κγ) ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ Ι : χαρούμενος είναι μόνο ο ελεύθερος

Μετά από σχεδόν ένα χρόνο σιωπής ήρθε ο καιρός να ξαναρχίσουμε τις αναρτήσεις. Θέμα μας το ρεμπέτικο τραγούδι.

Πρόγονοι των ρεμπέτικων τραγουδιών ήταν τα λεγόμενα «μουρμούρικα», που γεννήθηκαν στις φυλακές. Με τα μουρμούρικα τραγούδια οι φυλακισμένοι τραγουδούσαν τα βάσανα και τους καημούς τους. Τα τραγούδια αυτά γρήγορα έγιναν δημοφιλή στους μάγκες και τα κουτσαβάκια της εποχής αλλά και στους ανθρώπους των χαμηλότερων οικονομικά τάξεων.

Μέσα από αυτά τα τραγούδια ξεπήδησαν τα πρώτα ρεμπέτικα, τα οποία δεν είχαν επώνυμο δημιουργό. Ηχογραφήθηκαν από το 1906 ως το 1930, τα περισσότερα στην Αμερική και λιγότερα στην Ελλάδα.

Στα 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή και τον ερχομό των προσφύγων τα ρεμπέτικα μπολιάστηκαν με την μικρασιατική μουσική παράδοση για να έρθει στη δεκαετία του 1930 ο Μάρκος Βαμβακάρης και οι υπόλοιποι ρεμπέτες που με τις ηχογραφήσεις τους σφράγισαν και διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι.

ΠΗΓΕΣ:

Βικιπαίδεια: Ρεμπέτικα

Σκίντσας Γιώργος: Ρεμπέτες και χασίς στην Πειραϊκή και στη σκηνή

Πάνος Σαββόπουλος: Τα «εκ συρραφής» ρεμπέτικα


Τα παιδιά της γειτονιάς σου (Νέα Υόρκη, 1926)
Παραδοσιακό τραγούδι της Σμύρνης
Μαρία Παπαγκίκα
Η ανάρτηση στο youtube έγινε από το ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΜΑΝΕΔΕΣ


Κώστας Δούσας «Ο παραπονιάρης» (ΗΠΑ, 1931)
(Προσέξτε την κιθάρα στην εισαγωγή)
Το τραγούδι ανάρτησε στο youtube ο pankonstantopoulos

Ο Γιώργος Μπάτης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία 10 και παραπάνω χρόνια λόγω συγκυριών της εποχής (βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ παγκόσμιος, Μικρασιατική εκστρατεία). Στις στρατιωτικές φυλακές, όπου τον έκλειναν συχνά γιατί λιποτακτούσε, έμαθε να παίζει μπαγλαμά.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 άνοιξε χοροδιδασκαλείο με το όνομα «Κάρμεν», έστω και αν δεν είχε ιδέα από χορό. Παράλληλα ασκούσε τα επαγγέλματα του μικροπωλητή, ενεχυροδανειστή, παλαιοπώλη και πωλητή αυτοσχέδιων φαρμάκων κατά του πονόδοντου ή των κάλων.

Στα 1931 ο Μπάτης άνοιξε καφενείο στα λεμονάδικα του Καραϊσκάκη, το «Ζωρζ Μπατέ» το οποίο αποτέλεσε λίκνο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Εκεί σύχναζαν πολλοί νέοι που ήθελαν να μάθουν μπουζούκι, αλλά και όλοι οι μάγκες της εποχής. Λέγεται ότι σύχναζε και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης.

Στα 1933 έκανε τις πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα. Σε μια από αυτές τις ηχογραφήσεις, για τα τραγούδια «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα» και «Μάγκες καραβοτσακισμένοι», και ενώ είχαν γίνει οι πρόβες και όλα ήταν έτοιμα για ηχογράφηση, ο Μπάτης πήγε να κάνει μια τζούρα. Όταν όμως γύρισε, λόγω της μαστούρας του, δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει. Έτσι τη θέση του, στον ρόλο του τραγουδιστή, πήρε ο Στράτος Παγιουμτζής που ως τότε δεν είχε ξανατραγουδήσει σε δίσκο. Ειδικά σε αυτά τα δύο τραγούδια, ο Παγιουμτζής τραγούδησε σε ψιλές νότες, μιμούμενος τη φωνή του Μπάτη.

