Κωνσταντίνος Καβάφης

egonopoulos_kavafis

Νίκος Εγγονόπουλος “Καβάφης”

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
ΤΕΙΧΗ (1897)

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε.
CHE FECE… IL GRAN RIFIUTO (1901)

Το έργο των θεών διακόπτομεν εμείς, τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
ΔΙΑΚΟΠΗ (1901)

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ (1904)

Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων. Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά, κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε. Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, η τόλμη κ’  η απόφασίς μας χάνονται. Ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει. Κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
ΤΡΩΕΣ (1905)  

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη τη μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Η ΠΟΛΙΣ (1910)

Άλλα ζητεί η ψυχή σου γι’ άλλα κλαίει, τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε.
Η ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ (1910)

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς.
ΜΑΡΤΙΑΙ ΕΙΔΟΙ (1911)

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ (1913)

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα. Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
ΗΔΟΝΗ (1917)

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ’ ετρέμανε μες στη φωνή – και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ… (1918)

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΟΣ ΚΛΕΑΝΔΡΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΕΝ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ 595 μ. Χ.

Προδότις είναι η Μοίρα
ΚΙΜΩΝ ΛΕΑΡΧΟΥ, 22 ΕΤΩΝ, ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ (ΕΝ ΚΥΡΗΝΗ)

Ο Σον Κόνερι απαγγέλλει την «Ιθάκη» του Καβάφη, υπό τους ήχους της μουσικής του Βαγγέλη Παπαθανασίου:

Ιθάκη

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους .

Πάντα στο νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει.
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρομο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

(1911)

 

Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που ο Καβάφης δημοσίευε τα ποιήματά του:

Ουσιαστικά ποτέ δε δημοσίεψε τα ποιήματά του – με τη συνηθισμένη έννοια της δημοσίευσης. Νέος, αλλά και μεσόκοπος ακόμα, περιόριζε αυστηρά το αναγνωστικό κοινό του, κι επιπλέον παρουσίασε μόνο ένα μικρό δείγμα απ’ όσα είχε δημιουργήσει, όταν έφτασε στην όψιμη ωριμότητά του. Ανάμεσα στα 1891 και τα 1904 δημοσίεψε μόνο έξι ποιήματα από τα εκατόν ογδόντα-τόσα που έγραψε ή ξανάγραψε σ’ αυτό το διάστημα. Οι εκδόσεις αυτές ήταν μονόφυλλα ή φυλλάδια τυπωμένα κατά παραγγελία, για να μοιραστούν αποκλειστικά στους λίγους φίλους και συγγενείς του. Το πρώτο του “τεύχος” το δημοσίεψε στα 1904, σαρανταενός χρονών τότε, μια συλλογή με δεκατέσσερα ποιήματα, ιδιωτικά τυπωμένη σε εκατό αντίτυπα, “ένα είδος δείγμα δωρεάν για όσους θα ‘θελαν να δοκιμάσουν την ποίησή του”. Το τεύχος που ακολούθησε, στα 1910, περιείχε μόνο εικοσιένα από τα διακόσια είκοσι-τόσα ποιήματα που είχε γράψει ως εκείνη την εποχή, πάλι σε έκδοση ιδιωτική και περιορισμένη. Από κει και πέρα, παράλληλα με δημοσιεύσεις σε περιοδικά, χρησιμοποιεί μιαν άλλη μέθοδο για να διαδίδει το έργο του: χοντρούς φακέλους – που βάραιναν όλο και πιο πολύ – με μονόφυλλα και ανάτυπα, ενημερωμένους χρόνο με το χρόνο από το χέρι του Καβάφη, που τους μοίραζε στο επίλεκτο αναγνωστικό του κοινό – κάποιες φορές με μεταγενέστερες αλλαγές, που τις πρόσθετε με το χέρι. Μ’ όλο που το φορτίο των φακέλων αλάφρωνε κάποτε, όταν ο ποιητής αποσπούσε μερικά από τα παλιότερα μονόφυλλα για να ραφτούν σε τετράδια, ο Καβάφης πέθανε χωρίς να δημοσιέψει συλλογή του έργου του και χωρίς ν’ αφήσει σαφείς σχετικές οδηγίες.

