κδ) ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ II: κάτι τόσο ευγενικό

Ο Μάρκος Βαμβακάρης θυμάται τον Γιώργο Μπάτη:

Ο Γιώργος ο Μπάτης, Θεός σχωρέστον, έχει πεθάνει τώρα έχει πέντε έξι χρόνια. Μ’ αυτόν επέρασα αρκετό καιρό πάρα πολύ καλά. Αυτός ήτανε ο άνθρωπος που μας έδινε λεφτά και όταν δουλεύαμε του τα δίναμε. Τον παίρναμε μαζί μας, τον είχαμε μαζί μας, κι όπου πηγαίναμε τι του χρώσταγα, τι του χρώσταγε ο Στράτος, τι του χρώσταγε ο άλλος, τον πληρώναμε, του τα δίναμε. Αυτός δεν ξέρω πού τα ‘βρισκε, πάντως είχε λεφτά. Ήταν ο Μπάτης με τ’ όνομα. Επούλαγε στα παλιατζίδικα του Πειραιώς διάφορα παλιά πράματα, μπουζούκια, κιθάρες, πράματα, κομπολόγια, δαχτυλίδια, το ‘να τ’ άλλο, τα οποία είχε. Είχε κει παλιατζίδικο, εκεί στου Καραϊσκάκη, και αγόραζε τέτοια και τα πούλαγε. Αμανάτια δηλαδή, όχι μεγάλα πράματα. Αυτός είχε διάφορα μπουζούκια και τα ονόμαζε με διάφορα ονόματα. Είδα ένα μπαγλαμά που το ‘λεγε Μάγκα, άλλον μπαγλαμά που τον έλεγε Ντερβίση, άλλο μπουζούκι που το ‘λεγε Μάρκο, άλλο μπουζούκι που το ‘λεγε Τσίφτης. Ήταν μη συζητάς.

Είχε και κανά δυο μαγαζάκια, τα νοίκιαζε κι έπαιρνε ενοίκια. Οικονόμαγε, ήταν οικονόμος. Ήταν έξυπνος άνθρωπος, πολύ έξυπνος άνθρωπος. Τραγουδούσε με τον μπαγλαμά που είχε. Κι αυτός στους τεκέδες. Ήμαστε κώλος με βρακί μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Τον Ανέστη Δεληά, το Σμυρνιό, Αρτέμη τον έβγαλε ο Μπάτης. Τον εβάπτισε Άρτζι-μπούρτζης. Ο Μπάτης κωμικός ήτανε. Μα ούτε να παίζει ήξερε, ούτε τίποτας. Κι αν έβγαζε και κανένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, του το τραγούδαγε ο Στράτος, π.χ. εκείνο το Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα στη σπηλιά του Δράκου εβγήκα.

Κωμικός ήτανε ο Μπάτης, κωμικός. Ήτανε καλός στην παρέα, να γελάς σ’ έκανε, μέχρι τα τελευταία του.

Από ηλικία ο Μπάτης ήταν ο πιο μεγάλος απ’ όλους μας. Μετά ο Στράτος, κατόπιν εγώ, και μετά ο Δεληάς. Ο Μπάτης η καταγωγή του ήτανε Πειραιώτης, αλλά έλεγε πως κρατούσε κι απ’ τη Σύρα ο πατέρας του.

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
«ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»
Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ


Γιώργος Μπάτης: Γυφτοπούλα (1934)


Αθηναίισα (1937)
Υπέροχο τραγούδι του Ανέστη Δελιά, του μοναδικού ρεμπέτη που πέθανε από χρήση ηρωίνης.
Τραγουδάει ο ίδιος ο Δελιάς μαζί με τον Στράτο Παγιουμτζή.
Ο Δελιάς ήταν ο συνθέτης του «Μες στης Πόλης το χαμάμ» και πολλών άλλων σπουδαίων ρεμπέτικων τραγουδιών. Το 1937, με την έναρξη της λογοκρισίας του Μεταξά σταμάτησε να ηχογραφεί όπως ο Μπάτης, ο Παπάζογλου και ο Γιοβάν Τσαούς. Δυστυχώς ο Δελιάς πέθανε νέος, το 1944, από υπερβολική δόση ηρωίνης. Τον βρήκαν νεκρό σ’ ένα καροτσάκι έχοντας στα χέρια του το μπουζούκι του. Ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε πει για τον Δελιά πως ήταν ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης θυμάται τον Ανέστη (ή Ανέστο) Δελιά που ήταν κι αυτός μέλος της «ξακουστής τετράδος του Πειραιά»:

