξατε, κύριε Τάδε. Σας γνωρίζω πολύ καλά από την μέχρι τούδε υπηρεσίαν σας. Είσθε εκ των καλών λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως. Αλλά δημοτικίζετε λιγάκι. Αυτό το «δημοτικίζετε λιγάκι» το είπε με επιτιμητικό και θωπευτικό μαζί ύφος.
-Πολύ μάλιστα, του απάντησα σταθερά και ντόμπρα. Άλλωστε το ήξερε κι ο ίδιος, πως δημοτικίζω πολύ. Όλος ο «λαός» τινάχτηκε άμα άκουσε αυτή μου την απάντηση. Ποιος είναι, μπρε, αυτός ο θρασύς! Θα έχει, φαίνεται, μέσο δυνατό.
Ο κ. τμηματάρχης πάλι δεν έχασε την αυτοκυριαρχία του. Και με το ίδιο γαλήνιο ύφος, λιγάκι πιο αυστηρό και τεντώνοντας τη ραχοκοκκαλιά του μου είπε:
-Ημπορείτε εις την ιδιωτικήν σας ζωήν να φρονήτε και να γράφετε, όπως σας αρέσει. Όμως εάν εις την δημοσίαν σας υπηρεσίαν μοι καταγγελθή και η παραμικροτέρα παράβασις του καθήκοντος, θα είμαι αμείλικτος.
Ο «λαός» πάλι κατέβασε το κεφάλι. Συμφωνούσε. Μα συμφωνούσα κι εγώ. Και είπα:
-Μείνατε ήσυχος, κύριε Γεωργαντά.
Τον αποχαιρέτισα κι έφυγα.
Κατεβαίνοντας τις μαρμαρένιες σκάλες, ένιωθα μια πικρίλα στο στόμα. Σημάδι, πως ήμουν συγχισμένος.
-Τσιμέντο να γίνετε όλοι σας, μουρμούριζα. Με στείλατε να σπουδάσω νεοελληνική λογοτεχνία· μεσαιωνική, Κρητική, σύγχρονη. Δημοτικά τραγούδια, Διγενή Ακρίτα, Ερωτόκριτο, Σολωμό. Και τώρα μου λέτε: αν κάνεις πως ανοίγεις το στόμα σου ν’ αναφέρεις αυτά τα άθλια ονόματα και πράματα, θα σου τρίψουμε τη μούρη. Τσιμέντο να γίνετε!

ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.

Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λεφτεριά η δικιά του θα ναι λεφτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα χεις κανενός Θεού. 

“ΣΤΥΛΙΤΗΣ”
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 

 

Ο Τίμος Μαλάνος γράφει για το ποίημα του Κ. Βάρναλη «Σκλάβοι Πολιορκημένοι»:

Το τρίτο μέρος των «Σκλάβων Πολιορκημένων» αποτελείται, όπως και το προηγούμενο, από δυο ποιήματα με θέμα τον πόλεμο. Στο πρώτο ποίημα ένας πληγωμένος οραματίζεται τη Δεύτερη Παρουσία, ενώ, στο δεύτερο, ο Θεός μιλάει και λέει τα λόγια που ευνοούν τους ισχυρούς της γης:

– δεν έχει ο πόνος τελειωμό, δεν έχ’ η άβυσσο, βυθό!
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου Θάπαυε, δε θάχα εγώ, πού να σταθώ.

Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ»
από άρθρο του Τ. Μαλάνου στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.163, Χριστούγεννα 1975

 

«Μετά από τη ζωή»
(χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη από τα χρόνια της κατοχής)