από το βιβλίο του EDMUND KEELY “Η ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ” (μετάφραση Τζένη Μαστοράκη) Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

Θερμοπύλες

Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.

(1903)

 

Η διορία του Νέρωνος

Δεν ανησύχησεν ο Νέρων
όταν άκουσε του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται».
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.

Τώρα στη Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξίδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως –
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια…
Των πόλεων της Αχαΐας εσπέρες…
Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων…

Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.

(1918)

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία της Μυρτιώτισσας για τον Καβάφη:

Με παρακάλεσε να καθίσω σ’ ένα χαμηλό κάθισμα που βρισκόταν μπροστά μου, μέσα στο μισοσκότεινο σαλονάκι. Ως είμαι απ’ το φυσικό μου δειλή μπροστά στους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω, εκάθισα και πολύ λίγο του μιλούσα. Αυτό φαίνεται να τον ευχαρίστησε γιατί άρχισε να μου μιλεί περσότερο εκείνος και διέταξε σε λίγο τον αράπη του τον Άχμετ να φέρει ουίσκι και μεζέδες. Σε λίγο συνήθισαν και τα μάτια μου στο λίγο φως της κάμαρας και μπόρεσα να τον κοιτάξω προσεχτικά καθώς μιλούσε πίνοντας. Είναι αδύνατος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά, πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη είναι τα μάτια του, τα δυο παμμέγιστα, παράξενα, αινιγματικά του μάτια. Δυο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε θα τα ιδεί σ’ άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν είναι μάτια σημερινού ανθρώπου. Είναι μάτια που έρχονται από πολύ μακριά, από τα βάθη των αιώνων, και κρατούνε μέσα τους το μυστήριο μιας άλλης ζωής άγνωστης σ’ εμάς. Η φωνή του, όσο την άκουγα, μου φαίνονταν κι αυτή σα να ερχότανε από μακριά, και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνιά, και μιλούσε για τέχνη -σ’ εμάς; ή στον εαυτό του;- έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ’ άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τ’ ακούς και να το βλέπεις από μακριά, και να μη παραξενευτείς καθόλου αν άξαφνα το δεις να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει. Η ομιλία του είναι γοητευτική. Τα πιο γνωστά πράγματα ξέρει να στα παρουσιάζει σαν καινούρια, έτσι καθώς τα ντύνει με της τέχνης του την ωραιότητα. Στα πάντα βάζει τη σφραγίδα του, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα παλιά αγάλματα, τα σπάνια βάζα, το κάθε τι που τον τριγυρίζει είναι αρμονισμένο με τη φυσιογνωμία της Τέχνης του.

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
αντιγραφή από την ιστοσελίδα
http://www.geocities.com/theomyrtia/mirtiotissa.html 

Ας φρόντιζαν (απόσπασμα)

(…)

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

 Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

 Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

 Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

 (1930)

ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ
Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισι.
Σε μια γωνιά του καπηλειού
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούνταν, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.

Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.

Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν – πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.

Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα
γρήγορο σάρκας γύμνωμα – που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.

(1918)

Για τη γειτονιά που έμενε ο Καβάφης πολλά έχουν γραφτεί.

“Το ξέρω πως δεν είναι ωραία εδώ που μένω” μου είπε, “γι’ αυτό ζω κλεισμένος σ’ αυτό το σπίτι, μόνος με τα βιβλία μου. Δεν είμαι όμως ακόμα τέλειος ερημίτης. Σα βραδιάζει μ’ αρέσει ν’ ακούω την πόρτα μου να χτυπά. Είναι μια αδυναμία που πρέπει να την υπερνικήσω”.

