Κοσμάς Πολίτης

  

Κοσμάς Πολίτης (1888-1974) 
(Στο φόντο το σπίτι του στο Ψυχικό)

 

Αγαπάτε αλλήλους; Ναι. Αγαπάτε τους εχθρούς υμών; Ναι, τέλος πάντων. Μα όχι τους εχθρούς του ανθρώπου, όχι τους εχθρούς της ανθρωπιάς… 

Μπορείς να ζήσεις δίχως να σ’ αγαπάνε, μα όχι δίχως ν’ αγαπάς. 

Λένε πως μια τζαμούζα την κουμαντάρεις δύσκολα. Μα ένα κοπάδι το κάνει ζάφτι κι ένα μικρό παιδί. Το ίδιο, λένε ακόμα, συμβαίνει και με τις ανθρώποι: ένα κοπάδι ανθρώποι – και όσο πιο μεγάλο τόσο πιο εύκολα – μπορεί να το πλανέψει και να το σέρνει πίσω του ο πρώτος μπαγαπόντης ή τρελός που θα βρεθεί. 

Η αγάπη του Θεού αρχίζει από την αγάπη του ανθρώπου. 

Αν υπάρχουν αφεντάδες, είναι γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει να ‘ναι δούλοι.  

Η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός του εαυτού σου, είναι κι αυτό μια θετική ανθρώπινη ευτυχία. 

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΦΡΑΓΚΟΥ” 

  

Ένας θεός ανολοκλήρωτος που θέλησε να εκδηλωθεί, να βρει μια απασχόληση για να ξεφύγει από το βασανισμένο είναι του και να ξεχάσει τον εαυτό του. Και στο τέλος, από αδυναμία πάλι, πόθησε κι έναν θεατή για το τυραννισμένο έργο της ανίας του. Έτσι, δημιούργησε τον άνθρωπο.

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΕΚΑΤΗ”

  

Μια εξίσωση αλγεβρική, μια διατύπωση κάποιου νόμου της μηχανικής, κάτι παρόμοιο τέλος πάντων που έχει σχέση με τη δημιουργική σκέψη, μας πλησιάζει πιο πολύ προς το Θεό παρά μια προσευχή όπως την εννοεί όλος ο κόσμος.

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΕΚΑΤΗ”

 

Πρέπει κανένας να χαίρεται την ευτυχία της στιγμής, έτσι, όπως έρχεται, κουτσή, στραβή. Έχει ο Θεός για παραπέρα. 

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΕΚΑΤΗ” 

  

Ίσως Θεός για τον καθένα μας να ’ναι μονάχα τα όνειρά του.

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΕΚΑΤΗ”