Στα 1934 ο Μπάτης δημιούργησε την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία με το όνομα: «Η Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς». Μαζί του ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς.

Στα 1937, αρνούμενος να υποκύψει στη λογοκρισία του Μεταξά, σταμάτησε να ηχογραφεί, έχοντας προλάβει να ηχογραφήσει μόλις 17 τραγούδια. Την ίδια χρονιά έκλεισαν και το καφενείο του.

Ο Μπάτης πέθανε το 1967, σε ηλικία 82 ετών. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του τριγυρνούσε σε καφενεία και ταβέρνες του Πειραιά παίζοντας στις παρέες παλιά ρεμπέτικα. Κηδεύτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, μαζί με τον αγαπημένο του μπαγλαμά.


«Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»
Σύνθεση, στίχοι: Γιώργος Μπάτης
Τραγουδάει (μάλλον) ο Στράτος Παγιουμτζής

(Στο τραγούδι αναφέρεται η σπηλιά του Δράκου, στην οποία πήγαιναν οι ρεμπέτες για να φουμάρουν με την ησυχία τους, μακριά από τους αστυνομικούς).

Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα
και στη σπηλιά του Δράκου βγήκα
Βλέπω τρεις μαστουρωμένοι
βρε και στην άμμο μωρέ ξαπλωμένοι

Ήταν ο Μπάτης βρε κι ο Αρτέμης
μωρέ και ο Στράτος βρε ο Τεμπέλης
Βρε συ Στράτο ντε βρε συ Στράτο
βρε σιάξε ναργιλέ αφράτο

Να φουμάρει βρε το Μπατάκι
βρε που ‘ναι χρόνια βρε ντερβισάκι
Να φουμάρει βρε κι ο Αρτέμης
ντε όπου πάει μωρέ και μας φέρνει

Μας στέλνει μαύρο από την Πόλη
βρε και μαστούρια είμαστε όλοι
Τουμπεκί απ’ την Περσία
ντε πίνει ο μάγκας με ησυχία

 ΠΗΓΕΣ

https://remvazo.wordpress.com/

http://www.sansimera.gr/biographies/353

Βικιπαίδεια: Γ. Μπάτης

http://www.koutouzis.gr/mpatis.htm

http://grekamag.gr/13036/

http://videosmusicview.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html

http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?t=17994

http://rebetikotragoudi.blogspot.gr/2010/11/blog-post_18.html

Ο Μπάτης ντυνόταν πάντα «στην πέννα» φορώντας άσπρο πουκάμισο, μαύρο κοστούμι, καβουράκι, παπιγιόν, μυτερά και ψηλοτάκουνα στιβάλια και κρατούσε στα χέρια του ένα μπαστούνι.
Αξέχαστες έμειναν οι πλάκες που σκάρωνε και οι χιουμοριστικές ιστορίες που του άρεσε να διηγείται. Σε μια από αυτές ένας γνωστός του, Κρητικός, του εκμυστηρεύτηκε πως είχε στον στάβλο του ένα πολύ άγριο πουλάρι που δεν μπορούσε να το πλησιάσει άνθρωπος. Ο Μπάτης του υποσχέθηκε πως την επόμενη θα κάνει βόλτα με το πουλάρι. Ο Κρητικός ενθουσιάστηκε και μάλιστα του υποσχέθηκε να του δώσει ένα χιλιάρικο αν τα κατάφερνε.
Πράγματι την επόμενη ο Μπάτης εμφανίστηκε καβάλα στο πουλάρι, τσεπώνοντας παράλληλα το χιλιάρικο που του είχε υποσχεθεί ο Κρητικός. Για να τα καταφέρει όμως είχε ρίξει από το παράθυρο του στάβλου μια τσίκα χασίσι και το πουλάρι είχε μαστουριάσει. Εννοείται πως όταν πέρασε η επίδραση της μαστούρας το πουλάρι ξαναέγινε άγριο και έτσι ο Μπάτης αναγκάστηκε να επιστρέψει το χιλιάρικο στον Κρητικό. Από τότε έγιναν αδελφικοί φίλοι.
Το παραπάνω ανέκδοτο περιέχεται στη «Ρεμπέτικη Ανθολογία» του Τάσου Σχορέλη
από το http://grekamag.gr/13036/