Πάντως ο Ανέστος από μικρό παιδί έπαιζε κιθάρα κι όταν τον εγνώρισα εγώ, τον έβαλα εγώ μπροστά να μάθει μπουζούκι κι όπως και έμαθε. Εγώ τον έβαλα. Εγώ του λέω. Θα το παρατήσεις αυτό και θα μάθεις μπουζούκι. Και αυτός λίγο διάστημα εκάθισε μαζί μας. Αυτός ήτανε πολύ καλό παιδί αλλά τον έφαγε η πρέζα. Όταν ο Ανέστος έφυγε από κοντά μας και έγινε πρεζάκιας, εμείς τότε δεν τον εζυγώναμε. Πόσες φορές του έλεγα, βρε Ανέστο δε βλέπεις τους άλλους που έχουν γίνει; Έτσι θα γίνεις κι εσύ. Είναι αμαρτία. Κόψε την πρέζα κι έλα μαζί μας να φτιαχτείς, να δουλεύεις κοντά μας. Του ελέγαμε όλοι δηλαδή και οι τρεις, αλλά αυτός δεν άκουε κανένα. Μια φορά τον επείσαμε και ήρθε μαζί μας και τον εφυλάγαμε να μη μας φύγει, διότι κάθε βράδυ ερχόταν μια γυναίκα ονόματι Σκολαρικού, η οποία και τον είχε μάθει. Αυτή ήττανε στα μπουρντέλα, όχι καλής διαγωγής. Πόσα μέσα εκάναμε αλλά δυστυχώς δεν άκουε κανένα. Έγινε πολύ ελεεινός, τον οποίον αρχίσαμε και όταν τον εβλέπαμε να τον αποφεύγουμε διότι δεν ημπορούσαμε να μας βλέπει η Ασφάλεια με αυτόν να έχουμε πάρε δώσε. Ήταν η εποχή που όλοι είχανε πέσει, οι καλύτεροι μυστικοί του κόσμου, στην πρέζα, προπαντός στην Ελλάδα.

Από την πρέζα πέθανε αυτός, με τη Σκολαρικού. Και οι δυο επέσανε με τη μούρη σ’ αυτό, γυναίκα και άντρας, και πέθανε στον αποκλεισμό. Στο σαραντατρίο τον βρήκανε χάμω. Πέθανε από την πείνα, έπινε και πρέζα και πέθανε. Αυτό ήτανε το τέλος αυτουνού.

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
«ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΕΛΛΟΥ – ΚΑΪΛ
Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ

Τα σημερινά τραγούδια ανάρτησε στο youtube o pankonstantopoulos.

Για τους ρεμπέτες το πιο σημαντικό στα χρήματα είναι το «κουβαρνταλίκι». Το χρήμα δεν αποταμιεύεται αλλά σπαταλάται και μάλιστα επιδεικτικά, είτε με καταστροφικό τρόπο (γλέντια, γυναίκες, τυχερά παιχνίδια) είτε με γενναιοδωρίες. Οι ρεμπέτες δεν μπορούν να κατανοήσουν τι σημαίνει αποταμίευση.
Ο πλούτος όταν αποταμιεύεται καθίσταται άχρηστος. Και επειδή ο θάνατος δεν αργεί για κανέναν τα ρεμπέτικα τραγούδια απαξιώνουν τον τρόπο ζωής όσων πλουσίων αποταμιεύουν.

Βέβαια η δουλειά θεωρείται αναγκαίο κακό μόνο όμως για την επιβίωση και όχι για την επιθυμία του χρήματος ή κατ’ επέκταση της κοινωνικής εξουσίας και της επιβολής. Μάλιστα το χρήμα στα ρεμπέτικα τραγούδια θεωρείται η αιτία για πολλές δυστυχίες, προσωπικές και κοινωνικές, χαλάει τον χαρακτήρα των ανθρώπων και καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ τους.