Είπες: «Τώρα θα κοιμηθώ εν ειρήνη» κι οι άλλοι μουρμουρίσανε λυπητερά: «Πάει, γλύτωσε από τα βάσανα»· ο παπάς σού έψαλε: «Αιωνία η μνήμη»· και κάποιος φύτεψε απάνω στο κεφάλι σου ένα σταυρό με τ’ όνομά σου και με τη χρονολογία του ιστορικού συμβάντος: «Γιάννης Μαγκούφης. 1884-1943».
Κι όμως ούτε να κοιμηθείς σε αφήνουν, ούτε τη μνήμη σου να διαιωνισθεί, ούτε τ’ όνομά σου να αντιμετωπίζει το χρόνο και τη φθορά, όπως η κορυφή του Ολύμπου, μα ούτε την προσωπικότητά σου να διασώσεις στον απάνου και στον κάτου κόσμο! Νύχτα με βροχή ή με άστρα ένας ίσκιος, ένα κομμάτι σκοτάδι, ξεκόβει από τη μάζα της πίσσας και γλιστράει μέσα στο κοιμητήρι. Είναι ο… συλλέκτης.
Πατάει απάνου στο σώμα σου. Ανοίγεις τα μάτια σου και πατάς τις φωνές κι οι φωνές του κάτου κόσμου δε βλέπουν και δεν ακούνε στον απάνου. Ο συλλέκτης είναι λωποδύτης. Ξεριζώνει έναν-έναν τους σταυρούς από τους τάφους, όσους μπορεί να κουβαλήσει σε μια διαδρομή, και φεύγει. Αύριο θα τους κάψει στο τζάκι να βράσει τα φασόλια του ή θα τους πουλήσει για καυσόξυλα.
Αυτό έγινε πολλές φορές, ως φαίνεται, σε κάποιο συνοικιακό νεκροταφείο. Θα πείτε «ιεροσυλία». Ίσως. Δεν είναι όμως και τυμβωρυχία. Μάλλον απλή λωποδυσία ψιλικατζήδων της δουλειάς. Όμως, αφού έλειψε ο σεβασμός για τους ζωντανούς, δεν είναι και τόσο ακατανόητο να λείψει και για τους πεθαμένους. Απλούστατα, ο λωποδύτης εφάρμοσε κυριολεχτικά το δόγμα που εφαρμόζουν οι άλλοι μεταφορικά: «Ο θάνατός σου ζωή μου».
Σημείο των καιρών. Αφού κόψανε τα πεύκα από τα δάση κι ερημώσανε την Αττική· αφού ξεσηκώσανε τους φράχτες των κήπων και τους πάγκους· αφού ξεκολλήσανε από τα γιαπιά τις ξυλωσιές, ήρθε και η σειρά των τάφων.
Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Όπου υπήρχε σε δημόσιο μέρος σιδερένιο κάγκελο ή συρματόπλεγμα έκανε φτερά. Ακόμα και τα ξύλινα γεφυράκια στην περιφερειακή τάφρο του Λυκαβηττού τα πήρανε στον ώμο και «παν, παν…»
Όλ’ αυτά θα ξαναγίνουνε μια μέρα. Ό,τι δεν ξαναβρίσκεται είναι η προσωπικότητα που χάνεται. Γιατί το όνομα του ανθρώπου είναι όλη του η προσωπικότητα. Κι όποιος χάνει τ’ όνομά του, δεν ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι ποιος είναι. Αυτό πάθανε οι πεθαμένοι που τους πήρανε το όνομα μαζί με το σταυρό.
Φαντάζεστε τι μπέρδεμα θα γίνεται στον άλλο κόσμο μεταξύ των κατοίκων του:
-Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
-Όχι. Είναι δικό μου.
-Και ποιος είσαι εσύ;
Μιλιά. Δεν ξέρει.
-Εσύ ποιος είσαι;
Μιλιά κι ο άλλος. Δεν ξέρει κι αυτός. Ψάχνουνε να βρούνε την «ταυτότητά» τους. Μα η ταυτότητα (ο σταυρός)  δεν υπάρχει. Η αιωνία μνήμη έγινε αιωνία αμνησία.
Αλλά και στους ζωντανούς συγγενείς και φίλους δε θα υπάρχει λιγότερο μπέρδεμα. Θα πηγαίνει η Μαρία και θα τραβάει τα μαλλιά της στον τάφο του Πίπη, αντίς του Κώστα· θα πηγαίνει κι ο Τάκης να κλαίει στον τάφο της Ευτέρπης αντί της Λόλας.
Να τι κακό κάνουνε οι λωποδύτες των σταυρών. Αυτοί θα καίνε τα καυσόξυλά τους, θα μαγειρεύουν και θα ζεσταίνονται με τα «ονόματα» των άλλων· κι οι πεθαμένοι θα γυρίζουν ανάμεσα στους ίσκιους του αιωνίου ερέβους ινκόγκνιτο, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς να είναι «αυτοί».
Έτσι μονολογούσε άνθρωπος πεισιθάνατος, που περιμένει ώρα την ώρα το τελευταίο προσκλητήριο για να ησυχάσει. Και τώρα φοβάται… Φοβάται μην του κλέψουν το «εγώ» του.

Χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΪΑ στις 8/12/1943
από το βιβλίο «ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ»
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

Τη λεφτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί. 

Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ’ τη να τήνε δώσεις σ’ όλους
μ’ όλους μαζί να τη χαρείς.

Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα σίδερα που σου τα βάλαν
οι όμοιοι σου κι όχ’ οι ουρανοί.
Όσο μαζέβεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,
τόσο την κάνεις πιο στενή.

από το ποίημα “ΛΕΦΤΕΡΙΑ”
από το βιβλίο «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

«Παράγραψέ τα επιτέλους!»

Ο Γ. Αθάνας διηγείται ένα αστείο στιγμιότυπο από τη συντροφιά του με τον Κ. Βάρναλη και τον Μ. Αυγέρη στο καφενείο της Δεξαμενής, όπου σύχναζαν.

Τότε είχε διοριστεί στα Αρχεία και ο Σωτήρης Παπαδόπουλος. Αργότερα έγινε καπνέμπορος. Την εποχή εκείνη όμως είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες και έγραφε στίχους. Έτρωγε κι αυτός εκεί μαζί μας στου Μπάρμπα-Κώστα ένα διάστημα. Και στα επιδόρπια ξιφουλκούσε, έβγαζε τα χειρόγραφα από την τσέπη και μας επιτροφοδοτούσε με τους στίχους του.
Ο Βάρναλης τους υφίστατο με ανεκτική σοβαρότητα. Ο Αυγέρης, που ήταν είρων και τσουχτερός, του έλεγε κάθε φορά: «Βρε Σωτήρη, όλα αυτά είναι άθλια κατασκευάσματα! Γιατί μας βασανίζεις;» Πολλές φορές ο Βάρναλης ξεσπούσε σ’ εκείνο το χαρακτηριστικό βοερό γέλιο του, που έμοιαζε σαν να ανάβλυζε από βαθιά, σκοτεινή σπηλιά. Μια μέρα ο Αυγέρης, ξ
εχειλισμένος από δυσφορία, είπε στο μουσόπληκτο σύντροφό μας:
-Σωτήρη μου, υποπτεύομαι ότι κι αυτά τα άθλια κατασκευάσματα που μας σερβίρεις δεν τα γράφεις μόνος σου. Κάποιος άλλος σού τα γράφει και μας τα πασάρεις για την κακοχώνεψη.
Ο Σωτήρης εξαγριώθηκε που του αμφισβήτησαν την ποιητική έμπνευση και ξεφώνισε:
-Ο ίδιος τα γράφω και τα παραγράφω!.
-Παράγραψέ τα επιτέλους! του είπε ο Βάρναλης.

Γ. ΑΘΑΝΑΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1163 Χριστούγεννα 1975

 

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα κ’ η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκ’, η Ζηνοβία
(ω! τι χαρούμενη ζωή!
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)

τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει αργά, ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Άξαφνα πέφταν στο νερό
η καθεμιά γδυτή γοργόνα
κι όλο γινόταν πιο μικρό
τ’ Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα.

Είναι μεγάλος ο Θεός!
τ’ αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός
και πλούσια τα χρυσά του ελέη!

Μα ρθε χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα…
Κ’ εσένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμου, μπαρμπ’ Αντρέα.

Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό,
περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παίζ’ η ρομβία):

-Πώς τα περνάς, σ’ αναρωτά,
τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγ’ αφτά λεφτά
να γιάνεις και να ξαναζήσεις…

Κ’ η βάρκα, μάνα γελαστή,
από τη μια στην άλλη μπάντα
σ’ αργοκουνάει στην κουμπαστή
-Καλό ταξίδι σου για πάντα!

