Μ. Καραγάτσης

11270

Μ. Καραγάτσης (1908-1960)

 

“Πρέπει”. Ο πιο άδειος λόγος μέσ’ στην απέραντη κενολογία της ανθρώπινης γλώσσας.

“ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Δεν υπάρχει πιο απίθανο πράμα από την αλήθεια.

“ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Η μεγαλύτερη εξυπνάδα είναι εκείνη που οδηγεί στην ευτυχία.

 “ΤΑ ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 

 

Καινούριο σπίτι με τις ίδιες πέτρες δεν ξαναγίνεται.

“Ο ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Οι άνθρωποι με τους συνεπείς κι ακλόνητους χαραχτήρες γεννούν την εχτίμηση των ολίγων και τη συμπάθεια κανενός.

“Ο ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Δεν αρκεί ν’ ανοίξεις την πύλη του παραδείσου, για να τον χαρείς. Η ευτυχία στεριώνεται στη συνεχή νομή.

 “ΤΑ ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Ο έρωτας πηγάζει από τον εγωισμό να κυριαρχήσουμε, με κάθε θυσία, στον εγωισμό ενός ετερόφυλου.

“Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΦΑΚΕΛΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Ο έρωτας είναι ένα χρέος προς τη φύση που σ’ έπλασε. Προς τον εαυτό σου, που βρήκε τη δικαίωσή του. Προς τον άνθρωπο που αγαπάς, που σου ’δωσε και του ’δωσες γεύση ζωής.

“Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΦΑΚΕΛΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

karagatsis

 

Ποιο πάθος γιατρεύτηκε ποτέ; Ποιος ανικανοποίητος πόθος δεν απωθήθηκε στα λημέρια του υποσυνείδητου;

“ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ’ Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου η τιμιότητα υπάρχει ατόφια. Μα δεν υπάρχει πάντοτε η δύναμη να παραδεχτούμε και να στεριώσουμε το τίμιο με στοχασμούς και πράξεις ανάλογες.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ “ΤΑ ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

“Πρέπει”. Ποιος ανόητος γέννησε αυτό το λόγο, και ποιος τρελός πίστεψε σ’ αυτόν; Το πρόβλημα των πράξεών μας -της ζωής μας δηλαδή το πρόβλημα- δε βρίσκεται στη δεοντολογία, μα στο δυναμισμό.

“ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Είναι τα καλά παιδιά, οι συμπαθητικοί τύποι, οι χρυσές καρδιές, οι ευχάριστοι σύντροφοι, οι άχρωμοι άνθρωποι, που όχι μονάχα δεν ενοχλούν κανένα με την ανύπαρχτη προσωπικότητά τους, μα και κολακεύουν όλες τις μικροπρέπειες με τη μικροψυχία τους.

 “Ο ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Ο νόμος της ζωής διδάσκει πως ο έρωτας είτε είναι ευχή του Διαβόλου, είτε κατάρα του Θεού.

“Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΦΑΚΕΛΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Γιατί η σύχγρονη ευπρέπεια εξοστρακίζει από τη ρητορική και το γραπτό λόγο όχι μόνο τα εγκώμια μα και την ονομασία των γλουτών; Πού οι πνευματικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων -δηλαδή όλη η Ανθρωπότητα- βρίσκουν την απρέπεια και το κακό γούστο; Μήπως στην αρχαία Ελλάδα ο όρος “καλλίπυγος” δεν ήταν ανώτατος έπαινος ομορφιάς; Αφού και σε θεούς χαριζόταν και ναοί ήσαν γνωστοί μ’ αυτή την προσωνυμία…

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ “ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 

Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο κι είμαι συμπαθητικότατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θ’ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θα ‘ρθει κόσμος και κοσμάκης, να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει απ’ το νεκροταφείο, ο κόσμος κι ο κοσμάκης, βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ περιοδικό ΜΠΟΥΚΕΤΟ αρ. 44, 3/7/1942 (αναδημοσίευση από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 27/6/2008)

 

mkaragatsis

 
Ένας αντι-σχολικός συγγραφέας!

Τι ήταν αυτό που με είχε γοητεύσει στον Καραγάτση; Η πλοκή; Το θέμα του; Οι χαρακτήρες; Για πρώτη φορά μάθαινα ότι το σεξ (έρωτα το λέγαμε τότε) μπορεί να πάρει τόσες και τέτοιες διαστάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου. Για πρώτη φορά επίσης καταλάβαινα τι μπορεί να σημαίνει υπέρβαση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο καλό και στο κακό, διαχρονικά.

Ήταν έπειτα οι γυναικείοι χαρακτήρες, απόλυτα ευθυγραμμισμένοι στις σεξιστικές πεποιθήσεις των ανδρών!

Ο Καραγάτσης δεν είχε τίποτα το ηθικοπλαστικό!

Επίμονος, χλευαστικός πάντα, προκλητικός, οξυδερκής, ξετύλιγε ανηλεής τα κουβάρια του σαν να μην είχε πονέσει ποτέ στη ζωή του ο ίδιος, σαν να μην είχε δοκιμάσει να υψώσει τη φωνή του για έναν άλλο, κοινό ή ξένο, σκοπό.

Η σκηνή όπου ο Γιούγκερμαν παρακολουθεί και απολαμβάνει από μια τρύπα που άνοιξε ο ίδιος στην καμπίνα του τις πρώτες σεξουαλικές εμπειρίες της ανήλικης Βούλας απόκτησε με τα χρόνια μέσα μου συμβολική σημασία. Ο εμπνευσμένος και ο ευρηματικός, ο διεισδυτικός και ο παντεπόπτης της νεοελληνικής κοινωνίας Καραγάτσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπήρξε και ο εισηγητής της “κλειδαρότρυπας” των ημερών μας;

Ο Μ. Καραγάτσης θα μπορούσε να θεωρηθεί σήμερα ο πιο σύγχρονος και ο πιο ερεθιστικός από τους καθιερωμένους μυθιστοριογράφους της γενιάς του.

ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ αποσπάσματα από άρθρο της στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Δεκέμβριος 2000 

ολόκληρο το άρθρο της Μάρως Δούκα

 

“Αισθάνομαι μια τεράστια ηδονή”

Η σημερινή εποχή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, και δε θ’ άλλαζα με τίποτα την φυσική χρονολογική τοποθέτηση της ζωής μου. Η Μοίρα, για να με γεννήσει το 1908 και να με πεθάνει όταν με πεθάνει, ήξερε τι έκανε. Το παρελθόν το γνωρίζω, ώστε να μη με γοητεύει. Το μέλλον είναι σκοτεινό, ώστε να με τρομάζει. Αγαπώ το φωτεινό, το γνωστό Σήμερα.

Όταν κλείνουμαι στο γραφείο μου, μπροστά σ’ ένα λευκό χαρτί και με μερικές ιδέες στο κεφάλι, αισθάνουμαι μια τεράστια ηδονή: Όπως ο γυναικάς πλάι στην ερωμένη του, κι ο μπέκρος μπροστά στο εκατοσταράκι. Εξάλλου, τίποτα δεν μ’ αναγκάζει να γράφω από υποχρέωση για να πέσω στη ρουτίνα. Γράφω μόνον όταν έχω κέφι.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε στον ΘΑΛΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα”, αρ. 48, Οκτ. 1937), η οποία επαναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 27/6/2008)

ολόκληρη η συνέντευξη του Μ. Καραγάτση

 

“Ο κριτικός Μ. Καραγάτσης”

Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 ο Μ. Καραγάτσης έγραφε θεατρικές κριτικές στην εφημερίδα “Βραδυνή”

“Ώστε αυτός είναι ο φοβερός Καραγάτσης, που γράφει τόσο αυστηρές κριτικές!” αναφώνησε το βράδυ της παραμονής Χριστουγέννων του 1953 η Μαρίκα Νέζερ κατόπιν απροσδόκητης γνωριμίας με τον προαναφερθέντα συγγραφέα.

Το 1954 ο Καραγάτσης έγραψε κριτική για τα “Ερωτικά τεχνάσματα” του Μαριβό:
Η κριτική αυτή διαπερνάει κάθε δεδομένο και μετατρέπεται σε κείμενο ατόφια λογοτεχνικό, που θα μπορούσε κάλλιστα να σταθεί ανεξάρτητα από την παράσταση στην οποία αναφέρεται. Το φάντασμα του Μαριβό εμφανίζεται στον κριτικό και οδυρόμενο τον παρακαλεί να το βγάλει από τη δύσκολη θέση: καταδικασμένο όπως είναι να παρακολουθεί όλες τις πρεμιέρες των έργων του ανά την υφήλιο, το φάντασμα διηγείται ότι ήρθε στην Αθήνα για την παράσταση του Εθνικού, έχασε όμως την πρεμιέρα εξαιτίας εμφανίσιμης, γοητευτικής δεσποινίδος που τον παρέσυρε στα μπουζούκια. Και τώρα πρέπει οπωσδήποτε ο κριτικός να το βοηθήσει και να του πει τι διαδραματίστηκε επί σκηνής, ειδαλλιώς, αν επιστρέψει στην κόλαση χωρίς τις απαραίτητες πληροφορίες, θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες της μήνιος του Αρχιβελζεβούλη… Πράγματι αναρωτιέμαι αν έχει γραφτεί πιο απολαυστική κριτική σε ολόκληρη την ιστορία του θεάτρου.

Η ξύλινη γλώσσα και οι ανιαρές αναλύσεις που συνήθως απαντώνται στο πεδίο θεατρικής κριτικής απουσιάζουν πανηγυρικά από τη στήλη του Καραγάτση. Ο συγγραφέας δεν κουράζεται να επινοεί διαρκώς νέες εκπλήξεις για τους αναγνώστες του: παραθέτει ανέκδοτα, αποσπάσματα διαλόγων με φίλους, χαριτωμένα παράπονα, προσωπικές περιπέτειες: “Ομολογώ πως δεν κατάφερα να ανθέξω μέχρι τέλους της παραστάσεως, και καταληφθείς από υπνηλίαν ακαταμάχητον παρά τους συνεχείς βαρείς γλυκούς, με τους οποίους προσεπάθουν να την καταπολεμήσω απεχώρησα του θεάματος πολύ πριν του τέλους”. Ως και φανταστική θεατρική “δίκη” σκηνοθετεί, όπου αναλαμβάνοντας ο ίδιος το ρόλο του δικαστή καλεί όλους τους συντελεστές της παράστασης σε “απολογία”.

ΣΤΕΛΛΑ ΛΟΪΖΟΥ αποσπάσματα από άρθρο της στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (14/11/1999)

ολόκληρο το άρθρο της Σ. Λοΐζου

 

Ο «αιρετικός δρόμος» του Λαπαθιώτη και το «βίτσιο» του Καραγάτση

Η διαμάχη μεταξύ Καραγάτση – Λαπαθιώτη διεξήχθη στα 1943, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Νέα Εστία,  και ξεκίνησε όταν ο Καραγάτσης με επιστολή του στον Π. Χάρη, τότε διευθυντή της Νέας Εστίας, έγραφε για την απόφασή του να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο:

(…)