 
Κοσμοπολίτης της οδύνης 

Πριν από 30 χρόνια (23 Φεβρουαρίου 1974) άφηνε την τελευταία του πνοή στον “Ευαγγελισμό” ο Κοσμάς Πολίτης, ένας από τους επιφανέστερους νεοέλληνες λογοτέχνες.
Είχε μεταφερθεί λίγες μέρες νωρίτερα, με αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια, από τον οίκο ευγηρίας όπου διέμενε τους τελευταίους μήνες, όταν λόγω ανημπόριας υποχρεώθηκε ν’ αφήσει το σπίτι του στο Ψυχικό.
Ήταν 86 ετών. Έφυγε πικραμένος, με τη συμπαράσταση ελάχιστων φίλων, χτυπημένος από οικογενειακά και οικονομικά δεινά. Ανήμερα το πρωινό της επάρατης 21ης Απριλίου 1967 βρίσκει νεκρή τη γυναίκα του Κλάρα. Λίγες ώρες αργότερα συλλαμβάνεται από ανάλγητους ασφαλίτες για την “αντεθνική” του δράση (υπήρξε μέλος του ΚΚΕ και υποψήφιος βουλευτής της ΕΔΑ). Αφήνεται να κηδέψει τη γυναίκα του και ξανασυλλαμβάνεται για να αφεθεί ελεύθερος έπειτα από δέκα ημέρες, μετά από παρεμβάσεις ομοτέχνων και φίλων (κυρίως του ζεύγους Ροζέ και Τατιάνας Μιλλιέ).
Είχε προηγηθεί το 1942 ο θάνατος της κόρης του Φοίβης (Κνούλης το χαϊδευτικό της), γεγονός που ο χρόνος δεν στάθηκε ικανός να επουλώσει. Σύζυγος του σκηνοθέτη Γιώργου Μιχαηλίδη, η Φοίβη πέθανε μετά τη γέννηση θνησιγενούς βρέφους.
Το 1942 στάθηκε χρονιά ιδιαίτερα οδυνηρή για το συγγραφέα, αφού αποχωρεί πρόωρα από την Ιονική Τράπεζα όπου εργαζόταν και υποχρεώνεται να ζει με μια πενιχρή σύνταξη και τα ελάχιστα χρήματα που έβγαζε από το μεταφραστικό του κυρίως έργο.
Οι οικονομικές του υποχρεώσεις τον αναγκάζουν τον ίδιο χρόνο να πουλήσει το σπίτι του (μια θαυμάσια μονοκατοικία που είχε σχεδιάσει ο ίδιος, στην οδό Στρατηγού Καλάρη 13 στο Π. Ψυχικό) σ’ ένα μαυραγορίτη, με τη συμφωνία να παραμείνει με ενοίκιο. Το σπίτι περνάει στη συνέχεια στο Δημόσιο (για οφειλόμενους φόρους του μαυραγορίτη), με τον ίδιο να εξακολουθεί να παραμένει με ενοίκιο.   

απόσπασμα από άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (28/2/2004)

 

Στο σπίτι του Κοσμά Πολίτη στεγάζεται σήμερα το Δημαρχείο Π. Ψυχικού 

 

Το χαρακτηριστικό του ανθρώπου όμως είναι το μίσος – το εκδηλώνει ακόμα και στον έρωτα… 

Το λογικό κι ο έρωτας ποτέ τους δεν ταιριάξαν. 

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ” 

 

Ποιος μπορεί να ζήσει δίχως ελπίδα σ’ ένα θαύμα; 

Ας μείνομε και λίγο ανεξάρτητοι, δίχως να σκλαβωθούμε ούτε σε μιαν αλήθεια ούτε σε κάποια πλάνη… 

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “EROICA” 

 

Η αμαρτία που δεν απαρνήθηκα όσο μικρή κι αν είναι, αυτή ‘ναι η μεγαλύτερη.

Το τελειωτικό και το ασάλευτο είναι κάτι αντίθετο με τη ζωή. 

Ό,τι είναι το ατελές είναι και το τέλειο. 

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΕΚΑΤΗ”

  

Καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά

Γιατί στο μυθιστόρημά σας (Στου Χατζηφράγκου) δεν αναφέρετε ούτε μία φορά το όνομα «Σμύρνη»;
Για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα ‘ταν σαν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους.

Θα θέλατε να σχολιάσετε, τελειώνοντας, την αφιέρωση του νέου σας έργου: «Καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά»; Πιστεύετε ότι το αίσθημα αυτό το συμμερίζονται πολλοί άλλοι πρόσφυγες;
Πρώτα για την ελευθερία που νιώθαμε όταν ζούσαμε στη Σμύρνη: δεν είχαμε καμιά ενόχληση από τους Τούρκους, τουλάχιστον ως το 1914. Κι εκείνο το αίσθημα της καλοπέρασης, της αφθονίας – βασισμένο, βέβαια, κι αυτό στο καθεστώς των διομολογήσεων. Αλλά και στο εσωτερικό της Μικρασίας επικρατούσε κατά κανόνα ομόνοια ανάμεσα στους Τούρκους και στους Έλληνες. Όσο για τη Σμύρνη, μπορώ να πω ότι ζούσαμε σε μια άγνοια του τουρκικού στοιχείου. Αντίθετα, όταν εγκαταστάθηκε η Ελληνική Αρμοστεία στη Σμύρνη, έρχονταν στιγμές που εμείς οι ντόπιοι νιώθαμε πως βρισκόμαστε κάτω από ξένη – δε λέω «εχθρική» – κατοχή. Όσο πια για το αίσθημα του ραγιά που λέω πως καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου, δεν ξέρω πόσοι άλλοι πρόσφυγες το συμμερίζονται – εκείνο που ξέρω είναι ότι σίγουρα το έχουν πολλοί ντόπιοι.

