Εκάβη

Με λένε Ταλθύβιο κι ήμουν ο έμπιστος κήρυκας του βασιλιά Αγαμέμνονα. Δέκα χρόνια, όσο κράτησε ο πόλεμος, βρισκόμουν πάντα στο πλευρό του. Αργότερα τον ακολούθησα στην επιστροφή του στο Άργος κι έγινα μάρτυρας σε γεγονότα που δε θέλω να θυμάμαι γιατί μαυρίζουν την ψυχή μου, μα όσο κι αν προσπαθώ να τα ξεχάσω, δε γίνεται, δυστυχώς η μνήμη μου παραμένει ακόμα τόσο δυνατή όσο η φωνή μου και τα πνευμόνια μου.
Φόβος τι θα πει δε γνώρισα ποτέ, εκτός από μια φορά, που μ’ έστειλε ο αφέντης μου να πάρω τη Βρισηίδα απ’ τον φτεροπόδαρο Αχιλλέα. Κι απ’ την ταραχή μου καθόμουν ασάλευτος κι αμίλητος μπροστά του μέχρι που κατάλαβε εκείνος τι θέλω κι είπε στον διογέννητο Πάτροκλο, να φέρει έξω την όμορφη κοπέλα.
Όμως άλλα θα σας εξιστορήσω σήμερα. Αυτά που συνέβησαν μετά το πάρσιμο της Τροίας. Ναι, όρμησα κι εγώ σα μανιασμένο θηρίο κι άρπαξα και σκότωσα και βίασα μα δε θα ‘κανα ποτέ μου κάτι που θα πρόσβαλε τους θεούς του Ολύμπου, όπως ο Αίας ο Λοκρός που έσυρε με τη βία έξω από το ναό της Αθηνάς την Κασσάνδρα κι έκανε τη θεά να οργιστεί μαζί μας και να ζητήσει από τον Ποσειδώνα να μας ρίξει στην επιστροφή φουρτούνες και θύελλες και κεραυνούς.
Τότε όμως δεν τα σκεφτόμασταν αυτά, κανείς δεν έβαλε στο νου του τις συνέπειες των πράξεων μας κι όταν κόπασε το πάθος και ξεφούντωσε η οργή μας, κάθισαν και σκέφτηκαν οι άρχοντές μας πώς θα ξεδιαλέξουν τις γυναίκες της Τροίας που βρίσκονταν αιχμάλωτες στα χέρια μας· ποια θα πάρει ο καθένας τους. Κι είπαν να βάλουν κλήρο. Κι ύστερα έστειλαν εμένα να ανακοινώσω τα αποτελέσμα στις Τρωάδες. Μα όταν είδα μπροστά μου την βαριόμοιρη Εκάβη, τη βασίλισσα της Τροίας, τη δοξασμένη γύναικα του Πρίαμου, που την είχα αντικρίσει πολλές φορές στις δόξες της και στα καλά της, -δεν ήταν λίγες οι φορές που μ’ είχε στείλει ο αφέντης μου να μιλήσω στον ίδιο τον Πρίαμο- κι είχα θαμπωθεί απ’ την αρχοντιά της, όταν την είδα λοιπόν μπροστά μου, σωριασμένη καταγής, ντυμένη με κουρέλια σα καμιά ζητιάνα, μου κόπηκε η μιλιά. Εγώ, ο ξακουστός, βροντόφωνος Ταλθύβιος, που μόνο μπροστά στον ισόθεο Αχιλλέα είχα νιώσει ταραχή, τώρα, μπροστά σε μια γυναίκα, ένιωθα ντροπή και λύπη:

«ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Βγήκε πια ο λαχνός, αν αυτός ήταν ο φόβος σας.
ΕΚΑΒΗ: Αχ, ποια πόλη της Θεσσαλίας ή της Φθιώτιδας ή της Καδμείας χώρας έχεις να μας πεις;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Χώρια την κάθε μια κι όχι όλες μαζί έχει δώσει ο κλήρος σε χωριστόν αφέντη.
ΕΚΑΒΗ: Ποιανού έλαχε η καθεμιά; Ποιαν από μας προσμένει τύχη μαλακή;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Ξέρω, μα ρώτα με με τη σειρά, όχι για όλα μαζί.
ΕΚΑΒΗ: Ποιανού έλαχε η κόρη μου; Πες μου για την άμοιρη Κασσάνδρα.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Έξω από τη μοιρασιά ο αφέντης ο Αγαμέμνονας την πήρε.
ΕΚΑΒΗ: Τι; Σκλάβα της Λακεδαιμόνισσας; Ω! δυστυχία μου!
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Όχι, με για κρυφό του ταίρι στο κρεβάτι.
ΕΚΑΒΗ: Τι; Την παρθένα την αγαπημένη από τον Φοίβο, που της χάρισε ο χρυσομάλλης την τιμή να περάσει τη ζωή της μακριά από κρεβάτι αντρός;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Ο Έρωτας¹ τον σαΐτεψε για την κόρη τη θεόπνευστη
ΕΚΑΒΗ: Πέτα τα, παιδί μου, τα ιερά κλαδιά και βγάλε από πάνω σου τα ιερά στεφάνια που τα φορείς για στολισμό σου.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Για λίγο τόχεις σε βασιλικό κλινάρι να πλαγιάσει;
ΕΚΑΒΗ: Και την κόρη που τώρα μόλις μου την πήρατε, τι μου την κάνατε; Πού μου βρίσκεται;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Για την Πολυξένη ρώτησες; Για ποια μιλείς;
ΕΚΑΒΗ: Γι’ αυτήν. Με ποιον την έσμιξε ο λαχνός;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Τον τύμβο του Αχιλλέα είναι βαλμένη να υπηρετεί.
ΕΚΑΒΗ: Δυστυχία μου! (…)
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Καλοτύχιζε την κόρη σου. Απαλλάχτηκε απ’ τα βάσανα.
ΕΚΑΒΗ: Τι είναι αυτό που είπες; Βλέπει τον ήλιο;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Με την τωρινή της τύχη είναι γλυτωμένη από τις συμφορές.»
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΤΡΩΑΔΕΣ»
Μετάφραση Α. Παπαχαρίσης
¹Άλλη μια καινοτομία του Ευριπίδη: Για πρώτη φορά στο θέατρο, ο έρωτας γίνεται κίνητρο των πράξεων των ηρώων.

Δε βρήκα το κουράγιο να της πω ότι η κόρη της, η Πολυξένη ήταν νεκρή. Είχα άλλα να της αναγγείλω, πόσα θα μπορούσε να αντέξει η βαριόμοιρη Εκάβη. Έπρεπε να της πω για τη γυναίκα του Έκτορα, την Ανδρομάχη, που την είχε επιλέξει, εκτός μοιρασιάς, ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, κι ύστερα να της αναγγείλω πως η ίδια θα γινόταν σκλάβα του Οδυσσέα.
Αχ, εγώ ο Ταλθύβιος που όλοι έλεγαν πως είχα φωνή δυνατή σαν του Στέντορα, που μόνο με μια κραυγή σταμάτησα τη μονομαχία του Έκτορα με τον Αίαντα, εγώ ο Ταλθύβιος δίστασα, δεν ντρέπομαι που το λέω -γι’ άλλα ντρέπομαι, για το πώς φερθήκαμε στις Τρωάδες-, ναι, δίστασα μέχρι να της πω την αλήθεια.
Κλάμα κι οδυρμός ήταν η αντίδρασή της μόλις έμαθε πως θα γινόταν σκλάβα του Οδυσσέα. Άπιστο, βδελυρό και άνομο θεριό τον είπε, και μεταξύ μας, δεν είχε και πολύ άδικο.
Ύστερα πήρα την Κασσάνδρα να την πάω στο καράβι του Αγαμέμνονα. Μα πριν την πάρω, η Κασσάνδρα πρόλαβε και προφήτεψε διάφορα μελλούμενα, που όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως τα είπε, εγώ βέβαια τότε νόμιζα πως ήταν απλώς μια τρελή, που έλεγε ό,τι της ερχόταν στο ταραγμένο της μυαλό. Είπε για τον αφέντη μου τον Αγαμέμνονα πως ένα τσεκούρι θα του έκοβε τον τράχηλο -αχ, δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω, οι άντρες του Αίγισθου πρόλαβαν και με έπιασαν χειροπόδαρα- και πως το σπιτικό του θα διαλυόταν, είπε για τον Οδυσσέα πως θα πάλευε 10 χρόνια μέχρι να γυρίσει στην πατρίδα του, ενώ για την Εκάβη είπε πως δε θα έφευγε ποτέ μαζί με τον Οδυσσέα. Όμως ανάμεσα στις προφητείες της είπε κι άλλα λόγια για να δώσει κουράγιο στη μητέρα της. Λόγια που όσο τα σκέφτομαι τώρα, που πέρασαν τα χρόνια, όλο και πιο πολύ τα δίνω δίκιο.

«ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Τούτη εδώ η πόλη είναι πιο ευτυχισμένη από τους Αχαιούς. (…) Για μια γυναίκα και για έναν έρωτα εκείνοι -για να μη χάσουν την Ελένη!- χάσανε αμέτρητους λεβέντες. (…). Κι ήρθανε να πεθάνουν στου Σκαμάνδρου την ακροποταμιά, όχι γιατί κινδύνευαν να χάσουν τ’ ακρότοπα της χώρας τους ή τα ψηλά της πατρίδας τους τα κάστρα. Κι όσους αφάνισε ο πόλεμος δεν είδαν τα παιδιά τους, των γυναικών τους δεν τους σαβανώσανε τα χέρια, μα σε ξένον τόπο είναι θαμμένοι. (…) Οι Τρώες όμως πεθαίνανε για την πατρίδα, που είναι η πιο ωραία δόξα. Κι όσους αφάνιζε το κοντάρι, νεκρούς τουλάχιστο τους φέρνανε στα σπίτια οι δικοί τους και τους θάβανε στο πατρικό το χώμα και τους νεκροστολίζανε τα χέρια εκείνων που έπρεπε.»
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, “ΤΡΩΑΔΕΣ”
Μετάφραση Α. Παπαχαρίσης

Πόσο δίκιο είχε… Για μια Ελένη πολεμούσαμε 10 ολόκληρα χρόνια… Για μια Ελένη χαθήκανε τόσοι και τόσοι γενναίοι πολεμιστές… Για μια Ελένη θυσίασε ο αφέντης μου, ο Αγαμέμνονας, την αγαπημένη του κόρη, την Ιφιγένεια… Για μια Ελένη είδε η δόλια η Εκάβη νεκρά τόσα παιδιά της, τον Έκτορα, τον Πάρη, τον Δηίφοβο, τον Πολίτη, τον Άντιφο, τον Πολύδωρο, τον Τρωίλο… Κι όταν είδα την Ελένη εκεί, ανάμεσα στις αιχμάλωτες Τρωάδες, όμορφη, καλοντυμένη, με τα χέρια της άσπρα και τα μαλλιά της περιποιημένα σα να βρισκόταν ακόμη στο παλάτι του Πρίαμου, μου ήρθε να τη σφάξω εγώ με το δικό μου μαχαίρι. Όμως σώπασα, γιατί ήταν μπροστά μου ο Μενέλαος που, με λόγια γεμάτα οργή, είπε για την Ελένη:

«ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Κι έχω έρθει για να πάρω αυτή τη Λάκαινα -γιατί δε μ’ αρέσει να λέω τ’ όνομα της γυναικός που ήταν κάποτε δική μου-. Εδώ σε τούτα τα καλύβια των αιχμαλώτων βρίσκεται με τις άλλες τις Τρωάδες, γιατί για αιχμάλωτη τη λογαριάζουνε κι αυτή. Όσοι αγωνιστήκανε γι’ αυτήν με το κοντάρι, μου τη δώσανε να τη σκοτώσω ή, αν δεν το θέλω αυτό, ζωντανή στο Άργος να την ξαναπάω. Κι εγώ αποφάσισα να μην τη θανατώσω εδώ, μα με το καΐκι να την πάω στην Ελλάδα, κι εκεί να την παραδώσω για να τη σκοτώσουν όσοι έχουν να εκδικηθούν για το θάνατο αγαπημένων ανθρώπων τους στην Τροία.»
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, “ΤΡΩΑΔΕΣ”
Μετάφραση Α. Παπαχαρίσης

Όλοι τον πίστεψαν -να πω την αλήθεια κι εγώ μαζί τους- και νόμισαν πως τα εννοούσε αυτά που έλεγε. Μόνο η Εκάβη κατάλαβε τι θα γινόταν σαν θα έφταναν στην Ελλάδα.