Επειδή ανάφερες και το παράδειγμα του υποφαινομένου στο τελευταίο σου χρονογράφημα, θα ήθελα να σου ξομολογηθώ την κωμικοτραγικήν ιστορία του ψευδωνύμου μου.
Ήμουνα κι εγώ από τους νέους εκείνους που είχαν πολλούς δισταγμούς για το πρωτόλειό τους έργο. Δε με φόβιζε όμως η γνώμη των συνανθρώπων μου. Με το δονκιχωτικό θράσος των δειλών, ήμουνα έτοιμος να δώσω τη μάχη με το πραγματικό και τόσο -κατά τη γνώμη σου- καλαίσθητο όνομά μου. Με τη διαφορά πως το όνομα αυτό δεν ήταν μόνο δικό μου, αλλά και του μακαρίτη του πατέρα μου, ενός ανθρώπου μ’ εξαιρετικήν αξία και μεγάλα πνευματικά και ηθικά χαρίσματα. Αλλά και παθολογικά εγωκεντρικού, που πίστευε ακράδαντα πως κάθε άλλος έξω από το δρόμο που ακολούθησε αυτός στη ζωή του, είχε μέσα του το σπέρμα της κατωτερότητας, της αποτυχίας. Και σαν καλός πατέρας που ήταν, σπατάλησε τις δυνάμεις του και την περιουσία του για να με κάνει ό,τι ήταν κι αυτός. Δηλαδή ένα σοβαρό και πρακτικό επιστήμονα πολιτικό.
Καταλαβαίνεις τη βαθειά του απογοήτευση όταν είδε τις βιολογικές και διαμορφωτικές του προσπάθειες να πάνε χαμένες. Χωρίς να έχουμε μιλήσει ποτέ καθαρά, καταλάβαινε πως η λογοτεχνική προοπτική ήταν το μεγάλο μου πάθος. Και συννέφιαζε…
Έτυχε ο μακαρίτης να έχει φίλο γκαρδιακό ένα συνομήλικό του στρατιωτικό, που ο γιος του, καλός κι ορθόδοξος ποιητής, ακολούθησε κάποιον αιρετικό σε άλλες βιοκοινωνικές του εκδηλώσεις δρόμο¹. Και γεννήθηκε στη φαντασία του πατέρα μου η πλάνη πως ο κάθε νεοέλληνας λογοτέχνης πρέπει νάχει όλα τα γνωρίσματα που ξεχώριζαν το γιο του γερο-φίλου του από τους άλλους ανθρώπους. Με φώναξε λοιπόν μια μέρα και μου εδήλωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο:
-Το όνομα που σου έδωσα είναι ακηλίδωτο και σου απαγορεύω να το κηλιδώσεις! Δε θάχουμε στην οικογένειά μας τα ρεζιλίκια του Παυσανία!
Έσκυψα το κεφάλι με τον πρεπούμενο υικό σεβασμό:
-Να μείνετε ήσυχος. Θα πάρω ψευδώνυμο…
Κι έτσι από Ροδόπουλος γίνηκα Καραγάτσης.
Ύστερ’ από λίγο καιρό κυκλοφόρησε ο “Συνταγματάρχης Λιάπκιν”. Ο μακαρίτης αγνοούσε επισήμως το φοβερό μου στραβοπάτημα. Όταν όμως διάβασε τις κριτικές, όταν άκουσε τους επαίνους των ανίδεων για την πεισματωμένη αντίληψή του γνωστών και φίλων, άρχισε να κλονίζεται. Και μια μέρα αγόρασε το “Λιάπκιν” και τον διάβασε κρυφά. Μάλιστα κρυφά. 
Και κατάλαβε. Γιατί, όπως είπαμε, ήταν άνθρωπος με ανώτερην αντίληψη, ο μακαρίτης.
Με φώναξε, λοιπόν, πάλι στο γραφείο του και μου είπε τον παρακάτω μνημειώδη λόγο:
-Κηλιδωμένο όνομα σου έδωσα και πήρες ψευδώνυμο;
Έτσι, το ψευδώνυμό μου χρωστιέται όχι σε δικό μου, αλλά σε πατρικό complexe d’ infériorité για λογαριασμό του οικογενειακού ονόματος. Με τη διαφορά πως όταν γίνηκε φανερό πως δεν υπήρχε φόβος να κηλιδώσω με την πέννα μου το όνομα των Ροδοπουλέων, ήταν πια πολύ αργά. Κι έτσι απόμεινα Καραγάτσης.
Ας όψεται ο γιος του Παυσανία… 

Με φιλικούς χαιρετισμούς

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 379 (15/3/1943)

¹Σ’ αυτό το σημείο ο Καραγάτσης “φωτογραφίζει” το γνωστό ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ο οποίος μάλιστα συνεργαζόταν συχνά με το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Ο πατέρας του Λαπαθιώτη λεγόταν Λεωνίδας και ήταν ανώτατος στρατιωτικός, ενώ το 1909 έγινε υπουργός των εξωτερικών και αργότερα βουλευτής.

  

Η ευφυέστατη απάντηση του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στο μεθεπόμενο τεύχος. Εκεί ο Λαπαθιώτης γράφει, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στον Καραγάτση:

(…)