Ο Μπουφετζής
Σύνθεση, Στίχοι: Γ. Μπάτης
(Η μελωδία αυτού του τραγουδιού προέρχεται από το αμερικάνικο τραγούδι «How dry i am» που μάλλον άκουσε ο Μπάτης να το τραγουδάνε Άγγλοι ή Αμερικάνοι ναύτες στον Πειραιά.)

Θέλω να γίνω μπουφετζής
σε τούρκικους τεκέδες,
Να ΄ρχούνται οι χανούμισσες
να πίνουν αργιλέδες

Και όταν μπαίνω στον τεκέ
βλέπω τρία μεράκια,
Τρείς κοπέλες έμορφες
να πίνουν τσιμπουκάκια

Η μια βαστάει τον αργιλέ
κι η άλλη τον πατάει,
Κι η τρίτη η μικρότερη
γυρεύει να φουμάρει

Η μια παίζει τον μπαγλαμά
κι άλλη το μπουζούκι,
Κι η τρίτη η μικρότερη
τρελή στο μαστουρλούκι.

Άλλη χιουμοριστική ιστορία με ήρωα τον Γιώργο Μπάτη είναι η ακόλουθη:

Ο Μπάτης είχε, ως γνωστόν, ανοίξει καφενείο – τεκέ στα Λεμονάδικα. Η μπροστά όψη του μαγαζιού, ήταν ένα συνηθισμένο καφενείο, το οποίο όμως, χωριζόταν με τοίχο από τον τεκέ που υπήρχε στο πίσω μέρος του. Ο Μπάτης, θέλοντας να επιβλέπει τον καφενέ,  είχε ανοίξει μια τρύπα στον τοίχο και είχε περάσει το μαρκούτσι του αργιλέ του, ώστε να μπορεί να τραβάει τις τζούρες του, ενώ αν παρουσιαζόταν κίνδυνος, ο σωλήνας του αργιλέ, τραβιόταν μέσω της τρύπας, από την άλλη πλευρά του τοίχου, από κάποιον που ο Μπάτης έβαζε να να έχει το νου του.

Μια μέρα, ο Μπάτης καθόταν στη συνηθισμένη του θέση. Τραβάει μια γερή τζούρα και εκείνη τη στιγμή, μπαίνει ξάφνου στο καφενείο ένας αστυνομικός! Ο τύπος από την άλλη μεριά του τοίχου, το πήρε χαμπάρι,τραβάει γρήγορα το μαρκούτσι, και ο Μπάτης μένει με τα χέρια άδεια, και τον καπνό στα πλεμόνια του. Ο αστυνομικός όμως, δεν είχε δει ότι ο Μπάτης είχε πάρει τζούρα. Και όπως βλέπει τον Μπάτη με τα μάτια γουρλωμένα και τα μάγουλα φουσκωμένα, σχεδόν σκασμένο από τον καπνό, τον ρωτάει ξαφνιασμένος: «Κύριε Γιώργο, είστε άρρωστος; Δεν φαίνεστε καλά.». Τότε ο Μπάτης, βγάζει τον καπνό και λέει του αστυνομικού: «Τώρα τελευταία, σπουδάζω φακίρης». «Συγχαρητήρια κύριε Γιώργο! μια χαρά τα πάς!» του απάντησε ο έκπληκτος αστυνομικός.