ΠΗΓΕΣ

ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ
Εκδόσεις ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ

ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ


Μάρκος Βαμβακάρης «Όσοι έχουνε πολλά λεφτά» (1936)

Όσοι έχουνε πολλά λεφτά

να ξέρα τι τα κάνουν

άραγε σαν πεθάνουνε βρέ αμάν αμάν

μαζί τους θα τα πάρουν

Εγώ ψιλή στην τσέπη μου

ποτέ δεν αποτάζω

κι όλα τα ντέρτια μου περνούν

βρ’αμάν αμάν μόνον σαν μαστουριάζω

(γειά σου Μάρκο άψιλε)

Αφού στον άλλο το ντουνιά

λεφτά δεν θα περνάνε

τα’χουν καί τά θυμίαζουνε

βρ’αμάν αμάν δεν ξέρουν να τα φάνε

τα’χουν καί τά θυμίαζουνε

βρ’αμάν αμάν δεν τα’χουν να τα φάνε

Κι αν έρθουν κάποια στιγμή μαζεμένα πολλά λεφτά, όπως στο Μαριανθάκι που κέρδισε στο λαχείο, τότε, «ε, ρε να δεις μεράκι, κουβαρνταλίκι με τους μάγκες στα γερά».


ΜΑΡΙΑΝΘΑΚΙ
Σύνθεση: Παναγιώτης Τούντας
Τραγούδι: Ρίτα Αμπατζή

Τώρα που πήρα το πρώτο το λαχείο
τις τετρακόσες χιλιάδες μια φορά
τώρα θα δείτε πως γλεντούνε μεγαλείο
και πως μασάνε τις χήνες μια χαρά

Είμαι το Μαριανθάκι
που δεν αγάπησα ποτέ μου τα λεφτά
ε, ρέ, να δείς μεράκι, κουβαρνταλίκι
με τους μάγκες στα γερά

Θ’ αγοράσω φωνόγραφο και πλάκες
με τα τραγούδια του Τούντα θα γλεντώ
τα ξημερώματα θα παίρνω όλους τους μάγκες
και στη Γλυφάδα θα κάνουμε λουτρό

Έτσι γλεντάνε τα όμορφα κορίτσια
και δε με νιάζει ο κόσμος τι θα πει
εγώ ψοφάω για γλέντι και καπρίτσια
και θα πεθάνω στη μόρτικια ζωή

Η ινδική κάνναβις, από την οποία παράγεται το χασίς, καλλιεργήθηκε ευρύτατα και ελεύθερα στην Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το 1920, χρονιά κατά την οποία ψηφίστηκε ο πρώτος απαγορευτικός νόμος.
Ωστόσο ο νόμος αυτός δεν εφαρμόστηκε με αυστηρότητα, παρά μόνο μετά το 1936. Εντωμεταξύ όσο κι αν ακούγεται περίεργο η ηρωίνη όλο αυτό το διάστημα θεωρείτο «παυσίπονο» και κυκλοφορούσε (τουλάχιστον μέχρι το 1932) χωρίς καμία απαγόρευση και μάλιστα σε πάμφθηνα μπουκαλάκια των 5 γραμμαρίων που έγραφαν απ’ έξω «Made in Germany».

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, όπως είναι λογικό, ήταν από τα πρώτα θύματα της ηρωίνης, λόγω της φτώχειας, της ανεργίας και της έλλειψης στέγης που αντιμετώπισαν τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα.
Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η χρήση του χασίς και της ηρωίνης είχε διαδοθεί ευρύτατα αποτελώντας ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, η καταγραφή του οποίου πέρασε και στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Μέχρι να αρχίσει η λογοκρισία του Μεταξά (1937) ηχογραφήθηκαν περίπου 600 «χασικλίδικα» τραγούδια. Τα περισσότερα από αυτά μιλούσαν για το χασίς, πολύ λίγα μιλούσαν –σαφώς με διάθεση αποτρεπτική- για τα «σκληρά» ναρκωτικά (ηρωίνη και κοκαΐνη).

ΠΑΝ. ΚΟΥΝΑΔΗΣ
«ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ» τραγούδια με …χρήση

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ «ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ» ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ


Ανέστης Δελιάς: «ΣΟΥΡΑ ΚΑΙ ΜΑΣΤΟΥΡΑ» ή «ΟΤΑΝ ΜΠΟΥΚΑΡΩ ΣΤΟΝ ΤΕΚΕ» (1936)
Ένα υπέροχο τραγούδι του Ανέστη Δελιά.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης διηγείται στην αυτοβιογραφία του:

Ο Πειραιάς τότες ήτανε γεμάτος τεκέδες.