απόσπασμα από συνέντευξη του ΚΟΣΜΑ ΠΟΛΙΤΗ στον Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗ
από την εισαγωγή του βιβλίου του ΚΟΣΜΑ ΠΟΛΙΤΗ «ΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΦΡΑΓΚΟΥ» Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ/ΒΙΒΛΙΑ

 

«Άκου Πάρις Ταβελούδης! Μα όνομα είν’ αυτό;»

Ο Κοσμάς Πολίτης διηγείται πώς εμπνεύστηκε, επηρεασμένος από έναν Αρμένη φίλο του, το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο:

Τούτος ο Αρμένης, κάποτε, πάνω σε μια κουβέντα που είχαμε οι δυο μας, μου είπε: «εσύ Πάρι κοσμαπολίτης». Ήθελε να πει κοσμοπολίτης. Πώς τούρθε; Σημαδιακό λέει η Κλάρα. Αυτό θυμήθηκα όταν άρχισα να γράφω ή για να το πω σωστότερα, όταν άρχισα να εκδίδω αυτά που έγραφα και θέλησα ν’ αλλάξω το τόσο άσκημο όνομά μου. Άκου Πάρις Ταβελούδης! Μα όνομα είν’ αυτό;

ΙΩ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ «ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ – ΕΝΑΣ ΔΑΝΔΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ» Εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

  

Κάποιο αντρόγυνο πήγε ν’ αγοράσει έναν κόκορα για το κοτέτσι του. Έδειξαν στην κυρία τον καλύτερο που είχαν, μα η τιμή του ήταν εξωφρενικά υπέρογκη. -Γιατί τόσο ακριβά; ρώτησε εκείνη. -Ξέρετε, κάνει το χρέος του δέκα φορές τη μέρα, της αποκρίθηκε ο άνθρωπος που τον πουλούσε. -Πε το στον άντρα μου, του λέει. Αυτός πάει και λέει στον άντρα της: -Η κυρία μου είπε να σας πω πως ο κόκορας εκείνος κάνει το χρέος του δέκα φορές τη μέρα. -Με την ίδια κότα; ρωτάει αυτός. -Όχι, βέβαια, με διάφορες κότες. -Πε το στη γυναίκα μου, του κάνει… 

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ “ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ” Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ/ΒΙΒΛΙΑ

 

“Ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!”