 από το https://remvazo.wordpress.com/


Σύνθεση, στίχοι: Γιώργος Μπάτης

Ήρθαν μπάτσοι βρε και μας πήραν

και στου Συγγρού καλέ μας πήγαν

βρε και υπόδικους μας ρίξαν

μωρ’ και στην φυλακή μας κλείσαν

Βρε αστυνόμε και ειρηνοδίκη

βρέ βγάλε γρήγορα τη δίκη

Θα ‘ρθούνε μπάτσοι να ορκιστούνε

και ψέματα να μη σας πούνε

Μπάτσοι και χωροφυλάκοι

και μας χαλάσαν βρε το τσαρδάκι

ρε από πίσω απ’ τη στρατώνα

βρε καλοκαίρι βρε και χειμώνα

κι όλοι οι μάγκες εσκορπιστήκαν

ρε και κανέναν ρε δεν αφήσαν

(ωπα γειά σας μάγκες)

Τα τραγούδια ανάρτησε στο youtube ο pankonstantopoulos

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης θυμάται το ξεκίνημα της «χρυσής εποχής» του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Τον Μάρκο Βαμβακάρη τον εγνώρισα το 1931 με 32 στου Μπάτη το μαγαζί. Το είχε κάποτε εκεί χοροδιδασκαλείο και καφενείο. Εκεί ερχότανε τότες ο Μάρκος από τα σφαγεία. Ήτανε σφάχτης. Ήτανε ένα παλικάρι λιανό, ψηλό, με μουστάκι πάντα αλά Χίτλερ. Και ερχόταν εκεί πέρα και μόλις έβλεπε τον Μπάτη, βγάζαν τα μπουζούκια, ο Μπάτης μαζί με τον Μάρκο, με τον Ανέστη τον Δελιά, με τον Ηλία τον Καμπανάο, με τον Σκλίβανο τον Νίκο και με πολλούς άλλους. Επαίζανε εκεί πέρα και αυτοσχεδιάζανε. Τότες ο Μάρκος δεν είχε βγάλει ούτε πλάκες σε γραμμόφωνο ούτε τίποτα και ούτε είχε αρχίσει να πηγαίνει σε πάλκα και τέτοια. Παίζανε για τον εαυτό τους. Πίνανε τον καφέ και παίζανε μπουζούκι.
Θυμάμαι μια περίπτωση, που ήρθε η Ασφάλεια. Και μπαίνοντας μέσα βλέπουνε τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες του μπαρμπα-Γιώργου του Μπάτη, γιατί ο Μπάτης τότες ήταν 40 χρονών.
Και τον εβάλανε τον γερο-Μπάτη με μια χειράμαξα και κατέβασε όλα τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες από πάνω και τα έβαλαν στη χειράμαξα και βάλαν τον Μπάτη από μπροστά και τον Μάρκο από πίσω και σπρώχνανε και τα πήγανε στην Ασφάλεια. Και τους τα δώκανε μετά από 10-15 μέρες… του γερο-Μπάτη… Γιατί ήταν απαγορευμένα.


Μ. Βαμβακάρης: Νόστιμο τρελό μικρό μου (1938)

Το τραγούδι αναρτήθηκε στο youtube από τον pankonstantopoulos

Κάνω τη τσάρκα μου, περνώ, για σε μικρό μελαχρινό
από τη γειτονιά σου
για τα γλυκά τα μάτια σου
και για την εμορφιά σου
Νόστιμο μικρό τρελό μου, μάγκικο μελαχρινό μου

Γιατί δε βγαίνεις να σε δω, που ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ
κρυφά από τη μαμά σου
μελαχρινό με τρέλανες
με τη γλυκιά ματιά σου
με τρέλανες μελαχρινό
με τη γλυκιά ματιά σου
Μάγκικο τρελό μικρό μου, κορμί μελαχρινό μου

Ένα γλυκό φιλάκι σου βγάλε απ’ το στοματάκι σου
μη θες να με παιδεύεις
Εσύ για μένα είσαι γιατρός
Εσύ θα με γιατρέψεις
Νόστιμο μικρό τρελό μου, μάγκικο μελαχρινό μου