Όλοι οι τεκέδες ήτανε ίδιοι. Ίδιοι και απαράλλαχτοι. Μια κάμαρα ήτανε τεκές. Ένα σπιτάκι ήτανε τεκές. Ένα άλλο παραγκάκι. Δεν υπήρχε δηλαδή να ‘ναι σαλόνι να το κάνουνε τεκέ. Όχι. Μια κάμαρα μεγάλη και καθαρή, αυτό. Ο τεκές του Σάλωνα ήτανε δυο παραγκίτσες ξύλινες εκεί στο Καστράκι που ήτανε οι πρόσφυγες.

Το ίδιο ήτανε και του Μίχαλου στα Χιώτικα. Μια παραγκούλα με διάφορα μικρά παραγκάκια εκεί όπου έμενε και αυτός μέσα με τη γυναίκα του. Κάπως διαφορετικό, πιο εξευγενισμένο πάλι. Εκεί ερχόντουσαν οι πρώτης τάξεως χασικλήδες, δηλαδή οι πιο σοβαροί, οι πιο καλοντυμένοι, οι πιο λεφτάδες, οι πιο κουτσαβάκηδες, εννοώ τα παλικάρια δηλαδή, ησυχότατοι και αυτοί, δουλεύανε σε δουλειές. Οι εργαζόμενοι. Καλοί άνθρωποι.

Οι μάγκες στον τεκέ θέλαν απόλυτη ησυχία να μαστουριάσουν, να ονειρεύονται. Στον τεκέ θα μπεις μέσα θα κάτσεις ήσυχα και φρόνιμα αμίλητος, όχι και μουγγός, αλλά πάντως άκρα ησυχία. Εάν ο τεκετζής τα κάνει όλα μοναχός του, θα κάνει τον ναργιλέ. Έχει καλώς, ειδεμή φωνάζεις ρε Παναγιώτη, ρε Μάρκο, αν έχει τέτοιο όνομα μέσα, δεν πλένεις λίγο τουμπεκάκι φρέσκο να το κόψουμε ψιλό ψιλό να φουμάρουμε να μαστουριάσουμε όλοι.

Τουμπεκί είναι ένα φύλλο του καπνού το οποίο δεν το κόβουν όπως τον καπνό. Το αφήνουνε μεγάλο και αυτό το κόβουνε ψιλό ψιλό με το μαχαίρι.

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
«ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»
Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ


Μάρκος Βαμβακάρης: Κάφτονε, Σταύρο, κάφτονε (1935)
Ο άνθρωπος που μίλησε πρώτος για τη μεγάλη αξία του ρεμπέτικου τραγουδιού, σε μια εποχή που ο πνευματικός κόσμος της Ελλάδας το απαξίωνε, ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις με την ιστορική διάλεξη που έδωσε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, στις 31 Ιανουαρίου του 1949. Εκεί ο Χατζιδάκις μίλησε με θερμά λόγια για το ρεμπέτικο τραγούδι, εγκωμίασε την ομοιογένεια που υπάρχει στον ρυθμό, τη μουσική και τους στίχους του, τόνισε την αυθεντική αλήθεια που εκφράζει καθώς και τη στενή του σχέση με τη βυζαντινή και τη δημοτική μας παράδοση ενώ δε δίστασε να το παρομοιάσει, ως προς την τελειότητα και τη μορφολογία του, με την αρχαία ελληνική τραγωδία.

Στο τέλος της διάλεξης εμφανίστηκε η ορχήστρα του Μάρκου Βαμβακάρη, η οποία, με τραγουδίστρια τη Σωτηρία Μπέλλου, έπαιξε διάφορα κλασικά ρεμπέτικα.

Παρά τις αρνητικές –στους συντηρητικούς κύκλους- αντιδράσεις που προκάλεσε αυτή η διάλεξη, ο Χατζιδάκις, δυο χρόνια αργότερα, επιχείρησε κάτι ακόμα τολμηρότερο. Διασκεύασε ο ίδιος 6 ρεμπέτικα τραγούδια για πιάνο σε μια δημιουργία που ονόμασε «6 Λαϊκές Ζωγραφιές».