Η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ θυμάται το διάλογο που είχε με τον Παττακό, στην προσπάθειά της να πετύχει την αποφυλάκιση του Κοσμά Πολίτη:-Και τι θέλεις και ήρθες;
-Κύριε Παττακέ, σήμερα το πρωί η αστυνομία του Ψυχικού συνέλαβε τον μεγαλύτερο Έλληνα πεζογράφο – που σίγουρα γνωρίζετε! – τον Κοσμά Πολίτη, γέροντα, καρδιακό, που την ημέρα του πραξικοπήματος…
-Της Επαναστάσεως (με διακόπτει με χτύπημα στο γραφείο με το χέρι).
Συνεχίζω:
-…βρήκε τη γυναίκα του νεκρή. Τώρα είναι θεομόναχος και άρρωστος. Κύριε Υπουργέ – πρώτη φορά τον προσφωνώ έτσι – αν δεν θέλετε να ξεσηκώσετε την παγκόσμιο γνώμη εναντίον σας για έναν συγγραφέα που θεωρείται και μελλοντικό Νόμπελ, πρέπει να διατάξετε να αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Η καρδιά του κρέμεται από μια κλωστή. Αν πεθάνει θα θεωρηθείτε εσείς υπεύθυνοι για το θάνατό του. Για το καλό σας μιλώ.
Καινούριο χτύπημα του χεριού στο τραπέζι. Απευθύνεται στον υπασπιστή, τον κύριο Ντότσικα. “Πείτε σ’ αυτούς που τον πιάσαν πως δεν θέλω να ξεβρακώνουν τους γέρους. Τηλεφωνείστε αμέσως στο Ψυχικό για να μάθετε τους λόγους για τους οποίους κατηγορείται”.
Η απάντηση έρχεται αμέσως. Τους είναι άγνωστο το όνομα του Κοσμά Πολίτη. Αναπηδάω, ζητάω συγγνώμη, εγώ έπρεπε να το έχω σκεφθεί, το πραγματικό όνομα του συγγραφέα είναι Πάρις Τεβελούδης.
Παττακός: -Αχαχούχα, ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!
Εγώ: -Φυσικά, ο Πάρις Τεβελούδης ήταν Διευθυντής Τραπέζης, ο κοινωνικός του τίτλος δεν του επέτρεπε να είναι και συγγραφεύς. Έτσι πήρε το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης, που πολλοί διατείνονται πως το διάλεξε επίτηδες γιατί το έργο του είναι κοσμοπολίτικο.
-Ώστε έτσι; Κοσμοπολίτης; Και σένα πώς είπες πως σε λένε;
Είπα το όνομά μου κι από μέσα μου έτρεμα. Τώρα λέω θ’ αφήσουν τον Πολίτη και θα μπαγλαρώσουν εμένα.
-Άιντε, πήγαινε, η Επανάστασις σέβεται τους γερόντους, θα κάνουμε τα δέοντα. Και απευθυνόμενος στον υπασπιστή του: Κάνε ό,τι πρέπει.
(…)
Τον συνάντησα μπροστά στην πόρτα του περιβολιού τους. Ήρεμος, αλλά γερασμένος ξαφνικά, με κείνη την κρυφή ειρωνική του διάθεση πάντα, μου είπε χαμογελαστά: “Μόνο εσύ μπορούσες να ρίξεις τη χούντα και να με ελευθερώσεις”. Σκωπτικά αυτό και λυπημένα όσο η ψυχή του: “Αλλά ποιαν έννοια έχει η προσωρινή ελευθερία ενός ατόμου όταν χάνεται η έννοια της ελευθερίας;”. Ξέρω από τότε πως την περίμενε κάθε μέρα και δεν αξιώθηκε να δει το πέσιμο της χούντας.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)

 

Ο Κοσμάς Πολίτης μεταφράζει Ε.Α. Πόε:
Ο μαύρος γάτος (Ι)