Κάποιος φίλος, Παναγιώτης, ήταν στου Σαραντόπουλου, γκαρσόνι. Και έρχεται μια μέρα στου γερο-Μπάτη το μαγαζί, ήθελε τον Μάρκο, λέει τι να τον κάνεις τον Μάρκο, λέει να κάνουμε ένα πάλκο στου Σαραντόπουλου. Λέει μες στην Κρεμμυδαρού θα βάλουμε μπουζούκια; Ναι, θα βάλουμε μπουζούκια κι ό,τι γίνει. Και παίρνουνε τον Μπάτη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ανέστη Δελιά και πάνε στου Σαραντόπουλου και βάζουν ένα πάλκο… και μαζεύτηκε όλος ο Περαίας εκεί. Πολλή δουλειά. Γιόμιζε κάθε βράδυ το μαγαζί από κόσμο… Το αγάπαγε τόσο πολύ ο κόσμος το μπουζούκι.

Μετά πέσανε κάτι καταστηματάρχηδες πιο νταήδες και μάλωσε ο Κερετζάκης με τον Σαραντόπουλο και του παίρνει τον Μάρκο και τον πάει στην Ανάσταση, που ‘χε ο Κερατζάκης ένα μαγαζί. Και βάζουν εκεί μπουζούκια. Εκεί έγινε πανζουρλισμός. Πολύς κόσμος. Κάθε βράδυ. Ο Μάρκος ήτανε νούμερο ένα στο ρεμπέτικο με το μπουζούκι. Δεν υπάρχει άλλος.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ
σε συνέντευξή του


Μικρούλα Πειραιώτισσα (1938)
Σύνθεση: Μ. Γενίτσαρης
Στίχοι: Δ. Σέμσης
Τραγούδι: Στράτος Παγιουμτζής, Στελλάκης Περπινιάδης

Στον Πειραιά που κατοικώ
από μικρό παιδάκι
μια κούκλα με σγουρά μαλλιά
με πότισε φαρμάκι.

Κάθε βραδάκι διάβαινα
από τη γειτονιά της
και μ’ έκανε να τρελαθώ
με τα καμώματά της.

Ξανθιά μου Πειραιώτισσα
μάζεψε τα μυαλά σου
γιατί θα γίνει φονικό
και θα ‘βρεις το μπελά σου

Οι πληροφορίες για τη σημερινή ανάρτηση έχουν αντληθεί από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Βλησίδη «Όψεις του ρεμπέτικου».

Το πρώτο επικριτικό άρθρο εναντίον των ρεμπέτικων γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1931 στο περιοδικό Μουσική Ζωή από την μουσικοκριτικό Σοφία Σπανούδη, η οποία διατύπωσε την άποψη ότι τα τραγούδια αυτά διαφθείρουν τα μουσικά ήθη του ελληνικού λαού.

Ένα χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1932, ο Κώστας Αθάνατος, καταγγέλλει όχι μόνο την ελεύθερη κυκλοφορία του χασίς αλλά και τη «μεγαλόφωνη εξύμνησή του» μέσω των χασικλίδικων τραγουδιών.

Τον Ιούλιο του 1933 δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ πρωτοσέλιδο επικριτικό άρθρο κατά του αμανέ ο οποίος «μεταβάλλει την ταβέρνα εις προθάλαμον φυλακής».

Μετά την απαγόρευση των αμανέδων στην Τουρκία από τον Κεμάλ η εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ, τον Νοέμβριο του 1934, γράφει ειρωνικά ότι τώρα πια αμανέδες «θα ακούουν μόνο οι Έλληνες εις τους προσφυγικούς συνοικισμούς».

Τον Ιανουάριο του 1935 στην ίδια εφημερίδα καταγγέλλεται η πληθωρική παρουσία δίσκων με «αποτρόπαια ανατολίτικα τραγούδια» σε σχέση με την ανυπαρξία δίσκων ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.

Πιο μετριοπαθής η εφημερίδα ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ κάνει, τον Φεβρουάριο του 1935, διαχωρισμό μεταξύ χασικλίδικων τραγουδιών (αναφέρονται ως τραγούδια που προκαλούν αηδία) και «σερέτικων», προς τα οποία η εφημερίδα διάκειται ευμενώς. Ως παράδειγμα καλού τραγουδιού αναφέρονται οι Λαχανάδες του Παπάζογλου.