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ

 

Ο Καβάφης έμενε στην οδό Rue Lepsius:

Από εκεί ξεκινούσαν στενά σοκάκια γεμάτα μπορντέλα, κάπως πιο αστικά και ευυπόληπτα (με πόρνες Γαλλίδες τις περισσότερες) από κείνα του Quartier Attarine. (…) Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την ποίηση του Καβάφη, δε θα βρουν τίποτε αταίριαστο στην απόφασή του να μετακομίσει σε τέτοια γειτονιά, ούτε θα πιστέψουν πως έμεινε μόνο και μόνο επειδή τον βόλευε (εκεί κοντά ήταν το γραφείο του, το ελληνικό πατριαρχείο, το νοσοκομείο, καθώς και μερικά από τ’ αγαπημένα του καφενεία), ή για το χαμηλό νοίκι – ιδιαίτερα αφού συνέχισε να μένει ακόμα κι όταν το ισόγειο του κτιρίου άρχισε να στεγάζει πόρνες, που είχαν ξεθαρρέψει και χαιρετούσαν τον ίδιο και τους επισκέπτες του, κάθε που πλησίαζαν την είσοδο. Λένε πως ο Καβάφης είπε κάποτε για τις κακόφημες γειτόνισσές του: “Ταις καϋμέναις, είναι να ταις λυπάται κανείς ταις καϋμέναις. Δέχονται κάτι σιχαμερούς ανθρώπους, κάτι τέρατα, αλλά δέχονται και κάτι αγγέλους, κάτι αγγέλους!” (…) Έμεινε εκεί τα τελευταία είκοσι έξι χρόνια της ζωής του, και μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι το έκανε επειδή ανακάλυψε πως η περιοχή του ταίριαζε. “Πού αλλού θα βρισκόμουν καλύτερα”, είπε κάποτε, “παρά ανάμεσα στα τρία κέντρα της ύπαρξης. Τα σπίτια της αμαρτίας, την εκκλησία που συγχωρεί και το νοσοκομείο που πεθαίνεις…”

από το βιβλίο του EDMUND KEELY “Η ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ” (μετάφραση Τζένη Μαστοράκη) Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82+%CE%9A%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%9A_+%CE%A0_+%CE%9A%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%86%CE%B7%CF%82,+1921

Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957) “Καβάφης”

Απολείπειν ο θεός Αντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μη πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

(1911)

 

Το 1933, 22 χρόνια αργότερα, ο Καβάφης αποχαιρετούσε με αξιοπρέπεια την Αλεξάνδρεια που έχανε. Για τις τελευταίες ώρες του, πριν μεταφερθεί στο νοσοκομείο, η Ρίκα Σεγκοπούλου σημειώνει:

Φέραμε μια μικρή βαλίτσα για να πάρει μαζί του μερικά χαρτιά και μερικά ρουχικά που ήθελε. Σαν είδε αυτή την βαλίτσα τον πήραν τα κλάματα. Προσπαθούσαμε να τον ησυχάσουμε, τη σπαρακτική αυτή στιγμή που άφηνε το σπίτι του για πάντα. Πήρε το μπλοκ και μας έγραψε: “Αυτή τη βαλίτσα την αγόρασα πριν τριάντα χρόνια, ένα βράδυ βιαστικά για να πάω στο Κάιρο, για διασκέδαση. Τότες ήμουν υγιής, νέος και όχι άσχημος”. Η Σεγκοπούλου του έφερε αιφνιδιαστικά τον Πατριάρχη για να τον κοινωνήσει. Όταν του το ανήγγειλαν, ο Καβάφης που δεν το ζήτησε, αρνήθηκε, θύμωσε, επέμενε, αλλά στο τέλος υπέκυψε στους γύρω του ή μάλλον στην ιδέα πως θα ήταν άτοπο, καθόλου “καθωσπρέπει” να μη δεχτεί έναν Πατριάρχη της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας. Όταν ο Πατριάρχης μπήκε στο δωμάτιο του αρρώστου, βρήκε έναν Καβάφη καθιστό, κατανυκτικό, μ’ ένα πρόσωπο σοβαρό και πρόθυμο να εκτελέσει όλους τους τύπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Ι.Α. Σαρεγιάννης). 

από το βιβλίο “Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΝ ΟΛΩ” Εκδόσεις ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ 

Εν
Σπάρτη

Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε —

δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει

προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος

για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί κι αυτή

εις Aίγυπτον και να φυλάττεται·

λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.

Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει· κι όλο δίσταζε.

Κι όλο άρχιζε να λέγει· κι όλο σταματούσε.