Την τόσο φριχτή και όμως τόσο απλή ιστορία που αρχίζω να γράφω, ούτε περιμένω ούτε ζητώ να την πιστέψετε. Θα ήμουν, αλήθεια, τρελός αν περίμενα κάτι τέτοιο για μια υπόθεση, όπου οι ίδιες οι αισθήσεις μου αρνούνται τη μαρτυρία τους. Και όμως δεν είμαι τρελός – και ασφαλώς δεν ονειρεύομαι. Αλλά αύριο πρόκειται να πεθάνω και θα ‘θελα να ξαλαφρώσω σήμερα την ψυχή μου. Σκοπός μου είναι να εκθέσω στον κόσμο, απλά, απέριττα και δίχως κανένα σχόλιο, μια σειρά κοινότατα γεγονότα που έχουν σχέση με το σπίτι μου. Αυτά τα γεγονότα, στις συνέπειές τους, με τρομοκράτησαν, με βασάνισαν, με κατάστρεψαν.
Ωστόσο, δεν θα επιχειρήσω να τους δώσω μια εξήγηση. Για μένα, παρουσίαζαν κάτι φριχτό – σε πολλούς θα φανούν μάλλον αλλόκοτα παρά τρομερά. Ίσως να βρεθεί κάποιο μυαλό, που θα μεταβάλει τα φαντάσματά μου σε κοινοτοπίες, – κάποιο μυαλό πιο ήρεμο, πιο λογικό και πολύ λιγότερο ευέξαπτο απ’ το δικό μου, που στα περιστατικά που θα εξιστορήσω με δέος δεν θα δει τίποτα περισσότερο από μια συνηθισμένη και πολύ φυσική διαδοχή αιτίων και αιτιατών.
Από μικρός ξεχώριζα για το μαλακό και συμπονετικό χαραχτήρα μου. Η τρυφερότητα της καρδιάς μου ήταν, μάλιστα, τόσο σημαδιακή, που είχα γίνει το παίγνιο των συμμαθητών μου. Προπάντων αγαπούσα τα ζώα, κι οι γονείς μου μ’ άφηναν να ‘χω διάφορα ζώα στο σπίτι. Τον περισσότερο καιρό μου τον περνούσα μαζί τους, κι η μεγαλύτερη ευτυχία μου ήταν να τα παίζω και να τα χαϊδεύω. Αυτή η ιδιοτυπία του χαρακτήρα μου, γινότανε πιο έντονη όσο  μεγάλωνα, και όταν έγινα άντρας, αντλούσα από κει τις μεγαλύτερες χαρές μου. Για όσους έχουν αγαπήσει ένα πιστό κι έξυπνο σκυλί, περιττεύει να κοπιάσω για να εξηγήσω το είδος και το μέγεθος της ευχαρίστησης που νιώθει κανείς από ένα τέτοιο αίσθημα. Στην αγάπη μιανού ζώου, τη γεμάτη αλτρουισμό κι αυτοθυσία, υπάρχει κάτι που αγγίζει ολόισια την καρδιά εκείνου που είχε συχνά την ευκαιρία να δοκιμάσει τη σαθρή φιλία και τη χαλαρή πίστη του ανθρώπου.
Παντρεύτηκα νέος, και χάρηκα σαν είδα πως η γυναίκα μου συμμεριζότανε τα αισθήματά μου για τα ζώα. Βλέποντας την αδυναμία μου γι’ αυτά, δεν έχανε καμιά ευκαιρία για ν’ αποκτήσουμε μερικά από τα πιο συμπαθητικά. Είχαμε πουλιά, χρυσόψαρα, έναν ωραίο σκύλο, κουνέλια, μια μικρή μαϊμού κι ένα γάτο.
Αυτός ο γάτος ήταν ένα πολύ μεγάλο κι ωραίο ζώο, κατάμαυρος κι εξαιρετικά έξυπνος. Όταν μιλούσε για το γάτο η γυναίκα μου, που κατά βάθος ήταν αρκετά προληπτική, ανάφερνε συχνά την παλιά λαϊκή ιδέα, πως όλες οι μαύρες γάτες ήταν μεταμορφωμένες μάγισσες. Όχι πως το ‘λεγε στα σοβαρά – και αν κάνω λόγο γι’ αυτό το ζήτημα, είναι μόνο και μόνο γιατί έτυχε να το θυμηθώ τούτη τη στιγμή.
Ο Πλούτων – αυτό το όνομα είχε ο γάτος – ήταν ο αγαπημένος μου κι ο σύντροφός μου. Εγώ μονάχα τον τάιζα κι όπου κι αν πήγαινα μέσα στο σπίτι ερχότανε από πίσω μου. Και με δυσκολία τον εμπόδιζα να μ’ ακολουθάει και στο δρόμο.