«ΕΚΑΒΗ: Μη λησμονήσεις τους συντρόφους σου τους σκοτωμένους απ’ αυτή. Εγώ για κείνους και τα παιδιά τους σε παρακαλώ.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Σύχασε γερόντισσα, και γι’ αυτήν εγώ δεν ενδιαφέρομαι. Εσάς τους ακολούθους μου προστάζω να την πάτε στα καΐκια που θα ταξιδέψει.
ΕΚΑΒΗ: Να μη μπει στο ίδιο το καΐκι μ’ εσένα.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Γιατί; Μήπως είναι τώρα πιο βαριά από πρωτύτερα;
ΕΚΑΒΗ: Ένας που αγαπάει, αγαπάει πάντοτε.»
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, “ΤΡΩΑΔΕΣ”
Μετάφραση Α. Παπαχαρίσης

Άδικα πήγαν οι συμβουλές της Εκάβης. Τη συγχώρεσε τελικά ο Μενέλαος κι έζησαν ευτυχισμένοι αρκετά χρόνια στην Σπάρτη. Κι ας έμειναν για πάντα στην Τροία τα κουφάρια τόσων Ελλήνων πολεμιστών. Κι ας πνίγηκαν άλλοι τόσοι στην επιστροφή από την οργή του Ποσειδώνα και της Αθηνάς. Τόσοι νεκροί εξαιτίας της Ελένης.
Τελικά είναι σωστό να πιστεύουμε πως ο Δίας φροντίζει για τους ανθρώπους ή μήπως η γνώμη μας πως υπάρχουν θεοί είναι ψεύτικη και η τύχη κυβερνάει όσα γίνονται στους θνητούς;¹ Πώς αλλιώς να εξηγήσω όσα συνέβησαν στην Ανδρομάχη, τη γυναίκα του Έκτορα;

¹Η τόσο ριζοσπαστική, για την εποχή, άποψη πως ίσως ο Δίας να μην φροντίζει για τους ανθρώπους και πως ίσως να μην υπάρχουν καν θεοί είναι φυσικά του Ευριπίδη, που τη διατυπώνει μέσα από το στόμα του Ταλθύβιου όχι όμως στις «Τρωάδες» αλλά στην «Εκάβη», μια τραγωδία με παρεμφερές θέμα που έγραψε 10 χρόνια νωρίτερα από τις «Τρωάδες».

Άφησα τελευταία την έντιμη Ανδρομάχη, την πιστή σύζυγο, την άξια μητέρα, που της φερθήκαμε τόσο ανέντιμα και τόσο ανήθικα. Του Οδυσσέα ήταν η απόφαση μα όλοι συμφώνησαν, ακόμα κι ο αφέντης μου, ο Αγαμέμνονας, και διάλεξαν εμένα να της ανακοινώσω το φριχτό νέο, γιατί είπαν πως ήταν δική μου δουλειά, εγώ ήμουν ο κήρυκας, ναι, αλήθεια ήταν, κήρυκας ήμουν, όχι όμως για να μεταφέρω ανόσια και αποτρόπαια μηνύματα.

«ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Γυναίκα του Έκτορα, που ήταν μια φορά ο πιο αντρειωμένος από τους Τρώες, μη με μισήσεις· δίχως να το θέλω θα σου πω διαταγές των Δαναών και των Πελοπιδών.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Τι συμβαίνει; Πολύ κακός είναι ο πρόλογός σου.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Αποφασίστηκε για τούτο το παιδί… Πώς να τον πω αυτόν το λόγο.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Να μην έχει τον ίδιο αφέντη μ’ εμένα;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Κανένας Αχαιός δε θα γίνει αφέντης του.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Μα τι; Γι’ απομεινάρι των Φρυγών θα τ’ αφήσουν εδώ;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Δυσκολεύομαι να σου πω τη συμφορά σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Επαινώ το δισταγμό σου, εξόν αν μιλάς για συμφορά.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Θα σκοτώσουν το παιδί σου, μάθε τη μεγάλη συμφορά.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Οϊμένα, πόσο πιο βαρύ κι απ’ το γάμο μου¹ είναι τούτο το κακό που ακούω!
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Έγινε το θέλημα του Οδυσσέα, γιατί έλεγε μπροστά σ’ όλους τους Έλληνες…
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Οϊμένα η άμοιρη! Μικρές δεν είναι οι συμφορές μου.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Είπε να μη θρέφουμε το γιο του πιο αντρειωμένου γονιού.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ: Άμποτε και για τα παιδιά του τέτοια γνώμη να επιβάλει.»
¹Εννοεί τον επικείμενο γάμο της με τον Νεοπτόλεμο, τον γιο εκείνου που σκότωσε τον άντρα της.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ «ΤΡΩΑΔΕΣ»
Μετάφραση: Α. Παπαχαρίσης

Πώς να μπορέσω να γλυκάνω τον πόνο της; Υπήρχε άραγε τρόπος να χωρίσεις μια μάνα απ’ το παιδί της; Μια συμβουλή μόνο της έδωσα. Να μην αντισταθεί, να μην αρχίσει να καταριέται τους Αχαιούς, γιατί -έτσι μου είχαν πει οι άκαρδοι αφεντάδες μας- αν θύμωναν δε θα επέτρεπαν να ταφεί το παιδί. Ναι, μέχρι εκεί έφτασαν, πώς να κρατηθώ και να μην πω τα λόγια που μου ξέφυγαν όταν πήρα το παιδί στα χέρια μου να το δώσω στους στρατιώτες που θα εκτελούσαν την άδικη απόφαση.

«ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ: Έλα, παιδί μου, χωρισμένο πια από το γλυκό αγκάλιασμα της μάνας σου της άμοιρης, πήγαινε στην ψηλή κορφή, που στεφανώνει τους πύργους των προγόνων σου, όπου να ξεψυχήσεις είναι αποφασισμένο. Πάρτε το.
Όποιος είναι άσπλαχνος και πιο σκληρός απ’ ό,τι δέχεται η ψυχή μου, αυτός πρέπει ν’ αναγέλλει κάτι τέτοια.»
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ «ΤΡΩΑΔΕΣ»
Μετάφραση: Α. Παπαχαρίσης

Νόμιζα πως είχαν τελειώσει τα αποτρόπαια καθήκοντά μου, μα ήμουν γελασμένος. Εγώ έπρεπε να συνοδεύσω τους στρατιώτες που επέστρεψαν το λείψανο του μικρού Αστυάνακτα, ανεβασμένο πάνω στην ασπίδα του Έκτορα. Καθώς περνούσαμε απ’ τα νερά του Σκάμανδρου, δεν άντεξα, διέταξα τους στρατιώτες να σταματήσουν και πήρα στα χέρια μου το άψυχο κορμάκι του κι έλουσα τα μαλλάκια του κι έπλυνα τις πληγές του κι ύστερα το παρέδωσα στις Τρωάδες να το θάψουν. Τότε ήταν που άκουσα την Εκάβη να λέει για τους Έλληνες τα πιο σκληρά λόγια που έχω ακούσει ποτέ.

«ΕΚΑΒΗ: Ε, σεις, Αχαιοί, που η πολεμική παληκαριά σας ζυγιάζει πιο πολύ από τη γνώμη σας, τι φόβο είχατε από τούτο το παιδί και το σκοτώσατε με τρόπο που δεν ξανάγινε; Μην αναστήσει καμιά μέρα την Τροία από τα ερείπιά της; Ψεύτικη ήταν η φήμη της παληκαριάς σας, βλέπω. (…) Και τι μπορεί να γράψει τάχα ποιητής στον τάφο σου για σένα; «Τούτο το παιδί το σκοτώσανε κάποτε οι Αργείοι, γιατί φοβηθήκανε απ’ αυτό»; Ντροπή για την Ελλάδα ένα τέτοιο επίγραμμα.»
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ «ΤΡΩΑΔΕΣ»
Μετάφραση : Α. Παπαχαρίσης