Μα η
υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε

(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),

και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.

Και γέλασε· κ’ είπε βεβαίως πηαίνει.

Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι

στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.

Όσο για την
ταπείνωσι — μα αδιαφορούσε.

Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός

να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός·

όθεν κ’ η απαίτησίς του δεν μπορούσε

πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν

Επιφανή ως αυτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΚΑΒΑΦΗΣ

από τα “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Ο Κλεομένης ήταν βασιλιάς της Σπάρτης από το 235 π.Χ. μέχρι το 219 π.Χ. Έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις προσπαθώντας να ξανακάνει τη Σπάρτη μεγάλη δύναμη στην Ελλάδα. Αναμόρφωσε τα συσσίτια και το στρατό, μοίρασε γη σε ακτήμονες Σπαρτιάτες και επανέφερε τον αυστηρό τρόπο ζωής των νέων.Έχοντας όμως να αντιμετωπίσει τον ισχυρό στρατό του Αντίγονου, βασιλιά της Μακεδονίας, αναγκάστηκε να στείλει ομήρους στην Αίγυπτο, τη μητέρα του, Κρατησίκλεια και τα παιδιά του, ως εγγύηση για τη βοήθεια που θα του έδινε ο Πτολεμαίος Γ΄, βασιλιάς της Αιγύπτου.

Το περιστατικό περιγράφεται από τον Πλούταρχο:

Πολύν καιρό ντρεπόταν να το ειπή στη μητέρα του, κι ενώ πολλές φορές επήγαινε σ’ αυτή και άνοιγε το στόμα του να της το ειπή, πάλι σιωπούσε. Ώστε και κείνη υποπτεύθηκε κάτι και ζητούσε να μάθη από τους φίλους του, μήπως θέλει να της ζητήση τίποτε και διστάζει. Και όταν τελικά ο Κλεομένης ετόλμησε να της το ειπή, εκείνη εγέλασε δυνατά και του είπε: Αυτό ήταν λοιπόν που ήθελες να μου ειπής τόσες φορές και δείλιαζες; Δεν μας βάνεις το ταχύτερο σ’ ένα πλοίο και να μας στείλης εκεί που νομίζεις οτι αυτό το σώμα μπορεί να φανή πολύ χρήσιμο στη Σπάρτη, προτού καταστραφή από τα γεράματα μένοντας εδώ χάμω;”
Και λίγο πριν μπει στο πλοίο η Κρατησίκλεια είπε στον Κλεομένη:

“Πρόσεχε, βασιλιά των Λακεδαιμονίων, άμα βγούμε έξω να μη μας ιδή κανείς δακρυσμένους, ούτε να κάνουμε κάτι που δεν αξίζει στη Σπάρτη. Γιατί αυτό μονάχα εξαρτάται από μας, ενώ η τύχη έρχεται όπως θέλει ο θεός”.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ “ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ”
Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, μετάφραση Α. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ

Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά. Ο Πτολεμαίος Γ΄ φέρθηκε με σεβασμό στην Κρατησίκλεια, στα παιδιά του Κλεομένη, αλλά και στον ίδιο το Σπαρτιάτη βασιλιά, που αναγκάστηκε κι αυτός να καταφύγει στην Αίγυπτο, μετά την ήττα του από τον Αντίγονο Μετά όμως το θάνατο του Πτολεμαίου Γ΄, τον διαδέχθηκε ο διεφθαρμένος Πτολεμαίος Δ΄. Όταν ο Κλεομένης κατάλαβε πως κινδύνευε η ζωή του, προσπάθησε να οργανώσει στάση, που όμως απέτυχε και ο Κλεομένης προτίμησε να αυτοκτονήσει. Ακολούθως οδηγήθηκε προς εκτέλεση η Κρατησίκλεια, η οποία το μόνο που ζήτησε ήταν να πεθάνει πριν από τα εγγόνια της. Δεν έγινε όμως δεκτή η παράκλησή της. Τα παιδιά σφάχτηκαν μπροστά της και ύστερα ήρθε η σειρά της.

Στα
200 π.Χ.

