κα) ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ: Τρίπολη, Αμάσεια, Αϊδίνι, Σινασός, Φουλατζίκι, Κοτύωρα, Σαμψούντα,

Ξεκινάμε σήμερα το αφιέρωμά μας στις Αλησμόνητες Πατρίδες με πρώτο σταθμό την Τρίπολη του Πόντου, όπως την περιγράφει η Τατιάνα Γκρίτση Μιλιέξ στο ομώνυμο βιβλίο της που βασίζεται σε μαρτυρίες – διηγήσεις του Χατζηγιώργη Δημητριάδη, του Μιλτιάδη Λαγγίδη και άλλων (62 συνολικά) κατοίκων της Τρίπολης.
(Κάποια από τα σημερινά αποσπάσματα έχουν ήδη δημοσιευτεί στο blog μας σε παλαιότερες αναρτήσεις).

Οι αποφάσεις των δημογερόντων

Από τα πιο παλιά χρόνια, κι ίσαμε τα πιο τελευταία, στη δημογεροντία καταφεύγουνε όλοι οι Έλληνες για να λύσουνε τις προσωπικές τους διαφορές. Αποφεύγουνε όσο μπορούνε τα τούρκικα δικαστήρια, κι ακόμα αν γίνει έγκλημα και δεν πέσει στην αντίληψη των Τούρκων οι δημογέροντες το δικάζουν. Έτσι, όταν ο Αντ. Ιωακειμίδης σκότωσε από απροσεξία τον Ι. Εξαρχίδη, η δημογεροντία έβγαλε τούτη την απόφαση: να παντρευτεί ο Αντώνης την κόρη του σκοτωμένου. Έτσι και γίνηκε, και καμιά μάνητα δεν έμεινε ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Μα κι αν κάποτε κάποιος δεν έμενε ευχαριστημένος από την κρίση των δημογερόντων – σπάνιο, πάρα πολύ σπάνιο πράγμα – και κατάφευγε στα τούρκικα δικαστήρια, όπου δινόντανε άλλη λύση από κείνη που είχανε βγάλει οι δημογέροντες, όλος ο κόσμος τον κατηγορούσε και έλεγε, πως ύπουλα κέρδισε την υπόθεση, αφού αλλιώτικα την είχανε κρίνει οι δικοί του. Μα γίνονταν και τούτο το χαρακτηριστικό: κάποιες φορές, αν δυο Έλληνες παρουσιαζόντανε στον καδή, εκείνος τους ρωτούσε πώς είχε κρίνει την υπόθεσή τους η δημογεροντία κι ανάλογα έβγαζε και κείνος την απόφασή του.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ – ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

η Εταιρεία

Μοναδική Τράπεζα στην Τρίπολη ήταν η Γεωργική Τράπεζα Τουρκίας “Ζεραάτ Παγκαασί” που έδινε μακροπρόθεσμα δάνεια μόνο στους γεωργούς με υποθήκη ακινήτων. Πολλές φορές έμποροι και επαγγελματίες Έλληνες βρισκόντουσαν σε δύσκολη θέση από στενότητα χρήματος. Άλλοι πάλι είχαν τα κεφάλαιά τους που έμεναν νεκρά. Ίδρυσαν λοιπόν μιαν “Εταιρεία” η οποία βοηθούσε εκείνους που είχανε ανάγκη και χρησίμευε έτσι και για την κίνηση των νεκρών κεφαλαίων. Βγάλανε μετοχές και κάθε εταίρος είχε την υποχρέωση, επί πέντε χρόνια, να δίνει κάθε μήνα από 20 γρόσια. Μετά από κανονικές καταβολές και ύστερα από 5 χρόνια ο καταθέτης μπορούσε να αποσύρει τη μετοχή του ή να μείνει μέτοχος της Εταιρείας δίχως να καταβάλει άλλα χρήματα, αποκομίζοντας μόνο τα κέρδη του μεριδίου του. Οι συνέταιροι είχανε το δικαίωμα να παίρνουνε δάνεια μικροπρόθεσμα, ίσαμε τριών μηνών, και αφού δυο άλλοι συνέταιροι είχανε προσυπογράψει. Τα δάνεια δίνονταν ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια που είχε ο δανειζόμενος και αφού το είχε εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο. Το διοικητικό συμβούλιο έβγαινε κάθε χρόνο μέσα από τους εταίρους. Τούτη η εταιρεία καρποφόρησε γιατί ο καθένας που είχε λίγα χρήματα, αντίς να τ’ αφήνει ανεκμετάλλευτα, τα έβαζε στην Εταιρεία, κι έπαιρνε το μερίδιό του από τα κέρδη, χωρίς να περιφρονεί καθόλου και τη δανειστική ευκολία που μπορούσε να του κάνει.
Μέσα σε τρία χρόνια η Εταιρεία γίνεται γνωστή και γίνονται μέτοχοι και Τούρκοι και Αρμένιοι. Οι εργαζόμενοι παίρνουνε συχνά δάνεια και πληρώνουν τόκους, όμως είναι πάλι καλύτερα από τους παλιούς σαράφηδες και τοκογλύφους που είχανε άλλοτε. Οι μετοχές όλο και παίρνανε αξία και τα κορίτσια αγοράζουνε μετοχές για να φτιάξουνε τα προικιά τους σαν έρθει η ώρα.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ – ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Κάθε Μάρτη ο παπάς της Τρίπολης, όπως και πριν από την κατάργηση του χαρατσιού, πρέπει να καταθέσει στο τούρκικο ληξιαρχικό μητρώο το “Νοφούς Μεμουρού”, τον κατάλογο των παιδιών που γεννηθήκανε μέσα στη χρονιά. Με βάση τούτο το μητρώο, η τουρκική αρχή καταρτίζει το στρατιωτικό φόρο (μπεντέλι) που θα πληρώσουνε κατά κεφάλι οι Έλληνες και τον παραδίνει στο μουχτάρη της περιφέρειας.
Αν υποθέσουμε πως οι στρατευόμενοι της χρονιάς είναι 10 και το “μπεντέλι” 50 λίρες, θα έπρεπε ο μουχτάρης να μαζέψει το ποσόν των 500 λιρών από τους στρατευομένους. Αυτός όμως παραδίνει τον κατάλογό τους στους δημογέροντες που κάνουν κατανομή του ποσού αυτούς σε όλους τους άρρενες Τριπολίτες από 15 χρονώ κι απάνω, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός.
Όταν μαζευτεί το συνολικό ποσόν που ζητούν οι Τούρκοι, προσθέτουν και το 10% που είναι η αμοιβή του μουχτάρη και του τα παραδίνουν.
(Ο μουχτάρης ήταν Έλληνας που εκλεγόταν με υπόδειξη της δημογεροντίας.)

Μετά το 1908, όταν γίνεται το τουρκικό σύνταγμα, καταργείται το “μπεντέλι”, οι χριστιανοί γίνονται Τούρκοι υπήκοοι και υποχρωτικά υπηρετούν στον τούρκικο στρατό. Η θητεία όμως εξαγοράζεται με το λεγόμενο αντισήκωμα. Καθένας είναι τώρα υπεύθυνος για τον εαυτό του με αποτέλεσμα την κατάργηση του μουχτάρη.
(Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο το αντισήκωμα καταργήθηκε και οι Πόντιοι είχαν δύο επιλογές: ή να καταταγούν στον τουρκικό στρατό για να καταλήξουν στα τάγματα εργασίας ή να γίνουν φυγόστρατοι και να αρχίσουν να κρύβονται στα βουνά ή σε κρυψώνες).

Η κοινότητα της Τρίπολης ήτανε πολύ πλούσια. Πριν την καταστροφή είχε περιουσία 52.000 λίρες. Ο προϋπολογισμός της χρονιάς έφτανε από 160-200 λίρες εκτός από τη σχολική συνδρομή. Στο μεταξύ είχε και πολλά εισοδήματα από ακίνητα, φουντουκιώνες και τόκους, έξω από τις κληρονομιές και τις δωρεές που της κάνανε.
Τα ταχτικά έξοδα της κοινότητας ήτανε οι μισθοί των πέντε δασκάλων, των ψαλτάδων, του καντηλανάφτη, του κλητήρα της κοινότητας και του νυχτοφύλακα, μοναδικό όργανο τάξης που τους επιτρεπόταν να έχουνε.
Έκτακτα πάλι έξοδα ήτανε τα βοηθήματα που δίνανε στους φτωχούς, χρέη των ορφανών που πληρώνανε, και μερικές υποτροφίες που δίνανε από καιρό σε καιρό σε νέους της πόλης τους. Τέτοια ήτανε να πούμε ο Γ. Σαράφης που τον εστείλανε και σπούδασε στην Τραπεζούντα Μαθηματικά και σαν γύρισε γίνηκε δάσκαλος στην Αστική Σχολή Τριπόλεως, ο Κυριάκος Τσιτελίδης που είχε όμορφη φωνή και τον στείλανε στην Πόλη να μάθει μουσική και άλλοι.
Απ’ το κοινοτικό ταμείο συντηρούνταν και διατηρούνταν το σχολείο και η εκκλησία κι ακόμα, στις μεγάλες ανάγκες του πληθυσμού της Τρίπολης -όπως, να πούμε, σαν ζητούσαν ξαφνικά οι Τούρκοι αντισήκωμα- το κοινοτικό ταμείο δάνειζε εκείνους που είχαν ανάγκη. Έτσι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η κοινότητα έδωσε σε όλους χρήματα, γιατί είχανε κλείσει τα ταμεία, οι τράπεζες και οι άλλες εταιρείες. Επειδή μάλιστα έτυχε να μην υπάρχουνε ρευστά χρήματα στα χέρια του Μαυρίδη, που ήταν ο ταμίας της κοινότητας, τον υποχρέωσαν να δανειστεί προσωπικά για να διευκολυνθεί ο πληθυσμός.

tripoli-pontou-cebcceb1cf81cebaceb1cf81ceb9cf83cebcceb5cebdceb7

Η Τρίπολη του Πόντου (2004)
(η φωτογραφία είναι από το Πόντος έν, άστρον φωτεινόν)

 

“Σε μας μόνο με προξενιά παντρεύονταν οι γυναίκες. Τον θέλαμε δεν τον θέλαμε παίρναμε τον άντρα που μας δίνανε, αγάπες και τα τέτοια δεν περνούσανε. Ήξερες όμως πως ο άντρας που σε διάλεξε, σε διάλεξε για σένα, γιατί στον τόπο μας την προίκα οι άντρες δεν την ξέρανε, παίρναν γυναίκα τότε, κι όχι ασκί λεφτά” και η πληροφορήτριά μας (Ωραιοζήλη )προσθέτει περήφανα: “Εδώ στην Ελλάδα μάθανε κι οι δικοί μας να ζητούνε προικιά, μα αν κάνει τέτοιο πράγμα ο γιος μου, θε να πεθάνω από ντροπή”.

Την Παρασκευή γίνεται το λούσιμο της νύφης, κι είναι τούτο το έθιμο από τα πιο σπαρταριστά. Αυτή την ημέρα νοικιάζεται από τον πατέρα της νύφης ολόκληρο το Χαμάμ και για όλη την ημέρα. Μόλις λοιπόν ξεκινήσει η νύφη με τις φιλενάδες της για να πάνε στο λουτρό τις οδηγούνε οι κεμεντζέδες -έναν πληρώνει ο γαμπρός, τον άλλο ο κουμπάρος, αν έχει κι άλλον τον πληρώνουνε της νύφης τα γονικά- κι από πίσω έρχονται όλες οι νέες συγγένισσες της νύφης και του γαμπρού να λουστούν κι αυτές, πιο πίσω ακουλουθούσανε τα κοφίνια με τα “χτένια” και λουκούμια, τα ταψιά με τα γλυκά που θα τρώγανε οι κοπέλες μετά το λουτρό και το καλάθι με τα σαπούνια όπου θα έπαιρνε η καθεμιά για να λουστεί. Σαν τελείωνε το λουτρό πάλι με τα όργανα γυρίζανε στο σπίτι της νύφης όπου συναγμένοι ο γαμπρός και οι φίλοι του τις περιμένανε για να συνεχίσουνε το φαγοπότι και το γλέντι. Κι ενώ εκείνοι γλεντούσανε ο κοσμάκης έτρεχε να λουστεί δωρεάν στο νοικιασμένο Χαμάμ που λειτουργούσε όλη την ημέρα με τα έξοδα της νύφης. “Σαν λουζόταν νύφη κι όλη η Τρίπολη λούζονταν”, λέει χαμογελώντας η πληροφορήτριά μας.