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ «Ο μαύρος γάτος» μετάφραση ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
από το βιβλίο «Ε. Α. ΠΟΕ – ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»
Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 
απόσπασμα (το τέλος) από το διήγημα του Ε. Α. Πόε “Ο μαύρος γάτος”:

Και στα συχνά, τα απότομα και ασυγκράτητα ξεσπάσματα μιας μανίας, που την είχα τώρα παραδοθεί στα τυφλά, το συνηθισμένο και υπομονετικότατο θύμα ήταν η γυναίκα μου, που δεν παραπονιότανε ποτέ της.
Μια μέρα ήρθε κι αυτή μαζί μου, για κάποια δουλειά, στο κελάρι του παλιού σπιτιού που η φτώχεια μας ανάγκαζε τώρα να κατοικούμε. Ο γάτος μ’ ακολούθησε καθώς κατέβαινα τ’ απότομα σκαλιά, και με τη συνήθειά του να μπλέκει ανάμεσα στα πόδια μου μ’ έριξε κάτω με το κεφάλι. Έγινα έξω φρενών. Σήκωσα ένα τσεκούρι, και ξεχνώντας μέσα στο θυμό μου τον παιδιάτικο φόβο που είχε συγκρατήσει ως τώρα το χέρι μου, κατέβασα μια στο ζωντανό, που θα τ’ άφηνε στον τόπο, αν δεν το σταματούσε το χέρι της γυναίκας μου. Η επέμβασή της μ’ έκανε να λυσσάξω, να δαιμονιστώ. Αποτράβηξα το μπράτσο μου, που το κρατούσε, και τη χτύπησα με το τσεκούρι κατακέφαλα. Έπεσε νεκρή, στον τόπο, δίχως ούτ’ ένα βογγητό.
Ύστερ’ απ΄ αυτό το απαίσιο φονικό, άρχισα αμέσως να σκέφτομαι ψύχραιμα πού θα ‘κρυβα το πτώμα. Καταλάβαινα πως δεν μπορούσα να το μεταφέρω από το σπίτι, είτε τη μέρα είτε τη νύχτα, χωρίς να διατρέξω τον κίνδυνο να με δουν οι γειτόνοι. Έκανα διάφορα σχέδια με το νου μου. Μια στιγμή σκέφτηκα να κόψω το πτώμα μικρά μικρά κομμάτια και να τα κάψω. Ύστερα έκανα τη σκέψη ν’ ανοίξω ένα λάκκο στο κελάρι και να το θάψω. Έπειτα είπα να το ρίξω στο πηγάδι της αυλής – ή να το συσκευάσω μέσα σ’ ένα μεγάλο κιβώτιο, και να φωνάξω κανέναν κουβαλητή να το πάρει από το σπίτι. Τελικά μου ήρθε μια ιδέα που τη θεώρησα πολύ καλύτερη απ’ όλ’ αυτά. Αποφάσισα να το χτίσω μέσα σ’ έναν τοίχο του κελαριού, όπως αναφέρει η ιστορία πως έχτιζαν τα θύματά τους οι καλόγεροι στο Μεσαίωνα.
Το κελάρι ήταν κατάλληλο γι’ αυτό το σκοπό. Οι τοίχοι του ήταν ψευτοχτισμένοι, και τώρα τελευταία τους είχαν περάσει ένα σουβά, που η υγρασία δεν τον άφησε να ξεραθεί. Κι έπειτα, ένας από τους τοίχους είχε μια εσοχή, σα να προοριζότανε για θέση του τζακιού, αλλά έπειτα την είχαν γεμίσει κι έμοιαζε σαν το υπόλοιπο κελάρι. Ήμουν βέβαιος πως θα μπορούσα εύκολα να βγάλω από τη θέση τους τα τούβλα, να βάλω το πτώμα μέσα στην εσοχή, κι έπειτα να ξαναχτίσω εκείνο το μέρος όπως ήταν πριν, έτσι που κανένα μάτι δεν θα μπορούσε ν’ ανακαλύψει τίποτα το ύποπτο.
Και δε λαθεύτηκα στους υπολογισμούς μου. Μ’ ένα λοστό ξεχαρβάλωσα εύκολα τα τούβλα, κι αφού τοποθέτησα με προσοχή το πτώμα όρθιο, ακουμπιστά στον εσωτερικό τοίχο, το στήριξα σ’ αυτή τη θέση, και χωρίς πολύ κόπο ξανάβαλα τα τούβλα όπως ήταν και πριν. Προμηθεύτηκα, με κάθε προφύλαξη, ασβέστη, άμμο και άχερα, ετοίμασα ένα σουβά, που δεν ξεχώριζε από τον παλιό, κι έχρισα τον καινούριο τοίχο. Όταν τέλειωσα, έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από τη δουλειά μου. Δε φαινότανε καθόλου πως είχε πειραχτεί ο τοίχος. Μάζεψα από χάμω τα μπάζα με τη μεγαλύτερη προσοχή. Έριξα γύρω μου μια θριαμβευτική ματιά και είπα μέσα μου: «Εδώ, τουλάχιστον, ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος». 