Στο τελευταίο γράμμα του, για τα ψευδώνυμα, αφηγούμενος το πώς αναγκάστηκε να πάρη το ψευδώνυμό του, αναφέρει πρόσωπα που μου τυχαίνουν γνώριμα, και μάλλον προσφιλή: τον πατέρα του, το φίλο του πατέρα του (Παυσανία, Πελοπίδα, είτε Λεωνίδα στρατηγό), και το γιο του φίλου του πατέρα του. Κι επειδή αυτός ο γιος του φίλου του πατέρα του δε μπορεί ο ίδιος να μιλήση, θ’ αναλάβω να μιλήσω αντ’ αυτού σα να ήμουν εντελώς στη θέση του. Δεν ξέρω τίνος είδους αντιπάθεια είχε ο πατέρας του Μ. Καραγάτση για το “στραβό δρόμο” που είχε πάρει ο γιος του καλού του φίλου Λεωνίδα, αλλά, καθώς θυμάμαι, δεν του την έκανε ποτέ γνωστή, σε ιδιαίτερές τους συζητήσεις, και δε μπορώ να λησμονήσω το θερμό και πατρικό του φέρσιμο προς το γιον αυτό, τον “παραστρατημένο”, τις φορές που έτυχε να βρίσκωμαι παρών!
Κι ακόμα, ξέρω αρκετά καλά πως ο ίδιος ο στρατηγός ο Λεωνίδας ήταν, ως το τέλος της ζωής του, -κι εκείνος, κι η γυναίκα του, άνθρωποι μορφωμένοι και πολιτισμένοι- υπερήφανος για το δρόμο που πήρε το παιδί τους, μάλιστα κάπως υπερβολικά (αν κι εδώ που τα λέμε, δεν πιστεύω ν’ αρνηθή ο φίλος Καραγάτσης ότι κι οι δυο τους είχαν και λίγο δίκιο!).
Τώρα αν στις οικογενειακές τους συζητήσεις, ο πατέρας του φίλου Καραγάτση έλεγε τ’ αντίθετα (γιος και πατέρας, βέβαια, αλλιώς κουβεντιάζουν μεταξύ τους), – αυτό επίσης, δε βρίσκομαι σε θέση να το ξέρω, και το πιστεύω, όπως το λέει ο φίλος Καραγάτσης… Τόση, βλέπεις, ήταν η πνευματική διαφορά των δυο εκείνων φίλων πατεράδων (και συμ-βουλευτών, ένα διάστημα), ώστε, ενώ ο ένας είχε την αφέλεια να απαγορεύση στο παιδί του να γίνη λογογράφος για να μη μοιάση με το γιο του φίλου του, ο άλλος είχε την αντίθετην αφέλεια, όταν ο γιος του ήταν δώδεκα χρονών, να του τυπώση, σε βιβλιαράκι, από δική του εντελώς πρωτοβουλία, ένα παιδικό του δραματάκι, έμμετρο και ομοιοκατάληκτο, – τον… περίφημο “Νέρωνα τον Τύραννο”, και να το μοιράζη στους γνωστούς του…
Αλλά, στα τελευταία, θα μου πήτε, τι βγαίνει απ’ αυτή την ιστορία; Θα σας το πω κι αυτό αμέσως: Βγαίνει πως ο φίλος Καραγάτσης, μην έχοντας πρόχειρη άλλην αφορμή, βρήκε τον τρόπο, γι’ άλλη μια φορά, να ικανοποιήση αξιόλογα το, ας το πω χαριτωμένο, “βίτσιο” του, της φιλάρεσκης περιαυτολογίας, θυσιάζοντας σ’ αυτό, δίχως ίχνος τύψεως, και το γιο του φίλου του πατέρα του, -κι ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα του, που μας τον παρασταίνει αφελέστατο και με πρωτόγονη, σχεδόν, απλοϊκότητα, ενώ τον ξέραμε, ως τώρα, σοβαρά και πολιτισμένα μορφωμένο… Χαλάλι του! Σήμερα, άλλωστε, τέτοιο είναι και της εποχής το δόγμα: Ο σκοπός ν’ αγιάζη τα μέσα! Κι εγώ, τώρα, για να τον ευχαριστήσω, υπερακοντίζω τους σκοπούς του…
Μόνο, ακόμα, που θα παρατηρήσω πως, αν ο γιος του φίλου του πατέρα του είναι ο… ανήθικος υπεύθυνος για το πάρσιμο αυτού του ψευδωνύμου του, -δεν είναι όμως, και καθόλου, υποθέτω, για τη φρικώδη ακαλαισθησία της ευρέσεως αυτού του ψευδωνύμου! Γι’ αυτήν είναι υπεύθυνος ο ίδιος, – ο ίδιος που το βρήκε, και που τόχει…
Με συγχωρείς, “Νέα” μου “Εστία”, που τόσο σ’ απασχόλησα με μιαν υπόθεση πολύ προσωπική, – αλλά. πρώτος, ο φίλος Καραγάτσης άνοιξε και τούτο το μπελά, όπως κάνει, κατ’ αρχήν, σ’ αυτές τις περιστάσεις!
Εγώ, δεν κάνω, παρά να τον κλείσω.
Εκτός αν έχη όρεξη και γι’ άλλο… Εγώ δεν έχω, – αλλά τι να κάνω! Γιατί να του χαλάσω την καρδιά;…

Φίλος σου πάντα
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 381 (15/4/1943)

  

Στο βιβλίο “ΑΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ” ο Μ. Καραγάτσης τοποθετεί το φανταστικό του ήρωα Μίχαλο Ρούση να πολεμάει στη μάχη στο Μανιάκι, η οποία τελείωσε με την ηρωική θυσία του Παπαφλέσσα και των παλικαριών του. Ωστόσο ο Καραγάτσης είναι ιδιαίτερα αυστηρός με τον Παπαφλέσσα, διατυπώνοντας στο βιβλίο του αντιρρήσεις ως προς τις αποφάσεις του αλλά και ως προς την πολεμική τακτική του.
Επαναλαμβάνουμε, ο Μίχαλος Ρούσης είναι φανταστικός ήρωας του Καραγάτση και επομένως ο διάλογος που ακολουθεί μεταξύ Ρούση και Παπαφλέσσα είναι προϊόν μυθοπλασίας και όχι ιστορικό γεγονός.