Πόσο μεγάλος ο Θεός
Πατήρ και Πνεύμα και Υιός!

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Όλ’ η ανθρωπότη κλαίει με βογγηχτά!
-«Σωτηρία για σένα και ξεχωριστή
δεν υπάρχει (για Ένα!) πριν σωθούν αυτοί!»

από το ποίημα «ΕΝΑΣ-ΟΛΟΙ»
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Μια συνέντευξη του Κώστα Βάρναλη:

Στις 17/12/1974 -την επομένη του θανάτου του Κ. Βάρναλη- ο Φάνης Κλεάνθης δημοσίευσε στα ΝΕΑ μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον Βάρναλη στα χρόνια της κατοχής:

Ο γράφων θυμάται μια συνέντευξη που του είχε πάρει τον καιρό της γερμανοϊταλικής κατοχής. Μου είχε μιλήσει για τη ζωή του που ήταν μια διαρκής βιοπάλη: Από τότε που τον απέλυσε ο Πάγκαλος, 15 χρόνια είχε ζήσει χωρίς σταθερή δουλειά. Είχε μιλήσει για τους παλιούς λογοτέχνες, για τον Παπαδιαμάντη, που τον θαύμαζε, για τον Μαλακάση, που δεν τον χώνευε γιατί φορούσε μονόκλ. Ύστερα περάσαμε στη σκληρή ζωή της Κατοχής, την πείνα, τις στερήσεις.
-Αλήθεια, ποιο υλικό αγαθό λαχταράτε πιο πολύ;
Την ίδια ερώτηση είχα κάμει και σ’ άλλους λογοτέχνες. Ένας μου είχε απαντήσει πως τον στενοχωρούσε το ότι δεν είχε αυτοκίνητο. Άλλος, το ότι δεν έβρισκε γνήσιο καφέ. Ένας τρίτος μου είπε πως αποζητούσε… τηγανητά μπακαλιαράκια. Ο Βάρναλης αποκρίθηκε:
-Εκείνο που λαχταρώ είναι η ελευθερία.
-Με συγχωρείτε, του παρατήρησα, η ελευθερία είναι ηθικό αγαθό. Εγώ σας ρώτησα για υλικό αγαθό… Κρέας, ψωμί, τυρί…
-Κάνεις λάθος, νέε μου! μου αποκρίθηκε αυστηρά. Η ελευθερία είναι το πιο υλικό, το πιο χειροπιαστό απ’ όλα τα αγαθά. Τι να το κάνω εγώ το ψωμί, το κρασί, το μεζέ, όταν δεν έχω ελευθερία;
-Μα… υπάρχει λογοκρισία… Πώς μπορώ να γράψω ότι μας λείπει η ελευθερία. Θα το σβήσουν.
-Α, αυτό είναι δική σου δουλειά! Με ρώτησες, σου απάντησα.
Ύστερα του ζήτησα να μου γράψει ένα αυτόγραφο με έναν στίχο του, που να τον αντιπροσωπεύει πιο πολύ. Κι ο Βάρναλης πήρε την πέννα κι έγραψε:
«Αχ, πούσαι νειότη πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος».

Στον τάφο του Βάρναλη θα πρέπει να χαραχτεί το ακόλουθο επιτύμβιο -γραμμένο απ’ τον ίδιο:

Τα παιδιάτικά μου άχαρα
τα νιάτα στερημένα
πικρή μπουκιά, ξένος παντού
κι οχτρός σ’ όλα τα ξένα.
Να φύγω στον αγύριστο
ολοζωής δε μπόρεσα
Δε με χωρούσε όλ’ η γη
και σε δυο πήχες χώρεσα.

ΦΑΝΗΣ ΚΛΕΑΝΘΗΣ
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17/12/1974
από το Ιστορικό Αρχείο του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη

 

Στην εξορία

Στην εξορία (Οχτώβρης 1935)

Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.

Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.

Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.

Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα…

Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.

Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,

κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.

Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.

Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.

Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,

και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,

μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!

Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.

Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα, 

να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη  μια μεριά να πολεμάει την άλλη.