Ένα από τα έθιμα που έπρεπε να τηρούν οι νύφες στην Τρίπολη ήταν να μη μιλάνε στα πεθερικά τους:

Και πρώτα πρώτα εκείνο το φοβερό “μας” -η συνήθεια να μη μιλάνε στα πεθερικά- που άρχιζε από την πρώτη γνωριμία. Τώρα χρόνια και χρόνια, ίσαμε δέκα, (η νύφη) δεν θα πει ούτε μια κουβέντα στην πεθερά, στον πεθερό, και τα μεγάλα της κουνιάδια, σε ένδειξη σεβασμού. Τούτο το έθιμο το κρατούσανε σ’ όλο τον Πόντο, κι ίσαμε την Έξοδο δεν το παραλείψανε ποτέ. Όσα περισσότερα χρόνια λοιπόν κρατούσανε το “μας”, τόσο καλύτερες λέγανε πως είναι οι νυφάδες. Τούτη τη συνήθεια την είχε υπαγορεύσει στην αρχή μια ανάγκη άμυνας των πεθερικών που οπωσδήποτε μέσα στο σπίτι τους θα ερχόντουσαν να κατοικήσουν και μια και δυο νύφες και μπορούσανε να έρθουνε σε λόγια και να καταντήσει αδύνατη η συμβίωση.
(…) Όταν αποφασίζανε να λύσουνε το “μας”, κάνανε ένα μικρό τσιμπούσι με τους στενούς συγγενείς. Άλλη συνήθεια ήτανε η νύφη να πλένει τα πόδια των μεγάλων, κι όχι μόνον σαν της το ζητούσανε, αλλά και μόνη της έπρεπε να καταλαβαίνει πότε είχανε ανάγκη και να έχει έτοιμο νερό να τους τα πλύνει.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ – ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Οι Χατζήδες

Οι Χριστιανοί ξεκινούσανε για τα Ιεροσόλυμα συνήθως την Καθαρή Δευτέρα ή λίγο πιο νωρίς για να βρεθούν στα Άγια χώματα τις ημέρες των Παθών, “και να ξαναβαδίσουν πάνω στα χνάρια του μαρτυρίου Του”. Το ταξίδι τους διαρκούσε μια εβδομάδα και γυρίζανε πίσω την Κυριακή του Θωμά ή στα μέσα της βδομάδας της Διακαινησίμου.
Το ξεκίνημα από την Τρίπολη γινότανε με πολύν επισημότητα. Άρχιζε με ευχέλαιο στην εκκλησία για να είναι καλό το ταξίδι τους, εκεί μαζεμένος όλος ο κόσμος με αναμμένα κεριά τους περίμενε να βγουν για να τους συνοδέψει ίσαμε το μώλο και να τους ευχηθεί κατευόδιο. Καθένας από κείνους που ξεκινούσε για να γίνει Χατζής έπρεπε να μην έχει κανένα εχθρό, γι’ αυτό τη μέρα της αναχώρησης όλοι οι μαλωμένοι μονοιάζανε και ζητούσανε συγγνώμη απ’ όλους “για να ‘χουνε την ψυχή τους καθαρή και το βήμα ελεύθερο”. Από την εκκλησία ίσαμε το μώλο οι διαλεχτοί που φεύγανε έπρεπε να μοιράζουνε χρήματα στους φτωχούς, και για τούτο, όσοι φεύγανε για το χατζηλίκι έπρεπε να έχουν τον τρόπο τους, αλλιώτικα δεν ήτανε δυνατό να τα βγάλουνε πέρα, γιατί και στο γυρισμό έπρεπε να φέρουν ένα σωρό πράγματα μαζί τους από τον Άγιο τόπο για τους δικούς και για τους φίλους.
Έτσι τιμημένα φεύγανε από τον τόπο τους, μα ο γυρισμός ήτανε πολύ πιο θριαμβευτικός.
Μόλις φαινότανε από μακριά το καράβι που έφερνε τους Χατζήδες, κατέβαινε στο μουράγιο όλος ο πληθυσμός με αναμμένα κεριά, μεταξύ τους και οι παπάδες, γιατί σεβόντουσαν πολύ εκείνους που γυρίζανε και τους θεωρούσανε πιο κοντά στο Θεό. Σ’ όλο το διάστημα της αναμονής ο συναγμένος κόσμος έψελνε τροπάρια. Μόλις άραζε το καράβι, όλοι με μια φωνή τους καλωσορίζανε φωνάζοντας: “Άξιον το προσκύνημά σας” και κείνοι απαντούσανε “καλώς σας βρήκαμε, ο Θεός να σας αξιώσει και σας να το κάνετε”. Από το γιαλό ανηφορίζανε ανάμεσα στον παρατεταγμένο κόσμο και οι στενοί συγγενείς τους κρατούσανε από το μπράτσο τιμητικά ίσαμε την εκκλησία όπου πηγαίνανε να κάνουνε τη λειτουργία του γυρισμού. Μετά τη λειτουργία χωριζόντουσαν πια οι Χατζήδες και καθένας πήγαινε σπίτι του, όπου τον περιμένανε όλοι οι συγγενείς για να πάρουν τα δώρα τους. Και ήταν πολλά και λογιώ λογιώ τα πράγματα που φέρνανε μαζί τους. Πρώτα πρώτα σάβανο γι’ αυτούς τους ίδιους και τις γυναίκες τους, ρούχα που τους είχανε δώσει για να τα πλύνουνε στον ποταμό, κι έτσι ν’ αγιαστούνε, χαϊμαλιά, κομπολόγια, σταυρούς, “επιστολές του Χριστού”, εικονισματάκια, σμύρνα και άγιο χώμα. Οι πιο πλούσιοι φέρνανε και για την εκκλησία καντήλια, εικονίσματα, ή κάποιο άλλο ιερό σκεύος. Απ’ όλα αυτά τα δώρα που φέρνανε δεν επιτρεπότανε να δεχτούν χρήματα, γιατί ο Χατζής έχει υποχρέωση να είναι ανοιχτοχέρης, τσιγγούνη και σφιχτοχέρη δεν τον θέλανε για Χατζή, και πολλές φορές παρατηρήθηκε γυρνώντας από το ταξίδι τους πολλοί άνθρωποι ν’ αλλάζουνε χαρακτήρα και να γίνονται πολύ πιο απλόχεροι, γιατί εκείνοι που εξακολουθήσανε να είναι τσιγγούνηδες δεν είχανε δικαίωμα στον τίτλο του Χατζή, μόνο ψευτοχατζήδες τους αποκαλούσανε κι ήτανε τούτο μεγάλη προσβολή.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ – ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Στο κεφάλαιο “Έξοδος”, που στηρίζεται στην αφήγηση του Χατζηγιώργη Δημητριάδη, η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ περιγράφει την πορεία μαρτυρίου και θανάτου 2.800 Τριπολιτών. Μια πορεία που σκότωσε τους 2.500 – μόνο 300 καταφέρανε και σωθήκανε.

Για καλό μας…

Ήτανε μια Τετάρτη πρωί, σαν έφτασε ο διοικητής με τους χωροφύλακες και ανακοίνωσε την απόφαση της κυβέρνησής του που έλεγε πως μέσα σε τρεις μέρες όλοι οι Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης πρέπει να είναι έτοιμοι να βαδίσουν προς το εσωτερικό.
Και τότε συλλογιστήκαμεν πως πριν ένα χρόνο έτσι ξεκληρίσανε τους συμπατριώτες μας τους Αρμεναίους κι έπεσε πάνω μας ο βουβαμός. Τις πρώτες ώρες είχαμε χάσει το νου μας και δεν ξέραμε ούτε τι να κάνουμε, ούτε τι να ετοιμάσουμε, μόνο όλος ο πόνος είχε ανεβεί στα μάτια και τα χέρια μένανε λυτά.
Ύστερα πήγαν οι Δημογέροντές μας και ζητήσανε από τον Καϊμακάμη να μας αφήσουνε στην πόλη μας ή να μας πουν αν μας περίμενε η τύχη των Αρμεναίων. Καλύτερα να πεθαίναμε πάνω στο χώμα μας.
Στο άκουσμα ο Διοικητής αγρίεψε και είπε πως για καλό μας μας παίρνανε από δω, για να μην είμαστε συνέχεια κάτω από τα πυρά των εχθρών, μάλιστα υποσχέθηκε κι αγώγια για να μεταφέρουμε τα ρούχα μας, τους γέρους και τα παιδιά μας που θα τα πλήρωνε η τούρκικη κυβέρνηση.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά…

Και ενώ όλοι φτιάχναμε τα πακέτα μας με την κρυφήν ελπίδα πως κάποιο θάμα θα γενεί και θα τα ξαναλύσουμε, λίγο πριν απολύσει η εκκλησιά, στις 13 του Νοέμβρη, όρμησε ξαφνικά μέσα στα σπίτια η χωροφυλακή κι αρχίνησε να χτυπάει, ν’ αρπάζει, να μακελεύει.
Όσους λείπανε από τα σπίτια τους δεν τους αφήσανε μέσα να μπουν, μόνε τους οδηγούσανε με τη βία στο Τερέ – Πασί. Και πάλι τότες σκεφτήκαμε τη σφαγή των Αρμεναίων και για να μην εξαγριώσουμε τους χωροφύλακες και υποστούμε την μοίρα εκεινών, αρπάξαμε ό,τι βρήκαμε πρόχειρο μπροστά μας και τραβούσαμε στο Τερέ – Πασί. Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά, το ζυμάρι μέσα στην πινακωτή να φουσκώνει, και φύγανε γυναίκες με το ζυμάρι ακόμα ζεστό πάνω στα δάχτυλα.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Σαν τα χαμένα αγρίμια

Κι ήτανε κάτι αφάνταστο η πορεία μέσα στη μαύρη νύχτα και στην ψιλή βροχή. Ένα δάσος που κινείται και καίεται από δαδιά, από κεριά, από αφάνες αναμμένες και τα κλάματα κι οι κραυγές των μανάδων που χάνανε τα παιδιά και μέσα σε κείνη τη φωτισμένη κόλαση να τα γυρεύουν, ενώ άλλοι βουλιάζανε μέσα στα ριζοτόπια του Τοματζλού κι άλλοι χάναν το δρόμο και το χέρι των δικών τους. Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα μας οι φωνές, Παναγή!!! Νικόλα!!! από κάτω… πιο δεξιά… μ’ ακούς παιδί μου; Κι ερχότανε η ηχώ, ώι… -ώι… μανίτσα.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Η πορεία των Τριπολιτών προς το θάνατο
από το βιβλίο της Τ. Γκρίτση Μιλλιέξ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Η υπόσχεση του Καϊμακάμη

Και η Πορεία εξακολουθεί. Περνούμε μέσα από ερημωμένα ελληνικά χωριά που έχουν αδειάσει πριν λίγο, οι πατημασιές τους είναι ακόμα πάνω στο υγρό χώμα της γης τους και ο ύπνος πάνω στο μαξιλάρι τους.
Σταματήσαμε στο χωριό Καραέρικ 8 χλμ. περίπου από την Έσπια κι όταν εφτάσαμε καίγανε ακόμα κούτσουρα στα τζάκια κι ήταν η χόβολη ζεστή. Ζεστάναμε την παγωμένη ανάσα μας στη φωτιά τους κι η παρουσία τους ήταν ακόμα παντού. Ώχου… και τα δικά μας τζάκια ίσως ακόμα θα ‘χανε κάποια μικρή φωτιά.
Εδώ μείναμε οχτώ μέρες, όπου και μας καταγράψανε, μας δώσανε κι ένα χαρτί με όλα τα μέλη της οικογένειας πάνω γραμμένα και με μια σφραγίδα, δήθεν για να μας κόψουν επίδομα, όπως στους Τούρκους πρόσφυγες, και να το χρησιμοποιούμε και σαν δελτίο για τρόφιμα.
Και οι μέρες περνούσανε, κι όλο έβρεχε, κι όλο μας βιάζανε οι χωροφύλακες να σηκωθούμε, κι εμείς όλο αντιστεκόμαστε περιμένοντας να έρθει ο Καϊμακάμης με τ’ αγώγια, καθώς μας το είχε υποσχεθεί. Έτσι ο Καϊμακάμης που παρακολουθούσε κρυφά την κατάσταση υποχρεώθηκε να παρουσιαστεί. Μας συμβούλεψε τότε να συνεχίσουμε την πορεία μας για να φτάσουμε μιαν ώρα πιο γλήγορα στον προορισμό μας, γιατί ο χειμώνας έφτανε και σ’ αυτά τα μέρη είναι βαρύς.
Του θυμίσαμε τότε τ’ αγώγια που μας είχε υποσχεθεί.
-Τα έχει όλα κατασχέσει το κράτος.
-Μα έχουμε λεχούσες, μωρά και πολύ γέρους.
-Τραβάτε, και στο δρόμο θα πορευτείτε.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Στο Πιρκ