«Aλέξανδρος
Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε
κάλλιστα να φαντασθούμε

πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη

για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,

μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται

για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν

σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε

μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς

Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό

δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.

A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι
αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην
Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·

και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική

την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός

που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:

που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την
θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,

την νικηφόρα, την περίλαμπρη,

την περιλάλητη, την δοξασμένη

ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,

την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·

ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι
Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,

οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι

επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,

κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.

Με τες εκτεταμένες επικράτειες,

με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.

Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά

ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΚΑΒΑΦΗΣ “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Μετά τη νίκη στο Γρανικό ποταμό, που ήταν η πρώτη νίκη του Μεγάλου Αλέξανδρου εναντίον των Περσών, ο Μακεδόνας βασιλιάς έστειλε από τα λάφυρα, 300 περσικές ασπίδες, όχι στην Πέλλα, αλλά στην Αθήνα, -οι Αθηναίοι τις κρέμασαν στον Παρθενώνα- με την επιγραφή «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασία κατοικούντων». Ως γνωστόν οι Σπαρτιάτες δεν είχαν δεχτεί να ακολουθήσουν τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του. Ποια είναι όμως η σημασία της φράσης “για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα”, με την οποία τελειώνει το ποίημα ο Καβάφης; Εδώ οι απόψεις διχάζονται. Αρκετοί θεωρούν πως η φράση δείχνει το θαυμασμό του Καβάφη στα αποτελέσματα της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έφερε τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στα βάθη της Ασίας. Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη που ισχυρίζεται πως ο Καβάφης έγραψε τη φράση με ειρωνική διάθεση. Το εγκώμιο του ελληνιστικού κόσμου πλέκεται από τον αφηγητή του ποιήματος στα 200 π.Χ., τρία χρόνια δηλαδή πριν τη σαρωτική ήττα των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους στις Κυνός Κεφαλές και δέκα χρόνια πριν την άλλη μεγάλη τους ήττα στη Μαγνησία. Είναι λοιπόν η εποχή που αρχίζει η παρακμή της ελληνιστικής εποχής. Ο Edmund Keely¹ θεωρεί πως ο Καβάφης γράφοντας το στίχο «για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα» εννοεί ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή: «πώς να μη μιλούμε για Λακεδαιμονίους τώρα!». Αφού η Σπάρτη, η μεγάλη και υπεροπτική, έχει ξεπέσει τώρα σε τόσο μεγάλο βαθμό, τι μπορεί να περιμένει τον καινούριο και μεγάλο κόσμο που εξυμνεί με τόση περηφάνια αλλά και αλαζονεία ο ομιλητής;

¹Edmund Keely: Η ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ,
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από
υαλί χρωματιστό

Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια

στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού

και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.

Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους

(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια)

φόρεσαν τεχνητούς. Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,

κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε

το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές

δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά

από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον

σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή

κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.

Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,

του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν

στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,

μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Όταν, τον Μάιο του 1347, ο Ιωάννης ΣΤ΄Καντακουζηνός στέφθηκε αυτοκράτορας στην Παναγία των Βλαχερνών, τα οικονομικά του βυζαντινού κράτους ήταν τόσο άθλια ώστε τα αυτοκρατορικά κοσμήματα φτιάχτηκαν από επιχρυσωμένο δέρμα και γυάλινες πέτρες. Κι αυτό γιατί λίγα χρόνια πριν, η σύζυγος του προηγούμενου αυτοκράτορα, η Άννα της Σαβοΐας, είχε ζητήσει δάνειο 30.000 δουκάτα από τους Βενετούς με ενέχυρο τα βασιλικά κοσμήματα. Λίγο αργότερα, οι Βενετοί χορήγησαν νέο δάνειο 20.000 δουκάτα, αυτή τη φορά στον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, αντίπαλο του Ιωάννη Καντακουζηνού στην εμφύλια διαμάχη για το θρόνο, με αντάλλαγμα την Τένεδο… Η διαμάχη αυτή εξελίχθηκε σε μακροχρόνιο και καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο, ενώ στη μάχη που έγινε στα 1352 στην Αδριανούπολη
οι δύο διεκδικητές του θρόνου είχαν ξένα στρατεύματα! Ο Ιωάννης ΣΤ΄Καντακουζηνός είχε συμμάχους τους Τούρκους και ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος είχε τη βοήθεια Σέρβων και Βουλγάρων…

Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών.