Τον Μάιο του 1935, στην εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ, ο Σωτήρης Σκίπης εκφράζει την πικρία του για το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία του λαού αρέσκεται «στον αμανέ ή σε κανένα ντερμπεντέρικο τραγούδι της φυλακής».

Υπήρξαν όμως και ενστάσεις σε όλο αυτό το καταγγελτικό ύφος.

Τον Νοέμβριο του 1934 ο Μανώλης Καλομοίρης, συμμετέχοντας στον διάλογο που είχε ανοίξει στα Αθηναϊκά Νέα ο Παύλος Παλαιολόγος, δηλώνει ότι δεν κινδυνεύει η Ελλάδα από την ανατολίτικη μουσική, η οποία ενδέχεται να κατάγεται από την αρχαία και βυζαντινή μουσική, ενώ θεωρεί πως είναι προτιμότερος ο αμανές από το ταγκό και τα φοξ τροτ.
Στον ίδιο διάλογο ο μουσικολόγος Κωνσταντίνος Ψάχος γράφει πως ο αμανές έχει αρχαιοελληνική καταγωγή.
Τέλος ο Δημήτρης Μητρόπουλος, αν και δηλώνει πως αντιπαθεί τον αμανέ δεν τον βρίσκει επικίνδυνο για τη μουσική μας, όχι πάντως περισσότερο επικίνδυνο από την τζαζ.

οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του ΚΩΣΤΑ ΒΛΗΣΙΔΗ
ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ
Εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ


Λαχανάδες (Κάτω στα λεμονάδικα)
Περίφημο τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου.

Η πρώτη ηχογράφηση έγινε με την Κατίνα Χωματιανού. Στη συνέχεια το ηχογράφησαν και άλλοι καλλιτέχνες. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση έγινε το 1935 στη Νέα Υόρκη από την ορχήστρα ΤΑ ΠΟΛΙΤΑΚΙΑ. Τραγουδάει ο Σπύρος Περιστέρης.

Λαχανάδες ήταν οι πορτοφολάδες. Λάχανα δεν είναι τα πορτοφόλια (αυτά τα έλεγαν παντόφλες), αλλά τα προπολεμικά χαρτονομίσματα που είχαν το χρώμα της λαχανίδας.


Μπαγλαμάδες (Στους απάνω μαχαλάδες)
(αν σας θυμίζει κάποιο τραγούδι είναι το «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια» του Χρηστάκη).

Τραγούδι από την περίοδο των ανώνυμων δημιουργών.
Η συγκεκριμένη ηχογράφηση έγινε το 1928 στις ΗΠΑ.
Τραγουδάει η Μαρία Παπαγκίκα.

Στους απάνω μαχαλάδες στους απάνω μαχαλάδες

στους απάνω μαχαλάδες διώξανε δυο ντερβισάδες

είχανε ναργιλεδάκι και φουμάρανε μαυράκι

παίζαν το μπαγλαμαδάκι για να σπάσουνε μεράκι

γύρω-γύρω μπαγλαμάδες γύρω-γύρω μπαγλαμάδες

γύρω-γύρω μπαγλαμάδες και στη μέση οι ντερβισάδες

και φουμάρουν χασισάκι για να σπάσουνε μεράκι

παίζουν τα μπαγλαμαδάκια και χορεύουν ντερβισάκια

ο λουλάς και το καλάμι ο λουλάς και το καλάμι

ο λουλάς και το καλάμι μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι

ο λουλάς και το νεφέσι μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση

ο λουλάς και το χασίσι μ’ έφεραν σ’ αυτή την κρίση

Και τα δύο σημερινά τραγούδια ανάρτησε στο youtube ο pankonstantopoulos

Μετά την επιβολή της λογοκρισίας από τον Μεταξά, ο Βαγγέλης Παπάζογλου προτίμησε να απέχει από τη δισκογραφία έχοντας προλάβει να ηχογραφήσει 24 τραγούδια.