Και μείναμε στο Πιρκ. Στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών, στο Πιρκ που σαν το συλλογιστούμε βλέπουμε έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, στο Πιρκ που αφήσαμε ό,τι είχαμε πιο αγαπημένο, πατεράδες γέρους και τρυφερά παιδιά, τις μάνες μας και τις γυναίκες μας.
Έτσι αρχίνησε η τραγωδία του Πιρκ:
Ήτανε 18 του Δεκέμβρη, δεν είχαμε καλά καλά εγκατασταθεί κι αρχίνησε το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει όλα ένα γύρο. Με το χιόνι γίνηκε αμέσως αισθητή η έλλειψη του ψωμιού. Τα γύρω χωριά τελείως έρημα και για να βρεθεί τροφή έπρεπε να πάμε στα Κούρδικα χωριά τρεις τέσσερις μέρες μακριά, με δρόμους απότομους, επικίνδυνους και με ληστές. Για τούτους τους λόγους οι Κούρδοι δε συναλλάσσονταν με χάρτινα χρήματα παρά μόνο με κέρματα που ήτανε δυσεύρετα και στοιχίζανε έξι φορές πιο πολύ από τα χάρτινα. Πληρώναμε λοιπόν στην αρχή 8 μεταλλικά γρόσια το ψωμί, ίσαμε που το χάσαμε και τελείως. Μα και τα σπίτια ήτανε τελείως αλλιώτικα από τα δικά μας. Ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, και συνέχεια ο αχυρώνας και ο σταύλος. Μέσα στο κεντρικό δωμάτιο ένας μεγάλος λάκκος που χρησίμευε για τζάκι, για φούρνος, για θερμάστρα. Εκεί ανάβανε τα ξύλα και σαν χωνεύανε τα σκεπάζανε με τη στάχτη. Απάνω βάζανε το φαγητό ή το ψωμί να ψηθεί και μαζευόντουσαν στον γύρο του και ζεσταινόντουσαν. Τα “ταντούρια”, έτσι λένε αυτά τα τζάκια, τα τρέφαμε με τις ξυλείες σπιτιών ακατοίκητων, πολλοί μάλιστα ξηλώνανε και τα ίδια τα σπίτια που μένανε, μην ξέροντας πως θα μείνουμε ακόμα καιρό εκεί. Μα και όταν ανάβαμε φωτιά δεν τη χαιρόμαστε, γιόμιζε ο τόπος καπνό, πονούσανε τα μάτια μας, κι έτσι εγκαταλείπαμε τη ζεστασιά και χωνόμαστε κάτω από τα σκεπάσματα. Μα το χειρότερο ήτανε που δεν είχαμε αποχωρητήριο – σ’ αυτά τα μέρη της ανατολής είναι άγνωστα αυτά τα πράγματα – και η ανάγκη μάς έκανε να χρησιμοποιούμε ένα μέρος του σπιτιού και τον δρόμο. Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή την διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα, κι αυτοί οι προεστοί και οι πιο καθαροί από μας, δεν μπορούσανε να εξαλείψουνε τη φοβερή τούτη πληγή. Έτσι, με τον συνωτισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. Ο λευκός θάνατος που είχαν τόσο καλά ετοιμάσει οι Τούρκοι έπαιρνε κι έπαιρνε καθημερινά δεκάδες – δεκάδες χριστιανούς. Ελάχιστοι που προφτάσανε και πήγανε σ’ άλλο χωριό, όπως ο Κ. Ξυνόπουλος, ο Σ. Κυριακίδης και μερικοί άλλοι μόνο γλιτώσανε. Ενώ άλλοι που είχανε μείνει κοντά σε δικούς τους αρρώστους και προσπαθήσανε να φύγουνε, δε γλιτώσανε, γιατί φέρνανε μαζί τους το μικρόβιο και δεν έμεινε κανείς. Όλοι οι άλλοι δεν λέγαμε να το κουνήσουμε, είχαμε όλοι κάποιον αγαπημένο μας άρρωστο και δεν μας πήγαινε η καρδιά να τον εγκαταλείψουμε σαν το σκυλί.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Η Ευδοκία Επέογλου Μπακαλάκη γράφει για την Αμάσεια, μια πόλη του Πόντου, 70 χιλιόμετρα νότια της Σαμψούντας, στην οποία το 1905 κατοικούσαν 22.000 Τούρκοι, 18.000 Αρμένιοι και 2.500 τουρκόφωνοι Έλληνες.

 

DSC02430

Αμάσεια
(Φωτογραφία από το http://globalgreek.blogspot.gr/2010/08/27-28-2010.html)

 

τα καραμανλίδικα

Οι Έλληνες της Αμάσειας, όπως είπαμε, ήταν τουρκόφωνοι. Οι περισσότεροι ήξεραν μόνο λίγες ελληνικές λέξεις μεμονωμένες: ψωμί, νερό, θέλω, έλα κ.τ.λ., απομεινάρια των όσων είχαν μάθει στα παιδικά τους χρόνια στο νηπιαγωγείο και τα είχαν ξεχάσει. Λιγότεροι ήταν αυτοί που μπορούσαν να σχηματίσουν απλές προτάσεις.

Όλοι σχεδόν όμως οι άντρες όπως και αρκετές γυναίκες, προπάντων οι νεότερες, ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν τα ελληνικά γράμματα, άσχετα αν δεν καταλάβαιναν αυτά που διάβαζαν, αν ήταν γραμμένα στην ελληνική γλώσσα. Συλλαβίζοντας με κόπο μάθαιναν τις προσευχές απ’ τα προσευχητάρια ή τις μάθαιναν, κυρίως οι γυναίκες προφορικά η μία απ’ την άλλη, πολλές φορές και με φωνητικά λάθη, για να τις διδάξουν στα παιδιά τους.

Η γραπτή γλώσσα των Ελλήνων της Αμάσειας ήταν τα καραμανλίδικα. Μια και δεν ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν τα ελληνικά γράμματα, έγραφαν με ελληνικά στοιχεία την τουρκική γλώσσα που μιλούσαν.
Η χρήση των καραμανλίδικων, και στην Αμάσεια και σ’ άλλα τουρκόφωνα μέρη, δεν νομίζω πως ήταν ένα απλό βόλεμα της ανάγκης. Το ότι προτίμησαν να αποδίδουν την τουρκική, που αναγκαστικά μιλούσαν, στον γραπτό λόγο μ’ ελληνικά στοιχεία, παρά να μάθουν τα τουρκικά γράμματα πήγαζε από μια συνειδητή λαχτάρα κι επιμονή να κρατηθούν Έλληνες.

αποσπάσματα από το βιβλίο της ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΕΠΕΟΓΛΟΥ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ “Η ΑΜΑΣΕΙΑ”
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

 

σχολεία

Η Αμάσεια δεν έμεινε χωρίς σχολεία ως την πυρκαγιά του 1915¹. Ο Φ. Νιξαρλής σημειώνει: “Στην Αμάσεια υπήρχε νηπιαγωγείο μέχρι και αστική σχολή, της οποίας οι απόφοιτοι πηγαίνοντας σε άλλα κέντρα όπου υπήρχαν γυμνάσια, όπως στο Ζιντζί Ντερέ, στην Τραπεζούντα, στην Πόλη, στη Σμύρνη, αργότερα και στη Σαμψούντα, γίνονταν δεκτοί στην πρώτη τάξη του γυμνασίου.

Σε ομαλούς καιρούς, τα σχολεία λειτουργούσαν τελείως ανεξάρτητα, χωρίς κανένα ενοχλητικό έλεγχο ή επίβλεψη απ’ τις τουρκικές αρχές. Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν: υποχρεωτικά τα τούρκικα, ελληνικά, μαθηματικά, θρησκευτικά, γεωγραφία και χειροτεχνία. Απαγορευόταν η διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας.

Όπως λένε όλες οι πληροφορίες και όσο εγώ η ίδια θυμάμαι, μετά την πυρκαγιά (1915) δεν λειτούργησε κανένα ελληνικό σχολείο επίσημα. Το σχολικό κτήριο είχε καεί, ο διωγμός των Αρμενίων είχε αφήσει πίσω του ένα πανικό, ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος ήδη βρισκόταν στο β΄ έτος του. Κι αν ακόμη οι Τούρκοι θα επέτρεπαν τη λειτουργία κάποιου ελληνικού σχολείου, δεν το τολμούσε η δημογεροντία.

Με όλες όμως αυτές τις οικονομίες και τις πολιτικές δυσκολίες, η αφανής πια εφορεία φρόντισε να λειτουργήσει ένα υποτυπώδες σχολείο για τ’ αγόρια κι ένα άλλο για τα κορίτσια, όπου κατά διαστήματα πήγα κι εγώ -πρέπει να ήμουνα πέντε ή έξι χρονών. Λέγω κατά διαστήματα, γιατί μια έφταιγε κάποια επιδημία, μια κάποιος ύποπτος φόνος ενός Έλληνα ή Τούρκου, μια οι πολιτικές εξελίξεις που έκαναν τους Τούρκους ολιγότερο ανεκτικούς, και το σχολείο έκλεινε τις πόρτες του.

Εκτός από τις δυσκολίες που παρουσίαζε όλο το πρόβλημα της διδασκαλίας γενικά, και οι εξωτερικές συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες, προπαντός το χειμώνα που σ’ αυτά τα μέρη και πολύ χιόνι πέφτει και πολύ κρύο κάνει. Μικρά παιδιά, κουκουλωμένα απ’ την κορυφή ως τα νύχια, περπατούσαμε μεγάλες αποστάσεις για τα χρόνια μας, κρατώντας στο ένα χέρι το μεσημεριανό μας φαγητό δεμένο σε μια πετσέτα και το λέγαμε “τσικί”. Το τσικί απαραίτητα περιείχε και πετμέζι που απ’ το κούνα κούνα ως που να φτάσουμε στο σχολείο χυνόταν όλο. Στο άλλο χέρι κρατούσαμε την πάνινη τσάντα μας και σε μια μασχάλη ένα ξύλο για τη σόμπα.

¹Η συγγραφέας εννοεί την πυρκαγιά που ακολούθησε τη γενοκτονία των Αρμενίων.

αποσπάσματα από το βιβλίο της ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΕΠΕΟΓΛΟΥ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ “Η ΑΜΑΣΕΙΑ”
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

 

Να παίρνουν στο στόμα τους το Χριστό και την Παναγία

Η σχέση τους με τους Ελλαδίτες εκφραζόταν με το ”εμείς” και “εκείνοι”. Δεν ένιωθαν και δεν ήταν δυνατό να νιώθουν, έτσι όπως ήταν απομονωμένοι μέσα στα βουνα, ότι ανήκαν στον ελλαδικό χώρο και κόσμο. Εκείνοι ήταν Έλληνες – Γιονάν, λίγο πολύ “φραγκεμένοι”, ενώ αυτοί ήταν Έλληνες Ρουμ, πιο γνήσιοι και πιο αμιγείς. “Καλά είναι να υπάρχει η Ελλάδα να υπερασπίζει τα δίκαιά μας, αλλά με τους “εκεί” Έλληνες πώς να ταιριάξουμε;”

Ακούγοντας λοιπόν για τη λιτή διαίτα των Ελλήνων με λάδι, ελιές και ρέγγες, για το μέρα ψώνιζε – μέρα φάγε, για την απλυσιά τους μια και δεν είχαν χαμάμια, για την αχτενισιά των γυναικών μη χαλάσουν οι ψιλές κοτσίδες που έπλεκαν τα μαλλιά τους, και το πιο αδιανόητο, να μην έχουν “αναγκαίον” (αποχωρητήριο) στα σπίτια τους, κι αυτά όλα σε μια χώρα που την έκαιγε ο ήλιος και να μην είχαν κι “αμπέλια” να παραθερίζουν, έβλεπαν ότι σε τίποτε δεν τους έμοιαζαν, κι ας ήταν κι “εκείνοι” Έλληνες. Τίποτε δεν τους ταίριαζε κι η διαφορά μεγάλωνε και βάθαινε. Και πάνω απ’ όλα ακούγοντας ότι οι Ελλαδίτες πάνω στο θυμό τους μπορούσαν να παίρνουν στο στόμα τους το Χριστό και την Παναγία και να βρίζουν τα ιερά και τα όσια, διαφοροποιούσαν θρησκευτικά τον εαυτό τους, και φυσικά θεωρούσαν τους Γιονάν όχι καλούς χριστιανούς όπως ήταν οι Ρουμ.

ΕΥΔΟΚΙΑ ΕΠΕΟΓΛΟΥ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ “Η ΑΜΑΣΕΙΑ”
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

 

η Ανάσταση

Σχεδόν σ’ όλα τα μέρη της Μ. Ασίας η Ανάσταση γιορταζόταν νωρίς την Κυριακή το πρωί. Τότε τα παίρνανε πίσω και τα διαβασμένα αυγά, ο καθένας τσούγκριζε το δικό του με τους άλλους κι αντάλασσαν ευχές. Η συνήθεια της μαγειρίτσας, το Σάββατο τα μεσάνυχτα, ήταν άγνωστη στην Αμάσεια και στην Άγκυρα.
Η λειτουργία γινόταν σε μικτή γλώσσα. Ορισμένα μέρη τα διάβαζε ο παπάς στα ελληνικά. Άλλα πάλι, όπως το “Πάτερ ημών”, το “Πιστεύω” και τους “Χαιρετισμούς” τα διάβαζε στα καραμανλίδικα.

απόσπασμα από το βιβλίο της ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΕΠΕΟΓΛΟΥ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ “Η ΑΜΑΣΕΙΑ”
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

Ο χάρτης είναι από το βιβλίο “Η ΑΜΑΣΕΙΑ” της Ευδοκίας Επέογλου Μπακαλάκη
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

οι φυλακές της Αμάσειας

Σε λίγες μέρες γέμισαν οι περίφημες φυλακές της Αμάσειας απ’ την αφρόκρεμα του ελληνισμού του Πόντου, κυρίως απ’ τη Σαμψούντα, Πάφρα, Ακ Νταγ, Οινόη, Ορδού, Χατζηκιόι, Τραπεζούντα, Κερασούντα κ. ά. Σε κάθε φυλακισμένο αντιστοιχούσε χώρος δύο πήχεις μάκρος κι ένα πλάτος. Κρύο, υγρασία, αρρώστιες, ψείρα. Όλοι αυτοί οι φυλακισμένοι προορίζονταν για εκτέλεση.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1921 στήθηκε το περιβόητο Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας (Ιστικλάλ Μαχκεμεσί). Μαχαίρι δεν άνοιγε το στόμα κανενός, θαρρείς και τα πάντα τα πλάκωνε μια βαριά σιωπή. Μόνο που τώρα άρχιζαν να ταράζουν τη νεκρική σιγή της νύχτας το σπαραχτικό τρίξιμο απ’ τις βοϊδάμαξες που συνόδευαν τους φρουρούς των εξορίστων. Καραβάνια ολόκληρα, χώρια οι γυναίκες, χώρια οι άντρες διέσχιζαν το δρόμο απ’ τη μια άκρη του ποταμού ίσαμε την άλλη και τραβούσαν κατά πως λέγαν “πιο μέσα…”. Ξυπόλητοι, ξεσκισμένοι, παραμορφωμένοι απ’ την πείνα και τα βασανιστήρια, μόλις έσερναν τα πόδια τους, παπάδες, δάσκαλοι, επιστήμονες, έμποροι μέσα στον άλλο όχλο, θλιβερά απομεινάρια της πείνας και της βίας.

