Δημήτρης Φωτιάδης

Το 1834, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά με την ενηλικίωση του Όθωνα του δόθηκε χάρη. Ο Κολοκοτρώνης, μόλις άκουσε πως ο βασιλιάς Όθων του έδινε χάρη μετατρέποντας την ποινή του θανάτου σε ποινή φυλάκισης 20 ετών, είπε τα παρακάτω λόγια: «Θα γελάσω το βασιλιά, δε θα ζήσω τόσους χρόνους…»

«ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ» Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

  

Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βασίλης Ρώτας πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε, μαζί με άλλους Έλληνες, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία.

Μου διηγήθηκε, με το χιούμορ που τον διάκρινε, πως όταν φτάσανε στο στρατόπεδο οι Γερμανοί βάλανε κάποιον καθηγητή των αρχαίων ελληνικών να τους προσφωνήσει. Τους απηύθυνε χαιρετισμό όχι μονάχα στα αρχαία ελληνικά, μα προφέροντάς τα με ερασμιακή προφορά. Τους λέει: “Τέκνα Ελλάδος, παροϋσίαν σας χαϊρόμεθα!” Τότε ένας στρατιώτης του φώναξε: “Χαΐρι να μη βρεις!” Ξέσπασαν τρανταχτά γέλια κι ο καθηγητής απόρησε τι αστείο είχε πει.

“ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Η Αθήνα του 1906 -οι εντυπώσεις μου είναι βέβαια ανάκατες και με μεταγενέστερες- ήταν μια μικρή στα ανθρώπινα μέτρα πολιτεία. Την κατοικούσαν 140.000 ψυχές. Η μόνη συγκοινωνία της το ανοιχτό τραμ με πάγκους που ξεκινούσε από την Ομόνοια κι έφτανε ως το τέρμα της οδού Φιλελλήνων. Ίσαμε το Σύνταγμα το τράβαγε ένα άλογο. Από κει και πέρα βάζανε και δεύτερο για να τα βγάλει πέρα στον ανήφορο. Όπου ήθελες ανέβαινες και όπου ήθελες κατέβαινες, φτάνει να ήσουνα κάπως σβέλτος. Η οδός Σταδίου χωματόδρομος. Τ’ απόγευμα κάρο της δημαρχίας σουλάντιζε το δρόμο για να κατακαθίσει κάπως η σκόνη. Όχι μονάχα στις συνοικίες μα και σ’ αυτή ακόμα την οδό Πανεπιστημίου, πέρναγαν μικρά κοπάδια κατσίκες, δέκα ως δεκαπέντε το πολύ, και οι τσοπάνοι τους μοίραζαν με τούτον εδώ τον τρόπο το γάλα. Σταμάταγαν στην πόρτα του πελάτη και η κερά ή η υπηρέτρια του έδινε την κατσαρόλα, την έβαζε κάτω από μία από τις κατσίκες, και την άρμεγε ώσπου να τη γεμίσει.

«ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει πως ξεκίνησε να γράφει η Μαρία Ιορδανίδου:

Συχνά μας έλεγε ιστορίες της Πόλης σκιαγραφώντας τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα. «Μαρίκα, δεν κάθεσαι να τα γράψεις όλ’ αυτά που μας ανιστοράς», της έλεγα. «Λωλάθηκες! μου αποκρινόταν. Εγώ το μόνο που έμαθα να κάνω είναι να γράφω αιτήσεις». «Γράψε τα όπως τα λες, κι αυτό φτάνει». Η Μαρίκα τίποτα. Αμετάπειστη! Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο. «Δημήτρη, έγραψα τη Λωξάντρα». «Τι;» «Να, τα όσα σου ανιστορούσα για την Πόλη». «Μπράβο, Μαρίκα». «Τι μπράβο κάθεσαι και μου λες. Κανείς εκδότης δεν το βγάζει». «Να το τυπώσεις μόνη σου». «Και πού θα βρεθούν τα λεφτά;» «Να δανειστείς». Έπειτα από κάμποσο καιρό έρχεται η Μαρίκα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ήταν η Λωξάντρα. Το διάβασα και συναρπάστηκα. Η αφήγησή της ή, πιο σωστά, ο τρόπος που ζωντάνευε τα περασμένα, ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου. Ύστερα από δυο μήνες, η Μαρίκα μου τηλεφωνά. «Πούλησα 200 βιβλία. Έβγαλα τα μισά μου έξοδα». «Θα τα πουλήσεις όλα, Μαρίκα». «Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί». Πέρασαν ακόμη λίγοι μήνες και με παίρνει στο τηλέφωνο. «Δημήτρη, τα πούλησα όλα!»

«ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

“Ποιος ανακάλυψε το ρυζόγαλο”

Ο Δημήτρης Φωτιάδης διηγείται το παρακάτω περιστατικό με ήρωα τον Μυτιληνιό λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Αναστασέλλη:

Το 1973 φέρνουν τα κόκαλα του ποιητή και μεταφραστή της «Οδύσσειας» Αργύρη Εφταλιώτη, για να τα θάψουν στο Μόλυβο της Μυτιλήνης όπου γεννήθηκε το 1849. Ο πρόεδρος της “Φιλολογικής Στέγης Εφταλιώτης” Γ. Βαλέτας στέλνει στη Μυτιλήνη τηλεγραφήματα να παραβρεθούν στην άφιξη του πλοίου διάφορα πρόσωπα. Ένα από αυτά κι ο Αναστασέλλης.
Οι παραλήπτες φτάνουν στην αποβάθρα και περιμένουν νάρθει το βαπόρι. Όταν πλεύρισε στο μώλο, προχωρούν πρώτοι και καλύτεροι οι παπάδες. Ο υπαξιωματικός του λιμενικού τους αφήνει με μεγάλο σεβασμό να περάσουν. Πάει να περάσει κι ο Στρατής, απότομα τον σταματά ο λιμενικός.
-Απαγορεύεται.
– Εμ, πώς πέρασαν οι παπάδες;
-Αυτοί είναι οι ιερεύς.
-Και οι άλλοι;
-Αυτοί είναι οι επισήμους.
-Μα κι εγώ είμαι επίσημος.
Ρίχνει ο λιμενικός μια ματιά στο Στρατή, μα δεν του γεμίζει το μάτι.
-Να, πάρε το τηλεγράφημα.
Το παίρνει ο λιμενικός κι αφού εμβριθώς το μελέτησε, ρωτά τον Στρατή:
-Δε μου λες, τέλος πάντων, τι ήταν αυτός ο Εφταλιώτης;
-Δεν τον ξέρεις;
-Όχι.
-Δεν τον έχεις ούτε καν ακουστά;
-Όχι.
-Ήταν αυτός που ανακάλυψε… το ρυζόγαλο!
Έκθαμβος ο λιμενικός λέει στο Στρατή:
-Τι λες; Μα τότε πέρασε!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ»
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Δημήτρης Φωτιάδης (1898-1988)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Βιογραφικά στοιχεία για τον Δ. Φωτιάδη

 

Αρχική σελίδα