 

Η κατοπινή μου ενέργεια ήταν να ψάξω να ‘βρω το ζωντανό που είχε γίνει αιτία μιας τέτοιας κατάντιας. Γιατί τώρα πια είχα πάρει τη σταθερή απόφαση να το εξοντώσω. Αν το ‘βρισκα εκείνη τη στιγμή μπροστά μου, καμιά αμφιβολία πως η δουλειά του ήταν τελειωμένη. Μα φαίνεται πως το πονηρό ζώο είχε τρομοκρατηθεί από την εκδήλωση του θυμού μου κι απόφευγε να παρουσιαστεί μπροστά μου. Αδύνατον να περιγραφεί, ή να φανταστεί κανείς, τη βαθιά, την ηδονική ανακούφιση που μου προξένησε η απουσία του σιχαμένου ζώου. Δε φάνηκε ούτε ολόκληρη τη νύχτα, κι έτσι, για μια νύχτα τουλάχιστον, από τότε που είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι, κοιμήθηκα ήσυχα και ατάραχα. Ναι, κοιμήθηκα, μ’ όλο το βάρος του φονικού, που είχα στην ψυχή μου.
Πέρασε η δεύτερη, πέρασε και η τρίτη μέρα, κι ο τύραννός μου εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Ανάσανα σαν άνθρωπος ελεύθερος. Το τέρας, τρομαγμένο, είχε φύγει από το σπίτι μια για πάντα! Δε θα το ξανάβλεπα στα μάτια μου! Ήμουν τρισευτυχισμένος! Το αίσθημα της ενοχής για την καταχθόνια πράξη μου δεν μ’ ενοχλούσε σχεδόν καθόλου. Στην ανάκριση που είχε γίνει, αποκρίθηκα μ’ ετοιμότητα, δίχως να τα χάσω. Έγινε και μια έρευνα – μα φυσικά, τίποτα δεν ανακάλυψαν. Θεωρούσα την ευτυχία μου εξασφαλισμένη στο μέλλον.