 

γιατί δεν έγινε σφαγή

Έίδα τους 69 κρεμασμένους απ’ τη μια άκρη της όχθης του ποταμού ως την άλλη, ανάμεσα τους και πολλοί φίλοι της οικογένειάς μας. Είδα στην αλυσίδα των εξορίστων να μαστιγώνουν μικρά παιδιά, άρρωστους γέρους και γριές για να περπατάν πιο γρήγορα. Ανάφερα για τις γυναίκες που πέταξαν τα μωρά τους στον Ίρη, για να τα απαλλάξουν απ’ το βάρος της ζωής, και να απαλλαγούν κι αυτές. Μα πιο πολύ απ’ όλα φοβήθηκα το τάγμα του Τοπάλ Οσμάν, όταν ξαφνικά μια μέρα, βρεθήκαμε μπροστά του, την ώρα που πηγαίναμε με τη μητέρα μου κάπου. Και φυσικά γυρίσαμε πίσω. Ήταν η ώρα που, ύστερα απ’ τη σφαγή στη Μερζεφούντα, έμπαινε στην Αμάσεια για να συνεχίσει το μακελειό του.
Ένα θέαμα επιβλητικό, αλλά τρομαχτικό, που σε παρέλυε. Μαυροντυμένοι όλοι απ’ την κορυφή ως τα νύχια με φυσεκλίκια αστραφτερά, καβάλα σε πανομοιόμορφα νεαρά άλογα αραβικής ράτσας, και πρώτος ο αρχηγός τους. Όλοι οι Ρωμιοί -φυσικά τα γυναικόπαιδα, γιατί οι άντρες ήταν εξόριστοι- πίστεψαν πως είχαν πια την απάντηση στην επαναλαμβανόμενη απορία τους: “Άραγε θάρθει κι εδώ!” Ο σφαγέας ήταν πια μέσα στην πόλη. Χριστιανός χριστιανό δεν είδε, δεν του μίλησε κείνη τη μέρα. Κλειδομανταλωμένοι όλοι στα σπίτια μας περιμέναμε τη νύχτα, την ώρα της σφαγής. Στον παραμικρό θόρυβο κάποιος τιναζόταν: “Έρχονται!”. Κι οι άλλοι ξεψυχισμένα επαναλάμβαναν: “Ακόμα… ακόμα…;” Ήταν πραγματικά μια νύχτα που ακόμα την “τρέμει ο λογισμός”. Το ξημέρωμα επιτέλους μας βρήκε ζωντανούς!
Η γυναίκα του Μουτασαρίφη (νομάρχη) της Αμάσειας Εμίν-Μπέη, που ήταν βαριά άρρωστη, είχε παρακαλέσει τον άντρα της να μην επιτρέψει τη σφαγή, για να μη κλάψει τόσες καλές φίλες της!

ΕΥΔΟΚΙΑ ΕΠΕΟΓΛΟΥ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ “Η ΑΜΑΣΕΙΑ”
Εκδόσεις ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

Το Αϊδίνι της Μ. Ασίας είναι χτισμένο στην κοιλάδα του Μαιάνδρου ποταμού, νότια της Σμύρνης.
η φωτογραφία είναι από το
http://ordoumpozanis-teo.blogspot.gr/2012_06_01_archive.html

Αφιερωμένο στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας είναι το βιβλίο της Κυριακής Μαθιώτη “Αϊδίνι”, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε στη σημερινή μας ανάρτηση:

Στο Αϊδίνι οι Έλληνες είχαν δυο ναούς, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Γεωργίου, νηπιαγωγείο, δημοτική σχολή, παρθεναγωγείο και σχολαρχείο.

Ο πληθυσμός της υποδιοικήσεως Αϊδινίου υπολογιζόταν σε 65.000 κατοίκους, από τους οποίους 10.000 περίπου Έλληνες.

Στην ελληνική κοινότητα Αϊδινίου ο πρόεδρος της Δημογεροντίας, από πλευράς ιεραρχίας ερχόταν δεύτερος μετά τον Τούρκο δήμαρχο. Οι δημογέροντες είχαν διοικητική, δικαστική και εν μέρει εκτελεστική εξουσία. Ήταν αυτοί που φρόντιζαν για όλα: από την τήρηση του πιο μικρού εθίμου μέχρι την εποπτεία των πνευματικών ιδρυμάτων. Αν κάποιος Έλληνας είχε δικαστικό πρόβλημα, δεν κατέφευγε στον καδή της πόλης αλλά στη Δημογεροντία η οποία είχε υψηλό το αίσθημα της ευθυκρισίας.

Σύμφωνα με τουρκικές στατιστικές, στα τέλη του 1918, το σαντζάκι Αϊδινίου αριθμούσε: 232.688 μουσουλμάνους, 31.403 Ελληνοοθωμανούς, 3.931 Εβραίους και 883 Αρμενίους.
Μετά τον σεισμό του 1899, το Αϊδίνι είχε δυο σχολεία αρρένων, ένα παρθεναγωγείο κι ένα νηπιαγωγείο με 200 μαθητές και 12 δασκάλους.

Στους 11 ελληνικούς οικισμούς ή γιουνανοχώρια όπως τα αποκαλούσαν οι Τούρκοι, γύρω από το Αϊδίνι, οι Έλληνες είχαν μικτά δημοτικά σχολεία.

Η ελληνική εθνικότητα των ιδιοκτητών των εργοστασίων και εργαστηρίων στο βιλαέτι Αϊδινίου υπερτερούσε των άλλων εθνικοτήτων. 4.008 ήταν οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις των Ελλήνων, ενώ των Τούρκων 1.216, των Αρμενίων 28 και των Εβραίων 21.

Από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και μετά οι βιομηχανίες όχι μόνο του βιλαετίου Αϊδινίου αλλά και ολόκληρης της Μ. Ασίας δοκιμάστηκαν σκληρά. Οι Τούρκοι πήραν αυστηρά μέτρα: κήρυξαν τον αποκλεισμό από τη θάλασσα και αρχίσανε τις βίαιες επιτάξεις των βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Σαν συνέπεια διακόπηκε ο εφοδιασμός των πρώτων υλών από την Ευρώπη και τα περισσότερα εργοστάσια που παίρναν προμήθειες από το εξωτερικό, εξαντλώντας τα τελευταία τους αποθέματα, σταμάτησαν να λειτουργούν. Επιβίωσαν μόνο τα εργοστάσια που προμηθεύονταν τις πρώτες ύλες από το εσωτερικό (αλευρόμυλοι, βυρσοδεψία, νηματουργεία, οινοπνευματοποιεία, ελαιοτριβεία).
Όπως και να ‘χει, κι αυτά τα εργοστάσια που εξακολουθούσαν να δουλεύουν, αργά ή γρήγορα μπήκαν στο στόχαστρο των επιτάξεων.

Για τον βιομήχανο δύο ήταν οι δρόμοι που μπορούσε να διαλέξει: ή να προτιμήσει την επίταξη και να δεθεί παίρνοντας ένα μικρό ποσό ή να συνεταιριστεί με Τούρκο και να θέσει την επιχείρησή του κάτω από τουρκική επωνυμία για να γλυτώσει τον εκβιασμό της επίταξης.

Οι νέες κοπέλες δούλευαν πολύ στον αργαλειό για να φτιάξουν την προίκα τους. Σε πολλά ρωμέικα σπίτια υπήρχαν από κάτω εργαστήρια που ξεκινούσαν τη λειτουργία τους από τα χαράματα και τελείωναν με τη δύση του ήλιου. Αυτή η κατ’ οίκον βιομηχανία ήταν πολύ συνηθισμένη σε κάθε γωνιά της Μ. Ασίας.

Τα έσοδα από το εμπόριο χαλιών ήταν αρκετά για να ζήσουν μια ολιγομελή οικογένεια. Τα έξοδα του σπιτιού, τα δίδακτρα των παιδιών, οι φόροι στο κράτος, καλύπτονταν. Συχνά περίσσευαν παράδες και για αγαθοεργίες. Οι μεγαλύτεροι βιομήχανοι, αυτοί που διέθεταν ολόκληρα εργοστάσια και μεγάλο προσωπικό, ζούσαν μέσα στη χλιδή, όπως η υψηλή κοινωνία της Ευρώπης.

Οι μαθητές των σχολείων εκκλησιάζονταν συχνά τις Κυριακές, αλλά και στις γιορτές. Οι κοπελίτσες ήταν πολύ όμορφες με τις μπλε ποδιές, τα άσπρα κολάρα και τις γαλανόλευκες κορδέλες στα μαλλιά. Όλοι ήξεραν να ψέλνουν τους εκκλησιαστικούς ύμνους, τα τροπάρια και τα απολυτίκια. Στο σχολείο τους μάθαιναν την τούρκικη γλώσσα από την Πέμπτη δημοτικού, αν και δεν τη μελετούσαν με πολύ ενδιαφέρον.

Τα παιδιά γιόρταζαν την επέτειο του ’21 τραγουδώντας άφοβα τον ελληνικό ύμνο. Τα τούρκικα τα διδάσκονταν σαν βοηθητικό μάθημα, δεν σκοτίζονταν για να τα μάθουν.
Οι γονείς συχνά δίνανε στα νεογέννητα παιδιά τους ονόματα με σημασία: Ελευθέριος, που ήταν το όνομα του Βενιζέλου, αλλά και σήμαινε την πολυπόθητη λευτεριά, Κωνσταντίνος, που ήταν ο βυζαντινός βασιλιάς και θα έπαιρνε την Πόλη πίσω, Όλγα, από το όνομα της βασίλισσας της Ελλάδος, Ειρήνη, επειδή αυτή ήταν ιερή και χρειαζούμενη για το έθνος τους κ.ά. Δίνανε όμως και ονόματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία, την ιστορία και τους αγίους της Χριστιανοσύνης.

Πάντα πριν από τις γιορτές οι δημογέροντες έκαναν ευποιία. Πολυπληθείς οικογένειες που δύσκολα συντηρούνταν και γέροι άνθρωποι, ανήμποροι να δουλέψουν, δέχονταν τρόφιμα και χρηματικά ποσά. Δεν άδειαζε εύκολα το ταμείο, γιατί ήταν λίγες οι οικογένειες που είχαν ανάγκη φιλανθρωπίας. Οι περισσότεροι Έλληνες της πόλης ζούσαν έχοντας εξασφαλίσει τα χρειώδη.

Όταν η θρησκευτική πομπή της Ανάστασης περνούσε τους δρόμους της πόλης με προστασία της τουρκικής χωροφυλακής, ανοίγαν τα παράθυρα και πρόβαλαν γυναικεία κεφάλια στολισμένα με γαλάζια λουλούδια στα μαλλιά, τιμητικά, για την πατρίδα, νοικοκυρές που δεν πήγανε στην εκκλησία ή κάνανε τάμα, ακουμπούσαν κατόπιν πάνω στην εικόνα ένα τζοβαΐρικο ή ένα πεντόλιρο. Ως και οι Τουρκάλες έβγαιναν έξω και κρεμούσαν χρυσοκέντητους τσεβρέδες στην Ανάσταση. Όλα αυτά τα πολύτιμα αντικείμενα οι δημογέροντες τα πουλούσαν και φρόντιζαν να αντεπεξέρχονται όσο το δυνατό στις οικονομικές ανάγκες που τους καλούσαν.

αποσπάσματα από το βιβλίο της Κυριακής Μαθιώτη “ΑΪΔΙΝΙ”
Εκδόσεις ΚΩΔΙΚΑΣ

10_- aidini-independence-parade

η σφαγή των Ελλήνων κατοίκων του Αϊδινίου

Στις 14 Μαΐου 1919  ο ελληνικός στρατός μπήκε στο Αϊδίνι. Δε δόθηκε μάχη. Οι Τούρκοι του Αϊδινίου δέχτηκαν να μην προβάλουν αντίσταση με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι ο τουρκικός πληθυσμός δε θα διέτρεχε κίνδυνο.
Στις γύρω περιοχές όμως παρέμεναν δυνάμεις άτακτων Τούρκων, ενώ μέσα στην πόλη οι Τούρκοι κάτοικοι παρέμεναν οπλισμένοι.
Η επίθεση των Τούρκων στο Αϊδίνι ξεκίνησε στις 15 Ιουνίου του 1919 Τσέτες με αρχηγό τον Γιουρούκ Αλή και τακτικός στρατός της 57ης Μεραρχίας με διοικητή τον Σεφίκ μπέη άρχισαν να χτυπάνε το Αϊδίνι.
Η κατάσταση ήταν δύσκολη. Ο επικεφαλής του ελληνικού στρατού, συνταγματάρχης Σχινάς, αναγκάστηκε να αφήσει τα φυλάκια και να διατάξει οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού μέσα στην πόλη, μια απόφαση που αποδείχτηκε ολέθρια διότι οι Τούρκοι κάτοικοι που ήταν οπλισμένοι άρχισαν -κρυμμένοι στα σπίτια τους- να πυροβολούν εναντίον των Ελλήνων στρατιωτών.
Τελικά ο Σχινάς αποφάσισε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το Αϊδίνι με αποτέλεσμα περίπου 1.000 από τους κατοίκους του Αϊδινίου να βρουν μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους οι οποίοι επί 3 ημέρες προέβησαν σε αμέτρητες δολοφονίες, βιασμούς και βασανιστήρια. Ανάμεσά τους μαρτύρησαν και οι 31 ηρωικοί νεαροί πρόσκοποι του Αϊδινίου που είχαν πάρει όπλα να βοηθήσουν τον ελληνικό στρατό. Για την ηρωική θυσία των νεαρών αυτών προσκόπων μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.
Η τραγική ειρωνεία είναι πως οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν για πολύ το Αϊδίνι. Τέσσερις μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός επανεκατέλαβε το Αϊδίνι. Οι Τούρκοι δεν πρόβαλαν αντίσταση και έφυγαν χωρίς να δώσουν μάχη.
Ο συνταγματάρχης Σχινάς πέρασε αργότερα στρατοδικείο για την απόφασή του να εγκαταλείψει το Αϊδίνι και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο της Κυριακής Μαθιώτη “ΑΪΔΙΝΙ”
Εκδόσεις ΚΩΔΙΚΑΣ

3-__3_~1

Οι πρόσκοποι του Αϊδινίου λίγο πριν τη σφαγή τους από τους Τούρκους

η έκθεση της επιτροπής της Αντάντ

Οι κυβερνήσεις των συμμάχων της Αντάντ ανέθεσαν σε ειδική προανακριτική επιτροπή να ερευνήσει τα γεγονότα του Αϊδινίου. Μια περίληψη της έκθεσης της επιτροπής περιέχεται στο παρακάτω απόσπασμα του βιβλίου της Κ. Μαθιώτη, το οποίο και δημοσιεύουμε αυτούσιο, με τη διευκρίνιση πως η συγγραφέας αμφισβητεί την αξιοπιστία της έκθεσης καταλογίζοντας στην επιτροπή μεροληψία υπέρ των Τούρκων.  