Ο Δικαίος πετάχτηκε όρθιος, γεμάτος παραφορά:
-Μ’ αγκαστρώσατε όλοι σας με τον Κολοκοτρώνη! θα σας δείξω τι αξίζω! Πάω να πολεμήσω, σου λέω! Κι ή θα νικήσω ή θα πεθάνω!
-Ο Κολοκοτρώνης, είπε ο Μίχαλος ήρεμα, δεν ξεκινούσε ποτέ να νικήσει ή να πεθάνει, αλλά μόνο να νικήσει. Και νικούσε. Δεν είναι η παράφορη απελπισία μα η γαληνεμένη πεποίθηση που κάνει τον πολέμαρχο. Σκοπός μας δεν είναι να πέσουμε ηρωικά πάνω στον τάφο της Ελλάδας, αλλά να γλυτώσουμε την Ελλάδα οπωσδήποτε. Σ’ έναν αγώνα, οι Λεωνίδες έχουν ίσως τη σημασία τους. Τη νίκη όμως τη δίνουν οι Θεμιστοκλήδες.
-Κι αν νικήσω, Μίχαλε; Αν νικήσω;
-Οι άνθρωποι που παίζουν την τύχη της πατρίδας τους πάνω στο χαρτί της ματαιοδοξίας τους, δε νικούν ποτέ. Αν αγαπούσες πραγματικά και βαθιά την Ελλάδα, δε θα διακινδύνευες ποτέ την τύχη της πλάι στην τύχη σου. Θάκανες κάτι άλλο, που θα σου χάριζε πολύ μεγαλύτερη δόξα.
-Τι;
-Θα λευτέρωνες τον Κολοκοτρώνη.
Ο Παπαφλέσας χτύπησε το στήθος του με τα δυο του χέρια.
-Τον Κολοκοτρώνη! Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη -μάρτυς μου ο Θεός! Το είπα στον Κουντουριώτη, στον Κωλέτη: “Πρέπει να λευτερώσουμε το Γέρο! Μόνον αυτός μπορεί να τα βγάλει πέρα με τον Μπραήμη!” Αυτοί όμως μόνο που δε μ’ έπνιξαν. Τι να κάνω, λοιπόν; Ξεκίνησα εγώ… Στην αναβροχιά καλό είν’ και το χαλάζι!
(…)
-Χαίρω πολύ, είπε ο Μίχαλος, που σ’ ακούω να μιλάς με τόση πατριωτική ανιδιοτέλεια. Και σου αναγγέλλω ένα νέο που, δίχως άλλο, δεν το ξέρεις -δεν είναι ούτε δυο ώρες που μούρθε το γράμμα από τ’ Ανάπλι, με καΐκι: Η Κυβέρνηση λευτέρωσε τον Κολοκοτρώνη και τον διόρισε αρχιστράτηγο.
Ο Παπαφλέσας πάνιασε ολόκληρος. Σπασμός λύσσας παίδεψε τ’ αφρισμένα του χείλια:
-Α, τους άτιμους! εμούγκρισε. Μου την έσκασαν μπαμπέσικα, οι κερατάδες! Όταν τους το είπα εγώ να τόνε λευτερώσουν, αρνήθηκαν!
–Τους το είπες επειδή ήσουν σίγουρος πως θ’ αρνηθούν…
-Και τώρα που ξεκίνησα, τον αμολάν ξωπίσω μου, να μου κάνει χαλάστρα! Δε θα τους περάσει, όμως! Θα τους δείξω, εγώ… Θα τους δείξω!
-Ναι, πώς! σάρκασε ο Μίχαλος. Θα τους κάνεις τα τρία δύο…
(…)


Το δίχως άλλο ο Κολοκοτρώνης δε θα πάθαινε ποτέ μια τέτοια δουλειά, να τον περιζώσει ο εχτρός και να τον τσακώσει σαν ποντικό στη φάκα. Και πρώτα, ο Γέρος δε θάπιανε το μέρος που έπιασε ο αρχιμαντρίτης -χαμηλά στα ριζά της πλαγιάς- αλλά θα σκάρωνε τα ταμπούρια του πολύ ψηλότερα, σε τρόπο να δίνει απόσταση ανάμεσα στον εχτρό που γιουρουστάει και στον Έλληνα που βαστάει άμυνα. Ύστερα, θα κρατούσε οπωσδήποτε ανοιχτό το δρόμο της υποχώρησης, γιατί ο καλός στρατηγός δεν τόχει ντροπή να υποχωρεί όταν το καλεί η ανάγκη. Και τέλος, κρίνοντας τι δύναμη είχε ν’ αντιπαρατάξει στ’ ασκέρια του Μπραήμη, διόλου απίθανο να υποχωρούσε δίχως να δώσει μάχη. Γιατί χρέος του άξιου στρατηγού δεν είναι να πολεμάει τον εχτρό οπουδήποτε κι οπωσδήποτε, αλλά μόνον όταν υπάρχουν ελπίδες να κερδηθεί η μελλούμενη μάχη. Αυτό το αλφαβητάριο της πολεμικής τέχνης ήταν αδύνατο να μην το ξέρει ο Παπαφλέσας. Μόνο που ανάμεσα σε γνώση κι εφαρμογή της γνώσης, υπάρχει η άβυσσο της προσωπικότητας του Αρχηγού. Ο Παπαφλέσας αποφάσισε να ταμπουρωθεί έτσι χαμηλά και -ας πούμε το λόγο- άφησε τον εχτρό επίτηδες να τον κυκλώσει, γιατί δεν είχε άλλο τρόπο ν’ αναγκάσει τα παληκάρια του να πολεμήσουν. Κι η μελλούμενη μάχη δεν ήταν για τον αρχιστράτηγο μια πράξη εθνική, μα μια υπόθεση ατομική, όπου οι προϋποθέσεις της “υγιούς” στρατηγικής και ταχτικής δεν είχαν εφαρμογή.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ “ΑΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

ΥΓ : Το βιβλίο του Καραγάτση “ΑΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ” αποτελεί μέρος μιας τριλογίας που έγραψε ο Καραγάτσης με θέμα την ελληνική επανάσταση. Τα τρία βιβλία αυτής της τριλογίας είναι: “Ο ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ”, “ΑΙΜΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟ” και “ΤΑ ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ”.

 

Η Αυτοκράτειρα Ευδοκία (Αθηναΐς) μέσα από τα κείμενα της Ιωάννας Τσάτσου και του Καραγάτση

Η αυτοκράτειρα Ευδοκία γεννήθηκε στην Αθήνα -Αθηναΐς ήταν το κανονικό της όνομα- και ήταν κόρη του φιλόσοφου Λεόντιου. Η ιστορία της μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι. Αισθάνθηκε αδικημένη από την κληρονομιά που της άφησε ο πατέρας της και για να βρει το δίκιο της, έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη, όπου μέσω μιας γνωριμίας με την Πουλχερία, που ήταν αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄, έφτασε να παντρευτεί το Θεοδόσιο και να γίνει αυτοκράτειρα!