Μόνο τυχαία δεν ήταν η χρονική στιγμή που επέλεξε ο Ευριπίδης για να γράψει και να παρουσιάσει στους Αθηναίους την τραγωδία του «Τρωάδες». Βρισκόμαστε στα 415 π.Χ., εν μέσω ενός αιματηρού εμφύλιου πολέμου που έχει ήδη ξεκινήσει από το 431 π.Χ., και πολύ πρόσφατα οι Αθηναίοι έχουν αποφασίσει να διαπράξει ο στρατός τους αποτρόπαια εγκλήματα (εκτέλεση ενήλικων ανδρών – μετατροπή γυναικόπαιδων σε δούλους) τόσο για τους κατοίκους της Σκιώνης (421 π.Χ.) όσο και για τους κατοίκους της Μήλου (416 π.Χ.).
Ένα χρόνο μετά, ο Ευριπίδης, θέλοντας προφανώς να καυτηριάσει τις αποφάσεις του αθηναϊκού δήμου, προχωράει με τη διδασκαλία των Τρωάδων, σε μια συγκλονιστική καταγγελία της φρίκης του πολέμου μέσα από το δράμα των αιχμάλωτων και ανυπεράσπιστων γυναικών της Τροίας. Στο έργο αυτό οι Έλληνες έχουν τον ρόλο των σκληρών κατακτητών που αποφασίζουν και διατάσσουν χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και χωρίς ίχνη ανθρώπινου ενδιαφέροντος για τα θύματα του πολέμου.
Οι «Τρωάδες» αποτελούσαν τμήμα μιας τριλογίας που παρουσιάστηκε στον διαγωνισμό των Μ. Διονυσίων του 415 π.Χ. Τα άλλα δύο έργα της τριλογίας («Αλέξανδρος» και «Παλαμήδης») δυστυχώς δε σώζονται.
Όπως ήταν αναμένομενο στο διαγωνισμό αυτό ο Ευριπίδης δεν κατάφερε να κερδίσει. Το πρώτο βραβείο το κέρδισε ο αντίπαλός του, Ξενοκλής.

Ο Ταλθύβιος αναφέρεται σε αρκετές περιπτώσεις από τον Όμηρο ως κήρυκας του Αγαμέμνονα. Ο Ευριπίδης τον χρησιμοποιεί στις Τρωάδες ως κήρυκα των σκληρών αποφάσεων των Ελλήνων που αφορούν τις Τρωάδες γυναίκες. Συνήθως δεν εκφράζει την προσωπική του άποψη, αλλά από τον τρόπο που συμπεριφέρεται, όσο και από τη μία και μοναδική στιγμή στις Τρωάδες όπου κάνει κριτική των αποφάσεων που μεταφέρει -και από άλλη μία στην «Εκάβη» που έχει επίσης έχει ένα μικρό ρόλο-, εξάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το χαρακτήρα του τα οποία χρησιμοποιήθηκαν -λογοτεχνική αδεία- για την ολοκλήρωση της σημερινής ανάρτησης, χωρίς -πιστεύουμε- να προδοθεί το πνεύμα του Ευριπίδη.


«Tρωάδες» (1971) του Μιχάλη Κακογιάννη
Παίζουν: Κάθριν Χέπμπουρν (Εκάβη), Βανέσσα Ρεντγκρέιβ (Ανδρομάχη), Ζενεβιέβ Μπιζόλντ (Κασσάνδρα), Ειρήνη Παππά (Ελένη).
Αξίζει να δείτε τη σκηνή στο 1. 27΄. 30΄΄: μπροστά στα μάτια των αιχμάλωτων και διψασμένων Τρωάδων, ένας Έλληνας στρατιώτης υποκύπτει στα παρακάλια και στη γοητεία της Ελένης και της προσφέρει μια λεκάνη νερό. Τότε η Ελένη αντί να πιει νερό, ξεγυμνώνεται, γονατίζει κι αρχίζει να πλένεται, ξεσηκώνοντας την οργή των Τρωάδων.
Η σκηνή δεν υπάρχει αυτούσια στο έργο του Ευριπίδη, μάλλον αποτέλεσε εύρημα του Κακογιάννη, είναι πάντως σύμφωνη με το πνεύμα του Ευριπίδη.