Στην αναφορά η Επιτροπή παραδεχόταν ότι μεγάλος αριθμός Τούρκων, αντρών, γυναικών και παιδιών που προσπάθησαν να σωθούν από τις φλόγες που κατέκαιαν τον μαχαλά τους, δέχτηκαν πυρά των Ελλήνων στρατιωτών, και ότι οι Έλληνες εκκένωσαν την πόλη τη νύχτα, αφού προηγουμένως έκαναν αναρίθμητες εγκληματικές ενέργειες.
Επίσης η Επιτροπή στην αναφορά της έγραφε ότι σε όλη την περιοχή του Αϊδινίου, όλος ο πληθυσμός, Τούρκοι και Έλληνες ήταν ένοπλοι. Ότι τα ελληνικά στρατεύματα κάνοντας ένοπλες αναγνωρίσεις στα πέριξ του Αϊδινίου κάψανε πολλά χωριά, ότι πολλοί Έλληνες πολίτες ήθελαν να φύγουν μαζί με τον στρατό που υποχωρούσε αλλά εμποδίστηκαν από τη Διοίκηση, ακόμη ότι η πυρκαγιά στην ελληνική συνοικία οφειλόταν στις συμμορίες του Γιουρούκ Αλή οι οποίες μπήκαν το πρωί της 17ης Ιουνίου και λεηλάτησαν τα σπίτια, σκοτώνοντας αδιακρίτως ηλικίας και φύλου τους κατοίκους. Συνεχίζοντας, έλεγε ότι αυτοί που διέφυγαν τον θάνατο αλλά όχι και την κλοπή ήταν περίπου 2.000 ή 3.000 και κατόρθωσαν να καταφύγουν πριν το μπάσιμο των Τούρκων ανταρτών στη Μονή των Γαλλίδων μοναχών, ότι υπό την προστασία του διοικητού της 57ης Μεραρχίας Σεφήκ μπέη, μεταβιβάστηκαν στο κονάκιο της πόλης, όπως επίσης και πολλοί προύχοντες και ότι ο αριθμός των Ελλήνων και Τούρκων θυμάτων δεν ήταν εύκολο να εξακριβωθεί.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΘΙΩΤΗ “ΑΪΔΙΝΙ”
Εκδόσεις ΚΩΔΙΚΑΣ

η εκδίκηση του Κονδύλη

Λίγες μέρες αργότερα αποβιβάστηκε στη Σμύρνη το 3ο Σύνταγμα πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Κονδύλη. Στον Κονδύλη ανατέθηκε η “τιμωρία των μακελάρηδων του Αϊδινίου”. Ο Κονδύλης με κεραυνοβόλες επιθέσεις πέρασε τον Μαίανδρο ποταμό και επιτέθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο της Τσίνας όπου “δεν άφησε Τούρκο ούτε για να έχει να διηγηθεί” (η φράση είναι από το βιβλίο της Κ. Μαθιώτη).
Στη συνέχεια ο Κονδύλης συνέχισε την προέλασή του γύρω από το βουνό Σαπουντζά – Νταγ καίγοντας τουλάχιστον 7 τουρκικά χωριά. “Μόνο η θύελλα συγκρινόταν μαζί του” γράφει η Κ. Μαθιώτη. Όταν μάλιστα ο Ιταλός διοικητής της περιοχής παραπονέθηκε στον Κονδύλη για τις ενέργειές του ο Κονδύλης του απάντησε: “Να πείτε σ’ αυτόν τον κύριο ότι εφόσον προστατεύουν τους Τούρκους και τους αφήνουν ελεύθερους να μας χτυπούν, θα κάψω όχι 7, αλλά 17 χωριά, έστω κι αν χρειαστεί να φτάσω στη Βαβυλώνα”.

 

sinasos-map1

Σινασός της Καππαδοκίας
ο χάρτης είναι από το http://mikrasiatis.gr/?p=939

Οι Σινασίτες είχαν τη συνήθεια να ξενιτεύονται στην Κωνσταντινούπολη από την ηλικία των 12 ετών. Εκεί οι περισσότεροι δούλευαν στα χαβιαράδικα εργαστήρια. Από τα 29 εργαστήρια της Πόλης τα 15 τα είχαν οι Σινασίτες και τα υπόλοιπα 14 οι γείτονές τους από το χωριό της Μαλακοπής. Ισχυρή παρουσία είχαν οι Σινασίτες και στη συντεχνία των μπακάληδων, κυρίως των εξειδικευμένων στην τροφοδοσία των πλοίων. Οι χαβιαράδες και οι μπακάληδες ήταν οι ευπορότεροι από τους ξενιτεμένους Σινασίτες. Υπήρχαν και άλλοι που ασκούσαν τα επαγγέλματα του μανάβη, του μπαρμπέρη, του κηπουρού ή του ψαρά. Υπολογίζεται πως στα μέσα του 19ου αιώνα στην Πόλη εργάζονταν 400 Σινασίτες άνω των 12 ετών.
Μετά το 1840 με την οικονομική ανάπτυξη της Πόλης αυξήθηκε η οικονομική επιφάνεια των Σινασιτών αλλά και ο πληθυσμός τους που έφτασε τα 3.000 άτομα. Χτίστηκαν σχολεία, εκκλησίες, δημόσια κτήρια και στις αρχές του 20ου αιώνα η Σινασός ήταν πλέον μια πόλη που εντυπωσίαζε τους περιηγητές.

από κείμενο του Χρήστου Χατζηιωσήφ
περιοδικό 7 ημέρες, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

sinasos3

Σινασός
η φωτογραφία είναι από το http://mikrasiatis.gr/?p=939

Σεραφείμ Ρίζος (1799-1879): Από τους πρωτοπόρους της αλληλοδιδακτικής μεθόδου στη Μ. Ασία. Συνετέλεσε στην ανέγερση αρρεναγωγείου, ενώ προσέφερε σημαντικά χρηματικά ποσά για τα κοινοτικά εκπαιδευτήρια. Κατήρτισε πλούσια σχολική  βιβλιοθήκη και υποχρέωσε τους συναλλασσομένους με τους Σινασίτες εμπόρους σε εισφορά υπέρ των σχολείων, ενώ κατέπεισε τη συντεχνία των χαβιαράδων στην κατάργηση του ετήσιου συμποσίου τους προς όφελος του σχολικού ταμείου. Το 1839 με αναφορά του στο υπουργείο Οικονομικών, συνετέλεσε στην κατάργηση του διπλού κεφαλικού φόρου της κοινότητας και συνέβαλε τα μέγιστα στην εν γένει φορολογική της ανακούφιση.

απόσπασμα από άρθρο του Σ. Ανεστίδη
περιοδικό 7 ημέρες, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

l1_4

Η Σινασός το 1924.
Το τελευταίο καλοκαίρι πριν τον εκπατρισμό οι Σινασίτες φρόντισαν μεθοδικά για τη λεπτομερή φωτογράφιση της Σινασού με κοντινές ή πανοραμικές απόψεις των συνοικιών της.
(η φωτογραφία είναι από το
http://www.onassis.gr/enim_deltio/42_08/lecture_1.php)

μαρτυρίες Σινασιτών για τον εκπατρισμό τους:

Κωστής Ρίζος: Ήταν Αύγουστος του 1924 όταν έφτασε και σε μας το φοβερό μήνυμα της ανταλλαγής. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός απ’ άκρη σ’ άκρη μόλις ήρθε στη δημογεροντία η διαταγή της τουρκικής κυβερνήσεως που μιλούσε για τον ξεριζωμό μας. Χωρίς καν να ερωτηθούμε, σαν να ήμαστε αγέλες προβάτων.
(…) Κάθε οικογένεια μάζευε ό,τι πολύτιμο είχε κι ό,τι μπορούσε να σώσει και τα έκανε μπάλες. Τα άλλα, τα ζώα τους, τα έπιπλά τους, τα χωράφια τους, τα πουλούσαν στους Τούρκους που τα ‘παιρναν για τίποτα.
(…) Τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου αποχαιρετίσαμε για πάντα τη φιλτάτη μας πατρίδα. Οκτώ μέρες πριν από εμάς έφυγαν τα φορτία μας. Ήταν εξήντα εβδομήντα καμήλες με τα κοινοτικά μας κειμήλια και με πολλά ατομικά, τα πιο μεγάλα και βαριά. Έφυγαν πρώτα τα φορτία γιατί θα αργούσαν στο δρόμο περισσότερο από εμάς. Μαζί τους κανείς χριστιανός δεν πήγε. Μόνο Τούρκοι αγωγιάτες, χωριανοί μας, τα συνόδεψαν και δεν καταδέχτηκαν να μας πάρουν ούτε ένα προσόψι. Όλα άθικτα τα έφεραν ως τη Μερσίνα και μας τα παρέδωσαν. Σε μια βδομάδα περίπου άρχισαν να φεύγουν κι οι κάτοικοι…. Οι Τούρκοι πάλι του χωριού μας -σ’ εμάς δεν ήρθαν καθόλου Τούρκοι ανταλλάξιμοι-, πολύ λυπημένοι, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν… Πρώτοι έφυγαν οι άποροι. Προστάτης τους και οδηγός τους ήμουν εγώ. Ήταν διακόσιοι περίπου άνθρωποι και χρειάστηκαν σχεδόν σαράντα αμάξια για να μεταφερθούνε. Κάθε αμάξι κόστισε 40 παγκανότες. Τα πλήρωσε η Επιτροπή απ’ τα χρήματα που στείλαν απ’ την Πόλη και απ’ τους φόρους των πλουσίων.

Μαρία Χουνοπούλου: Μας έλεγαν θα γίνει ανταλλαγή και δεν το πιστεύαμε. Είχαμε μια γριά γιαγιά και ρωτούσε διαρκώς αν θα φύγουμε ή όχι. Μια Τουρκάλα στη γειτονιά έλεγε: έμαθα ένα καλό νέο σήμερα, πως δε θα σηκωθείτε. Κατόπιν όμως μάθαμε πως θα φεύγαμε και πουλήσαμε τα ρούχα μας. Οι Τούρκοι κλαίγαν που φεύγαμε. Έβαλαν χωροφύλακες και μας φύλαγαν στο δρόμο από τους Τούρκους των γύρω χωριών. Οι δικοί μας Τούρκοι δε μας πείραζαν. Είχε ειδοποιήσει ο Κεμάλ να μη μας πειράξουν.
(…) Δε φύγαμε όλοι μαζί. Φεύγαν 20-30 αμάξια τη μέρα. Αυτά πήγαιναν στο Ουλούκισλα και ξαναγύριζαν. Οι αραμπάδες ήταν τούρκικοι. Όταν  πήγαιναν για το Ουλούκισλα τους έπιασε βροχή και δεν είχαν ακόμη στήσει τις σκηνές. Το τρένο δεν το ήξεραν. Όταν το είδαν έλεγαν: Τι σύννεφο είναι αυτό που έρχεται; Όταν είδαν τη θάλασσα έλεγαν: Είναι κι άλλη ακόμη η θάλασσα; Τη θάλασσα τη φοβόνταν. Τους πρόσφυγες τους Τούρκους τους βρήκαν στο δρόμο και τους έλεγαν οι Τούρκοι: πάτε στον παράδεισο κι εμείς ερχόμαστε στην κόλαση. Γιατί αυτοί έρχονταν από τη Θεσσαλονίκη. Από το Ουλούκισλα με το τρένο ήρθαν σε ένα μέρος σκοτεινό, το Κολτσούκ. Εκεί σταμάτησε το τρένο και τους είπαν να μη μιλούν γιατί οι Τούρκοι εκείνοι ήταν κακοί. Κατόπιν πήγαν στη Μερσίνα. Μείναν εκεί 15 μέρες, άλλοι σε σκηνές, άλλοι σε εκκλησίες, εργοστάσια κλπ. και άλλοι με ενοίκιο σε σπίτια, οι πλούσιοι. Μετά 15 μέρες τους πήγαν σε λουτρό και τους μούλιασαν. Από τη Μερσίνα μπήκαν σε ελληνικό φορτηγό παπόρι, παλιό και βγήκαν στον Πειραιά, στον Αη Γιώργη. Στην Αη Γιώργη έμειναν 15 μέρες σε καραντίνα και έτρωγαν δωρεάν. Από το χωριό ως τον Πειραιά έκαναν περίπου ένα μήνα. Κατόπιν πήγαν στην Άνδρο και μείναν σε ένα κλωστήριο. Στην Άνδρο μείναν ένα χειμώνα. Κατόπιν πήγαν στη Βιστρίτσα όπου τους είχαν κάνει τη νέα πατρίδα. Εκεί έμειναν δύο μήνες. Ήταν ελώδες το μέρος και πέθαναν πολλοί. Είναι κοντά στον Βόλο. Έμειναν εκεί λίγοι και οι άλλοι σκορπίστηκαν.