Αυτοκράτειρα Ευδοκία

Πώς όμως η Πουλχερία τη διάλεξε για νύφη του αδελφού της; Περιγράφει η ίδια τα προσόντα της νεαρής Αθηναΐδος:

“Ηύρον νεωτέραν καθαράν, εύστολον, λεπτοχαράκτηρον, εύρινα, ασπροτάτην ωσεί χιών, μεγαλόφθαλμον, υποκεχαρισμένην ουλοξανθόκομον, σεμνόποδα, ελλόγιμον, Ελλαδικήν παρθένον”.

“ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ”
από το βιβλίο της Ι. Τσάτσου “ΑΘΗΝΑΪΣ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

Αυτά συνέβησαν το 421. Η “ασπροτάτη ωσεί χιών” Αθηναΐς ασπάσθηκε το χριστιανισμό, έλαβε το όνομα Ευδοκία και στη συνέχεια παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Η κοινή συζυγική τους ζωή κράτησε μέχρι το 441 ή λίγο αργότερα γιατί η Ευδοκία…

“Κατηγορήθηκε ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον μάγιστρο των θείων οφικίων και παιδικό φίλο του αυτοκράτορος Παυλίνο, ο οποίος καθαιρέθηκε, εξορίσθηκε και λίγο αργότερα (444) θανατώθηκε ύστερα από εντολή του Θεοδοσίου, ενώ η αυτοκράτειρα υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στα Ιεροσόλυμα (443), όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της (460), επιδιδόμενη σε αγαθοεργίες.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Εκδοτική Αθηνών 1978


Θεοδόσιος Β΄

Υπήρξε όμως ποτέ αυτός ο ερωτικός δεσμός ή ήταν μια “βυζαντινή” συνωμοσία που εξύφανε ο ευνούχος πριμικήριος και κατόπιν σπαθάριος Χρυσάφιος, άνθρωπος με έντονη επιρροή πάνω στον άβουλο αυτοκράτορα; Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους δεν ασχολείται με αυτό το ερώτημα. Αφιερώνει όμως αρκετές σειρές στη θετική συμβολή της Ευδοκίας. Έργα της θεωρούνται το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης -μεγάλης σημασίας γιατί αναγνωριζόταν για πρώτη φορά ο ελληνικός πολιτιστικός χαρακτήρας της Κωνσταντινούπολης- και ο Θεοδοσιανός κώδικας.

Η Ιωάννα Τσάτσου στο βιβλίο της “Αθηναΐς”  αν και στην αρχή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπήρξε κάτι μεταξύ της Ευδοκίας και του Παυλίνου, στη συνέχεια υποστηρίζει το ενδεχόμενο της σκευωρίας:

Η Πουλχερία φανερά πια την αντιπαθεί. Γιατί;
Είναι εκείνη η παλιά διάδοση ότι αγαπά τον Παυλίνο αληθινή; Ποιος ξέρει; Όμως αυτή η καθημερινή παρουσία εκείνου κοντά στην Άνασσα της είναι δυσάρεστη. Το έχουν καταλάβει οι ευνοούμενοί της και καθημερινά σταλάζουν δηλητήριο στην ανήσυχη σκέψη της. -”Αργά πολύ αργά πέρασε χτες από το ονοπόδιο ο μάγιστρος.” “-Πού ήταν;” -”Πάλι στης Αυγούστας Ευδοκίας.” Και η Πουλχερία ακούει χωρίς να ρωτά. Είναι το έργο της Αθηναΐδος που παίρνει διαστάσεις γιγάντιες;
(…..)