Τελειώνουμε σήμερα το μικρό αφιέρωμα στον Καβάφη με έξι ποίηματά του. Κανείς από τους αλεξανδρινούς νέους που περιγράφονται στα ποιήματα αυτά δεν είναι ιστορικό πρόσωπο, όλοι είναι δημιουργήματα της φαντασίας του ποιητή.

Ιασή Τάφος

Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως

ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.

Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο επιπόλαιος,

ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για

τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή,

η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν. Διαβάτη,

αν είσαι Aλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή

του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Ο Ιασής ήταν φημισμένος σ’ όλη την Αλεξάνδρεια για την ομορφιά του. Τον θαύμαζαν τόσο οι σοφοί όσο και ο απλός λαός. Πέθανε τελικά απ’ τις καταχρήσεις, αλλά μόνο οι Αλεξανδρινοί μπορούν να καταλάβουν την ορμή του βίου του και βέβαια την υπέρτατη ηδονή που απόλαυσε (ή μήπως που πρόσφερε; -το πιθανότερο και τα δύο)…

Τα Επικίνδυνα

Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής

στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας

αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου Κωνσταντίου·

εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων)·

«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,

εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός.

Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,

στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,

στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,

στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς

κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω —

και θάχω θέλησι, δυναμωμένος

ως θάμαι με θεωρία και μελέτη —

στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω

το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.»

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Ο Μυρτίας, σπουδαστής από τη Συρία, φτάνει για σπουδές στην Αλεξάνδρεια, διψασμένος όχι τόσο για μελέτη όσο για “ηδονές” και “απολαύσεις ονειρεμένες”.
Δε φοβάται τις καταχρήσεις γιατί αισθάνεται σίγουρος για τη δύναμη της θέλησής του, όμως όλα τα στοιχεία του ποιήματος μας δείχνουν πως τελικά ο Μυρτίας πολύ
δύσκολα θα καταφέρει να ξαναβρεί το “ασκητικό του πνεύμα”. Ο δρόμος των σαρκικών απολαύσεων της Αλέξανδρειας μάλλον δεν έχει γυρισμό…

Ευρίωνος Τάφος

Εις το περίτεχνον αυτό μνημείον,

ολόκληρον εκ λίθου συηνίτου,

που το σκεπάζουν τόσοι μενεξέδες, τόσοι κρίνοι,

είναι θαμένος ο ωραίος Ευρίων.

Παιδί αλεξανδρινό, είκοσι πέντε χρόνων.

Aπ’ τον πατέρα του, γενιά παληά των Μακεδόνων·

από αλαβάρχας της μητέρας του η σειρά.

Έκαμε μαθητής του Aριστοκλείτου στην φιλοσοφία,

του Πάρου στα ρητορικά. Στας Θήβας τα ιερά

γράμματα σπούδασε. Του Aρσινοΐτου

νομού συνέγραψε ιστορίαν. Aυτό τουλάχιστον θα μείνει.

Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο — την μορφή του,

που ήτανε σαν μια απολλώνια οπτασία.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Για τον Ευρίωνα πάλι δε θα μάθουμε αν έδωσε ή πήρε ηδονή, πέθανε όπως κι ο Ιασής πολύ νέος, ωστόσο πρόλαβε να κάνει σπουδές στη φιλοσοφία και στη
ρητορική αν και αυτές πολύ λίγο απασχολούν τον Καβάφη, το ίδιο και η συγγραφή ιστορίας. Ένα είναι το σημαντικό του χάρισμα: η ομορφιά! Ο Ευρίων ήταν σαν
“απολλώνεια οπτασία”.

Ιγνατίου Τάφος

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα

στην Aλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)

για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,

για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,

για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.

Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·

τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.

Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά

συνήλθα· αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς

μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Να και ένας που κατάφερε να απαρνηθεί τις σαρκικές απολαύσεις της Αλεξάνδρειας! Ο Ιγνάτιος (πρώην Κλέων), στα 28 του χρόνια, έγινε χριστιανός κι έζησε έτσι
τους τελευταίους δέκα μήνες της ζωής του, ευτυχής, ”μες στη γαλήνη και στην ασφάλεια του Χριστού”. Κι όχι μόνο απαρνήθηκε τις σαρκικές απολαύσεις αλλά και
τις αποκήρυξε: “Δεν είμαι εγώ, ο Κλέων εκείνος, τα 28 μου χρόνια να σβηστούν”.

Ο καθρέπτης στην είσοδο

Το πλούσιο σπίτι είχε στην είσοδο

έναν καθρέπτη μέγιστο, πολύ παλαιό·

τουλάχιστον προ ογδόντα ετών αγορασμένο.

Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη

(τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής),

στέκονταν μ’ ένα δέμα. Το παρέδοσε

σε κάποιον του σπιτιού, κι αυτός το πήγε μέσα

να φέρει την απόδειξι. Ο υπάλληλος του ράπτη

έμεινε μόνος, και περίμενε.

Πλησίασε στον καθρέπτη και κυττάζονταν

κ’ έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά

του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κ’ έφυγε.

Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει,

κατά την ύπαρξίν του την πολυετή,

χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα·

μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,

κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του

την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Διαφορετική εποχή, δε βρισκόμαστε πλέον στα ελληνιστικά χρόνια, διαφορετικό κλίμα, δεν εξυμνείται κάποιος πλούσιος νέος, αλλά ένας υπάλληλος ράπτη και διαφορετικός -γνήσια όμως καβαφικός-τρόπος προσέγγισης: ο καθρέφτης είναι που χαίρεται την ομορφιά του νέου κι όχι κάποιος άλλος.

Πριν τους αλλάξει ο Χρόνος

Λυπήθηκαν μεγάλως στον αποχωρισμό των.

Δεν τόθελαν αυτοί· ήταν η περιστάσεις.

Βιοτικές ανάγκες εκάμνανε τον ένα

να φύγει μακρυά — Νέα Υόρκη ή Καναδά.

Η αγάπη των βεβαίως δεν ήταν ίδια ως πριν·

είχεν ελαττωθεί η έλξις βαθμηδόν,

είχεν ελαττωθεί η έλξις της πολύ.

Όμως να χωρισθούν, δεν τόθελαν αυτοί.

Ήταν η περιστάσεις.— Ή μήπως καλλιτέχνις

εφάνηκεν η Τύχη χωρίζοντάς τους τώρα

πριν σβύσει το αίσθημά των, πριν τους αλλάξει ο Χρόνος·

ο ένας για τον άλλον θα είναι ως να μένει πάντα

των είκοσι τεσσάρων ετών τ’ ωραίο παιδί.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Δυο νέοι χωρίζουν πριν προλάβει να σβήσει το αίσθημά τους, πριν προλάβουν να γεράσουν. Υπεύθυνη για το χωρισμό αυτό η …”καλλιτέχνις” Τύχη που θα τους κρατήσει για πάντα -τον ένα για τον άλλο- 24 ετών παιδιά!

 

Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Όλα τα ποιήματα του Κ. Καβάφη

Η Μυρτιώτισσα γράφει για τη γνωριμία της με τον Κ. Καβάφη

Η αντιπαλότητα Παλαμά Καβάφη

Ο Δ. Χορν διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»

Η Ε. Λαμπέτη διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Επιθυμίες»

Ο Γ. Τσαρούχης διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Εν Σπάρτη»

Η Ε. Λαμπέτη διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Η Πόλις»

Η Ε. Λαμπέτη διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Μακρυά»

Η Ε. Λαμπέτη διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Μια νύχτα»

Η Ε. Λαμπέτη διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Του πλοίου»

Ο Δ. Χορν διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Η Πόλις»

Ο Γ. Μοσχίδης διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Επέστρεφε»

Ο Γ. Μοσχίδης διαβάζει το ποίημα του Κ. Καβάφη «Ιθάκη»

 

 

Αρχική σελίδα

Σχολιάστε