Κοσμάς Περσίδης: Η εγκατάσταση (στη Β. Εύβοια) έγινε υπό τας τραγικωτέρας των συνθηκών. Γύφτικα τσαντήρια ξένιζαν επί δύο χρόνια τους Σινασίτες κάτω από τις ελιές ενός λόφου που επονομάστηκε έπειτα “λόφος του θανάτου”… Όταν μετά το φριχτό θέρισμα των οικογενειών από την ελονοσία είχαν ξεκληριστεί αρκετά σπίτια χωρίς ακόμα να μπορούν να εγκλιματισθούν, άρχισε η αναχώρηση μέχρις ότου σήμερα στον συνοικισμό από 187 μονοκατοικίες είναι μόνο οι 17 κατοικημένες από γνήσιες σινασίτικες οικογένειες.

Κωστής Ρίζος: Κι η καταστροφή συνεχίστηκε όταν αποφάσισαν να τους μεταφέρουν όλους στην Ιστιαία της Εύβοιας, σε μια αγροτική δήθεν περιφέρεια, ενώ οι Σινασίτες δεν ήταν αγροτικός πληθυσμός. Σα να μην υπήρχε άλλος τόπος κατάλληλος. Τους πήγαν εκεί χωρίς να ετοιμαστούν τα οικήματα, χωρίς καμιά σοβαρή επιμελητεία. Τους στέλνανε εκεί με προπαγάνδα, αν δεν πάνε εγκαίρως, θα χάνανε τα δικαιώματά τους και πολλά και διάφορα. Και τους αφήσανε εκεί, το καλοκαίρι στη ζέστη αντίκρι, χωρίς νερό γιατί το νερό ήταν λιγοστό, κι άμα ήρθε ο Ιούνιος κόπηκε ολωσδιόλου. Άρχισε η ελονοσία να τους θερίζει. Και τι ελονοσία… οι γλώσσες τους πρήστηκαν, δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Οι κοιλιές τους πρήστηκαν. Θέλανε να φύγουν οι άνθρωποι, να έρθουν στον Πειραιά. Δεν τους άφησαν. Έτσι πήγε σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού, χάθηκε. Δεν έφτασε αυτό. Όταν ήρθε ο χειμώνας, τους βρήκε κάτω από σκηνές, έκανε δυο μέτρα χιόνι, οι σκηνές ήταν του μη μου άπτου, χαλάσανε. Όλοι μείνανε έξω και πεθάνανε στα χιόνια και στους πάγους μέσα, πολύς κόσμος. Πεθάνανε κακήν κακώς. Κι αυτό το μέρος το ονόμασαν Νέα Σινασό, αντί να το ονομάσουν Νεκρούπολη… Αλλά και έπειτα μυαλό δε βάλαμε.
Η επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη, αντί να περιμαζέψει τον πληθυσμό που έμεινε, να τον πάρει από κει και με χρήματα της κοινότητας στην Πόλη να κάμουν μια αληθινή Νέα Σινασό, εξακολούθησε τα ίδια. Πουλήθηκε μέρος απ’ την ακίνητη περιουσία της κοινότητας στην Πόλη και κτίστηκε μια μεγάλη εκκλησία με το όνομα Άγιος Νικόλαος. Ενώ μπορούσαν να κάμουν μια μικρή εκκλησία, νοικοκυρεμένη με υλικά μηδαμινά. Και να φτιάξουν οικήματα για τους κατοίκους, όχι σαν τα σπίτια που πριν να μπουν μέσα ήταν ετοιμόρροπα… Αυτά συνέβησαν, αυτά τράβηξαν οι δυστυχείς μου πατριώτες. Ώσπου να εγκατασταθούν καλά στη νέα πατρίδα, πέρασαν χρόνια…

οι μαρτυρίες προέρχονται από το Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών ή από τον τόμο: “Μαρτυρίες από τις επαρχίες της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας”, εισαγωγή, εποπτεία Π. Κιτρομηλίδη και δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό 7 ημέρες της Καθημερινής στις 27/5/2001

 

mitropoleis_Nikomedia_4976

Η Νικομήδεια της Μ. Ασίας
από τοhttp://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=12095

Το χωριό Φούλατζικ ή Φουλατζίκι βρίσκεται 35 χιλιόμετρα ΝΔ της Νικομήδειας. Οι Τούρκοι των γύρω χωριών το έλεγαν Κιουτσούκ Γιουνάν, δηλαδή μικρή Ελλάδα. Πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 2.500 κατοίκους. Όλοι ήταν Έλληνες, τουρκόφωνοι. Μόνο οι μαθητές μάθαιναν τα ελληνικά. Το Φούλατζικ το έκαψαν το 1920 οι Τσέτες, αφού πρώτα συγκέντρωσαν στην εκκλησία και έσφαξαν 116 άτομα.

οι πληροφορίες αντλήθηκαν από :
http://mikrasiatis.gr/?p=1080
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=12095

Ένας από τους επιζώντες της σφαγής ήταν ο Νικόλαος Τσαϊλακόπουλος, ο οποίος γράφει στο βιβλίο του για τις ειρηνικές μέρες στο χωριό του:

Όταν κάποια βρύση εχαλνούσε η καμπάνα της εκκλησίας με ειδική για τέτοιες περιπτώσεις κωδωνοκρουσία ειδοποιούσε τους χωριανούς.
Τότε έβλεπες άντρες και παληκάρια με κασμάδες και φτιάρια να τρέχουν στο τσαρσί κι από εκεί έτρεχαν στη νερομάνα της βρύσης της χαλασμένης, άνοιγαν σκάμματα γύρω από τα κιούγκια (υδροσωλήνες) και εμαστόρευαν ή με με στόκο εάν η τρύπα ήτο μικρή, ή με αλλαγή των σκεπασμένων με καινούρια κιούγκια ή τα ξεχορτάριαζαν από τα χόρτα που είχαν πνίξει τα κιούγκια. Πάντοτε η καμπάνα με άλλες πάλι ειδικές κωδωνοκρουσίες της, ειδοποιούσε κι εκαλούσε τους χωρικούς σε περιπτώσεις μιας πυρκαγιάς ή για ανθρώπους που είχαν αποκοπεί από τα χιόνια για να τους σώσουν.

Οι ιδιοκτήτες των κερασιών κατά την εποχή της ωρίμανσής τους “διά τον φόβον των Ιουδαίων”, δηλαδή από επιδρομές ημών των παιδιών και άλλων, εκοιμώντο τις νύχτες στις ρίζες των κερασιών τους. Ένας δε άλλος ιδιοκτήτης, ο Ιστίλ Γιαν Παύλος, διά να αποτρέψει τους κερασοεπιδρομείς, άλειφε τα δένδρα του από ρίζης μέχρι κλάδων με περιττώματα και άιντε να πας να αναρριχηθείς εις αυτά και να φας κεράσια με χέρια όζοντα από …

Όλοι οι Φουλατζικιώτες εν τη γενικότητι τους εκτός από πολύ φιλόξενοι, ήσαν άνθρωποι γλεντζέδες και σε οικογενειακές συγκεντρώσεις και παρέες στα καφενεία.
Τις Κυριακές και τις γιορτές ο καπνός των ψηνομένων πριζολών συννέφιαζε τον ουρανό του άλλοτε ποτέ ευτυχισμένου χωριού που αντηχούσαν, αντιλαλούσαν στην περιοχή οι ήχοι του νταουλιού, του ζουρνά, των βιολιών και της γκάιντας, που συνόδευαν τους χορούς των χορευτάδων Φουλατζικιωτών. Έτσι εγλεντούσε, έτσι γλεντοκοπούσε το χωριό μου στις γιορτές, στα πανηγύρια και στους γάμους κι εκαμάρωνες τους άντρες της κάθε ηλικίας και τις κοκκινομάγουλες Φουλατζικιώτισσες στους χορούς τους.

τα καφενεία του Φουλατζικίου

Η ωραία χαμένη γενέτειρά μου είχε και πολλά καφενεία όλα στο ΚΙΟΪΤΣΟΥΝ δηλαδή μέσα στο κέντρο, στο ΤΣΑΡΣΙ λεγόμενο μέρος του χωριού, που το καθένα από αυτά είχε τους δικούς του μόνιμους πελάτες και παρέες.

Προτού να μπεις στο κέντρο του τσαρσιού ήσαν αντικριστά τα καφενεία του Αποστολ Γιάννη και του Καλο Γιάννη. Μετά ήρχετο το καφενείο του Πιος ή Αγάπιου Χατζιλάρ, ο οποίος εκτός από μερακλής καφετζής ήτο και ο μπαρμπέρης των πελατών του. Συνέχεια αυτού ήτο του Ιντζέ Αποστόλη του κρεοπώλη το καφενείο. Απέναντι ήσαν του Παπάζογλου Ανδρέα που εκτός από καφετζής και κουρέας έκαμνε και τον πρακτικό γιατρό με τα βότανά του και τις βεντούζες του τις κοφτές. Στον τοίχο είχε κρεμασμένο και το βιολί του με το οποίο τραβώντας τις δοξαριές του, επαύξανε την κατανάλωση των ποτών του.
Απέναντι τούτου στη γωνία ήτο το λεγόμενο Βακούφ Καφενείο, ήτοι ιδιόκτητο της Κοινότητας η οποία το ενοικίαζε.

Μέσα στο καφενείο αυτό, και πλάγι στο τιζγκιάχι (κουζίνα) είχε την πολυθρόνα του ο κουρέας Μπερμπέρ Πιρε Γιάννης, ήτοι ο Γιάννης ο Ψύλος, ένας όνομα και πράγμα ελαφροΐσκιωτος άνθρωπος. Όλοι οι μπαρμπέρηδες, χρησιμοποιούσαν για το βρέξιμο και το σαπούνισμα των γενειάδων το λεγόμενο σαχάνι. Το κουρευτικό του ψαλίδι στα χέρια με τους δονισμούς που έκαμνε έφερνε μια γλυκιά σαν νανούρισμα υπνηλία στους κουρευομένους πελάτες του. Και αυτός επίσης έκαμνε σε κρυολόγημα και σε πλευρίτιδες, ως και σε πληγές, τον γιατρό, αλλά έκαμνε και τον οδοντίατρο με τις κάθε μεγέθους μη απολυμαινόμενες οδοντάγρες του. Σε πόσους αντί του παθημένου δοντιού, δεν είχε βγάλει γερούς κυνόδοντες και τραπεζίτες. Σε τέτοιες περιπτώσεις μ’ ένα “αφεδερσίν γιαγνίς ολντού” κι εκτός από ένα ποτήρι με δυνατό όξος για γαργάρες και για σταμάτημα νέου αίματος, σου προσέφεραν και το βγαλμένο γερό δόντι, λέγοντάς σου με χιούμορ, “πάρ’ το και να το κάνεις φυλαχτό”.
Απέναντι στο Χάνι ήταν το Ιχτιγιάρ Καφενέσι, ήτοι το καφενείο των γερόντων με μερακλή και με χαδιάρα φωνή καφετζή, τον Κοτζαδάμ ή Σμαραγδή Νικόλα.

Στην απέναντι πλευρά ήτο το καφενείο του πάντοτε κεφάτου Καπτάν Παλτάρ Αγά, του ξακουστού για το σπεσιαλιτέ μεζεδάκι του, το λεγόμενο Σαχανάκι, με αυγά και με παστουρμά, με αγνό βούτυρο τηγανισμένα, τάσκεμπαμπ εκλεκτούς, τουρσιά κλπ. και ιδίως μελιτζάνες τουρσιά, τυλιγμένα με σελινόφυλλα κι από μέσα με σκορδοσκελίδες.

Παρακάτω από το δικό του καφενείο ήτο του Καδή Γιαννάκη, με το παρατσούκλι Τσιτρε Τσιους Γιάννη, ήτοι το στενόμακρο παντελόνι.

Ν. ΤΣΑΪΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ “Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΜΟΥ – ΤΟ ΦΟΥΛΑΤΖΙΚΙ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ Μ. ΑΣΙΑΣ”

για τα τάγματα εργασίας

Διακόσιοι περίπου τον αριθμό Φουλατζικιώτες, μεταξύ των οποίων και ο 18χρονος τότε θείος μου Δημήτριος Συμεωνίδης είχαν υπηρετήσει στα εργατικά τάγματα (ΑΜΕΛΕ ΤΑΜΠΟΥΡΛΑΡ) της Ανατολίας. Μιας άλλης θείας μου, της Παγώνας Φουτσιτζογλου, παλικάρια ο Γεώργης, ο Γιάννης, ο Κωσταντής, ο Νικόλας και ο Αναστάσης, είχαν αφήσει τα κορμιά τους εκεί στα βαθιά της Ανατολίας κι από τον αβάσταγο μητρικό της καημό, βυθισμένη στο άγχος και μελαγχολία και καταδικάσασα εαυτήν σε εξ ασιτίας θάνατο, απέθνησκε η δύστυχη μητέρα.