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 119-120, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1964, σελ. 533)

αντιγραφή από το
http://www.sarantakos.com/kibwtos/et/barnalhs_eksoria.html

 

Αυτός ο λαός είναι μεγάλος

Ο Γ. Βαλέτας θυμάται μια εκδρομή με τον Κ. Βάρναλη:

Στα 1973, το καλοκαίρι, πήγαμε μια παρέα με αυτοκίνητο και τον πήραμε απ’ το καφενείο «Νέα Ελλάς» της πλατείας Κολωνακίου και πήγαμε, κατά δική του προτίμηση, σε γνωστό του παραθαλάσσιο κέντρο στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας. Ένας άνθρωπος που σήκωνε επάνω του 90 χρόνια, είχε μια μοναδική ευρωστία και διάθεση κατά τη διαδρομή, μιλούσε για τη λογοτεχνική του σύνταξη, που αν την έπαιρνε (αν πρόφταινε) θα καλλιτέρευε λίγο τα δύσκολα οικονομικά του. (…) Όταν φτάσαμε στη θάλασσα, θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει το μαγιό του. Τον είδαμε να φεύγει μακριά μας και να πέφτει στη θάλασσα τσίτσιδος. Απομακρύνθηκε, τον βλέπαμε να κολυμπά στα βαθιά σαν δελφίνι. Ύστερα πήγαμε στο κέντρο, παράγγειλε για τον εαυτό του ενάμισι κιλό λιθρίνια (ναι! ενάμισι) και τα έφαγε όλα πεσμένος αμίλητος επάνω στο πιάτο. Ήπιε κρασί, έφαγε φρούτα, μίλησε με πόνο για την κατάσταση, για το Βουτυρά, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, είπε διάφορα ανέκδοτα. Σε μια στιγμή, από μια παρέα στο βάθος, ακούστηκαν χειροκροτήματα. “Ο  Βάρναλης, ο Βάρναλης! Γεια σου”. Και άλλα απ’ την άλλη πλευρά, και άλλα από πέρα. Σηκώθηκαν μερικοί νέοι και του φίλησαν το χέρι. Μια παλιά του θαυμάστρια τον φίλησε, την αγκάλιασε. Απάγγειλέ μας κάτι, του λέει μετά στ’ αυτί. Δεν απαγγέλω, δεν έχω φωνή, της λέει. Άρχισε εκείνη και απάγγειλε τους “Μοιραίους”. Σώπα, της λέει, θα μας πάρουν είδηση. Όταν έφυγαν από το τραπέζι μας και καταλάγιασε ο ενθουσιασμός, “να, είδες”, είπε συγκινημένος, “κάτι τέτοια με κρατούν στη ζωή κι ας είμαι πεταγμένος στο περιθώριο… αυτός ο λαός είναι μεγάλος, είναι σαν τη θάλασσα, ποτέ δεν ησυχάζει, ούτε λυγά, ούτε πέφτει. Κάτι μου λέει πως θ’ αξιωθώ να ζήσω και να χαρώ το θρίαμβό του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ “Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ”
άρθρο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1163 Χριστούγεννα 1975

 

Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού: 26 παραθέματα από το έργο του Κ. Βάρναλη

 

Έλληνας οδηγός

14/04/2010

Τα παρακάτω λόγια του Γιάννη Τσαρούχη είναι από το βιβλίο του Φώτη Κρικζώνη¹ «Εγώ, ο μπάρμαν» Εκδόσεις Καστανιώτη:

Γιάννης Τσαρούχης:
«Μια μέρα συνέστηνε στον ποιητή Καρούζο: «Νίκο, να περνάτε από τις διαβάσεις μόνο όταν ανάψει το πράσινο για τους πεζούς. Εχετε δει Ελληνα οδηγό; Οδηγεί σαν τους τιμημένους ήρωες του αλβανικού μετώπου. Πιάνει το τιμόνι σαν την ξιφολόγχη, φωνάζει: ‘Αέρα!’ και ορμάει…»».

¹Ο Φώτης Κρικζώνης ήταν μπάρμαν στο θρυλικό αθηναϊκό μπαρ «17».

από το άρθρο του Γ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ «Διασημότητες στην μπάρα»
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 30/7/2009