Όταν κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι επιχειρεί να εξευγενίσει τα ρεμπέτικα ο Χατζιδάκις απάντησε πως δε γίνεται να εξευγενίσει κάτι τόσο ευγενικό όπως το ρεμπέτικο τραγούδι.

12 χρόνια αργότερα ο Χατζιδάκις έκανε και δεύτερη διασκευή ρεμπέτικων, αυτή τη φορά για ορχήστρα, ετοιμάζοντας το έργο «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη». Η σχέση του Χατζιδάκι με τα ρεμπέτικα δε σταμάτησε εκεί. Ακολούθησαν τα «Πέριξ» (1972) και ο «Σκληρός Απρίλης του 45» (1974).

ΠΗΓΕΣ

Πάνος Σαββόπουλος
από την εκπομπή της ΕΤ3 «ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»

Χριστίνα Μιχαήλ: Η χρήση της πολιτισμικής και μουσικής συνέχειας στη διάλεξη του Μ. Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο


Επιμονή (Φραγκοσυριανή του Μ. Βαμβακάρη)
Διασκευή του Μ. Χατζιδάκι
Ο Χατζιδάκις άλλαξε τον τίτλο της Φραγκοσυριανής και την ονόμασε «Επιμονή» γιατί του έκανε μεγάλη εντύπωση το ότι ο Βαμβακάρης χρησιμοποίησε μία νότα για 11 συνεχόμενες συλλαβές (Θα ρθω να σε α ντα μώ σω κά τω στην α…)

Το 1974 ο Χατζιδάκις στον «Σκληρό Απρίλη του 45» διασκεύασε μεταξύ άλλων και τη Νυχτερίδα του Μπαγιαντέρα. Το αποτέλεσμα ήταν μαγευτικό αλλά εμείς θα ακούσουμε την αυθεντική Νυχτερίδα.

Μπαγιαντέρας: Νυχτερίδα (1939)
Τραγουδάει ο Στράτος Παγιουμτζής

Το τραγούδι ανάρτησε ο Afthentikos42

Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια

μπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια

τριγυρίζω σαν τη νυχτερίδα

λίγη για να βρω χαρά κι ελπίδα.

Βλέπεις πως για σένα ξενυχτάω

σαν σε χάσω λίγο δε βαστάω

στο ζητώ τη συντροφιά σου

άλληνε δε βάζω εγώ μπροστά σου.

Μη μου κάνεις σκέρτσα που τα ξέρω

και μη θες για σε να υποφέρω

έλα πια και δωσ’ μου χάδια

Η λογοκρισία του Μεταξά έφερε πολλές αλλαγές στο ρεμπέτικο τραγούδι. Αρκετοί ρεμπέτες προτίμησαν να αποσυρθούν από τη δισκογραφία ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να αλλάξουν τους στίχους των τραγουδιών τους που παρέπεμπαν σε «χασικλίδικα» θέματα ή ακόμα και την μουσική τους, η οποία -με τα νέα δεδομένα- όποτε είχε ανατολίτικο ύφος χαρακτηριζόταν ως αμανές.

Το κενό που δημιουργήθηκε στη δισκογραφία ήρθαν να γεμίσουν νέοι καλλιτέχνες με κορυφαίο βέβαια τον Βασίλη Τσιτσάνη του οποίου οι λαϊκές καντάδες -όπως του άρεσε να ονομάζει τα τραγούδια του- συγκίνησαν μεγάλο μέρος του κοινού των ρεμπέτικων τραγουδιών.

Εκτός από τον Τσιτσάνη, άλλοι εκπρόσωποι του νέου αυτού ρεύματος της λαϊκής καντάδας που κυριάρχησε την περίοδο 1937-1940 ήταν ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου και ο Απόστολος Χατζηχρήστος.

Όλοι τους είχαν μουσική παιδεία με ροπή προς το ιταλικό τραγούδι και τις σερενάτες, αφού πριν μάθουν μπουζούκι έπαιζαν μαντολίνο ή πιάνο. Οι καλλιτέχνες αυτοί γρήγορα κατέκτησαν το κοινό με τις δημιουργίες τους οι οποίες εντάσσονταν στο κανταδοειδές λαϊκό τραγούδι που θύμιζε ιταλικές και δυτικοευρωπαϊκές αρμονίες και σερενάτες.