Ν. ΤΣΑΪΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
“Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΜΟΥ – ΤΟ ΦΟΥΛΑΤΖΙΚΙ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ Μ. ΑΣΙΑΣ”

για τη σφαγή

Οι Τούρκοι Τσέτες κλείδωσαν όλους τους άνδρες, άνω των 15 ετών, στην εκκλησία και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά. Οι έγκλειστοι κατάφεραν να ανοίξουν την πόρτα και να βγουν έξω, αλλά οι Τούρκοι από τα γύρω υψώματα άνοιξαν πυρ εναντίον τους σκοτώνοντας τους περισσότερους.
Τις επόμενες μέρες οι Τσέτες έβαλαν φωτιά σε ολόκληρο το χωριό. Φεύγοντας πήραν μαζί τους για προστασία αρκετά γυναικόπαιδα. Όσοι επέζησαν κατέφυγαν, για να σωθούν, στα γύρω βουνά. Εκεί τους βρήκαν Τούρκοι κάτοικοι του γειτονικού χωριού Καραμουρσάλ, οι οποίοι -φοβούμενοι αντίποινα από τον ελληνικό στρατό- διαβεβαίωσαν τους Φουλατζικιώτες ότι θα τους βοηθήσουν να φτάσουν σώοι στη Νικομήδεια όπου έδρευε αγγλικό σύνταγμα πεζικού. Πράγματι οι Τούρκοι πρόκριτοι βοήθησαν τους Φουλατζικιώτες, όταν στη διαδρομή εμφανίστηκαν ξανά οι Τσέτες, και απέτρεψαν μια νέα σφαγή.  

από το βιβλίο του Ν. Τσαϊλακόπουλου
“ΤΟ ΦΟΥΛΑΤΖΙΚΙ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ Μ. ΑΣΙΑΣ”

 

%20%20~1

Ο χάρτης του Πόντου είναι από το
http://republic-pontus.blogspot.gr/2010_09_01_archive.html

Ο Χρήστος Ηλιάδης περιγράφει πώς το 1916 είδε τον πατέρα του και τους τρεις αδελφούς του να φεύγουν από το ελληνόφωνο χωριό του Πόντου, Αχουρλή (έξω από τα Κωτύωρα), για τα “Τάγματα Εργασίας”:

Ήμουν πολύ μικρός, περίπου 5 ετών, και μόλις το ενθυμούμαι.
(…) Ξαφνικά η γη άρχισε να τραντάζεται και τα σκυλιά του χωριού μας άρχισαν τα ασταμάτητα γαυγίσματα.
(…) Σε λίγο είδαμε πολλούς Τούρκους καβαλάρηδες να φθάνουν στο χωριό μας και να μας περικυκλώνουν. Ήταν Τούρκοι στρατιώτες και χωροφύλακες και, όπως μάθαμε αργότερα, μαζί τους ήταν και Γερμανοί αξιωματικοί. Ένας τελάλης φώναζε το άσχημο μήνυμα. Όλοι οι άνδρες από 15 ως 60 ετών, θα έπρεπε την άλλη μέρα πολύ πρωί να μαζευτούν στη μέση του χωριού. Ο καθένας μπορούσε να έχει μαζί του και ένα μικρό μπογαλάκι, διότι δήθεν θα πήγαιναν για μερικές ημέρες να βοηθήσουν τους Τούρκους σε διάφορα έργα.
(…) Σιγά σιγά άρχισαν να απομακρύνονται από το χωριό μας όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι, οι περισσότεροι προστάτες οικογενειών, με σπρωξίματα και τον βούρδουλα στο χέρι των βάναυσων Τούρκων. Στη μοιραία αυτήν αποστολή ήταν και ο πατέρας μου Παναγιώτης Ηλιάδης, και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια μου, ο Λάζαρος, ο Ηλίας και ο Νίκος. Αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ ενόσω ζω και θα το θυμάμαι κάθε στιγμή και πάντα, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και να φύγω από αυτήν την άδικη καμιά φορά ζωή.
(…) Από την αποστολή αυτή των ανδρών του χωριού μας δεν επέζησε κανείς. Ούτε ένας κάτοικος από το Αχουρλή που τον είχαν πάρει με το ζόρι στα “Τάγματα θανάτου”, δεν είδε τα επόμενα χρόνια ξανά, έστω και από μακριά, το χωριό του ή την οικογένειά του.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ “ΠΟΝΤΟΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΟΣΑ ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗ ΖΩΗ ΜΟΥ” Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ

Λίγο αργότερα πέθανε και η μητέρα του συγγραφέα αφήνοντας ορφανά τα 9 εναπομείναντα παιδιά της.

Ο πατέρας μας και οι τρεις αδελφοί μας δεν έδωσαν πλέον κανένα σημείο ζωής. Κανένας συγχωριανός μας δεν επέστρεψε από τότε που είχαν φύγει με τα “Τάγματα Εργασίας”. Ούτε μία είδηση δεν πήραμε για τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ούτε αργότερα και ακόμη μέχρι και σήμερα από τις αρμόδιες τουρκικές αρχές.

Το χωριό μας ερημώθηκε και σιγά σιγά ήλθε ο μαρασμός. Κανένας άνδρας δεν υπήρχε πια να δουλέψει στα χωράφια, κανένας δεν μπορούσε πια να προσφέρει κάτι το ανάλογο π.χ. να διορθώσει τα σπίτια μας, όπως και οι γονείς και οι μεγάλοι αδελφοί μας. Δεν μας έλειπαν μόνον ηθικά και πνευματικά, αλλά και υλικά και χειρωνακτικά.
Μόνο γυναικόπαιδα, γριές και γέροι είχαν απομείνει μέσα στο χωριό μας. Δεν ήταν πλέον δυνατό να μπορέσουμε να ζήσουμε εδώ στο χωριό μας.

Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως έδωσε εντολή όλα τα ορφανά να εγκαταλείψουν τα ορεινά χωριά του Πόντου και να πάνε στις πλησιέστερες παραλιακές πόλες.

Πίσω αφήσαμε ό,τι πολύτιμο υπήρχε στο χωριό μας, τα νεκροταφεία μας με τους τάφους και με τα κόκαλα των προγόνων μας, το μικρό σχολείο μας, τη μικρή εκκλησία μας και όλες τις αναμνήσεις μας, τις χαρές και τις πίκρες.

στα Κωτύωρα

Φθάσαμε στα Κωτύωρα πολύ κουρασμένοι, πεινασμένοι, άυπνοι και βρώμικοι από τη μεγάλη μας ταλαιπωρία 14 και πλέον ωρών πορείας, αγωνίας και ανησυχίας.

Ευτυχώς που όλοι οι αδελφοί Κοτυωρίτες μας βοήθησαν και προσπάθησαν όσο μπορούσε ο καθένας να καταπραϋνουν τους πόνους και τις πίκρες των ορφανών παιδιών.

Κάθε οικογένεια των Κωτυώρων είχε εντολή από την εκκλησία να υιοθετήσει, δηλαδή να αναλάβει να βοηθήσει παίρνοντας στο σπίτι της και από ένα ορφανό παιδί.
Ύστερα από μερικές ημέρες μια άλλη τραγική συμφορά ήλθε και μας βρήκε. Ήλθαν οι Τούρκοι αστυνομικοί και πήραν όλα τα κορίτσια τα ορφανά, άνω των 12 ετών. Ανάμεσα σ’ αυτές ήσαν και οι μεγαλύτερες αδελφές μου η Δέσποινα, η Άννα, η Μαρία και οι τρεις άλλες που δυστυχώς δεν τις θυμάμαι ονομαστικά.
Πέρασε αρκετός καιρός και καμία είδηση δεν είχαμε για τις αδελφές μας. Αργότερα έγινε γνωστό ότι οι άτιμοι και αιμοβόροι Τούρκοι ατίμασαν τα αθώα κορίτσια και μετά τα έριξαν στον γκρεμό. (Λίγο παρακάτω, στη σελ. 130, ο συγγραφέας λέει κάτι διαφορετικό: “Υπάρχει όμως και η πιθανότητα, έτσι λένε άλλοι πρόσφυγες, πράγμα που εφήρμοζαν τακτικά οι Τούρκοι, να τις ανάγκασαν να αλλαξοπιστήσουν και να γίνουν Μουσουλμάνες και μετά να παντρεύτηκαν Τούρκους και έτσι ίσως να γλύτωσαν από το μαχαίρι τους”. Μια τρίτη εκδοχή αφηγείται η αδελφή του συγγραφέα, Ευρώπη Μανόγλου, το γένος Ηλιάδου: “Από τα χωριά της πόλης έμαθαν οι θείοι μου, αδέλφια του πατέρα μου Παναγιώτη, πως ήμασταν στα Κωτύωρα και ήλθαν και πήραν μαζί τους τις έξι μεγαλύτερες αδελφές μας. Αργότερα ακούσαμε ότι οι Τούρκοι κατάστρεψαν τα χωριά και όλες τις αδελφές μας τις βιάσανε και τις σφάξανε”.)

Έτσι μείναμε τώρα μόνο τα τρία μικρά παιδιά, ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Χαράλαμπος, η μικρότερη αδελφή μου η Ευρώπη και εγώ ο προτελευταίος, ο Χρήστος.
Μια πολυμελής οικογένεια με τόσα παιδιά, πόσο γρήγορα μίκρυνε!

ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ “ΠΟΝΤΟΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ”
Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ

kotiora2_135121240

Το τουρκικό όνομα των Κωτυώρων είναι Ορντού
η φωτογραφία είναι από το
http://www.pontos-news.gr/permalink/3321.html

η μαρτυρική πορεία

Τον Αύγουστο του 1917 ρωσικός στόλος κατέπλευσε στα Κωτύωρα με εντολή να παραλάβει τους Έλληνες κατοίκους της πόλης. 3.500 περίπου Πόντιοι κατάφεραν να επιβιβαστούν στα σκάφη με κατεύθυνση τη Ρωσία. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω να περιμένουν -ματαίως- την επιστροφή του στόλου.

Μια ημέρα ήρθαν οι Τούρκοι αστυνομικοί και στρατιώτες και περικύκλωσαν διάφορα σπίτια καθώς και το οικοτροφείο στο οποίο έμεναν περίπου 100 από τα εναπομείναντα παιδιά του Πόντου. Ήταν πάρα πολύ πρωί και μας σήκωσαν διά της βίας από τα κρεβάτια μας, γιατί εκείνη τη στιγμή κοιμόμασταν ακόμη.

Μας έφεραν σε ένα μέρος όπου ήταν και άλλοι συμπατριώτες. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι μελλοθάνατοι, έτοιμοι να βαδίσουμε τον Γολγοθά μας και ήταν άγνωστο ποιος θα επιζούσε από αυτήν την αναγκαστική πορεία και την τραγωδία μας. Ανάμεσά μας ήταν άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε φύλου, γέροντες, άνδρες, γριές γυναίκες, μικρά βρέφη και γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

Ξαφνικά μας διέταξαν να ξεκινήσουμε. Αρχίσαμε να περπατούμε στον λασπώδη ανώμαλο δρόμο, χωρίς να γνωρίζουμε το μέρος που μας πήγαιναν.

Κατά τη διάρκεια της πορείας μας έψαχναν τους ηλικωμένους και τους έπαιρναν ό,τι πολύτιμο είχαν μαζί τους, όπως χρήματα, χρυσαφικά, ρολόγια και όποιο άλλο χρήσιμο πράγμα είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας από τα Κωτύωρα με την ελπίδα να το διασώσουν από τις αρπαγές και τις λεηλασίες των σπιτιών τους από τους Τούρκους ή τους Κούρδους ή να δωροδοκήσουν κανένα Τούρκο…

Βαδίζουμε ανθρώπινα ράκη, αδυνατισμένοι, καμμένοι από τον ήλιο και εξαντλημένοι από τις πολύωρες πορείες… Δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδελφή, ούτε παιδί, ούτε γέροντα, που με τη βία σέρνει το γερασμένο και αδύναμο κορμί του, ούτε ακόμη και μικρό ορφανό παιδί, ανήμπορο και σκελετωμένο από τις κακουχίες.

Έτσι σιγά σιγά το καραβάνι των καταδικασμένων της εξοντωτικής αυτής πορείας ολοένα και λιγοστεύει.

Θυμάμαι με πόνο, και τα μάτια μου ακόμη και σήμερα σε ηλικία 92 ετών δακρύζουν, την πορεία της εξορίας αυτής που κράτησε περίπου 40 ημέρες.
Από τις 3.000 περίπου ανθρώπινες υπάρξεις που βαδίζαμε σε διάφορες ομάδες αποστολών, όταν ξεκινήσαμε τον Γολγοθά από τα Κωτύωρα προς τον αργό θάνατο, μείναμε όπως έμαθα αργότερα μόνον 1.800 σκελετωμένοι από την ασιτία και οι περισσότεροι άρρωστοι από τις ταλαιπωρίες και τις διάφορες κακουχίες.

Τους εναπομείναντες Πόντιους των Κωτυώρων τους χώρισαν οι Τούρκοι σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα αφέθηκε στην κωμόπολη Ερμπάα, η άλλη στην πόλη Τοκάτη. Και στα δύο αυτά μέρη συναντήσαμε και άλλους Χριστιανούς Ποντίους συμπατριώτες από τα διάφορα μέρη του μαρτυρικού Πόντου μας.
Επειδή ήμασταν πάρα πολλοί, μας χώρισαν και μας διαμοίρασαν σε διάφορα κοντινά χωριά και μικρές πόλεις αλλά αυτή τη φορά σε μικρές ομάδες και μας έβαλαν να μένουμε σε αποθήκες εντελώς ανθυγιεινές. Τοποθέτησαν και Τούρκους χωροφύλακες να μας παρακολουθούν για να μην μπορούμε να φύγουμε. Και πού να πάμε; Μήπως γνωρίζαμε τα μακρινά αυτά μέρη της εξορίας μας;

Δε θυμάμαι πόσο καιρό μείναμε σε αυτά τα μέρη. Ήμουν περίπου 7 ετών.