Η ρήξη του με το καθεστώς προήλθε με αφορμή το τραγούδι του «Μπατίρης» όταν οι λογοκριτές του ζήτησαν στον στίχο «αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω» να αλλάξει το «ελεύθερος» με το «χαρούμενος». Ο Παπάζογλου τους απάντησε ότι χαρούμενος είναι μόνο ο ελεύθερος.

Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα σταμάτησε και τις εμφανίσεις του στο πάλκο μη θέλοντας να παίζει μπροστά σε «φχαριστημένους και μαυραγορίτες». «Τα πουλιά δεν κελαηδούν άμα νυχτώσει» έλεγε. Μάλιστα άλλαξε επάγγελμα, έγινε παλιατζής, χαρίζοντας ανέκδοτα τραγούδια του σε φίλους και συναδέλφους μουσικούς.

Η σύζυγος του, η Αγγέλα Παπάζογλου, έλεγε πως αρκετοί μουσικοί έβγαλαν χρήματα αργότερα ηχογραφώντας τραγούδια του άντρα της.


Καλογριά (1937)
Σύνθεση, στίχοι: Βαγγέλης Παπάζογλου
Τραγούδι: Ρίτα Αμπατζή
Τι μελωδία, τι λόγια, τι ερμηνεία!

Θα πάω να βρω ηγούμενη να μοιάζει σαν κι εμένα
να κλαίγω γω για κείνηνε και κείνη για τα μένα.

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου στάθηκε αντίθετος και σε μια ακόμη «συνήθεια» των συνθετών της εποχής: Όταν ένα τραγούδι γνώριζε μεγάλη επιτυχία, πολύ γρήγορα κυκλοφορούσε και ένα δεύτερο της ίδιας θεματολογίας και με παρόμοιο τίτλο, π.χ «Χήρα» – «Νέα χήρα».

Είναι χαρακτηριστική η στιχομυθία ανάμεσα στο Βαγγέλη Παπάζογλου και τον Κώστα Σκαρβέλη που μεταφέρει η Αγγέλα Παπάζογλου:

-Βαγγελάκη, βλέπεις ότι ο Λαθρέμπορας πορπατάει, γράψε άλλον ένα…

-Εγώ το ξέρεις δε γίνομαι ρεζίλης να ξαναγράψω για το ίδιο πράμα. Να γράψω κι ένα και δυο να σας τα δώσω, αλλά ποτέ στο όνομά μου…

 

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου πέθανε το 1943 από πείνα και φυματίωση.

ΠΗΓΕΣ
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=289556

Βαγγέλης Παπάζογλου

http://taximi.matia.gr/bios/papazoglou.htm

Μπούρμπουνας: Βαγγέλης Παπάζογλου

rebetiko.sealabs.net: Βαγγέλης Παπάζογλου

Πάνος Σαββόπουλος στην εκπομπή της ΕΤ 3 «Ρεμπέτικη Ιστορία».

 


Βαγγέλης Παπάζογλου: Η φωνή του αργιλέ (1935) (Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ)
Κλασικό πλέον τραγούδι.
Τραγουδάει ο Στελλάκης Περπινιάδης

Παίζει ορχήστρα με κιθάρα, βιολί, κανονάκι. Ο Παπάζογλου λόγω της Σμυρνέικης καταγωγής του δε χρησιμοποιούσε ποτέ στις ηχογραφήσεις του μπουζούκι.
Στην αρχή του τραγουδιού ακούγεται ένας διάλογος μεταξύ Παπάζογλου και Περπινιάδη. Πρόκειται για τον μοναδικό αυθεντικό διάλογο μεταξύ μαγκών που έχει διασωθεί καθώς όλοι οι υπόλοιποι διάλογοι που γνωρίζουμε είναι μιμήσεις ηθοποιών.

Το τραγούδι «Η φωνή του αργιλέ» του Παπάζογλου αντιγράφηκε από αρκετούς καλλιτέχνες εδώ, εδώ και εδώ. Όπως έλεγε και η τυφλή Αγγελική Παπάζογλου «καταντήσαμε να ευχαριστούμε αυτούς που δε μας έκλεψαν».

 

Τα δύο τραγούδια του Παπάζογλου ανάρτησε στο youtube o pankonstantopoulos

Σχολιάστε