Γιάννης Παπαϊωάννου: Φαληριώτισσα (1937)

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου πέτυχε με τα τραγούδια του ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο πρώτος στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του το λεγόμενο «πρίμο σεκόντο» (διφωνία).
Από μικρός έμαθε μαντολίνο, αργότερα κιθάρα και μαζί με φίλους του έκανε καντάδες στη γειτονιά του.


Απόστολος Χατζηχρήστος: Γιατί σκληρή και άπονη (Κοκκινιώτισσα) 1938

Ο Απόστολος Χατζηχρήστος γεννήθηκε σε ένα προάστειο της Σμύρνης το 1904. Η οικογένειά του ήταν πλούσια και έτσι του δόθηκε από παιδί η δυνατότητα να ασχοληθεί με τη μουσική μαθαίνοντας πιάνο, κιθάρα και ακορντεόν. Με το μπουζούκι άρχισε να ασχολείται από το 1929. Το τραγούδι «Γιατί σκληρή και άπονη» είναι το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε μαζί με το «Έχω βαθιά τον πόνο». Συνολικά συνέθεσε 85 τραγούδια, από τα οποία περίπου τα 60 έχουν το ύφος της καντάδας.


Μπαγιαντέρας: Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη (1940)
Μαζί με τον Μπαγιαντέρα τραγουδάει και ο Μανώλης Χιώτης

Ο Μπαγιαντέρας μετά τη λογοκρισία του Μεταξά εγκατέλειψε τη θεματολογία των ναρκωτικών και της φυλακής και στράφηκε κι αυτός στις ερωτικές λαϊκές καντάδες δημιουργώντας μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα τραγούδια.

ΠΗΓΕΣ

ΝΕΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ: Γ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Β. ΑΡΝΑΟΥΤΑΚΗΣ: Γ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Π. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Α. ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ

http://www.rebetiko.gr: Δ. ΓΚΟΓΚΟΣ ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ

http://www.music-art.gr

Η γυναίκα του ρεμπέτικου τραγουδιού δεν έμοιαζε με τις γυναίκες της εποχής της -ούτε καν με τις γυναίκες μεταγενέστερων εποχών- μια και έμπαινε ελεύθερα σε νυχτερινά κέντρα, ξεφάντωνε, χόρευε, πήγαινε ακόμα και στους τεκέδες, για να φουμάρει.
Οι υπόλοιποι ρεμπέτες δεν την πείραζαν. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως στα πάλκα των ρεμπέτηδων έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους γυναίκες τραγουδίστριες, οι οποίες μάλιστα είχαν ρόλο αυτόνομο σε αντίθεση με τις τραγουδίστριες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων που βρίσκονταν πάντα στη σκιά ενός άντρα, συνθέτη ή τραγουδιστή.

Υπάρχουν πολλά τραγούδια που μιλούν για αυτή την απελευθερωμένη γυναίκα. Μια γυναίκα που δε διστάζει να πει «Θέλω να ‘χω εγώ πολλούς, γιατί ένας σαν κι εσένα δε με φτάνει» (τραγούδι του 1931).

Παρόμοιο ρεμπέτικο είναι η «Τσαχπίνα» που τραγούδησε η Ρόζα Εσκενάζυ. Η Τσαχπίνα φουμάρει κάθε μέρα τσιγαρλίκι χωρίς να τη νοιάζει ο κόσμος τι θα πει, ενώ της αρέσει να γλεντάει ως το πρωί, να «μεθάει» με φιλάκια κι αν τύχει και συναντήσει κανέναν άντρα με γερό κορμί τότε τον «βουτάει» κι όποιος να ‘ναι δεν τη νοιάζει!


Είμαι μια Τσαχπίνα (1934)
Σύνθεση, Στίχοι: Θεόδωρος Παπαδόπουλος
Τραγούδι: Ρόζα Εσκενάζυ

Βέβαια στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα για τις γυναίκες. Για παράδειγμα μπορούσαν να χορεύουν χασάπικο αλλά όχι ζεϊμπέκικο. Γυναίκα να χορεύει ζεϊμπέκικο ήταν πρωτοφανές σκάνδαλο και το θέαμα αυτό γινόταν αιτία φονικών καυγάδων.