Την τέταρτη μέρα ύστερ’ από το φόνο, ξανάρθαν ακαρτέρευτα οι αστυνομικοί, για να κάνουν μια πιο αυστηρή έρευνα. Σίγουρος για το ανεξιχνίαστο του κρυψώνα, δεν ανησύχησα στο παραμικρό. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να τους συνοδέψω στην έρευνά τους. Δεν άφησαν καμιά γωνιά, καμιά κόχη, δίχως να την ψάξουν. Στο τέλος κατέβηκαν πάλι στο κελάρι – για τρίτη ή τέταρτη φορά.  Δεν σάλεψε ούτε μια τρίχα μου. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά ανθρώπου που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Πηγαινοερχόμουν μέσα στο κελάρι. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και τριγύριζα εδώ κι εκεί. Οι αστυνομικοί ικανοποιήθηκαν απόλυτα από την έρευνά τους κι ετοιμάζονταν να φύγουν. Η χαρά μου ήταν πάρα πολύ μεγάλη, για να μπορέσω να τη συγκρατήσω. Λαχταρούσα να πω, έστω και μια λέξη, έτσι, σαν εκδήλωση του θριάμβου μου, και για να διπλασιαστεί η βεβαιότητά τους πως είμαι αθώος.
-Κύριοι, τους είπα τέλος καθώς ανέβαιναν τη σκάλα, είμ’ ενθουσιασμένος που ξαλαφρωθήκατε από τις υποψίες σας. Σας εύχομαι καλή υγεία και κάπως περισσότερη ευγένεια. Εδώ που τα λέμε, κύριοι, αυτό το σπίτι είναι πολύ καλοχτισμένο (μέσα στη φλογερή επιθυμία μου να πω κάτι με άνεση, δεν ήξερα καλά καλά τι έλεγα, μπορώ μάλιστα να πω, εξαιρετικά καλοχτισμένο. Αυτοί οι τοίχοι –μα πώς φεύγετε, κύριοι;- αυτοί οι τοίχοι είναι γερά φτιαγμένοι…
Και λέγοντας αυτό, χτύπησα δυνατά – μόνο και μόνο από μια μανία μπραβούρας, που με είχε πιάσει – μ’ ένα μπαστούνι που κρατούσα, ακριβώς εκείνο το μέρος του τοίχου με τα τούβλα, που πίσω του στεκότανε το πτώμα της αγαπημένης γυναικούλας μου.
Μα ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει από τα νύχια του Αντίχριστου! Δεν είχαν πάψει καλά καλά ν’ αντηχούν τα χτυπήματα του μπαστουνιού μου, και μου αποκρίθηκε μια φωνή μέσ’ από τον τάφο! – μια φωνή στην αρχή πνιγμένη και κομμένη, σαν το αναφιλητό παιδιού, που έπειτα φούντωσε γοργά σε μια μακρόσυρτη, δυνατή και αδιάκοπη κραυγή, αφύσικη και ξωτική –μια οιμωγή! – μια κλαψιάρικη στριγγλιά φρίκης και θριάμβου μαζί, τέτοια που μόνο από την κόλαση θα μπορούσε να ‘χε βγει, συνταιριαστά, απ’ το λαρύγγι των κολασμένων μέσα στην αγωνία τους κι από τους δαίμονες που χαίρονται την κόλαση κι αναγαλλιάζουν.
Είναι αστείο, να μιλήσω για τις σκέψεις μου εκείνης της στιγμής. Παράλυσα. Τρικλίζοντας, πήγα κι ακούμπησα  στον αντικρινό τοίχο. Οι αστυνομικοί, από τον τρόμο και το δέος, έμειναν ακίνητοι για μια στιγμή στη σκάλα. Αμέσως έπειτα, δέκα γερά μπράτσα καταπιάστηκαν τον τοίχο. Έπεσε μονοκόμματος. Το πτώμα, κιόλα σε μεγάλο βαθμό αποσυνθεμένο, γεμάτο πηγμένα αίματα, στεκότανε ολόρθο μπρος στα μάτια μας. Πάνω στο κεφάλι του, με κατακόκκινο ανοιχτό στόμα κι ένα μοναχικό μάτι που πέταγε φωτιές, καθότανε το απαίσιο ζώο, που η πανουργία του μ’ έκανε φονιά, και η κατήγορη φωνή του μ’ έστειλε στο δήμιο. Είχα χτίσει το τέρας μέσα στον τάφο. 

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ «Ο μαύρος γάτος» μετάφραση ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
από το βιβλίο «Ε. Α. ΠΟΕ – ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»
Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 

Κοσμάς Πολίτης (1888-1974)

Ενδιαφέρουσες ιστοσελίδες:

Κοσμοπολίτης της οδύνης

Αποσπάσματα από την Eroica

 

  

 

Αρχική σελίδα

Σχολιάστε