Τους μεγαλύτερους και υγιέστερους από τους εξόριστους τους έπαιρναν οι ντόπιοι Τούρκοι για να τους κάνουν διάφορες δουλειές στα σπίτια τους ή στα χωράφια τους. Μερικοί από τους συμπατριώτες μας είχαν την τύχη να πέσουν στα χέρια καλών Τούρκων, που εκτός από το φαγητό τους έδιναν και μεταχειρισμένα ρούχα και καμιά φορά ακόμη και λίγα χρήματα.

Αφού μείναμε πολύ καιρό στην Τοκάτη και στις άλλες πόλεις και χωριά, ένα πρωί μας είπαν οι μεγαλύτεροί μας να ετοιμαστούμε για να επιστρέψουμε πίσω στις πατρίδες μας.

Πράγματι υπογράφτηκε τότε ανακωχή μεταξύ των νικητών Συμμάχων και Ελλάδος και των ηττημένων Γερμανών και Τούρκων.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ
“ΠΟΝΤΟΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ – ΟΣΑ ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗ ΖΩΗ ΜΟΥ”
Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ

σάρωση0191

Ο δρόμος της εξορίας των Ποντίων των Κοτυώρων

στην Αμισό (Σαμψούντα)

Η Αμισός ήταν το δεύτερο -μετά την Τραπεζούντα- λιμάνι της μικρασιατικής ακτής του Εύξεινου Πόντου. Στις αρχές του 1900 κατέπλεαν στο λιμάνι της περίπου 700 πλοία το χρόνο. Πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο είχε συγκοινωνία ανά δεκαπενθήμερο με τη Μασσαλία, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ. Ήταν επίσης αφετηρία καραβανιών που πήγαιναν στο Ντιγιαρμπεκίρ και τη Βαγδάτη. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι κάτοικοί της ήταν περίπου 11.000, εκ των οποίων οι 5.000 Έλληνες.
Ένα από τα κυριότερα προϊόντα της Αμισού ήταν ο καπνός. Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιέργειας όπως και της εμπορίας καπνού το είχαν οι Έλληνες. Εκτός από τον καπνό άλλα εξαγώγιμα προϊόντα της Αμισού ήταν το σιτάρι, τα επεξεργασμένα δέρματα και τα όσπρια.
Στην Αμισό το εμπόριο ήταν κατά μεγάλο ποσοστό στα χέρια των Ελλήνων. Σε Έλληνες ανήκαν οι περισσότερες επιχειρήσεις κατασκευής οικοδομών, χρωματοπωλείων, εισαγωγών – εξαγωγών, ενώ σε Έλληνα, τον Ι. Μάντηκα, ανήκε το μεγαλύτερο και ωραιότερο ξενοδοχείο της πόλης. Πολλοί Έλληνες ήταν ωρολογοποιοί, σαπωνοποιοί, υφασματοποιοί, ατμοπλοϊκοί πράκτορες, τραπεζίτες, ενώ αρκετοί Έλληνες εργάζονταν στην Οθωμανική τράπεζα όπως και στην Τράπεζα Αθηνών.
Υπήρχαν ακόμη κάθε λογής έμποροι που έκαναν εισαγωγές ή εξαγωγές, στις δραστηριότητες των οποίων οφειλόταν σε μεγάλο ποσοστό ο πλούτος της Αμισού, ενώ διόλου ευκαταφρόνητος ήταν ο αριθμός των Ελλήνων επιστημόνων: 33 γιατροί -οι 22 είχαν αποφοιτήσει από την Ιατρική Σχολή Αθηνών-, 15 φαρμακοποιοί, 5 οδοντίατροι, 14 δικηγόροι, 6 αρχιτέκτονες, 4 αρχαιολόγοι και βέβαια αρκετοί δάσκαλοι και καθηγητές.
Η ελληνική κοινότητα της Αμισού, με τα περίχωρά της, είχε το 1914 ένα γυμνάσιο, 116 αρρεναγωγεία, 5 παρθεναγωγεία και 3 νηπιαγωγεία. Επιπλέον περίπου 200 μαθητές φοιτούσαν στο γειτονικό Αμερικανικό κολέγιο της περιοχής Μερζιφούντος (που μεταφέρθηκε το 1924 στη Θεσσαλονίκη ως Κολέγιο Ανατόλια).

οι πληροφορίες αντλήθηκαν από μεταπτυχιακή εργασία του Θ. Αλεξιάδη που υπάρχει στο
http://invenio.lib.auth.gr/record/113111/files/
%CE%91%CE%9B%CE%95%CE%9E%CE%99%CE%91%CE%94%CE%97%CE%A3.pdf

Pontos

ο χάρτης του Πόντου είναι από το
http://www.ipiros.gr/portal2/index.php?option=com_
content&view=article&id=7336:2010-05-20-09-22-11&catid=44:2008-06-02-12-06-25&Itemid=88

για τα μαρτύρια των κατοίκων της Αμισού αντιγράφουμε από το βιβλίο του Δ. Ψαθά “ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”:

Όταν έξαφνα στην προκεμαλική περίοδο, πριν απ’ την ανακωχή, σκοτώθηκαν 8 Τούρκοι αξιωματικοί σε μια σύγκρουση με τα παλικάρια του οπλαρχηγού Δημήτρη Χαραλαμπίδη, μετέφεραν τους νεκρούς στην Αμισό και τους άφησαν στον αυλόγυρο της ελληνικής εκκλησίας Αγίας Τριάδας, μέσα σε φέρετρα στολισμένα με κόκκινες και πράσινες σημαίες, τυλιγμένα σε μαύρα κρέπια. Εκεί μαζευτήκανε πολύς τούρκικος όχλος κι οι ρήτορες έβγαζαν λόγους φαρμακερούς, ονόμαζαν τους νεκρούς “γαζήδες” -νικητές- κι ύστερα με μεγάλη πομπή, μαύρες σημαίες και παράταξη στρατού, περιφέραν τα φέρετρα στην ελληνική και τουρκική συνοικία ενώ ακουόντουσαν θρήνοι, φωνές και κατάρες του όχλου κατά των γκιαούρηδων…

Απ’ τον Γενάρη του 1921 -μας λέει ο Γαβριηλίδης- άρχισαν οι συλλήψεις μέσα στην πόλη της Αμισού.

Τις συλλήψεις ακολούθησαν γρήγορα οι φόνοι.

Αλλά γρήγορα αρχίζει η διαδικασία της συστηματικότερης κι ομαδικής εξόντωσης. “Αποφράδαν ημέραν” χαρακτηρίζει ο Γαβριηλίδης την 3 Ιουνίου 1921 και ιστορεί: “Περί ώρα 9 π.μ. περικυκλούται υπό αστυνομικών η ελληνική συνοικία, η αγορά, το Πεζεστένιον, κέντρο των καπνεμπόρων, τα γραφεία και τα εργοστάσια του Μονοπωλίου Καπνών, συλλαμβάνονται υπέρ τους 1.300 ομογενείς, από 13-70 ετών, και παρακολουθούμενοι υπό αστυνομικών, χωροφυλάκων, στρατιωτών και πεζοναυτών, οδηγούνται καθ’ ομάδας εις το Διοικητήριον”.
Γίνεται κάποιο ξεκαθάρισμα στις ηλικίες κι ύστερα: “Την …4ην Ιουνίου αποστέλλονται εις το σφαγείο του Καβάκ, 64 χιλιόμετρα απέχον της Αμισού. Παρά δε την οικίαν του Πεκίρ πασά γίνεται η ανάγνωσις των ονομάτων, χωρίζονται οι πλουσιώτεροι και όλοι οι υπάλληλοι του Μονοπωλίου των Καπνών, και ούτω παρέρχεται η ώρα επί τω σκοπώ όπως εν των μεταξύ ειδοποιηθούν και ετοιμασθούν οι εντόπιοι Τούρκοι χωρικοί και παρουσιασθούν φέροντες μεθ’ εαυτών μαχαίρας, πέλεκεις και ό,τι άλλα όπλα είχον. Δοθέντος δε του συνθήματος διά πυροβολισμού περί την 11ην ώραν της νυκτός, άρχεται ο τυφεκισμός και η σφαγή. Φονεύονται περί τους 700, διασωθέντων μόνον περίπου 300, οίτινες εκρύβησαν εις διάφορα σκοτεινά μέρη και κάτω από τα πτώματα των νεκρών.

Οκτώ ακόμα τέτοιες αποστολές -”καφιλέ”- θα ακολουθήσουν, πότε με λιγότερους και πότε με περισσότερους.

Στις 12 Ιουνίου ξεκινά άλλη αποστολή, που φτάνοντας στην Κάβζα, χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο, με 351 άντρες στέλνεται προς την Αμάσεια και το δεύτερο με 229 νέους προς το Τσορούμ. Στον δρόμο μαζεύουν κι άλλους 397 κι όλους μαζί τους τραβούν και τους κλείνουν στους στρατώνες κι από κει στις 3 Ιουλίου δίνεται διαταγή να ξεκινήσουν κι αρχίζουν την πορεία προς το Σογγουρλού με συνοδεία 200 ενόπλων: “…Αλλ’ όταν απεμακρύνθησαν εις τετράωρον απόστασιν και έφθασαν εις μίαν περιβόητον κοιλάδα, γνωστήν με το χαρακτηριστικό όνομα “κοιλάδα του διαβόλου” -σεϊτάν δερεσί- εκεί έδεσαν αυτούς οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν και του Γιουσούφ τσαούς ανά τέσσαρας και τους κατεκρεούργησαν, τα δε σώματα αυτών, αφού εσκύλευσαν, κατ’ αφήγησιν αυτοπτών Κούρδων, άφησαν άταφα, διά να γίνουν βορά των κυνών και των ορνέων”.

Στις 11 Αυγούστου ακολουθεί η έκτη αποστολή, όπου περιλαμβάνεται κι ο συγγραφέας που μας ιστορεί τα γεγονότα. Καθώς είχαν εξοντωθεί στο μεταξύ όλοι οι νέοι, στην αποστολή τούτη μαζεύτηκαν 262 άντρες ηλικίας 50-60 χρόνων και ξεκίνησαν με 50 ένοπλους χωροφύλακες και τον διοικητή τους Κιαμίλ βέη. Ο τελευταίος αυτός, αφού πληρώθηκε καλά, φέρθηκε τίμια απέναντι στους εξόριστους και τους προστάτεψε πολλές φορές από τους Τούρκους των χωριών και τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, που συναντούσανε στον δρόμο: “Την 16ην Αυγούστου, συνενωθέντες μετώ των έξωθεν της Αμασείας συνηθροισμένων 148 γυναικοπαίδων του χωριού Κιοπρού, εν συνόλω 410 άτομα, υπό την επίβλεψιν του Σηρρή, προσωρινού επιθεωρητού της αποστολής – ο Κιαμίλ βέης είχε γυρίσει στην Αμισό- ανεχωρήσαμε και το εσπέρας εφθάσαμε εις τα χάνια Ιννέ παζάρ και κατελύσαμεν επί των κόπρων. Την επιούσαν, αναχωρήσαντες, εφθάσαμεν εις Τιουρχάλ και εσταματήσαμεν προ του Διοικητηρίου, όλοι εις ελεεινή κατάστασιν, και αγνώριστοι. Οικτροτέραν όψιν παρουσίαζον τα γυναικόπαιδα, γυμνά, ασθενικά, με τα κλαυθμυρίζοντα βρέφη επί της ραχέως των μητέρων, που επροχωρούσαν κλονιζόμεναι”.
Εδώ μεσολαβεί πάλι ένας αγαθός Τούρκος ιεροδικαστής, Χατζή Σουλεϊμάν, που έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει με παρήγορα λόγια, τρόφιμα και καταλύματα το πλήθος των εξορίστων, κι ύστερα συνεχίζεται η ατελείωτη μαρτυρική πορεία.

“Εις των Μαλάτειαν συνηντήσαμεν με έκπληξιν και βαθείαν συγκίνησιν τους νέους Αμισηνούς, λείψανα και σκελετούς της τρίτης αποστολής. Φίλοι, συγγενείς και οικείοι αλληλοασπάζονται. Δάκρυα θερμά καταβρέχουν τας παρειάς όλων και ερωτήσεις διασταυρώνονται, λεπτομέρειαι και διασαφήσεις των τραγικών σκηνών, Καβάκ, Τσουμπούς, που προκαλούν την φρίκην και την οδύνην…”
Κι ακολουθούν άλλες δυο αποστολές: “Την 15ην Σεπτεμβρίου έφτασαν από την Αμισόν και αι αποστολαί εβδόμη και ογδόη, συνηνωμέναι και αποτελούμεναι εκ 39 ανδρών, ηλικίας άνω των 50 ετών και 450 γυναικοπαίδων. Τούτων οι άνδρες διά δωροδοκίας εκρατήθησαν εν Μαλατεία, τα δε γυναικόπαιδα απεστάλησαν εις τα ενδότερα. Πλείσται εκ των γυναικών και όλα σχεδόν τα παιδιά εξηφανίσθησαν εκ πείνης και νόσου”.

από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά “ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Εκδόσεις Μ. Ψαθά.

 

Σχολιάστε