Για το πόσο έπρεπε να προσέχουν οι γυναίκες στα κέντρα διασκέδασης ενδιαφέρουσα είναι η διήγηση της ρεμπέτισσας Νταίζης Σταυροπούλου στον Κώστα Χατζηδουλή:
«..μου είπανε να είμαι πολύ προσεκτική, όταν θα μπαίναμε στο μαγαζί. Να μην κοιτάω ούτε δεξιά ούτε αριστερά, παρά μόνο μπροστά κατευθείαν στο πάλκο, γιατί οι άντρες που πήγαιναν εκεί ήταν ζόρικοι, πολύ σκληροί και ψόφαγαν για παρεξήγηση…
από το http://rebetiko.sealabs.net/

Πάντως γυναίκα να τραγουδάει τους στίχους: «Βάγγο να με λέγανε κι ας μη με λέγαν Ντίνα, θα ‘χα γυναίκες γκόμενες την εβδομάδα δέκα» ή «βλαστημώ τη μάνα μου που μ’ έκανε γυναίκα» άργησε πολύ η ελληνική κοινωνία να ξανακούσει σε τραγούδι.


Αν ήμουν άντρας
Σύνθεση: Βαγγέλης Παπάζογλου (1934)
Τραγουδάει η Κατίνα Χωματιανού

Αν ήμουν άντρας θα’καιγα
Πειραία και Αθήνα
και Βάγγο να με λέγανε
κι ας μη με λέγαν Ντίνα.

Θα είχα γυναίκες γκόμενες
την εβδομάδα δέκα
μα βλαστημώ τη μάννα μου
που μ’έκανε γυναίκα.

Πάντα θε να φερνόμουνα
σαν φίνο κουτσαβάκι
στο χέρι μου θα κράταγα
με φούντα μπεγλεράκι

Και θα γυρνούσα με ταξί
Περαία και Αθήνα
στις μπύρες και στα καμπαρέ
να την περνάω φίνα.

Αχ! βρε ντουνιά σε βλαστημώ
γιατί είμαι αδικημένη
για της γυναίκας την καρδιά
δεν είμαι γεννημένη.

ΠΗΓΕΣ

Π. Σαββόπουλος: Ρεμπέτικη Ιστορία, εκπομπή της ΕΤ 3

ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ: Εισαγωγή στα ΜΙΚΡΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ

ΠΑΝΤΑ Ν’ ΑΝΤΑΜΩΝΟΥΜΕ
Εκπομπή της ΝΕΡΙΤ με αφιέρωμα στις Γυναίκες του ρεμπέτικου

Α. ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ: Ρ. Εσκενάζι, η μπροστάρισσα μιας εποχής


Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει (1939)
Μουσική: Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης
Τραγουδάει ο Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς

Το 1932 τεράστια επιτυχία στην Ελλάδα έκανε ένας δίσκος που είχε ηχογραφηθεί στην Αμερική. Ήταν το Μινόρε του Τεκέ που βασιζόταν σε μια παλιότερη μικρασιάτικη μελωδία. Η σύνθεση ήταν του Ιωάννη Χαλκιά ή Τζακ Γκρέγκορι που έπαιζε και το μπουζούκι.

Οι υπεύθυνοι των δισκογραφικών εταιρειών απέδωσαν την επιτυχία του τραγουδιού, όχι τόσο στη μελωδία του, όσο στον ήχο του μπουζουκιού που ως τότε δεν είχε ακουστεί σε ηχογραφήσεις δίσκων στην Ελλάδα. Έτσι αναζήτησαν έναν καλό οργανοπαίκτη του μπουζουκιού για να ηχογραφήσουν παρόμοια τραγούδια. Και βέβαια κατέληξαν στον Μάρκο Βαμβακάρη που εκείνη την εποχή τριγυρνούσε στους τεκέδες του Πειραιά παίζοντας με το μπουζούκι του τραγούδια που έφτιαχνε ο ίδιος.

Ο Βαμβακάρης λοιπόν ξεκίνησε από τον Δεκέμβριο του 1932 να ηχογραφεί τα πρώτα τραγούδια με μπουζούκι στην Ελλάδα (Καραντουζένι, Χαρμάνης, Δερβίσης, Εφουμάραμ’ ένα βράδυ, Ταξίμ Σερίφ, Μόρτισσα Χασικλού). Περίπου την ίδια εποχή ηχογράφησε και ο Μπάτης ένα τραγούδι το οποίο όμως κυκλοφόρησε αργότερα.