το μήλο που έφερε την καταστροφή

 Μια μέρα ξεσπάει το κακό. Παράλογο, ανόητο, φριχτό, όπως συμβαίνει πάντα. Γιορτάζονται τα Θεοφάνεια. Ο Αύγουστος πάει στην εκκλησιά μόνος με την ακολουθία του, γιατί ο μάγιστρος Παυλίνος έχει δυνατούς πόνους στο πόδι του και είναι υποχρεωμένος να μένει ακίνητος. Κάποιος φτωχός στο δρόμο προσφέρει στον άνακτα ένα πελώριο μήλο της Φρυγίας. Ο καρπός κάνει εντύπωση στο Θεοδόσιο και στην ακολουθία του. Ο βασιλιάς το αγοράζει και ερωτευμένος πάντα το στέλνει στη βασίλισσα. Εκείνη πάλι γνωρίζοντας πως ο Παυλίνος είναι άρρωστος, το στέλνει σ’ αυτόν. Και ο Παυλίνος το θαυμάζει τόσο που θέλει να το θαυμάσει και ο Θεοδόσιος. Μη γνωρίζοντας την προέλευσή του, αθώος, το στέλνει στον αυτοκράτορα.
Ποιος είναι κοντά στο βασιλά εκείνη τη στιγμή; Ποιος, όταν τον βλέπει ταραγμένο, χαμογελά πονηρά; Ποιος είπε τη φράση: “Έκανε τον άρρωστο ο Παυλίνος για να μείνει κοντά στην Αυγούστα; Ο Χρυσάφιος; Άνθρωπος της Πουλχερίας;
Ένα θολό μαύρο σύννεφο καλύπτει την κρίση και το νου του Θεοδόσιου, ένα μαύρο σύννεφο τυλίγει την φωτεινή γυναίκα που τόσο αγάπησε. Εισβάλλουν αδυσώπητες οι Εριννύες, η υποψία, η ζήλεια. Δε θα τον αφήσουν πια.
Καλεί την Αυγούστα Ευδοκία και με ύφος ιεροεξεταστού την ρωτά: “Τι έκανες το μήλο που σού στειλα;” Εκείνη ήσυχα απαντά “Παυλίνω τω πιστοτάτω ημών δέδωκα”¹. Την κοιτάζει μ’ εκείνα τα φιλύποπτα μάτια του σαν να τη βλέπει για πρώτη φορά, βέβαιος πως έχει διαπράξει το αίσχιστο έγκλημα. Κι εκείνη νιώθει την υποψία σαν ύβρη, την άμυνα σαν ξεπεσμό. Πώς όλοι είναι τόσο μικροί; Πώς είναι δυνατόν να έχουν τέτοιες σκέψεις για κείνην, την Αυγούστα, τη χριστιανή; Όμως θέλει να πείσει τον άντρα της, πως είναι αθώα. Δεν είναι δυνατόν μια ανόητη παρεξήγηση να διαλύσει την ευτυχία τους, την εμπιστοσύνη τόσων χρόνων.
Μα τα συμφέροντα είναι μεγάλα και οι εχθροί της αγρυπνούν. Το ‘χουν καλά καταστρώσει το σχέδιο της καταστροφής της. Καθημερινά σκαλίζουν την τραυματισμένη ψυχή του Θεοδόσιου με καινούριες υποψίες. Μικρές φράσεις σιγανές ψιθυρίζονται γύρω του, δήθεν για να μην τις ακούει:
-”Γι’ αυτό σαν έλειπε η Αυγούστα είχε εξαφανιστεί ο Παυλίνος”.
-”Τους είδαν μαζί στο μέγαρο του Λαύσου…”.
Μαύρη η ζωή του αυτοκράτορα. Δε μπορεί πια να λογικευθεί. Δε μπορεί να σκεφθεί απλά πως ο Παυλίνος ένοχος δε θα ‘στελνε ποτέ το μήλο σ’ εκείνον τον ίδιο.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΑΘΗΝΑΪΣ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

¹Η Ι. Τσάτσου εμπιστεύεται τη μαρτυρία του Γεωργίου Κοδινού, όμως άλλοι χρονικογράφοι ισχυρίζονται πως η Ευδοκία απάντησε “το έφαγα”, εκδοχή που η Ι. Τσάτσου απορρίπτει γιατί θεωρεί πως είναι αδύνατο μια τόσο έξυπνη γυναίκα να έχει δώσει μια τόσο αφελή απάντηση.

.

Η ανάρτησή μας όμως δεν τελειώνει εδώ, γιατί ο Καραγάτσης στο μυθιστόρημά του ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ ”απογειώνει” την ιστορία, στήνοντας ένα “ουράνιο” δικαστήριο στα πρόθυρα του Παραδείσου -με κριτές τους αγίους- που γίνεται για να αποφασιστεί αν η Ευδοκία είναι άξια να διαβεί τις πύλες του Παραδείσου ή πρέπει να περάσει την υπόλοιπη αιωνιότητα στην κόλαση. Η όλη σύλληψη είναι πραγματικά μεγαλοφυής -αντάξια ενός Καραγάτση-, αυτό όμως που καθηλώνει τον αναγνώστη είναι το απροσδόκητο, συγκινητικό μα και “αιρετικό” τέλος:

ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Πώς μιλάς έτσι; Αφού πήρες ψεύτικον όρκο! Αφού αποδείχτηκε πως πήρες ψεύτικον όρκο!
ΕΥΔΟΚΙΑ: (κατεβάζει το κεφάλι): Έχεις δίκιο! Πήραν ψεύτικον όρκο.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Γιατί το ‘κανες αυτό;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Κι αν σου ‘λεγα την αλήθεια, θα την πίστευες; Θα πίστευες πως το μήλο που μου χάρισες, το χάρισα στον Παυλίνο χωρίς να είμαι ερωμένη του;
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: (σκύβει το κεφάλι): Όχι, δεν θα το πίστευα. Πώς γινόταν ένα δώρο που σου έκανα εγώ, ο σύζυγός σου, να το χάριζες σ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσες;
ΕΥΔΟΚΙΑ: (ήρεμα): Είπα πως δεν ήμουν ερωμένη του Παυλίνου, κι όχι πως δεν τον αγαπούσα…
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Ώστε ομολογείς;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Σε τούτο το Δικαστήριο, μπορεί να μείνει τίποτα κρυφό; Δεν ομολογώ, μα παραδέχομαι εκείνο που όλοι γνωρίζουν (δείχνει τους αγίους).
(…)
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ (στην Ευδοκία): Γιατί δεν μου είπες την αλήθεια εξ αρχής; Θα καταλάβαινα…
ΕΥΔΟΚΙΑ: Όχι, δεν θα καταλάβαινες. Σου ήταν αδύνατο να παραδεχτείς πως αγαπούσα τον Παυλίνο χωρίς να είμαι ερωμένη του. Σου ήταν αδύνατο να παραδεχτείς πως αγαπούσα τον Παυλίνο…
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Ναι, μου ήταν αδύνατο. Τι κι αν εξουσίαζα το κορμί σου δίχως την ψυχή σου;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Αν δεν ήσουν αυτοκράτορας, θα γύρευα διαζύγιο και θα παντρευόμουνα τον Παυλίνο. Τη δική μου πορφύρα ήμουν πρόθυμη να την θυσιάσω για να χαρώ το μεγάλο και μοναδικό έρωτά μου. Το δικό σου όμως στέμμα, Θεοδόσιε; Τι χτύπημα για την αυτοκρατορική σου μεγαλειότητα!
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Κάτι τέτοιο δεν θα επέτρεπα ποτέ όχι μόνο να γίνει, μα ούτε να μαθευτεί. Θα έπαιρνα όλα τα μέτρα για να μη μαθευτεί.
ΕΥΔΟΚΙΑ: Τα ξέρω τα μέτρα: κάποια αρρώστια, κάποιο δυστύχημα, που θα ‘στελνε στον τάφο τον άνθρωπο που αγαπούσε η γυναίκα σου, η αυτοκράτειρα… Να, γιατί πήρα ψεύτικον όρκο: για να σώσω τη ζωή του Παυλίνου.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Δεν το κατάφερες.
ΕΥΔΟΚΙΑ: Δεν το κατάφερα. Μου τον σκότωσες…
Η Ευδοκία ξεσπάει σε λυγμούς. Οι άγιοι σιωπούν φανερά συγκινημένοι.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: (στην Ευδοκία): Τόσο πολύ τον αγαπούσες;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Τόσο πολύ!
(…)
ΠΑΥΛΟΣ: Η αμαρτία. Υπάρχει η αμαρτία…
Ο Βάκχος πετάγεται και τον αντικόβει.
ΒΑΚΧΟΣ: Άκου, άγιε Παύλο μου. Χριστιανός είσαι κι εσύ όπως εγώ· άγιος είσαι, όπως είμαι. Τα ίδια που μας δίδαξε ο Ιησούς πιστεύεις και πιστεύω. Μα εσύ γεννήθηκες στην Παλαιστίνη κι εγώ στην Ελλάδα. Για μας τους Έλληνες, η ομορφιά δεν είναι αμαρτία· από την ομορφιά δεν μπορεί να εκπηγάσει αμαρτία. Η ομορφιά εξαγνίζει τα πάντα. Η ομορφιά, κι ο έρωτας που την παραστέκει…
Ο έρωτας… Τούτος ο λόγος, ο ολότελα ασυνήθιστος εκεί πάνω, έκανε τη χορεία των αγίων να συγκλονιστεί από ρίγος μυστικό. Όλα τα μάτια, συνεπαρμένα, κοιτούσαν μακριά, κάποιο όραμα αόρατο. Ο Παύλος κατάλαβε πως έχασε τη μάχη.
ΠΑΥΛΟΣ: Δεν επιμένω στο κατηγορητήριο. Οι πύλες του Παραδείσου ας ανοίξουν για την Ευδοκία…
Η νεκρή αυτοκράτειρα πάλι χαμογέλασε πικρά· κι είπε:
ΕΥΔΟΚΙΑ: Δεν είμαι πια η Ευδοκία· δεν είμαι πια αυτοκρατόρισσα. Είμαι η Αθηναΐς, η θυγατέρα του φιλόσοφου Λεόντιου του εθνικού, του Αθηναίου. Η Αθήνα που με γέννησε κι έθρεψε με τα νάματα του υπέρτατου και γαλήνιου στοχασμού της, του διαπνεόμενου απ’ τη λατρεία του Κάλλους, με καλεί ξανά στο μεθυστικό πανηγύρι της πνευματικής λευτεριάς. Θεοί μου είναι η Αφροδίτη, ο Απόλλων κι ο Διόνυσος. Ο θάνατος δεν μπορεί να χωρίσει δυο ψυχές που κοινώνησαν στην πανάγιαν αμαρτία του Κάλλους και του Έρωτα. Η θέση μου, για την αιωνιότητα, είναι κοντά σ’ εκείνον· κι η θέση εκεινού είναι κοντά στα μεγάλα κι ελεύθερα πνεύματα που έπλασαν το μοναδικό πολιτισμό των ανθρώπων. Βάκχε, Βάκχε, Ίακχε! Ιού! Ιού! Ευοί ευάν! (στον Παυλίνο). Έλα καλέ μου! Πάμε.
Πέρασε η Αθηναΐδα το χέρι της στη μέση του Παυλίνου· εκείνος αγκάλιασε τους θεϊκούς ώμους της. Και με περπατησιά αργή, σταθερή και ήρεμη πήραν το δρόμο που οδηγεί στην Κόλαση.
Οι άγιοι, άφωνοι, παρακολούθησαν το μισεμό τους. Κι άξαφνα σηκώθηκαν όλοι μαζί· και με μάτια δακρυσμένα, χέρια σειναμένα ξέσπασαν σε φωνή μυριόστομη:
-Κατευόδιο, Ομορφιά! Ώρα καλή, Κάλλος! Κάθε ευτυχία σού ευχόμαστε, Λευτεριά: Την ευκή μας να έχεις, Έρωτα!
Ο Βάκχος, πεσμένος μπρούμυτα σ’ ένα σύννεφο, έκλαιγε με λυγμούς.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ “ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 


Η Πουλχερία ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αδελφό της αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄-μέχρι που τέθηκε στο περιθώριο λόγω της ισχυρής επιβολής στον αυτοκράτορα του ευνούχου Χρυσάφιου. Στην Πουλχερία οφείλονται τα σκληρά μέτρα που έλαβε ο Θεοδόσιος Β΄εναντίον εθνικών, αιρετικών και Ιουδαίων. Επι των ημερών της παντοδυναμίας της συνέβη το 415 στην Αλεξάνδρεια η δολοφονία της Υπατίας.

 

 

Μ. Καραγάτσης (1908-1960)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Άρθρο της Σ. Λοϊζου στο Βήμα για τον Μ. Καραγάτση

Άρθρο για τον Μ. Καραγάτση

Αφιέρωμα στον Μ. Καραγάτση και αποσπάσματα από έργα του

Συνέντευξη με την κόρη του Μ. Καραγάτση

Ο ταξιδιωτικός Μ. Καραγάτσης

Ο Μ. Καραγάτσης αυτοβιογραφούμενος

Συνέντευξη του Μ. Καραγάτση

Θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό

Ένας φιλολογικός καβγάς στην Αθήνα του 1939

Παραθέματα και αφορισμοί του Μ. Καραγάτση

Η κυρία Νίτσα (διήγημα του Μ. Καραγάτση)

Όταν οι διανοούμενοι έπαιρναν θέση

 

  

 

Αρχική σελίδα