Τα τραγούδια αυτά έγιναν πολύ γρήγορα αγαπητά στο κοινό. Έτσι το μπουζούκι κατάφερε να βγει από το περιθώριο του τεκέ και να φτάσει σε όλες τις λαϊκές συνοικίες των αστικών κέντρων.

ΠΗΓΕΣ

ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ
Εκδόσεις ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΑΓΙΟΚΑΣ
ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΛΟΓΟ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1931-40

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝ. ΚΟΙΝ. ΚΑΙ ΠΟΛ. ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


Μάρκος Βαμβακάρης: Καραντουζένι (1933)

Τη δική του ερμηνεία για την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι δίνει ο Νίκος Μάθεσης:

«Ένα απόγευμα που είχα φωνοληψία για ένα τραγούδι μου, και θα το τραγουδούσε ο φίλος μου και πατριώτης μου Γιώργος Παπασιδέρης «Μες του Νικήτα», είπα στον κύριο Μάτσα (πατέρα) σε ένα διάλειμμα επί λέξη «Κύριε Μάτσα σας προτείνω κάτι για την εταιρείαν σας που θα βγει σε καλό».
– «Σας ακούω» μου είπε.
– «Ο Πειραιάς είναι μια πόλις με το λιμάνι του μαζί, που κατοικείται από μάγκες, νταήδες, χασικλήδες και κάθε καρυδιάς καρύδι. Σε κάθε καφενείο ή ντεκέ είναι κρεμασμένα 5-6 μπουζούκια και μπαγλαμάδες για τους πελάτες. Και κάθε μάγκας που παίζει ή μαθαίνει, έχει το μπουζούκι στο δωμάτιο του. Λοιπόν κύριε Μάτσα δεν έχουμε βγάλει ένα τραγούδι τους με μπουζούκι και μπαγλαμά. Ρεμπέτικα και χασικλίδικα τους βγάζουμε όπως αυτό που θα κάνουμε φωνοληψία τώρα «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί και πάω για να φουμάρω»… Ωραία είναι δικό τους, αλλά τα όργανα δεν είναι δικά τους, δεν έχουν αυτοί σχέση με βιολιά και κιθάρες. Γι’ αυτό σας λεω να κάνουμε μια δοκιμή με μπουζούκι και μπαγλαμά. Δεν πρόκειται να ζημιωθεί η εταιρεία σας, θα βγάλετε λίγους δίσκους στην αρχή κι αν έχει ζήτηση ο δίσκος βγάζετε συνέχεια».
Αφού σκέφτηκε, μου λεει
¨»Ξέρεις κανέναν να παίζει μπουζούκι;»
– «Ξέρω κύριε Μάτσα πολλούς και στην ψαραγορά έχουμε μάγκες μπουζουξήδες ψαράδες, αλλά ακούω από πολλούς που λένε για κάποιον χασάπη στα Σφαγεία του Πειραιώς που παίζει τόσο καλό μπουζούκι με αγάπη, που λένε ότι θα πάει φυματικός για το μπουζούκι. Θα πάω να τον βρω όταν θέλετε για δοκιμή».

– «Πως τον λένε;» μου είπε ο Μάτσας.
– «Μάρκο» του είπα.
– «Για φέρτονε να δούμε τι θα γίνει και με το μπουζούκι σου Μάθεση».
– «Για την εταιρεία σας κύριε Μάτσα».

– «Εντάξει, θα το δοκιμάσουμε είπα!»

από άρθρο του ΗΛΙΑ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
στο ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ


Μ. Βαμβακάρης: Τα δυο σου χέρια πήρανε (1940)
Αριστούργημα!
Μαζί με τη φωνή του Μάρκου ακούγεται και η φωνή του Απόστολου Χατζηχρήστου.


Μάρκος Βαμβακάρης: Κλωστηρού (1934)
Μετά το 2΄και 10΄΄ το μπουζούκι του Μάρκου παίρνει «φωτιά».

Όλα τα σημερινά τραγούδια ανάρτησε στο youtube o pankonstantopoulos.

Σχολιάστε